Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Ψηλά σε Απαγορευμένες Βελονοειδείς Βουνοκορφές

«Είναι σχεδόν πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι ο Θεός δεν υπάρχει εντός του Χρόνου. Η ζωή Του δεν έγκειται σε στιγμές που διαδέχονται η μια την άλλη. Κάθε στιγμή του παρελθόντος του παρόντος και του μέλλοντος, είναι γι’ Αυτόν πάντα το παρόν. Αν θέλετε, έχει στη διάθεσή Του όλη την αιωνιότητα για να ακούσει την αστραπιαία προσευχή που κάνει ο πιλότος καθώς το αεροπλάνο του τυλίγεται στις φλόγες. Το ξέρω, αυτό είναι δύσκολο να το κατανοήσει κανείς. Ας προσπαθήσω να φέρω ένα άλλο παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι γράφω ένα μυθιστόρημα.

Γράφω: “Ο Χάουαρντ ακούμπησε στο τραπέζι το βιβλίο του. Την αμέσως επόμενη στιγμή ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα!…”. Για τον Χάουαρντ που δεν μπορεί να ζήσει παρά μόνο στο φανταστικό χρόνο της διήγησής μου δεν υπάρχει κανένα ενδιάμεσο διάστημα ανάμεσα στην απόθεση του βιβλίου και την αντίληψη του χτυπήματος. Εγώ όμως, που είμαι ο δημιουργός του Χάουαρντ, δε ζω διόλου μέσα σ’ αυτόν το φανταστικό χρόνο. Ανάμεσα στη συγγραφή του πρώτου μισού αυτής της πρότασης και του άλλου μισού, ενδέχεται να καθίσω για τρεις ώρες και να σκεφτώ με αφοσίωση το χαρακτήρα του Χάουαρντ.

Θα μπορούσα να σκεφτώ τον Χάουαρντ σαν να ήταν ο μοναδικός ήρωας του βιβλίου, και μάλιστα θα μπορούσα να το κάνω για όση ώρα ήθελα – οι ώρες που θα ξόδευα έτσι δεν θα εμφανιζόταν καθόλου στο χρόνο του Χάουαρντ (το χρόνο της διήγησης). Κι αν ο ήρωάς μου σ’ αυτό το βιβλίο πεθάνει, αυτό δεν σημαίνει ότι εγώ δεν μπορώ να ξαναδιαβάσω το βιβλίο, κι αυτός να ξαναζήσει. (Κι ο Θεός διαβάζει το βιβλίο σε μια αιώνια στιγμή). Έτσι λοιπόν, όσο ζω εγώ, ζει κι αυτός…»
C. S. Lewis

Ο Χ. Φ. Λάβκραφτ γράφει μια επιστολή στον ανταποκριτή του, Χάρυ Ο. Φίσερ, είκοσι μέρες πριν πεθάνει. (Τους είχε συστήσει ο κοινός φίλος τους, Φριτς Λάιμπερ, ο οποίος χρησιμοποιούσε τον χαρακτήρα του Φίσερ στα διηγήματά του, δίνοντάς του το όνομα Gray Mouser).

“Φυσάει πολύ και το χρώμα του ουρανού δείχνει ότι πλησιάζει καταιγίδα.”
Άγνωστη Καντάθ, τέλη Φεβρουαρίου, 1937.

“Μπορώ να κατανοήσω πολύ καλά την αόριστη ιδέα της μοναξιάς ή της διαφορετικότητας, την οποία πάντα είχες σε κάποιο βαθμό. Αυτό, φαντάζομαι, είναι πάντα το επακόλουθο μιας πολύ δραστήριας φαντασίας και μιας πολύ ιδιαίτερης προσωπικότητας. Η μάζα του ανθρώπινου γένους ζει πολύ λίγα πράγματα στο βασίλειο της φαντασίας. Κι έτσι πολύ σπάνια μπορεί να καταλάβει τους σκοπούς, τα κίνητρα και τους πόθους κάποιου για τον οποίον οι λεπτεπίλεπτες προοπτικές, οι αφηρημένες ατμόσφαιρες, οι συμβολικές σχέσεις και οι συσκοτισμένοι διανοητικοί συσχετισμοί, σχηματίζουν σημαντικούς συναισθηματικούς παράγοντες. Ένας τέτοιος άνθρωπος πρέπει να κατοικεί σε ένα δικό του ημι-σολιψιστικό κόσμο, πολύ πιο ολοκληρωτικά από το μέσο άτομο, και είναι πάντοτε τυχερός όταν συναντά άλλους που είναι αρκετά όμοιοι με αυτόν για να εκτιμήσουν την ύπαρξη, τις γενικές αρχές και τους τυπικούς νόμους του Ιδιωτικού του Σύμπαντος.

Αυτή η γενική κατανόηση μεταξύ ξεχωριστών κόσμων και των λειτουργιών τους, συνήθως είναι μια τόσο σωστή βάση για συνύπαρξη όσο και για το σπάνιο – και ίσως ανύπαρκτο – φαινόμενο της απόλυτης ομοιότητας μεταξύ Ιδιωτικών Συμπάντων. Τουλάχιστον, αυτό που με κάνει να νιώθω εγκάρδιος και χαλαρός απέναντι σε κάποιον, δεν είναι τόσο μια ομοιότητα στα γούστα, στις πεποιθήσεις και στις αντιλήψεις μας, όσο η σιγουριά ότι τα δικά μου γούστα, οι πεποιθήσεις και οι αντιλήψεις δεν θα θεωρηθούν απ’ αυτόν ως τρελές, ακατανόητες ή ανύπαρκτες…
Δικός σου υπό την ακόμη βυθισμένη Ρ’λυέ,
Παππούς Κθούλου.

Private Universes. (Ιδιωτικά Σύμπαντα).

Η προσωπική και ιδιαίτερη μελέτη του Σύμπαντος μέσα στο οποίο έχει συνειδητοποιήσει την ύπαρξή της η προσωπικότητα μέσω των αισθητηριακών εντυπώσεων, οδηγεί σε συνειρμική επεξεργασία των εντυπώσεων, των ιδεών, των αναμνήσεων και των συσχετισμών τους, με κίνητρο την ανακάλυψη των σχέσεων που τις διέπουν, με τη βοήθεια της ανεξιχνίαστης ανθρώπινης έμπνευσης και ελπίδας, και με τελικό σκοπό τη λεπτομερή δημιουργία και συνεχή προέκταση ενός ιδεατού Χωρόχρονου που οι άνθρωποι ονομάζουν Φαντασία.

Η προσωπικότητα στηρίζει σ’ αυτή την ιδεατή βάση την ανάπτυξή της, όπως και κάθε της εξερεύνηση και κάθε της δυνατότητα για υλοποίηση ιδεών ή για επεξεργασία αφηρημένων νοημάτων και καλλιέργεια συναισθημάτων. Η μη-ορισμένη διαδικασία (που πάντα λειτουργεί στον αόρατο χώρο του παράδοξου και σηματοδοτεί την ιδιαιτερότητα ενός ατόμου) που προκύπτει με όλα αυτά, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός Ιδιωτικού Σύμπαντος.

Τα Ιδιωτικά Σύμπαντα των ιδιαίτερων ανθρώπων επικοινωνούν μεταξύ τους και αλληλοπαρατηρούνται, (είτε μέσω άμεσης επικοινωνίας είτε μέσω των αρχείων καταγραφής τους), σχηματίζοντας δυναμικά δίκτυα που έχουν την τάση να σκιαγραφήσουν ένα υπερ-δίκτυο. Το υπερ-δίκτυο αυτό αποκτά μια υψηλή συλλογική συνείδηση, σχηματίζει μια υπερ-προσωπικότητα που ζει μέσα από τις άλλες προσωπικότητες που το αποτελούν. Δηλαδή, τα προσωπικά παραμύθια για τον κόσμο, διαχέονται το ένα μέσα στο άλλο και σχηματίζουν ένα Παραμύθι του Κόσμου. Ο καθένας που κατασκευάζει και διηγείται ένα λεπτομερές μύθο για τον κόσμο στον εαυτό του και στους άλλους είναι ένας Άρχων του Μύθου (ΑΜ). Το Παραμύθι του Κόσμου που δημιουργείται από το δίκτυο αυτών των Μύθων, το κυβερνά ο Μυστικός Άρχων του Μύθου (ΜΑΜ).

Ο Μυστικός Άρχων του Μύθου, ζει στο Παραμύθι του Κόσμου και είναι η συλλογική συνείδηση, η ψηφιδωτή προσωπικότητα, όλων των Αρχόντων του Μύθου. Το Ιδιωτικό του Σύμπαν είναι το σύνολο των Ιδιωτικών Συμπάντων τους. Αυτό το Ιδιωτικό Υπερ-Σύμπαν παράγει ένα Φως, το οποίο γίνεται αντιληπτό από τους Άρχοντες του Μύθου ως Έμπνευση. Είναι η ενέργεια που διαποτίζει το καθένα από τα Ιδιωτικά τους Σύμπαντα. Αυτό το Φως είναι μια εκπομπή από τον Μυστικό Άρχοντα του Μύθου, η οποία προμηθεύει δεδομένα στους αποδέκτες της, για τη δυναμική προέκταση του Ιδιωτικού τους Σύμπαντος, άρα και για την προέκταση του δικού Του Ιδιωτικού Υπερ-Σύμπαντος.

Το αντιλαμβανόμαστε άμεσα αν και τελείως αφηρημένα, δεν μπορούμε να επεξεργαστούμε παρά μόνο τα αποτελέσματα του στη συνείδησή μας, και το αποκαλούμε «Έμπνευση», που στα ελληνικά σημαίνει κάτι που πνέει εντός μας. Εκτός από αυτήν τη θετική επίδραση του Φωτός υπάρχει και η αρνητική: η Σκιά. Έτσι, δημιουργείται η Σκιά του Μυστικού Άρχοντα του Μύθου (ΣΜΑΜ), ένας σκοτεινός αντικατοπτρισμός του, που αναπόφευκτα διαχέεται μαζί με το Φως σε όλα τα Ιδιωτικά Σύμπαντα. Η Σκιά αυτή είναι γνωστή στους Άρχοντες του Μύθου ως «Αυτός που Στοιχειώνει το Σκοτάδι» ή ως «Ο Στοιχειωτής του Σκοταδιού».

Μακροκοσμικά έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας Μαύρης Τρύπας, ενώ μικροκοσμικά είναι η γεννήτρια κάθε τρόμου μέσα στο κάθε Ιδιωτικό Σύμπαν. Ο Άρχων των Θαυμάτων έχει μια Σκιά που είναι ο Άρχων του Τρόμου. Αντιλαμβανόμαστε την εκπομπή του ως Φόβο, που δεν είναι άλλο από αρνητική Έμπνευση. Οι Άρχοντες του Μύθου, πολεμούν ενάντια στους σκιώδεις σωσίες τους και ενάντια στην Σκιά, αναζητούν τον Μυστικό Άρχοντα του Μύθου και προσπαθούν να συνδεθούν με το Παραμύθι του Κόσμου, αλλά πρέπει πρώτα να περάσουν από το Βασίλειο της Σκιάς του και να συναντηθούν με τον Στοιχειωτή του Σκοταδιού.

Κάθε Ιδιωτικό Σύμπαν καταλύεται με το θάνατο του ενοίκου και δημιουργού του, αλλά επειδή αυτό το Ιδιωτικό Σύμπαν είναι ένα κομμάτι του Ιδιωτικού Υπερ-Σύμπαντος του Μυστικού Άρχοντα του Μύθου, ο οποίος είναι αθάνατος, ο κάθε Άρχων του Μύθου συνεχίζει να ζει σ’ αυτό το Ιδιωτικό Υπερ-Σύμπαν, χωρίς να είναι πια δέσμιος του προσωπικού του Χώρου και Χρόνου…

Φυσικά, όλα αυτά είναι μια μυθολογία για τις μυθολογίες. Μια μυθοπλασία για τους μυθοπλάστες. Μια ιδέα για τις ιδέες. Μια βιβλιοθήκη για βιβλιοθήκες. Η ζωή που φτιάχνει ζωή. Ένας ήρωας μέσα σ’ έναν ήρωα. Ένας Χωρόχρονος για Χωρόχρονους. Ένα όνειρο μέσα σ’ ένα όνειρο…

Δεν μπορώ να ξέρω πότε ακριβώς ο Λάβκραφτ συνειδητοποίησε ότι πεθαίνει. Το καλοκαίρι του 1936 έφερε τη θερμοκρασία σε τέτοια υψηλά επίπεδα ώστε να είναι αποδεκτή από τον Χάουαρντ, για να μπορέσει να απολαύσει μερικές ακόμη από τις περιπλανήσεις του και να έχει την ενέργεια για να εργαστεί. Μέσα στο καλοκαίρι τον επισκέφτηκε στο Πρόβιντενς και ένας φίλος, ο Ρόμπερτ Μπάρλοου, τον οποίο φιλοξένησε για αρκετές ημέρες, ανταποδίδοντας έτσι τη φιλοξενία που του είχε προσφέρει στη Φλόριντα.

Μαζί καταδύθηκαν σε μια μνημειώδη συζήτηση που κράτησε εξήντα ώρες! Το φθινόπωρο του 1936 βρήκε τον Χάουαρντ να κάνει ακόμη μεγάλες βόλτες, που τον οδήγησαν να δει περιοχές που δεν είχε μέχρι τότε ξαναδεί στη ζωή του. Μια περιήγηση στις 20-21 Οκτωβρίου, τον οδήγησε στην ανατολική ακτή του Κόλπου του Ναραγκάνσετ, στο Δάσος του Σκουάντουμ. Εκεί συνάντησε δύο μικρά γατάκια, το ένα από τα οποία είχε μεγάλη όρεξη για παιχνίδι και επέτρεψε στον Χάουαρντ να το πάρει στην αγκαλιά του, κουβαλώντας το στο ταξίδι του. Το άλλο γατάκι ήταν εχθρικό και άγριο, αλλά ακολούθησε κι αυτό τον Χάουαρντ επειδή δεν ήθελε να χάσει το σύντροφό του. Στις 28, ο Χάουαρντ περιηγήθηκε στο Δάσος του Νιουτανκόνκανούτ, που απλώνονταν τρία μίλια βορειοδυτικά του Κόλετζ Χιλ.

Όλους εκείνους τους μήνες, υπέφερε όλο και περισσότερο από κάτι που το χαρακτήριζε ως «γρίπη» σε επιστολές του σε φίλους, που όμως συνοδεύονταν από έντονα στομαχικά προβλήματα, δυσπεψία, ρίγη, απώλεια ενέργειας και εξασθένιση με το παραμικρό, απόλυτη αδυναμία συγκέντρωσης και παράξενες διαταραχές στην όραση. Η διάθεσή του χαρακτηρίζονταν επίσης από μια έντονη μελαγχολία, που όμως είχε και εκλάμψεις χαράς που αφορούσαν συνήθως μικρά αμελητέα πράγματα, όπως εκείνα που κάνουν τα παιδιά να χαίρονται χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

Εκείνη την εποχή δημιουργήθηκε το τελευταίο έργο από την πένα του Λάβκραφτ. Ήταν ένα ποίημα, το τελευταίο έργο του Χάουαρντ. Ένα ποίημα, φόρος τιμής, για τον Κλαρκ Άστον Σμιθ, με την πρόφαση της έκθεσης των γλυπτών του στο Crocker Art Gallery του Σακραμέντο. Παραθέτω το ποίημα στο πρωτότυπο, μη θέλοντας να αμαυρώσω με μια άδικη μετάφραση τους τελευταίους στίχους της ζωής ενός μεγάλου συγγραφέα:

To Clark Ashton Smith, Esq. Upon his Fantastic Tales, Verses, Pictures, and Sculptures:

A time-black tower against dim banks of cloud;
Around its base the pathless, pressing wood.
Shadow and silence, moss and mould, enshroud
Grey, age-fell’d slabs that once as cromlechs stood.
No fall of foot, no song of bird awakes
The lethal aisles of sempiternal night,
Tho’ oft with stir of wings the dence air shakes,
As in the tower there glows a pallid light.
For here, apart, dwells one whose hands have wrought
Strange eidola that chill the world with fear;
Whose graven runes in tones of dread have taught
What things beyond the star-gulfs lurk and leer.
Dark Lord of Averoigne – whose windows stare
On pits of dream no other gaze could bear!

Αυτό, συνοδεύεται και από ένα άλλο πολύ αινιγματικό ποίημα, που τιτλοφορείται The Faceless God (O Απρόσωπος Θεός). Ξέρουμε ότι γράφτηκε εμπνευσμένο από κάποιους πίνακες του Βίρτζιλ Φίνλεη, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο σε τι ακριβώς αναφέρεται:

In dim abysses pulse the shapes of night,
Hungry and hideous, with strange mitres crown’d;
Black pinions beating in fantastic flight
From orb to orb thro’ sunless voids profound.
None dares to name the cosmos whence they course,
Or guess the look on each amorphous face,
Or speak the words that with resistless force
Would draw them from the hells of outer space.
Yet here upon a page our frighten’d glance
Finds monstrous forms no human eye should see;
Hints of those blasphemies whose countenance
Spreads death and madness thro’ infinity.
What limner he who braves black gulfs alone
And lives to make their alien horrors known?

Τα τελευταία του ολοκληρωμένα έργα ήταν: Η Σκιά Έξω από το Χρόνο (The Shadow Out of Time, 1935) και το Στα Τείχη του Έριξ (In the Walls of Eryx, 1936), καθώς και η συμμετοχή του στο round-robin διήγημα, The Challenge from Beyond (1936), αλλά και ένα revision, ένα έργο μεταμφιεσμένο με την υπογραφή του Ρόμπερτ Μπάρλοου, Ο Ωκεανός της Νύχτας (The Night Ocean, 1936). Στο μεταξύ η οικονομική του κατάσταση ήταν πολύ άσχημη, είχε βυθιστεί στη φτώχεια και στην ανέχεια για πολύ καιρό, κι ο ευγενής μοναχικός συγγραφέας δυσκολευόταν ακόμη και να εξασφαλίσει το φαγητό του.

Η θεία Λίλυ είχε πεθάνει (1932) και η θεία Άννυ αρρώστησε την ίδια εποχή με τον Χάουαρντ από «γρίπη», μόνο που η δική της επιδεινώθηκε ώσπου μπήκε στο νοσοκομείο. Η «γρίπη» αποδείχθηκε καρκίνος του μαστού και η θεία Άννυ υπέστη μια μαστεκτομή, (τελικά πέθανε κι αυτή μερικά χρόνια αργότερα, το 1941). Οι οικονομικές δυσκολίες έφτασαν στο απροχώρητο κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της θείας Άννυ που απαιτούσε πολλά έξοδα. Η πιο θλιμμένη καταγραφή που έχουμε από τον Λάβκραφτ, είναι το ημερολόγιο που κρατούσε όσο έλειπε η Άννυ, το οποίο της παρουσίαζε κάθε λίγες μέρες, για να της δώσει μια αναφορά των καθημερινών του δραστηριοτήτων.

Στις 20 Μαρτίου 1936, μαθαίνουμε ότι ο Χάουαρντ επέστρεψε σε μια παλιά συνήθεια των ημερών της Νέας Υόρκης, όταν στο σπίτι της οδού Κλίντον έτρωγε συνέχεια κρύο φαγητό από κονσέρβες. Τώρα πειραματίζεται προσπαθώντας να ζεστάνει μια κονσέρβα με chile con carne. Γίνεται ακόμη χειρότερο. Στις 22 Μαρτίου, δύο σχεδόν χαλασμένα αυγά και μισή κονσέρβα φασόλια. Στις 24 Μαρτίου, ο Χάουαρντ νιώθει την ανάγκη να χρησιμοποιήσει κονσερβαρισμένα προϊόντα που έστεκαν σε ένα σκονισμένο ντουλάπι για τουλάχιστον τρία χρόνια (που είχαν μείνει από τη μετακόμιση από το σπίτι της οδού Μπαρνς).

Οι ετικέτες στα κουτιά γράφουν: Zocates (ένα είδος κονσερβαρισμένης πατάτας), Protose (ένα προϊόν που δεν μπόρεσα να εντοπίσω περί τίνος πρόκειται), Ψωμί σε κονσέρβα και Χυλός Browne. Όλες οι κονσέρβες είναι ληγμένες προ πολλού. Στις 26 φτιάχνει μια πατατοσαλάτα με Zocates, με μια παλιά μαγιονέζα και αλάτι, αλλά δεν καταφέρνει να τη φάει ώσπου να τη γεμίσει με κέτσαπ για να αντέχει τη γεύση. Στις 29 Μαρτίου χρησιμοποιεί ένα παμπάλαιο κουτί με καφέ Chase & Sanborn, αφαιρώντας με ένα τσιμπιδάκι τους κόκκους που έμοιαζαν χαλασμένοι. Το δείπνο της 30 Μαρτίου ήταν ένα κρύο λουκάνικο, πέντε μπισκότα και παλιά μαγιονέζα.

Στις 10 Απριλίου, ο Λάβκραφτ πειραματίζεται με ένα κουτί κακάο Ritch’s, δέκα χρόνια παλιό, και τελικά καταφέρνει να το κάνει να αποκτήσει «μια λιγότερο εξωγήινη γεύση». Για τις επόμενες δέκα μέρες, το πίνει με γάλα σε σκόνη και βραστό νερό. Αργότερα βρίσκει απροσδόκητα μια παλιά κονσέρβα με καρότα πάνω από ένα ψηλό ντουλάπι στην κουζίνα, και τρώει το ληγμένο περιεχόμενο στις επόμενες τρεις μέρες, μαζί με κονσερβοποιημένο ψωμί. Από τις 3 ως τις 7 Μαΐου τρέφεται μόνο με μπισκότα.

Αυτά και άλλα στοιχεία για την διατροφή του, περιγράφονται στο ημερολόγιο εκείνων των μηνών. Η δίαιτα του δεν πρέπει να καλυτέρεψε στους επόμενους μήνες, αλλά μάλλον υπήρξαν αρκετές φορές που έτρωγε κανονικό φαγητό, αν και λιτό. Σε λίστες υπολογισμών που βρέθηκαν στις σημειώσεις του, ξέρουμε ότι στους επόμενους μήνες είχε μειώσει τα έξοδα του φαγητού σε 2 δολάρια την εβδομάδα(!).

Ο Δεκέμβριος του 1936 ήρθε, και τα Χριστούγεννα τον βρήκαν στο σπίτι μαζί με τη θεία Άννυ να στολίζουν το παλιό χριστουγεννιάτικο δέντρο και να δειπνούν τελικά στο οικοτροφείο που ήταν δίπλα στο σπίτι τους. Ανταλλάσσουν δώρα, και ο Χάουαρντ λαμβάνει ένα απροσδόκητο πακέτο που περιείχε ένα ασυνήθιστο δώρο που του άρεσε πολύ. Ένα παμπάλαιο ανθρώπινο κρανίο, που βρέθηκε σ’ ένα ινδιάνικο νεκροταφείο, το οποίο του το είχε στείλει ο καλός του φίλος Γουίλις Κόνοβερ. (Ο Κόνοβερ υπέστη έντονη κριτική από τον κύκλο του Λάβκραφτ, για το μακάβριο δώρο ενός κρανίου στον Χάουαρντ τρεις μήνες πριν από το θάνατό του, αλλά ο Κόνοβερ δεν είχε ιδέα για την άσχημη υγεία του φίλου του, ενώ ξέρουμε ότι αντίθετα το δώρο διασκέδασε τον Λάβκραφτ που αγαπούσε τις εκκεντρικότητες αλλά και την ατμόσφαιρα του μακάβριου).

Ήταν ένας αρκετά ζεστός χειμώνας. Αυτό επέτρεψε στον Χάουαρντ να κάνει βόλτες στη γειτονιά το Δεκέμβριο, ακόμη και τον Ιανουάριο. Στα μέσα Ιανουαρίου, παρ’ όλα αυτά, ο Λάβκραφτ αναγκάζεται να δηλώσει ότι η υγεία του δεν είναι καθόλου καλή, αλλά συνεχίζει να αποδίδει τη γενική του κατάπτωση σε «γρίπη» και «δυσπεψία». Στο τέλος του μήνα, δακτυλογραφούσε τις επιστολές του, κάτι που ήταν πάντοτε πολύ κακό σημάδι γιατί προτιμούσε τα χειρόγραφα και μισούσε τη γραφομηχανή, εκτός από τις φάσεις που δεν είχε δύναμη να σύρει την πένα πάνω στο χαρτί.

Στα μέσα Φεβρουαρίου, σε μια επιστολή του στον Όγκαστ Ντέρλεθ, αναφέρει ότι δέχθηκε μια πρόταση να ανασυνθέσει τα παλιά αστρονομικά του άρθρα, κι αυτό τον οδήγησε να ξεθάψει τα βιβλία αστρονομίας της νεότητάς του και να εξερευνήσει καινούργια. Στο τέλος αυτού του γράμματος πρόσθεσε κάτι που αργότερα ο Ντέρλεθ το χαρακτήρισε προφητικό: “Είναι αστείο πως τα πιο παλιά ενδιαφέροντα ξεπετάγονται και πάλι προς το τέλος της ζωής κάποιου”… (Ήξερε άραγε ο Χάουαρντ πως επρόκειτο να πεθάνει;).

Στο τέλος του μηνός, επιτέλους δέχεται να τον επισκεφτεί γιατρός, ο οποίος του δίνει τρία διαφορετικά φάρμακα. Στις 28 Φεβρουαρίου, αναγκάζεται να απαντήσει στις αλλεπάλληλες επιστολές του Γουίνφρεντ Μπραντς Τάλμαν ο οποίος ανησυχεί γι’ αυτόν. Γράφει με βιαστικό γραφικό χαρακτήρα στο γράμμα: “Πονάω συνεχώς και αμείωτα, τρώω μονάχα υγρή τροφή, και είμαι τόσο φουσκωμένος από αέρια που δεν μπορώ να ξαπλώσω. Περνώ όλο μου το χρόνο σε μια πολυθρόνα γεμάτη μαξιλάρια και μπορώ να διαβάσω ή να γράψω μονάχα λίγα λεπτά κάθε φορά. Σ’ ευχαριστώ για το Άστρο της Τεξάκο που μου έστειλες…”

Την ίδια μέρα, γράφει στον Γουίλιαμ Λάμλεη: “Επιστολή καθυστέρησε. Άσχημα άρρωστος, εντερικά προβλήματα που επακολούθησαν τη γρίπη. Καθόλου δύναμη – συνεχής πόνος. Γεμάτος αέρια, πρέπει να κάθομαι και να κοιμάμαι σε μια πολυθρόνα με πολλά μαξιλάρια. Ο γιατρός μου θα καλέσει έναν ειδικό στομαχολόγο την Τρίτη. Κι έτσι φοβάμαι ότι δεν θα μπορώ να κάνω και πολλά πράγματα για πάρα πολύ καιρό ακόμη…”

Δύο μέρες αργότερα, ο Χάρυ Μπρομπστ, που πρέπει να είχε επισκεφτεί τον Λάβκραφτ, γράφει στον Ρόμπερτ Μπάρλοου: “Ο Φίλος μας είναι πολύ άρρωστος – κι έτσι γράφω αυτό το γράμμα αντί αυτού. Φαίνεται να είναι όλο και πιο αδύναμος τις τελευταίες ημέρες…” Σε μια κάρτα που έστειλε στον Γουίλις Κόνοβερ στις 9 Μαρτίου ο Χάουαρντ γράφει βιαστικά με μολύβι: “Είμαι πολύ άρρωστος και θα είμαι για πολύ καιρό…”

Ο τελευταίος μήνας της ζωής του Λάβκραφτ είναι αγωνιώδης ακόμη και για εκείνον που απλώς διαβάζει γι’ αυτόν. Με δυσκολία μπορώ να φανταστώ την εμπειρία να βιώνεις αυτόν τον τελευταίο μήνα. Όταν μπήκε σε ιατρική παρακολούθηση ήταν πια αργά για να γίνει οτιδήποτε, και οι πόνοι ήταν αφόρητοι. Ακόμη και οι τεράστιες δόσεις μορφίνης που του έδιναν καθημερινά, δεν μπορούσαν να σταματήσουν τον πόνο! Αυτή η περίοδος είναι καταγραμμένη σε ένα επιθανάτιο ημερολόγιο του Λάβκραφτ, το οποίο μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν χαμένο ή απόκρυφο.

Ένα death diary, μια λεπτομερής καταγραφή της κατάστασής του, βήμα προς βήμα, ένα ημερολόγιο που ο Χάουαρντ έγραφε ετοιμοθάνατος μέχρι που δεν μπορούσε πια να κρατήσει την πένα. Δεν έχουμε στα χέρια μας το ίδιο το χειρόγραφο. Η Άννυ Γκάμγουελ το έδωσε στον Ρόμπερτ Μπάρλοου έπειτα από τον θάνατο του Χάουαρντ, κι ο Μπάρλοου αντέγραψε μερικά αποσπάσματα του σε μια επιστολή προς τον Όγκαστ Ντέρλεθ. (Το ημερολόγιο θεωρείται χαμένο. Ο Μπάρλοου αυτοκτόνησε στο Μεξικό το 1951).

Αυτή η επιστολή – παρ’ όλο που είχαμε την πληροφορία για την ύπαρξή της – δεν είχε εμφανιστεί ποτέ δημοσιευμένη, και προσωπικά θεωρώ ότι είχε λόγους να μην θέλει να την παρουσιάσει ο ίδιος ο Ντέρλεθ, ο οποίος ίσως να φρόντισε να εξαφανιστεί μετά το θάνατό του. (Γενικά, με τις επιστολές του Λάβκραφτ και των ανθρώπων του Λαβκραφτικού κύκλου, υπάρχει ένα μεγάλο μυστήριο. Υπενθυμίζω ότι αποδίδονται στον Χάουαρντ περίπου 120.000 επιστολές, εκ των οποίων έχουν δημοσιευτεί γύρω στις 2.000, ανάμεσά τους πάρα πολλές σοβαρά λογοκριμένες…).

Πρόσφατα όμως, η επιστολή με τα αποσπάσματα από το επιθανάτιο ημερολόγιο, αποκαλύφθηκε (δεν ξέρω από ποιον) στον μελετητή Σ. Τ. Τζόσι. Όμως ο Τζόσι, για άγνωστους λόγους, πέρα από κάποιες φευγαλέες αναφορές, δεν την έχει παραθέσει ολόκληρη σε κανένα κείμενό του. Ερευνώντας απεγνωσμένα το ζήτημα για πολύ καιρό, ανακάλυψα από έγκυρες πηγές ότι υπάρχει ένα βιβλίο το οποίο περιέχει ένα μεγάλο κομμάτι του επιθανάτιου αυτού ημερολογίου του Λάβκραφτ, χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρο αν προέρχεται από τα αποσπάσματα της επιστολής του Μπάρλοου στον Ντέρλεθ, ή αν προέρχεται από το αυθεντικό ημερολόγιο, (αν είναι αυτή η περίπτωση, κάποιος πρέπει να το έχει στα χέρια του αυτή τη στιγμή και να μην είναι χαμένο).

Προσπάθησα να αποκτήσω αυτό το βιβλίο, αλλά δεν τα κατάφερα μέχρι σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές. Δίνω την «απαγορευμένη» πληροφορία σ’ αυτούς που ίσως είναι πιο τυχεροί ή πιο ικανοί από μένα στις βιβλιογραφικές τους αναζητήσεις: Το βιβλίο είναι του R. Alain Everts, ο τίτλος του The Death of a Gentleman (1987, Ο Θάνατος ενός Τζέντλεμαν) και το κομμάτι από το ημερολόγιο παρατίθεται στις σελίδες 25 ως 28.

Η Άννυ έπεισε τον Χάουαρντ να δεχτεί να τον δει ένας γιατρός, και τελικά κάλεσε τον Δρ. Σέσιλ Κάλβερτ Ντάστιν, στις 16 Φεβρουαρίου 1937. Ο γιατρός θυμάται ότι αμέσως αναγνώρισε πως ο Λάβκραφτ είχε καρκίνο που τον οδηγούσε ταχύτατα στο θάνατο. Κι έτσι αμέσως παρείχε στον ασθενή μια ποικιλία από παυσίπονα, που ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Έγινε προσπάθεια για μια απελπισμένη θεραπεία, αλλά η κατάστασή του Λάβκραφτ χειροτέρευε και τα φάρμακα δεν φαίνονταν να μειώνουν ούτε ελάχιστα τον πόνο του. Κοιμόταν στην πολυθρόνα του, γιατί δεν μπορούσε να ξαπλώσει άνετα.

Στις 27 Φεβρουαρίου η Άννυ είπε στον Δρ. Ντάστιν ότι ο Χάουαρντ ήταν πολύ χειρότερα. Όταν ο γιατρός ήρθε πάλι στο σπίτι, υποτίθεται ότι ενημέρωσε τον Χάουαρντ πως η κατάστασή του είναι πολύ σοβαρή, δίνοντάς του να καταλάβει ότι πρόκειται να πεθάνει. Ο Λάβκραφτ, φυσικά, διατήρησε την καλή του εικόνα προς τους φίλους του, ανακοινώνοντας απλώς ότι δεν θα είναι πλέον διαθέσιμος για απροσδιόριστη χρονική περίοδο, (ίσως θεώρησε ότι αυτός ο ευφημισμός θα γίνει κατανοητός με το σωστό τρόπο).

Την 1η Μαρτίου, η θεία Άννυ ζητά από τον Δρ. Ντάστιν να καλέσει έναν ειδικό παθολόγο. Ο Ντάστιν επικοινωνεί με τον Δρ. Γουίλιαμ Λητ, αλλά είναι φανερό ότι δεν μπορούν να γίνουν και πολλά σε ένα τόσο προχωρημένο στάδιο. Στις 6 Μαρτίου ο Δρ. Λητ έρχεται στο σπίτι και βρίσκει μια πολύ παράξενη ατμόσφαιρα. Ανακαλύπτει τον Χάουαρντ μέσα στη μπανιέρα, ημιαναίσθητο, υποφέροντας από «φρικτό και αβάσταχτο πόνο». Είχε ανακαλύψει ότι το ζεστό νερό ελάττωνε λιγάκι τον πόνο, είχε γεμίσει τη μπανιέρα και καθόταν εκεί. Στις 9 Μαρτίου ο Λάβκραφτ δεν μπορούσε πια ούτε να φάει, ούτε να πιει. Ο Δρ. Λητ τηλεφωνεί την επόμενη μέρα και προτείνει ότι ο Χάουαρντ πρέπει να νοσηλευτεί στην κλινική του Jane Brown Memorial Hospital του Πρόβιντενς.

Το ίδιο απόγευμα της 9ης Μαρτίου, ένα ασθενοφόρο έρχεται ουρλιάζοντας και παίρνει τον Χάουαρντ στο νοσοκομείο, όπου τον βάζουν στο δωμάτιο 232. (Δυστυχώς το δωμάτιο αυτό έχει χαθεί… Κατά τη διάρκεια της προέκτασης του νοσοκομείου στη δεκαετία του ’60, τα δωμάτια άλλαξαν νούμερα). Ξέρουμε ότι το επιθανάτιο ημερολόγιο του Λάβκραφτ σταματά στις 11 Μαρτίου, δεν μπορεί πλέον ούτε να κρατήσει την πένα του για να γράψει.

Πίσω στο σπίτι, μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, πάνω στο γραφείο του Χάουαρντ υπάρχει μια μισοτελειωμένη επιστολή. Βρέθηκε εκεί, αφ’ ότου τον είχαν πάρει στο νοσοκομείο και είναι το τελευταίο γραπτό ντοκουμέντο που έχουμε από το χέρι του Λάβκραφτ (αν εξαιρέσουμε το μυστηριώδες επιθανάτιο ημερολόγιο). Η επιστολή είναι πολυσέλιδη και απευθύνεται στον Τζέημς Φ. Μόρτον. Δεν στάλθηκε ποτέ. Αρχίζει με την ένδειξη: “Από τον Αρχαίο Λόφο”, Μάρτιος 1937.

Αναφέρεται σε δεκάδες ζητήματα (κυρίως λογοτεχνικές κριτικές σε διηγήματα φίλων όπως ο Χένρυ Κάτνερ και ο Φριτς Λάιμπερ, ποιήματα, αναφορές στο έργο του ζωγράφου Βίρτζιλ Φίνλεη, εντυπώσεις από ταινίες, διηγήσεις για τις τελευταίες περιηγήσεις του στα δάση, κ.ά.), ενώ το τελευταίο μέρος του γράμματος μιλά για τον Ελ Γκρέκο και τον Ιερώνυμο Μπος, για τον Σαλβαντόρ Νταλί και για τα λιωμένα ρολόγια του, για τους σουρεαλιστές καλλιτέχνες και για το ότι ο σουρεαλισμός πηγάζει κατευθείαν από τη μεγάλη παράδοση του Φανταστικού.

Εκεί, σ’ εκείνη την τελευταία παράγραφο, ο Χάουαρντ χαράζει με δυσκολία τα γράμματα πάνω στο χαρτί, κι άραγε να το ήξερε ότι θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έγραφε στη ζωή του; Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι είναι οι τελευταίες γραμμές που έχουμε από το τρεμάμενο χέρι του Χάουαρντ, γραμμένες από ένα νου που ήταν ακόμη ψύχραιμος, ένα στοχαστή που οι αισθητικές εντυπώσεις του Ιδιωτικού του Σύμπαντος τον απασχολούσαν περισσότερο από την τραγωδία εκείνου του τελευταίου μήνα της ζωής του. Αυτή είναι η τελευταία παράγραφος:

“Καλύτερος ακόμη κι από τους σουρεαλιστές όμως, είναι ο παλιός καλός Νικ Ρόεριχ, που το εργαστήριο του στο Riverside Drive και στην 103rd Street, είναι από τους πιο αγαπημένους μου ναούς στην απαγορευμένη ζώνη. Υπάρχει κάτι στον τρόπο που χειρίζεται την προοπτική στους πίνακές του και στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί, που σε μένα υπαινίσσεται άλλες διαστάσεις και εξωγήινες μορφές ύπαρξης ή τουλάχιστον τις πύλες που οδηγούν σε αυτές. Αυτές οι φανταστικά σμιλεμένες πέτρες σε ερήμους μοναχικών υψιπέδων- εκείνες οι δυσοίωνες, σχεδόν αισθητηριακές, γραμμές ακανόνιστων οροσειρών- και πάνω απ’ όλα, εκείνα τα παράξενα κυβικά οικοδομήματα, που κείτονται πάνω σε απόκρημνες πλαγιές και χάνονται ψηλά σε απαγορευμένες βελονοειδείς βουνοκορφές!”

“Those fantastic carven stones in lonely upland deserts – those ominous, almost sentient, lines of jagged pinnacles – and above all, those curious cubical edifices clinging to precipitous slopes and edging upward to forbidden needle-like peaks!”

Ψηλά σε απαγορευμένες βελονοειδείς βουνοκορφές.

Ο Χάουαρντ ήδη έβλεπε το όραμα ενός άλλου κόσμου να πλησιάζει, ψηλά πάνω από τα όρια της καθημερινής πραγματικότητας που τόσο πολύ ποθούσε να δραπετεύσει τελειωτικά απ’ αυτήν. Στα απαγορευμένα ψηλά μονοπάτια που οδηγούν σε τόπους μυστικούς. Και μόνο οι σμιλεμένες πέτρες – από την φαντασία – θα μείνουν πίσω για να στέκουν σαν ορόσημο, για να διηγούνται κωδικά την ιστορία του χαμένου ταξιδιώτη.

(Ο Nicolas Roerich στον οποίο αναφέρεται ο Λάβκραφτ, δεν είναι άλλος από τον Ρώσο συγγραφέα, ζωγράφο, μυστικιστή και εξερευνητή, Nicolas Roerich – 1874-1947- γνωστό στους αναγνώστες από το θρυλικό βιβλίο του Σαμπάλα που γράφτηκε το 1930. Ο Nicolas Roerich αναζητεί την Σαμπάλα μέσα από μια περιήγηση σε μυστικά μέρη του κόσμου και σε απόκρυφους θρύλους, μυστικιστικές αποκαλύψεις και παράδοξες περιπέτειες. Ένα βιβλίο συλλεκτικό, παράξενο, αποκαλυπτικό, γεμάτο αναλύσεις για μυστήρια που δεν γνωρίζει σχεδόν κανείς, ένα ταξίδι πέρα από τη χώρα του μυστηρίου).

Και το μεγάλο μυστικό έτσι χάνεται, «ψηλά σε απαγορευμένες βελονοειδείς βουνοκορφές!». Τι παράξενη πρόταση, πόσο αινιγματικά γκροτέσκα, πόσο δίκαια μυστηριώδης για να είναι η τελευταία γραμμή που έγραψε ο Χ. Φ. Λάβκραφτ.

Για τις επόμενες μέρες στο νοσοκομείο του δίνουν τροφή ενδοφλεβίως, γιατί κάνει εμετό κάθε φαγητό που παίρνει, ακόμη και κάθε υγρό. Στις 12 Μαρτίου η θεία Άννυ γράφει στον Ρόμπερτ Μπάρλοου: “Είχα την πρόθεση να σου γράψω ένα χαρούμενο μικρό γράμμα με τα νέα μου, εδώ και πολύ καιρό, αλλά τώρα σου γράφω ένα θλιμμένο μικρό γράμμα για να σου πω ότι ο Χάουαρντ είναι τόσο άσχημα άρρωστος και αδύναμος, ο δύστυχος γίνεται όλο και πιο αδύναμος και το στομάχι του δεν μπορεί να κρατήσει καμία τροφή. Φυσικά, δεν χρειάζεται να προσθέσω ότι ο ίδιος είναι παθητικά υπομονετικός και κρατά μια άψογη φιλοσοφική στάση όλη αυτή την περίοδο. “

Ο Χάουαρντ, ανυπεράσπιστος στο κρεββάτι, είχε γοητεύσει όλες τις νοσοκόμες με τη γλυκύτητα και την ευγένειά του, και με το στωικό του κουράγιο.

Στις 13 Μαρτίου, ο οικογενειακός φίλος Χάρυ Μπρομπστ και η γυναίκα του ήρθαν να επισκεφτούν τον Λάβκραφτ στο νοσοκομείο. Ο Μπρομπστ ρώτησε τον Χάουαρντ πως ένιωθε. Ο Χάουαρντ απάντησε: “Σε κάποιες φάσεις, ο πόνος, ο πόνος είναι αβάσταχτος…”

Ο Μπρομπστ φεύγοντας είπε στον Χάουαρντ να θυμάται τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους, (προφανώς αναφερόταν στην στωικότητα τους απέναντι στο θάνατο). Ο Χάουαρντ δεν απάντησε, μόνο χαμογέλασε θλιμμένα. Αυτή ήταν η μόνη απάντηση που πήρε ο Μπρομπστ, κι αυτό το χαμόγελο ήταν η τελευταία πληροφορία που ξέρουμε για τον Λάβκραφτ.

Στις 14 Μαρτίου το οίδημα του Χάουαρντ είχε χειροτερέψει τόσο πολύ, που ο καθετήρας άντλησης υγρών από το στομάχι του έβγαλε δύο λίτρα υγρού. Την ίδια μέρα, ο Μπάρλοου (που μέχρι τότε ήταν ο μόνος από τους ανταποκριτές του που γνώριζε περίπου πως είχε η κατάσταση), λαμβάνοντας το γράμμα που του είχε στείλει η γριά Άννυ, της τηλεγράφησε από το Λήβενγουορθ του Κάνσας: “ΕΠΙΘΥΜΩ ΝΑ ΣΠΕΥΣΩ ΠΡΟΣ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΑΣ – ΑΝ ΤΟ ΚΡΙΝΕΙΣ ΘΕΤΙΚΟ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΛΗΒΕΝΓΟΥΟΡΘ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ.”

Ο Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ πέθανε νωρίς το πρωί της 15ης Μαρτίου 1937. Ο θάνατος του διαπιστώθηκε στο δωμάτιο 232 στην κλινική του Jane Brown Memorial Hospital στο αγαπημένο του Πρόβιντενς της Νέας Αγγλίας, στις 7.15’ το πρωί. Το ίδιο απόγευμα η Άννυ τηλεγράφησε στον Μπάρλοου μια λακωνική απάντηση: “Ο ΧΑΟΥΑΡΝΤ ΠΕΘΑΝΕ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ – ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΤΑΙΑ – ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.”

“Κι έτσι γι’ ακόμη μια φορά το Λευκό Καράβι ακολούθησε το πουλί του παραδείσου, πάνω από θερμές ευλογημένες θάλασσες που τις χάιδευε απαλά το αρωματικό αεράκι. Μέρα μετά τη μέρα και νύχτα μετά τη νύχτα πλέαμε, κι όταν το φεγγάρι ήταν στη γέμισή του ακούγαμε τα απαλά τραγούδια των κωπηλατών, γλυκοτραγουδισμένα όπως τότε σ’ εκείνη τη νύχτα που χάθηκε στο Χρόνο όταν σαλπάραμε από τη μακρινή μου αγαπημένη πατρίδα. Κι ήταν στο φως του φεγγαριού που ρίξαμε τις άγκυρες επιτέλους στο λιμάνι της Σόνα-Νυλ, που το φρουρούν δυο δίδυμα ακρωτήρια από κρύσταλλο, που ξεπροβάλλουν από τη θάλασσα και συναντιούνται με μια περίλαμπρη αψίδα. Αυτή είναι η Χώρα της Φαντασίας και της Ομορφιάς, κι εμείς βαδίσαμε προς τη χλοερή ακτή πάνω σε μια χρυσή γέφυρα από φεγγαραχτίδες. Στη Χώρα της Σόνα-Νυλ δεν υπάρχει Χρόνος ούτε Χώρος, δεν υπάρχει πόνος, ούτε βάσανα, ούτε θάνατος. Κι εκεί εγώ κατοίκησα γι’ αμέτρητους αιώνες…”

Το απόγευμα της 15ης Μαρτίου, η εφημερίδα Providence Evening Bulletin είχε μια μικρή αναγγελία θανάτου, γεμάτη τυπογραφικά λάθη, αλλά έκανε μια αναφορά στις «αναλυτικές σημειώσεις» που κρατούσε ο Λάβκραφτ στο νοσοκομείο σχετικά με την κατάστασή του. Σημειώσεις που «τελείωσαν μόνο όταν δεν μπορούσε πια να κρατήσει το μολύβι…». Αυτό το θέμα μεταδόθηκε γρήγορα από τα τηλέφωνα, κι έτσι μια μεγάλη αναγγελία θανάτου εμφανίστηκε την άλλη μέρα το πρωί, στις 16 Μαρτίου, στους New York Times, με το μεγάλο τίτλο: ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ.

Ο Φρανκ Μπέλκναπ Λονγκ, ένας από τους καλύτερους φίλους του Λάβκραφτ, συγκλονισμένος μαθαίνει για το θάνατο του Χάουαρντ, απ’ αυτό το δημοσίευμα. Το πιστοποιητικό θανάτου του Λάβκραφτ έγραφε: «Αιτία θανάτου: Καρκίνωμα των σπλάχνων και των εντέρων, χρόνια νεφρίτιδα…». (Οι γνώμες διχάζονται για το αν η φλεγμονή των νεφρών προήλθε από τον καρκίνο, ή αν έπασχε απ’ αυτήν από πριν). Ήταν 46,5 χρονών.

Η κηδεία του Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ έγινε στις 18 Μαρτίου 1937, στον οίκο τελετών Horace B. Knowles’s & Sons στο νούμερο 187 της Benefit Street. Στην κηδεία ήταν μόνο επτά άτομα: Η Άννυ Γκάμγουελ, η επίσης γηραιά φίλη της Έντνα Λιούις, η δεύτερη εξαδέλφη του Χάουαρντ, Έθελ Φίλλιπς Μόρρις, το ζεύγος Μπρομπστ, και ο ανταποκριτής και παλιός φίλος του Χάουαρντ, Έντουαρντ Κόουλ (που ήρθε από τη Βοστώνη) με τη σύζυγό του.

Ο καλός φίλος του Χάουαρντ, συγγραφέας Σ. Μ. Έντυ με τη γυναίκα του, έφτασαν καθυστερημένοι μόλις τελείωσε η κηδεία. Αληθινά απορώ γι’ αυτή τη φτωχή σε παρουσίες τελετή. Η κηδεία έγινε στις 18, και ξέρουμε ότι ο Λονγκ, ένας από τους πέντε καλύτερους φίλους του Χάουαρντ, έμαθε για το μοιραίο στις 16 από το δημοσίευμα στους New York Times, ενώ ο Μπάρλοου το ήξερε ήδη από τις 15 με το τηλεγράφημα της Άννυ. Εννοείται ότι με μερικά τηλεφωνήματά τους θα έπρεπε να είναι ενήμερος σχεδόν όλος ο κύκλος του Λάβκραφτ. Παρ’ όλα αυτά δεν ήταν εκεί ούτε καν η πρώην γυναίκα του, Σόνια Γκρην Ντέηβις.

(Το Πρόβιντενς απέχει λίγες ώρες με το τραίνο από τη Νέα Υόρκη, παρ’ όλα αυτά ο Λονγκ δεν ήταν εκεί ούτε καν τρεις μέρες αργότερα, και το ίδιο ισχύει για τον Λάβμαν, τον Μόρτον, τον Γουόντρεϋ, ενώ φίλοι όπως ο Κλαρκ Άστον Σμιθ στην Αριζόνα, ο Ε. Χόφφμαν Πράις στη Νέα Ορλεάνη, ή ο Όγκαστ Ντέρλεθ στο Ουισκόνσιν, ας πούμε ότι ήταν δικαιολογημένοι λόγω της μεγάλης απόστασης. Ίσως όμως όλοι αυτοί δεν ειδοποιήθηκαν εγκαίρως, οπότε η ευθύνη γι’ αυτό βαρύνει τον Λονγκ, τον Μπάρλοου και τον Σ. Μ. Έντυ).

Ο Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ δεν είχε ταφόπετρα για σαράντα ολόκληρα χρόνια. Το σώμα του θάφτηκε στο νεκροταφείο Swan Point Cemetery στο Πρόβιντενς του Ροντ Άιλαντ, δίπλα στον πατέρα του και στη μητέρα του, στον οικογενειακό τάφο των Φίλλιπς. Μυστηριωδώς, μέχρι το 1977, το όνομά του υπήρχε μονάχα στην κεντρική στήλη του οικογενειακού μνημείου, κάτω από το όνομα του πατέρα του και της μητέρας του: THEIR SON HOWARD P. LOVECRAFT, 1890-1937. (Αυτή ήταν η καταγραφή του περάσματος από τη ζωή του Χάουαρντ στην πέτρινη βιβλιοθήκη). Έτσι, κανείς δεν ήξερε μέχρι το 1977, ποιος από όλους τους τάφους των μελών της οικογένειας ήταν αυτός του Λάβκραφτ. Δηλαδή, όπως το καταλαβαίνω, τυπικά ο Λάβκραφτ δεν ήταν θαμμένος εκεί. Απέκτησε δική του ταφόπετρα, έξη χρόνια μετά το θάνατο του Όγκαστ Ντέρλεθ, ο οποίος έφυγε από την καθημερινή πραγματικότητα στις 4 Ιουλίου 1971.

Από το 1977 μέχρι σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές, το σώμα του Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ βρίσκεται στο Swan Point Cemetery του Πρόβιντενς σε έναν τάφο που φέρει μια απλή μικρή τετράγωνη ταφόπλακα που γράφει:

HOWARD PHILLIPS LOVECRAFT
AUGUST 20 1890
MARCH 15 1937

I AM PROVIDENCE

Εγώ Είμαι το Πρόβιντενς.

Δεν ξέρω ποιος είχε την ιδέα να χαραχτεί αυτή η φράση στην ταφόπλακα του Λάβκραφτ. Το πιθανότερο όμως είναι πως ήταν η επιθυμία που είχε εκφράσει ο ίδιος ο Χάουαρντ πριν από το θάνατο του, η οποία, για λόγους που ίσως αγνοούμε, δεν έγινε σεβαστή εγκαίρως. Ήταν πολύ μεγάλη η αγάπη του για το Πρόβιντενς. Όποτε απομακρύνονταν από την πατρίδα του για παραπάνω από ένα μικρό χρονικό διάστημα, η νοσταλγία του ήταν τόσο μεγάλη που ένιωθε «ξεριζωμένος» και δυστυχισμένος. Ο Φρανκ Λονγκ, είχε κρατήσει σημειώσεις σε μια συζήτησή του με τον Χάουαρντ, την οποία παρέθεσε σε κάποιο βιβλίο του αργότερα, και είναι χαρακτηριστική η απάντηση του Λάβκραφτ όταν ο Λονγκ τον ρώτησε:

“Δεν αμφέβαλλα ποτέ ότι το Πρόβιντενς είναι εξίσου όμορφο με οποιαδήποτε πόλη της ανατολής στη σκηνική του γοητεία, κι ότι συνδέεται στο νου σου με το παρελθόν του Νιού Ήνγκλαντ. Έτσι, η Νέα Υόρκη πρέπει να σου φάνηκε ένας πολύ ξένος τόπος, ενώ φαντάζομαι ότι η Βοστόνη, το Σάλεμ ή το Πόρτσμουθ, φαντάζουν για σένα λιγότερο ξένα. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, συχνά έχεις πει, ότι μια μόνιμη μετακόμισή σου σε μια άλλη πόλη θα σε έκανε να νιώθεις τόσο ξεριζωμένος που θα κατέληγες να είσαι τελείως δυστυχισμένος αν έπρεπε να ζήσεις μόνιμα μακριά από το Πρόβιντενς. Αυτή η δυστυχία και η κακομοιριά δεν νομίζεις ότι είναι λίγο νευρωτική;”

Κι ο Χάουαρντ του είχε απαντήσει:

“Μπορείς να την αποκαλείς νευρωτική αν θέλεις. Όταν ένας γηραιός τζέντλεμαν φτάσει σε μια ορισμένη ηλικία, δεν μπορείς να τον αποχωρίσεις από τα φυσικά του εδάφη, τις θέες που πάντα λάτρευε, πράγματα που κληρονόμησε από τους προγόνους του που ένιωθαν γι’ αυτά όπως κι αυτός, χωρίς να τον κάνεις να νιώθει ξεριζωμένος. Γιατί να υποκρίνομαι ότι είμαι ένα είδος ανθρώπου που δεν είμαι, και που ποτέ δεν θα αναγκάσω τον εαυτό μου να γίνει; Το Πρόβιντενς θα είναι για πάντα η μόνη πόλη που μου δίνει το συναίσθημα ότι βρίσκομαι στο σπίτι μου, σε αρμονία με κάθε πτυχή των δρόμων και της περιβάλλουσας εξοχής.

Είναι αυτό που γνωρίζω από τη γέννησή μου και δεν έπρεπε ποτέ μου να περάσω εκείνα τα δύο φρικτά χρόνια στη Νέα Υόρκη. Και δεν χρειάζεται να σου θυμίσω πως ένιωσα όταν είδα και πάλι τους λόφους και τις στέγες του Πρόβιντενς να ξεπροβάλλουν στον ορίζοντα από το παράθυρο του τραίνου. Δεν έχει καμία σημασία το πόσο συχνά κάνω τα σύντομα ταξίδια μου στο Τσάρλεστον, στη Νέα Ορλεάνη ή στο Κεμπέκ, ποτέ μου δεν θα κατοικήσω κάπου αλλού. Και είναι στο Πρόβιντενς που θα θαφτεί αυτός ο γηραιός τζέντλεμαν. God Save the King, and his Colony of Rhode-Island and Providence Plantations!…”

Εκεί και θάφτηκε. Κι ο τάφος του γράφει XΑΟΥΑΡΝΤ ΦΙΛΛΙΠΣ ΛΑΒΚΡΑΦΤ – ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΙΝΤΕΝΣ. Εγώ είμαι η γη που κατοικώ. Εγώ είμαι η πατρίδα μου. (Αυτό που άκουσε ο Πάρσιφαλ ως μυστικό του Γκράαλ: You and the Land are One). Εγώ είμαι το σπίτι μου. Το σπίτι είναι εκεί που βρίσκεται η καρδιά. Στο στήθος μου. Εγώ είμαι η γενέτειρά μου. Εγώ είμαι τα τοπία, οι αναμνήσεις μου, οι ατμόσφαιρες, τα χρόνια μου, τα όνειρά μου, ο άνεμος, η νύχτα, το ξημέρωμα, η θέα από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου, το σπίτι μου, το γραφειάκι μου, τα βιβλία μου, ο μικρός μου κήπος, οι δρόμοι, οι άνθρωποι, οι καμινάδες πάνω στις στέγες και κάτω απ’ την πανσέληνο.

Εγώ είμαι ο βασιλιάς του τόπου μου. Ο Άρχων. Εγώ είμαι το Ιδιωτικό μου Σύμπαν. Εγώ είμαι η πατρίδα μου. (Έτσι λοιπόν, ο Χάουαρντ ήθελε να είναι στο Πρόβιντενς και όχι «ψηλά σε απαγορευμένες βελονοειδείς βουνοκορφές», εκτός βέβαια αν μπορούσε να είναι και στα δύο ταυτόχρονα). Ενώ, πρέπει να έχεις υπ’ όψιν του, όπως σίγουρα το είχε και αυτός, ότι το σώμα του καταλήγει στο χώμα του Πρόβιντενς, στα «εδάφη του γηραιού τζέντλεμαν», διαλύεται εκεί και γίνεται ένα με τη γη, ένα με την πατρίδα του. Έπειτα από κάποια χρόνια, είναι παντού μέσα της. I Am Providence.

Όμως, θα μπορούσε άραγε η φράση αυτή να σημαίνει ταυτόχρονα και κάτι άλλο; Άλλωστε, εκ των πραγμάτων, μοιάζει πολύ σημαντικό, αποτελεί μια μόνιμη τελική δήλωση, ένα μήνυμα από το παρελθόν, ένα μήνυμα μέσα από τον τάφο. Ο Χάουαρντ – όπως και ο κύκλος του – αγαπούσε πολύ τους περίτεχνους κώδικες και τα κρυφά νοήματα. Το ίδιο αγαπούσε και την πατρική του γλώσσα (αλλά και τα ελληνικά και τα λατινικά), αλλά και τα γλωσσοπλαστικά και λογοτεχνικά παιχνίδια. (Να σου θυμίσω για παράδειγμα, το Κ.Α.Τ., μία λέσχη που είχε φτιάξει με φίλους που αγαπούσαν τις γάτες. Το Κ.Α.Τ. προερχόταν από το ελληνικό Κομψών Αίλουρων Τάξις, αλλά ταυτόχρονα σήμαινε στα αγγλικά Cat, γάτα). Αυτά σκέφτηκα και άνοιξα αμέσως μερικά λεξικά για να καταδυθώ λιγάκι στη λέξη Providence:

Λοιπόν, Providence (με κεφαλαίο P), εκτός από την ομώνυμη πόλη του Ροντ-Άιλαντ των Η.Π.Α., σημαίνει Θεία Πρόνοια. Εγώ Είμαι η Θεία Πρόνοια. (Προ-νους, πριν από το νου, πριν από το νόημα, πριν από την έννοια, Προ-νοώ, γνωρίζω-καταλαβαίνω από πριν, από το παρελθόν, προβλέπω). Τώρα πρέπει να δούμε όλα τα πιθανά τμήματα που αποτελούν τη λέξη Providence, για να μπορέσουμε να καταδυθούμε στο βυθό του νοήματός της, να καταδυθούμε μέσα στην έννοια της: να εν-νοήσουμε. (Σύμφωνα με τις μελέτες μου στη ζωή και το έργο του, το ίδιο έκανε και ο Λάβκραφτ, ενώ γνώριζε πάρα πολύ καλά τις συνδέσεις αγγλικών λέξεων με τα λατινικά και τα ελληνικά, γεγονός με το οποίο έπαιζε συχνά). Ίσως πρέπει να παρακολουθήσεις τα παρακάτω με έμπνευση (εν-πνεύση) για να εν-νοήσεις.

Provide σημαίνει: δίνω, εφοδιάζω, παρέχω, εξασφαλίζω, ορίζω, παίρνω προληπτικά μέτρα, προβλέπω, προνοώ, συμφωνώ ρητώς, συντηρώ (ενώ στα αρχαϊκά αγγλικά σημαίνει προετοιμάζω. Providential σημαίνει Θεόσταλτος, θυμήσου το ελληνικό ψευδώνυμο Θεόβαλδος – θεόβαλτος – που χρησιμοποιούσε συχνά ο Λάβκραφτ. Provenience σημαίνει: αρχή, πηγή, προέλευση). Prove σημαίνει: αποδεικνύομαι, αποδεικνύω, δοκιμάζω, μυούμαι, επικυρώνω διαθήκη, πιστοποιώ, φανερώνομαι.

Rove σημαίνει: περιπλάνηση, περιπλανιέμαι, περιήγηση, περιηγούμαι, πλέκω νήματα, πλεξούδα από νήματα (αλλά λειτουργεί και ως αόριστος του Reeve, που σημαίνει: περνώ σχοινί σε τρύπα, δένω περίτεχνα, τοπικός αξιωματούχος, φεουδάρχης, τοπικός εκπρόσωπος άγγλου βασιλιά), ενώ Rover σημαίνει: πειρατής, κουρσάρος, τυχοδιώκτης, περιπλανώμενος, περιηγητής, αναπληρωματικός σε πολλές θέσεις, (ενώ Rovers σημαίνει και σημάδι μακρινό σε τοξοβολία).

Ovidence, στα αρχαϊκά αγγλικά, σημαίνει: ωοδόχος, αυτό που παράγει-παρέχει τα αυγά, αλλά χρησιμοποιούνταν ακόμη και για την επώαση, (ενώ σήμερα χρησιμοποιείται ακόμη ο όρος Oviduct στην ανατομία, που αναφέρεται στην ωοθήκη, ή πιο συγκεκριμένα στον ωαγωγό της ωοθήκης. Ενώ αν ανοίξεις ένα λεξικό στο λήμμα Evidence, θα δεις ότι εκτός από αποδεικτικό στοιχείο, σημαίνει: αποδεικνύω, απόδειξη, κατάθεση, μαρτυρία).

Vide σημαίνει: βλέπε, ίδε, όρα, ιδού (άρα μαζί με την πρόθεση Pro- σημαίνει: προβλέπω, προείδα, ενώ ως Providence, σημαίνει: πρόβλεψη, πρόγνωση, προαίσθημα, μπορώ και βλέπω κάτι προτού αυτό γίνει ορατό για τους άλλους. Ας σημειωθεί ότι, Vidual είναι ο αναφερόμενος σε χήρα ή χηρεία, ενώ Viduity είναι η χηρεία. Άλλωστε ο Χάουαρντ ήταν ο «γιος της χήρας» και ζωντοχήρος ο ίδιος).

Είναι φανερή η προέλευση του -ide- από το Ιδέα, ενώ στα αγγλικά ταυτίζεται με το Identity, που σημαίνει: ταυτότητα, ομοιότητα, αυτογνωσία, προέλευση, (Identic: ταυτόσημος, ολόιδιος, ακριβής ως προς τα στοιχεία περιγραφής). Den σημαίνει: κρησφύγετο, άντρο, κρύπτη, καμαρούλα, τρώγλη, λημέρι, φωλιά θηρίου (ενώ Eden, είναι η Εδέμ). Dense σημαίνει πυκνός (Density είναι η πυκνότητα, αλλά και Den-City, η Πόλη-Κρύπτη, η Πόλη-Άντρο).

Ence, στα αρχαϊκά αγγλικά, σημαίνει: εγκυμοσύνη, ή κάτι που έχει γονιμοποιηθεί από κάποιον, ενώ σήμερα Enceinte σημαίνει έγκυος (αλλά σχετίζεται και με το Ancient, που σημαίνει Αρχαίος). Γενικά, το πρόθεμα Ence- σχετίζεται με το ελληνικό εγγύς (κοντινός), αλλά και με το εν-γη, μέσα στη γη, ενώ π.χ. στα αγγλικά ο εγκέφαλος γράφεται Encephalon (ο εγκεφαλικός, Encephalic).

Στα λατινικά, Provenio σημαίνει: γεννιέμαι, παράγομαι, προέρχομαι, φύομαι, γίνομαι, συμβαίνω, αυξάνομαι, προχωρώ, αποβαίνω, προκύπτω, επιτυγχάνω. Proventus σημαίνει: γένεσις, φορά, τάση, νεογνό, γέννημα, συγκομιδή, αφθονία, απόβαση, έκβαση, αποτέλεσμα. Στα λατινικά επίσης, Providens σημαίνει: προνοητικός, ενώ Provideo σημαίνει: προνοώ, προορώ, προφυλάσσω, φροντίζω, μαντεύω, προαισθάνομαι, προφητεύω.

Provincia σημαίνει: ρωμαϊκή επαρχία, στρατηγία, στρατιωτική διοίκηση, έργο, καθήκον, ασχολία. Video σημαίνει: βλέπω, ορώ, κοιτώ, διορώ, διακρίνω, νοώ, εννοώ, κατανοώ, παρίσταμαι, είμαι μάρτυς. Στα λατινικά, Dens σημαίνει δόντι, Dense σημαίνει συνεχώς, ενώ Denarro σημαίνει διηγούμαι, αφηγούμαι. Ovide σημαίνει: οδηγώ πρόβατα, έχω ποίμνιο, καθοδηγώ τη βοσκή (κι έχει ενδιαφέρον που η λέξη αρχίζει με το ελληνικό προβ- που είναι ένα τμήμα από το πρόβατο, τον αμνό).

Αν διαβάσουμε τη λέξη Providence με ελληνική λογική, (αφαιρώντας το γράμμα V) έχουμε στα ελληνικά τη φράση: Προείδεν σε (Προ-είδεν-σε) που σημαίνει: σε είδα από πριν, σε πρόβλεψα, πρόβλεψα την εμφάνισή σου ή τον ερχομό σου, διαισθάνθηκα την ύπαρξή σου, σε προείδα, (αν το V παραμείνει, δίνοντας «βείδεν», σχετίζεται πάλι με το video που στα λατινικά σημαίνει είδα).Το ελληνικό Προβαίνω σημαίνει: αρχίζω κάτι, κάνω, ενεργώ, καθιστώ τον εαυτό μου ως την προέλευση ενός πράγματος ή την πηγή μιας δράσης.

Το I Am αναγραμματισμένο θα μπορούσε να είναι Aim που σημαίνει: στοχεύω, σκοπός, σκοπεύω. Είναι τόσα πολλά τα νοήματα στα οποία μπορεί να στοχεύει μια λέξη, μια φράση, μια πρόταση, ένα μήνυμα, ένα βιβλίο. Τόσοι πολλοί οι άγνωστοι παραλήπτες, τόσοι πολλοί οι ιοί που ταξιδεύουν από κεφάλι σε κεφάλι, γιατί – όπως έλεγε και ο Γουίλιαμ Μπάρροουζ – τι άλλο μπορεί να είναι η γλώσσα αν δεν είναι ένας ιός από το διάστημα; Language is a virus from outer space. Είναι τόσα πολλά αυτά που μπορεί να σου πει μια λέξη, και μπορεί να έρχονται από τόσο μακριά…

Ένα μήνυμα πάνω σε μια ταφόπλακα:

I Am Providence. Εγώ είμαι η πατρίδα μου, το ιδιωτικό μου σύμπαν. Εγώ είμαι η Θεία Πρόνοια. Εγώ καταλαβαίνω και γνωρίζω από πριν, από το παρελθόν. Είμαι ο Θεόσταλτος, αυτός που ορίζει και συντηρεί αυτό που θα γονιμοποιηθεί μέσα στο κεφάλι σου. Είμαι αυτός που βλέπει κάτι πριν αυτό συμβεί.

“Επικυρώνω τη διαθήκη μου και φανερώνομαι σε όσους αυτή απευθύνεται. Εγώ είμαι ο τοπικός εκπρόσωπος του βασιλιά. Εγώ πλέκω τα νήματα και δένω περίτεχνα τα νοήματα, σημαδεύω μακριά με το τόξο μου. Είμαι ο περιπλανώμενος, ο περιηγητής, και μπορώ να πάρω πολλές θέσεις, να αλλάξω πολλά πρόσωπα. Περιπλανιέμαι στον τόπο και βλέπω γύρω μου το παρελθόν, αλλά βλέπω και το μέλλον μέσα από το παρελθόν. Κρύβω μέσα μου την επώαση της νέας ζωής, είμαι η κιβωτός. Είμαι ο αυτόπτης μάρτυρας, βλέπω τα αόρατα. Εγώ είμαι η πηγή και η προέλευση και είμαι ταυτόσημος με αυτά που προέρχονται από μένα.

Εγώ είμαι το κρησφύγετο, εγώ είμαι η κρύπτη, εγώ είμαι η φωλιά του θηρίου. Ο τάφος μου είναι η κρύπτη μου και η μήτρα μου, κι εγώ είμαι ένα αυγό που έχει προνοήσει την επώασή του. Εγώ είμαι η σφραγίδα, είμαι ο Αρχαίος που προηγήθηκε από οτιδήποτε άλλο. Εγώ γεννιέμαι μέσα από το θάνατο, τίποτε δεν συμβαίνει, εγώ συμβαίνω, προχωρώ, αυξάνομαι και επιτυγχάνω. Εγώ είμαι η ενόραση, η προαίσθηση και η προφητεία, εγώ είμαι η διοίκηση του στρατού, το έργο και το καθήκον, εγώ είμαι η προστασία. Εγώ διηγούμαι τα πάντα, συνεχώς. Εγώ είμαι ο αμνός. Εγώ είμαι ο ποιμένας. Από εμένα ξεκίνησαν όλα.

Στοχεύω μακριά με το μάτι μου που ταξιδεύει στο Χρόνο. Σε κοιτώ χωρίς να μπορείς να με δεις. Εγώ σε προείδα. Σ’ έχω προβλέψει. Εγώ είμαι αυτός που σε είδε από πριν. Εγώ σε ξέρω εσένα που γράφεις αυτό το βιβλίο. Εγώ σε ξέρω εσένα που διαβάζεις το βιβλίο. Εγώ είμαι Εγώ. Εγώ και ο κόσμος είμαστε ένα. I Am Providence”

Ο Ρόμπερτ Μπάρλοου, πήρε ένα λεωφορείο από το Κάνσας κι έφτασε στο Πρόβιντενς λίγες μέρες μετά την ταφή του Λάβκραφτ. Έκανε αυτό το ταξίδι εξαιτίας ενός εγγράφου που του είχε δοθεί από τον ίδιο τον Χάουαρντ λίγους μήνες πριν από το θάνατό του. Όταν έφτασε ο Μπάρλοου κρατούσε στα χέρια του ένα φάκελο που έγραφε: “Οδηγίες σε Περίπτωση Θανάτου”. Το χειρόγραφο είχε την υπογραφή του Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ και περιείχε ακριβώς αυτό:

“Λεπτομερείς οδηγίες για το τι να κάνει ο Μπάρλοου αν ο ίδιος πεθάνει. Το έγγραφο ξεκινούσε με αυτές τις γραμμές: “Όλα τα αρχεία μου των παράξενων περιοδικών, τα σημειωματάρια που δεν επιθυμεί να κρατήσει η κυρία Άννυ Φίλλιπς Γκάμγουελ και όλα τα πρωτότυπα χειρόγραφά μου, να δοθούν στον κύριο Ρόμπερτ Μπάρλοου, τον εκτελεστή της διαθήκης μου και διαχειριστή των έργων μου.”

Το “Οδηγίες σε Περίπτωση Θανάτου” (Instructions in Case of Disease), φυσικά, δεν είναι ένα νόμιμο έγγραφο, και κανείς δεν υποστήριξε ποτέ ότι είναι. Δεν κατοχυρώθηκε ποτέ από συμβολαιογράφο ή δικηγόρο, δεν αποτελεί τροποποίηση στη διαθήκη που έκανε ο Λάβκραφτ το 1912 και δεν καταχωρήθηκε ποτέ σε κάποιο επίσημο αρχείο. Το αυθεντικό έγγραφο δεν έχει επιβιώσει ως σήμερα στην πρωταρχική του μορφή, παρά μόνο ένα χειρόγραφο αντίγραφο που έκανε η Άννυ Φίλλιπς Γκάμγουελ για συναισθηματικούς λόγους. (Η Άννυ πέθανε από καρκίνο στις 29 Ιανουαρίου 1941. Ήταν η τελευταία συγγενής του Λάβκραφτ. Το γενεαλογικό δέντρο σταματά με το θάνατό της).

Παρ’ όλα αυτά, η θεία Άννυ προσπάθησε να συμμορφωθεί στις οδηγίες αυτές όσο καλύτερα μπορούσε, ενώ στις 26 Μαρτίου νομιμοποίησε το σημείωμα για τη διαχείριση των έργων από τον Μπάρλοου με ένα συμβόλαιο. Έτσι ο Μπάρλοου πήρε από το σπίτι του Χάουαρντ πάρα πολλά βιβλία και περιοδικά, χειρόγραφα και σημειώσεις, διανέμοντας μερικά από τα σπάνια βιβλία σε κάποιους από τους συνεργάτες του Λάβκραφτ, ακολουθώντας τις “Οδηγίες”.

Κι έπειτα απ’ αυτό, ο Ρόμπερτ Μπάρλοου εξαφανίστηκε!

Δεκάδες φίλοι του Λάβκραφτ άρχισαν να τον αναζητούν παντού – ανάμεσά τους ο Ντέρλεθ, ο Σμιθ και ο Γουόντρεϋ – γιατί είχε στα χέρια του πολύτιμα χειρόγραφα των έργων, επιστολές και σημαντικές σημειώσεις. Κανείς δεν ήξερε που μπορούσε να τον βρει. Δεν απαντούσε σε καμία επιστολή και σε κανένα τηλεφώνημα. Οι συνεχείς μετακινήσεις του σε όλη τη χώρα, η αμέλειά του απέναντι στις παρακλητικές επιστολές, η εξαφάνισή του από όλους τους κύκλους των ανταποκριτών, προκάλεσαν μεγάλη δυσαρέσκεια στους φίλους του Χάουαρντ, που άρχισαν δικαίως να θεωρούν ότι ο Μπάρλοου είχε κλέψει όλο το πολύτιμο προσωπικό και λογοτεχνικό υλικό που άφησε πίσω του ο Λάβκραφτ.

Αργότερα, ο ίδιος παραδέχτηκε ότι λειτούργησε λανθασμένα με το να μην κοινοποιήσει σε όλους την ύπαρξη των Οδηγιών που καθιστούσαν τον Μπάρλοου διαχειριστή της κληρονομιάς του Λάβκραφτ, με αποτέλεσμα πολλοί να πιστέψουν ότι είχε καταχραστεί την ιδιοκτησία του Χάουαρντ. Παρ’ όλα αυτά όμως, οι κινήσεις του δεν παύουν να είναι ύποπτες και αινιγματικές. Ο Κλαρκ Άστον Σμιθ, ο Ντόναλντ Γουόντρεϋ και αρκετοί άλλοι, έγιναν βίαια εχθρικοί απέναντι στον Μπάρλοου, εξορίζοντάς τον από τους λογοτεχνικούς κύκλους του Φανταστικού της εποχής.

Ο μόνος που κράτησε μια διπλωματική στάση απέναντι στον Μπάρλοου, για να μπορέσει να του αποσπάσει τα χειρόγραφα, ήταν ο Όγκαστ Ντέρλεθ. Μέσα από αμέτρητες αναζητήσεις, επιστολές και παρακλήσεις, ο Ντέρλεθ κατάφερε τελικά να διατηρήσει μια επικοινωνία με τον Μπάρλοου. Ο Ντέρλεθ, βασισμένος στη χρόνια φιλία του με τον Χάουαρντ (ο οποίος είχε προβλέψει: Μια μέρα, ο άξιος αντιπρόσωπος της παρέας μας προς τον έξω κόσμο θα είναι ο νεαρός Όγκαστ Ντέρλεθ), αλλά και σε επιστολές που είχε στα χέρια του δια χειρός Λάβκραφτ, πίστευε ότι σ’ αυτόν ανήκε η τιμή να εκπροσωπήσει τον Χάουαρντ και να διασώσει το έργο του.

Σε αναφορές που έκανε σε φίλους, ο Ντέρλεθ είχε πει ότι θεωρούσε πως ο Μπάρλοου είχε πλαστογραφήσει ή αλλοιώσει τις Οδηγίες για ύποπτους λόγους, και φοβόταν την καταστροφή ή την εξαφάνιση των χειρογράφων.

Τελικά, στο πέρασμα των επόμενων χρόνων, ο Μπάρλοου σιγά-σιγά άρχισε να καταθέτει με δόσεις σχεδόν όλα τα χειρόγραφα του Λάβκραφτ στη Βιβλιοθήκη Τζων Χαίη του Πανεπιστημίου Μπράουν του Πρόβιντενς (John Hay Library, Brown University). Από τότε η βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου έγινε διάσημη για τη συλλογή πάσης φύσεως χειρογράφων του Λάβκραφτ, και ταυτίστηκε με τη μνήμη του μεγάλου συγγραφέα, (στην είσοδο της βιβλιοθήκης σήμερα στο πανεπιστήμιο Μπράουν, υπάρχει αναμνηστική πλάκα με το πρόσωπο του Χάουαρντ, ενώ συνεχίζει να διαφυλάσσει επίσημα όλα τα αρχεία που σχετίζονται με τον Λάβκραφτ, τα οποία στην ολότητά τους μπορούν να μελετήσουν μόνο μελετητές εγκεκριμένοι από τη διεύθυνση του πανεπιστημίου). Ο Μπάρλοου τελικά κατέθεσε στη βιβλιοθήκη όλα τα πρωτότυπα χειρόγραφα των έργων του Λάβκραφτ, εκτός από το Η Σκιά Έξω από το Χρόνο (The Shadow Out of Time), παραδόξως…

Ένα μέρος των χειρογράφων, αλλά και πάρα πολλά αντίγραφά τους, τελικά έφτασαν στα χέρια του Όγκαστ Ντέρλεθ, έπειτα από τις επίπονες προσπάθειές του. Ο Ντέρλεθ και ο Ντόναλντ Γουόντρεϋ, έπειτα από συνεχείς πιέσεις, έπεισαν τον Μπάρλοου να παραιτηθεί από τη διαχείριση των έργων του Λάβκραφτ και να την αναλάβουν αυτοί.

Ο Μπάρλοου μετανάστευσε στην Καλιφόρνια, σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ, κι έπειτα μετακόμισε στο Μεξικό το 1942. Έγινε καθηγητής της ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο του Μεξικού και αναμίχθηκε σε διάφορες εξερευνητικές αποστολές. Εκεί άρχισε να μελετά τον χαμένο πολιτισμό των Τολτέκων (σου θυμίζω τις σχετικές αναφορές στο έργο του Κάρλος Καστανέντα), ακολουθώντας τις διδαχές του Λάβκραφτ ο οποίος του είχε μεταδώσει ένα έντονο ενδιαφέρον για τους Τολτέκους.

Ο Ρόμπερτ Χέηγουορντ Μπάρλοου αυτοκτόνησε με το ρεβόλβερ του κατά τη διάρκεια μιας αρχαιολογικής αποστολής, στις 2 Ιανουαρίου 1951 στο Μεξικό. Ήταν μόνο τριάντα δύο χρονών. Πεθαίνοντας ο Λάβκραφτ το 1937, είχε εμπιστευτεί τα χειρόγραφά του σ’ ένα 18χρονο αγόρι.

Ο Όγκαστ Ντέρλεθ και ο Ντόναλντ Γουόντρεϋ δημιούργησαν το θρυλικό εκδοτικό οίκο Arkham House στο Ουισκόνσιν, με σκοπό τη διάσωση και δημοσίευση του έργου του Λάβκραφτ. Τον Δεκέμβριο του 1939, ο Ντέρλεθ κατάφερε να συλλέξει και να εκδώσει τον πρώτο τόμο του εκδοτικού οίκου αφιερωμένο στον Λάβκραφτ, με τον τίτλο “O Παρείσακτος και άλλα διηγήματα” (The Outsider, and others), ο οποίος στις 1500 σελίδες του (!) περιείχε 36 διηγήματα του Χάουαρντ καθώς και τη μελέτη του πάνω στη Λογοτεχνία του Φανταστικού, “Ο Υπερφυσικός Τρόμος στη Λογοτεχνία” (Supernatural Horror in Literature).

Έπειτα από πολλές εκδοτικές προσπάθειες του Ντέρλεθ, ο οποίος είχε αφιερώσει τη ζωή του σ’ αυτόν τον ευγενή σκοπό, το έργο του Λάβκραφτ άρχισε να κερδίζει την προσοχή και το ενδιαφέρον που του άξιζε, καθιστώντας τον Λάβκραφτ ως την πιο σημαντική φιγούρα του Φανταστικού στον 20ο αιώνα. Ο Ντέρλεθ, άρχισε τη «μεταθανάτια συνεργασία» του με τον Λάβκραφτ, ολοκληρώνοντας όλα τα ημιτελή διηγήματα που είχε αφήσει πίσω του ο Χάουαρντ, αλλά και γράφοντας δεκάδες έργα βασισμένος στις λογοτεχνικές σημειώσεις του Λάβκραφτ και σε προτάσεις του ιδίου για πλοκές μέσα από τις επιστολές του.

Τελικά, το Arkham House του Ντέρλεθ, κατέληξε να συγκεντρώσει και να δημοσιεύσει σχεδόν όλο το έργο της ζωής του Λάβκραφτ σε τρεις θρυλικούς τόμους διηγημάτων: 1) Dagon and Other Macabre Tales, 2) The Dunwich Horror and Others, 3) At the Mountains of Madness. Τα revisions του Λάβκραφτ στον τόμο The Horror in the Museum and Other Revisions, ενώ τις μεταθανάτιες συνεργασίες του με τον Ντέρλεθ στον τόμο The Watchers Out of Time. Παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει πολλά θρυλικά πλέον βιβλία από το έργο του Κλαρκ Άστον Σμιθ, του Φρανκ Μπέλκναπ Λονγκ, του Ρόμπερτ Μπλοχ, του Ντέρλεθ, και πολλών άλλων, δηλ. όλης της μεγάλης παρέας του Λάβκραφτ.

Κι ο Ντέρλεθ στο μεταξύ, άρχισε να σκιαγραφεί τη θρυλική Μυθολογία Κθούλου (The Cthulhu Mythos), που σαν ενότητα του έργου του Λάβκραφτ ήταν κατασκεύασμα του Ντέρλεθ, μιας και ο Χάουαρντ δεν μίλησε ποτέ του για το έργο του χρησιμοποιώντας αυτό τον όρο. Ο όρος αυτός αφορά το παιχνίδι που έπαιζαν τα μέλη του Λαβκραφτικού κύκλου μεταξύ τους, κατασκευάζοντας μυθολογίες, πάνθεα και απαγορευμένα βιβλία, ενώ ως όρος είναι επινόηση του Ντέρλεθ.

(Αυτός είναι και ο λόγος που το παρόν βιβλίο δεν ασχολήθηκε διεξοδικά με τη λεγόμενη Μυθολογία Κθούλου. Η κεντρική ιδέα της μυθολογίας αυτής μπορεί να προέρχεται από το έργο του Λάβκραφτ, αλλά μικρή σχέση έχει με το έργο και τη ζωή του. Παρ’ όλα αυτά, η Μυθολογία Κθούλου έχει καταλήξει να ταυτιστεί υπερβολικά με το έργο του Χάουαρντ, υποτιμώντας το και μετατρέποντας το σε ένα παιχνίδι παράδοξων νεο-μυστικισμών που σήμερα έχουν φτάσει μέχρι και στο επίπεδο των κόμικς και των επιτραπέζιων παιχνιδιών. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν πολύ σοβαρές μελέτες πάνω στο αίνιγμα της Μυθολογίας Κθούλου.)

Ο Ντέρλεθ και ο Γουόντρεϋ, άρχισαν και μια άλλη τιτάνια προσπάθεια. Την συλλογή και την δημοσίευση της αλληλογραφίας του Λάβκραφτ. Πάρα πολλοί μελετητές – κι εγώ ανάμεσά τους – θεωρούν την αλληλογραφία του Λάβκραφτ πολύ σημαντικότερη από τα διηγήματα και τα ποιήματά του, το ίδιο και τις δεκάδες σπάνιες μελέτες του.

Έχει υπολογιστεί ότι οι επιστολές του Λάβκραφτ ξεπερνούν τις 120.000, (συχνά πολυσέλιδες), καθιστώντας τον ως έναν από τους μεγαλύτερους επιστολογράφους όλων των εποχών. Ο Ντέρλεθ άρχισε να αναζητεί όλους τους αλληλογράφους και ανταποκριτές του Χάουαρντ και να επικοινωνεί μαζί τους ζητώντας τους να καταθέσουν τις επιστολές που είχαν στα χέρια τους από το μεγάλο συγγραφέα. Φυσικά, δεν ανταποκρίθηκαν όλοι, κι αυτοί που ανταποκρίθηκαν δεν ήταν όλοι διατεθειμένοι να εκθέσουν την προσωπική τους ζωή και τα μυστικά τους που σχολιάζονταν σε πολλές απ’ αυτές τις επιστολές, ενώ άλλοι σίγουρα θέλησαν να διαφυλάξουν αρκετά από τα μυστικά που μοιράζονταν μαζί με τον Λάβκραφτ.

Έτσι, ένας άγνωστος αριθμός χιλιάδων επιστολών παραμένει αδημοσίευτος και αγνοείται η τύχη τους, ενώ πάρα πολλές από τις δημοσιευμένες επιστολές συχνά είναι σοβαρά περικομμένες. Τελικά, το Arkham House ξεκίνησε την αληθινά τιτάνια προσπάθεια συλλογής και δημοσίευσης των επιστολών του Λάβκραφτ σε τόμους. Ο πρώτος τόμος από τα Selected Letters of H. P. Lovecraft, εμφανίστηκε το 1965, και η προσπάθεια ολοκληρώθηκε σε πέντε τόμους, με τον πέμπτο που κυκλοφόρησε το 1976.

Έχουν δημοσιευτεί περίπου 2.000 επιστολές. Σήμερα, οι πέντε αυτοί τόμοι είναι εξαιρετικά σπάνιοι, και ιδιαίτερα ο τρίτος τόμος, ο οποίος αποσύρθηκε από την κυκλοφορία από τον Ντέρλεθ, για άγνωστους λόγους. Στο βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου, σε διάφορα αποσπάσματα επιστολών, θα διακρίνεις συχνά εκείνα τα πέντε αραιά αποσιωπητικά (. . . . .), όπως ακριβώς εμφανίζονται στους τόμους του Arkham House, που υποδηλώνουν ότι ένα ανυπολόγιστο κομμάτι της επιστολής έχει περικοπεί από τον Ντέρλεθ, είτε γιατί του το υπέδειξε ο παραλήπτης της επιστολής, είτε γιατί ο Ντέρλεθ έκρινε ότι έπρεπε να περικοπεί για άγνωστους σ’ εμάς λόγους. Γενικά, αυτό υποδηλώνει μια αινιγματική μυστικότητα σχετικά με πολλά από τα λεγόμενα του Λάβκραφτ, για την οποία ο κάθε αναγνώστης μπορεί να φανταστεί ότι νομίζει.

Λίγα χρόνια πριν από το θάνατο του Λάβκραφτ, είχε αυτοκτονήσει και ένας άλλος καλός του φίλος, ο γνωστός συγγραφέας του Φανταστικού Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ (μεταξύ άλλων και δημιουργός του Κόναν), στην ηλικία των 30 ετών στο Τέξας. Ενώ στο ενδιάμεσο είχε πεθάνει και ο Μόρρις Μο. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι ο Κλαρκ Άστον Σμιθ, δεν ξανάγραψε ούτε μία γραμμούλα έπειτα από τον θάνατο του Χάουαρντ. Ο Σμιθ, μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του Λάβκραφτ, δεν ξανάπιασε στο χέρι του πένα και χαρτί μέχρι το θάνατο του το 1961, σε ηλικία 68 ετών. Το τελευταίο πράγμα που έγραψε ο Κλαρκ Άστον Σμιθ, ήταν μια ωδή στον Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ, στις 31 Μαρτίου 1937. Προσπάθησα να την μεταφράσω όσο καλύτερα μπορούσα, αλλά την παραθέτω και στο πρωτότυπο:

Εραστή λόφων και λιβαδιών και πόλεων παλιών
Πόσο περιπλανήθηκες μακριά
Σε δρόμους που κανείς πιο πριν δεν είχε βρει,
Πέρα απ’ το χάραμα στου Πρόβιντενς τις κορυφές;
Έφυγες πέρα για να ψάξεις
Κάποιο ρεύμα παλιότερο απ’ αυτό –
Κάποιο Άρκαμ στης πρωταρχικής μαγείας την πηγή;
Ή μήπως με σύντροφό σου μια γάτα δαιμονική
Εξερευνείς τώρα κάποιο νέο δάσος μυστικό
Λίγο πιο πέρα από το ύστατο των αισθήσεων το τείχος –
Όπου η άνοιξη και το ηλιοβασίλεμα μαγεύουν το αιώνιο μονοπάτι
Που οδηγεί από τη Γη προς τον αιθέρα σε διαστάσεις ανήκουστες;
Ή μήπως ν’ άνοιξε για σένα το Ασημένιο Κλειδί
Θαύματα κι όνειρα και κόσμους μακρινούς;
Επέστρεψες στο σπίτι πίσω στην Ούλθαρ ή στο Πναθ;
Ή μήπως ο μεγάλος βασιλιάς που κυβερνήτης είναι της Καντάθ
Κάλεσε πίσω τον ευγενή και σοφό πρεσβευτή του;
Ή μήπως ο σκοτεινός ο Κθούλου έστειλε
Το σημάδι που σε χρίζει σύμβουλο και αυλικό
Μέσα σ’ εκείνο το ποντισμένο φρούριο του βυθού
Όπου ακόμη οι Μεγάλοι Παλαιοί σαλεύουν σ’ ύπνο βαθύ
Ώσπου οι μεγάλοι σεισμοί να ξυπνήσουν την ήπειρό τους την κοιμισμένη;
Ιδού! Σ’ αυτό το μικρό Χρόνο των ημερών μας
Τα πόδια σου πόσο μακριά βαδίζουν
Σε δρόμους θρυλικούς κι αφηρημένους
Εκεί που περπατούν του μύθου οι νεκροί!
Για μας η θλίψη, για μας το μυστήριο. . . . .
Κι όμως, παρ’ όλα αυτά δεν έχεις φύγει
Δεν παραδόθηκες τελείως στ’ όνειρο και στη σκόνη:
Κι έτσι για πάντα
Πάνω σ’ αυτό το μοναχικό δυτικό λόφο της Αβεροήν
Που η σάρκα σου δεν επισκέφτηκε ποτέ,
Τη σοφή και θολή σκιά σου συναντώ,
Μια αναλλοίωτη παρουσία, σεβάσμια κι ευγενική.
Για σένα πιο λαμπερό το εαρινό χορτάρι,
Πιο μαγικά σκοτεινή η πέτρα του Δρυίδη
Και μέσα στο νου αιώνια καθρεφτίζεσαι
Σαν σε κρύσταλλο μαγικό
Κι από του πνεύματος το βιβλίο οι ρούνοι σου ποτέ δεν θα χαθούν.

***
Lover of hills and fields and towns antique,
How hast thou wandered hence
On ways not found before,
Beyond the dawnward spires of Providence?
Hast thou gone forth to seek
Some older bourn than these –
Some Arkham of the prime and central wizardries?
Or, with familiar felidae,
Dost now some new and secret wood explore,
A little past the senses’ farther wall –
Where spring and sunset charm the eternal path
From Earth to ether in dimensions nemoral?
Or has the Silver Key
Opened perchance for thee
Wonders and dreams and worlds ulterior?
Hast thou gone home to Ulthar or to Pnath?
Has the high king who reigns in dim Kadath
Called back his courtly, sage ambassador?
Or darkling Cthulhu sent
The sign which makes thee now a councilor
Within that foundered fortress of the deep
Where the Old Ones stir in sleep
Till mighty temblors shake their slumbering continent?
Lo! In this little interim of days
How far thy feet are sped
Upon the fabulous and mooted ways
Where walk the mythic dead!
For us the grief, for us the mystery. . . . .
And yet thou art not gone
Nor given wholly unto dream and dust
For, ever upon
This lonely western hill of Averoigne
Thy flesh had never visited
I meet some wise and sentient wraith of thee,
Some underparting presence, gracious and august.
More luminous for thee the vernal grass,
More magically dark the Druid stone
And in the mind thou art for ever shown
As in a wizard glass;
And from the spirit’s page thy runes can never pass.

Χ.Φ. ΛΑΒΚΡΑΦΤ, ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου