Ο βασιλιάς Πέλοψ, ο παππούς του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου
Παιδιά του ήταν η Νιόβη, ο Πέλοπας και ο Βροτέας.
Ο Τάνταλος λοιπόν, ως γιος της Πλουτούς (προσωποποίησης της αφθονίας), έφθασε να θεωρείται φίλος και μάλιστα ομοτράπεζος στα συμπόσια των Ολύμπιων θεών. Όμως, εξαιτίας της απληστίας του, έκλεψε κάποτε νέκταρ και αμβροσία απο τους οικοδεσπότες του και το μετέφερε στ΄ ανάκτορό του.
Ακόμα, λέγεται ότι προσπάθησε να μεταδώσει μυστικά των Θεών στους ανθρώπους. Όμως, ένα παράπτωμά του, μια απόλυτη “ύβρις”, ήταν ότι ήθελε να δοκιμάσει τους θεούς αν μπορούσαν να εξαπατηθούν! Για τον σκοπό αυτό έφθασε στο σημείο να σφάξει τον πρωτότοκο γιο του, Πέλοπα, και να τον προσφέρει σε γεύμα σ΄ αυτούς! Μόνον η θεά Δήμητρα, απορροφημένη καθώς ήταν πάνω στη θλίψη της από την απώλεια της κόρης της Περσεφόνης, έφαγε τμήμα από τον βραχίονα του παιδιού. Όμως, οι άλλοι θεοί που αντελήφθησαν το ανοσιούργημα του παιδοκτόνου Ταντάλου, ανέστησαν τον Πέλοπα, αποκατέστησαν τον ακρωτηριασμό του και τιμώρησαν τον πατέρα του σε αιώνια καταδίκη.
Όπως προαναφέρθηκε, ο Πέλοπας ήταν γιος του Ταντάλου και της Κλυτίας, με φρυγική ή Λυδική καταγωγή.
Ο Μύθος λέει ότι ήρθε στην Ελλάδα και κέρδισε το βασίλειο της Πίσας από το βασιλιά Οινόμαο. Νυμφεύτηκε την Ιπποδάμεια, κόρη του Οινομάου. Κατ’ άλλους ο Πέλοψ ήταν απόγονος του Ωλενού και βασιλιάς της αχαϊκής πόλης Ώλενος. Μετά την ανάρρησή του στο θρόνο της Πίσας, διάδοχος του στην Αχαΐα ήταν ο Δεξαμενός.
Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΑ ΣΤΗ ΖΩΗ: Ας επανέλθουμε όμως στην κυρίαρχη μυθική άποψη. Όταν ο πατέρας του, Τάνταλος, τον πρόσφερε ως “έδεσμα” στους θεούς, ο Δίας διέταξε τον Ερμή να βάλει πάλι όλα τα τεμάχιά του στο καζάνι. Έπειτα ανέλαβε δράση η Μοίρα Κλωθώ, ανασυγκροτώντας τον. Το τεμάχιο από το βραχίονα που έλειπε, συμπληρώθηκε με ελεφαντόδοντο, γι αυτό και οι απόγονοι του Πέλοπα, οι Πελοπίδες, έχουν μια λευκή κηλίδα στις πανοπλίες τους για αναγνωριστικό σημάδι.
Ο ΚΡΙΣΙΜΟΣ ΑΓΩΝΑΣ: Ο Πέλοψ έλαβε μέρος σε αγώνα αρματοδρομίας στην πόλη Πίσα, ο νικητής του οποίου, ως έπαθλο, θα είχε την τιμή να νυμφευθεί την κόρη του βασιλιά Οινομάου, Ιπποδάμεια, και θα ήταν ο επόμενος βασιλιάς της πόλης. Ο Πέλοψ κέρδισε τους αγώνες με άδικο και ύπουλο τρόπο. Είχε βάλει τον Μύρτιλο, που ήταν ο ηνίοχος του βασιλικού άρματος, κυριότερου αντιπάλου του άρματος του Πέλοπα, να αφαιρέσει τη σφήνα που κρατούσε τα άλογα ζευγμένα στο άρμα του Οινομάου, για να χάσει επίτηδες. Μάλιστα, ο Πέλοψ πρόσφερε στον Μύρτιλο ως αντάλλαγμα το μισό βασίλειο.
Μετά τη νίκη του ο Πέλοψ, παρασπόνδησε και δεν έδωσε στον Μυρτίλο το μισό βασίλειο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά τον πέταξε από ένα γκρεμό στη θάλασσα. Σύμφωνα με μία εκδοχή, το Μυρτώο Πέλαγος ονομάστηκε έτσι από τον Μυρτίλο. Πεθαίνοντας ο Μυρτίλος πρόλαβε να τον καταραστεί, αυτόν και τους απογόνους του. Εξαιτίας αυτής της κατάρας, πολλές συμφορές βρήκαν το λαό του και ιδίως τα δύο παιδιά του Ατρέα και Θυέστη, μέχρι τους εγγονούς του Αγαμέμνονα και Μενέλαο, ακόμη και το δισέγγονό του, τον Ορέστη!
Η Κατάρα του Οίκου του Ατρέα – Αίγισθος, ο καρπός της ανοσιώτερης αιμομιξίας
Ο Πέλοπας είχε παντρευτεί την Ιπποδάμεια και είχε γιό τον Ατρέα.
Ο Ατρέας γιός του Πέλοπα και εγγονός του Τάνταλου, ήταν βασιλιάς της πόλης των Μυκηνών. Ακόμη ήταν πατέρας του Μενελάου του βασιλιά της Σπάρτης και του Αγαμέμνονα· εκείνου του ονομαστού αρχηγέτη των Ελλήνων στην εκστρατεία κατά της Τροίας.
Ο Ατρέας ήταν μεν ισχυρός βασιλιάς, αλλά έσερνε μαζί του τις κατάρες του ηνιόχου Μύρτιλου, που ήταν γιος του Ερμή, και που ύπουλα είχε δολοφονήσει ο πατέρας του Ατρέα, Πέλοπας.
Ο Ατρέας είχε γυναίκα του τη κρητικιά Αερόπη, εγγονή του Μίνωα και αδελφό του τον Θυέστη. Τα δυό αδέλφια, μετά το θάνατο του πατέρα τους είχαν συμφωνήσει εναλλάξ κάθε χρόνο να διαδέχονται στο θρόνο. Σύμβολο της εξουσίας ήταν ένα σκήπτρο από χρυσή προβιά, που όπως μας λέει ο Σενέκας είχε φτιάξει ο Ήφαιστος. «Όποιος κρατούσε στο χέρι του το σκήπτρο, κατείχε και την εξουσία». Ο Ατρέας όμως καταπάτησε τη συμφωνία, δεν παρέδωσε στο πλήρωμα του χρόνου το συμβολικό σκήπτρο και σφετερίστηκε τον θρόνο.
Ο Θυέστης, στην απληστία του αδελφού του αντιστάθηκε χρησιμοποιώντας αντίστοιχα μέσα. Σχετίστηκε ερωτικά με την Αερόπη την γυναίκα του Ατρέα, και κλέψανε μαζί το σκήπτρο, για να του πάρουν την εξουσία.
Όταν ο Ατρέας το έμαθε, ζήτησε τη βοήθεια του Δία, συνέλαβε αρχικά την Αερόπη, την πέταξε στη θάλασσα και σε συνέχεα κατεδίωξε τον Θυέστη. Μετά το ξανασκέφτηκε και άλλαξε το εκδικητικό του σχέδιο. «Εμείς Θυέστη, από μια μάνα είμαστε» του μήνυσε. «Γύρισε πίσω και όλα θα γίνουν σαν πρώτα, μέλι γάλα». Ο Θυέστης πείστηκε και γύρισε. Αλλά το φίδι δεν πρέπει να το εμπιστεύεσαι. Στο τραπέζι του Ασώτου που του έστησε να το γιορτάσουνε, τον τάισε με τις σάρκες των παιδιών του. «Ευθύμως άγειν δοκών παρέσχε δαίτα παιδείων κρεών» (Αισχύλος Αγαμέμνων). Και στο τέλος στην ανοιχτή πιατέλα του σερβίρισε και τα κεφάλια τους. Ο Θυέστης φρίττει από την ύπουλη αγάπη του αδελφού του, τον καταριέται και ορκίζεται να τον σκοτώσει.
Ο Ατρέας στο μεταξύ παντρεύεται την Πελοπία και ευκαιρίας δοθείσης συλλαμβάνει και τον Θυέστη, με σκοπό να τον σκοτώσει.
Αναδρομική διευκρίνιση του μύθου:
Η Πελοπία ήταν κόρη του Θυέστη, αλλά ο Ατρέας την παντρεύτηκε χωρίς να το γνωρίζει. Η Πελοπία ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα, που όταν μεγάλωσε, αφιερώθηκε ιέρεια στο ναό της Αθηνάς στη Σικυώνα. Μια μέρα εκεί στο ποτάμι την συνάντησε ο Θυέστης· δεν κατάλαβε πως ήταν η κόρη του. Θαμπώθηκε από την ομορφιά της και την βίασε. Στην πάλη του βιασμού έχασε το σπαθί του. Η Πελοπία το βρήκε, το πήρε και το φύλαξε. Από τον βιασμό όμως έμεινε έγκυος. Ιέρεια ούσα, πώς να φανερώσει το παιδί που εν τω μεταξύ γεννήθηκε; Το εγκαταλείπει στο δάσος· το βρίσκουν οι βοσκοί και το τρέφουν με γάλα κατσίκας. Γι’ αυτό και του δίνουν τ’ όνομα Αίγισθος (αίξ+θάω = θηλάζω).
Η Πελοπία. όμως έχει τύψεις. Εγκαταλείπει την ιεροσύνη και έρχεται στη Θεσπρωτία. Μία ημέρα περνούσε από εκεί ο Ατρέας. Τον θάμπωσε και αυτόν η ομορφιά της. Την πέρασε για κόρη του βασιλιά της Θεσπρωτίας και την παντρεύτηκε. Εν τω μεταξύ οι βοσκοί, το παιδί το φέρνουν στο παλάτι, στις Μυκήνες. Ο Ατρέας το συμπαθεί και χωρίς να ξέρει ποιο είναι, το μεγαλώνει μαζί με τα παιδιά του. Ήταν τότε που κατάφερε να συλλάβει και τον αδελφό του τον Θυέστη και αποφασίζει να τον σκοτώσει. Τη θανάτωση την αναθέτει στον Αίγισθο.
Η Πελοπία που εν τω μεταξύ στο πρόσωπο του Θυέστη έχει αναγνωρίσει τον βιαστή της, αλλά όχι τον πατέρα της, τα εξομολογείται στον Αίγισθο και γεμάτη εκδίκηση του βάζει στο χέρι το ξίφος του βιαστή της που είχε διαφυλάξει. Ο Αίγισθος τώρα με μίσος σηκώνει το ξίφος να σκοτώσει τον Θυέστη. Δεν το ξέρει ακόμα πως ο Θυέστης είναι ο γονιός του. Ο Θυέστης έντρομος αναγνωρίζει το ξίφος του.
Η όλη η αλήθεια αποκαλύπτεται. Ο Αίγισθος μαθαίνει πως ο Ατρέας είναι σφετεριστής του θρόνου που κληρονομικά ανήκε στον πατέρα του. Τα μαθαίνει και η Πελοπία. Τώρα καθοδηγεί τον Αίγισθο να σφάξει τον Ατρέα και να αποκαταστήσει στον θρόνο τον Θυέστη· στον θρόνο που τελικά ποτέ δεν στέριωσε γι’ αυτόν.
Παιδοθυσία, παιδοφαγία, Θυέστεια δείπνα, κατάρες, μοιχαλίδες, αιμομιξίες, βιασμοί, όλα βαλμένα στον βωμό της εξουσίας.
*Η Μυθολογία αναφέρει ότι ο Ήλιος, από τον αποτροπιασμό που ένιωσε για τα εγκλήματα της οικογένειας του Ατρέα, μια μέρα ανέτειλε από τη δύση …
Μετά τη δολοφονία του Ατρέα από τον Αίγισθο , τον γιο του Θυέστη, οι γιοι του Ατρέα, δηλαδή ο Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος, έφυγαν από τις Μυκήνες και κατέφυγαν στη Σπάρτη.
Εκεί παντρεύτηκαν τις κόρες του βασιλιά Τυνδάρεου, ο Αγαμέμνονας την Κλυταιμνήστρα και ο Μενέλαος την Ωραία Ελένη. Ο Αγαμέμνονας απέκτησε τρεις κόρες και έναν γιο, δηλαδή τη Χρυσόθεμη, την Ιφιγένεια, την Ηλέκτρα και τον Ορέστη.
Ο Αγαμέμνων κατόρθωσε να διώξει τον θείο του τον Θυέστη από τις Μυκήνες και να βασιλεύσει ο ίδιος εκεί, ενώ ο Μενέλαος έγινε βασιλιάς της Σπάρτης. Αργότερα, όταν ο Πάρης έκλεψε την ωραία Ελένη από τη Σπάρτη, οι Έλληνες, με αρχηγό τον Αγαμέμνονα, έκαναν εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Τα στρατεύματα συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα της Βοιωτίας. Εκεί, κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού, ο Αγαμέμνων σκότωσε τυχαία ένα ελάφι, που ήταν αφιερωμένο στη θεά Άρτεμη (ή ακόμη χειρότερα, καυχιόταν ότι ήταν καλύτερος κυνηγός από τη θεά- ύβρις και στις δύο εκδοχές).
Η θεά οργίστηκε και διέταξε να μη φυσάει άνεμος. Έτσι ο στόλος δεν μπορούσε να ξεκινήσει από το λιμάνι, μια και τα πλοία κινούνταν με πανιά. Ο Αγαμέμνων, όπως έκαναν όλοι οι απελπισμένοι άνδρες, ζήτησε χρησμό από τον μάντη Κάλχα, που τον συμβούλευσε να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια.
Αρχικώς ο Αγαμέμνων αρνήθηκε να το πράξει, αλλά πιέσθηκε από τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα, καθώς και οι μήνες περνούσαν. Κάλεσε την κόρη του από τις Μυκήνες με την πρόφαση ότι θα την αρραβώνιαζε με τον Αχιλλέα. Όταν όμως μητέρα και κόρη έφτασαν στην Αυλίδα ο Αγαμέμνων προσέφερε την Ιφιγένεια ως θυσία. Οι άνεμοι φύσηξαν, ο στόλος σάλπαρε και έτσι ξεκίνησε ο Τρωικός πόλεμος.
Ωστόσο η Ιφιγένεια δεν είχε πεθάνει. Η ίδια η Άρτεμις αντάλλαξε το κορίτσι με ένα ελάφι επάνω στο βωμό, την τελευταία στιγμή πριν το μαχαίρι του Κάλχα την χτυπήσει. Η Ιφιγένεια τότε έγινε ιέρεια στη χώρα των Ταύρων ( σήμερα ανήκει στην περιοχή της Κριμαίας στην Μαύρη θάλασσα). Στην Ταυρίδα η Ιφιγένεια έμεινε πολύ καιρό ως ιέρεια της Αρτέμιδας. Είχε ως αποστολή να θυσιάζει όποιον ξένο έφθανε στη χώρα.
Η Κλυταιμνήστρα δεν μπόρεσε ποτέ να συγχωρήσει στον Αγαμέμνονα το γεγονός ότι θυσίασε το ίδιο τους το παιδί για την εκστρατεία «του».
Πέρασαν δέκα χρόνια και οι Έλληνες τελικά κέρδισαν τον Τρωικό πόλεμο.
Η Κλυταιμνήστρα εξακολουθούσε να βυθίζεται από θυμό στον Αγαμέμνονα που δολοφόνησε την κόρη τους. Το σκηνικό φυσικά είχε στηθεί τότε για την επόμενη τραγωδία. Ο Αγαμέμνονας επέστρεψε θριαμβευτικά στο σπίτι …
Ο Αγαμέμνων επιστρέφει από την Τροία με την ερωμένη του, Κασσάνδρα
Η επιστροφή του Αγαμέμνονα από την Τροία στις Μυκήνες δεν ήταν εύκολη. Καθυστέρησε να ξεκινήσει από την Τροία, προκειμένου να εξιλεώσει, μάταια, τη θεά Αθηνά για τις καταστροφές που επέφεραν οι Αχαιοί στα ιερά των θεών. Με καιρό ευνοϊκό αναχώρησε από την Τρωάδα, έφτασε στην Τένεδο και από εκεί έβαλε πλώρη για την Εύβοια. Στον Καφηρέα πολλά πλοία βούλιαξαν και πολλοί Αχαιοί πνίγηκαν από αναπάντεχη θύελλα. Χάρη στην εύνοια της Ήρας ο Αγαμέμνονας και τα πλοία του διασώθηκαν.
Η τραγωδία του Αισχύλου «Αγαμέμνων» ξεκινά ακριβώς με τον φρουρό που η Κλυταιμνήστρα είχε βάλει να παρατηρεί το πέλαγος και να την προειδοποιήσει, μόλις φανεί ο στόλος. Ο φρουρός τα έχει με τη μοίρα του καθώς καιρό τώρα είναι αναγκασμένος «να πλαγιάζει σε μια γωνιά σα σκύλος», περιμένοντας τον βασιλιά του, «επειδή έτσι διατάζει η καρδιά γυναίκας που ελπίζει». Εννοεί φυσικά την Κλυταιμνήστρα και πιστεύει ότι τον έχει στήσει στη σκοπιά επειδή ελπίζει να δει ξανά τον άντρα της. Οι θεατές όμως πολύ καλά γνωρίζουν ότι μόνο αυτό δεν επιθυμεί καθώς περνά μια χαρά με τον εραστή της Αίγισθο.
Μέσα στη νύχτα, αστράφτει το φωτεινό σήμα. Από την απέναντι κορφή τον ειδοποιούν ότι στ’ ανοιχτά φάνηκε ο στόλος. Έξαλλος από χαρά, κυρίως επειδή τέλειωσαν τα βάσανά του, ο φρουρός φωνάζει ότι ο στόλος επιστρέφει νικητής και πάει να ξυπνήσει την Κλυταιμνήστρα, να της πει τα καλά νέα. Ένας χορός γερόντων, σε όλη την διάρκεια του έργου, δεν μπορεί να χαρεί με τα ευτυχή συμβάντα και κάτι κακό περιμένει.
Η Κλυταιμνήστρα εμφανίζεται χαρούμενη. Δεν υπάρχει κακό. Κορφή με κορφή, τα φωτεινά σήματα αναμεταδίδονταν από την Τροία και έφτασαν ως το Άργος: Από την Ίδη στη Λήμνο, από εκεί στον Άθω, από αυτόν στην Εύβοια κι από εκεί στην Αργολίδα. Οι γέροντες ακόμα δεν πείθονται. Μπαίνει όμως στη σκηνή ο ίδιος ο Αγαμέμνονας, νικητής και τροπαιούχος. Και να διηγηθεί τα κατορθώματα των Αργείων. Οι θεατές καταλαβαίνουν έτσι ότι τα σήματα δεν αφορούσαν το πάρσιμο της Τροίας αλλά την άφιξη του βασιλιά. Η Κλυταιμνήστρα τον καλωσορίζει με χίλια γλυκόλογα: «Για μια γυναίκα, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από την επιστροφή του άντρα της». Στον χορό των γερόντων όμως κάτι εξακολουθεί να μην πηγαίνει καλά. Ο Αγαμέμνονας μπαίνει στο παλάτι πατώντας σε πορφύρες που έστρωσαν οι δούλες, με διαταγή της βασίλισσας. Έξω, μένει η Κασσάνδρα, λάφυρο του πολέμου αλλά και ερωμένη που είχε κιόλας αποκτήσει δυο νόθα παιδιά του βασιλιά.
Η Κασσάνδρα, ήταν η πανέμορφη κόρη του βασιλιά της Τροίας Πριάμου και της Εκάβης και δίδυμη αδελφή του Έλενου.
Ο θεός Απόλλων έδωσε στην Κασσάνδρα το χάρισμα της μαντικής και ζήτησε τον έρωτά της ως αντάλλαγμα. Η Κασσάνδρα όμως αρνήθηκε. Τότε ο θεός την εκδικήθηκε δίνοντάς της την κατάρα του να μην πιστεύει κανείς τις προφητείες της. Το χάρισμα της μαντικής παρέμεινε, όχι όμως της πειθούς.
Όταν οι κατακτητές μοιράσθηκαν τις γυναίκες των ηττημένων Τρώων , η Κασσάνδρα έπεσε στον κλήρο του Αγαμέμνονα, ο οποίος την ερωτεύθηκε και την πήρε μαζί του στις Μυκήνες. Στον “Αγαμέμνονα” του Αισχύλου αυτό συνιστά μια βασική αιτία του εγκλήματος της Κλυταιμνήστρας, καθώς ξεσηκώθηκε η ζήλεια της γυναίκας για την ερωμένη και η απέχθεια για τον άνδρα-σύζυγο που ζητά από τη σύζυγο να καλοδεχτεί τη νέα αγαπημένη.
Έξω από το παλάτι λοιπόν κλαίει και οδύρεται η Κασσάνδρα η οποία, σαν μάντισσα που είναι, αρνείται να μπει και περιγράφει, τι γίνεται μέσα εκεί. Προφητεύει την δολοφονία του Αγαμέμνονα σα να παρακολουθεί το φονικό με τα ίδια της τα μάτια. Οι κραυγές του βασιλιά επιβεβαιώνουν το όραμά της.
Η Κλυταιμνήστρα που καλοδέχτηκε τον άντρα της, του ετοίμασε το λουτρό να κάνει ένα ζεστό μπάνιο. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το πώς εξελίχτηκαν τα πράγματα. Το αποτέλεσμα ήταν ο Αγαμέμνονας, που είχε επιζήσει πολεμώντας δέκα χρόνια στα μέτωπα, να βρει άδοξο τέλος στο λουτρό του από τα χέρια του παράνομου ζευγαριού. Οι δολοφόνοι σκότωσαν επίσης και την ανυπεράσπιστη Κασσάνδρα καθώς και τα ανήλικα παιδιά της.
Στην εκδοχή του Αισχύλου, η ίδια η Κλυταιμνήστρα βγαίνει στη σκηνή και υπερηφανεύεται ότι τον σκότωσε: Τον τύλιξε σε ένα δίχτυ και του κατάφερε δυο χτυπήματα. Οι στάλες από το αίμα του Αγαμέμνονα έπεσαν πάνω της σαν δροσιά το καλοκαίρι. Κι ο Αίγισθος έρχεται δίπλα της, ευτυχισμένος για το γι’ αυτούς αίσιο τέλος. Ο χορός των γερόντων ξέρει τώρα πια τι ήταν εκείνο που τους βασάνιζε και δεν ήθελαν να χαρούν την νίκη στην Τροία και την επιστροφή του βασιλιά. Ήταν ακριβώς εκείνο το αδιόρατο προαίσθημα για τα τραγικά γεγονότα που θα επακολουθούσαν. Αγαπούσαν τον βασιλιά και δεν ανέχονται τον σφετεριστή. Τον αποκαλούν δειλό που έβαλε μια γυναίκα να κάνει το φονικό. Ο Αίγισθος απειλεί να τους σκοτώσει, καλώντας τους φρουρούς. Τον συγκρατεί η Κλυταιμνήστρα. Ο χορός ελπίζει να επιστρέψει ο Ορέστης και να αποκαταστήσει τα πράγματα. Στον Αίγισθο λέει: «Κόμπαζε σαν κόκορας πλάι στην κότα». Η Κλυταιμνήστρα τον καθησυχάζει: «Εγώ και συ θα κυβερνούμε σε τούτο το παλάτι». Οκτώ χρόνια αργότερα, ο Ορέστης …
Ο Ορέστης εκδικείται για τον φόνο του πατέρα του
Ο Ορέστης σώθηκε χάρη στην πιστή τροφό του Αρσινόη, η οποία τον απέσυρε από τη σκηνή του φόνου του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας και τον έστειλε στον Στρόφιο, βασιλιά της Φωκίδας.
Σύμφωνα με τους τραγικούς η Ηλέκτρα έσωσε τον Ορέστη και τον παρέδωσε στην τροφό και εκείνη στον ηλικιωμένο Στρόφιο που τον μεγάλωσε μαζί με τον γιο του Πυλάδη.
Ο Απόλλωνας διέταξε τον Ορέστη να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα του, ενώ σύμφωνα με άλλες εκδοχές η Ηλέκτρα τον παρακίνησε και ο θεός έδωσε την άδεια.
Η αναγνώριση του Ορέστη από την Ηλέκτρα γίνεται στον τάφο του πατέρα τους Αγαμέμνονα. Σημεία αναγνώρισης ήταν ο κομμένος βόστρυχος του Ορέστη και το χρώμα των μαλλιών, κοινό στους Ατρείδες (Αισχ., Χοηφ., στ. 176· πρβ. Σοφ., Ηλ., στ. 900-909), και ένα υφαντό με παράσταση κυνηγιού που είχε κεντήσει η Ηλέκτρα και το είχε δώσει στον Ορέστη (Αισχ., Χοηφ., στ. 230-232). Στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή (στ. 1222) ο Ορέστης αναφέρει ως σημείο αναγνώρισης σφραγῖδα πατρός, δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο. Στον Ευριπίδη μεσολαβεί ένας γέροντας για την αναγνώριση.
Όταν ήρθε η ώρα της εκδίκησης, εμφανίζεται στο παλάτι ως απεσταλμένος του Στρόφιου, προκειμένου να αναγγείλει τον θάνατο του Ορέστη και να ρωτήσει αν η στάχτη του νεκρού θα έπρεπε να μεταφερθεί στο Άργος ή να μείνει στην Κίρρα (της Φωκίδας). Η Κλυταιμνήστρα απαλλαγμένη από τον φόβο της εκδίκησης του Ορέστη, καλεί τον Αίγισθο να επιστρέψει στο παλάτι, καθώς εκείνος απουσίαζε εκείνη την περίοδο.
Τότε τον σκοτώνει ο Ορέστης. Τις κραυγές του ακούει η βασίλισσα, η οποία εμφανίζεται με σπαθί στο χέρι. Όταν εκείνος σήκωσε το δικό του σπαθί για να τη σκοτώσει, η Κλυταιμνήστρα επικαλέστηκε την ιδιότητά της ως μητέρας του και του έδειξε γυμνό τον μαστό, απ’ όπου τον είχε θηλάσει. Ο δισταγμός του Ορέστη υπερνικήθηκε, όταν ο Πυλάδης του θύμισε την εντολή του Απόλλωνα, επομένως τον θεϊκό χαρακτήρα της τιμωρίας.
Όπως οι περισσότεροι φονιάδες, ο Ορέστης τρελαίνεται, πολύ περισσότερο που ως φονιάς της μητέρας του τον κυνηγούν οι Ερινύες, ήδη από την ημέρα της ταφής της. Όπως κάθε φονιάς, θα πρέπει και αυτός να καθαρθεί.
Σύμφωνα με τον Ευριπίδη ο μητροκτόνος θα ταλαιπωρηθεί, μέχρις εξαντλήσεως, από τις Ερινύες. Η Ηλέκτρα του συμπαραστέκεται, χωρίς όμως να μπορεί να απαλύνει την επίθεση που δέχεται ο Ορέστης από τις τύψεις του …
Οι Ερινύες κυνηγούν τον Ορέστη και η συνέχεια του δράματος για τα δύο αδέλφια
*Η Μυθολογία αναφέρει ότι ο Ήλιος, από τον αποτροπιασμό που ένιωσε για τα εγκλήματα της οικογένειας του Ατρέα, μια μέρα ανέτειλε από τη δύση …
Όπως οι περισσότεροι φονιάδες, ο Ορέστης τρελαίνεται, πολύ περισσότερο που ως φονιάς της μητέρας του τον κυνηγούν οι Ερινύες, ήδη από την ημέρα της ταφής της. Όπως κάθε φονιάς, θα πρέπει και αυτός να καθαρθεί.
Όταν ο Ορέστης έφτασε στην Τροιζήνα, τιμωρημένος από τον Απόλλωνα με ένα χρόνο εξορία, αφού παρέμεινε αρκετές μέρες σε σκηνή μπροστά από το ιερό του θεού, καθάρθηκε από τους Τροιζήνιους με νερό από την πηγή τους Ιπποκρήνη πάνω στον Ιερό Βράχο· μόνο τότε του επέτρεψαν να μπαίνει στα σπίτια τους (Παυσ. 2.31.4. και 31.8-9. Αισχύλ., Ευμενίδες 235 και 445). Ωστόσο, επειδή το έγκλημα ήταν βαρύ, χρειάστηκε να επιχειρηθεί καθαρμός και με αίμα.
Ικέτης στον Απόλλωνα ο Ορέστης, προσπέφτει στον ομφαλό των Δελφών, προκειμένου να απαλλαγεί από τις Ερινύες.
Η ίδια η Κλυταιμνήστρα, το φάντασμά της, προσπαθεί να αφυπνίσει τις Ερινύες που, καθώς ο Ορέστης προσπέφτει ικέτης στον ομφαλό, αποκοιμιούνται, και να καταδιώξουν τον δολοφόνο γιο της. Ο ίδιος ο Απόλλωνας θα σφάξει ένα γουρουνάκι και με το αίμα του νεοσφαγμένου ζώου θα περιλούσει τον Ορέστη, πιθανόν σε μια σκηνή αναπαράστασης του φόνου μέσω της οποίας επέρχεται η παραδοχή της πράξης. Στη συνέχεια, το αίμα θα ξεπλυθεί με νερό της πηγής σε ένα πραγματικό αλλά και συμβολικό λουτρό απαλλαγής από τους πραγματικούς ρύπους αλλά και τους ρύπους της ενοχής που τρέλαιναν τον Ορέστη.
Θα χρειαστεί και προσφορά θυσίας από τον ίδιο τον Ορέστη, πράξη και αυτή συμβολική για την επαναφορά του στην κανονική ζωή, τη θρησκευτική και την κοινωνική.
Η τραγωδία Χοηφόροι τελειώνει, όμως στις Ευμενίδες φαίνεται ότι για τον καθαρμό του Ορέστη δεν ήταν αρκετό το άγγιγμα του Λοξία. Θα χρειαστεί και ένα πολιτικό σώμα να αποφανθεί για την αθώωση του Ορέστη, ο Άρειος Πάγος, απόφαση που σφραγίζει το τέλος της σειράς των εκδικήσεων μέσα στους οίκους και την ανάληψη της ευθύνης για την απονομή της δικαιοσύνης από όργανα της πόλεως. Ήταν η πρώτη δικαστική απόφαση του Αρείου Πάγου.
Η συνέχεια του δράματος
Σύμφωνα με τον Ευριπίδη ο μητροκτόνος θα ταλαιπωρηθεί, μέχρις εξαντλήσεως, από τις Ερινύες. Η Ηλέκτρα του συμπαραστέκεται, χωρίς όμως να μπορεί να απαλύνει την επίθεση που δέχεται ο Ορέστης από τις τύψεις του.
Τη φυσική αποστροφή των Αργείων για τον φόνο της μητέρας συνδαυλίζει ο παππούς του Ορέστη και πατέρας της Κλυταιμνήστρας Τυνδάρεος. Η πιθανή τιμωρία που θα τους επιβληθεί από το δικαστήριο που θα τους δικάσει είναι θάνατος με λιθοβολισμό, ώστε κανένας Αργείος να μην μολυνθεί από την επαφή με τα δύο αδέλφια, τα οποία εναποθέτουν τις ελπίδες τους στον θείο τους Μενέλαο που μόλις είχε προσαράξει με τα πλοία του στο Ναύπλιο.
Πρώτη μέριμνα του Σπαρτιάτη βασιλιά είναι νύχτα να στείλει την Ελένη στο παλάτι του Αγαμέμνονα, για να την προφυλάξει από την πιθανή εκδικητική μανία κάποιου πατέρα που θα ήθελε να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του στην Τροία εξαιτίας της.
Στις ικεσίες των δύο αδελφών στέκεται διστακτικός, πόσο μάλλον που σκέφτεται ότι με τον παραμερισμό του Ορέστη μπορεί να επεκταθεί η εξουσία του και στο Άργος. Υπόσχεται μόνο να ζητήσει την επιείκεια των Αργείων, κάτι όμως που, την ώρα της δίκης, δεν έπραξε.
Οι Αργείοι αποφασίζουν τον θάνατο των δύο αδελφών, όμως με το δικό τους χέρι.
Ακολουθώντας την πρόταση του Πυλάδη, και στη συνέχεια ακόμη μία της Ηλέκτρας, ο Ορέστης αποφασίζει να μπουν στο παλάτι και να σκοτώσουν την Ελένη ή να βάλουν φωτιά στο παλάτι· στη συνέχεια, να πιάσουν αιχμάλωτη την Ερμιόνη και να απειλήσουν τον πατέρα της, ώστε αυτός με τη σειρά του να ζητήσει από τους Αργείους να τους αφήσουν ελεύθερους.
Και είναι ο Απόλλωνας, που με προσταγή του Δία, σώζει την Ελένη από τα σπαθιά των δύο φίλων, την υψώνει στους αιθέρες, όπου η Ελένη θα ζήσει αθάνατη δίπλα στα αδέλφια της τους Διόσκουρους, παραστέκοντάς τους στο έργο τους για την προστασία των ταξιδιωτών της θάλασσας.
Ο Απόλλωνας, πάλι, θα δώσει λύση στο αδιέξοδο, καθώς οι δυο φίλοι και η Ηλέκτρα κρατούν αιχμάλωτη την Ερμιόνη, εκβιάζοντας τον Μενέλαο για τη μεσολάβησή του στους Αργείους, και αποφασίζουν το κάψιμο του παλατιού. Ο θεός ανακοινώνει την τύχη της Ελένης, προστάζει τον Ορέστη να μείνει εξόριστος στην Αρκαδία για ένα χρόνο, μετά να πορευτεί στην Αθήνα, όπου θα δικαστεί από τους θεούς και θα αθωωθεί.
Η τελική εντολή αφορά στον γάμο του Ορέστη και του Πυλάδη, με την Ερμιόνη και την Ηλέκτρα. Έτσι, ο ένοχος εντάσσεται και πάλι στο κοινωνικό σύστημα, καθαρμένος από το έγκλημα.
Η Ιφιγένεια σώζει τον αδελφό της Ορέστη. Kαι έτσι τελειώνει η κατάρα των Ατρειδών
Το τέλος της κατάρας των Ατρειδών
Με την Ιφιγένεια εν Ταύροις ο Ευριπίδης προσθέτει ένα ακόμη κεφάλαιο στη διαδικασία θεραπείας του Ορέστη από την τρέλα των ενοχών.
Σύμφωνα με τον χρησμό και την εντολή του Απόλλωνα ο Ορέστης έπρεπε να πάρει από το ναό στην Ταυρίδα το άγαλμα της θεάς Άρτεμης και να το φέρει στην Αθήνα για να λυτρωθεί από τη μανία των Ερινύων που τον κυνηγούσαν σαν μητροκτόνο.
Στο ναό της Αρτέμιδος στην Ταυρίδα γίνονταν ανθρωποθυσίες. Ειδικά θυσίαζαν στη θεά τους Έλληνες που συνελάμβαναν στη χώρα. Πριν τη σφαγή γινόταν εξαγνισμός των θυμάτων.
Μόλις ο Ορέστης και ο φίλος και ξάδελφός του Πυλάδης έφτασαν στο ναό συνελήφθησαν από βάρβαρους ως ιερόσυλοι.
Σύμφωνα με δικούς τους νόμους και καθώς ο βασιλιάς της Ταυρίδας, Θόας μισούσε τους ξένους και τους Έλληνες, έπρεπε να θυσιαστούν.
Προτού λοιπόν θανατωθούν ως θυσία προς τη Θεά Αρτέμιδα, οδηγούνται για εξαγνισμό, στο ναό της Θεάς, από την ιέρεια του ναού. Όμως ιέρεια του Ναού της Θεάς είναι η αδελφή του Ορέστη η Ιφιγένεια.
Η Ιφιγένεια έχει δει κακό όνειρο τη νύχτα, ότι πέθανε στο Άργος ο αδελφός της Ορέστης και έχει βγει τώρα το πρωί στον αέρα και στο φως να το διηγηθεί και έτσι να το ακυρώσει.
Ενώ λοιπόν Πυλάδης και Ορέστης ήταν φυλακισμένοι, προκειμένου να θυσιαστούν στη θεά, η Ιφιγένεια βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει τους ξένους για την πατρίδα της και έτσι να αναγνωριστούν. Μόλις πληροφορήθηκε και τον σκοπό του ταξιδιού τους, η Ιφιγένεια μηχανεύτηκε τέχνασμα για να μπορέσει ο Ορέστης να πάρει το άγαλμα της Άρτεμης από την Ταυρίδα και να το πάει στην Αττική, να γλιτώσει από τη θυσία και να καταφέρουν όλοι μαζί -Ορέστης, Πυλάδης, Ιφιγένεια- να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
Θα προφασιστεί στον βασιλιά Θόαντα ότι τα υποψήφια θύματα είναι μολυσμένα, επειδή άγγιξαν το άγαλμα της θεάς με τα χέρια τους, και πρέπει να εξαγνιστούν και να πλυθεί στη θάλασσα και το άγαλμα της θεάς (1033-1040).
Έτσι η Ιφιγένεια απομακρύνει τους φρουρούς με το πρόσχημα της μυστικότητας της τελετής, επιβιβάζονται στο καράβι αλλά ο Ποσειδώνας ρίχνει το καράβι στην ακτή. Θα σωθούν από τον Θόαντα με την παρέμβαση της θεάς της Αθήνας η οποία θα οδηγήσει με ασφάλεια το πλοίο στην Αττική, όπου οι δραπέτες θα κτίσουν ναό στην Άρτεμη.
Γάμος του Ορέστη και θάνατος
Αρραβωνιασμένος ο Ορέστης από τον πατέρα του Αγαμέμνονα με την εξαδέλφη του Ερμιόνη από παιδιά, χρειάστηκε να την απαγάγει όταν γύρισε από την Ταυρίδα, γιατί ο Μενέλαος στην Τροία αθέτησε τον λόγο του και έδωσε την κόρη του στον Νεοπτόλεμο.
Σκότωσε μάλιστα τον Νεοπτόλεμο στους Δελφούς, με προτροπή της Ερμιόνης.
Απέκτησαν ένα γιο, τον Τισαμενό και βασίλεψε εβδομήντα χρόνια.
Πέθανε ενενήντα χρονών και έδειχναν τον τάφο του στην Τεγέα, όπου του απέδιδαν θεϊκές τιμές, αφού πρώτα έστειλε αποίκους στη Μικρά Ασία για να αποκαταστήσουν τις κατεστραμμένες από τον Τρωικό πόλεμο πόλεις και τα ιερά τους. Και τούτο γιατί λοιμός κατέστρεψε το βασίλειό του λίγο καιρό πριν πεθάνει.
Στον Ορέστη έληξε η κατάρα των Ατρειδών.
ΗΘΙΚΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΩΝ , ΠΡΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφή