Ολοκληρώνοντας το ένατο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης αναρωτιέται αν είναι προτιμότερο να έχει κανείς πολλούς ή λίγους φίλους: «Άραγε λοιπόν πρέπει κανείς να κάνει όσο γίνεται περισσότερους φίλους ή μήπως, όπως θεωρείται σωστός ο λόγος που ειπώθηκε για τη φιλία από φιλοξενία, πως “ούτε πολύξενος, μα ούτε πάλι και άξενος να είσαι πρέπει”, έτσι και στην περίπτωση της φιλίας ταιριάζει μήτε άφιλος να είναι κανείς, αλλά ούτε πάλι και υπερβολικά πολύφιλος;» (1170b 10, 23-26).
Εξετάζοντας αρχικά την ευτελή κατηγορία της φιλίας που βασίζεται στο όφελος συμπεραίνει ότι οι πολλοί φίλοι αυτού του είδους αποτελούν περισσότερο βάρος παρά πλεονέκτημα: «Είναι, πράγματι, πολύ κουραστικό να έχει κανείς να ανταποδώσει σε πολλούς τις υπηρεσίες που έλαβε από εκείνους, και ούτε είναι αρκετή μια ζωή για να κάνει κανείς αυτό το πράγμα» (1170b 10, 27-28).
Οι φιλίες που βασίζονται στην ωφέλεια εκλαμβάνονται περισσότερο σαν χρέος που πρέπει να ξεπληρωθεί παρά ως συντροφικότητα που συμβάλλει στην ψυχική ισορροπία. Οι άνθρωποι που μπορούν να μεσολαβήσουν προσφέροντας υπηρεσίες (ωφέλειες) είναι βέβαιο ότι θα απαιτήσουν το ίδιο σε περίπτωση που (με τη σειρά τους) χρειάζονται βοήθεια. Μια τέτοια ωφελιμιστική εκδοχή στις σχέσεις είναι καταδικασμένη στην επιφάνεια, συνθήκη εκ διαμέτρου αντίθετη με την αληθινή φιλία που ορίζεται από τη διεισδυτικότητα της άδολης συναισθηματικής ανταλλαγής.
Μοιραία, όταν κάποιος χρωστάει σε πολλούς, οφείλει και να τους συνδράμει. Αλλιώς είναι αχάριστος και αγνώμων: «Φίλοι λοιπόν που ο αριθμός τους είναι μεγαλύτερος από αυτόν που είναι ικανοποιητικός για την εξυπηρέτηση των αναγκών της ζωής μας είναι περιττοί και αποτελούν εμπόδιο για μια (ηθικά) όμορφη ζωή· άρα δεν τους χρειαζόμαστε» (1170b 10, 29-31).
Όμως, και οι φίλοι που επιλέγονται με το κριτήριο της ρηχής ευχαρίστησης δε θα μπορούσαν να έχουν διαφορετική αντιμετώπιση: «Και οι φίλοι που τους διαλέγουμε για την ευχαρίστηση είναι αρκετό να είναι λίγοι – ακριβώς όπως το καρύκευμα στο φαγητό μας» (1170b 10, 31-32). Η ευχαρίστηση που μπορεί να προκληθεί με βάση το επιφανειακό χιούμορ ή τον εύκολο έπαινο ή (ακόμη) και την ανέμελη (πλην ανούσια) κουβέντα είναι αδύνατο να συγκριθεί με το ύψος της εκ βαθέων φιλίας που ολοκληρώνει συναισθηματικά τον άνθρωπο. Θα έλεγε κανείς ότι από ένα σημείο και μετά όχι μόνο χάνει το νόημά της, αλλά γίνεται περισσότερο κουραστική.
Η πληθώρα των ανθρώπων που προσφέρουν τέτοια ευχαρίστηση (από ένα σημείο και μετά) μετατρέπεται σε βάρος που θα ήθελε να αποφύγει κανείς. Τέτοιες φιλίες δεν μπορούν να έχουν ούτε ποιότητα ούτε διάρκεια. Τα εξ’ αρχής στενά περιθώρια που τίθενται στη συναναστροφή σηματοδοτούν και το περιορισμένο εύρος που μπορούν να έχουν τόσο σε ανθρώπους, όσο και στο χρόνο που μπορεί να τους διατεθεί. Αν τα (έτσι κι αλλιώς στενά) όρια ξεπεραστούν, αρχίζουν οι δικαιολογίες προκειμένου να τηρηθούν οι αποστάσεις με κομψό τρόπο. Η διαρκής, όμως, διαχείριση τέτοιων καταστάσεων (λόγω του μεγάλου αριθμού των φίλων αυτού του είδους) είναι διαδικασία δυσάρεστη κι ενδέχεται να επιφέρει και παρεξηγήσεις.
Αλλά και στην περίπτωση της αληθινής φιλίας ο Αριστοτέλης δεν τάσσεται υπέρ του μεγάλου αριθμού των φίλων θέτοντας και πάλι όρια με τρόπο ανάλογο της πόλης, που πρέπει να έχει (επίσης) όρια στο μέγεθος του πληθυσμού της: «Στην περίπτωση τώρα των ενάρετων φίλων: πρέπει αυτοί να είναι πολύ μεγάλου αριθμού ή μήπως υπάρχει κάποιο όριο και στον αριθμό των φίλων όπως και στον αριθμό των μελών μιας πόλης; Γιατί ούτε με δέκα ανθρώπους μπορεί να γίνει μια πόλη, αλλά ούτε και με δέκα μυριάδες ανθρώπων δεν είναι πια πόλη: το πόσοι πρέπει να είναι δε δηλώνεται, πάντως, με έναν συγκεκριμένο αριθμό, αλλά με έναν αριθμό που πέφτει ανάμεσα σε συγκεκριμένα όρια» (1170b 10, 32-37).
Κι εδώ, βέβαια, δεν πρωτεύει το πλαίσιο της εποχής που καθιστά αδιανόητη την πόλη των δέκα μυριάδων (100.000) κατοίκων, αλλά η αριστοτελική αντίληψη για την ενάρετη φιλία που καθίσταται, επίσης, μέσα σε όρια, καθώς η υπερβολή και η έλλειψη φθείρουν το σωστό και σ’ αυτή την περίπτωση. Είναι αδύνατο να έχει κανείς υπερβολικό αριθμό φίλων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να προσδιοριστεί ο ακριβής τους αριθμός σαν να επρόκειτο για κάτι απολύτως μετρήσιμο.
Το κριτήριο που τίθεται είναι η αντοχή του καθενός σε μια πολυάνθρωπη συμβίωση: «Και στην περίπτωση των φίλων λοιπόν υπάρχει ένας συγκεκριμένος αριθμός – ίσως ο μεγαλύτερος δυνατός αριθμός ατόμων με τα οποία θα μπορούσε κανείς να συμβιώνει (γιατί αυτό είχαμε θεωρήσει ότι είναι το κατεξοχήν γνώρισμα της φιλίας)» (1171a 10, 1-3).
Με δεδομένο ότι η φιλία τίθεται ως μορφή συμβίωσης που προϋποθέτει την ύψιστη μοιρασιά είναι σαφές ότι δεν μπορεί να συμβεί με πολλούς ανθρώπους: «Ότι όμως είναι αδύνατο να συμβιώνει κανείς με πολλούς και να μοιράζει σε όλους αυτούς τον εαυτό του, αυτό είναι βέβαια ολοφάνερο. Αλλά και εκείνοι πρέπει, επίσης, να είναι φίλοι μεταξύ τους, αν πρόκειται να περνούν όλοι μαζί τις ώρες και τις μέρες τους· αυτό όμως είναι πολύ δύσκολο να συμβαίνει μεταξύ πολλών ανθρώπων» (1171a 10, 3-7).
Ο συσχετισμός της ενάρετης φιλίας με τον έρωτα επιβεβαιώνει την αδυναμία του πολυάριθμου: «Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπορεί κανείς να είναι ερωτευμένος με περισσότερα άτομα: ο έρωτας είναι, λέει, μια υπερβολή φιλίας, αυτό όμως προϋποθέτει ένα μόνο πρόσωπο. Και η δυνατή, επομένως, φιλία μόνο με λίγους είναι δυνατή» (1171a 10, 13-15).
Κι εδώ, βέβαια, γίνεται λόγος για το βάθος της ειλικρινούς ερωτικής αφοσίωσης που σηματοδοτεί την ύψιστη συναισθηματική πληρότητα κι όχι την επιφανειακή σωματική έλξη που ταυτίζεται με την πρόσκαιρη ευχαρίστηση. Θα έλεγε κανείς ότι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο καταστάσεις είναι αντίστοιχες με την εκ βαθέων φιλία που αντιπαρατίθεται με εκείνη της επιδερμικής ευχαρίστησης.
Με τον ίδιο τρόπο που αδυνατεί κάποιος να νιώσει την πιο ολοκληρωμένη μορφή του έρωτα με πολλούς είναι αδύνατο να προσεγγίσει την ενάρετη φιλία με μεγάλο αριθμό ανθρώπων: «Ίσως λοιπόν είναι καλό να μη ζητάει κανείς να έχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό φίλων, αλλά μόνο τόσους όσοι είναι αρκετοί για τη συμβίωση· γιατί ούτε και θα φαινόταν δυνατό να έχει κανείς μια δυνατή φιλία με πολλούς» (1171a 10, 10-13).
Από αυτή την άποψη, εκείνος που αισθάνεται ότι έχει τεράστιο αριθμό φίλων ουσιαστικά δεν έχει κανένα φίλο, αφού (τελικά) αγνοεί την έννοια της φιλίας συγχέοντας τη με τις καθημερινές σχέσεις που δημιουργούνται στο πλαίσιο της πόλης: «Οι άνθρωποι όμως που έχουν πολλούς φίλους και συμπεριφέρονται φιλικά και με οικειότητα προς όλους θεωρούνται πως δεν είναι φίλοι κανενός, παρά μόνο με την έννοια της σχέσης των συμπολιτών μεταξύ τους. Σε επίπεδο σχέσεων των συμπολιτών μεταξύ τους είναι, ασφαλώς, δυνατό να είναι κανείς φίλος με πολλούς αντίθετα, δεν μπορεί κανείς να έχει με πολλούς ανθρώπους τη φιλική σχέση που βασίζεται στην αρετή και στο χαρακτήρα του άλλου» (1171a 10, 18-22).
Κι αφού ξεκαθαρίζει το ζήτημα της ποσότητας των φίλων που μπορεί να έχει κανείς, ο Αριστοτέλης περνά στο επόμενο θέμα για διερεύνηση: «Ένα άλλο ερώτημα είναι αν τους φίλους τούς χρειαζόμαστε πιο πολύ στις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μας ή μήπως στις στιγμές της δυστυχίας» (1171a 11, 25-26). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι φίλοι επιζητούνται και στις δύο περιπτώσεις: «Η αλήθεια είναι ότι τους επιζητούμε και στη μια και στην άλλη περίπτωση· γιατί και στις στιγμές της δυστυχίας τους οι άνθρωποι χρειάζονται βοήθεια, αλλά και οι ευτυχισμένοι άνθρωποι έχουν ανάγκη από συντρόφους στη ζωή» (1171a 11, 26-28).
Η παρουσία των φίλων στις στιγμές της δυστυχίας (αναμφίβολα) λειτουργεί ανακουφιστικά: «Γιατί είναι μια ανακούφιση για τους στενοχωρημένους ανθρώπους η συμμετοχή των φίλων στον πόνο τους. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς στο σημείο αυτό να αναρωτηθεί αν οι φίλοι είναι σαν να παίρνουν επάνω τους ένα μέρος από το βάρος, ή μήπως δεν πρόκειται περί αυτού, αλλά η παρουσία τους, ευχάριστη από μόνη της, και η σκέψη της συμμετοχής τους στον πόνο είναι που κάνει τη λύπη μικρότερη» (1171a 11, 35-39).
Αυτός είναι και ο λόγος που ο πραγματικός φίλος οφείλει να σταθεί στο πλάι του φίλου του σε μια δύσκολη στιγμή: «ταιριάζει ασφαλώς να πηγαίνουμε στις δυστυχίες των φίλων μας πρόθυμα και απρόσκλητοι (δείχνει, πράγματι, αληθινό φίλο το να προσφέρει καλές υπηρεσίες, και μάλιστα σε φίλους που βρίσκονται σε ανάγκη και που δεν το έχουν ζητήσει· γιατί τότε είναι ωραιότερο και πιο ευχάριστο και για τους δύο)» (1171b 11, 23-27).
Το ζήτημα, όμως, περιπλέκεται, καθώς εκείνος που βιώνει τη δυστυχία θα ήθελε να προστατέψει τους φίλους του, ώστε να μην τους προξενήσει λύπη με τις δικές του στενοχώριες: «από την άλλη όμως το να αισθανόμαστε το φίλο μας στεναχωρημένο με τις δυστυχίες μας είναι κάτι που μας στεναχωρεί· όλοι, πράγματι, οι άνθρωποι αποφεύγουν να γίνονται πρόξενοι λύπης στους φίλους τους. Αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι με δυνατό αντρικό χαρακτήρα κοιτάζουν πώς να μην κάνουν τους φίλους τους να στεναχωριούνται με τις δικές τους στεναχώριες…» (1171b 11, 5-9).
Θα έλεγε κανείς ότι τα ειλικρινή συναισθήματα προς τον ενάρετο φίλο είναι που προκαλούν την αντίθετη συμπεριφορά των δύο πλευρών, αφού ο καθένας θέλει να προστατέψει την ευτυχία του άλλου. Ο δυστυχής προσπαθεί να μην επιβαρύνει τους φίλους, αλλά οι φίλοι αναλαμβάνουν από μόνοι τους την πρωτοβουλία να συνδράμουν. Το αμοιβαίο ενδιαφέρον είναι αδύνατο να εκδηλωθεί διαφορετικά. Πράγματι, δε θα ήταν κάποιος αληθινός φίλος αν εγκατέλειπε τον άλλο στις συμφορές, όπως δεν αποτελεί φιλία η απαίτηση να υποφέρουν όλοι επειδή κάποιος υπέστη μια συμφορά. Η αναφορά στο «δυνατό αντρικό χαρακτήρα» έχει να κάνει με το πρότυπο του «καλού και αγαθού» που (φυσικά) έχει να κάνει μόνο με τους άντρες.
Η ανακούφιση που λαμβάνει ο δυστυχής από τους φίλους του είναι ένα είδος ευεργεσίας, που (εν τέλει) είναι πρέπον να αποδεχτεί, όσο κι αν θέλει να απομακρύνει τους φίλους του από τη λύπη. Αν τους αποδιώξει υπάρχει κίνδυνος να φανεί ότι φέρεται αλαζονικά. Σε κάθε περίπτωση είναι καλό να αποδέχεται κανείς την ευεργεσία που θα έκανε και ο ίδιος προς τον άλλο σε μια αντίστοιχη στιγμή: «Πρέπει, πάντως, να είναι κανείς προσεκτικός μήπως, απορρίπτοντας τις ευεργεσίες των φίλων του, δημιουργήσει την εντύπωση ότι είναι ένας δυσάρεστος και αντιπαθητικός άνθρωπος· γιατί αυτό συμβαίνει μερικές φορές» (1171b 11, 30-31). Βέβαια, μεταξύ αληθινών φίλων είναι δύσκολο να συμβούν τέτοιου είδους παρεξηγήσεις.
Αντίθετα, η πρόσκληση στη χαρά τίθεται χωρίς καμία επιφύλαξη: «Από την άλλη μεριά, η παρουσία των φίλων στις ευτυχισμένες στιγμές μας κάνει ευχάριστη τη γενικότερη πορεία του χρόνου μας, όπως κάνει ευχάριστη και τη σκέψη ότι ευχαριστιούνται και αυτοί με τα δικά μας καλά» (1171b 11, 15-17).
Ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει δίνοντας το τελικό συμπέρασμά του: «Για το λόγο αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί σωστό να σπεύδουμε να προσκαλούμε τους φίλους μας στις στιγμές της ευτυχίας μας (γιατί είναι ωραίο πράγμα να έχει κανείς την τάση να ευεργετεί), στις στιγμές όμως της δυστυχίας μας αυτό να το κάνουμε με πολύ δισταγμό (γιατί πρέπει κανείς να μεταδίδει στους άλλους όσο γίνεται λιγότερο τα κακά που του συμβαίνουν· εξού και η φράση “Φτάνει ότι είμαι δυστυχισμένος εγώ”. Προπάντων όμως πρέπει να προσκαλούμε τους φίλους μας όταν με λίγη δική τους όχληση πρόκειται να μας προσφέρουν μεγάλη βοήθεια» (1171b 11, 18-23).
Η συνδρομή στη δυστυχία συνδέεται με το αναγκαίο, ενώ η συμμετοχή στη χαρά με το ωραίο: «Στις στιγμές λοιπόν της δυστυχίας η φιλία είναι κάτι το πιο αναγκαίο (γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή είναι απαραίτητοι οι φίλοι που επιλέγονται για το όφελος), είναι όμως κάτι το πιο ωραίο στις στιγμές της ευτυχίας (γι’ αυτό και οι άνθρωποι ψάχνουν να κάνουν φίλους τους τούς ενάρετους ανθρώπους)» (1171a 11, 29-31).
Η σύνδεση της συμπαράστασης στις δυστυχίες με το όφελος και της συμμετοχής στην ευτυχία με το ωραίο δεν μπορεί παρά να δίνει ένα προβάδισμα στη δεύτερη. Ίσως, πράγματι, ο φίλος να δείχνει την αρετή του περισσότερο στη χαρά παρά στη λύπη. Γιατί η παρηγοριά στη λύπη εμπεριέχει την ανωτερότητα. Είναι πιο εύκολο να βοηθήσεις κάποιον νιώθοντας ανώτερος ο ίδιος, παρά να βιώσεις τη χαρά του, όταν εκείνος βρίσκεται σε θέση ανωτερότητας. Ο αληθινός φίλος οφείλει να μη ζηλεύει (με την αρνητική έννοια) την ύψιστη χαρά ή την επιτυχία του άλλου. Κι αυτό πολλές φορές δεν αποδεικνύεται ιδιαίτερα εύκολο. Η λύπηση είναι ευκολότερη. Και η παρηγοριά επίσης.
Το σίγουρο είναι ότι ο Αριστοτέλης παρουσιάζει τη φιλία ως ύψιστη κοινωνικότητα, δηλαδή (με δεδομένο ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον) ως ύψιστη ολοκλήρωση του ανθρώπου. Η ποιότητα των συμμετεχόντων θα καθορίσει και την ποιότητα της φιλίας που θα συναφθεί. Κι αυτός είναι ο τρόπος που ολοκληρώνει τη διερεύνησή του για το ζήτημα της φιλίας στα «Ηθικά Νικομάχεια»: «Έτσι, η φιλία των κατώτερης ποιότητας ανθρώπων καταλήγει σε κάτι κακό (όντας άνθρωποι ασταθείς μετέχουν από κοινού σε ηθικά κατώτερης ποιότητας πράγματα, και γίνονται κακοί επειδή εξομοιώνονται ο ένας με τον άλλο), ενώ η φιλία των καλών ανθρώπων είναι καλή και συναυξάνεται με τη συχνή συναναστροφή και επικοινωνία τους. Κατά την κοινή, επίσης, αντίληψη γίνονται καλύτεροι χάρη στον τρόπο με τον οποίο ενεργούν, αλλά και με τη βελτιωτική επιρροή που ασκούν ο ένας στον άλλο» (1172a 12, 9-15).
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου