Όταν ανεβαίναμε τον Νείλο έτυχε να ταξιδεύει μαζί μας ο Παγκράτης, ένας ιερογραμματέας από τη Μέμφιδα με θαυμαστή σοφία και γνώστης της αιγυπτιακής παιδείας στο σύνολό της. Λεγόταν γι’ αυτόν ότι για είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια έζησε κάτω από τη γη μέσα σε άδυτα, εκπαιδευόμενος από την Ίσιδα στη μαγεία.
Στην αρχή δεν γνώριζα ποιος ήταν. Βλέποντάς τον όμως, κάθε φορά που πιάναμε λιμάνι, και πολλά παράδοξα πράγματα να κάνει και μάλιστα να ανεβαίνει επάνω σε κροκόδειλους και να κολυμπά μαζί με τα θηρία, ενώ εκείνα ζάρωναν μπροστά του από φόβο και κουνούσαν τις ουρές τους, κατάλαβα ότι επρόκειτο για άγιο άνθρωπο. Σταδιακά και κάνοντάς του φιλοφρονήσεις έγινα, χωρίς να το καταλάβει κανείς, φίλος και οικείος του, με αποτέλεσμα να μοιράζεται μαζί μου όλα τα απόρρητα. Στο τέλος μ ’έπεισε ν’ αφήσω όλους τους δούλους μου στη Μέμφιδα και να τον ακολουθήσω μόνος μου, γιατί δεν επρόκειτο (όπως είπε) να μας λείψουν οι υπηρέτες. Και στο εξής ζούσαμε με τον ακόλουθο τρόπο. Κάθε φορά που φτάναμε σε κάποιο πανδοχείο, παίρνοντας το μοχλό της πόρτας ή τη σκούπα ή και τον κόπανο, τα έντυνε με ρούχα. Και λέγοντας μια μαγική ρήση τα έκανε να βαδίζουν και γενικά σε όλα να μοιάζουν με άνθρωπο. Κι εκείνα πήγαιναν και αντλούσαν νερό, ψώνιζαν φαγητά και τα ετοίμαζαν και γενικώς μας υπηρετούσαν και μας διακονούσαν σ’όλα με επιδεξιότητα. Κατόπιν, όταν μας είχαν εξυπηρετήσει αρκετά, έκανε ξανά σκούπα τη σκούπα ή κόπανο τον κόπανο λέγοντας μια άλλη μαγική ρήση.
Αυτό το μαγικό τέχνασμα, αν και προσπάθησα πολύ, δεν τον κατάφερα να μου το διδάξει. Ήταν επιφυλακτικός ως προς αυτό, αν και για όλα τα άλλα έδειχνε εξαιρετική προθυμία. Μια μέρα όμως άκουσα απαρατήρητος τη μαγική ρήση – ήταν τρισύλλαβη – έχοντας στήσει καρτέρι κοντά του στα σκοτεινά. Ο Παγκράτης έφυγε για την αγορά, αφού έδωσε οδηγίες στον κόπανο για όσα έπρεπε να κάνει.
Κι εγώ την επόμενη μέρα, κι ενώ εκείνος έλειπε για δουλειές στην αγορά, πήρα τον κόπανο, τον διευθέτησα, είπα τις μαγικές συλλαβές και τον πρόσταξα να μου φέρει νερό. Αφού γέμισε τον αμφορέα και μου τον έφερε, του είπα: «Σταμάτα, και μη μου φέρνεις άλλο νερό, αλλά γίνε πάλι κόπανος». Κι εκείνος δεν ήθελε πια να με υπακούει, αλλά συνέχιζε να φέρνει νερό, μέχρις ότου γέμισε νερό το σπίτι μας. Εγώ, μην ξέροντας τι να κάνω σ’αυτή την περίσταση – γιατί φοβόμουν μήπως ο Παγκράτης γυρίζοντας αγανακτήσει, πράγμα που έγινε –πήρα την αξίνα και έσπασα τον κόπανο στα δύο. Όμως και τα δυο κομμάτια, παίρνοντας αμφορείς, μου φέρνανε νερό, κι έτσι αντί για έναν, είχα τώρα δύο νεροκουβαλητές.
Στο μεταξύ ο Παγκράτης ήρθε. Μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί, εκείνα τα ξανάκανε ξύλα, όπως ήταν και πριν τη μαγική ρήση, ενώ ο ίδιος με άφησε κρυφά και δεν ξέρω που εξαφανίστηκε φεύγοντας.
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, ΦΙΛΟΨΕΥΔΗΣ Ή ΑΠΙΣΤΩΝ 34-36
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου