Εμπόδια στο να πετύχουμε και να έχουμε κάτι που θέλουμε πολύ δεν είναι μόνο αυτά που φαίνονται ως εμπόδια. Κάποια είναι τόσο καλά μεταμφιεσμένα που μας ξεγελούν και τελικά μας κρατάνε πολύ πιο ύπουλα από εκείνα που φαίνονται ξεκάθαρα ως δυσκολίες. Και μάλιστα μας οδηγούν και στο να εφευρίσκουμε δικαιολογίες, δυσκολίες και «εμπόδια» άλλου τύπου.
Τα πιο ύπουλα εμπόδια είναι τα εσωτερικά και ασυνείδητά μας, αυτά που συντηρούν το βόλεμα, την ψευδαίσθηση ασφάλειας, την καθησυχαστική στασιμότητα. Και, συχνά, αυτά που εντάσσονται στην οπτική «το μη χείρον βέλτιστον», του ασφαλούς συμβιβασμού. Μπορεί να είναι η προσκόλλησή μας σε μία κατάσταση αυτό που μας κρατάει μακριά από αυτό που θα μπορούσαμε να έχουμε.
Μήπως είμαι σε μία συντροφική σχέση που δεν μου προσφέρει αυτά που θέλω και χρειάζομαι, όμως μου εξασφαλίζει κάποιες βασικές ευκολίες και παροχές; Έτσι, όμως, στερώ από τον εαυτό μου μία σχέση πιθανώς πολλές βαθμίδες ανώτερη, πιο ταιριαστή, πιο ικανοποιητική, ακόμα και πιο αληθινή.
Μήπως είμαι σε μία δουλειά που με συντηρεί οικονομικά αλλά δεν με εξιτάρει, δεν μου δίνει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτώ τις ικανότητές μου, να εξελιχθώ; Ή, ακόμα χειρότερα, με δυσαρεστεί ή με στρεσάρει τόσο πολύ που ξεσπάω σε άλλους, ή που κινδυνεύω να αρρωστήσω ή να πέσω σε κατάθλιψη; Αυτό με κρατάει μακριά από μία επαγγελματική απασχόληση που πιθανώς θα κάνει τη ζωή μου ενδιαφέρουσα. Που θα με γεμίσει, που θα με φέρει σε εσωτερική ισορροπία και συμφωνία με τα θέλω μου και το είναι μου, όπου πιθανότατα θα αποδίδω και πολύ καλύτερα.
Αυτό το «πιθανώς», όμως, είναι η λέξη κλειδί! Διότι δεν υπάρχει βεβαιότητα στο διαφορετικό, ότι υπάρχει ή ότι θα υπάρξει πράγματι, και ότι όντως θα είναι και καλύτερο.
Μόνο πιθανό μπορεί να είναι αυτήν τη στιγμή. Και έτσι κολλάμε στο «σίγουρο» και οικείο που ξέρουμε τι είναι. Για να μην ρισκάρουμε το πιθανό και χάσουμε και αυτό που έχουμε—παρόλο που μπορεί να μην το θέλουμε και τόσο…
Κάποιες φορές, η πρώτη αποφασιστική κίνηση για τη μετάβαση από τη βολική ανεπιθύμητη ή ουδέτερη κατάσταση στην αβέβαιη και αόρατη, ακόμα, επιθυμητή φαίνεται σαν ένα άλμα στο κενό. Σαν ένα πήδημα στην άβυσσο, καθώς δεν μπορώ να δω τι ακριβώς καλύτερο υπάρχει εκεί για μένα. Σαν μία βουτιά σε μία αγριεμένη θάλασσα που δεν ξέρω αν μπορώ να διασχίσω, και αν διασχίσω και επιβιώσω δεν ξέρω πού ακριβώς θα με βγάλει. Σαν να μπαίνω σε ένα τρένο με άγνωστο προορισμό.
Σαν να πρέπει να αφήσω το σπίτι μου για να βρω ένα καινούριο που δεν ξέρω καν αν υπάρχει και πού, έτσι όπως το θέλω. Πού θα το βρω; Πότε θα το βρω; Θα το βρω τελικά, ή θα χαθώ στον δρόμο και μακριά και από αυτό που άφησα πίσω μου; Τι θα βρω εκεί; Πώς θα είναι εκεί; Ποιος θα είναι εκεί; Και αν είναι αυτό που θέλω, θα κρατήσει;
Όμως υπάρχουν και άλλα ύπουλα εμπόδια. Για παράδειγμα, πολλοί ειδικοί, σύμβουλοι, συγγραφείς, πνευματικοί καθοδηγητές, μας συνιστούν να ασκούμε συστηματικά την πρακτική της ευγνωμοσύνης για αυτά που ήδη έχουμε. Διότι αυτό βελτιώνει τη διάθεση, μειώνει το στρες και μάλιστα φτιάχνει και μία βάση για να έρθουν τα ακόμα καλύτερα. Και όμως, αυτή η πρακτική μήπως συχνά λειτουργεί ως ναρκωτικό και, τελικά, εμπόδιο; Μήπως μπορεί να καταλήξει σε πρακτική μεγαλύτερης ανοχής και περαιτέρω εγκλωβισμού στην υποδεέστερη κατάσταση, ώστε να μην έχουμε αρκετή εσωτερική πίεση να τολμήσουμε, να την εξελίξουμε ή να την αφήσουμε; Και πού είναι το όριο, όπου αντί για βοηθητική, αυτή η πρακτική γίνεται ανασταλτική;
Και ας προβληματιστούμε γενικότερα για τις πρακτικές και τεχνικές που χρησιμοποιούμε κατά κόρον για να νιώσουμε καλύτερα, για να μειώσουμε το στρες, να «χαλαρώσουμε». Για να μπορέσουμε τελικά να αντέξουμε περισσότερο και με λιγότερη εσωτερική αντίδραση αυτό που ζούμε. Διότι ενώ καταφέρνουμε να έχουμε μία φαινομενικά καλύτερη ή έστω υποφερτή ζωή, τελικά παρατείνουμε την προσκόλλησή μας στην κατάσταση που θα μπορούσαμε να αλλάξουμε. Συντηρούμε την αποφυγή να κινηθούμε αποφασιστικά και δυναμικά προς αυτό που πραγματικά θέλουμε. Πού σταματάει η ωφελιμότητα αυτών των πρακτικών και λειτουργούν πλέον ως μακροπρόθεσμα περιοριστικές, ακόμα και βλαπτικές;
Μήπως καταφέρνοντας να μην με ενοχλούν πλέον οι τσακωμοί και τα προβλήματα με τη σύντροφο, απλώς παρατείνω το αναπόφευκτο και τη μιζέρια μου; Μήπως αντέχοντας καλύτερα και πιο εύκολα το στρες της δουλειάς μου, απλώς παρατείνω μία κατάσταση που μακροπρόθεσμα με βλάπτει και μου στερεί την μετάβαση σε μία απασχόληση πολύ καλύτερη; Μήπως καταφέρνοντας να μην αγχώνομαι και τόσο πολύ με τα οικονομικά μου προβλήματα, συμβιβάζομαι ακόμα περισσότερο με την προβληματική κατάσταση και με τις σχετικές προβληματικές συμπεριφορές μου; Μήπως η μείωση της πίεσης, χάριν της προσωρινής ανακούφισης, μου αφαιρεί ένα ισχυρό κίνητρο να ξεφύγω, να τολμήσω, να κυνηγήσω το καλύτερο;
Αλλά δεν είναι λιγότερο σημαντικές και οι περιοριστικές μας πεποιθήσεις! Αυτά που συμπεράναμε από τα προβληματικά βιώματά μας ή που μας έμαθαν οι γονείς, οι δάσκαλοι, η θρησκεία, οι φιγούρες εξουσίας, οι άνθρωποι που εμπιστευτήκαμε, τα μέσα «ενημέρωσης» και «ο κόσμος». Ιδέες για τον εαυτό μας, για τους άλλους, για το τι είναι εφικτό και τι άπιαστο όνειρο, τι είναι ασφαλές και τι είναι επικίνδυνο, τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε, και άλλες που έχουν εντυπωθεί ισχυρά και αμετακίνητα ως «γνώσεις». Πεποιθήσεις που λειτουργούν ως φίλτρα της πραγματικότητας, ως διαμορφωτές αντίληψης και σκέψης, ως αυτόματα φρένα σε οποιαδήποτε προσπάθεια να βγούμε από την «πραγματικότητά» μας…
Και τα πιο ύπουλα εμπόδια από όλα, ίσως είναι οι συνήθειές μας. Οι αυτοματοποιημένες συμπεριφορές μας που μας βοηθούν να κάνουμε εκατοντάδες πράγματα καθημερινά χωρίς να σκεφτόμαστε το πώς και να κουραζόμαστε νοητικά. Αλλά και χωρίς να τις αμφισβητούμε, χωρίς να τις αξιολογούμε, χωρίς να εξετάζουμε κατά πόσο μας κρατάνε μακριά από τη ζωή που θέλουμε. Συνήθειες με τις οποίες σπαταλάμε τον χρόνο μας σε πράξεις και δραστηριότητες ανούσιες ή ακόμα και βλαπτικές, βάζουμε λανθασμένες προτεραιότητες, καλύπτουμε δευτερεύουσες και όχι πρωτεύουσες ανάγκες μας, συντηρούμε ασυνείδητα την παθητικότητα και το βόλεμα…
Κάποτε έρχονται έκτακτα και απρόβλεπτα γεγονότα να μας αναγκάσουν, πλέον, να μετακινηθούμε από την «ασφαλή» κατάσταση όπου οποίο έχουμε κολλήσει. Γεγονότα καθόλου ευχάριστα. Ίσως επώδυνα, βαριά, ακόμα και σοκαριστικά. Μία απώλεια, ένας χωρισμός, μία απόλυση, ένα ατύχημα, ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Και τότε, ίσως είναι ακόμα πιο δύσκολο και επίπονο κάνουμε το άλμα στο κενό, το πήδημα στην άβυσσο, τη βουτιά στην αγριεμένη θάλασσα, το ταξίδι προς το άγνωστο. Διότι έχουμε επιπλέον και τη δυσκολία της συνειδητοποίησης, αλλά και το βάρος της διαχείρισης των έντονων συναισθημάτων αλλά και των πρακτικών συνεπειών του απρόβλεπτου που συνέβη…
Γιατί να αφεθούμε να φτάσουμε στα όρια της αντοχής μας και της ανοχής μας για να κυνηγήσουμε το καλύτερο; Γιατί να περιμένουμε κάτι συνταρακτικό να μας τρομάξει, να μας ξυπνήσει, να μας σπρώξει; Γιατί να περιμένουμε πότε θα είμαστε έτοιμοι, πότε θα είναι κατάλληλες οι συνθήκες, πότε θα είναι πιο «ασφαλές», πότε θα μας ευνοήσει η τύχη; Γιατί να σπαταλάμε ότι πολυτιμότερο, περιορισμένο και πιο αναντικατάστατο διαθέτουμε, τον χρόνο μας; Γιατί να φτάνουμε στα γεράματά μας ή λίγο πριν τον αποχαιρετισμό μας στη ζωή για να μετανιώσουμε που δεν τολμήσαμε;
Μήπως είμαι σε μία συντροφική σχέση που δεν μου προσφέρει αυτά που θέλω και χρειάζομαι, όμως μου εξασφαλίζει κάποιες βασικές ευκολίες και παροχές; Έτσι, όμως, στερώ από τον εαυτό μου μία σχέση πιθανώς πολλές βαθμίδες ανώτερη, πιο ταιριαστή, πιο ικανοποιητική, ακόμα και πιο αληθινή.
Μήπως είμαι σε μία δουλειά που με συντηρεί οικονομικά αλλά δεν με εξιτάρει, δεν μου δίνει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτώ τις ικανότητές μου, να εξελιχθώ; Ή, ακόμα χειρότερα, με δυσαρεστεί ή με στρεσάρει τόσο πολύ που ξεσπάω σε άλλους, ή που κινδυνεύω να αρρωστήσω ή να πέσω σε κατάθλιψη; Αυτό με κρατάει μακριά από μία επαγγελματική απασχόληση που πιθανώς θα κάνει τη ζωή μου ενδιαφέρουσα. Που θα με γεμίσει, που θα με φέρει σε εσωτερική ισορροπία και συμφωνία με τα θέλω μου και το είναι μου, όπου πιθανότατα θα αποδίδω και πολύ καλύτερα.
Αυτό το «πιθανώς», όμως, είναι η λέξη κλειδί! Διότι δεν υπάρχει βεβαιότητα στο διαφορετικό, ότι υπάρχει ή ότι θα υπάρξει πράγματι, και ότι όντως θα είναι και καλύτερο.
Μόνο πιθανό μπορεί να είναι αυτήν τη στιγμή. Και έτσι κολλάμε στο «σίγουρο» και οικείο που ξέρουμε τι είναι. Για να μην ρισκάρουμε το πιθανό και χάσουμε και αυτό που έχουμε—παρόλο που μπορεί να μην το θέλουμε και τόσο…
Κάποιες φορές, η πρώτη αποφασιστική κίνηση για τη μετάβαση από τη βολική ανεπιθύμητη ή ουδέτερη κατάσταση στην αβέβαιη και αόρατη, ακόμα, επιθυμητή φαίνεται σαν ένα άλμα στο κενό. Σαν ένα πήδημα στην άβυσσο, καθώς δεν μπορώ να δω τι ακριβώς καλύτερο υπάρχει εκεί για μένα. Σαν μία βουτιά σε μία αγριεμένη θάλασσα που δεν ξέρω αν μπορώ να διασχίσω, και αν διασχίσω και επιβιώσω δεν ξέρω πού ακριβώς θα με βγάλει. Σαν να μπαίνω σε ένα τρένο με άγνωστο προορισμό.
Σαν να πρέπει να αφήσω το σπίτι μου για να βρω ένα καινούριο που δεν ξέρω καν αν υπάρχει και πού, έτσι όπως το θέλω. Πού θα το βρω; Πότε θα το βρω; Θα το βρω τελικά, ή θα χαθώ στον δρόμο και μακριά και από αυτό που άφησα πίσω μου; Τι θα βρω εκεί; Πώς θα είναι εκεί; Ποιος θα είναι εκεί; Και αν είναι αυτό που θέλω, θα κρατήσει;
Όμως υπάρχουν και άλλα ύπουλα εμπόδια. Για παράδειγμα, πολλοί ειδικοί, σύμβουλοι, συγγραφείς, πνευματικοί καθοδηγητές, μας συνιστούν να ασκούμε συστηματικά την πρακτική της ευγνωμοσύνης για αυτά που ήδη έχουμε. Διότι αυτό βελτιώνει τη διάθεση, μειώνει το στρες και μάλιστα φτιάχνει και μία βάση για να έρθουν τα ακόμα καλύτερα. Και όμως, αυτή η πρακτική μήπως συχνά λειτουργεί ως ναρκωτικό και, τελικά, εμπόδιο; Μήπως μπορεί να καταλήξει σε πρακτική μεγαλύτερης ανοχής και περαιτέρω εγκλωβισμού στην υποδεέστερη κατάσταση, ώστε να μην έχουμε αρκετή εσωτερική πίεση να τολμήσουμε, να την εξελίξουμε ή να την αφήσουμε; Και πού είναι το όριο, όπου αντί για βοηθητική, αυτή η πρακτική γίνεται ανασταλτική;
Και ας προβληματιστούμε γενικότερα για τις πρακτικές και τεχνικές που χρησιμοποιούμε κατά κόρον για να νιώσουμε καλύτερα, για να μειώσουμε το στρες, να «χαλαρώσουμε». Για να μπορέσουμε τελικά να αντέξουμε περισσότερο και με λιγότερη εσωτερική αντίδραση αυτό που ζούμε. Διότι ενώ καταφέρνουμε να έχουμε μία φαινομενικά καλύτερη ή έστω υποφερτή ζωή, τελικά παρατείνουμε την προσκόλλησή μας στην κατάσταση που θα μπορούσαμε να αλλάξουμε. Συντηρούμε την αποφυγή να κινηθούμε αποφασιστικά και δυναμικά προς αυτό που πραγματικά θέλουμε. Πού σταματάει η ωφελιμότητα αυτών των πρακτικών και λειτουργούν πλέον ως μακροπρόθεσμα περιοριστικές, ακόμα και βλαπτικές;
Μήπως καταφέρνοντας να μην με ενοχλούν πλέον οι τσακωμοί και τα προβλήματα με τη σύντροφο, απλώς παρατείνω το αναπόφευκτο και τη μιζέρια μου; Μήπως αντέχοντας καλύτερα και πιο εύκολα το στρες της δουλειάς μου, απλώς παρατείνω μία κατάσταση που μακροπρόθεσμα με βλάπτει και μου στερεί την μετάβαση σε μία απασχόληση πολύ καλύτερη; Μήπως καταφέρνοντας να μην αγχώνομαι και τόσο πολύ με τα οικονομικά μου προβλήματα, συμβιβάζομαι ακόμα περισσότερο με την προβληματική κατάσταση και με τις σχετικές προβληματικές συμπεριφορές μου; Μήπως η μείωση της πίεσης, χάριν της προσωρινής ανακούφισης, μου αφαιρεί ένα ισχυρό κίνητρο να ξεφύγω, να τολμήσω, να κυνηγήσω το καλύτερο;
Αλλά δεν είναι λιγότερο σημαντικές και οι περιοριστικές μας πεποιθήσεις! Αυτά που συμπεράναμε από τα προβληματικά βιώματά μας ή που μας έμαθαν οι γονείς, οι δάσκαλοι, η θρησκεία, οι φιγούρες εξουσίας, οι άνθρωποι που εμπιστευτήκαμε, τα μέσα «ενημέρωσης» και «ο κόσμος». Ιδέες για τον εαυτό μας, για τους άλλους, για το τι είναι εφικτό και τι άπιαστο όνειρο, τι είναι ασφαλές και τι είναι επικίνδυνο, τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε, και άλλες που έχουν εντυπωθεί ισχυρά και αμετακίνητα ως «γνώσεις». Πεποιθήσεις που λειτουργούν ως φίλτρα της πραγματικότητας, ως διαμορφωτές αντίληψης και σκέψης, ως αυτόματα φρένα σε οποιαδήποτε προσπάθεια να βγούμε από την «πραγματικότητά» μας…
Και τα πιο ύπουλα εμπόδια από όλα, ίσως είναι οι συνήθειές μας. Οι αυτοματοποιημένες συμπεριφορές μας που μας βοηθούν να κάνουμε εκατοντάδες πράγματα καθημερινά χωρίς να σκεφτόμαστε το πώς και να κουραζόμαστε νοητικά. Αλλά και χωρίς να τις αμφισβητούμε, χωρίς να τις αξιολογούμε, χωρίς να εξετάζουμε κατά πόσο μας κρατάνε μακριά από τη ζωή που θέλουμε. Συνήθειες με τις οποίες σπαταλάμε τον χρόνο μας σε πράξεις και δραστηριότητες ανούσιες ή ακόμα και βλαπτικές, βάζουμε λανθασμένες προτεραιότητες, καλύπτουμε δευτερεύουσες και όχι πρωτεύουσες ανάγκες μας, συντηρούμε ασυνείδητα την παθητικότητα και το βόλεμα…
Κάποτε έρχονται έκτακτα και απρόβλεπτα γεγονότα να μας αναγκάσουν, πλέον, να μετακινηθούμε από την «ασφαλή» κατάσταση όπου οποίο έχουμε κολλήσει. Γεγονότα καθόλου ευχάριστα. Ίσως επώδυνα, βαριά, ακόμα και σοκαριστικά. Μία απώλεια, ένας χωρισμός, μία απόλυση, ένα ατύχημα, ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Και τότε, ίσως είναι ακόμα πιο δύσκολο και επίπονο κάνουμε το άλμα στο κενό, το πήδημα στην άβυσσο, τη βουτιά στην αγριεμένη θάλασσα, το ταξίδι προς το άγνωστο. Διότι έχουμε επιπλέον και τη δυσκολία της συνειδητοποίησης, αλλά και το βάρος της διαχείρισης των έντονων συναισθημάτων αλλά και των πρακτικών συνεπειών του απρόβλεπτου που συνέβη…
Γιατί να αφεθούμε να φτάσουμε στα όρια της αντοχής μας και της ανοχής μας για να κυνηγήσουμε το καλύτερο; Γιατί να περιμένουμε κάτι συνταρακτικό να μας τρομάξει, να μας ξυπνήσει, να μας σπρώξει; Γιατί να περιμένουμε πότε θα είμαστε έτοιμοι, πότε θα είναι κατάλληλες οι συνθήκες, πότε θα είναι πιο «ασφαλές», πότε θα μας ευνοήσει η τύχη; Γιατί να σπαταλάμε ότι πολυτιμότερο, περιορισμένο και πιο αναντικατάστατο διαθέτουμε, τον χρόνο μας; Γιατί να φτάνουμε στα γεράματά μας ή λίγο πριν τον αποχαιρετισμό μας στη ζωή για να μετανιώσουμε που δεν τολμήσαμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου