Με άλλα λόγια, εφόσον το αδιαίρετο της ψυχής και του σώματος γεννούν τα συναισθήματα (πάθη) δεν μπορεί παρά η πηγή τους να έχει υλική υπόσταση. Η άυλη μορφή των συναισθημάτων είναι αδύνατο να εκδηλωθεί χωρίς την υλική σωματική βάση. Η αποδοχή αυτού καταδεικνύει την υλιστική εκδοχή της φιλοσοφικής ερμηνείας που θέλει την ύλη να προηγείται σημειολογικά της μορφής, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει μορφή χωρίς ύλη. Από αυτή την άποψη: «η έρευνα για την ψυχή, για ολόκληρη την ψυχή, ή για τη συγκεκριμένη πλευρά της, είναι έργο του φυσικού φιλοσόφου» (403a 29-30).
[Ο Δημόκριτος (~460 π.Χ.- 370 π.Χ.) ήταν προσωκρατικός φιλόσοφος, ο οποίος γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης. Ήταν μαθητής του Λεύκιππου. Πίστευε ότι η ύλη αποτελούνταν από αδιάσπαστα, αόρατα στοιχεία, τα άτομα. Επίσης ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι ο Γαλαξίας είναι το φως από μακρινά αστέρια. Ήταν ανάμεσα στους πρώτους που ανέφεραν ότι το σύμπαν έχει και άλλους “κόσμους” και μάλιστα ορισμένους κατοικημένους. Ο Δημόκριτος ξεκαθάριζε ότι το κενό δεν ταυτίζεται με το τίποτα (“μη ον”), είναι δηλαδή κάτι το υπαρκτό].
Κι από εδώ ξεκινά ο διαχωρισμός της διαλεκτικής από τη φυσική φιλοσοφία: «Ο φυσικός και ο διαλεκτικός φιλόσοφος, όμως, θα όριζαν διαφορετικά καθένα από αυτά τα πάθη» (403a 31-32). Το παράδειγμα της οργής θα λειτουργήσει πλήρως διευκρινιστικά: «Γιατί ο τελευταίος» (ο διαλεκτικός φιλόσοφος) «θα έλεγε ότι πρόκειται για την επιθυμία να προκαλέσεις λύπη σε αυτόν που σε λύπησε, ή κάτι παρόμοιο, ενώ ο πρώτος» (ο φυσικός φιλόσοφος) «πως είναι ο βρασμός του αίματος και της θερμότητας γύρω από την καρδιά» (403a 32-33 και 403b 1).
Η διαφοροποίηση είναι πλέον σαφής: «Από αυτούς, λοιπόν, ο ένας αποδίδει την ύλη και ο άλλος τη μορφή και την έννοια. Γιατί η έννοια είναι η μορφή του πράγματος· αλλά, αν είναι να υπάρχει, πρέπει να υπάρχει σε συγκεκριμένη ύλη. Έτσι, ακριβώς, η έννοια του σπιτιού είναι η εξής: ένα κάλυμμα που εμποδίζει τη φθορά από ανέμους και βροχές και καύσωνες. Άλλος, όμως, θα ισχυριστεί ότι πρόκειται για πέτρες και τούβλα και ξύλα, ενώ κάποιος άλλος θα πει ότι είναι η μορφή που πραγματώνεται μέσα σε αυτά τα υλικά, για ορισμένους σκοπούς» (403b 1-7).
Όμως, εδώ δεν πρόκειται για απόπειρα αξιολογικής κρίσης ανάμεσα στις δύο εκδοχές, αλλά για κατάδειξη της ολοκληρωμένης φιλοσοφικής άποψης που πρέπει να εξετάζει κάθε ζήτημα και με τις δύο μεθόδους. Γιατί πράγματι, όσο κι αν ένα σπίτι αποτελεί σύνολο από πέτρες και ξύλα, δεν παύει να υφίσταται ως κάλυμμα από το κρύο και τη ζέστη. Η ολοκληρωμένη ερμηνεία του σπιτιού πρέπει να λάβει υπόψη της και τις δύο οπτικές, αφού μόνο έτσι θα καθορίσει το συνολικό πλαίσιο της ύπαρξης του σπιτιού που οφείλει να διερευνήσει και τα υλικά αλλά και την εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο υπάρχει. Και η διερεύνηση του σκοπού είναι αδύνατο να περιοριστεί μονάχα στην αναζήτηση της ύλης.
Ο Αριστοτέλης διερωτάται: «Ποιος από αυτούς, λοιπόν, είναι ο φυσικός φιλόσοφος; Εκείνος που έχει να κάνει με την ύλη, και αγνοεί τη μορφή, ή αυτός που ασχολείται μόνο με τη μορφή; Ή, μάλλον, εκείνος που για τον ορισμό παίρνει υπόψη του και τα δύο; Και από τους άλλους δύο, τι είναι ο καθένας;» (403b 8-10).
Και οι ερωτήσεις συνεχίζονται: «Ή μήπως, τελικά, είναι σίγουρο πως δεν υπάρχει κάποιος που ασχολείται με τις ιδιότητες της ύλης που δεν ξεχωρίζουν από αυτή, θεωρώντας τες ξέχωρες· αλλά και ο φυσικός που καταγίνεται με όλες τις λειτουργίες και τα πάθη ενός ορισμένου σώματος και μιας συγκεκριμένης ύλης· ενώ, με όσα δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, ασχολείται άλλος, και για κάποια, αν τύχει, υπάρχει τεχνίτης, για παράδειγμα ξυλουργός ή γιατρός· ενώ με αυτά που, αφενός, δεν ξεχωρίζουν από την ύλη, και, αφετέρου, δε θεωρούνται ιδιότητες ενός συγκεκριμένου σώματος, αλλά είναι αποτέλεσμα αφαίρεσης, ασχολείται ο μαθηματικός· και με όσα θεωρούνται εντελώς ξέχωρα από την ύλη, ασχολείται ο πρώτος φιλόσοφος;» (403b 11-17).
Με άλλα λόγια, η φιλοσοφική μεθοδολογία οφείλει να προσαρμοστεί στην ίδια τη φύση του αντικειμένου της διερεύνησης. Αν πρόκειται για κάτι εντελώς θεωρητικό (αφαιρετική σκέψη) οφείλει να λειτουργήσει διαφορετικά από ότι αν πρόκειται για κάτι εντελώς πρακτικό-υλικό ή για κάτι που μπορεί να εμπεριέχει και τις δύο όψεις, όπως η ψυχή. Άλλη η μέθοδος του μαθηματικού που δεν μπορεί παρά να διερευνήσει το τετράγωνο αποκλειστικά ως νοητή ύλη κι άλλο ο γιατρός που οφείλει να λάβει σοβαρά τις υλικές διαστάσεις του σώματος προκειμένου να προτείνει οποιαδήποτε θεραπεία.
Όμως, στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης δεν προτίθεται να δώσει απαντήσεις. Αυτό που προέχει προς το παρόν είναι η ανάγκη να επαναλάβει το αδιάσπαστο του σώματος με την ψυχή: «Λέγαμε, λοιπόν, ότι τα πάθη της ψυχής είναι αχώριστα από τη φυσική ύλη των ζώων· ότι, πράγματι, ως τέτοια υπάρχουν στα ζώα το θάρρος και ο φόβος» (403b 18-20).
Κατόπιν αυτών, όπως συνηθίζει σε όλα του τα έργα εκπληρώνοντας τους κανόνες της μεθοδολογίας για την πλήρη κάλυψη κάθε θέματος, είναι έτοιμος να προχωρήσει στην ιστορική αναδρομή της φιλοσοφικής έρευνας για την ψυχή καταθέτοντας όλες τις μέχρι τότε απόψεις: «όσα μεν ειπώθηκαν σωστά να τα κρατήσουμε, ενώ, αν κάτι δεν είναι σωστό, να το προσέξουμε» (403b 25-26).
Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι οι φυσικές ιδιότητες της ψυχής: «Αρχίζοντας, λοιπόν, την έρευνά μας, θα παρουσιάσουμε όσα, κατά κοινή ομολογία, έχει κατεξοχήν η ψυχή από τη φύση. Το έμψυχο, πράγματι, δείχνει να διαφέρει από το άψυχο σε δύο κυρίως πράγματα, στην κίνηση και την αίσθηση· και από τους προγενέστερους, όμως, σχεδόν τα δύο αυτά παραλάβαμε σχετικά με την ψυχή. Γιατί, μερικοί ισχυρίζονται ότι η ψυχή, κατεξοχήν και καταρχήν, είναι αυτό που δίνει κίνηση. Επειδή, όμως, πίστεψαν πως, κάτι που ίδιο δεν κινείται, δεν μπορεί να δώσει κίνηση σε άλλο, θεώρησαν ότι η ψυχή είναι ένα από τα πράγματα που κινούνται» (403b 27-34 και 404a 1).
Η αντίληψη που θέλει την πηγή της κίνησης να ταυτίζεται με την πηγή της ύπαρξης, αποδίδοντας στη ζωή το νόημα της διαρκούς κινητικότητας, καθρεφτίζεται και στον τρόπο που αντιμετωπίζεται θεωρητικά η ψυχή ως πηγή της ανθρώπινης δράσης. Είναι γνωστό ότι για τον Αριστοτέλη το πρώτο κινούν είναι αυτό που γεννά κάθε ζωή, που κινεί δηλαδή όλες τις άλλες κινήσεις που οριοθετούν κάθε ύπαρξη, πράγμα που θα μπορούσε ελεύθερα να αποδοθεί ως θεός.
Αποδίδοντας στην ψυχή τις δράσεις του σώματος είναι σαφές ότι η ψυχή είναι η δύναμη που κινεί το σώμα: «Από όπου, ο Δημόκριτος ισχυρίζεται ότι η ψυχή είναι ένα είδος φωτιάς και θερμότητας· γιατί, καθώς υπάρχουν άπειρα σχήματα ή άτομα, τα σφαιροειδή τα ονομάζει φωτιά και ψυχή, και τα συγκρίνει με τα λεγόμενα ρινίσματα, που υπάρχουν στον αέρα, και φαίνονται στις ακτίδες του ήλιου, που περνούν μέσα από τα παράθυρα. Και, η πανσπερμία των ατόμων, λέει πως συνιστά τα στοιχεία ολόκληρης της φύσης. Την ίδια θεωρία έχει και ο Λεύκιππος» (404a 1-7).
Παρακολουθούμε την προσπάθεια των φυσικών φιλοσόφων να εντάξουν το άυλο φαινόμενο της ψυχής μέσα στη ζώνη του υλικού κόσμου αντιλαμβανόμενοι ότι είναι αδύνατο να εκλάβει κανείς την ψυχή ως κάτι ξεχωριστό από το υλικό σωματικό της υπόβαθρο. Η παρατήρηση της φύσης και η επίκληση των στοιχείων της για την ερμηνεία του άυλου –πλην όμως καθολικά αποδεκτού– κόσμου είναι η αντίληψη του υλισμού που θα δώσει όλες τις εξηγήσεις. Η ψυχή μπορεί να μην είναι ορατή, μπορεί να τίθεται με απροσδιοριστία ή και ασάφεια, όμως δεν παύει να ανήκει στα προϊόντα της φύσης που πάντα έχουν υλική υπόσταση. Το δεδομένο ότι η κίνηση νοηματοδοτεί τη ζωή καθιστά σαφές ότι και η ψυχή, ως ζωοδότης όλων των συναισθημάτων που κατευθύνουν τη σωματική δράση, δεν μπορεί παρά να τεθεί αλληλένδετα μαζί της.
Αυτό που μένει είναι οι υποθέσεις για του είδους κίνηση και τι είδους ύλη πρόκειται: «Από τα άτομα, λένε» (εννοείται ο Δημόκριτος και ο Λεύκιππος) «πως τα σφαιρικά αποτελούν την ψυχή, γιατί, αυτού του είδους τα σχήματα, μπορούν πολύ εύκολα να διεισδύσουν σε κάθε σώμα, και να κινούν τα υπόλοιπα, καθώς κινούνται και αυτά, θεωρώντας, πράγματι, πως η ψυχή είναι αυτό που παρέχει στα ζώα την κίνηση. Γι’ αυτό και πιστεύουν ότι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ζωής είναι η αναπνοή· γιατί όταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα συμπιέζει τα σώματα, και σπρώχνει έξω τα άτομα που παρέχουν την κίνηση στα ζώα, επειδή και τα ίδια δεν ηρεμούν ποτέ, έρχεται βοήθεια από έξω, όταν άλλα παρόμοια μπαίνουν στη διαδικασία της αναπνοής· γιατί τα τελευταία εμποδίζουν τα άτομα που βρίσκονται μέσα στα ζώα να βγουν έξω, αντιδρώντας έτσι σε εκείνο που τα συμπιέζει και τα συμπυκνώνει· και τα ζώα ζουν όσο μπορούν να το κάνουν αυτό» (404a 7-18).
Το κατά πόσο μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με μια τέτοια εκδοχή έχει ελάχιστη σημασία, αφού το ζήτημα που τίθεται εδώ δεν σχετίζεται με την εγκυρότητα, αλλά με τη μεθοδολογία και τον τρόπο διαχείρισης των εννοιών. Ο τρομερός Δημόκριτος, όσο κι αν μπορεί να αμφισβητηθεί η λύση που προτείνει, αναμφισβήτητα δείχνει τον υλιστικό δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί. Κι αυτό είναι η ύψιστη προσφορά για την ανθρωπότητα.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι Πυθαγόρειοι: «μερικοί από αυτούς είπαν ότι η ψυχή είναι τα ρινίσματα που υπάρχουν στον αέρα, ενώ άλλοι αυτό που τα κινεί. Και είπαν γι’ αυτά ότι συνεχώς φαίνεται να κινούνται, ακόμη και όταν βρίσκονται σε παντελή νηνεμία. Στην ίδια άποψη κλίνουν και όσοι λένε πως η ψυχή είναι εκείνο που κινεί τον εαυτό του· γιατί, όλοι αυτοί θεώρησαν φαίνεται την κίνηση το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της ψυχής, και πως όλα τα άλλα κινούνται από την ψυχή, ενώ η ίδια κινείται μόνη της· γιατί δεν βλέπουν τίποτε να δίνει κίνηση, που να μην κινείται το ίδιο» (404a 19-27).
Ο ορατός κόσμος είναι εκείνος που θα δώσει τους κανόνες και στον αόρατο-άυλο πλην απολύτως υπαρκτό. Η παρατήρηση του κόσμου δίνει το στίγμα. Εφόσον αυτό που δεν κινείται δεν κινεί, τότε η ψυχή που κινεί την ύπαρξη, δεν μπορεί παρά να κινείται και η ίδια. Οι νόμοι της φύσης που γίνονται αντιληπτοί από τον υλικό κόσμο που μας περιβάλλει θα καθορίσουν και τον τρόπο της λειτουργίας του αόρατου κόσμου. Η ίδια η έννοια της λογικής οδηγεί σε αυτό το δρόμο, αφού ως λογική δεν ορίζουμε τίποτε άλλο παρά τον άρτιο (και άυλο) συλλογισμό που θα εξηγήσει τα φαινόμενα της (υλικής) πραγματικότητας. Το πνεύμα ως καρπός της ύλης κινείται με τον ίδιο τρόπο και θα δώσει τις απαντήσεις σε όλα τα μυστήρια.
Ο Αριστοτέλης θα περάσει στην εκδοχή του Αναξαγόρα: «Με τον ίδιο τρόπο και ο Αναξαγόρας, λέει ότι η ψυχή είναι εκείνο που δίνει κίνηση – αλλά και όποιος άλλος έχει πει ότι ο νους έδωσε κίνηση στο σύμπαν· αν και δεν πρόκειται ακριβώς γι’ αυτό που είπε ο Δημόκριτος. Εκείνος, πράγματι, ταυτίζει απόλυτα την ψυχή και το νου» (404a 28-31).
Η Δημοκρίτεια ταύτιση νου και ψυχής καταδεικνύει την αντίληψη που θέλει όλες τις πνευματικές διεργασίες να βρίσκονται στα ίδια κέντρα. Αν η ανθρώπινη υπόσταση οριοθετείται πνευματικά από τα συναισθήματα και τη νόηση, τότε δεν μπορεί παρά να πηγάζουν από ένα κοινό κέντρο. Από αυτή την άποψη, ο πυρήνας κάθε πνευματικότητας είναι πάντα ο εγκέφαλος και η ψυχή μετατρέπεται σε κατά σύμβαση έννοια που θέλει να ορίσει τη συναισθηματική εκδοχή της πνευματικότητας.
Η μεταφορά του ενδιαφέροντος στη λειτουργία του νου, δηλαδή στο καθαρά υλικό όργανο του εγκεφάλου, είναι η αμετάκλητα υλιστική κατεύθυνση που θα πάρει η έρευνα της ψυχής. Η επιστημονική σκέψη αποκτά τον πιο ανόθευτο χαρακτήρα της.
Από την πλευρά του ο Εμπεδοκλής θα επαναλάβει τη θεωρία των τεσσάρων στοιχείων (χώμα, φωτιά, νερό, αέρας) που συνθέτουν τον κόσμο και στην περίπτωση της ψυχής: «ο Εμπεδοκλής πιστεύει πως η ψυχή αποτελείται από όλα τα στοιχεία, και πως καθένα από αυτά είναι ψυχή» (404b 12-14).
Ο φιλόσοφος που μένει είναι ο Πλάτωνας: «Με τον ίδιο τρόπο και ο Πλάτων, στον Τίμαιο, συνθέτει την ψυχή από τα στοιχεία· γιατί, γι’ αυτόν, το όμοιο γίνεται γνωστό με το όμοιο, και τα πράγματα προκύπτουν από τις αρχές» (404b 18-20). Ως αρχές ονομάζονται οι σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα στοιχεία. Οι κύριες αρχές είναι η αγάπη και το μίσος. Έτσι, αν η αρχή είναι η αγάπη τα στοιχεία ενώνονται και δημιουργούν νέες μορφές, κάτι που με το μίσος είναι αδύνατο να γίνει.
Ο Πλάτων, όμως υποστηρίζει και κάτι ακόμα: «ότι, δηλαδή, ο νους είναι το ένα, και η γνώση το δύο (γιατί προχωρεί προς ένα σημείο από μια μοναδική κατεύθυνση), ενώ ο αριθμός του επιπέδου είναι η γνώμη, και εκείνος του στερεού η αίσθηση· γιατί οι αριθμοί ταυτίζονται με τις ίδιες τις ιδέες και τις πρώτες αρχές, και έλεγαν ότι αποτελέστηκαν με αφετηρία τα στοιχεία. Τα πράγματα, εξάλλου, συλλαμβάνονται άλλα με το νου, άλλα με τη γνώση, άλλα με τη γνώμη και άλλα με την αίσθηση· και οι αριθμοί αυτοί είναι ταυτόχρονα οι ιδέες των πραγμάτων» (404b 24-30).
Η προτίμηση του Πλάτωνα για τον κόσμο των ιδεών είναι φανερή και εδώ, καθώς ο νους και η γνώση αποδιδόμενες ως νούμερα καθρεφτίζουν την ιδέα και την πρώτη αρχή που τα διέπει. Το βέβαιο είναι ότι όλα τα πράγματα γίνονται αντιληπτά με διαφορετικό τρόπο, αφού άλλα οφείλονται στο νου, άλλα στη γνώση κι άλλα στη γνώμη ή την αίσθηση. Η άυλη-πνευματική υπόσταση που έχουν όλοι οι αντιληπτικοί τρόποι παραπέμπουν και πάλι στις ιδέες που είναι οι μόνες που ανταποκρίνονται στην τελική και μοναδική αλήθεια.
Όσο για την άποψη του Ξενοκράτη, ο Αριστοτέλης θα κάνει μια μικρή αναφορά: « καθώς πίστευαν ότι, με τον τρόπο αυτό, η ψυχή μπορεί και κίνηση να δίνει, και μαζί να γνωρίζει, μερικοί» (εννοεί τον Ξενοκράτη) «τη συνέθεσαν από τις δύο αυτές αρχές, και αποφάνθηκαν πως η ψυχή είναι αριθμός που κινεί τον εαυτό του» (404b 30-33). Κινεί τον εαυτό του, καθώς τίποτε ακίνητο δεν μπορεί να προκαλέσει κίνηση, και είναι αριθμός, αφού οι αριθμοί ταυτίζονται με τις ιδέες και σηματοδοτούν τις πρώτες αρχές. Η προσέγγιση αυτή, όπως και του Πλάτωνα είναι περισσότερο ιδεαλιστική. Οι φιλοσοφικές εκδοχές είναι πάντα καλοδεχούμενες. Αυτό που μένει είναι η τεκμηρίωση…
ΔΕΣ: Ψυχή σημαίνει Ψύχος
Κι από εδώ ξεκινά ο διαχωρισμός της διαλεκτικής από τη φυσική φιλοσοφία: «Ο φυσικός και ο διαλεκτικός φιλόσοφος, όμως, θα όριζαν διαφορετικά καθένα από αυτά τα πάθη» (403a 31-32). Το παράδειγμα της οργής θα λειτουργήσει πλήρως διευκρινιστικά: «Γιατί ο τελευταίος» (ο διαλεκτικός φιλόσοφος) «θα έλεγε ότι πρόκειται για την επιθυμία να προκαλέσεις λύπη σε αυτόν που σε λύπησε, ή κάτι παρόμοιο, ενώ ο πρώτος» (ο φυσικός φιλόσοφος) «πως είναι ο βρασμός του αίματος και της θερμότητας γύρω από την καρδιά» (403a 32-33 και 403b 1).
Η διαφοροποίηση είναι πλέον σαφής: «Από αυτούς, λοιπόν, ο ένας αποδίδει την ύλη και ο άλλος τη μορφή και την έννοια. Γιατί η έννοια είναι η μορφή του πράγματος· αλλά, αν είναι να υπάρχει, πρέπει να υπάρχει σε συγκεκριμένη ύλη. Έτσι, ακριβώς, η έννοια του σπιτιού είναι η εξής: ένα κάλυμμα που εμποδίζει τη φθορά από ανέμους και βροχές και καύσωνες. Άλλος, όμως, θα ισχυριστεί ότι πρόκειται για πέτρες και τούβλα και ξύλα, ενώ κάποιος άλλος θα πει ότι είναι η μορφή που πραγματώνεται μέσα σε αυτά τα υλικά, για ορισμένους σκοπούς» (403b 1-7).
Όμως, εδώ δεν πρόκειται για απόπειρα αξιολογικής κρίσης ανάμεσα στις δύο εκδοχές, αλλά για κατάδειξη της ολοκληρωμένης φιλοσοφικής άποψης που πρέπει να εξετάζει κάθε ζήτημα και με τις δύο μεθόδους. Γιατί πράγματι, όσο κι αν ένα σπίτι αποτελεί σύνολο από πέτρες και ξύλα, δεν παύει να υφίσταται ως κάλυμμα από το κρύο και τη ζέστη. Η ολοκληρωμένη ερμηνεία του σπιτιού πρέπει να λάβει υπόψη της και τις δύο οπτικές, αφού μόνο έτσι θα καθορίσει το συνολικό πλαίσιο της ύπαρξης του σπιτιού που οφείλει να διερευνήσει και τα υλικά αλλά και την εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο υπάρχει. Και η διερεύνηση του σκοπού είναι αδύνατο να περιοριστεί μονάχα στην αναζήτηση της ύλης.
Ο Αριστοτέλης διερωτάται: «Ποιος από αυτούς, λοιπόν, είναι ο φυσικός φιλόσοφος; Εκείνος που έχει να κάνει με την ύλη, και αγνοεί τη μορφή, ή αυτός που ασχολείται μόνο με τη μορφή; Ή, μάλλον, εκείνος που για τον ορισμό παίρνει υπόψη του και τα δύο; Και από τους άλλους δύο, τι είναι ο καθένας;» (403b 8-10).
Και οι ερωτήσεις συνεχίζονται: «Ή μήπως, τελικά, είναι σίγουρο πως δεν υπάρχει κάποιος που ασχολείται με τις ιδιότητες της ύλης που δεν ξεχωρίζουν από αυτή, θεωρώντας τες ξέχωρες· αλλά και ο φυσικός που καταγίνεται με όλες τις λειτουργίες και τα πάθη ενός ορισμένου σώματος και μιας συγκεκριμένης ύλης· ενώ, με όσα δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, ασχολείται άλλος, και για κάποια, αν τύχει, υπάρχει τεχνίτης, για παράδειγμα ξυλουργός ή γιατρός· ενώ με αυτά που, αφενός, δεν ξεχωρίζουν από την ύλη, και, αφετέρου, δε θεωρούνται ιδιότητες ενός συγκεκριμένου σώματος, αλλά είναι αποτέλεσμα αφαίρεσης, ασχολείται ο μαθηματικός· και με όσα θεωρούνται εντελώς ξέχωρα από την ύλη, ασχολείται ο πρώτος φιλόσοφος;» (403b 11-17).
Με άλλα λόγια, η φιλοσοφική μεθοδολογία οφείλει να προσαρμοστεί στην ίδια τη φύση του αντικειμένου της διερεύνησης. Αν πρόκειται για κάτι εντελώς θεωρητικό (αφαιρετική σκέψη) οφείλει να λειτουργήσει διαφορετικά από ότι αν πρόκειται για κάτι εντελώς πρακτικό-υλικό ή για κάτι που μπορεί να εμπεριέχει και τις δύο όψεις, όπως η ψυχή. Άλλη η μέθοδος του μαθηματικού που δεν μπορεί παρά να διερευνήσει το τετράγωνο αποκλειστικά ως νοητή ύλη κι άλλο ο γιατρός που οφείλει να λάβει σοβαρά τις υλικές διαστάσεις του σώματος προκειμένου να προτείνει οποιαδήποτε θεραπεία.
Όμως, στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης δεν προτίθεται να δώσει απαντήσεις. Αυτό που προέχει προς το παρόν είναι η ανάγκη να επαναλάβει το αδιάσπαστο του σώματος με την ψυχή: «Λέγαμε, λοιπόν, ότι τα πάθη της ψυχής είναι αχώριστα από τη φυσική ύλη των ζώων· ότι, πράγματι, ως τέτοια υπάρχουν στα ζώα το θάρρος και ο φόβος» (403b 18-20).
Κατόπιν αυτών, όπως συνηθίζει σε όλα του τα έργα εκπληρώνοντας τους κανόνες της μεθοδολογίας για την πλήρη κάλυψη κάθε θέματος, είναι έτοιμος να προχωρήσει στην ιστορική αναδρομή της φιλοσοφικής έρευνας για την ψυχή καταθέτοντας όλες τις μέχρι τότε απόψεις: «όσα μεν ειπώθηκαν σωστά να τα κρατήσουμε, ενώ, αν κάτι δεν είναι σωστό, να το προσέξουμε» (403b 25-26).
Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι οι φυσικές ιδιότητες της ψυχής: «Αρχίζοντας, λοιπόν, την έρευνά μας, θα παρουσιάσουμε όσα, κατά κοινή ομολογία, έχει κατεξοχήν η ψυχή από τη φύση. Το έμψυχο, πράγματι, δείχνει να διαφέρει από το άψυχο σε δύο κυρίως πράγματα, στην κίνηση και την αίσθηση· και από τους προγενέστερους, όμως, σχεδόν τα δύο αυτά παραλάβαμε σχετικά με την ψυχή. Γιατί, μερικοί ισχυρίζονται ότι η ψυχή, κατεξοχήν και καταρχήν, είναι αυτό που δίνει κίνηση. Επειδή, όμως, πίστεψαν πως, κάτι που ίδιο δεν κινείται, δεν μπορεί να δώσει κίνηση σε άλλο, θεώρησαν ότι η ψυχή είναι ένα από τα πράγματα που κινούνται» (403b 27-34 και 404a 1).
Η αντίληψη που θέλει την πηγή της κίνησης να ταυτίζεται με την πηγή της ύπαρξης, αποδίδοντας στη ζωή το νόημα της διαρκούς κινητικότητας, καθρεφτίζεται και στον τρόπο που αντιμετωπίζεται θεωρητικά η ψυχή ως πηγή της ανθρώπινης δράσης. Είναι γνωστό ότι για τον Αριστοτέλη το πρώτο κινούν είναι αυτό που γεννά κάθε ζωή, που κινεί δηλαδή όλες τις άλλες κινήσεις που οριοθετούν κάθε ύπαρξη, πράγμα που θα μπορούσε ελεύθερα να αποδοθεί ως θεός.
Αποδίδοντας στην ψυχή τις δράσεις του σώματος είναι σαφές ότι η ψυχή είναι η δύναμη που κινεί το σώμα: «Από όπου, ο Δημόκριτος ισχυρίζεται ότι η ψυχή είναι ένα είδος φωτιάς και θερμότητας· γιατί, καθώς υπάρχουν άπειρα σχήματα ή άτομα, τα σφαιροειδή τα ονομάζει φωτιά και ψυχή, και τα συγκρίνει με τα λεγόμενα ρινίσματα, που υπάρχουν στον αέρα, και φαίνονται στις ακτίδες του ήλιου, που περνούν μέσα από τα παράθυρα. Και, η πανσπερμία των ατόμων, λέει πως συνιστά τα στοιχεία ολόκληρης της φύσης. Την ίδια θεωρία έχει και ο Λεύκιππος» (404a 1-7).
Παρακολουθούμε την προσπάθεια των φυσικών φιλοσόφων να εντάξουν το άυλο φαινόμενο της ψυχής μέσα στη ζώνη του υλικού κόσμου αντιλαμβανόμενοι ότι είναι αδύνατο να εκλάβει κανείς την ψυχή ως κάτι ξεχωριστό από το υλικό σωματικό της υπόβαθρο. Η παρατήρηση της φύσης και η επίκληση των στοιχείων της για την ερμηνεία του άυλου –πλην όμως καθολικά αποδεκτού– κόσμου είναι η αντίληψη του υλισμού που θα δώσει όλες τις εξηγήσεις. Η ψυχή μπορεί να μην είναι ορατή, μπορεί να τίθεται με απροσδιοριστία ή και ασάφεια, όμως δεν παύει να ανήκει στα προϊόντα της φύσης που πάντα έχουν υλική υπόσταση. Το δεδομένο ότι η κίνηση νοηματοδοτεί τη ζωή καθιστά σαφές ότι και η ψυχή, ως ζωοδότης όλων των συναισθημάτων που κατευθύνουν τη σωματική δράση, δεν μπορεί παρά να τεθεί αλληλένδετα μαζί της.
Αυτό που μένει είναι οι υποθέσεις για του είδους κίνηση και τι είδους ύλη πρόκειται: «Από τα άτομα, λένε» (εννοείται ο Δημόκριτος και ο Λεύκιππος) «πως τα σφαιρικά αποτελούν την ψυχή, γιατί, αυτού του είδους τα σχήματα, μπορούν πολύ εύκολα να διεισδύσουν σε κάθε σώμα, και να κινούν τα υπόλοιπα, καθώς κινούνται και αυτά, θεωρώντας, πράγματι, πως η ψυχή είναι αυτό που παρέχει στα ζώα την κίνηση. Γι’ αυτό και πιστεύουν ότι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ζωής είναι η αναπνοή· γιατί όταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα συμπιέζει τα σώματα, και σπρώχνει έξω τα άτομα που παρέχουν την κίνηση στα ζώα, επειδή και τα ίδια δεν ηρεμούν ποτέ, έρχεται βοήθεια από έξω, όταν άλλα παρόμοια μπαίνουν στη διαδικασία της αναπνοής· γιατί τα τελευταία εμποδίζουν τα άτομα που βρίσκονται μέσα στα ζώα να βγουν έξω, αντιδρώντας έτσι σε εκείνο που τα συμπιέζει και τα συμπυκνώνει· και τα ζώα ζουν όσο μπορούν να το κάνουν αυτό» (404a 7-18).
Το κατά πόσο μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με μια τέτοια εκδοχή έχει ελάχιστη σημασία, αφού το ζήτημα που τίθεται εδώ δεν σχετίζεται με την εγκυρότητα, αλλά με τη μεθοδολογία και τον τρόπο διαχείρισης των εννοιών. Ο τρομερός Δημόκριτος, όσο κι αν μπορεί να αμφισβητηθεί η λύση που προτείνει, αναμφισβήτητα δείχνει τον υλιστικό δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί. Κι αυτό είναι η ύψιστη προσφορά για την ανθρωπότητα.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι Πυθαγόρειοι: «μερικοί από αυτούς είπαν ότι η ψυχή είναι τα ρινίσματα που υπάρχουν στον αέρα, ενώ άλλοι αυτό που τα κινεί. Και είπαν γι’ αυτά ότι συνεχώς φαίνεται να κινούνται, ακόμη και όταν βρίσκονται σε παντελή νηνεμία. Στην ίδια άποψη κλίνουν και όσοι λένε πως η ψυχή είναι εκείνο που κινεί τον εαυτό του· γιατί, όλοι αυτοί θεώρησαν φαίνεται την κίνηση το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της ψυχής, και πως όλα τα άλλα κινούνται από την ψυχή, ενώ η ίδια κινείται μόνη της· γιατί δεν βλέπουν τίποτε να δίνει κίνηση, που να μην κινείται το ίδιο» (404a 19-27).
Ο ορατός κόσμος είναι εκείνος που θα δώσει τους κανόνες και στον αόρατο-άυλο πλην απολύτως υπαρκτό. Η παρατήρηση του κόσμου δίνει το στίγμα. Εφόσον αυτό που δεν κινείται δεν κινεί, τότε η ψυχή που κινεί την ύπαρξη, δεν μπορεί παρά να κινείται και η ίδια. Οι νόμοι της φύσης που γίνονται αντιληπτοί από τον υλικό κόσμο που μας περιβάλλει θα καθορίσουν και τον τρόπο της λειτουργίας του αόρατου κόσμου. Η ίδια η έννοια της λογικής οδηγεί σε αυτό το δρόμο, αφού ως λογική δεν ορίζουμε τίποτε άλλο παρά τον άρτιο (και άυλο) συλλογισμό που θα εξηγήσει τα φαινόμενα της (υλικής) πραγματικότητας. Το πνεύμα ως καρπός της ύλης κινείται με τον ίδιο τρόπο και θα δώσει τις απαντήσεις σε όλα τα μυστήρια.
Ο Αριστοτέλης θα περάσει στην εκδοχή του Αναξαγόρα: «Με τον ίδιο τρόπο και ο Αναξαγόρας, λέει ότι η ψυχή είναι εκείνο που δίνει κίνηση – αλλά και όποιος άλλος έχει πει ότι ο νους έδωσε κίνηση στο σύμπαν· αν και δεν πρόκειται ακριβώς γι’ αυτό που είπε ο Δημόκριτος. Εκείνος, πράγματι, ταυτίζει απόλυτα την ψυχή και το νου» (404a 28-31).
Η Δημοκρίτεια ταύτιση νου και ψυχής καταδεικνύει την αντίληψη που θέλει όλες τις πνευματικές διεργασίες να βρίσκονται στα ίδια κέντρα. Αν η ανθρώπινη υπόσταση οριοθετείται πνευματικά από τα συναισθήματα και τη νόηση, τότε δεν μπορεί παρά να πηγάζουν από ένα κοινό κέντρο. Από αυτή την άποψη, ο πυρήνας κάθε πνευματικότητας είναι πάντα ο εγκέφαλος και η ψυχή μετατρέπεται σε κατά σύμβαση έννοια που θέλει να ορίσει τη συναισθηματική εκδοχή της πνευματικότητας.
Η μεταφορά του ενδιαφέροντος στη λειτουργία του νου, δηλαδή στο καθαρά υλικό όργανο του εγκεφάλου, είναι η αμετάκλητα υλιστική κατεύθυνση που θα πάρει η έρευνα της ψυχής. Η επιστημονική σκέψη αποκτά τον πιο ανόθευτο χαρακτήρα της.
Από την πλευρά του ο Εμπεδοκλής θα επαναλάβει τη θεωρία των τεσσάρων στοιχείων (χώμα, φωτιά, νερό, αέρας) που συνθέτουν τον κόσμο και στην περίπτωση της ψυχής: «ο Εμπεδοκλής πιστεύει πως η ψυχή αποτελείται από όλα τα στοιχεία, και πως καθένα από αυτά είναι ψυχή» (404b 12-14).
Ο φιλόσοφος που μένει είναι ο Πλάτωνας: «Με τον ίδιο τρόπο και ο Πλάτων, στον Τίμαιο, συνθέτει την ψυχή από τα στοιχεία· γιατί, γι’ αυτόν, το όμοιο γίνεται γνωστό με το όμοιο, και τα πράγματα προκύπτουν από τις αρχές» (404b 18-20). Ως αρχές ονομάζονται οι σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα στοιχεία. Οι κύριες αρχές είναι η αγάπη και το μίσος. Έτσι, αν η αρχή είναι η αγάπη τα στοιχεία ενώνονται και δημιουργούν νέες μορφές, κάτι που με το μίσος είναι αδύνατο να γίνει.
Ο Πλάτων, όμως υποστηρίζει και κάτι ακόμα: «ότι, δηλαδή, ο νους είναι το ένα, και η γνώση το δύο (γιατί προχωρεί προς ένα σημείο από μια μοναδική κατεύθυνση), ενώ ο αριθμός του επιπέδου είναι η γνώμη, και εκείνος του στερεού η αίσθηση· γιατί οι αριθμοί ταυτίζονται με τις ίδιες τις ιδέες και τις πρώτες αρχές, και έλεγαν ότι αποτελέστηκαν με αφετηρία τα στοιχεία. Τα πράγματα, εξάλλου, συλλαμβάνονται άλλα με το νου, άλλα με τη γνώση, άλλα με τη γνώμη και άλλα με την αίσθηση· και οι αριθμοί αυτοί είναι ταυτόχρονα οι ιδέες των πραγμάτων» (404b 24-30).
Η προτίμηση του Πλάτωνα για τον κόσμο των ιδεών είναι φανερή και εδώ, καθώς ο νους και η γνώση αποδιδόμενες ως νούμερα καθρεφτίζουν την ιδέα και την πρώτη αρχή που τα διέπει. Το βέβαιο είναι ότι όλα τα πράγματα γίνονται αντιληπτά με διαφορετικό τρόπο, αφού άλλα οφείλονται στο νου, άλλα στη γνώση κι άλλα στη γνώμη ή την αίσθηση. Η άυλη-πνευματική υπόσταση που έχουν όλοι οι αντιληπτικοί τρόποι παραπέμπουν και πάλι στις ιδέες που είναι οι μόνες που ανταποκρίνονται στην τελική και μοναδική αλήθεια.
Όσο για την άποψη του Ξενοκράτη, ο Αριστοτέλης θα κάνει μια μικρή αναφορά: « καθώς πίστευαν ότι, με τον τρόπο αυτό, η ψυχή μπορεί και κίνηση να δίνει, και μαζί να γνωρίζει, μερικοί» (εννοεί τον Ξενοκράτη) «τη συνέθεσαν από τις δύο αυτές αρχές, και αποφάνθηκαν πως η ψυχή είναι αριθμός που κινεί τον εαυτό του» (404b 30-33). Κινεί τον εαυτό του, καθώς τίποτε ακίνητο δεν μπορεί να προκαλέσει κίνηση, και είναι αριθμός, αφού οι αριθμοί ταυτίζονται με τις ιδέες και σηματοδοτούν τις πρώτες αρχές. Η προσέγγιση αυτή, όπως και του Πλάτωνα είναι περισσότερο ιδεαλιστική. Οι φιλοσοφικές εκδοχές είναι πάντα καλοδεχούμενες. Αυτό που μένει είναι η τεκμηρίωση…
ΔΕΣ: Ψυχή σημαίνει Ψύχος
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου