Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής;
Ξεκινώντας, λοιπόν, να βρούμε ποιος είναι ο σκοπός της ζωής, πρέπει να διευκρινίσουμε τι εννοούμε με αυτό – όχι μόνο με τον ορισμό που δίνει το λεξικό, αλλά και με τη σημασία που τελικά δίνουμε σε αυτές τις λέξεις. Σίγουρα, η ζωή αναφέρεται στις καθημερινές πράξεις, τις καθημερινές λέξεις, τα καθημερινά αισθήματα, έτσι δεν είναι; Περιλαμβάνει τους μόχθους, τους πόνους, τα άγχη, τις εξαπατήσεις, τις ανησυχίες, τη ρουτίνα του γραφείου, της επιχείρησης, της γραφειοκρατίας και ούτω καθεξής. Όλα αυτά είναι η ζωή. Με τον όρο ζωή εννοούμε όχι ένα μόνο τμήμα ή ένα επίπεδο της συνείδησης, αλλά τη συνολική διαδικασία της ύπαρξης, η οποία συνιστά τη σχέση μας με τα πράγματα, με τους ανθρώπους, με τις ιδέες.
Αυτό εννοούμε όταν λέμε ζωή – όχι κάτι αφηρημένο. Αν λοιπόν αυτό εννοούμε ως ζωή, τότε η ζωή έχει σκοπό; Ή μήπως επειδή δεν καταλαβαίνουμε τις πτυχές της ζωής –τον καθημερινό πόνο, το άγχος, τον φόβο, τη φιλοδοξία, την απληστία–, επειδή δεν καταλαβαίνουμε τις καθημερινές δραστηριότητες της ύπαρξης, χρειαζόμαστε έναν σκοπό, μακρινό ή κοντινό;
Γιατί θέλουμε έναν σκοπό;
Θέλουμε έναν σκοπό για να μπορούμε να κατευθύνουμε την καθημερινή ζωή μας προς έναν στόχο. Προφανώς αυτό εννοούμε με τον σκοπό. Αν, όμως, καταλαβαίνω πώς να ζήσω, τότε η ζωή από μόνη της είναι αρκετή, δεν είναι; Σε αυτή την περίπτωση, θέλουμε έναν σκοπό; Αν σ’ αγαπώ ή αν αγαπώ κάποιον άλλο, δεν είναι αυτό από μόνο του αρκετό;
Χρειάζομαι τότε έναν σκοπό; Ασφαλώς, θέλουμε έναν σκοπό μόνο όταν δεν κατανοούμε ή όταν θέλουμε έναν τρόπο συμπεριφοράς με έναν διακριτό στόχο. Άλλωστε, οι περισσότεροι από μας αναζητούμε έναν τρόπο ζωής, έναν τρόπο συμπεριφοράς, και είτε στρέφουμε το βλέμμα μας στους άλλους, στο παρελθόν, είτε προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο συμπεριφοράς μέσω της δικής μας εμπειρίας.
Όταν ψάχνουμε ένα πρότυπο συμπεριφοράς μέσα από τη δική μας εμπειρία, η εμπειρία μας είναι πάντα εξαρτημένη, έτσι δεν είναι; Όσο ευρείες κι αν είναι οι εμπειρίες που έχει κανείς, εκτός αν οι εμπειρίες αυτές καταρρίπτουν την εξαρτημένη μάθηση του παρελθόντος, κάθε νέα εμπειρία απλώς ενδυναμώνει περισσότερο την εξαρτημένη μάθηση του παρελθόντος.
Και αυτό είναι ένα γεγονός που μπορούμε να συζητήσουμε. Εάν στρεφόμαστε σε κάποιον άλλο, στο παρελθόν, σε έναν γκουρού, σε ένα ιδανικό, σε ένα παράδειγμα, για να βρούμε ένα πρότυπο συμπεριφοράς, τότε απλώς αναγκάζουμε την εξαιρετική ζωτικότητα της ζωής να μπει σε ένα καλούπι, να πάρει ένα συγκεκριμένο σχήμα, και έτσι χάνουμε την ταχύτητα, την ένταση, τον πλούτο της ζωής.
Για να ανακαλύψουμε τον σκοπό της ζωής, το μυαλό πρέπει να απελευθερωθεί από κάθε μέτρο σύγκρισης
Συνεπώς, πρέπει να καταστήσουμε απολύτως σαφές τι εννοούμε όταν λέμε σκοπός, αν υπάρχει πράγματι ένας σκοπός. Ίσως ισχυριστείτε ότι όντως υπάρχει ένας σκοπός: να αδράξετε την
πραγματικότητα, ή ό,τι άλλο επιθυμείτε. Για να το προσεγγίσετε αυτό, όμως, πρέπει να το γνωρίζετε, να έχετε την επίγνωσή του, πρέπει να έχετε το μέτρο, το βάθος, το νόημά του.
Γνωρίζουμε στ’ αλήθεια την πραγματικότητα από μόνοι μας ή μήπως τη γνωρίζουμε μόνο μέσω της αυθεντίας κάποιου άλλου; Μπορείτε, δηλαδή, να ισχυριστείτε ότι ο σκοπός της ζωής είναι να βρείτε την πραγματικότητα, όταν δεν ξέρετε καν τι είναι η πραγματικότητα; Από τη στιγμή που η πραγματικότητα είναι το άγνωστο, το μυαλό που αναζητά το άγνωστο πρέπει πρώτα να ελευθερωθεί από το γνωστό, δεν συμφωνείτε; Αν το μυαλό είναι θολωμένο, φορτωμένο με το βάρος του γνωστού, μπορεί να μετρήσει μόνο βάσει της δικής του κατάστασης, σύμφωνα με τους δικούς του περιορισμούς και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί ποτέ να γνωρίσει πραγματικά το άγνωστο, σωστά;
Άρα, αυτό που προσπαθούμε να αναλύσουμε και να ανακαλύψουμε είναι κατά πόσο η ζωή έχει έναν σκοπό και αν αυτός ο σκοπός είναι μετρήσιμος. Αν μπορεί να μετρηθεί μόνο με γνώμονα το γνωστό, με γνώμονα το παρελθόν· και όταν μετράω τον σκοπό της ζωής με γνώμονα το γνωστό, τότε θα τον μετρήσω σύμφωνα με ό,τι μου αρέσει και ό,τι δεν μου αρέσει.
Επομένως, ο σκοπός θα εξαρτάται από τις επιθυμίες μου, άρα θα σταματήσει να είναι σκοπός. Φυσικά, αυτό είναι σαφές, έτσι δεν είναι; Μπορώ να κατανοήσω ποιος είναι ο σκοπός της ζωής μόνο μέσα από την οθόνη των δικών μου προκαταλήψεων, των δικών μου θέλω, των δικών μου επιθυμιών – ειδάλλως, δεν μπορώ να κρίνω, μπορώ; Οπότε, το μέτρο, η μεζούρα, το υποδεκάμετρο, είναι η εξαρτημένη μάθηση του μυαλού μου και βρίσκεται σε συμφωνία με ό,τι υπαγορεύει η εξαρτημένη μάθησή μου.
Εγώ θα αποφασίσω ποιος είναι ο σκοπός. Ποιος είναι, όμως, ο σκοπός της ζωής; Προκύπτει από την επιθυμία μου, συνεπώς σίγουρα δεν είναι ο σκοπός τη ζωής. Προκειμένου να ανακαλύψετε τον σκοπό της ζωής, το μυαλό πρέπει να είναι ελεύθερο από κάθε μέτρο σύγκρισης, τότε μόνο μπορείτε να τον βρείτε – διαφορετικά, απλώς προβάλλετε τα δικά σας θέλω. Αυτό δεν είναι μια απλή διανοητική διαπίστωση, και αν προχωρήσετε πιο βαθιά, θα δείτε το νόημά του.
Συνεπώς, πρέπει να καταστήσουμε απολύτως σαφές τι εννοούμε όταν λέμε σκοπός, αν υπάρχει πράγματι ένας σκοπός. Ίσως ισχυριστείτε ότι όντως υπάρχει ένας σκοπός: να αδράξετε την
πραγματικότητα, ή ό,τι άλλο επιθυμείτε. Για να το προσεγγίσετε αυτό, όμως, πρέπει να το γνωρίζετε, να έχετε την επίγνωσή του, πρέπει να έχετε το μέτρο, το βάθος, το νόημά του.
Γνωρίζουμε στ’ αλήθεια την πραγματικότητα από μόνοι μας ή μήπως τη γνωρίζουμε μόνο μέσω της αυθεντίας κάποιου άλλου; Μπορείτε, δηλαδή, να ισχυριστείτε ότι ο σκοπός της ζωής είναι να βρείτε την πραγματικότητα, όταν δεν ξέρετε καν τι είναι η πραγματικότητα; Από τη στιγμή που η πραγματικότητα είναι το άγνωστο, το μυαλό που αναζητά το άγνωστο πρέπει πρώτα να ελευθερωθεί από το γνωστό, δεν συμφωνείτε; Αν το μυαλό είναι θολωμένο, φορτωμένο με το βάρος του γνωστού, μπορεί να μετρήσει μόνο βάσει της δικής του κατάστασης, σύμφωνα με τους δικούς του περιορισμούς και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί ποτέ να γνωρίσει πραγματικά το άγνωστο, σωστά;
Άρα, αυτό που προσπαθούμε να αναλύσουμε και να ανακαλύψουμε είναι κατά πόσο η ζωή έχει έναν σκοπό και αν αυτός ο σκοπός είναι μετρήσιμος. Αν μπορεί να μετρηθεί μόνο με γνώμονα το γνωστό, με γνώμονα το παρελθόν· και όταν μετράω τον σκοπό της ζωής με γνώμονα το γνωστό, τότε θα τον μετρήσω σύμφωνα με ό,τι μου αρέσει και ό,τι δεν μου αρέσει.
Επομένως, ο σκοπός θα εξαρτάται από τις επιθυμίες μου, άρα θα σταματήσει να είναι σκοπός. Φυσικά, αυτό είναι σαφές, έτσι δεν είναι; Μπορώ να κατανοήσω ποιος είναι ο σκοπός της ζωής μόνο μέσα από την οθόνη των δικών μου προκαταλήψεων, των δικών μου θέλω, των δικών μου επιθυμιών – ειδάλλως, δεν μπορώ να κρίνω, μπορώ; Οπότε, το μέτρο, η μεζούρα, το υποδεκάμετρο, είναι η εξαρτημένη μάθηση του μυαλού μου και βρίσκεται σε συμφωνία με ό,τι υπαγορεύει η εξαρτημένη μάθησή μου.
Εγώ θα αποφασίσω ποιος είναι ο σκοπός. Ποιος είναι, όμως, ο σκοπός της ζωής; Προκύπτει από την επιθυμία μου, συνεπώς σίγουρα δεν είναι ο σκοπός τη ζωής. Προκειμένου να ανακαλύψετε τον σκοπό της ζωής, το μυαλό πρέπει να είναι ελεύθερο από κάθε μέτρο σύγκρισης, τότε μόνο μπορείτε να τον βρείτε – διαφορετικά, απλώς προβάλλετε τα δικά σας θέλω. Αυτό δεν είναι μια απλή διανοητική διαπίστωση, και αν προχωρήσετε πιο βαθιά, θα δείτε το νόημά του.
Μόνο στην ελευθερία μπορεί κανείς να ανακαλύψει την αλήθεια
Τελικά, σύμφωνα με τις δικές μου προκαταλήψεις, με τα δικά μου θέλω, τις δικές μου επιθυμίες, τις δικές μου προτιμήσεις, αποφασίζω ποιος πρέπει να είναι ο σκοπός της ζωής. Επομένως, η επιθυμία μου γεννά τον σκοπό.
Σίγουρα, όμως, δεν είναι αυτός ο σκοπός της ζωής. Ποιο είναι σημαντικότερο – να ανακαλύψω τον σκοπό της ζωής ή να ελευθερώσω το μυαλό μου από τις ίδιες τις προκαταλήψεις του και στη συνέχεια να ερευνήσω; Και ίσως, όταν το μυαλό απελευθερωθεί από τη δική του εξαρτημένη μάθηση, η ελευθερία αυτή από μόνη της να είναι ο σκοπός. Διότι, εντέλει, μόνο με την ελευθερία μπορεί κανείς να ανακαλύψει οποιαδήποτε αλήθεια.
Συνεπώς, πρώτη προϋπόθεση είναι η ελευθερία, και όχι η αναζήτηση του σκοπού της ζωής. Χωρίς ελευθερία, προφανώς, δεν μπορεί κανείς να τον ανακαλύψει· αν δεν απελευθερωθούμε από τα προσωπικά μας ασήμαντα θέλω, τις επιδιώξεις, τις φιλοδοξίες, τους φθόνους και τις κακές μας προθέσεις – χωρίς ελευθερία από όλα αυτά, πώς είναι δυνατό κανείς να ερευνήσει ή να ανακαλύψει ποιος είναι ο σκοπός της ζωής;
Θέλουμε να κατανοήσουμε την αλληλεπίδραση ή απλώς να αποδράσουμε από τον πόνο;
Επομένως, δεν είναι σημαντικό για εκείνον που αναζητά τον σκοπό της ζωής να διαπιστώσει πρώτα αν το εργαλείο της έρευνας είναι ικανό να διεισδύσει στις διαδικασίες της ζωής, στις ψυχολογικές πολυπλοκότητες της ίδιας του της ύπαρξης;
Διότι μόνο αυτό διαθέτουμε, έτσι δεν είναι; – ένα ψυχολογικό εργαλείο που έχει διαμορφωθεί για να ταιριάζει στις δικές μας ανάγκες. Και καθώς το εργαλείο έχει κατασκευαστεί από τις δικές μας ασήμαντες επιθυμίες, καθώς είναι προϊόν των δικών μας βιωμάτων, ανησυχιών, αγωνιών και κακής βούλησης, πώς είναι δυνατόν να ανακαλύψει ένα τέτοιο εργαλείο την πραγματικότητα;
Δεν είναι, επομένως, σημαντικό, αν προτίθεστε να διερευνήσετε τον σκοπό της ζωής, να ερευνήσετε πρωτίστως κατά πόσο ο ερευνητής είναι σε θέση να κατανοήσει ή να ανακαλύψει ποιος είναι ο σκοπός; Δεν σας αντιστρέφω τους όρους, ωστόσο αυτό εξυπακούεται όταν θέτουμε ερωτήματα σχετικά με τον σκοπό της ζωής. Όταν κάνουμε αυτή την ερώτηση, πρώτα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσο ο ερωτών, ο ερευνητής, είναι σε θέση να κατανοήσει.
Όταν, λοιπόν, συζητάμε για τον σκοπό της ζωής, βλέπουμε ότι με τον όρο ζωή εννοούμε την εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση της αλληλεπίδρασης, δίχως την οποία δεν θα υπήρχε ζωή. Και αν δεν κατανοήσουμε την πλήρη σημασία αυτής της ζωής, την ποικιλία της, τις εκφάνσεις της και τα λοιπά, ποιο το νόημα να ρωτάμε για τον σκοπό της ζωής; Αν δεν κατανοώ τη σχέση μου με εσένα, τη σχέση μου με την περιουσία και τις ιδέες, πώς μπορώ να προχωρήσω παραπέρα;
Σε τελική ανάλυση, για να βρω την αλήθεια, πρέπει να κατανοήσω τη ζωή γύρω μου και μέσα μου· διαφορετικά, η αναζήτηση της πραγματικότητας γίνεται μια απλή απόδραση από την καθημερινή δράση, αφού για τους περισσότερους από μας η ζωή είναι αγγαρεία, πόνος, μόχθος, άγχος, και αναφωνούμε «Ας μου πει κάποιος πώς να ξεφύγω από όλα αυτά». Γιατί αυτό είναι που επιζητούμε οι περισσότεροι – ένα ναρκωτικό που θα μας κοιμίζει, για να μη νιώθουμε πλέον τους πόνους και τα βάσανα της ζωής.
Θέλουμε να καταλάβουμε τη ζωή ή να αποδράσουμε από αυτή;
Κατά βάθος, η ζωή μας είναι μια σύγχυση, ένα χάος, μια δυστυχία, ένα μαρτύριο. Και όσο πιο ευαίσθητοι είμαστε, τόσο μεγαλύτερη η απόγνωση, η αγωνία, το αίσθημα ενοχής, και φυσικά θέλουμε να ξεφύγουμε από αυτά, επειδή δεν έχουμε βρει την απάντηση· δεν ξέρουμε πώς να γλιτώσουμε από αυτή τη σύγχυση. Θέλουμε να βρεθούμε σε ένα άλλο βασίλειο, σε μια άλλη διάσταση.
Δραπετεύουμε μέσω της μουσικής, μέσω της τέχνης, μέσω της λογοτεχνίας, αλλά δεν είναι παρά μια απόδραση· δεν έχει καμία ουσία αναφορικά με αυτό που αναζητούμε. Όλες οι αποδράσεις είναι παρόμοιες, είτε μέσω της πύλης του ποτού ή των ναρκωτικών. Οφείλουμε όχι μόνο να κατανοήσουμε τι ψάχνουμε και γιατί, αλλά πρέπει επίσης να κατανοήσουμε και αυτή την ανάγκη για βαθιά, συνεχή εμπειρία, διότι μόνο το μυαλό είναι αυτό που δεν αναζητά καθόλου, που δεν απαιτεί την εμπειρία σε οποιαδήποτε μορφή της, είναι το μυαλό που μπορεί να εισέλθει σε ένα πεδίο, σε μια διάσταση εντελώς καινούργια. Και αυτό είναι που θα προσεγγίσουμε απόψε, ευελπιστώ.
Οι ζωές μας είναι επιφανειακές, ανεπαρκείς από μόνες τους, και εμείς επιθυμούμε κάτι άλλο, μια πιο σημαντική, πιο βαθιά εμπειρία. Επιπλέον, είμαστε εκπληκτικά απομονωμένοι. Κάθε πράξη μας, κάθε σκέψη μας, ολόκληρη η συμπεριφορά μας οδηγεί σε αυτή την απομόνωση, σε αυτή τη μοναξιά, και εμείς θέλουμε να ξεφύγουμε από αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου