ΠΛ Πολ 330d–331d
Ο Κέφαλος θεωρεί ότι δικαιοσύνη είναι η εντιμότητα στις συναλλαγές
Θέμα της Πολιτείας αποτελεί η φύση της δικαιοσύνης και της αδικίας. Στις εισαγωγικές παραγράφους ο Σωκράτης διηγήθηκε πώς βρέθηκε στο σπίτι του πλούσιου μέτοικου Κέφαλου και πώς ξεκίνησε τη συζήτηση μαζί του: ο Σωκράτης υποστήριξε ότι ο Κέφαλος μπορούσε να υπομείνει ευκολότερα τα γηρατειά χάρη στην περιουσία του. Και συνεχίζει:
[330d] ἀλλά μοι ἔτι τοσόνδε εἰπέ·
τί μέγιστον οἴει ἀγαθὸν ἀπολελαυκέναι τοῦ πολλὴν οὐσίαν
κεκτῆσθαι;
Ὅ, ἦ δ’ ὅς, ἴσως οὐκ ἂν πολλοὺς πείσαιμι λέγων. εὖ
γὰρ ἴσθι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ὅτι, ἐπειδάν τις ἐγγὺς ᾖ τοῦ
οἴεσθαι τελευτήσειν, εἰσέρχεται αὐτῷ δέος καὶ φροντὶς περὶ
ὧν ἔμπροσθεν οὐκ εἰσῄει. οἵ τε γὰρ λεγόμενοι μῦθοι περὶ
τῶν ἐν Ἅιδου, ὡς τὸν ἐνθάδε ἀδικήσαντα δεῖ ἐκεῖ διδόναι
[330e] δίκην, καταγελώμενοι τέως, τότε δὴ στρέφουσιν αὐτοῦ τὴν
ψυχὴν μὴ ἀληθεῖς ὦσιν· καὶ αὐτός ―ἤτοι ὑπὸ τῆς τοῦ γήρως
ἀσθενείας ἢ καὶ ὥσπερ ἤδη ἐγγυτέρω ὢν τῶν ἐκεῖ μᾶλλόν
τι καθορᾷ αὐτά― ὑποψίας δ’ οὖν καὶ δείματος μεστὸς γίγνε-
ται καὶ ἀναλογίζεται ἤδη καὶ σκοπεῖ εἴ τινά τι ἠδίκησεν.
ὁ μὲν οὖν εὑρίσκων ἑαυτοῦ ἐν τῷ βίῳ πολλὰ ἀδικήματα καὶ
ἐκ τῶν ὕπνων, ὥσπερ οἱ παῖδες, θαμὰ ἐγειρόμενος δειμαίνει
[331a] καὶ ζῇ μετὰ κακῆς ἐλπίδος· τῷ δὲ μηδὲν ἑαυτῷ ἄδικον
συνειδότι ἡδεῖα ἐλπὶς ἀεὶ πάρεστι καὶ ἀγαθὴ γηροτρόφος,
ὡς καὶ Πίνδαρος λέγει. χαριέντως γάρ τοι, ὦ Σώκρατες,
τοῦτ’ ἐκεῖνος εἶπεν, ὅτι ὃς ἂν δικαίως καὶ ὁσίως τὸν βίον
διαγάγῃ,
γλυκεῖά οἱ καρδίαν
ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ
ἐλπὶς ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον
γνώμαν κυβερνᾷ.
εὖ οὖν λέγει θαυμαστῶς ὡς σφόδρα. πρὸς δὴ τοῦτ’ ἔγωγε
τίθημι τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πλείστου ἀξίαν εἶναι, οὔ
[331b] τι παντὶ ἀνδρὶ ἀλλὰ τῷ ἐπιεικεῖ καὶ κοσμίῳ. τὸ γὰρ μηδὲ
ἄκοντά τινα ἐξαπατῆσαι ἢ ψεύσασθαι, μηδ’ αὖ ὀφείλοντα ἢ
θεῷ θυσίας τινὰς ἢ ἀνθρώπῳ χρήματα ἔπειτα ἐκεῖσε ἀπιέναι
δεδιότα, μέγα μέρος εἰς τοῦτο ἡ τῶν χρημάτων κτῆσις συμ-
βάλλεται. ἔχει δὲ καὶ ἄλλας χρείας πολλάς· ἀλλὰ ἕν γε
ἀνθ’ ἑνὸς οὐκ ἐλάχιστον ἔγωγε θείην ἂν εἰς τοῦτο ἀνδρὶ
νοῦν ἔχοντι, ὦ Σώκρατες, πλοῦτον χρησιμώτατον εἶναι.
[331c] Παγκάλως, ἦν δ’ ἐγώ, λέγεις, ὦ Κέφαλε. τοῦτο δ’ αὐτό,
τὴν δικαιοσύνην, πότερα τὴν ἀλήθειαν αὐτὸ φήσομεν εἶναι
ἁπλῶς οὕτως καὶ τὸ ἀποδιδόναι ἄν τίς τι παρά του λάβῃ, ἢ
καὶ αὐτὰ ταῦτα ἔστιν ἐνίοτε μὲν δικαίως, ἐνίοτε δὲ ἀδίκως
ποιεῖν; οἷον τοιόνδε λέγω· πᾶς ἄν που εἴποι, εἴ τις λάβοι
παρὰ φίλου ἀνδρὸς σωφρονοῦντος ὅπλα, εἰ μανεὶς ἀπαιτοῖ,
ὅτι οὔτε χρὴ τὰ τοιαῦτα ἀποδιδόναι, οὔτε δίκαιος ἂν εἴη ὁ
ἀποδιδούς, οὐδ’ αὖ πρὸς τὸν οὕτως ἔχοντα πάντα ἐθέλων
τἀληθῆ λέγειν.
[331d] Ὀρθῶς, ἔφη, λέγεις.
Οὐκ ἄρα οὗτος ὅρος ἐστὶν δικαιοσύνης, ἀληθῆ τε λέγειν
καὶ ἃ ἂν λάβῃ τις ἀποδιδόναι.
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ὑπολαβὼν ὁ Πολέμαρχος,
εἴπερ γέ τι χρὴ Σιμωνίδῃ πείθεσθαι.
Καὶ μέντοι, ἔφη ὁ Κέφαλος, καὶ παραδίδωμι ὑμῖν τὸν
λόγον· δεῖ γάρ με ἤδη τῶν ἱερῶν ἐπιμεληθῆναι.
Οὐκοῦν, ἔφη, ἐγώ, ὁ Πολέμαρχος, τῶν γε σῶν κληρονόμος;
Πάνυ γε, ἦ δ’ ὃς γελάσας, καὶ ἅμα ᾔει πρὸς τὰ ἱερά.
***
Να σε ρωτήσω όμως και κάτι άλλο: Ποιο νομίζεις πως είναι το πιο σημαντικό καλό που οφείλεις στο ότι έχεις μεγάλη περιουσία;
Κάτι, είπε, που, αν το πω, ίσως δεν θα 'ναι πολλοί αυτοί που θα το δεχθούν. Να το ξέρεις, Σωκράτη, συνέχισε, πως όταν κάποιος φθάσει πολύ κοντά να πιστέψει ότι πρόκειται να πεθάνει, αρχίζει να αισθάνεται ένα δέος και να νοιάζεται για πράγματα τα όποια πρωτύτερα δεν τον ανησυχούσαν. Οι μύθοι, ας πούμε, που λέγονται για όσα συμβαίνουν στον Άδη, ότι δηλαδή όποιος διέπραξε εδώ αδικήματα εκεί στον Κάτω Κόσμο θα τιμωρηθεί, ενώ μέχρι πριν από λίγο τα κορόιδευε, τώρα του αναστατώνουν την ψυχή, μήπως κι είναι αληθινά. Κι αυτός ―θέλεις από γεροντική αδυναμία, θέλεις επειδή όντας τώρα πιο κοντά στον Κάτω Κόσμο τα βλέπει αυτά τα πράγματα καθαρότερα― αρχίζει να βάζει πολλά με το νου του και κυριεύεται από φόβο κι αναλογίζεται τώρα και ψάχνει μήπως αδίκησε κανέναν σε κάτι. Όποιος λοιπόν διαπιστώνει ότι στη ζωή του διέπραξε πολλά αδικήματα, πετάγεται συχνά από τον ύπνο σαν τα μικρά παιδιά τρομαγμένος και ζει στην απελπισία. Όποιος πάλι νιώθει μέσα του πως δεν έχει διαπράξει κάτι άδικο, δεν χάνει ποτέ τη γλυκιά ελπίδα, την αγαθή «γηροτρόφισσα», όπως λέει και ο Πίνδαρος. Γιατί στ' αλήθεια, Σωκράτη, όμορφα το 'πε εκείνος πως όποιος περάσει με δικαιοσύνη κι ευσέβεια από τη ζωή,
«γλυκιά τον συντροφεύει
και του φτερώνει την καρδιά η γηροτρόφισσα
η ελπίδα, της πολυμήχανης γνώμης των θνητών
η πιο τρανή η κυβερνήτρα».
Είναι καταπληκτικά όμορφοι στίχοι! Και σε τούτο κατά τη γνώμη μου έγκειται η μεγάλη αξία του πλούτου, όχι ίσως για τον καθένα αλλά για έναν άνθρωπο σωστό και ευπρεπή. Στο να ξεκινάς δηλαδή για τον Άλλο Κόσμο χωρίς το φόβο ότι εξαπάτησες ή ξεγέλασες, έστω και δίχως να το θέλεις, κάποιον, και χωρίς να χρωστάς θυσίες σε θεό ή χρήματα σε κάποιον άνθρωπο, σε αυτό ο πλούτος συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό. Και λογαριάζοντάς τα όλα ένα προς ένα, εγώ τουλάχιστον, Σωκράτη, το πράγμα αυτό δεν θα το χαρακτήριζα ως το τελευταίο για το οποίο ο πλούτος είναι κάτι πάρα πολύ χρήσιμο.
Έξοχα, απάντησα εγώ, τα λες, Κέφαλε. Αλλά τούτο το πράγμα, τη δικαιοσύνη, θα το ταυτίσουμε έτσι απλά με την αλήθεια και με το να επιστρέφει κανείς ό,τι έχει πάρει από κάποιον ή θα δεχθούμε ότι και αυτές οι πράξεις άλλοτε είναι δίκαιες και άλλοτε άδικες; Εννοώ τούτο: Αν κάποιος παραλάβει προς φύλαξη όπλα από έναν φίλο του, ο οποίος έχει σώες τις φρένες, κι αν έπειτα ο φίλος του αυτός, έχοντας στο μεταξύ χάσει τα λογικά του, ζητήσει να του τα επιστρέψει, καθένας θα συμφωνούσε πως ούτε πρέπει να τα επιστρέψει αυτά τα όπλα ούτε θα ήταν δίκιο να το πράξει, ούτε επίσης ότι θα όφειλε να λέει κανείς όλη την αλήθεια σε κάποιον που βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση.
Σωστά λες, είπε.
Επομένως, δεν είναι αυτό μέτρο της δικαιοσύνης, το να λέει δηλαδή κάποιος την αλήθεια και να επιστρέφει ό,τι έχει πάρει.
Ναι, Σωκράτη, είναι, είπε διακόπτοντας ο Πολέμαρχος, αν πρόκειται βέβαια να δώσουμε πίστη στον Σιμωνίδη.
Ωραία, ωραία, έκανε ο Κέφαλος· παραδίνω το λόγο σε σας, εγώ πρέπει τώρα να φροντίσω για τη θυσία.
Λοιπόν, είπε ο Πολέμαρχος, είμαι εγώ ο κληρονόμος σου;
Βεβαίως, απάντησε εκείνος γελώντας και ταυτόχρονα κατευθύνθηκε στο σημείο της θυσίας.
Να σε ρωτήσω όμως και κάτι άλλο: Ποιο νομίζεις πως είναι το πιο σημαντικό καλό που οφείλεις στο ότι έχεις μεγάλη περιουσία;
Κάτι, είπε, που, αν το πω, ίσως δεν θα 'ναι πολλοί αυτοί που θα το δεχθούν. Να το ξέρεις, Σωκράτη, συνέχισε, πως όταν κάποιος φθάσει πολύ κοντά να πιστέψει ότι πρόκειται να πεθάνει, αρχίζει να αισθάνεται ένα δέος και να νοιάζεται για πράγματα τα όποια πρωτύτερα δεν τον ανησυχούσαν. Οι μύθοι, ας πούμε, που λέγονται για όσα συμβαίνουν στον Άδη, ότι δηλαδή όποιος διέπραξε εδώ αδικήματα εκεί στον Κάτω Κόσμο θα τιμωρηθεί, ενώ μέχρι πριν από λίγο τα κορόιδευε, τώρα του αναστατώνουν την ψυχή, μήπως κι είναι αληθινά. Κι αυτός ―θέλεις από γεροντική αδυναμία, θέλεις επειδή όντας τώρα πιο κοντά στον Κάτω Κόσμο τα βλέπει αυτά τα πράγματα καθαρότερα― αρχίζει να βάζει πολλά με το νου του και κυριεύεται από φόβο κι αναλογίζεται τώρα και ψάχνει μήπως αδίκησε κανέναν σε κάτι. Όποιος λοιπόν διαπιστώνει ότι στη ζωή του διέπραξε πολλά αδικήματα, πετάγεται συχνά από τον ύπνο σαν τα μικρά παιδιά τρομαγμένος και ζει στην απελπισία. Όποιος πάλι νιώθει μέσα του πως δεν έχει διαπράξει κάτι άδικο, δεν χάνει ποτέ τη γλυκιά ελπίδα, την αγαθή «γηροτρόφισσα», όπως λέει και ο Πίνδαρος. Γιατί στ' αλήθεια, Σωκράτη, όμορφα το 'πε εκείνος πως όποιος περάσει με δικαιοσύνη κι ευσέβεια από τη ζωή,
«γλυκιά τον συντροφεύει
και του φτερώνει την καρδιά η γηροτρόφισσα
η ελπίδα, της πολυμήχανης γνώμης των θνητών
η πιο τρανή η κυβερνήτρα».
Είναι καταπληκτικά όμορφοι στίχοι! Και σε τούτο κατά τη γνώμη μου έγκειται η μεγάλη αξία του πλούτου, όχι ίσως για τον καθένα αλλά για έναν άνθρωπο σωστό και ευπρεπή. Στο να ξεκινάς δηλαδή για τον Άλλο Κόσμο χωρίς το φόβο ότι εξαπάτησες ή ξεγέλασες, έστω και δίχως να το θέλεις, κάποιον, και χωρίς να χρωστάς θυσίες σε θεό ή χρήματα σε κάποιον άνθρωπο, σε αυτό ο πλούτος συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό. Και λογαριάζοντάς τα όλα ένα προς ένα, εγώ τουλάχιστον, Σωκράτη, το πράγμα αυτό δεν θα το χαρακτήριζα ως το τελευταίο για το οποίο ο πλούτος είναι κάτι πάρα πολύ χρήσιμο.
Έξοχα, απάντησα εγώ, τα λες, Κέφαλε. Αλλά τούτο το πράγμα, τη δικαιοσύνη, θα το ταυτίσουμε έτσι απλά με την αλήθεια και με το να επιστρέφει κανείς ό,τι έχει πάρει από κάποιον ή θα δεχθούμε ότι και αυτές οι πράξεις άλλοτε είναι δίκαιες και άλλοτε άδικες; Εννοώ τούτο: Αν κάποιος παραλάβει προς φύλαξη όπλα από έναν φίλο του, ο οποίος έχει σώες τις φρένες, κι αν έπειτα ο φίλος του αυτός, έχοντας στο μεταξύ χάσει τα λογικά του, ζητήσει να του τα επιστρέψει, καθένας θα συμφωνούσε πως ούτε πρέπει να τα επιστρέψει αυτά τα όπλα ούτε θα ήταν δίκιο να το πράξει, ούτε επίσης ότι θα όφειλε να λέει κανείς όλη την αλήθεια σε κάποιον που βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση.
Σωστά λες, είπε.
Επομένως, δεν είναι αυτό μέτρο της δικαιοσύνης, το να λέει δηλαδή κάποιος την αλήθεια και να επιστρέφει ό,τι έχει πάρει.
Ναι, Σωκράτη, είναι, είπε διακόπτοντας ο Πολέμαρχος, αν πρόκειται βέβαια να δώσουμε πίστη στον Σιμωνίδη.
Ωραία, ωραία, έκανε ο Κέφαλος· παραδίνω το λόγο σε σας, εγώ πρέπει τώρα να φροντίσω για τη θυσία.
Λοιπόν, είπε ο Πολέμαρχος, είμαι εγώ ο κληρονόμος σου;
Βεβαίως, απάντησε εκείνος γελώντας και ταυτόχρονα κατευθύνθηκε στο σημείο της θυσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου