Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Nietzsche: Η ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΚΟΣΜΟΘΕΑΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΛΙ­ΓΟ ΠΡΙΝ τό καλοκαίρι τοῦ 1870, με­τά τό «σά­λο» πού προ­κά­λε­σε ἡ δι­ά­λε­ξή του πε­ρί Σω­κρά­τη καί Τρα­γω­δί­ας, ὁ Νί­τσε ἐκ­μυ­στη­ρευ­ό­ταν στόν Ρόν­τε ὅτι δι­αρ­κῶς τοῦ ’ρχονται ἐμ­πνεύ­σεις γιά τό πρῶ­το του βι­βλί­ο.

Φο­βᾶ­μαι ὅτι στούς φι­λο­λό­γους δέ θά πεῖ ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τα. Ποιός ὅμως μπο­ρεῖ νά πά­ει κόν­τρα στή φύ­ση του; Με­τά ἀ­πό μι­ά πε­ρί­ο­δο χά­ρι­τος, τό λοι­πόν, ἀρ­χί­ζει ἡ πε­ρί­ο­δος τοῦ Σκαν­δά­λου. Ὥς τά τώ­ρα ἤ­μου­να γε­νι­κά ἀ­γα­πη­τός: φό­ρα­γα, βλέ­πεις, τίς ἀρ­χαῖ­ες παν­τοῦ­φλες πού ὅλοι ξέ­ρουν κι ἀ­γα­πούν. Θέ­μα καί τί­τλος τοῦ μελ­λον­τι­κοῦ βι­βλί­ου: «Σω­κρά­της καί Ἔν­στι­κτο».*

Τό πα­ρόν δο­κί­μι­ο, γραμ­μέ­νο ἐ­κεῖ­νο τό καλοκαίρι, ἐν μέ­σῳ γαλ­λο­γερ­μα­νι­κοῦ πο­λέ­μου, πε­ρι­έ­χει τήν πρώ­τη ἀ­πό­πει­ρα τοῦ Νί­τσε νά ξε­τυ­λί­ξει τή δι­κή του θε­ω­ρί­α γιά τήν ἀρ­χαι­οελ­λη­νι­κή Τέ­χνη βά­σει ἑ­νός ἐν­νοι­ο­λο­γι­κοῦ ζεύγ­μα­τος. Δέν συμ­βου­λεύ­τη­κε ἐν προ­κει­μέ­νῳ τόν κα­θη­γη­τή καί μέν­τορά του Ritschl, οὔ­τε τό δη­μο­σί­ευ­σε σέ κά­ποιο φι­λο­λο­γι­κό πε­ρι­ο­δι­κό. Ἦ­ταν μι­ά προ­σω­πι­κή του προ­σπά­θει­α νά βρεῖ ἕνα κλει­δί ν’ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει τό αἴ­νιγ­μα τοῦ Ἀρ­χαί­ου Κό­σμου.

Πρό­κει­ται γιά με­λέ­τες πού πρός τό πα­ρόν μό­νο γιά μέ­να ἔ­χουν κά­ποια ση­μασί­α. Δέν θά ἐ­πι­θυ­μοῦ­σα τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπ’ τό νά μοῦ δο­θεῖ χρό­νος, ὥ­στε νά ὡ­ρι­μά­σουν ἔ­τσι ὅπως πρέ­πει, κ’ ἔ­πει­τα νά μπο­ρέ­σω νά φτιά­ξω κά­τι ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νο.*

Τό κεί­με­νο, μέ ἐ­λά­χι­στες ἀλ­λα­γές, τό χά­ρι­σε στήν Κό­ζιμα Βάγ­κνερ τά Χρι­στού­γεν­να τοῦ 1870, μέ τί­τλο: Ἡ γέν­νη­ση τῆς τρα­γι­κῆς σκέ­ψης. Τό προ­σε­χές δι­ά­στη­μα, καί σέ συν­δυ­α­σμό μέ τή δεύ­τε­ρή του δι­ά­λε­ξη—Σω­κρά­της καί Τρα­γω­δί­α— ἄρ­χι­σε νά τό ἀ­να­πτύσ­σει,± χω­ρί­ζον­τάς το σέ κε­φά­λαι­α. Αὐτά θ’ ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν με­γά­λο μέ­ρος τῆς Γέν­νη­σης τῆς Τρα­γω­δί­ας, πού θά ὁ­λο­κλή­ρω­νε σ’ ἕνα πε­ρί­που χρό­νο. Ἡ κρί­σι­μη ἐ­πί­δρα­ση στή συγ­γρα­φή τῆς Δι­ο­νυ­σι­α­κῆς κο­σμο­θ­έ­α­σης± (ΔΚ) δέν ἦ­ταν τό­σο ἡ δι­ά­κρι­ση τοῦ Westphal καί τοῦ Ritschl σχε­τι­κά μέ τήν κι­θα­ρι­στι­κή (ἀ­πολ­λώ­νι­α) καί τήν αὐ­λη­τι­κή (δι­ο­νυ­σι­α­κή) μου­σι­κή,§ οὔ­τε ἡ προ­ϊ­στο­ρί­α τοῦ πε­ρί­φη­μου ἐν­νοι­ο­λο­γι­κοῦ ζεύγ­μα­τος, ἀλλά ἡ ἀ­νά­γνω­ση τῶν Βακ­χῶν —τίς ὁ­ποῖες ὁ Νί­τσε δί­δα­ξε τήν ἄ­νοι­ξη τοῦ 1870 στό Padagogium—, καί φαί­νε­ται ἀπ’ τίς ση­μει­ώ­σεις του ὅτι τόν εἶ­χαν ἀ­πα­σχο­λή­σει πο­λύ...** Ἐ­κείνη ἀ­κρι­βῶς τήν πε­ρί­ο­δο γεν­νή­θη­καν καί οἱ πρῶ­τες του σκέ­ψεις σχε­τι­κά μέ τή θε­μα­το­λο­γί­α τῆς ΔΚ* ὅπου τό ζή­τη­μα τῆς ἔκ­στα­σης παίρ­νει κε­φα­λαι­ώ­δη δι­ά­στα­ση, σέ συ­νάρ­τη­ση μέ τή δυ­να­μι­κή τοῦ ἤ­χου, τῆς ἁρ­μο­νί­ας, μά καί τῆς γλώσ­σας. (Ἤ­δη ἀπ’ τή δι­ά­λε­ξη Σω­κρά­της καί Τρα­γω­δί­α ὑ­πάρ­χουν ἴ­χνη τῶν Βακ­χῶν - ἄν καί κύ­ρι­ος ἄ­ξο­νας ἐκεῖ εἶ­ναι οἱ Βά­τρα­χοι.)

Πρό­κει­ται, πράγ­μα­τι, γιά δο­κί­μι­ο - γιά ἕνα πεί­ρα­μα, δη­λα­δή. Μέ σο­πε­να­ου­ε­ρι­κή φρα­σε­ο­λο­γί­α (ἀ­να­πό­φευ­κτα!) καί τόν ρο­μαν­τι­σμό τοῦ 19ου αἰώνα παν­τα­χοῦ πα­ρόν­τα. Ἀ­ποτε­λεῖ καρ­πό συ­ζη­τή­σε­ων μέ φί­λους-συμ­φοι­τη­τές (Overbeck, Ρόν­τε, Romundt), τό χει­μῶ­να 1868-9, λί­γο πρίν τήν ἀ­να­χώ­ρη­σή του γιά τή Βα­σι­λεί­α, ὅταν τούς ἐμ­πι­στευ­ό­ταν τίς πρῶ­τες ὑ­πο­ψί­ες του πά­νω σέ ζη­τή­μα­τα Τέ­χνης, Μου­σι­κῆς καί, φυ­σι­κά, τῆς Τρα­γω­δί­ας.± ±

Δέν πρό­κει­ται γιά «αὐ­στη­ρά» φι­λο­λο­γι­κή πραγ­μα­τεί­α. Φα­νε­ρό πώς, προ­τοῦ συμ­πλη­ρώ­σει χρό­νο ὡς τα­κτι­κός κα­θη­γη­τής, κά­τι εἶ­χε ἀλλά­ξει μέ­σα του ὁ­ρι­στι­κά. Δέν μπο­ροῦ­σε ν’ ἀρ­κε­στεῖ στή «μέ­θο­δο». Πό­τε-πό­τε ἄ­φη­νε τήν πε­πα­τη­μέ­νη - γιά νά πλα­τύ­νει ἡ ὀ­πτι­κή. Αὐτό οὐ­σι­α­στι­κά λέ­ει στήν πρώ­τη-πρώ­τη ἀ­ρά­δα τῆς Γέν­νη­σης τῆς Τρα­γω­δί­ας.± Κά­τι τέ­τοιο δέν σή­μαι­νε ἀ­πόρ­ρι­ψή της «με­θό­δου». Οἱ κα­θα­ρά φι­λο­λο­γι­κές του ἐρ­γα­σί­ες στόν Δι­ο­γέ­νη Λα­έρ­τι­ο, τόν Θέ­ο­γνι, τόν Σι­μω­νί­δη κ.λ., τό ἀ­πο­δεικνύ­ουν πε­ρί­τρα­να. Ὡ­στό­σο, οἱ φι­λό­λο­γοι, ἐ­λα­φρᾷ τῇ καρδίᾳ, ἔ­μει­ναν στόν «τύ­πο», προ­σπερ­νῶν­τας τό πρω­τό­λει­ό του, μή δι­α­κρί­νον­τας μέ­σα του καμ­μί­α «οὐσία». Ὁ Οὐ­λε­ρί­χος Βι­λα­μό­βιτς* δέν εἶ­δε πα­ρά τόν προ­φή­τη μί­ας «ἄ­θρη­σκης θρη­σκεί­ας» (!) καί μί­ας «ἀ-φι­λο­σο­φι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας» (!),± πού ἔ­πρε­πε τό γρη­γο­ρώ­τε­ρο νά κα­τέ­βει ἀπ’ τήν ἕ­δρα.± ±

Ἀ­σχέ­τως τῶν ὅ­ποι­ων ἀ­το­πη­μά­των του, ὁ Νί­τσε θἄ­πρεπε νά γνω­ρί­ζει ὅτι οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι συ­νά­δελ­φοί του — ἀ­κόμα καί οἱ πι­ό προι­κι­σμέ­νοι— δέν μπο­ροῦν νά στο­χα­στοῦν πα­ρά μό­νο γιά τά τῆς με­θο­δο­λο­γί­ας τους. Ἀ­να­πό­φευ­κτα ὁ νοῦς τούς θἄ­πι­α­νε ἀ­μέ­σως τό «μή ἐ­παρ­κῶς τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νο» —τήν πα­ρέκ­κλι­ση!— καί θά σή­μαι­νε συ­να­γερ­μό!

— «Μά... εἶ­ναι ἱ­στο­ρι­κά ἀ­να­κρι­βής ἐ­δῶ!», μοῦ εἶ­πε (ἐν ἔ­τει 2018!) φί­λος ἱ­στο­ρι­κός γιά τό ἐν λό­γῳ δο­κί­μι­ο, θορυ­βη­μέ­νος (ἡ κρυ­φο­χα­ρού­με­νος;) Καί ποῦ ἦ­ταν ἡ ἀ­να­κρί­βει­α; «Ὁ Δι­ό­νυ­σος δέν ἦρ­θε ἐξ Ἀ­σί­ας! Ἔ­χει βρε­θεῖ πιά σχε­τι­κή ἐ­πι­γρα­φή Γραμ­μι­κῆς Β’! Ὅ­λη ἡ σύλ­λη­ψή του κα­ταρ­ρέ­ει καί μό­νο ἀπ’ αὐτό!» Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, ὅτι ὁ Βιλα­μό­βιτς ὄ­χι μό­νο ἀμ­φι­σβή­τη­σε τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἐ­πάρκει­α τοῦ Νί­τσε, ἀλλά καί τόν ἀ­πο­κά­λε­σε «ἐ­χθρό της Ἀ­λή­θει­ας».* (Νἆ­ταν σύμ­πτω­ση πού, μῆ­νες με­τά± τό λί­βελ­λο τοῦ Οὐ­λε­ρί­χου, γρά­φει Τό πά­θος γιά τήν Ἀ­λή­θει­α;)

Ὁ Φρίν­τριχ δέν ἀ­πο­γο­η­τεύ­τη­κε ἐ­πει­δή μπῆ­κε τ’ ὄ­νομά του στή μαύ­ρη λί­στα (παίρ­νον­τας στό λαι­μό του, μά­λι­στα, καί τόν κα­λό του φί­λο Ρόν­τε, ὁ ὁ­ποῖος ἀ­ναγ­κά­στη­κε νά τόν ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖ ἀ­πέ­ναν­τι στόν Βι­λα­μό­βιτς), ἀλλ’ ἐ­πει­δή ἀ­πο­δεί­χτη­κε ἀ­δύ­να­τη ἡ πρόσ­λη­ψη τοῦ προ­βλή­μα­τος πού ἔ­θε­σε. Πί­στε­ψε ὅτι ἡ λο­γι­ω­σύ­νη μπο­ροῦ­σε πράγ­μα­τι νά κά­νει τήν ὑ­πέρ­βα­ση: νά προ­σπε­λά­σει ζη­τή­μα­τα ζω­ῆς. Νά μή μέ­νει στήν πα­ρα­βο­λή κει­μέ­νων, στήν εἰ­κο­το­λο­γί­α ἤ στήν πα­ρά­θε­ση πη­γῶν καί στόν «αὐ­στη­ρά φι­λο­λο­γι­κό ὑ­πομνη­μα­τι­σμό». Νά φεύ­γει πό­τε-πό­τε ἀπ’ τήν κλει­σού­ρα τοῦ γρα­φεί­ου της καί τό κυνήγι «σφαλ­μά­των», καί νά βγαί­νει ἔ­ξω, στόν ζω­ο­γό­νο ἀ­έ­ρα τῶν Μύ­θων νά σκέ­φτε­ται πρωτο­γε­νῶς —πέ­ρα ἀ­πό «αὐ­θεν­τί­ες», «πη­γές» καί «βι­βλι­ο­γρα­φι­κές ἀ­να­φο­ρές»—, νά ἐν­τρυ­φεῖ στήν πρώ­τη ὕ­λη τῶν ἀνθρώ­πι­νων βι­ω­μά­των, ἀ­πο­θέ­τον­τας τόν στεῖ­ρο ἐν­νοι­ο­λο­γικό φόρ­το. (Ὄ­χι ὅτι ὁ ἴ­διος τόν εἶ­χε ἀ­πο­θέ­σει ἐ­παρ­κῶς, τά χρό­νι­α ἐκεῖ­να...)

Ἀ­σφα­λῶς, ὁ φι­λό­λο­γος-ἱ­στο­ρι­κός θά ἐ­λέγ­ξει, θά ἐξακρι­βώ­σει, θά τεκ­μη­ρι­ώ­σει βά­σει τῆς Με­θό­δου. «Ἡ Μέ­θο­δος εἶ­ναι τό πο­λυ­τι­μό­τε­ρο εὕ­ρη­μα» - ἡ σο­βα­ρό­τη­τα κ’ ἡ ἐν­τι­μό­τη­τα ἀ­πέ­ναν­τι στή Γνώ­ση.* Δέν ὀ­φεί­λει ὅμως ἄ­ρα­γε καί ν’ ἀ­να­δεί­ξει —ἤ ἁ­πλῶς νά δε­χτεῖ— τή δι­α­φο­ρε­τι­κή ὀ­πτι­κή,± τό ἐ­λεύ­θε­ρο, δη­μι­ουρ­γι­κό βλέμ­μα ὅπου τό βρεῖ; Κι ἄν τό κα­τα­δι­κά­σει ἤ —ἀ­κό­μα χει­ρό­τε­ρα— ἀ­δι­α­φο­ρή­σει, τό­τε δέν πρό­κει­ται ἄ­ρα­γε γιά βα­ρι­ά μορ­φή μη­δε­νι­σμοῦ ἀ­ξιῶν; Τό­τε ποιά «σο­βα­ρό­τη­τα» κ’ «ἐν­τι­μό­τη­τα» ἀ­πέ­ναν­τι στή Γνώ­ση, ποιά «αἴ­σθη­ση τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ»! ±± Δυ­στυ­χῶς, ὁ ση­με­ρι­νός θε­ω­ρη­τι­κός —θά γρά­ψει στή Γέν­νη­ση τῆς Τρα­γω­δί­α­ς— ὄ­χι μό­νο στε­ρεῖ­ται ὑ­γι­οῦς ἐν­θου­σι­α­σμοῦ, πα­ρά εἶ­ναι κα­τά βά­θος ἕνας βι­βλι­ο­θη­κά­ρι­ος καί δι­ορ­θω­τής, πού χα­λά­ει τά μά­τια του καμ­που­ρι­α­σμέ­νος πά­νω ἀ­πό σκο­νι­σμέ­να βι­βλί­α, κυ­νη­γῶν­τας τυ­πο­γρα­φι­κά λά­θη. Ἕ­να χρό­νο με­τά, ἔ­χον­τας νω­πή τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἀ­πόρ­ρι­ψης καί τῆς πα­γε­ρῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας ἀ­πό συ­να­δέλ­φους (σέ λί­γο καί ἀ­πό τόν Βάγ­κνερ, γι’ ἄλ­λους λό­γους), θά πεῖ:

Ἐκεῖ πού σή­με­ρα μυ­ρί­ζε­ται κα­νείς τήν ἀ­δυ­να­μί­α ἑνός ἔρ­γου Τέ­χνης, τό­τε [στήν Ἀρ­χαι­ό­τη­τα] ἀ­να­ζη­τοῦ­σε τήν πη­γή τῆς με­γα­λύ­τε­ρης δύ­να­μής του!§

* * *
Η ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΚΟΣΜΟΘΕΑΣΗ

1

Οἱ Ἕλ­λη­νες, πού μέ τούς θε­ούς τους λέ­γουν καί συ­νά­μα κρύ­πτουν τίς μυ­στι­κές δι­δα­χές* τῆς κο­σμο­θέ­α­σής τους, ἔ­χουν γιά πη­γές τῆς Τέ­χνης τους δύ­ο θε­ό­τη­τες, τόν Ἀ­πόλ­λω­να καί τό Δι­ό­νυ­σο. Στήν Τέ­χνη, τά ὀ­νό­μα­τα αὐτά ἐκ­προ­σω­ποῦν δύ­ο ἀν­τι­δι­α­με­τρι­κά ὕ­φη, τά ὁ­ποῖα, μο­λο­νό­τι σχε­δόν πάν­τα ἀλ­λη­λο­συγ­κρού­ον­ταν, ὡ­στό­σο συμ­πο­ρεύ­ον­ταν κι­ό­λας, καί μό­νον μί­α φο­ρά, τόν και­ρό πού ἄν­θι­ζε ἡ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή «Βού­λη­ση», ἐμ­φα­νί­στη­καν συν­ται­ρι­α­σμέ­να στήν ἀτ­τι­κή Τρα­γω­δί­α.

Σέ δύ­ο κα­τα­στά­σεις ὁ ἄν­θρω­πος ἀγ­γί­ζει τήν ἀ­πό­λαυ­ση τοῦ ὑ­πάρ­χειν: στ’ ὄ­νει­ρο καί στη μέ­θη. Ἡ ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι[1] στόν κό­σμο τῶν ὀ­νεί­ρων, ἐκεῖ πού κά­θε ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τος καλ­λι­τέ­χνης, συνι­στᾶ τή μή­τρα τῶν εἰ­κα­στι­κῶν Τε­χνῶν,[2] κα­θώς κ’ ἑ­νός ση­μαν­τι­κοῦ μέ­ρους τῆς ποί­η­σης, ὅπως θά δοῦ­με πα­ρα­κά­τω. Στ’ ὄ­νει­ρο ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τήν μορ­φή, κα­τα­νοῶν­τας την ἄ­με­σα - ὅλα τά σχή­μα­τα μᾶς μι­λοῦν δέν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα τό ἀ­δι­ά­φο­ρο, τί­πο­τα τό πε­ριτ­τό. Φτά­νοντας στό ἀ­πό­γει­ο αὐτῆς τῆς κα­τά­στα­σης, μᾶς συ­νο­δεύ­ει ἡ δι­α­λάμ­που­σα αἴ­σθη­ση τοῦ φαι­νο­με­νι­κοῦ. Μό­λις σβή­σει ἡ αἴ­σθη­ση αὐτή, ἀρ­χί­ζουν τά πα­θο­λο­γι­κά συμ­πτώ­μα­τα· τό­τε τ’ ὄ­νει­ρο δέν ἀ­να­ζω­ο­γο­νεῖ πιά, καί παύ­ει ἡ φύ­σει εὐ­ερ­γε­τι­κή του ἐ­πί­δρα­ση. Πέρ’ ἀπ’ τό ὁ­ρι­ο τοῦ­το δέν ὑ­πάρ­χουν μό­νον εὐ­χά­ρι­στες κ’ οἰ­κεῖ­ες ὄ­ψεις τίς ὁ­ποῖες ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με ἄ­με­σα· ἡ ἴ­δια χα­ρά συ­νο­δεύ­ει τή θέ­α­ση τοῦ Σο­βα­ροῦ, τοῦ Λυ­πη­ροῦ, τοῦ Με­λαγ­χο­λι­κοῦ, τοῦ Ζο­φε­ροῦ - μό­νο πού κ’ ἐ­δῶ, τό πέ­πλο τοῦ φαί­νε­σθαι πρέ­πει ν’ ἀνεμίζει,.. νά μήν κα­λύ­πτει ὁ­λό­τε­λα τίς θε­με­λι­ώ­δεις μορ­φές τοῦ Πραγ­μα­τι­κοῦ. Ἄν λοι­πόν τ’ ὄ­νει­ρο εἶ­ναι τό παι­γνί­δι τοῦ κά­θε ἀνθρώπου μέ τό Πραγ­μα­τι­κό, ἡ Τέ­χνη τοῦ γλύ­πτη[3] (ὑ­πό τήν εὐ­ρεῖ­α ἔν­νοι­α τοῦ ὅρου) εἶ­ναι τό παι­γνί­δι μέ τ’ ὄ­νει­ρο. Τό ἄ­γαλ­μα, ὡς συμ­πα­γής ὄγκος μαρ­μά­ρου εἶ­ναι κά­τι ὅλως πραγ­μα­τι­κό, ὅμως τό «πραγ­μα­τι­κό» τοῦ ἀ­γάλ­μα­τος ὡς μορ­φή ὀ­νεί­ρου εἶ­ναι τό ζων­τα­νό πρό­σω­πο τοῦ θε­οῦ. Ὅ­σο τό ἄ­γαλ­μα μέ­νει με­τέ­ω­ρο σάν φά­σμα στά μά­τια τοῦ γλύ­πτη, ἐκεῖ­νος παί­ζει ἀ­κό­μη μέ τό πραγ­μα­τι­κό· ὅταν «με­τα­φρά­ζει» τήν πα­ρά­στα­ση αὐτή σέ μάρ­μα­ρο, παί­ζει μέ τ’ ὄ­νει­ρο.

Ὑ­πό ποιάν ἔν­νοι­α ὁ Ἀ­πόλ­λων ἔ­γι­νε θ­εός τῆς Τέχνης; Στό βαθ­μό πού εἶν’ ὁ θε­ός τῶν ὀ­νει­ρι­κῶν πα­ρα­στά­σε­ων. Εἶν’ ὁ «Φεγ­γο­βό­λος»·[4] στή βα­θύ­τε­ρη ρί­ζα του, θε­ός τοῦ ἥ­λι­ου καί τοῦ φω­τός, ὁ θε­ός πού φα­νε­ρώ­νε­ται μές στό θάμ­πος. Τό στοι­χεῖ­ο του εἶν’ ἡ «ὡ­ραι­ό­τη­τα»: αἰ­ώ­νι­α νιό­τη τόν συ­νο­δεύ­ει. Κρύ­βε­ται ὅμως καί στήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη πού ἐκ­πέμ­πουν τά ὄ­νει­ρα: ἡ ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­λή­θει­α κ’ ἡ πλη­ρό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν κα­τα­στά­σε­ων, σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τή μο­νά­χα σπα­σμα­τι­κά κα­τα­νο­η­τή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, τόν ὑ­ψώ­νουν σέ θε­ό μάν­τη, ὅσο καί καλ­λι­τέ­χνη. Ὁ θε­ός πού ἑ­δρεύ­ει στήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι[5] εἶ­ναι, λοι­πόν, κατ’ ἀ­νάγ­κην, καί θε­ός τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Γνώσης. Μά καί τό λε­πτό ἐ­κεῖ­νο ὅριο πού δέν πρέ­πει νά ὑ­περ­βεῖ τ’ ὄνει­ρο, τό ὅριο πέ­ρα ἀπ’ τ’ ὁ­ποῖο τά φαι­νό­με­να δέν ἀ­πα­τοῦν ἁ­πλῶς, πα­ρά συ­νι­στοῦν κι ἀ­θέ­μι­το δό­λο —ἐ­πε­νερ­γῶν­τας νο­ση­ρά—, ἀ­νή­κει κι αὐτό στήν ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να: τό μέ­τρο, ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ἀπ’ τ’ ἄ­γρι­α συ­ναι­σθή­μα­τα, ἡ σο­φί­α κ’ ἡ γα­λή­νη τοῦ θε­οῦ γλύ­πτη. Ὁ ὀ­φθαλ­μός του γα­λή­νι­ος, «ἡ­λι­ο­ει­δής»-[6] ἀ­κό­μα κι ὅταν εἶν’ ὀρ­γι­σμέ­νος[7] ἤ δύ­σθυ­μος, κα­θα­γιά­ζει τήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι.

Ἀν­τί­θε­τα, ἡ δι­ο­νυ­σι­α­κή Τέ­χνη βα­σί­ζε­ται στό παι­γνί­δι μέ τή μέ­θη, μέ τήν πα­ρά­φο­ρη ἔκ­στα­ση. Δύ­ο δυ­νά­μεις κα­τε­ξο­χήν ἀ­νυ­ψώ­νουν τόν ἀ­φε­λῆ ἄν­θρω­πο* τῆς Φύ­σης στήν αὐ­το­λη­σμο­σύ­νη τῆς μέ­θης: ἡ ὁρ­μή τῆς ἀ­νοίξε­ως καί τό ναρ­κω­τι­κό πο­τό. Σύμ­βο­λό τους: ὁ Δι­ό­νυ­σος. Ἡ Ἄρ­χή της ἀ­το­μι­κό­τη­τας± δι­α­σπᾶ­ται στίς δύ­ο αὐ­τές συν­θῆ­κες· τό ὑ­πο­κει­με­νι­κό σβή­νει μπρός στήν ὁρ­μή τοῦ πα­ναν­θρώ­πι­νου, τοῦ κα­θαυ­τό φυ­σι­κοῦ. Οἱ δι­ο­νυ­σι­α­κές γιο­ρτές δέν σφρα­γί­ζουν μό­νο τή συ­να­δέλ­φω­ση ἀν­θρώ­που μέ ἄν­θρω­πο,[8] πα­ρά συμ­φι­λι­ώ­νουν καί τόν ἄν­θρω­πο μέ τή Φύ­ση. Ἡ γῆ προ­σφέ­ρει τά δῶ­ρα της, καί τά πι­ό ἄ­γρι­α θη­ρί­α πλη­σι­ά­ζουν εἰ­ρη­νι­κά: πάν­θη­ρες καί τί­γρεις σέρ­νουν τό ἀν­θο­στό­λι­στο ἅρ­μα τοῦ Δι­ο­νύ­σου.[9] Κα­ταρ­γοῦν­ται ὅλες οἱ κά­στε­ς26 πού ἑ­δραί­ω­σαν οἱ ἀ­νάγ­κες κ’ οἱ αὐ­θαι­ρε­σί­ες τῶν ἀνθρώπων: ὁ δοῦ­λος εἶν’ ἐ­λεύ­θε­ρος, ὁ ἀ­ρι­στο­κρά­της κι ὁ τα­πει­νῆς κα­τα­γω­γῆς γί­νον­ται ἕνα σῶ­μα στά βακ­χι­κά χο­ρι­κά. Μέ ὁ­λο­έ­να με­γα­λύ­τε­ρους θι­ά­σους, στρο­βι­λί­ζε­ται ἀ­πό τό­πο σέ τό­πο τό εὐ­αγ­γέ­λι­ο τῆς «παγ­κό­σμι­ας ἁρ­μο­νί­ας»: τρα­γου­δῶν­τας καί χο­ρεύ­ον­τας ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται μέ­λος μι­ᾶς ἀ­νώ­τε­ρης, ἰδα­νι­κώ­τε­ρης κοι­νό­τη­τας·[10] ξέ­χα­σε πιά πῶς νά περ­πα­τᾶ, νά μι­λά­ει. Ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο: νιώ­θει ὑ­πό τήν ἐ­πή­ρει­α κά­ποιας μα­γι­κῆς δύ­να­μης - ἔ­χει πραγ­μα­τι­κά με­τα­μορ­φω­θεῖ! Τά ζῶ­α ἀ­πο­κτοῦν μι­λιά, ἡ γῆ προ­σφέ­ρει μέ­λι καί γά­λα,[11] κι αὐτός νιώ­θει νά ἡ­χεῖ μέ­σα του κά­τι ὑ­περ­φυ­σι­κό. Νιώ­θει θε­ός·[12] ὅ,τι ζοῦ­σε μο­νά­χα στή φαν­τα­σί­α του τώ­ρα κατα­κλύ­ζει ὅλο τοῦ τό εἶ­ναι! Τί τόν νοιά­ζουν οἱ εἰ­κό­νες καί τ’ ἀ­γάλ­μα­τα; Ὁ ἄν­θρω­πος δέν εἶ­ναι πιά καλ­λι­τέ­χνης - ἔ­γι­νε ὁ ἴ­διος ἔρ­γο Τέ­χνης· κι­νεῖ­ται ἐκ­στα­τι­κός, ἐ­ξυ­ψω­μέ­νος κα­θαυ­τό, σάν τούς θε­ούς ποὔ­βλε­πε στά ὄ­νει­ρά του. Ἐ­δῶ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἡ καλ­λι­τε­χνι­κή ἰ­σχύς, ὄ­χι πλέ­ον τοῦ ὅ­ποι­ου ἀν­θρώ­που, πα­ρά τῆς Φύ­σης ὁ­λά­κε­ρης. Ἐ­δῶ πλά­θε­ται καί λα­ξεύ­ε­ται ἕνας εὐ­γε­νέ­στε­ρος ἄρ­γι­λος, ἕνα πο­λυ­τι­μό­τε­ρο μάρ­μα­ρο - ὁ ἄν­θρω­πος! Αὐτός ὁ πλα­σμέ­νος ἀπ’ τόν καλ­λι­τέ­χνη Δι­ό­νυ­σο ἄν­θρω­πος εἶ­ναι γιά τή Φύ­ση ὅ,τι τό ἄ­γαλ­μα γιά τόν ἀ­πολ­λώ­νι­ο γλύ­πτη.

Ἄν ἡ μέ­θη εἶ­ναι τό παι­γνί­δι τῆς Φύ­σης μέ τόν ἄν­θρω­πο, ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ δι­ο­νυ­σι­α­κοῦ καλ­λι­τέ­χνη εἶ­ναι τό παι­γνί­δι μέ τή μέ­θη. Ἄν δέν ἔ­χει βι­ώ­σει κα­νείς προ­σω­πι­κά αὐτή τήν κα­τά­στα­ση, μό­νο μέ μι­ά πα­ρο­μοί­ω­ση μπο­ρεῖ νά τήν κα­τα­λά­βει: εἶ­ναι σά νά ὀ­νει­ρεύ­ε­σαι καί ταυ­τό­χρο­να νά νιώ­θεις ὅτι πρό­κει­ται γιά ὄ­νει­ρο. Ὅ­μοι­α κι ὁ θε­ρά­πων τοῦ Δι­ο­νύ­σου: με­θυ­σμέ­νος μέν, ἀλλά συγ­χρό­νως κρυ­φός πα­ρα­τη­ρη­τής τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του. Για­τί ἡ δι­ο­νυ­σι­α­κή καλ­λι­τε­χνί­α δέν ἐκ­δη­λώ­νε­ται στήν ἐναλ­λα­γή φρό­νη­σης καί μέ­θης, πα­ρά στή συ­νύ­παρ­ξή τους.

Αὐτή ἡ συ­νύ­παρ­ξη χα­ρα­κτη­ρί­ζει τό ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ: ἀρ­χι­κά, μο­νά­χα ὁ Ἀ­πόλ­λων ἦ­ταν ὁ Ἕλ­λη­νας θε­ός τῆς Τέ­χνης, κ’ ἡ δι­κή του ἡ δύ­να­μη συγ­κρά­τη­σε τόν ἐξ Ἀ­σί­ας ἐ­φορ­μῶν­τα Δι­ό­νυ­σο, μ’ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά γεν­νη­θεῖ ἀ­νά­με­σά τους ἡ ὀ­μορ­φό­τε­ρη ἀ­δερ­φι­κή σχέ­ση. Ἰ­δού λοι­πόν ὁ ἄ­κρα­τος ἰ­δε­α­λι­σμός τοῦ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κοῦ Κό­σμου: ἀ­πό μι­άν ἀ­σι­α­τι­κή λα­τρεί­α τῆς Φύ­σης, πού σή­μαι­νε τήν ἀ­πο­χα­λί­νω­ση κα­τώ­τε­ρων ὁρ­μῶν, τή γε­νί­κευ­ση ἀ­κο­λα­σί­ας καί κτη­νώ­δους ζω­ῆς, κα­ταρ­γῶν­τας, γιά κάμ­πο­σες μέ­ρες, κά­θε κοι­νω­νι­κό θε­σμό, γεν­νή­θη­κε μι­ά γιο­ρτή κα­θο­λι­κῆς λύ­τρω­σης, μι­ά ἡ­μέ­ρα ἐ­κτυ­φλω­τι­κῆς λαμ­πρό­τη­τας καί με­τα­μόρ­φω­σης τοῦ παν­τός! Οἱ Ἕλ­λη­νες μᾶς φα­νέ­ρω­σαν ὅλες τίς ἀ­νώ­τε­ρες ἐ­νορ­μή­σεις τους ὑ­ψώ­νον­τας ἀ­κρι­βῶς σέ ἰ­δε­ῶ­δες τό ὄργι­ο...[13]

Ἐν­τού­τοις, ὁ ἑλ­λη­νι­κός Κό­σμος οὐ­δέ­πο­τε βρέ­θη­κε σέ με­γα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο ὅσο κα­τά τή θυ­ελ­λώ­δη ἄ­φι­ξη­[14] τοῦ νέ­ου θε­οῦ - ἀλλ’ οὐ­δέ­πο­τε λού­στη­κε ἀπ’ ὡ­ραι­ό­τε­ρο φῶς ἡ σο­φί­α τοῦ δελ­φι­κοῦ Ἄ­να­κτα! Ἀν­τι­στε­κό­με­νος στήν ἀρ­χή, τύ­λι­ξε τόν πα­νί­σχυ­ρο Δι­ό­νυ­σο μέ τόν λε­πτό­τε­ρο ἱ­στό καί, προ­τοῦ κα­λά-κα­λά νά πά­ρει ἐ­τοῦ­τος εἴ­δη­ση, τόν εἶ­χε σχε­δόν αἰχ­μα­λω­τί­σει. Οἱ ἱ­ε­ρεῖς τοῦ δελ­φι­κοῦ μαν­τεί­ου δι­έ­βλε­ψαν πό­σο βα­θι­ά κι ἀ­να­μορ­φω­τι­κά θά ἐ­πι­δροῦ­σε τού­τη ἡ λα­τρεί­α στίς διά­φο­ρες κοι­νω­νι­κές δι­ερ­γα­σί­ες καί τήν προ­ώ­θη­σαν ἀ­νά­λο­γα μέ τίς πο­λι­τι­κο­θρη­σκευ­τι­κές τους ἐ­πι­δι­ώ­ξεις· ὁ ἀ­πολ­λώ­νι­ος καλ­λι­τέ­χνης, μέ λο­γι­σμό καί μέ­τρο, μυ­ή­θη­κε στήν ἐ­πα­να­στα­τι­κή τέ­χνη τῶν βακ­χι­κῶν τε­λε­τουρ­γι­ῶν τέ­λος, Ἀ­πόλ­λων καί Δι­ό­νυ­σος μοι­ρά­στη­καν τή δελ­φι­κή λα­τρεί­α στίς ἐ­τή­σι­ες γιο­ρτές. Τό­τε, ἀ­κριβῶς, βγῆ­καν κ’ οἱ δύ­ο θε­οί νι­κη­τές ἀπ’ τόν ἀγῶνα: μι­ά συμ­φι­λί­ω­ση[15] στό πε­δί­ο τῆς μά­χης. Ἄν θέ­λει κα­νείς ξε­κά­θα­ρα νά δεῖ πῶς κα­τά­φε­ρε τό ἀ­πολ­λώ­νι­ο στοι­χεῖ­ο νά δα­μά­σει τήν ἐ­ξω-λο­γι­κή ὑ­περ­φυ­σι­κό­τη­τα τοῦ Δι­ο­νύ­σου, ἄς θυ­μη­θεῖ ὅτι στήν ἀρ­χαι­ό­τε­ρη μου­σι­κή τό μέ­λος τό δι­θυραμ­βικόν ἦ­ταν τό ἡ­συ­χα­στι­κόν* [πρᾶγ­μα πού ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅτι ὅσο ἀ­πεῖ­χε ὁ δι­ο­νυ­σι­α­κός δι­θύ­ραμ­βος ἀπ’ τό ἀρ­χέ­τυ­πό του —τόν ὕ­μνο στή χα­ρά πού ἔ­ψαλ­λε τό δι­ο­νυ­σι­α­κό πλῆ­θο­ς—, τό­σο ἀ­κρι­βῶς ἀ­πεῖ­χαν κ’ οἱ πρῶ­τες ἀ­δέ­ξι­ες ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κές ἀ­πει­κό­νι­σεις τῶν αἰ­γυ­πτι­α­κῶν θε­ο­τή­των ἀπ’ τόν κό­σμο τῶν Ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν, ἔ­τσι ὅπως ἐ­τοῦ­τοι ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἀ­νά­γλυ­φοι­[16] στό ὁ­μη­ρι­κό ἔ­πος].±

Ὅ­σο, λοι­πόν, ὁ Ἀ­πόλ­λων δι­α­πό­τι­ζε τήν Τέ­χνη, τό­σο πι­ό ἐ­λεύ­θε­ρα ἀ­να­πτυσ­σό­ταν ὁ ὁ­μο­γά­λα­κτος θε­ός του, ὁ Δι­ό­νυ­σος: τήν ἐ­πο­χή τοῦ Φει­δί­α, ὁ πρῶ­τος προ­σπέ­λα­ζε τό κάλ­λος μέ μί­αν ἐν­τε­λῆ, τρόποντινά στα­τι­κή θέ­α­ση, ἐνῶ ὁ ἄλ­λος, μές στήν Τραγωδία, ἑρ­μή­νευ­ε τά αἰ­νίγ­μα­τα καί τά φο­βε­ρά τοῦ Κό­σμου, φθεγ­γό­με­νος μέ­σῳ τρα­γι­κοῦ μέ­λους τήν ἐ­σώ­τα­τη τῆς Φύ­σε­ως σκέ­ψη, τήν ὑ­φαν­τι­κή της Βού­λη­σης μέ­σα καί πά­νω ἀπ’ ὅλα τά φαι­νό­με­να.[17]

Ἄν ὑ­πο­θέ­σου­με ὅτ’ ἡ μου­σι­κή εἶν’ ἐ­πί­σης Τέ­χνη τοῦ θε­οῦ Ἀ­πόλ­λω­να, τοῦτο ἰ­σχύ­ει, εἰ­δι­κώ­τε­ρα, μο­νά­χα γιά τό ρυθ­μό, ποὔ­χει καί τήν πλα­στι­κή δύ­να­μη ν’ ἀ­να­πα­ρι­στᾶ ἀ­πολ­λώ­νι­ες κα­τα­στά­σεις: ἡ μου­σι­κή τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να εἶ­ναι μί­α ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή ἤχω­ν[18] - καί δή ἀ­πο­κλει­στι­κά τό­νων ὑ­παι­νι­κτικῶν,[19] σάν τούς ἤ­χους τῆς κι­θά­ρας.[20] Ὁ θε­ός τῆς μου­σι­κῆς προ­σε­κτι­κά κρα­τά­ει σέ σύμ­με­τρη ἀ­πό­στα­ση τό κα­θο­ρι­στι­κό ἀ­κρι­βῶς στοι­χεῖ­ο τῆς δι­ο­νυ­σι­α­κῆς μου­σι­κῆς[21] —ὅλης τῆς μου­σι­κῆ­ς—, τό τράν­ταγ­μα τοῦ ἤ­χου[22] καί τόν ἀ­σύγ­κρι­το κό­σμο τῆς ἁρ­μο­νί­ας. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες εἶ­χαν λε­πτό­τα­τη αἴ­σθη­ση τῆς ἁρ­μο­νί­ας, κα­θό­σο μπο­ροῦ­με νά συ­να­γά­γου­με ἀπ’ τήν αὐ­στη­ρή δι­ά­κρι­ση τῶν τό­νων. Ὡ­στό­σο τό­τε δέν ὑ­πῆρ­χε ἀ­νάγ­κη νά τήν ἐ­πε­ξερ­γα­στοῦν τό­σο δι­ε­ξο­δι­κά γιά νά τήν ἀ­κοῦ­νε ξε­κά­θα­ρα, ὅπως στά νε­ώ­τε­ρα χρό­νι­α. Στό ξε­τύ­λιγ­μα τῆς ἁρ­μο­νί­ας, ἀ­κό­μη καί στή σύν­τμη­σή της, στή λε­γό­με­νη με­λω­δί­α, ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἄ­με­σα ἡ Βού­λη­ση, χω­ρίς με­σο­λά­βη­ση τοῦ φαί­νε­σθαι. Κά­θε ἄ­το­μο ἐ­πέχει ἐ­δῶ θέ­ση συμ­βό­λου, χρη­σι­μεύ­ει τρόποντινά ὡς με­μο­νω­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ἑνός γε­νι­κοῦ κα­νό­να.

Ἀν­τί­στρο­φα ὁ δι­ο­νυ­σι­α­κός καλ­λι­τέ­χνης ἐκ­θέ­τει τήν οὐσία τῶν φαι­νο­μέ­νων, κα­θι­στῶν­τας τα ἄ­με­σα κα­τα­νο­η­τά: κυ­ρι­αρ­χῶν­τας πά­νω στήν ἄ­μορ­φη ἀ­κό­μη Βού­λη­ση, μπο­ρεῖ στό κά­θε πρό­σταγ­μα τῆς ἐμ­πνευ­σῆς του νά δη­μι­ουρ­γεῖ ἀ­πό κεῖ­νο τό χά­ος κό­σμο νέ­ο, ἀ­να­πλά­θον­τας μα­ζί, καί τόν πα­λαι­ό, τόν ἤδη γνω­στό ὡς Κό­σμο τῶν φαι­νο­μέ­νων.[23] Ὑ­πό αὐτήν τήν ἔν­νοι­α, ὁ δι­ο­νυ­σι­α­κός καλ­λι­τέ­χνης εἶ­ναι τρα­γι­κός μου­σι­κός.

Μές στή δι­ο­νυ­σι­α­κή μέ­θη καί τόν πα­ρά­φο­ρο ἐν­θου­σι­α­σμό πού δι­α­θέ­ει ὅλες τίς κλί­μα­κες τῆς ψυ­χῆς, εἴτ’ ἀ­πό δι­ε­γερ­τι­κές οὐσίες, εἴτ’ ἀπ’ τίς ὁρ­μές τῆς ἄ­νοι­ξης, ἐκ­δη­λώ­νε­ται ἡ ὕ­ψι­στη δύ­να­μη τῆς Φύ­σης: οἱ ἐ­πι­μέ­ρους ὀν­τό­τη­τες ἐ­πα­νε­νώ­νον­ται θαρ­ρών­τας πῶς εἶν’ ἕνα σῶ­μα, κ’ ἡ Ἀρ­χή τῆς ἀ­το­μι­κό­τη­τας μοιά­ζει, οὕ­τως εἰπεῖν, μέ μί­α κα­τά­στα­ση δι­αρ­κοῦς ἀ­δυ­να­μί­ας τῆς Βού­λη­σης. Ὅ­σο πι­ό ξε­πε­σμέ­νη ἡ Βού­λη­ση, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­α­σπῶν­ται ὅλα πρός τό ἀ­το­μι­κώ­τερο·[24] ὅσο πι­ό ἐ­γω­ι­στι­κά αὐ­θαί­ρε­τη ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ ἀ­τό­μου, τό­σο πι­ό ἀ­δύ­να­μος κι ὁ ὀρ­γα­νι­σμός τόν ὁ­ποῖον ὑ­πη­ρε­τεῖ. Τό­τε, ἀπ’ τή θρυμ­μα­τι­σμέ­νη Βού­λη­ση ἀ­να­φύ­ε­ται ξάφ­νου μί­α αἰ­σθη­μα­τι­κή ρο­πή : σά ν’ ἀ­κού­γε­ται ὁ «στε­ναγ­μός τοῦ δη­μι­ουρ­γή­μα­τος» γιά τή χα­μέ­νη ἑ­νό­τη­τα·[25] μές στήν ὕ­ψι­στη ἡ­δο­νή ἀν­τηχεῖ ἡ κραυ­γή τοῦ τρό­μου, ὁ θρῆ­νος γιά μι­άν ἀ­πώ­λει­α ἀ­ναν­τι­κα­τά­στα­τη. Ἡ πλη­θω­ρι­κή Φύ­ση γιορ­τά­ζει τά Σα­τουρ­νά­λι­ά τη­ς[26] καί ταυ­τό­χρο­να κη­δεύ­ει τούς νε­κρούς της.[27] Ἀ­να­μι­κτα τά συ­ναι­σθή­μα­τα τῶν ἱ­ε­ρέ­ων! Ὁ πό­νος ξυ­πνᾶ τήν ἥ­δο­νή, ἡ ἀ­γαλ­λί­αση ξε­ρι­ζώ­νει τούς ἡ­χους τῆς ὀ­δύ­νης ἀπ’ τό στῆ­θος.[28] Ὁ λύ­σι­ος* θε­ός ἀ­πο­λύ­τρω­σε ὅλα τά ὄντα ἀπ’ τόν ἑ­αυ­τό τους καί τά με­τα­μόρ­φω­σε!

Πα­ρα­ταῦ­τα, τό τραγούδι κ’ ἡ Μι­μι­κή ἑνός πα­ρά­φο­ρου πλή­θους, ὅπου ἐκδη­λω­νό­ταν ἡ ἴδι­α ἡ Φύ­ση μέ φω­νή καί κί­νη­ση, ἦ­ταν ὅλως νέ­α κι ἀ­νή­κου­στα γιά τούς Ἔλλη­νες τῆς ὁ­μη­ρι­κῆς ἐποχῆς: Τούς ἔ­μοι­α­ζαν σάν κά­τι ἀ­νατο­λί­τι­κο,[29] τ’ ὁ­ποῖο ἔ­πρε­πε κατ’ ἀρχάς νά τι­θα­σεύ­σουν —καί τό κα­τά­φε­ραν, ὅπως ἐν­τέ­λει «χώ­νε­ψαν» καί τήν Ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή τῶν αἰ­γυ­πτι­α­κῶν να­ῶ­ν— ἐν­τάσ­σον­τάς την στό δι­κό τους τρο­με­ρό ρυθ­μό καί τήν πλα­στουρ­γό τούς δύ­να­μη. Ὁ λα­ός τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να ἔ­ρι­ξε τό πα­νί­σχυ­ρο Ἔν­στι­κτο στά δε­σμά τῆς Ὀ­μορ­φιᾶς: δά­μα­σε τά πι­ό ἐ­πι­κίν­δυ­να στοι­χεῖ­α τῆς Φύ­σης, τά πι­ό ἄ­γρι­α θη­ρί­α της, καί τἄ­ζε­ψε κά­τω ἀπ’ τόν ἴδι­ο ζυ­γό. Ὁ θαυ­μα­σμός μας γιά τόν πα­νί­σχυ­ρο ἰ­δε­α­λι­σμό τῶν Ἑλ­λή­νων κο­ρυ­φώ­νε­ται, ἄν συγ­κρί­νου­με τήν ἐκ­πνευ­μά­τω­ση[30] τῶν δι­ο­νυ­σι­α­κῶν τε­λε­τῶν μ’ ὅσα ξέ­ρου­με γι’ ἄλ­λους λα­ούς σέ πα­ρό­μοι­ες γιο­ρτές. Τέ­τοιες τε­λε­τές μαρ­τυ­ροῦν­ται ἀπ’ τά πα­νάρ­χαι­α χρό­νι­α - πι­ό γνω­στά τά Σά­και­α­[31] στή Βα­βυ­λῶ­να, ὅπου, κα­τά τή δι­άρ­κει­α πεν­θή­με­ρων ἑ­ορ­τῶν, ἔ­σπα­γε κά­θε πο­λι­τει­α­κός καί κοι­νω­νι­κός θε­σμός. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς πα­ρα­πά­νω λα­τρεί­ας: ἡ ἀ­χα­λί­νω­τη ἀ­κο­λα­σί­α, ἕνας γε­νι­κευ­μέ­νος ἑ­ται­ρι­σμός πού ἐκ­μη­δέ­νι­ζε κά­θε ἴχνος οἰ­κο­γε­νει­α­κοῦ δε­σμοῦ.

Στόν ἀν­τί­πο­δα: οἱ δι­ο­νυ­σι­α­κές τε­λε­τές, ὅπως μᾶς τίς σκι­α­γρα­φεῖ ὁ Εὐ­ρι­πί­δης στίς Βάκ­χες. Ἐκεῖ βγαί­νει μι­ά εἰ­κό­να μέ τήν ἴδια χά­ρη, τήν ἴδιαά μου­σι­κό­τη­τα καί μετα­μορ­φω­τι­κή μέ­θη πού ὁ Σκό­πας κι ὁ Πρα­ξι­τέ­λης σμίλε­ψαν σέ μάρ­μα­ρο. Ἕ­νας ἀγ­γε­λι­α­φό­ρος δι­η­γεῖ­ται­[32] πώς εἶ­χε ὁ­δη­γή­σει τά κο­πά­δια του στίς βου­νο­κορ­φές μές στό κά­μα τοῦ με­ση­με­ριοῦ: Ἦ­ταν ἡ κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή καί τό κα­τάλ­λη­λο μέ­ρος γιά νά δεῖ τό ἀ­νί­δω­το... Ὁ Πᾶν τώ­ρα ἡ­συ­χά­ζει, ὁ οὐ­ρα­νός φόν­το με­γα­λό­πρε­πο μιᾶς ἐ­κτυ­φλω­τι­κῆς ὀ­μορ­φιᾶς, ἡ μέ­ρα πιά ἀν­θί­ζει.[33] Σ’ ἕνα ὀ­ρει­νό βο­σκο­τό­πι βλέ­πει θι­ά­σους τρεῖς γυ­ναι­κεί­ων χο­ρῶν ὅλες, ἀ­πο­κα­μω­μέ­νες, ἔ­χουν ξα­πλώ­σει σε­μνά, ἄλ­λες γερ­μέ­νες σέ κορ­μούς ἐ­λά­των, καί κοι­μοῦν­ται... Ξάφ­νου, ἡ μη­τέ­ρα τοῦ Πεν­θέ­α ξυ­πνᾶ· βγά­ζει μί­α χα­ρού­με­νη κραυ­γή, κι ὁ Ὕ­πνος τό βά­ζει στά πό­δια! Ἀ­μέ­σως, πη­δοῦν ὄρ­θι­ες ὅλες —ὑ­πό­δειγ­μα εὐ­κο­σμί­α­ς!—, νε­α­ρές κο­πέ­λες, μά κι ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες, ἀ­φή­νουν ξέ­πλε­κα τά μαλ­λιά τους, τα­κτο­ποι­οῦν τά ἐ­λα­φί­σια τους το­μά­ρια, τούς κόμ­πους καί τίς λυ­μέ­νες στόν ὕ­πνο κορ­δέ­λες. Ζώ­νον­ται μέ φί­δια, π’ ὅλο ἐμ­πι­στο­σύ­νη τούς γλεῖ­φαν τά μά­γου­λα, ἄλ­λες παίρ­νουν στήν ἀγ­κα­λιά τους λυ­κό­που­λα καί ζαρ­κά­δια καί τά βυ­ζαί­νουν! Ὅ­λες φο­ροῦν στε­φά­νι­α ἀ­πό κισ­σό καί πε­ρι­κο­κλά­δες· μί­α χτυ­πᾶ ἕνα βρά­χο μέ τό θύρ­σο καί δρο­σε­ρό νε­ρό ἀ­να­βρύ­ζει· ἄλ­λη ἀγ­γί­ζει μέ τό θύρ­σο της τό χῶ­μα καί μι­ά βρύ­ση κρα­σιοῦ τι­νά­ζε­ται κα­τά πά­νω! Μέ­λι γλυ­κό ἔ­στα­ζε ἀπ’ τά κλω­νά­ρια, καί μό­λις ἄγ­γι­ζαν μέ τ’ ἀ­κρο­δά­κτυ­λα τή γῆ, γά­λα ἔρρε­ε κα­τά­λευ­κο σά χιό­νι! — Ἆ, μά τοῦ­τος εἶν’ ἕνας κό­σμος κα­τα­μα­γε­μέ­νος! - ἡ Φύ­ση γιορ­τά­ζει τή συμ­φι­λί­ω­σή της μέ τόν ἄν­θρω­πο!..[34] Σύμ­φω­να μέ τό Μῦ­θο, ὁ Ἀ­πόλ­λων ἕνω­σε ξα­νά τά κομ­μά­τια τοῦ δι­α­με­λι­σμέ­νου Δι­ό­νυ­σου.[35] Νά λοι­πόν ἡ μορ­φή τοῦ θε­οῦ ὅπως τόν ἀ­να­δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ Ἀ­πόλ­λων, ἀ­φοῦ τόν ἔ­σω­σε ἀπ’ τόν ἀ­σι­α­τι­κό δι­α­με­λι­σμό του.

2

Οἱ θε­οί τῆς ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λά­δας, ἔ­τσι τέ­λει­οι ὅπως προ­βάλ­λουν στούς στί­χους τοῦ Ὁ­μή­ρου, σέ καμ­μί­α πε­ρί­πτω­ση δέν πρέ­πει νά ἐ­κλη­φθοῦν ὡς ἀ­πό­το­κοι τῆς ἔν­δει­ας καί τῆς χρεί­ας· δέν ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­πο­κυ­ή­μα­τα ἑ­νός πνεύ­μα­τος πε­ρι­δε­οῦς πού πρό­βα­λε τά εἴ­δω­λά τους πά­νω στό γλαυ­κό, γι­ατ’ ἤ­θε­λε τά­χα ν’ ἀ­πο­στρέ­ψει τό βλέμ­μα ἀπ’ τή ζω­ή. Οἱ μορ­φές αὐτές δέν ἔκ­φρα­ζουν τή θρη­σκεί­α τοῦ κα­θή­κον­τος, τῆς ἀ­σκη­τι­κῆς ἤ τῆς πνευ­μα­τι­κό­τη­τας,[36] πα­ρά τῆς ζω­ῆς! Ἀ­πη­χοῦν τό θρί­αμ­βο τῆς ὕ­παρ­ξης. Μί­α ζω­χά­ρει­α* συ­νο­δεύ­ει, τή λα­τρεί­α τους. Δέν ἀ­παι­τοῦν: θε­ο­ποι­οῦν τό Ὑ­πάρ­χον, εἴ­τε κα­λό εἶ­ναι εἴ­τε κα­κό.

Συγ­κρι­νό­με­νη μέ τήν αὐ­στη­ρό­τη­τα, τήν εὐ­σέ­βει­α καί τή στριφ­νό­τη­τα ἄλ­λων θρη­σκει­ῶν,[37] ἡ ἑλ­λη­νι­κή κιν­δυ­νεύ­ει νά πε­ρά­σει ἁ­πλᾶ καί μό­νον ὡς παι­γνί­δι τῆς φαν­τα­σί­ας· ἄν, ὅμως, δοῦ­με ποῦ ἔγ­κει­ται ἡ βα­θύ­τα­τη —καί συ­χνά πα­ραγνω­ρι­σμέ­νη— σο­φί­α της, τό­τε ὁ ἐ­πι­κού­ρει­ος χαρακτήρας τῶν Ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν θ’ ἀ­να­δει­χτεῖ αἴφ­νης ὡς δη­μι­ούρ­γη­μα ἑ­νός ἀ­σύγ­κρι­του λα­οῦ-καλ­λι­τέ­χνη, καί δή ὡς τό κο­ρυ­φαῖ­ο του ἐ­πί­τευγ­μα. Για­τί ὁ Σι­λη­νός, ὁ αἰχ­μά­λω­τος θε­ός τῶν δα­σῶν,[38] ἀ­πο­κα­λύ­πτει στούς θνη­τούς τή φι­λο­σο­φί­α τοῦ λα­οῦ: «Τό κα­λύ­τε­ρο γιά τόν ἄν­θρω­πο: νά μή ζεῖ· τό δεύ­τε­ρο κα­λό: γρή­γο­ρα νά πε­θάνει!»[39] Ἡ ἴ­δια φι­λο­σο­φί­α δι­α­μόρ­φω­σε τό ὑ­πό­βα­θρο τοῦ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κοῦ παν­θέ­ου.

Ὁ Ἕλ­λη­νας γνώ­ρι­ζε πο­λύ κα­λά τό φό­βο καί τόν τρό­μο τῆς Ὕ­παρ­ξης, ἀλ­λά τόν κά­λυ­πτε μ’ ἕνα πέ­πλο, προκει­μέ­νου νά ζή­σει: ἕνας σταυ­ρός κρυμ­μέ­νος κά­τω ἀ­πό ρό­δα, κα­τά τό συμ­βο­λι­σμό τοῦ Γκα­ῖ­τε.[40] Συ­νε­πῶς, ἐ­πι­κρά­τη­σε ὁ φω­τει­νός κό­σμος τοῦ Ὀ­λύμ­που, ἀφοῦ τό κρά­τος τῆς ζο­φε­ρῆς Μοί­ρας —ἐ­κεί­νης πού σφρά­γι­σε τόν πρό­ω­ρο θά­να­το τοῦ Ἀ­χιλ­λέ­α, καί τό φρι­χτό γά­μο τοῦ Οἰ­δίπο­δα— κρύ­φτη­κε πί­σω ἀπ’ τίς ἀ­πα­στρά­πτου­σες μορ­φές τοῦ Δί­α, τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να, τοῦ Ἑρ­μῆ κ.ο.κ. Ἄν κά­ποιος ἀ­φαι­ροῦ­σε τή λαμ­πρή καλ­λι­τε­χνι­κή ἐ­πί­φα­ση τοῦ διά­με­σου ἐ­κεί­νου Κό­σμου, δέ θά τοῦ ’με­νε πα­ρά ν’ ἀ­κο­λου­θή­σει τή σο­φί­α τοῦ θε­οῦ τῶν δα­σῶν - πού ἦ­ταν τοῦ Δι­ό­νυ­σου σύν­τρο­φος! Ἀ­πό τού­τη τήν ἀνάγκη τό καλ­λι­τε­χνι­κό δαι­μό­νι­ο τῶν Ἑλ­λή­νων ἔ­πλα­σε τους Ὀ­λύμ­πι­ους θε­ούς. Ὡς ἐκ τού­του, ἡ ἔν­νοι­α τῆς θε­ο­δί­κι­ας* δέν τούς προ­βλη­μά­τι­σε πο­τέ: φρόν­τι­σαν νά μήν ἀ­πο­δώσουν στούς θε­ούς τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ Κό­σμου­[41] καί, συ­νε­πῶς, οἱ­α­δή­πο­τε εὐ­θύ­νη γιά τήν κα­τά­στα­σή του. Στήν ἀ­νάγκη± ὑ­πεί­κουν κ’ οἱ θε­οί:[42] σο­φή δι­α­πί­στω­ση! Ὁ ἄν­θρω­πος θ’ ἀν­τι­κρύ­σει τή Μέ­δου­σα-Ὕ­πάρ­ξη, ὅ­ποι­α εἶ­ναι, μές ἀ­πό ’ναν κα­θρέ­φτη ὁ ὁ­ποῖος καί θά με­τα­μορ­φώ­σει τήν τρο­με­ρή της ὄψη[43] - αὐτή ἦ­ταν ἡ με­γα­λο­φυ­ής τα­κτι­κή­[44] τῆς ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κῆς Βού­λη­σης, γιά νά μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νά ζεῖ ! Για­τί πῶς ἀλ­λι­ῶς θ’ ἄν­τε­χε τήν ὕ­παρ­ξη αὐτός ὁ ἄ­πει­ρα εὐ­αί­σθη­τος καί μέ τήν ἐξαι­ρε­τική ρο­πή στό πά­θος+± λα­ός, ἄν δέν τήν ἀν­τί­κρυ­ζε πε­ρι­βε­βλη­μέ­νη ἀ­πό μί­α λάμ­ψη ἐκ­θαμ­βω­τι­κή, μές ἀπ’ τούς Ὀ­λύμ­πι­ους θε­ούς του; Ἡ ἴ­δια ἐ­νόρ­μη­ση πού κα­λεῖ τήν Τέ­χνη νά μπῇ στή ζω­ή γιά νά ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τήν ὕ­παρ­ξη, νά γε­μί­σει τά κε­νά της καί νά κρα­τή­σει τούς θνη­τούς ζων­τα­νούς μέ ­τά θέλ­γη­τρά της, γέν­νη­σε καί τόν Ὀ­λύμ­πι­ο ἐκεῖ­νο κό­σμο - ἕναν κό­σμο ὡ­ραι­ό­τη­τας, γα­λή­νης κι ἀ­πό­λαυ­σης.

Ὑ­πό τήν ἐ­πί­δρα­ση μι­ᾶς τέ­τοιας θρη­σκεί­ας, ἡ ζω­ή στούς ὁ­μη­ρι­κούς χρό­νους ἦ­ταν τό κα­τε­ξο­χήν πο­θού­με­νο: ζω­ή κά­τω ἀπ’ τήν ὑ­πέ­ρο­χη ἡ­λι­ο­φά­νει­α­[45] τέ­τοιων θε­ῶν. Ἡ ὀ­δύ­νη τῶν ὁ­μη­ρι­κῶν ἀνθρώπων συ­νί­στα­ται στήν ἀ­πώ­λει­α μί­ας πα­ρό­μοι­ας ὕ­παρ­ξης, μά­λι­στα στήν πρό­ω­ρη ἀ­πώ­λει­ά της· κ’ οἱ πέν­θι­μες με­λω­δί­ες τούς τόν «τα­χυ­θά­να­το­[46] Ἀ­χιλ­λέ­α» θρη­νοῦ­σαν στα­θε­ρά, τίς ἀ­πό­το­μες με­τα­βο­λές τῆς ἀν­θρώ­πι­νης μοί­ρας, τό τέ­λος τοῦ και­ροῦ τῶν Ἡ­ρώ­ων. Δι­ό­λου πε­ρι­φρο­νη­τέ­ο νά νο­σταλ­γεῖ τή ζω­ή ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος τῆς ἡ­ρω­ι­κῆς ἐποχῆς - νά θέ­λει νά ζή­σει πά­σῃ θυ­σί­α, ἔ­στω καί σάν κοι­νός με­ρο­κα­μα­τιάρης![47] Πο­τέ ἡ «Βού­λη­ση» δέ μί­λη­σε τό­σο θαρ­ρε­τά, ὅσο στόν ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κό Κό­σμο: ἀ­κό­μα κ’ οἱ θρῆ­νοι του τήν ὑ­μνοῦν! Γι’ αὐτό ἄλ­λω­στε τόν θαυ­μά­ζει τό­σο κι ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος: σά ν’ ἀν­τη­χεῖ ἀ­πό κεί­νους τούς χρό­νους ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἁρ­μο­νί­α ἀνθρώπου καί Φύ­σης- νά για­τί τό ἑλ­λη­νι­κό εἶν’ ἡ μα­γι­κή λέ­ξη γιά ὅσους γυ­ρεύ­ουν λαμ­πρά πρό­τυ­πα πού θά τούς βο­η­θή­σουν νά κα­τα­φά­σκουν συ­νει­δη­τά στά προ­στάγ­μα­τα τῆς Βού­λη­σης· γι’ αὐτό, τέ­λος, ξε­πή­δη­σε ἀπ’ τήν πέν­να συγ­γρα­φέ­ων μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη κλί­ση στίς ἀ­πο­λαύ­σεις ἡ ἔν­νοι­α «ἑλ­λη­νι­κή ἱ­λα­ρό­τη­τα», ὅπου τό ἐ­πί­θετο «ἑλ­λη­νι­κός» λει­τουρ­γεῖ ὄ­χι μό­νον ὡς πρό­σχη­μα, πα­ρά ὡς ἔ­παι­νος κα­θαυ­τό τοῦ ἔ­κλυ­του καί ρά­θυ­μου βί­ου...[48]

Σ’ ὅλες αὐτές τίς ἀν­τι­λή­ψεις, ἀπ’ τίς πι­ό εὐ­γε­νεῖς ὡς τίς πι­ό κοι­νό­το­πες καί πλα­νε­ρές, ὁ ἑλ­λη­νι­κός Κό­σμος ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται πο­λύ ὠ­μά κι ἁ­πλου­στευ­μέ­να. Θἄ­λε­γε κα­νείς, πλά­θε­ται κατ’ εἰ­κό­να ἐ­θνῶν πι­ό «ξε­κά­θα­ρων», σχε­δόν «μο­νο­κόμ­μα­των» (ὅπως λό­γου­χα­ριν οἱ Ρω­μαῖ­οι). Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, ὄφει­λε κα­νείς νά ὑ­πο­ψι­α­στεῖ πώς ἕνας λα­ός μέ τέ­τοια ἔ­φε­ση πρός τό Ὡ­ραῖ­ο, ἕνας λα­ός πού ὅ,τι ἄγ­γι­ζε γί­νον­ταν χρυ­σά­φι, θἄ­δι­νε, κατ’ ἀ­νάγ­κην, καί στήν κο­σμο­θέ­α­σή του μι­ά λάμ­ψη καλ­λι­τε­χνι­κή! Πράγ­μα­τι, συ­ναν­τοῦ­με ἐκεῖ μι­άν ἐκ­πλη­κτι­κή ψευ­δαί­σθη­ση, πού τό­σο στα­θε­ρά χρη­σι­μο­ποι­εῖ ἡ Φύ­ση γιά νά ἐ­πι­τύ­χει τούς σκο­πούς της. Ὁ ἀ­λη­θι­νός σκο­πός κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πό μι­άν ἀ­πα­στρά­πτου­σα ὀ­πτα­σί­α στήν ὁ­ποί­αν ἁ­πλώ­νου­με τά χέ­ρια, κ’ ἔ­τσι, πλα­νεύ­ον­τάς μας, ἡ Φύ­ση κα­τα­φέρ­νει αὐτό πού θέ­λει. Στούς Ἕλ­λη­νες, ἡ Βού­λη­ση ἤ­θε­λε νά με­τα­μορ­φώ­νε­ται σ’ ἔρ­γο Τέ­χνης - ὥ­στε τυ­λιγ­μέ­νη στό φῶς νά θε­ᾶ­ται τόν ἑ­αυ­τό της. Ἀλ­λά γιά νά δο­ξα­στεῖ ἔ­πρε­πε καί τά δη­μι­ουρ­γή­μα­τά της νἆν’ ἄ­ξι­α τέ­τοιας δό­ξας, ν’ ἀν­τι­κρύ­σουν τά εἴ­δω­λά τους στόν κα­θρέ­φτη μιᾶς ἀ­νώ­τε­ρης σφαί­ρας, νά ἐ­ξυ­ψω­θοῦν,[49] τρόποντινά, στό ἰ­δε­ῶ­δες, χω­ρίς ὅμως ἐ­τοῦ­τος ὁ τε­λειω­μέ­νος κό­σμος τῆς Θαυ­μα­στι­κῆς Μα­τιᾶς νά ἐ­πι­σύ­ρει προ­στα­γές ἤ μομ­φές. Στή σφαῖ­ρα τοῦ Ὡ­ραί­ου, λοι­πόν, ἀν­τι­κα­το­πτρί­στη­καν τά εἴ­δω­λά τους: οἱ Ὀ­λύμ­πι­οι θε­οί. Ὁ­πλι­σμέ­νη μέ τό Ὡ­ραῖ­ο, ἡ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή Βού­λη­ση πά­λε­ψε ἐναν­τί­ον ἑνός ἄλ­λου —ἀν­τί­στοι­χου μέ τό καλ­λι­τε­χνι­κό— «τα­λέν­του»: τοῦ πάσχειν καί τῆς ἐγ­γε­νοῦς σο­φί­ας του. Ἀπ’ τή μά­χη αὐτή, καί ὡς μνη­μεῖ­ο τῆς νί­κης πού κα­τή­γα­γε ἡ Βού­λη­ση, γεν­νή­θη­κε ἡ Τραγωδία.[50]

Ἡ μέ­θη τοῦ πά­θους, λοι­πόν, κ’ ἡ ὀ­μορ­φιά τοῦ ὀ­νεί­ρου ἀν­τι­στοι­χοῦν σέ δι­α­φο­ρε­τι­κούς Κό­σμους θε­ῶν: ἡ πρώ­τη, παν­το­δύ­να­μη κα­θώς εἶ­ναι, εἰ­σχω­ρεῖ στό νοῦ τῆς Φύ­σης, γνω­ρί­ζει τή φο­βε­ρή ὁρ­μή πρός τήν Ὕ­παρ­ξη, μά καί πρός τόν ἀ­έ­να­ο θά­να­το ὅσων ἔρχον­ται σ’ αὐτό τόν Κό­σμο. Γεν­νᾷ θε­ούς τοῦ Κα­λοῦ καί τοῦ Κα­κοῦ πού μοιά­ζουν μέ τήν Τύ­χη, προ­κα­λῶν­τας τρό­μο ὅταν φα­νε­ρώ­νον­ται οἱ προ­θέ­σεις τους·[51] εἶ­ναι ἀ­νάλ­γη­τοι κι ἀ­γνο­οῦν τήν ἡ­δο­νή τοῦ Ὡ­ραί­ου. Συγ­γε­νεῖς της ἀ­λή­θει­ας, πά­ρα πο­λύ κον­τά στή φύ­ση τῶν ἀ­φη­ρη­μέ­νων ἐν­νοι­ῶν, σπα­νί­ως καί δύ­σκο­λα ὑ­πο­στα­τι­κεύ­ον­ται σέ μορ­φές. Ἄν τούς κοι­τά­ξει κα­νείς, πε­τρώ­νει· ἀ­δύ­να­τον νά ζή­σει μέ τέ­τοιους θε­ούς! Αὐτή ἀ­κρι­βῶς κ’ ἡ δι­δα­χή τους.

Μά ἄν ἐ­τοῦ­τοι οἱ θε­οί δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά συγ­κα­λυ­φθοῦν τε­λεί­ως —σάν κά­ποιο ἔ­νο­χο μυ­στι­κό—, κά­τι ἄλ­λο πρέ­πει νά «τρα­βή­ξει» τό βλέμ­μα μας: ἡ ὑ­πέ­ρο­χη ὀ­πτα­σί­α τοῦ πα­ρα­κεί­με­νου Ὀ­λύμ­πι­ου Κό­σμου. Γι’ αὐτό, ὅσο πι­ό σκλη­ρή ἡ ἀ­λή­θει­α —ἡ τ’ ὅποι­ο σύμ­βο­λο τη­ς—, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­νά­βουν τά χρώ­μα­τα καί ζων­τα­νεύ­ουν οἱ μορ­φές τῶν Ὀ­λυμ­πί­ων.

Πο­τέ ἡ μά­χη με­τα­ξύ ἀ­λή­θει­ας καί κάλ­λους δέν ὑ­πῆρ­ξε τό­σο με­γα­λει­ώ­δης ὅσο κα­τά τήν εἰ­σβο­λή τῆς λα­τρεί­ας τοῦ Δι­ο­νύ­σου στήν Ἑλ­λά­δα:[52] ὁ Δι­ό­νυ­σος ἀποκάλυψε τή Φύ­ση,[53] τήν ἐ­ξέ­φρα­σε μέ τήν τρο­με­ρή σα­φή­νει­α τοῦ ἤ­χου,[54] κ’ ἔ­τσι ἀ­πο­δυ­να­μώ­θη­καν οἱ ἀ­πα­τη­λές λάμ­ψεις τοῦ φαί­νε­σθαι. Ἀπ’ τήν Ἀ­σί­α ξε­πή­γα­σε, καί στήν Ἑλ­λά­δα ἔ­γι­νε χεί­μαρ­ρος ὁ­λά­κε­ρος, ἀφοῦ ἐ­δῶ πρω­το­βρῆκε αὐτό πού ἔ­λει­πε ἐκεῖ: τή με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­αι­σθη­σί­α καί δε­κτι­κό­τη­τα στό πά­θο­ς[55] συν­ται­ρι­α­σμέ­νες μέ μι­άν ἀ­νά­λα­φρη σω­φρο­σύ­νη καί ὀ­ξυ­δέρ­κει­α. Πῶς ἀ­κρι­βῶς ὁ Ἀ­πόλ­λων πρό­τα­ξε τήν ἄ­μυ­να τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ Κό­σμου;[56] Ὁ νι­ό­φερ­τος με­τοί­κη­σε στήν ἐ­πι­κρά­τει­α τοῦ ὡ­ραί­ου φω­τός, στόν Ὄ­λυμ­πο, καί τοῦ ἀ­πο­δό­θη­καν πολ­λές ἀπ’ τίς τι­μές πού προ­σφέ­ρον­ταν στίς πλέ­ον εὐ­υ­πό­λη­πτες θε­ό­τη­τες - λο­γου­χά­ρη στό Δί­α καί τόν Ἀ­πόλ­λω­να. Πο­τέ δέν ἔ­γι­νε τό­ση φα­σα­ρί­α γιά ἕναν ξέ­νο: κ’ ἐ­κτός αὐ­τοῦ, ἦ­ταν ἕνας ξέ­νος τρο­μα­κτι­κός —hostis*, σ’ ὅλες τίς ση­μα­σί­ε­ς—, σύν τοῖς ἄλ­λοις ἱ­κα­νός νά γκρε­μί­σει τόν Οἶ­κο πού τόν φι­λο­ξε­νοῦ­σε! Σ’ ὅλες τίς ἐκ­φάν­σεις τοῦ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κοῦ βί­ου ἄρ­χι­σε μί­α με­γά­λη ἐ­πα­νά­στα­ση: ὁ Δι­ό­νυ­σος εἰ­σχώ­ρη­σε παν­τοῦ - φυ­σι­κά καί στήν Τέ­χνη.[57]

Ἡ θέ­α­ση, τό ὡ­ραῖ­ο, τό φαί­νε­σθαι± ὁ­ρί­ζουν τό πε­δί­ο τῆς ἀ­πολ­λώ­νι­ας Τέ­χνης: εἶ­ναι ὁ με­τα­μορ­φω­μέ­νος κό­σμος τοῦ Μα­τιοῦ, πού ὅταν τά βλέ­φα­ρα κλεί­νουν, με­του­σι­ώ­νε­ται σέ κα­θαυ­τό δη­μι­ουρ­γό, στό ὄνει­ρο.[58] Σ’ αὐτή τήν κα­τά­στα­ση μᾶς μπά­ζει τό ἔπος: μέ ἀ­νοι­χτά τά μά­τια, δέν πρό­κει­ται νά δοῦ­με τί­πο­τα· τώ­ρα εὐ­φραι­νό­μα­στε μέ τις ἐ­σώ­τα­τες εἰ­κό­νες τίς ὁ­ποῖες ὁ ρα­ψω­δός προ­σπα­θεῖ νά ἐ­γεί­ρει μέ τό λό­γο.[59] Οἱ εἰ­κα­στι­κές Τέ­χνες, ἐν προ­κειμέ­νῳ, ἐ­πε­νερ­γοῦν ἔμ­με­σα: μέ τό λα­ξε­μέ­νο μάρ­μα­ρο, ὁ γλύ­πτης μᾶς ὁ­δη­γεῖ στήν ὀ­νει­ρώ­δη ὀ­πτα­σί­α πού πρῶ­τα αὐτός ἀν­τί­κρυ­σε: στή μορ­φή δη­λα­δή τοῦ ζῶντος θε­οῦ, ἡ ὁ­ποί­α —ὡς τέ­λος*— πα­ρί­στα­ται πιά ἐ­ναρ­γής, ὄ­χι μό­νο στή φαν­τα­σί­α τοῦ καλ­λι­τέ­χνη, μά καί τοῦ θε­α­τῆ. Αὐτός, τώ­ρα, ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων, ἀπ’ τή διά­με­ση τού­τη μορ­φή τοῦ ἀ­γάλ­μα­τος, ἀ­να­δη­μι­ουρ­γεῖ νο­ε­ρά τό ἀρχι­κό ὁ­ρα­μα τοῦ γλύ­πτη.

Ἔ­τσι, ὁ ἐ­πο­ποι­ός βλέ­πει τήν ἴ­δια ζῶ­σα μορ­φή καί θέ­λει νά κά­νει καί τούς ἄλ­λους νά τήν ἀν­τι­κρύ­σουν - ὄ­χι βέ­βαι­α μέ­σῳ κά­ποιου ἀ­γάλ­μα­τος. Ἐ­κεῖ­νος ἀρ­χί­ζει ν’ ἀ­φηγεῖ­ται, ζων­τα­νεύ­ον­τάς την μπρο­στά μας μέ κι­νή­σεις, μου­σι­κή, λό­γο καί δρά­ση. Ἐ­μεῖς, πά­λι, γυ­ρεύ­ον­τας τήν πρώ­τη αἰ­τί­α μι­ᾶς σει­ρᾶς ἀ­πο­τε­λε­σμά­των, ἀ­γό­μα­στε πρός μί­α καλ­λι­τε­χνι­κή σύν­θε­ση, κι ὅταν πιά δοῦ­με κα­θα­ρά μπρο­στά μας τήν ἀρ­χι­κή μορ­φή, ἤ τό σύμ­πλεγ­μα, ἤ τήν εἰ­κό­να —ὅταν, δη­λα­δή, ὁ ἐ­πο­ποι­ός μᾶς ἔ­χει βά­λει γιά τά κα­λά στήν ὀ­νει­ρι­κή κα­τά­στα­ση πού τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σε τίς πα­ρα­πά­νω πα­ρα­στά­σει­ς—, τό­τε ἔ­χει πε­τύ­χει τό σκο­πό του.

Ἡ πα­ρα­κί­νη­ση τοῦ ἐ­πο­ποι­οῦ γιά πλα­στι­κή δη­μι­ουρ­γί­α ἀ­πο­δει­κνύ­ει πό­σο δι­α­φέ­ρει ἡ λυ­ρι­κή ποί­η­ση ἀπ’ τό ἔ­πος, ἀ­φοῦ, ὁπωσ­δή­πο­τε, κύ­ρι­ος σκο­πός τῆς πρώ­της, δέν εἶν’ ἡ δη­μι­ουρ­γί­α εἰ­κό­νων. Μό­νο κοι­νό τους στοι­χεῖ­ο: τό Ὑ­λι­κό, ἡ λέ­ξη, γε­νι­κώ­τε­ρα, ἡ ἔν­νοι­α.59 Ὅ­μως, δέν δι­α­θέ­του­με κά­ποια κοι­νή Κα­τη­γο­ρί­α στήν ὁ­ποί­αν ἡ Ποί­η­ση θά συ­νυ­πῆρ­χε μέ τήν ἀ­πει­κο­νι­στι­κή Τέ­χνη καί τή μου­σική· ἁ­πλῶς «συγ­κολ­λοῦ­με» δύ­ο τε­λεί­ως δι­ά­φο­ρετι­κά καλ­λι­τε­χνι­κά μο­νο­πά­τια, ὅπου τό μέν ἕνα ὁ­δη­γεῖ στήν Τέ­χνη τῆς ἀ­πει­κό­νι­σης, καί τό ἄλ­λο στή μου­σι­κή· ἀμ­φό­τε­ρα, ὡ­στό­σο, εἶν’ ἁ­πλῶς μο­νο­πά­τια πρός καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μι­ουρ­γί­α, ὄχι Τέ­χνες κα­θαυ­τό - τό πού ἰ­σχύ­ει, ἄλ­λω­στε, γιά τή ζω­γρα­φι­κή καί τή γλυ­πτι­κή. Ἀ­λη­θι­νή Τέ­χνη ση­μαί­νει ἱ­κα­νό­τη­τα δη­μι­ουρ­γί­ας εἰ­κό­νω­ν[60] - ἀ­δι­ά­φο­ρο ἄν πρό­κει­ται γιά δη­μι­ουρ­γί­α ἐκ τῶν προ­τέρων ἤ ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων. Σέ τού­τη τήν κα­τε­ξο­χήν ἀν­θρώ­πι­νη ἰ­δι­ό­τη­τα ἔγ­κει­ται ἡ ­σπου­δαι­ότη­τα τῆς Τέ­ χνης γιά τόν πνευ­μα­τι­κό πο­λι­τι­σμό. Ὁ καλ­λι­τέ­χνης —ὁ ἄν­θρω­πος πού ἐμ­πνέ­ει τό θε­α­τή, δεί­χνον­τάς του τό δρό­μο πρός τήν Τέ­χνη— δέν μπο­ρεῖ νά­ναι συγ­χρό­νως καί ὁ ἀ­πο­κλει­στι­κός ἐ­κτε­λε­στής τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς δρά­σης.[61]

Ἡ εἰ­κο­νο­λα­τρί­α τοῦ ἀ­πολ­λώ­νι­ου πο­λι­τισμοῦ, εἴ­τε ἐ­πρό­κει­το γιά κά­ποιο να­ό, ἤ γι’ ἄ­γαλ­μα, εἴ­τε γιά τά ὁ­μη­ρι­κά ἔ­πη, ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε τό μέ­τρο - ἠ­θι­κό αἴ­τη­μα πα­ρό­μοι­ο τοῦ αἰ­σθη­τι­κοῦ αἰ­τή­μα­τος τοῦ Ὡ­ραί­ου. Βε­βαί­ως, μι­ά τέ­τοια ἀ­ξί­ω­ση εἶ­ναι δυ­να­τή μο­νά­χα ὅπου τό ὅριο εἶ­ναι εὐδιάκριτο. Γιά νά μπο­ρέ­σει νά κρα­τη­θεῖ κα­νείς ἐν­τός ὁ­ρί­ων, πρέ­πει, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, νά τά γνω­ρί­ζει - ἐφ’ ᾦ κ’ ἡ προ­ει­δο­ποί­η­ση τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να: γνῶ­θι σαυ­τόν !* Ἀλλ’ ὁ κα­θρέ­φτης στόν ὁ­ποῖο μπο­ροῦ­σε νά δεῖ —πά’ νά πεῖ: νά γνω­ρί­σει— τόν ἑ­αυ­τό του ὁ ἀ­πολ­λώ­νι­ος Ἕλ­λη­νας, ἦ­ταν ὁ κό­σμος τῶν Ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν: ἐκεῖ ἀν­τίκρυ­ζε ὅλη του τήν ὕ­παρ­ξη πε­ρι­βε­βλη­μέ­νη ἀπ’ τήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ Ὀ­νεί­ρου. Τό μέ­τρο πού ὅρι­ζε τόν κό­σμο τῶν Ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν —σ’ ἀν­τί­θε­ση μέ τόν κα­τα­κρη­μνι­σμέ­νο κό­σμο τῶν Τι­τά­νω­ν— ἦ­ταν τό μέ­τρο τοῦ Κάλ­λους· τό ὅριο ἐν­τός του ὁ­ποί­ου ὄ­φει­λε ὁ Ἕλ­λη­νας νά μεί­νει ἦ­ταν ἡ ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι. Ἕ­νας πνευ­μα­τι­κός πο­λι­τι­σμός φύ­σει στραμ­μέ­νος στό φαί­νε­σθαι καί στό μέ­τρο, ἀ­πο­σκο­ποῦ­σε, ἀπ’ τά μύ­χι­ά του, στή συγ­κά­λυ­ψη τῆς ἀ­λή­θει­ας:[62] τό προ­ει­δο­ποι­η­τι­κό μη­δέν ἄ­γαν* δέν ἀ­πευ­θυ­νό­ταν μό­νο στόν ἀ­κα­τα­πό­νη­το ἐ­ρευ­νη­τή τῆς ἀ­λή­θει­ας, μά καί στόν ὑ­περ­δύ­να­μο Τι­τᾶ­να. Στόν Προ­μη­θέ­α ὁ ἑλ­λη­νι­κός Κό­σμος εἶ­δε πό­σο ὀ­λέ­θρι­α δρᾶ ἡ ὑ­πέρ­με­τρη προ­ώ­θη­ση τῶν ὁ­ρί­ων τῆς ἀν­θρώ­πι­νης γνώ­σης, τό­σο εἰς βά­ρος τοῦ εὐ­ερ­γέ­τη ὅσο καί τοῦ εὐ­ερ­γε­τού­με­νου. Ὅ­ποιος ἀ­ξι­ώ­νει νά θέ­σει σέ δο­κι­μα­σί­α τόν ἑ­αυ­τό του καί τή σο­φί­α του ἐ­νώ­πι­όν τοῦ θε­οῦ, πρέ­πει, σύμ­φω­να μέ τόν Ἡ­σί­ο­δο, νά ἔ­χει μέτρον σοφίης...[63]

Σ’ ἕναν κό­σμο ἔ­τσι δο­μη­μέ­νο κι ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κά προστα­τευ­μέ­νο εἰ­σχώ­ρη­σαν λοι­πόν οἱ ἐκ­στα­τι­κοί ἦ­χοι τῆς δι­ο­νυ­σι­α­κῆς γιο­ρτῆς, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας ὅλο τό Ὑπέρμε­τρο πού κρύ­βει ἡ Φύ­ση σέ χα­ρά, σέ πό­νο καί σέ γνώ­ση!.. Τό ὅριο, τό μέ­τρο, φάν­τα­ζε πιά λάμ­ψη ἀ­πα­τη­λή· ὡς ἀ­λή­θει­α, ἔ­λαμ­ψε τώ­ρα τό «Ὑ­πέρ­με­τρο»![64] Γιά πρώ­τη φο­ρά βού­ι­ξε τό λα­ϊ­κό τραγούδι σ’ ὅλη τή δαι­μό­νι­α γο­η­τεί­α του, ἀ­να­βα­φτι­σμέ­νο στή μέ­θη ἑνός παν­το­δύ­να­μου συ­ναι­σθή­μα­τος!± Τί σή­μαι­νε, ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὁ ψαλμω­δός τοῦ ἐν Δελ­φοῖς ἄ­να­κτος, μέ τούς ἁ­πλῶς καί μό­νο ὑ­πο­βλη­τι­κούς καί ἐγ­κρα­τεῖς χτύ­πους τῆς κι­θά­ρας του; Τώ­ρα τό μέ­λος —ἀλ­λο­τι­νό προ­νό­μι­ο γιά δι­ά­φο­ρες κά­στες μου­σι­κῶν καί ποι­η­τῶν (κά­τι σάν πα­τριές), μα­κρι­ά ἀ­πό κά­θε λο­γής βέ­βη­λη ἀ­νά­μι­ξη, κρα­τη­μέ­νο ὑ­πό τήν ἀ­πολ­λώ­νι­α ἐ­πι­βο­λή στό ἐ­πί­πε­δο ἁ­πλῆς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή­ς—, αἴρει ὅλους τούς φραγ­μούς: ἡ προ­γε­νέ­στε­νη ρυθμι­κή τοῦ ἁ­πλοῦ μο­τί­βου ζίγκ-ζάγκ χα­λα­ρώ­νει,[65] κ’ ἑ­τοι­μά­ζε­ται γιά βακ­χι­κό χο­ρό! Κι ὁ ἦ­χος ἀ­κού­γε­ται κλαγγή,[66] ὄ­χι πλέ­ον μέ μί­α φα­σμα­τι­κή λέ­πτυν­ση, πα­ρά μ’ ἑ­κα­τον­τα­πλά­σι­α ἰ­σχύ, συ­νο­δευ­ό­με­νος ἀ­πό βα­θύ­φω­να πνευ­στά.[67] Κ’ ἰ­δού τό μέ­γα μυ­στή­ρι­ο: γεν­νι­έ­ται ἡ ἁρ­μο­νί­α, πού μέ τήν κί­νη­σή της ξα­νοί­γει στή δι­ά­νοι­ά μας πεν­τα­κά­θα­ρη τή βού­λη­ση τῆς Φύ­σης! Τώ­ρα, πρω­τό­γνω­ροι ἦ­χοι κυ­κλώ­νουν τήν ἐ­πι­κρά­τει­α τοῦ Δι­ο­νύ­σου - ἦ­χοι κρυμ­μέ­νοι ἔν­τε­χνα στόν κό­σμο τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να· ἡ λάμ­ψη τῶν Ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν χα­μή­λω­σε μπρός στή σο­φί­α τοῦ Σι­ληνοῦ. Ἡ Τέ­χνη, πού μές στήν ἐκ­στα­τι­κή της μέ­θη πρόφε­ρε τήν ἀ­λή­θει­α, ἔ­τρε­ψε σέ φυ­γή τίς Μοῦ­σες τοῦ φαίνε­σθαι· μές στήν αὐ­το­λη­σμο­σύ­νη τοῦ δι­ο­νυ­σι­α­σμοῦ χά­θη­κε τό ἄ­το­μο μα­ζί μέ τά ὅρι­α καί τά μέ­τρα του: τό λυ­κό­φως κά­ποιων θε­ῶν πλη­σί­α­ζε...[68]

Τί σχε­δί­α­ζε ἡ Βού­λη­ση —ἡ μί­α Βού­λη­ση— ἐ­πι­τρέ­πον­τας, εἰς βά­ρος τῶν ἀ­πολ­λώ­νι­ων δη­μι­ουρ­γη­μά­των της, τήν εἴ­σο­δο τῶν δι­ο­νυ­σι­α­κῶν στοι­χεί­ων;

Ἀ­πο­σκο­ποῦ­σε σέ μί­α νέ­α κι ἀ­νώ­τε­ρη μη­χα­νή* τῆς ὕ­παρ­ξης, στή γέν­νη­ση τῆς τρα­γι­κῆς σκέ­ψης.[69]

3

Ἡ δι­ο­νυ­σι­α­κή ἔκ­στα­ση, πού κα­ταρ­γεῖ τά συ­νή­θη φράγ­μα­τα καί τά ὅρι­α τῆς Ὕπαρ­ξης, κρύ­βει, σ’ ὅλη τή δι­άρκει­ά της, ἕνα στοι­χεῖ­ο λη­θαρ­γι­κό, στ’ ὁ­ποῖο ἐμ­βα­πτί­ζε­ται ὅ,τι βι­ώ­θη­κε στό πα­ρελ­θόν. Αὐτό τό χά­σμα τῆς λη­σμο­σύ­νης χω­ρί­ζει τήν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα ἀπ’ τή δι­ο­νυ­σι­α­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Μό­λις ὅμως ἡ Συ­νεί­δη­ση ἐ­πι­στρέ­φει στήν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα,[70] προ­κα­λεῖ ἀ­η­δί­α[71] καί, ἀ­πο­τέρως, μί­α δι­ά­θε­ση ἀσκητική, ἀρ­νη­τι­κή ἀ­πέ­ναν­τι στή Βού­λη­ση. Στό χῶ­ρο τοῦ στο­χα­σμοῦ, τό Δι­ο­νυ­σι­α­κό, σύμ­βο­λο μιᾶς ἀ­νώ­τε­ρης κο­σμι­κῆς τά­ξης, ἀν­τι­τάσ­σε­ται σ’ ἕναν ἄλ­λο Κό­σμο, κοι­νό­το­πο κι ἄ­σχη­μο: ὁ Ἕλ­λη­νας ἐ­πι­ζη­τοῦ­σε τήν ἀ­πό­λυ­τη φυ­γή ἀπ’ τό κρά­τος τῆς ἐ­νο­χῆς* καί τοῦ πε­πρω­μέ­νον. Δέν γύ­ρευ­ε πα­ρη­γο­ριά σέ μί­α ζω­ή με­τα­θα­νά­τι­α· λα­χτα­ροῦ­σε κά­τι ὑ­ψη­λό­τε­ρο, ὑ­ψη­λό­τε­ρο ἀ­κό­μη κι ἀπ’ τούς θε­ούς του! - ἀρ­νι­ό­ταν τήν ἐγ­κό­σμι­α ὕ­παρ­ξη καί τό ζω­η­ρό­χρω­μο ἀν­τι­κα­θρέ­φτι­σμα τῶν θε­ῶν της! Ξυ­πνῶν­τα­ς± ἀπ’ τή μέ­θη, βλέ­πει παν­τοῦ τή φρί­κη καί τόν πα­ρα­λο­γι­σμό τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης κι ἀ­η­δι­ά­ζει.[72] Τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νει τή σο­φί­α τοῦ θε­οῦ τῶν δα­σῶν...

Ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς βρί­σκε­ται καί τό ἔ­σχα­το ὅριο κιν­δύ­νου στόν ὁ­ποῖο θά μπο­ροῦ­σε νά πε­ρι­πέ­σει ἡ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή Βού­λη­ση, μέ τή βα­σι­κή Ἀρ­χή τῆς ἀ­πολ­λώ­νι­ας αἰ­σι­ο­δο­ξί­ας· ἔ­θε­σε, λοι­πόν, πά­ραυ­τα σέ λει­τουρ­γί­α τίς φυ­σι­κές ἰ­α­μα­τι­κές της δυ­νά­μεις προ­κει­μέ­νου ν’ ἀν­τι­στρέ­ψει τήν ἀρ­νη­τι­κή τού­τη δι­ά­θε­ση. Μέ­σον της: τό τρα­γι­κό καλ­λι­τέ­χνη­μα καί ἡ τρα­γι­κή ἰ­δέ­α. Ἀ­σφα­λῶς, δέν εἶ­χε πρό­θε­ση νά με­τρι­ά­σει κι ἀ­κό­μα λι­γώ­τε­ρο νά κα­τα­στεί­λει τόν δι­ο­νυ­σι­α­σμό: ἄ­με­σος κα­τα­ναγ­κα­σμός δέν ἦ­ταν δυ­να­τός· ἤ, κι ἄν ἦ­ταν, θά ἐγ­κυ­μο­νοῦ­σε πάν­τως σο­βα­ρώ­τα­τους κιν­δύ­νους, για­τί τό στα­μα­τη­μέ­νο πά­νω στήν ἐκ­χύ­λι­σή του στοι­χεῖ­ο θἄ­βρι­σκε τό­τε ἀλλοῦ δι­έ­ξο­δο καί θά δι­α­πό­τι­ζε ὅλες τίς ἀρ­τη­ρί­ες τῆς ζω­ῆς.

Ἔ­πρε­πε, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, ἐ­κεῖ­νες οἱ φρι­χτές σκέ­ψεις γιά τήν ἀ­η­δί­α καί τό πα­ρά­λο­γο τῆς ὕ­παρ­ξη­ς[73] νά με­ταμορ­φω­θοῦν σέ πα­ρα­στά­σεις πού ν’ ἀ­φή­νουν τή ζω­ή νά κυ­λά­ει! Αὐτές εἶ­ναι τό Ὑψηλό (:ἡ ἔν­τε­χνη τι­θά­σευση τῆς φρί­κης) καί τό Γελοῖ­ο­[74] (:ἡ ἔν­τε­χνη ἀ­πο­φόρ­τι­ση* ἀπ’ τήν ἀ­η­δί­α τοῦ πα­ρα­λό­γου). Τά δύ­ο αὐτά ἀλ­ληέν­δε­τα στοι­χεῖ­α ἑ­νώ­θη­καν σέ ἕνα καλ­λι­τέ­χνη­μα, τ’ ὁ­ποῖο μι­μεῖ­ται —καί παί­ζει μέ— τή μέ­θη.

Τό Ὑ­ψη­λό καί τό Γε­λοῖ­ο πᾶ­νε ἕνα βῆ­μα πέ­ρα ἀπ’ τήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι, ἀφοῦ ἄλ­λω­στε τοῦ­τες τίς δύ­ο ἔν­νοι­ες τίς νι­ώ­θου­με ἀν­τι­φα­τι­κές![75] Διό­λου δέν κα­λύ­πτον­ται ἀπ’ τήν ἀ­λή­θει­α: ἀ­πο­τε­λοῦν πε­ρι­κά­λυμ­μά της, ἔ­στω καί πι­ό δι­ά­φα­νο ἀπ’ τήν ὡ­ραι­ό­τη­τα. Ἑ­πο­μέ­νως, ὑ­πο­δη­λώ­νουν ἕναν διά­με­σο κόσμο ἀ­νά­με­σα στήν ὡ­ραι­ό­τη­τα καί τήν ἀ­λή­θει­α - ἐκεῖ ἀ­κρι­βῶς ὅ­που ’ναι δυ­να­τή ἡ ἕνω­ση τοῦ Δι­ό­νυ­σου μέ τόν Ἀ­πόλ­λω­να. Αὐτός ὁ Κό­σμος ξα­νοί­γει μπρο­στά μας ὅταν παί­ζου­με μέ τή μέ­θη, ὄ­χι ὅταν χα­νό­μα­στε μέ­σα της. Στόν ἠ­θο­ποι­ό ἀ­να­γνωρί­ζου­με τό δι­ο­νυ­σι­α­κό ἄν­θρω­πο, τόν Ποι­η­τή, τόν Ἀ­οι­δό, τό Χο­ρευ­τή ὡς φο­ρέ­α τοῦ ἐν­στί­κτου· γνω­ρί­ζου­με, ὡ­στό­σο, ὅτι κά­ποιος τόν πα­ρι­στά­νει ἐ­πί σκη­νῆς. Ὁ ἠ­θο­ποι­ός προ­σπα­θεῖ ν’ ἀν­τε­πε­ξέλ­θει σέ τοῦ­το τό Πρό­τυ­πο με­τα­δί­δον­τάς μας τό τράν­ταγ­μα τοῦ Ὑ­ψη­λοῦ ἤ ἀ­κό­μα καί τοῦ Γέ­λιου· προ­χω­ρᾶ πέ­ρα ἀπ’ τ’ Ὤ­ρα­ῖ­ο, δί­χως ὅμως ν’ ἀ­να­ζη­τεῖ τήν ἀ­λή­θει­α: με­τε­ω­ρί­ζε­ται ἀ­νά­με­σά τους. Δέν ἐ­πι­ζη­τεῖ τήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι, ἀλλά μᾶλ­λον τό κα­θα­ρό φαί­νε­σθαι· δέν ἐ­πι­ζη­τεῖ τήν ἀ­λή­θει­α, ἀλλά τήν ἀ­λη­θο­φά­νει­α. (Σύμ­βο­λο, ση­μεῖ­ο τῆς ἀ­λή­θει­ας.)

Ἀρ­χι­κά ὁ ἠ­θο­ποι­ός δέν πα­ρί­στα­νε κα­νέ­να με­μο­νω­μέ­νο ἄ­το­μο, πα­ρά τό δι­ο­νυ­σι­α­κό πλῆ­θος, τό λα­ό - ἐξ οὗ κι ὁ δι­θυ­ραμ­βι­κός Χο­ρός. Παί­ζον­τας μέ τή μέ­θη, ἔ­πρεπε ὁ ἴ­διος, οὐ μήν ἀλλά κι ὁ Χο­ρός πού τόν πε­ρι­έ­βαλ­λε, ν’ ἀ­πο­φορ­τιστεῖ, τρόποντινά, ἀπ’ αὐτήν. Ὑ­πό τό πρῖ­σμα τοῦ Ἀ­πολ­λώ­νι­ου, ὁ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κός Κό­σμος χρει­α­ζό­ταν θε­ρα­πεί­α κ’ ἐ­ξι­λέω­ση: ὁ Ἀ­πόλ­λων, ὁ κα­τε­ξο­χήν θε­ός-ἐ­ξα­γνι­στῆς, ἔ­σω­σε τόν Ἕλ­λη­να ἀπ’ τό ἐ­κτυ­φλω­τι­κό φῶς τῆς ἔκ­στα­σης καί τή συ­νε­πα­κό­λουθη ἀ­η­δί­α ἀ­πέ­ναν­τι στήν ὕ­παρ­ξη, με­του­σι­ώ­νον­τας τόν τρα­γι­κό-κω­μι­κό στο­χα­σμό σέ κα­θαυ­τό ἔρ­γο Τέ­χνης.

Ὁ νέ­ος αὐτός Κό­σμος τῆς Τέ­χνης —τοῦ Ὑ­ψη­λοῦ καί τοῦ Γε­λοί­ου, τοῦ «ἀ­λη­θο­φα­νοῦς»— εἶ­χε οἴ­κο­δο­μη­θεῖ πά­νω σέ δι­α­φο­ρε­τι­κή θε­ώ­ρη­ση θε­ῶν καί Κό­σμου, δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­πό κεί­νη τῆς πά­λαι πο­τέ λαμ­πρῆς ἐ­πι­κρά­τει­ας τοῦ φαί­νε­σθαι. Εἶ­χαν βγεῖ πιά στό φῶς οἱ φρι­κα­λε­ό­τη­τες κ’ οἱ πα­ρα­λο­γι­σμοί τῆς ὕ­παρ­ξης, ἡ ἀ­τα­ξί­α καί τό ἄ-λο­γο σχέ­δι­ο[76] - δη­λα­δή τό ἀ­βυσ­σα­λέ­ο πά­θος* πού δι­α­θέ­ει σύμ­πα­σα τή Φύ­ση! Οἱ τό­σο ἔν­τε­χνα συγ­κε­κα­λυμ­μέ­νες μορ­φές τῆς Μοί­ρα­ς± καί τῶν Ἐ­ρι­νυ­ῶν, τῆς Μέ­δου­σας καί τῆς Γορ­γοῦς[77] ξε­σκε­πά­στη­καν, κ’ οἱ θε­οί τοῦ Ὀ­λύμπου ἐ­κτέ­θη­καν σέ κίν­δυ­νο με­γά­λο! Τούς ἔ­σω­σε ἡ Τραγωδία κ’ ἡ Κω­μω­δί­α, ἀ­να­βα­πτί­ζον­τάς τους στό Ὑ­ψη­λό καί τό Γε­λοῖ­ο· δέν ἀ­νῆ­καν πιά ἁ­πλῶς στή σφαῖ­ρα τοῦ Ὡ­ραί­ου, πα­ρά υἱ­ο­θέ­τη­σαν κι­ό­λας τήν πα­λιά ἐ­κεί­νη ἱ­ε­ραρ­χί­α τῶν θε­ῶν, κι ὅλη τή με­γα­λο­πρέ­πει­ά τους. Δύ­ο ἦ­ταν οἱ βα­σι­κές ὁ­μά­δες, λι­γο­στοί ἔ­μει­ναν στή μέ­ση, ἄλ­λο­τε ὡς θε­ό­τη­τες τοῦ Ὑ­ψη­λοῦ κι ἄλ­λο­τε τοῦ Γε­λοί­ου. Τό διτ­τό αὐτό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ἀ­νῆ­κε κα­τε­ξο­χήν στό Δι­ό­νυ­σο.

Σέ δύ­ο τύ­πους ἀνθρώπων φαί­νε­ται κα­θα­ρά πῶς ξα­να­στη­σαν τή ζω­ή τούς οἱ Ἕλ­λη­νες στά χρό­νι­α της Τραγω­δί­ας: στόν Αἰ­σχύ­λο καί τόν Σο­φο­κλῆ. Ὁ πρῶ­τος, ὡς στο­χα­στής, ἐν­τό­πι­σε τό Ὑ­ψη­λό στή Δι­και­ο­σύ­νη. Ἄν­θρω­πος καί θε­ός ἀ­πο­τε­λοῦν γι’ αὐτόν μί­α κοι­νό­τη­τα μέ αὐ­στη­ρά ὑ­πο­κει­με­νι­κούς δε­σμούς: τό θεῖ­ο, ἡ δι­και­ο­σύ­νη, τό ἦ­θος κ’ ἡ εὐ­τυ­χί­α εἶν’ ἀ­πο­λύ­τως ἀλ­λη­λέν­δε­τα.[78] Σέ τού­τη τή ζυ­γα­ριά με­τρή­θη­καν κά­θε εἴ­δους ὄντα - Ἄν­θρω­ποι ἤ Τι­τᾶ­νες· σ’ αὐτή τή μορ­φή δι­και­ο­σύ­νης στη­ρί­χτη­καν οἱ θε­οί γιά ν’ ἀ­να­κτή­σουν τό κῦ­ρος τους. Ἔ­τσι, ὁ Ἀ­λάστωρ λο­γου­χά­ρη, ὁ κα­κός δαί­μο­νας, πού, σύμ­φω­να μέ τή λα­ϊ­κή πα­ρά­δο­ση, τύ­φλω­νε καί πα­ρά­σερ­νε τούς ἀνθρώπους σέ πρά­ξεις κα­τα­στρο­φι­κές —ἀ­πο­μει­νά­ρι τοῦ πα­νάρ­χαι­ου ἐ­κεί­νου Κό­σμου τῶν θε­ῶν, ἐκ­θρο­νι­σμέ­νου ἀπ’ τούς Ὀ­λύμ­πι­ου­ς— με­τα­τρέ­πε­ται τώ­ρα σέ ὄρ­γα­νο τοῦ δί­και­ου τι­μωροῦ Δί­α. Ἡ ἐ­ξί­σου πα­νάρ­χαι­η —ὅσο καί ξέ­νη πρός τούς Ὀ­λύμ­πι­ους θε­ού­ς— δο­ξα­σί­α σχε­τι­κά μέ τήν κλη­ρο­νο­μι­κή κα­τά­ρα,[79] ἀ­πεκ­δύ­θη­κε ὅλη τή τρα­χύ­τη­τά της, ἀφοῦ, κα­τά τόν Αἰ­σχύ­λο, τί­πο­τα δέν ἀ­ναγ­κά­ζει τόν ἄν­θρω­πο νά ἐγ­κλη­μα­τί­σει, κ’ ἑ­πο­μέ­νως ὁ κα­θέ­νας μπο­ρεῖ νά ξε­φύ­γει ἀπ’ αὐτή­ν[80] [- ὅπως λο­γου­χά­ρη ὁ Ὀ­ρέ­στης].*

Ὁ Αἰ­σχύ­λος εἶ­δε τό Ὑ­ψη­λό στή με­γα­λω­σύ­νη τῆς δι­και­ο­σύ­νης τῶν Ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν, ἐνῶ ὁ Σο­φο­κλῆς —ὅλως πε­ρι­έρ­γω­ς— στό ἀ­δι­ά­γνω­στο καί τό ἀ­δι­α­πέ­ρα­στό της θεϊ­κῆς δι­και­ο­σύ­νης (δι­και­ώ­νον­τας ἐκ νέ­ου τήν πα­λιά λα­ϊ­κή ἀν­τί­λη­ψη). Γι’ αὐτόν, ἕνα πε­πρω­μέ­νο ἄ­δι­κο καί φρι­κτό ἔ­νε­χει κά­τι τό ὑψη­λό· τό ἄ­λυ­το αἴ­νιγ­μα τῆς Ὕ­παρ­ξης- Σφίγ­γας± ἦ­ταν ἡ δικἡ τοῦ τρα­γι­κή Μοῦ­σα. Στά ἔργα του, τό πά­θος με­τα­μορ­φώ ­νε­ται, ἐ­πε­νερ­γῶν­τας ἐ­ξα­γνι­στι­κά. Ἡ ἀ­πό­στα­ση ἀ­νά­με­σα στό ἀν­θρώ­πι­νο καί τό θεῖ­ο εἶ­ναι χα­ώ­δης· χρει­ά­ζε­ται, συ­νε­πῶς, βα­θι­ά ἐγ­καρ­τέ­ρη­ση καί πα­ραί­τη­ση. Ἀ­λη­θι­νή ἀ­ρε­τή εἶν’ ἡ σω­φρο­σύ­νη* ­μι­α ἀ­ρε­τή κυ­ρί­ως εἰ­πεῖν ἀρ­νη­τι­κή. Ἐν τού­τοις, ἡ ἡ­ρω­ι­κή ἐ­πο­χή ἦ­ταν ἀ­σύγ­κρι­τα πι­ό εὐ­γε­νής, ἔ­στω καί δί­χως σω­φρο­σύ­νη· τό πε­πρω­μέ­νο της φα­νε­ρώ­νει αὐτό τό ἀ­πέ­ραν­το χά­σμα. Ἐ­νο­χή δέν ὑ­φί­στα­ται, πα­ρε­κτός μο­νά­χα ἀ­τε­λής γνώ­ση τῆς ἀ­ξί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που καί τῶν ὁ­ρί­ων του...

Τοῦ­το τό πρῖ­σμα εἶ­ναι, ὁπωσδήποτε, βα­θύ­τε­ρο ἀπ’ τό αἰ­σχυ­λι­κό, κ’ ἐγ­γύ­τε­ρο στή φύ­ση τῶν πραγ­μά­των· προ­σεγ­γί­ζει τήν ἀ­λή­θει­α τοῦ Δι­ο­νύ­σου κ’ ἐκ­φρά­ζε­ται χω­ρίς πολ­λά-πολ­λά σύμ­βο­λα. Κι ὅμως! Στή δι­ο­νυ­σι­α­κή κο­σμο­θέ­α­ση ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με καί πά­λι τήν ἠ­θι­κή ἐ­πι­τα­γή τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να! Στόν Αἰ­σχύ­λο ἡ ἀη­δί­α ἐ­ξα­νε­μί­ζε­ται μπρο­στά στό ὑ­ψη­λό δέ­ος πού προ­κα­λεῖ ἡ πάν­σο­φη δι­ά­τα­ξη τοῦ Ὅ­λου - σο­φί­α δυσ­δι­ά­κρι­τη ἀπ’ τόν ἀ­δύ­να­μο νοῦ τοῦ ἀνθρώπου.[81] Στό Σο­φο­κλῆ, τό ὑ­ψη­λό δέ­ος εἶν’ ἀ­κό­μα ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο, ἀφοῦ τού­τη ἡ σο­φί­α δέν ἔ­χει λο­γι­κή - εἶ­ναι μι­ά ἄ­βυσ­σος! Ἡ στά­ση τοῦ φα­νε­ρώ­νει κα­θα­ρή καί πη­γαί­α εὐ­σέ­βει­α, ἐνῶ ἡ εὐ­σέ­βει­α τοῦ Αἰ­σχύ­λου ὀ­φεί­λει πάν­τα νά δι­και­ώ­νει τή θεϊ­κή δι­και­ο­σύ­νη, καί, κα­τά συ­νέ­πει­αν, ἀν­τι­με­τω­πί­ζει δι­αρ­κῶς νέ­α προ­βλή­μα­τα. Γιά τό Σο­φο­κλῆ, τά «ὅρι­α τοῦ ἀν­θρώ­που» —πού σύμ­φω­να μέ τήν προ­στα­γή τοῦ δελ­φι­κοῦ θε­οῦ πρέ­πει κα­νείς νά τά ἀ­νι­χνεύ­ει καί νά τά ἔ­ρευ­να— εἶ­ναι γνωρίσιμα, μο­λο­νό­τι στε­νώ­τε­ρα καί πι­ό πε­ρι­ο­ρι­σμέ­να ἀπ’ ὅπως τά ἤ­θε­λε ὁ Ἀ­πόλ­λων τήν προ-δι­ο­νυ­σι­α­κή ἐ­πο­χή. Τό σο­φό­κλει­ο πρό­βλη­μα εἶν’ ἀ­κρι­βῶς ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­γνο­εῖ τά τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του·[82] τό αἰ­σχυ­λι­κό: πώς ἀ­γνο­εῖ τά τῶν θε­ῶν.[83]

Πα­ρά­ξε­νη μά­σκα τῆς ζω­ι­κῆς ὁρ­μῆς ἡ εὐ­σέ­βει­α! Κα­τα­βυ­θί­ζε­σαι σ’ ἕναν τέ­λει­ο ὀ­νει­ρό­κο­σμο πού, ὑ­πο­τί­θε­ται, σοῦ χο­ρη­γεῖ τήν ὑ­πέρ­τα­τη ἠθική σο­φί­α! Προ­σπα­θεῖς νά ξε­φύ­γεις ἀ­πό τήν ἀ­λή­θει­α γιά νά τή λα­τρέ­ψεις, τε­λι­κά, ἐξ ἀ­πο­στά­σε­ως, κρυμ­μέ­νη κα­θώς εἶ­ναι στά σύν­νε­φα! Συμ­φι­λι­ώ­νε­σαι μέ τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἀκριβῶς γι­ατ’ εἶ­ναι αἰ­νιγ­μα­τι­κή! Ἀ­πο­στρέ­φεις τό βλέμ­μα ἀπ’ τή λύ­ση τοῦ αἰ­νίγ­μα­τος γι­ατ’ εἶ­σαι ἄν­θρω­πος κι ὄ­χι θε­ός! Βου­τᾶς ἡ­δο­νι­κά στή λά­σπη­[84] - ἡ δυ­στυ­χί­α σέ γα­λη­νεύ­ει! Βγαί­νεις «ἐ­κτός ἑ­αυ­τοῦ», ἀ­κρι­βῶς στήν ἰ­δα­νι­κώ­τε­ρη ἔκ­φρα­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ σου! Ἐ­ξυ­μνεῖς καί δο­ξά­ζεις τά φό­βη­τρα κι ὅλα τ’ ἀ­πο­τρό­παι­α τῆς ὕ­παρ­ξης, γιά νά θε­ρα­πευ­τεῖς ἀπ’ τήν ἴ­δια τήν ὕ­παρ­ξη! Ζω­ή εὐ­φρο­σύ­νη μές στήν πε­ρι­φρό­νη­ση τῆς ζω­ῆς! Ἀ­παρ­νεῖ­σαι τή Βού­λη­ση - κι αὐτή νά θρι­αμ­βεύ­ει!..

Σ’ αὐτό τό ἐ­πί­πε­δο γνώ­σης δύ­ο μο­νά­χα μο­νο­πά­τια ὑ­πάρ­χουν: τοῦ Ἁ­γί­ου, καί τοῦ Τρα­γι­κοῦ κ αλλιτέχνη.[85] Κοι­νό ση­μεῖ­ο τους: ὅτι μπο­ροῦν καί ζοῦν πα­ρά τή σα­φῆ γνώ­ση τῆς μη­δα­μι­νό­τη­τας τῆς ὕ­παρ­ξης, χω­ρίς νά ρα­γί­ζει ἡ κο­σμο­θε­ώ­ρη­σή τους. Ἡ ἀ­η­δί­α ἀ­πέ­ναν­τι στή ζω­ή λει­τουρ­γεῖ ἐ­δῶ ὡς κί­νη­τρο γιά δη­μι­ουρ­γί­α - εἴ­τε θρη­σκευ­τι­κῆς, εἴ­τε καλ­λι­τε­χνι­κῆς φύ­σε­ως. Τό Φο­βε­ρό ἤ τό Πα­ρά­λο­γο ἐ­ξυ­ψώ­νουν, για­τί μό­νο φαι­νο­με­νι­κά εἶ­ναι φο­βε­ρά ἤ πα­ρά­λο­γα. Ἀ­κό­μη καί στόν κολο­φῶ­να αὐτῆς της κο­σμο­θέ­α­σης, ὁ δι­ο­νυ­σι­α­σμός δεί­χνει τή μα­γι­κή του δύ­να­μη: τό Πραγ­μα­τι­κό δι­α­λύ­ε­ται μές στό Φαι­νο­με­νι­κό, φα­νε­ρώ­νον­τας τήν ἑ­νι­αί­α φύ­ση τῆς Βού­λη­σης, στε­φα­νω­μέ­νη ἀπ’ τήν ἐ­κτυ­φλω­τι­κή λάμ­ψη τῆς σο­φί­ας καί τῆς ἀ­λή­θει­ας. Ἡ ἀ­πα­τη­λή φαν­τα­σμα­γο­ρί­α στό ἀ­πό­γει­ό της.

Τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νου­με για­τί ἡ ἴ­δια Βού­λη­ση ποὔ­δω­σε στόν ἑλ­λη­νι­κό Κό­σμο τά­ξη καί μορ­φή ἀ­πολ­λώ­νι­α, ἐμφα­νί­στη­κε καί ὡς δι­ο­νυ­σι­α­κή. Ἡ πά­λη τῶν δύ­ο αὐ­τῶν ἐκ­φάν­σε­ων εἶ­χε ἕνα σπου­δαῖ­ο σκο­πό: νά δη­μι­ουρ­γή­σει μι­άν ἀ­νώ­τε­ρη δυ­να­τό­τη­τα ὕ­παρ­ξης κ’ ἔ­τσι νά ἐ­ξυ­μνή­σει —μέ­σῳ τῆς Τέ­χνη­ς— κά­τι ἀ­κό­μη πι­ό ὑ­ψη­λό. Ἄλλ’ αὐτό δέ θά πραγ­μα­τώ­νον­ταν πιά μέ τήν Τέ­χνη τοῦ φαί­νε­σθαι, πα­ρά μέ τήν Τραγωδία, ποὖ­χε, ἄλ­λω­στε, ἀ­πορ­ρο­φή­σει κι ὅλες τίς Τέ­χνες τοῦ φαί­νε­σθαι! Ἀ­πόλ­λων καί Δι­ό­νυ­σος ἔ­γι­ναν ἕνα. Τό δι­ο­νυ­σι­α­κό στοι­χεῖ­ο δι­α­πό­τι­σε μέν τήν ἀ­πολ­λώ­νι­α ζω­ή (ποὖ­χε τό φαί­νε­σθαι ὡς ἀ­πα­ρά­βα­το ὅ­ρι­ό της) - πλήν ὅμως ἡ δι­ο­νυ­σι­α­κή τρα­γι­κή Τέ­χνη δέν ἦ­ταν πιά «ἀ­λή­θει­α»· τό τραγούδι κ’ οἱ χο­ρευ­τι­κές κι­νή­σεις ἔ­πα­ψαν νά ἐκ­φρά­ζουν πη­γαῖ­α τή μέ­θη τῆς Φύ­σης: τό δι­ο­νυ­σι­α­ζό­με­νο μπου­λού­κι τοῦ Χο­ροῦ δέν ἦ­ταν πιά ἐ­κεῖ­νος ὁ συ­νε­παρ­μέ­νος ἀπ’ τήν ὁρ­μή τῆς ἄ­νοι­ξης δῆ­μος... Ἡ ἀ­λή­θει­α συμ­βο­λοποι­εῖ­ται τώ­ρα, παίρ­νει στή δού­λε­ψή της τό φαί­νε­σθαι, ἑ­πο­μέ­νως κι ὅλες τίς Τέ­χνες πού τό ἐκ­φρά­ζουν. Ἠ­ι­ό­ω ὅμως ἐν­το­πίζε­ται, σα­φῶς, μί­α οὐ­σι­ώ­δης ἀ­πό­κλι­ση ἀπ’ τήν πρω­ι­μότε­ρη Τέ­χνη: τώ­ρα, ὅλα τά καλ­λι­τε­χνι­κά μέ­σα κα­λοῦν­ται νά βο­η­θή­σουν ἀ­πό κοι­νοῦ· ἔ­τσι, τ’ ἀ­γάλ­μα­τα ζων­τα­νεύ­ουν, περ­πα­τοῦν, ἡ σκη­νο­γρα­φί­α τρο­πο­ποι­εῖ­ται: πά­νω στόν ἴ­διο τοῖ­χο ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται πό­τε ὁ να­ός, πό­τε τ’ ἀ­νά­κτο­ρα. Πα­ρα­τη­ροῦ­με, δη­λα­δή, μί­α κά­ποια ἀ­δια­φορί­α ἀ­πέναν­τι στό φαί­νε­σθαι, τό ὁ­ποῖο κα­λεῖ­ται, αἴφ­νης, νά πα­ραι­τη­θεῖ ἀπ’ τά αἰ­ώ­νι­α δι­και­ώ­ματά του καί τίς κυ­ρί­αρ­χες ἐ­πι­τα­γές του. Τό φαί­νε­σθαι δέν ἐ­κλαμ­βά­νε­ται πιά ὡς φαί­νε­σθαι, ἀλλ’ ὡς σύμ­βο­λο, ὡς ση­μεῖ­ον ἀ­λη­θεί­ας: ἐξ οὗ κ’ ἡ —κα­θαυ­τό σκαν­δα­λι­στι­κή— συγ­χώ­νευ­ση τῶν καλ­λι­τε­χνι­κῶν μέ­σων. Ἡ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρη ἔν­δει­ξη αὐτῆς της ὑ­πο­τί­μη­σης πού ὑ­πέ­στη τό φαί­νε­σθαι εἶν’ ἡ μά­σκα.

Ἡ ἀ­ξί­ω­ση πού προ­βάλ­λει λοι­πόν στό θε­α­τή ἡ δι­ο­νυ­σι­α­κή Τέ­χνη εἶ­ναι νά βλέ­πει τά πάν­τα με­τα­μορ­φω­μέ­να ἀ­πό μί­α μα­γι­κή δύ­να­μη· νά βλέ­πει πέ­ρα ἀ­πό σύμ­βο­λα, νἆ­ναι ὅλος ὁ κό­σμος τῆς Σκη­νῆς καί τῆς Ὀρ­χή­στρας τό βα­σί­λει­ο τοῦ θαύ­μα­τος. Ποιά δύ­να­μη θά τόν φέ­ρει σέ τέ­τοια ψυ­χι­κή δι­ά­θε­ση; Ποιά δύ­να­μη θά κά­νει τά θαύ­μα­τα πι­στευ­τά καί θά προ­βάλ­λει μπρο­στά στό θε­α­τή ἕναν κό­σμο μα­γι­κό; Ποιός νί­κη­σε τή δύ­να­μη τοῦ φαί­νε­σθαι, ὑ­πο­βι­βά­ζον­τάς την σέ ἁ­πλό σύμ­βο­λο;

Ἡ μου­σι­κή! —

4

Ὅ,­τι ἀ­πο­κα­λοῦ­με «αἴ­σθη­μα» —αὐτό μᾶς δι­δά­σκει ὁ Σοπε­νά­ου­ε­ρ— νο­εῖ­ται ὡς ἕνα σύμ­πλεγ­μα ἀ­σύ­νει­δων πα­ρα­στά­σε­ων καί ρο­πῶν τῆς Βού­λη­σης, ἐκ­δη­λού­με­νων ὑ­πό μορ­φήν ἡ­δο­νῆς καί λύ­πης. Οἱ ρο­πές τῆς Βού­λη­σης πα­ρου­σιά­ζουν μο­νά­χα πο­σο­τι­κή δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση. Δέν ὑ­πάρ­χουν εἴδη ἡ­δο­νῆς, εἰ­μή μό­νο δι­α­βαθ­μί­σεις, συ­νο­δευ­όμε­νες ἀ­πό ἀ­να­ρίθ­μη­τες πα­ρα­στά­σεις. Λέ­γον­τας ἡ­δο­νή, ἐν­νο­οῦ­με τήν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῆς μί­ας Βού­λη­σης· λέ­γον­τας λύ­πη, ἐν­νο­οῦ­με τή μή ἱ­κα­νο­ποί­η­σή της.

Πῶς με­τα­δί­δε­ται τό αἴ­σθη­μα; Ἕ­να μέ­ρος του, πο­λύ μι­κρό, λαμ­βά­νει τή μορ­φή σκέ­ψε­ων, ἄ­ρα πα­ρα­στά­σε­ων συ­νει­δη­τῶν· τοῦ­το ἀ­φο­ρᾷ, βε­βαί­ως, μο­νά­χα τις συνοδές πα­ρα­στά­σεις μιᾶς βου­λη­τι­κῆς ρο­πῆς. Πάν­τα, ὡ­στό­σο, μέ­νει —ὡς καί σ’ αὐτή τήν πε­ρι­ο­χή τοῦ αἰ­σθή­μα­το­ς— κά­τι πού δέν ἐ­πι­δέ­χε­ται ἀ­νά­λυ­ση. Μό­νον τό ἀ­να­λύ­σι­μο σχε­τί­ζε­ται μέ τή γλῶσ­σα, ἄ­ρα μέ τίς ἔν­νοι­ες,[86] κ’ ἔ­τσι ὁ­ρι­ο­θε­τεῖ­ται στή σφαῖ­ρα τῆς «Ποί­η­σης», ἐ­φό­σον ἐκ­φρά­ζει ἱ­κα­νά τό αἴ­σθη­μα.

Οἱ ἄλ­λες δύ­ο μορ­φές με­τά­δο­σης τοῦ αἰ­σθή­μα­τος εἶ­ναι κα­θα­ρά ἐν­στι­κτώ­δεις, δροῦν ἀ­σύ­νει­δα, πλήν ἀ­πο­τελε­σμα­τι­κά. Πρό­κει­ται γιά τή γλῶσ­σα τῶν μι­μι­κῶν χει­ρο­νο­μι­ῶν καί τῶν ἤ­χων. Ἡ γλῶσ­σα τῶν μι­μι­κῶν χει­ρο­νο­μι­ῶν ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό σύμ­βο­λα κα­θο­λι­κῶς κα­τα­νο­η­τά κ’ ἐκ­φρά­ζε­ται μέ ἀ­να­κλα­στι­κές κι­νή­σεις. Τά σύμ­βο­λα τοῦ­τα εἶ­ναι ὁ­ρα­τά: τό μά­τι, πού τά βλέ­πει, με­τα­δί­δει πα­ρευ­θύς τή δι­ά­θε­ση πού πα­ρή­γαγε ἡ χει­ρο­νο­μί­α μέ τή συμ­βο­λι­κή της κί­νη­ση· συ­χνά, ὁ θε­α­τής αἰ­σθά­νε­ται μί­α συμ­πα­θη­τι­κή ἐν­νεύ­ρω­ση στό μέρος τοῦ προ­σώ­που ἤ στό μέ­λος τοῦ ὁ­ποίου τήν κί­νη­ση βλέ­πει. Ἐν προ­κει­μέ­νῳ, τό σύμ­βο­λο εἶν’ ἕνα ὅ­λως ἀ­τε­λές καί με­ρι­κό εἴ­δω­λο, ση­μά­δι ὑ­παι­νι­κτι­κό· γιά νά γί­νει κα­τα­νο­η­τό, πρέ­πει νά ὑ­πάρ­ξει μι­ά σύμ­βα­ση. Τό σύμ­βο­λο τό κα­τα­νο­εῖ κα­νείς ἐν­στι­κτω­δῶς - συ­νε­πῶς ἡ ἐ­νάργει­α τοῦ Συ­νει­δέ­ναι πα­ρέλ­κει.

Ποιό κομ­μά­τι τῆς διτ­τῆς φύ­σης τοῦ αἰ­σθή­μα­τος συμ­βο­λί­ζει ἡ μι­μι­κή χει­ρο­νο­μί­α; Τή συ­νο­δή πα­ρά­στα­ση, σα­φῶς· για­τί μο­νά­χα αὐ­τήν μπο­ρεῖ νά ὑ­παι­νι­χθεῖ ἡ ὁ­ρα­τή —κα­τά συ­νέ­πει­α ἀ­τε­λής καί με­ρι­κή— χει­ρο­νο­μί­α: μί­α εἰ­κό­να, μό­νο μέ­σῳ μιᾶς ἄλ­λης εἰ­κό­νας μπο­ρεῖ νά συμ­βο­λι­στεῖ.

Ἡ ζω­γρα­φι­κή κ’ ἡ γλυ­πτι­κή πα­ρου­σιά­ζουν τόν ἄν­θρω­πο μέ­σῳ τῆς χει­ρο­νο­μί­ας: συ­νι­στοῦν, δη­λα­δή, μί­μη­ση ἑνός συμ­βό­λου· ἄν τό σύμ­βο­λο αὐτό γί­νει κα­τα­νο­η­τό, πέ­τυ­χαν τό σκο­πό τους. Ἡ ἀ­πό­λαυ­ση τοῦ θε­α­τῆ ἔγ­κει­ται στήν κα­τα­νό­η­ση τοῦ συμ­βό­λου πα­ρά τό φαί­νε­σθαί του.* Ἀν­τί­θε­τα, ὁ ἠ­θο­ποι­ός τό πα­ρου­σιά­ζει στήν πραγμα­τι­κή του δι­ά­στα­ση, ὄ­χι μέ κύ­ρι­ο σκο­πό τό φαί­νε­σθαι· ἡ ἐ­πί­δρα­ση πού θά ἀ­σκή­σει ἐ­πά­νω μας, δέν ἐξαρτᾶ­ται ἀπ’ τό ἄν θά κα­τα­νο­ή­σου­με τό συγ­κε­κρι­μέ­νο σύμ­βο­λο: μᾶλ­λον βυ­θι­ζό­μα­στε στό συμ­βο­λο­ποι­η­μέ­νο αἴ­σθη­μα, μή μέ­νον­τας ἁ­πλῶς στήν ἀ­πό­λαυ­ση τοῦ φαί­νε­σθαι καί τῆς ὡ­ραί­ας λάμ­ψης του.

Ἔ­τσι, ὁ σκη­νο­γρα­φι­κός δι­ά­κο­σμος τοῦ Δρά­μα­τος δι­ό­λου δέν ξυ­πνᾶ τήν ἀ­πό­λαυ­ση τοῦ φαί­νε­σθαι· ἀ­πε­ναν­τί­ας, τόν ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὡς σύμ­βο­λο, καί κα­τα­λα­βαί­νου­με τί πραγ­μα­τι­κά ὑ­παι­νίσ­σε­ται. Κέ­ρι­νες κοῦ­κλες καί ἀ­λη­θι­νά φυ­τά μᾶς εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πο­δε­κτά δί­πλα στά ζω­γρα­φι­σμέ­να ἀν­τί­γρα­φά τους - γε­γο­νός πού κα­τα­δει­κνύ­ει ὅτι φέρ­νου­με στό νοῦ μας τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κι ὄ­χι τό καλ­λι­τε­χνι­κό φαί­νε­σθαι. Τό ζη­τού­με­νο πλέ­ον εἶ­ναι τό Ἀ­λη­θο­φα­νές, ὄ­χι τό Ὡ­ραῖ­ο.

Τί εἶ­ναι ὅμως τό Ὡ­ραῖ­ο;

«Τό ρό­δο εἶ­ναι ὡ­ραῖ­ο», ση­μαί­νει ἁ­πλᾶ: τό ρό­δο φαίνεται ὡ­ραῖ­ο, ἔ­χει κά­τι φω­τει­νό πού ἀ­ρέ­σει. Λέ­γον­τας κά­τι τέ­τοιο, δέν ἐκ­φρά­ζου­με γνώ­μη γιά τή βα­θύ­τε­ρη οὐσί­α του. Ἀ­ρέ­σει, προ­κα­λεῖ εὐ­χα­ρί­στη­ση ὡς φαι­νό­με­νο: του­τέ­στιν, ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται ἡ Βού­λη­ση ἀπ’ τό δι­α­λάμ­πον φῶς τοῦ ρό­δου, κ’ ἔ­τσι «δυ­να­μώ­νει» ἡ ἡ­δο­νή του ὑ­πάρ­χειν. Κα­τά τό φαί­νε­σθαί του τό ρό­δο εἶ­ναι πι­στό εἴ­δω­λο τῆς ταυ­τι­ζό­με­νης μέ τήν ἐν λό­γῳ μορ­φή Βού­λη­σής του, καί ἀν­τί­στοι­χο μέ τόν εἰ­δολο­γι­κό ὁ­ρι­σμό του. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στόν ὁ­ρι­σμό αὐτό, τό­σο πι­ό ὡ­ραῖ­ο εἶ­ναι· ἄν, τώ­ρα, καί ἡ βα­θύ­τε­ρη οὐ­σία τοῦ ρό­δου ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται σ’ ἐ­κεῖ­νον τόν ὁ­ρι­σμό, τό­τε κα­λόν ἐ­στι...

Ὥ­ραῖ­ος ζω­γρα­φι­κός πί­να­κας», ση­μαί­νει ἁ­πλῶς: ἡ πα­ρά­στα­ση μι­ᾶς ζω­γρα­φιᾶς ποὔ­χα­με στό νοῦ μᾶς βρί­σκει σ’ αὐτόν τόν πί­να­κα τήν πλή­ρω­σή της. Ἄν ὅμως χα­ρα­κτη­ρί­σου­με ἕναν πί­να­κα «κα­λό», ὑ­πο­δη­λώ­νου­με ὅτι ἡ πα­ρά­στα­σή μας τού­τη ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στήν ἐ­σώ­τε­ρη οὐσία τοῦ ζω­γρα­φι­κοῦ πί­να­κα. Ὡ­στό­σο, τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, γιά τούς «ἀρ­χά­ρι­ους», μί­α ὡ­ραί­α ζω­γρα­φιά εἶ­ναι μο­να­χά μι­ά ζω­γρα­φιά πού ἀ­να­πα­ρι­στᾷ κά­τι ὡ­ραῖ­ο. Πρός τό πα­ρόν, δη­λα­δή, μέ­νου­με στήν ὀ­μορ­φιά τῆς Ὕ­λης·[87] ἔ­τσι ὀ­φεί­λου­με κ’ ἐ­μεῖς ν’ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τίς εἰ­κα­στι­κές Τέ­χνες στό Δρᾶ­μα, μό­νο πού τό ζη­τού­με­νο δέν μπο­ρεῖ πιά νἆ­ναι ἁ­πλῶς ἡ ἀ­να­πα­ρά­στα­ση ὡ­ραί­ων πραγ­μά­των Αὐτό πού προ­έ­χει εἶ­ναι νά φαί­νον­ται ἀ­ληθινά. Τό ἀ­να­πα­ρι­στώ­με­νο ἀν­τι­κεί­με­νο πρέ­πει νά ἐν­τυ­πώ­νε­ται στίς αἰ­σθή­σεις σά φυ­σι­κό καί ζων­τα­νό· πρέ­πει νά δρᾶ σάν ἀ­λή­θει­α - ἐνῶ γιά κά­θε ἔρ­γο πού φέ­ρει τήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι ἐ­γεί­ρε­ται ἡ ἀ­κρι­βῶς ἀν­τί­θε­τη ἀ­ξί­ω­ση!

Ἄν ὅμως ἡ σχε­τι­κή μέ τό αἴ­σθη­μα μι­μι­κή χει­ρο­νο­μί­α συμ­βο­λί­ζει τίς πα­ρα­στά­σεις πού συ­νο­δεύ­ουν μι­ά ρο­πή τῆς Βού­λη­σης, ποιό σύμ­βο­λο θά με­τα­φέ­ρει στή νό­η­σή μας τίς κι­νή­σεις τῆς ἴ­διας τῆς Βού­λη­σης; Πῶς θά γί­νει ἡ ἐν­στι­κτώ­δης με­σο­λά­βη­ση; Μέ τόν ἦ­χο! Ἀ­κρι­βέ­στε­ρα: μέ τούς δι­ά­φο­ρους τρό­πους ἡ­δο­νῆς καί λύ­πης πού συμ­βο­λί­ζει ὁ ἦ­χος, χω­ρίς συ­νο­δές πα­ρα­στά­σεις.

Ὅ­λες οἱ ἐκ­φρά­σεις μέ τίς ὁ­ποῖες χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με δι­ά­φο­ρες μορ­φές λύ­πης, ἀ­πη­χοῦν πα­ρα­στά­σεις πού γέν­νη­σε ἡ συμ­βο­λι­κή γλῶσ­σα τῶν μι­μι­κῶν χει­ρο­νο­μι­ῶν· λό­γου χά­ριν, ὅταν μι­λᾶ­με γιά ἕναν ξαφ­νι­κό φό­βο ἤ γιά ἕναν πό­νο πού «κλο­τσά­ει», «θε­ρί­ζει», «τι­νά­ζει», «σου­βλί­ζει», «κό­βει», «γαρ­γα­λά­ει». Μ’ αὐτά τά ρή­μα­τα ἐκ­φρά­ζου­με, κα­τα­πώς φαί­νε­ται, ὁ­ρι­σμέ­νες «συ­χνό­τη­τες» τῆς Βού­λη­σης, ἐν ὀ­λί­γοις —γιά νά μι­λή­σου­με μέ τή Συμ­βο­λι­κή τῆς μου­σι­κῆ­ς—­μι­α Ρυθ­μι­κή. Τώ­ρα, στή δυ­να­μι­κή τοῦ ἤ­χου ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τό βαθ­μό ἐ­πί­τα­σης* τῆς Βού­λη­σης, τούς ἀ­να­βαθ­μούς ἡ­δο­νῆς καί λύ­πης. Ὅ­μως τό πραγ­μα­τι­κό του ποιόν δέν ἐκ­φρά­ζε­ται μέ πα­ρο­μοι­ώ­σεις, πα­ρά κρύ­βε­ται στήν ἁρ­μο­νί­α. Ἡ Βού­λη­ση καί τό σύμ­βο­λό της, ἡ Ἁρ­μο­νί­α, συ­νι­στοῦν ἀμ­φό­τε­ρες, σέ τε­λι­κή ἀ­νά­λυ­ση, τήν κα­θα­ρή Λο­γι­κή! Ἐ­νῶ ἡ Ρυθ­μι­κή καί ἡ Δυ­να­μι­κή εἶν’ ἀ­κό­μη, ὡς ἕναν βαθ­μό, ἐ­ξω­τε­ρι­κές πλευ­ρές τῆς δί­κην συμ­βό­λων ἐκ­δη­λού­με­νης Βού­λη­σης —φέρον­τας κα­θε­αυ­τές τόν χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ φαι­νο­μέ­νου—, ἡ Ἁρ­μο­νί­α, πα­ρα­τα­ῦ­τα, συμ­βο­λί­ζει τήν κα­θα­ρή οὐ­σία τῆς Βού­λη­σης. Ὡς ἐκ τού­του, στό πλαί­σι­ο τῆς Ρυθ­μι­κῆς καί τῆς Δυ­να­μι­κῆς, κα­θε­τί πού ὑ­πο­πί­πτει στίς αἰ­σθή­σεις μας μπο­ρεῖ νά χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς φαι­νό­με­νο, κι ἀ­πό αὐτή τήν ἄ­πο­ψη ἡ μου­σι­κή μπο­ρεῖ νά ἐ­ξε­λιχθεῖ σέ Τέ­χνη τοῦ φαί­νε­σθαι. Ἡ ἁρ­μο­νί­α, μή ἐ­πι­δε­χό­με­νη ἀ­νά­λυ­ση, ἐκ­φρά­ζει τό ποιόν τῆς Βού­λη­σης ἐν­τός κ’ ἐ­κτός ὅ­λων τῶν φαι­νο­μέ­νων, συ­νι­στῶν­τας, ἑ­πο­μέ­νως, συμ­βο­λι­σμό ὄχι μό­νον τοῦ αἰ­σθή­μα­τος, ἀλλά τοῦ Κό­σμου ὅλου. Πε­ρι­ο­ρι­ζό­με­νη στή δι­κή της σφαῖ­ρα,± ἡ Ἔν­νοι­α κα­θε­αυ­τή δέν ἔ­χει καμ­μί­α ἀ­πολύ­τως δύ­να­μη.

Τώ­ρα ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε τή ση­μα­σί­α τῆς γλώσ­σας τῶν χει­ρο­νο­μι­ῶν καί τοῦ ἡ­χου γιά τό δι­ο­νυ­σι­α­κό ἔρ­γο Τέ­χνης. Ἀρ­χι­κά, στό δι­θύ­ραμ­βο, κά­θε ἄ­νοι­ξη, ὁ ἄν­θρω­πος ἤ­θε­λε νά ἐκ­φρα­στεῖ ὄ­χι ὡς ἄ­το­μο ἀλλά ὡς εἶ­δος- τοῦ­το ἐκ­δη­λω­νό­ταν μέ τή συμ­βο­λι­κή του μα­τιοῦ καί μέ μι­μι­κές χει­ρο­νο­μί­ες· μι­λοῦ­σε σά Σάτυρος, σάν πλά­σμα τῆς Φύ­σης ἀ­νά­με­σα σέ ἄλλα πλά­σμα­τα τῆς Φύσης, μέ τήν πι­ό πα­ρά­φο­ρη γλῶσ­σα μι­μι­κῶν κι­νή­σε­ων: μέ τό χο­ρό. Δι­ά τοῦ ἤ­χου ὁ ἄν­θρω­πος ἐκ­φρά­ζει τούς πι­ό μύ­χι­ους λο­γι­σμούς τῆς Φύ­σης: ἄ­με­σα νο­η­τή δέν γί­νε­ται μο­νά­χα ἡ με­γα­λο­φυί­α τοῦ Εἴ­δους —ὅπως συμ­βαί­νει στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν μι­μι­κῶν χει­ρονομιῶν—, πα­ρά κ’ ἡ με­γα­λο­φυί­α τῆς Ὕ­παρ­ξης κα­θεαυ­τῆς: ἡ Βού­λη­ση!

Μέ τή Χει­ρο­νο­μί­α, λοι­πόν, ὁ ἄν­θρω­πος βρί­σκε­ται ἐν­τός τῶν ὁ­ρί­ων τοῦ Εἴ­δους, ἄ­ρα ἐν­τός του Κό­σμου τῶν φαι­νο­μέ­νων, ἐνῶ ὁ ἦ­χος δι­α­λύ­ει, τρόποντινά, τό Φαι­νο­με­νι­κό ἐ­πα­να­φέ­ρον­τας στήν ἀρ­χέ­γο­νη ἑ­νό­τη­τα· μπρός στή μα­γεί­α τοῦ ἤ­χου, ὁ κό­σμος τῆς maya[88] ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται.

Ὅ­μως πό­τε ὁ ἄν­θρω­πος τῆς Φύ­σης με­τέρ­χε­ται τῆς Συμ­βο­λι­κῆς τοῦ ἤ­χου; Ἀ­πό ποιό ση­μεῖ­ο κ’ ἔ­πει­τα δέν ἀρ­κεῖ πιά ἡ γλῶσ­σα τῶν μι­μη­τι­κῶν χει­ρο­νο­μι­ῶν; Πό­τε γί­νε­ται ὁ ἦ­χος μου­σι­κή. Κυ­ρί­ως ὅταν ἡ Βού­λη­ση φτά­νει στό ἀ­νώ­τα­το στά­δι­ο ἡ­δο­νῆς ἤ λύ­πης - ὅταν ἀ­γαλ­λιᾷ ἤ φο­βᾶ­ται μέ­χρι θα­νά­του, ἐν ὀ­λί­γοις στή μέ­θη τοῦ αἰ­σθήμα­τος: στήν κραυ­γή. Πό­σο πι­ό δυ­να­μι­κή κι ἀ­με­σώ­τε­ρη εἶν’ ἡ κραυ­γή ἀ­πέ­ναν­τι στό ἁ­πλό βλέμ­μα! Ἄλ­λα κ’ οἱ πι­ό ἤ­πι­ες συγ­κι­νή­σεις τῆς Βού­λη­σης ἔ­χουν κι αὐτές τόν ἠ­χη­τι­κό συμ­βο­λι­σμό τους· γε­νι­κά, κά­θε χει­ρο­νο­μί­α ἔ­χει τόν ἀ­νά­λο­γο ἦ­χο, πού μο­νά­χα μές ἀπ’ τή μέ­θη τοῦ αἰ­σθή­μα­τος με­του­σι­ώ­νε­ται σέ κα­θα­ρή εὐ­η­χί­α.

Ἡ βα­θύ­τα­τη μα­ζί καί συ­νη­θέ­στα­τη σύμ­μι­ξη Συμ­βο­λι­κῆς καί ἤ­χου εἶν’ ἡ γλῶσ­σα. Στή λέ­ξη συμ­βο­λί­ζε­ται ἡ οὐσία τῶν πραγ­μά­των μέ­σῳ τοῦ ἤ­χου, τῆς δι­α­κύ­μαν­σής του, τῆς δύ­να­μης καί τοῦ ρυθ­μοῦ τῆς ἀν­τήχη­σής του· μέ τήν κί­νη­ση τοῦ στό­μα­τος συμ­βο­λί­ζε­ται ἡ συ­νο­δή πα­ρά­στα­ση, ἡ εἰ­κό­να, ἡ ἐμ­φά­νι­ση τῆς οὐσίας. Τά σύμ­βο­λα μπο­ρεῖ, κατ’ ἀ­νάγ­κην, νἆ­ναι ποι­κί­λα, ξε­φυ­τρώ­νουν ὅμως ἐν­στι­κτω­δῶς, μέ αὐ­στη­ρή καί σο­φή νο­μο­τέ­λει­α. Ἕ­να σύμ­βο­λο, ἅ­παξ καί γί­νει ἀν­τι­λη­πτό, ἀ­πο­τε­λεῖ ἔν­νοι­α:[89] κι ὅταν σβή­σει ὁ γρα­πω­μέ­νος στα­θε­ρά ἀπ’ τή μνή­μη ἦ­χος, τό σύμ­βο­λο τῆς συ­νο­δῆς πα­ρά­στα­σης σώ­ζε­ται πλέ­ον μο­να­χά στήν Ἔν­νοι­α. Ὅ,­τι κα­νείς πε­ρι­γρά­φει καί δι­α­χω­ρί­ζει, τό «ἐν­νο­εῖ».

Κα­τά τήν κλι­μά­κω­ση τοῦ αἰ­σθή­μα­τος ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται, εὐ­κρι­νέ­στε­ρα καί πι­ό κα­τα­νο­η­τά, δι­ά τοῦ ἤ­χου τό ποιόν, ἡ οὐ­σία τῆς λέ­ξης - γιά τοῦ­το κι ἀν­τη­χεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπ’ τόν ἁ­πλό ἦ­χο. Τό ρε­τσι­τα­τί­βο­[90] ἀ­πο­τε­λεῖ, συ­νά­μα κ’ ἐ­πι­στρο­φή στή Φύ­ση: τό σύμ­βο­λο, πού ἀμ­βλύν­θη­κε ἀπ’ τήν πο­λυ­χρη­σί­α, ἐ­πα­να­κτᾷ, ἔ­τσι, τήν πρω­το­γο­νι­κή του δύ­να­μη.

Μέ τήν ἀ­κο­λου­θί­α τῶν λέ­ξε­ων, του­τέ­στιν μέ­σῳ μί­ας ἁ­λυ­σί­δας συμ­βό­λων, πρό­κει­ται λοι­πόν νά πα­ρα­στα­θεῖ κά­τι και­νούρ­γιο καί σπου­δαι­ό­τε­ρο: γιά νά πε­τύ­χου­με ὅμως τέ­τοιαν ἰ­σχύ, χρει­α­ζό­μα­στε ξα­νά τή ρυθ­μι­κή, τή δυ­να­μι­κή καί τήν ἁρ­μο­νί­α. Τού­τη ἡ ἀ­νώ­τε­ρη σφαῖ­ρα ἐκ­φρα­στι­κῶν μέ­σων ἐ­πι­βάλ­λε­ται τώ­ρα στό στε­νό κύ­κλο τῆς κά­θε λέ­ξης: οἱ λέ­ξεις δι­α­λέ­γον­ται, βρί­σκουν νέ­α θέ­ση μές στήν πρό­τα­ση - κ’ ἡ ποί­η­ση ἀρ­χι­νᾶ. Τό ρε­τσι­τα­τί­βο μιᾶς φρά­σης δέν συ­νι­στᾶ ἁ­πλῶς ἠ­χη­τι­κή ἀλ­λη­λου­χί­α λέ­ξε­ων: κά­θε­μι­ά τους σύ­ρει μί­α κλαγ­γή,[91] σύ­στοι­χη πρός τό ποιόν, πρός τό πε­ρι­ε­χό­με­νό της (ἀ­να­πα­ρι­στώ­με­νο μ’ ἕνα σύμ­βο­λο), κι ἀ­νά­λο­γα μέ τή θέ­ση της στήν πρό­τα­ση γί­νε­ται κά­θε φορά ἄλ­λη. Ἐν ὀ­λί­γοις: ἡ πρό­τα­ση ὡς Ὅ­λον ἐ­πα­να­προσ­δι­ο­ρί­ζει δι­αρ­κῶς κά­θε λέ­ξη. Μί­α ἁ­λυ­σί­δα ἐν­νοι­ῶν συγ­κρο­τεῖ μι­ά Σκέ­ψη: τού­τη εἶ­ναι, λοι­πόν, ἡ ἀ­νώ­τε­ρη ἑ­νό­τη­τα τῶν συ­νο­δῶν πα­ρα­στά­σε­ων. Ὡς τήν οὐσία τῶν πραγ­μά­των ἡ Σκέ­ψη δέν μπο­ρεῖ νά προ­βεῖ, ἐ­πι­δρᾶ ὡ­στό­σο ἐ­πά­νω μας ὡς κί­νη­τρο καί ὡς βου­λη­τι­κό ἐ­ρέ­θι­σμα· ἄλ­λω­στε εἶ­χε γί­νει ἤδη ἀν­τι­λη­πτή ὡς σύμ­βο­λο μί­ας βου­λη­τι­κῆς ἐκ­δή­λω­σης - ἑ­νός ἐ­ρε­θί­σμα­τος καί ταυ­τό­χρο­νά τῆς σύ­στοι­χης ἐκ­δή­λω­σής του. Ὅ­ταν ἐκ­φωνη­θεῖ τού­τη ἡ Σκέ­ψη, μα­ζί μέ τή Συμ­βο­λι­κή τοῦ ἤ­χου, δρᾶ ἀ­συγ­κρί­τως πι­ό ἰ­σχυ­ρά καί ἄ­με­σα. Τρα­γου­δι­σμέ­νη, φτά­νει στό ἀ­πό­γει­ό τῆς δρά­σης της - ἐ­φό­σον βε­βαί­ως τό μέ­λος εἶ­ναι τό ἄ­με­σα κα­τα­νο­ητό σύμ­βο­λο τῆς βού­λη­σής της·[92] δι­α­φο­ρε­τι­κά, ἡ μέν ἀλ­λη­λου­χί­α τῶν ἤ­χων ἐ­πι­δρᾶ μέν, πλήν ἡ ἀλ­λη­λου­χί­α τῶν λέ­ξε­ων, ἡ Σκέ­ψη, μᾶς μέ­νει ξέ­νη κι ἀ­δι­ά­φο­ρη.

Ἄν λοι­πόν ἡ Λέ­ξη πρό­κει­ται νά λει­τουρ­γή­σει κα­τε­ξο­χήν ὡς σύμ­βο­λο τῆς συ­νο­δῆς πα­ρά­στα­σης τοῦ πρω­ταρ­χι­κοῦ ἐ­ρε­θι­σμοῦ τῆς Βού­λη­σης, ἄν, δη­λα­δή, πρό­κει­ται νά συμ­βο­λί­σει εἰ­κό­νες ἤ αἰ­σθή­μα­τα, δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κοί δρό­μοι ἀ­νοί­γουν γιά τήν Ποί­η­ση: τό ἔ­πος καί ἡ Λύ­ρα. Τό πρῶ­το ὁ­δη­γεῖ στίς εἰ­κα­στι­κές Τέ­χνες, ἡ δεύ­τε­ρη στή μου­σι­κή: ἡ ἀ­πό­λαυ­ση τῶν φαι­νο­μέ­νων* δε­σπό­ζει στήν ἐ­πι­κή ποί­η­ση, ἐνῶ στή λυ­ρι­κή ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἡ ἴ­δια ἡ Βού­λη­ση. Ἡ πρώ­τη ξε­κό­βει ἀπ’ τή μου­σι­κή, ἡ δεύ­τε­ρη πα­ρα­μέ­νει δε­μέ­νη μα­ζί της.

Τώ­ρα, στό δι­ο­νυ­σι­α­κό δι­θύ­ραμ­βο,[93] ὁ θι­α­σώ­της τοῦ Δι­ο­νύ­σου φτά­νει στήν ἔ­ξαρ­ση ὅλων τῶν συμ­βο­λι­στι­κῶν του δυ­να­το­τή­των: ἕνα συ­ναί­σθη­μα πρω­τό­γνω­ρο κυ­κᾶ­ται μέ­σα του καί γυ­ρεύ­ει πι­ε­στι­κά νά βγεῖ πρός τά ἔ­ξω - ἡ ἐκ­μη­δέ­νι­ση τῆς ἀ­το­μι­κό­τη­τας, ἡ ὁλο­κλη­ρω­τι­κή ἕνω­ση μέ τή με­γα­λο­φυί­α τοῦ Εἴ­δους,[94] δη­λα­δή: μέ τή Φύ­ση! Ναι· τώ­ρα θά ἐκ­φρα­στεῖ ἡ ἴ­δια ἡ Φύ­ση, κι ἄ­ρα χρει­ά­ζε­ται νέ­ος κό­σμος συμ­βό­λων οἱ συ­νο­δές πα­ρα­στά­σεις ὁρ­μοῦν μέ εἰ­κό­νες πυ­ρε­τι­κές, συμ­βο­λο­ποι­οῦν­ται καί ἀ­ναπα­ρί­σταν­ται μέ τήν ὕ­ψι­στη φυ­σι­κή ἐ­νέρ­γει­α μές ἀ­πό σύμπα­σα τή Συμ­βο­λι­κή τοῦ σώ­μα­τος - μέ τό χο­ρό! Ἀλλά κι ὅλη ἡ σφαῖ­ρα τῆς Βού­λη­σης ἀ­παι­τεῖ ἐ­πί­σης νά ἐκ­φρα­στεῖ μέ ἀ­νή­κου­στους τώ­ρα συμ­βο­λι­σμούς - κ’ οἱ δυ­νά­μεις τῆς Ἁρ­μο­νί­ας, τῆς Δυ­να­μι­κῆς καί τῆς Ρυθ­μι­κῆς κο­ρυ­φώ­νον­ται μο­νο­στιγ­μι­κά! Μοι­ρα­σμέ­νη ἀ­νά­με­σα σέ δύ­ο Κό­σμους, ἡ Ποί­η­ση φτά­νει σέ νέ­α πε­δί­α δρά­σης: τή ζων­τα­νή εἰ­κό­να (χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τοῦ ἔ­πους), μά καί τή μέ­θη τοῦ ἤ­χου (χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της λυ­ρι­κῆς ποί­η­σης). Γιά νά συλ­λά­βει κα­νείς τού­τη τήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἀ­ποδέ­σμευ­ση κά­θε συμ­βο­λι­στι­κῆς δύ­να­μης,[95] πρέ­πει νά ἔ­χει κα­τα­λη­φθεῖ ἀπ’ τήν ἴδια τήν ἔ­ξα­ψη πού τίς γέν­νη­σε: ὁ δι­θυ­ραμ­βι­κός θε­ρά­πων τοῦ Δι­ο­νύ­σου γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τός μό­νο ἀπ’ τούς ὁ­μοί­ους του! Μά γι’ αὐτό κι ὁ και­νούρ­γιος τοῦ­τος Κό­σμος τῆς Τέ­χνης ἐ­ξορ­μᾷ σύσ­σω­μος σέ φο­βε­ρές μά­χες, στρο­βι­λι­ζό­με­νος, μέ τήν ἀ­πό­ξε­νη καί γο­η­τευ­τι­κή λαμ­πρό­τη­τά του, μέ­σῳ τοῦ ἀ­πολ­λώ­νι­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ!
------------------------
* Samtliche Briefe (Colli - Montinari), III, 120.

* Γράμ­μα στόν Gersdorff, 7 Νο­εμ­βρί­ου 1870.

± Ὑ­πό τόν τί­τλο Κα­τα­γω­γή καί σκο­πός τῆς Τραγωδίας. Ἀ­να­λυ­τι­κά: KSA, XIV, 41-2.

±± Ἀ­να­λυ­τι­κώ­τε­ρα: Πί­να­κας ὅρων, «Ἀ­πολ­λώ­νι­ο-Δι­ο­νυ­σι­α­κό».

§ Σύμ­φω­να μέ τόν κα­θη­γη­τή τοῦ Νί­τσε, Fr. Ritschl, ἡ κι­θα­ριστι­κή μου­σι­κή προ­σι­δι­ά­ζει στή λα­τρεί­α τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να, ἐνῶ ἡ αὐ­λη­τι­κή εἶ­ναι πι­ό ἐν­θου­σι­α­στι­κή, πι­ό ἔν­το­νη καί δι­ο­νυ­σι­α­κή (Olympus derAulet, στό: Kleinephilologische Schriften [I-V, Leipzig, 1866-79], I, 259 κ.ε.). Ὁ Westphal τό­νι­σε κι αὐτός τήν ἀν­τί­θε­ση ἀ­πολ­λώ­νι­ου-δι­ο­νυ­σι­α­κοῦ στό ζεῦγ­μα κι­θά­ρας-αὐ­λοῦ (Geschichte der alien und mittelalterischen Musik, Breslau, 1865, 98). Ἀλ­λά καί πα­λιό­τε­ρα, ὁ Welcker εἶ­χε ἤδη ἐ­πι­ση­μά­νει τό ρό­λο πού ἔ­παι­ξε ἡ «ἀν­τί­θε­ση» Ἀ­πόλ­λω­να-Δι­ο­νύ­σου στήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν δι­α­φό­ρων εἰ­δῶν ποί­η­σης (Griechische Gotterlehre [Ι-ΙΙΙ, Gottingen, 1857-63], II, 576).

* * Βλ. ἐν­δει­κτι­κά: σ. 106-7· 159-60.

* Αὐτό συμ­πε­ραί­νου­με ἀπ’ τό 3ο ση­μει­ω­μα­τά­ρι­ο, γραμ­μέ­νο ἀπ’ τό χει­μῶ­να τοῦ 1869-70 ὡς τήν ἄ­νοι­ξη τοῦ ’70.

± Ὁ φί­λος τοῦ Νί­τσε, Η. Romundt, ἀ­να­φέ­ρε­ται σ’ ἕνα γράμ­μα (3-5-1869) στή «σπο­ρά τοῦ τε­λευ­ταί­ου χει­μῶ­να» (“die Aussaat des letzten Winters”), ἐν­νοῶν­τας τίς ὡ­ραῖ­ες θρυ­λι­κές συ­ζη­τή­σεις τούς (“Es tont wie eine schone, halbverklungene Sage ... zu mir” ) «γιά τόν τό­τε καί τόν τω­ρι­νό ξα­να­να­στη­μέ­νο πεσ­σι­μι­σμό, γιά τό Δρᾶ­μα τοῦ μέλ­λον­τος, γιά τή μου­σι­κή ὡς κλει­δί πά­σης φι­λο­λο­γί­ας τῆς Τέ­χνης, γιά τόν R<ichard> W<agner> καί τόν A<rthur> Sch<openhauer»>.

±± Μέ ὅλον τόν φόρ­το τῆς σο­πε­να­ου­ε­ρι­κῆς φρα­σε­ο­λο­γί­ας (οἱ ἀ­ραί­ω­σεις δι­κές μας): Wir werden vielfiir die asthetische Wis senschaftgewonnen haben, wenn wir n i c h t n u r z u r l o g i s c h e n Einsicht, sondern zur unmittelbaren Sicherheit der Anschauung gekommen sind I, dass... («Πο­λύ θά ἐμ­πλου­τί­σου­με τήν αἰ­σθη­τι­κή μας γνώ­ση, ἄν κα­τα­κτή­σου­με ὄχι μό­νο τήν ἐ­νάρ­γει­α τῆς Λο­γι­κῆς, ἀλλά καί τήν ἄ­με­ση βε­βαι­ό­τη­τα τῆς Ἐ­πο­πτεί­ας <πι­ό ἁ­πλᾶ: «τήν ἄ­με­ση, ἄ­σφαλ­τη Αἴ­σθη­ση)», φτά­νον­τας ἔ­τσι φυ­σι­κά <σάν κα­τα­στά­λαγ­μα> στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅτι...»)

* Zukunftphilologie!: Eine Erwiderung auf Friedrich Nietzsches «Geburt der Tragodie», Berlin, [30 Μα­ΐ­ου] 1872.

± Zukunftphilologie!, 32: ueins aberfordere ich: halte hr. N. wort, ergreife er den thyrsos, ziehe er von Indien nach Griechenland, aber steige er herab vom katheder, auf welchem er wissenschaft lehren soil...”

±± Βλ. στά Φι­λο­λο­γι­κά ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του, Erinnerungen (1848-1914), Leipzig, 1928, 129: aeine irreligiose Religion und unphilosophische Philosophie.» Γιά τό πα­ρα­σκή­νι­ο τῆς δι­α­μά­χης Νί­τσε-Βι­λα­μό­βιτς, βλ. William Musgrave Calder III, “The Wilamowitz - Nietzsche struggle: New documents and a reappraisal ”, στό: Nietzsche-Studien, XII, Berlin - New York, 1983, 214-54.

* Zukunftphilologie!, 32: “Ich glaube der beiveis fur die schweren vorwurfe der unwissenheit und des mangels an wahrheitsliebe ist gegeben”

± Τέ­λη τοῦ 1872.

* Πρβλ Ἀν­τί­χρι­στο, σ.78· 204.

± Καί ἐν­τά­ξει ἡ «δι­α­φο­ρε­τι­κή ὀ­πτι­κή»· μέ τό προ­σω­πι­κό, προσω­πι­κώ­τα­το κι ἀ­με­τά­δο­το βί­ω­μα, ὅμως, τί γί­νε­ται; Καί­ρι­α ἐν προκει­μέ­νῳ ἡ πα­ρα­τή­ρη­ση τῆς Β. Babich: “<Thefact> that esoteric texts are exoterically inaccessible is a point Nietzsch e will repeat again and again. And as Nietzsche’s readers today, we do well to reflect on the common conviction that presumes that everything is communicable and that everything can be made accessible to everyone.” (“The science of words ‘or philology: music in ‘The birth of tragedy’ and the alchemy of love in "The gay science’, στό: Rivista di estetica. N.s., XXVIII, Torino, 2005, 62.)

± ± Πρβλ Λυ­κό­φως, σ.245-6.

§ Ἀ­γών Ὁ­μή­ρου, σ.35.

* Δ Geheimlehren, σύμ­φω­να μέ τή δι­όρ­θω­ση τῆς eKGWB.

[1] ΔΗ Ἡ ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι] Der schone Schein στό πρω­τό­τυ­πο (= ἡ ὡ­ραί­α ἐμ­φά­νι­ση, τό ὡ­ραῖ­ο φά­ος, ἡ ὡ­ραί­α αἴ­σθη­ση, τ’ ὄ­μορ­φο φῶς - μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς ψευδαί­σθη­σης...)

[2] Δ εἰ­κα­στι­κῶν Τε­χνῶν] Bildendeti Kunst στό πρω­τό­τυ­πο. Βλ. ἑ­πό­με­νο σχ.

[3] ΔΗ τοῦ γλύ­πτη] Bildner στό πρω­τό­τυ­πο. (Ἐ­πί λέ­ξει: αὐτός πού δί­νει μορ­φή στίς εἰ­κό­νες, ὁ «ἀ­πει­κο­νι­στής», ὁ μορ­φο­ποι­ός εἰ­κό­νων.)

[4] Δ «Φεγ­γο­βό­λος»] Der Scheinende στό πρω­τό­τυ­πο. Βλ. ἑ­πό­με­νο σχ.

[5] Δ «Φεγ­γο­βό­λος» ... ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι] Ἄς ση­μει­ω­θεῖ ἐ­δῶ ἡ —πα­ρη­χη­τι­κή καί ἐ­τυ­μο­λο­γι­κή— συγ­γέ­νει­α τῶν λέ­ξε­ων Der Scheinende (: φεγ­γο­βό­λος), schones Schein (: ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι), Schonheit (: Ὡ­ρα­ῖ­ο/ ὡ­ραι­ό­τη­τα), πού συ­νυ­φαί­νει ὁ Νί­τσε μέ τή βα­θύ­τε­ρη ἰ­δι­ο­συ­στα­σί­α τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να. Ἡ με­τά­φρα­ση προ­σπα­θεῖ νά σώ­σει αὐτή τή συ­νά­φει­α τῶν γερ­μα­νι­κῶν ὅρων. Βλ. καί ἑ­πό­με­νο σχ.

[6] Δ «ἡ­λι­ο­ει­δής»] Sonnenhaft στό πρω­τό­τυ­πο. Ὁ ὅρος ἀ­νάγε­ται ἤδη στόν Πλά­τω­να, Πο­λι­τεί­α, 508b: ...ὅ δή κα­λοῦμεν ὄμμα [ ] ἡ­λι­ο­δέ­στα­τον γέ οἶ­μαι τῶν πε­ρί τάς αἰ- σθή­σε­ως ὀρ­γά­νων. Εἰ­δι­κώ­τε­ρα, ἐν προ­κει­μέ­νῳ, στόν Πλωτῖ­νο, Ἐν­νε­ά­δες, Α’, 6, 9 (οὐ γάρ ἄν πώ­πο­τε εἶ­δεν ὀ­φθαλ­μός ἥ­λι­ον ἡλιοειδής μή γε­γε­νη­μέ­νος, οὐ­δέ τό κα­λόν ἄν ἴ­δοι ψυ­χή μή κα­λή γε­νο­μέ­νη) ἀπ’ ὅπου κι ὁ Γκαῖ­τε στό γνω­στό ἀ­πό­φθεγ­μά του: “ War’ nicht das Auge sonnenhaft, Die Sonne konnt’ es nie erblicken; / Lag’ nicht in uns des Gottes eigne Kraft, / Wie konnt’ uns Gottliches entziicken?“ (Zahme Xenien III).

[7] Δ ὀρ­γι­σμέ­νος] Πρβλ KSA, I, 774, ὅπου ὁ Ἀ­πόλ­λων εἶν’ ὁ θε­ός τοῦ ἀ­φα­νι­σμοῦ:

«...Τρο­μα­κτι­κά ἡ­χεῖ τ’ ἀ­ση­μέ­νιο τό­ξο του· κα­τα­φτά­νει σκο­τει­νός σάν τή νύ­χτα - ὁ Ἀ­πόλ­λων! Πρῶ­τα —ἔ­τσι ἀρ­χί­ζει ἡ Ἰ­λι­ά­δα— ρί­χνει τά βέ­λη του στά μου­λά­ρια καί τά σκυ­λιά. Ἔ­πει­τα παίρ­νει στό κυνήγι καί τούς ἀν­θρώ­πους, καί πέ­ρα ὡς πέ­ρα καῖ­νε φω­τιές πυ­κνές ἀ­πό κου­φά­ρια!»

Βλ. καί Ἀ­γών Ὁ­μή­ρου, σ.60, σχ.12-3.

* Δ Ναίν στό πρω­τό­τυ­πο. 

± Δ Λατινικά στό πρω­τό­τυ­πο: principium individuationis.

[8] Δ τή συ­να­δέλ­φω­ση ἀν­θρώ­που μέ ἄν­θρω­πο] Βλ. Σίλ­λερ, Ὠ­δή στή χα­ρά (An die Freude), στή β’ ἐκ­δο­χή, πού περι­ε­λή­φθη στήν Ἐ­νά­τη τοῦ Μπε­τό­βεν: “Alle Menschen werden Bruder / wo dein sanfter Flilgel weilt.”

[9] Δ πάν­θη­ρες ... τοῦ Δι­ο­νύ­σου] Ἡ εἰ­κό­να παρ­μέ­νη ἀ­πό πε­ρι­γρα­φές τοῦ Δι­ο­νύ­σου στήν ὕ­στε­ρη Γραμ­μα­τεί­α. Βλ. W. Otto, Δι­ό­νυ­σος. Μῦθος καί λα­τρεί­α. Εἰ­σα­γω­γή, με­τά­φρα­ση: Θ. Λου­πα­σά­κης. Ἀθήνα, 1991, 111-3.

[10] Δ τρα­γου­δῶν­τας ... κοι­νό­τη­τας] Κα­τά Reibnitz, Kommentar, 89, ὁ Νί­τσε ἔχει κα­τά νοῦ τό πρῶ­το χο­ρι­κό τῶν Βακ­χῶν, 64-167. Τού­τη ἡ κοι­νό­τη­τα ὄ­χι μό­νο βρί­σκε­ται στούς ἀν­τί­πο­δες «κλει­στῶν συν­τε­χνι­α­κῶν ὁ­μά­δων» ἤ «ἀ­δελ­φο­τή­των» πού ἄκ­μα­ζαν στήν Ἀθήνα τά τέ­λη τοῦ Πε­λο­πον­νη­σι­α­κοῦ πο­λέ­μου [πρβλ Εὐ­ρι­πί­δη, Βάκ­χαι, 114: ...γᾶ πᾶ­σα χο­ρεύ­σει (: ὅλ’ ἡ γῆ θά χο­ρέ­ψει)], πα­ρά ξε­περ­νά­ει ἀ­κό­μα καί τά ὅ­ρι­α τῆς πό­λε­ως. Βλ. Vernant- Naquet, Μῦθος καί Τραγωδία στήν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα, Β’, με­τά­φρα­ση Ἀ. Τάτ­τη. Ἀθήνα, 1991, 309.

[11] Δ ἡ γῆ προ­σφέ­ρει μέ­λι καί γά­λα] Εὐ­ρι­πί­δης, Βάκ­χαι, 142-3: ῥεῖ δέ γά­λα­κτι πέ­δον, ῥεῖ δ’ οἴ­νῳ, ῥεῖ δέ μέ­λισ­σαν/ νέ­κτα­ρι.

[12] Δ Νιώ­θει θε­ός] Ὁ πι­στός: ἕνα μέ τό θε­ό του. Κεν­τρι­κό θέ­μα τῶν Μυ­στι­κῶν. Βλ. καί Dodds, Euripides, Bacchae. Edited with introduction and commentary by —, Oxford, I9602, 82-3 (σχό­λι­ο στό στ. 115).

[13] Δ Ἰδού λοι­πόν ... τό ὄργι­ο] Ὑπό­κει­ται ἡ βα­σι­κή ἔν­νοι­α τοῦ Νί­τσε πε­ρί Sublimirung. Πρβλ Ἀ­γών Ὁ­μή­ρου, σ. 44-5 [ἀ­πό­σπ. 6: 16 (18) 1871-2]· .

[14] Δ τή θυ­ελ­λώ­δη ἄ­φι­ξη] Πρβλ Guilelmus Quandt, Orphei Hymni, Dublin - Zurich, 19734 (Weidmann), ἀπόσπ. 46,5: ἐ­λαυ­νό­με­νος μα­νί­ῃ­σι.

[15] Δ μί­α συμ­φι­λί­ω­ση] Πρβλ Πλού­ταρ­χο, Πε­ρί τοῦ ΕΙ τοῦ ἐν Δελ­φοῖς, 389c. Ἀ­να­λυ­τι­κά: Silk - Stern, Nietzsche on tragedy. Cambridge - London, 1981, 178 κ.ε. (μέ πα­ρα­πομ­πή στοῦ W. Guthrie, The Greeks and their gods, Boston, 1971, 202: «the characters of the two gods seem to have become thoroughly mingled by the fifth century»)· Reibnitz, Kommentar, 108-10. Γρά­φον­τας τή λέ­ξη αὐ­τή, ὁ Νί­τσε ἔχει κα­τά νοῦ καί τή σύ­να­ψη εἰ­ρή­νης με­τα­ξύ γερ­μα­νι­κοῦ Ρά­ιχ καί Γαλ­λί­ας (2 Φε­βρου­ά­ρι­ου 1871), τήν πε­ρί­ο­δο πού ἔγρα­φε τή Γέν­νη­ση. Βλ. «Ἀ­πό­πει­ρα Αὐτοκρι­τι­κῆς» [XSL4, I, 11]:

...Με­ρι­κές βδο­μά­δες ἀρ­γό­τε­ρα, κά­τω ἀπ’ τά τεί­χη τοῦ Metz <ὅπου ὑ­πη­ρέ­τη­σε ἐ­θε­λον­τι­κά ὡς τραυ­μα­τι­ο­φο­ρέ­ας, τέ­λη Αὔ­γου­στον 1870>, σκε­φτό­ταν ἀ­κό­μα τά ἐ­ρω­τή­μα­τα ποὖ­χε θέ­σει σχε­τι­κά μέ τή λε­γό­με­νη «ἱ­λα­ρό­τη­τα» τῶν Ἑλ­λή­νων καί τῆς Τέ­χνης τους - ὥ­σπου, τε­λι­κά, ἐ­κεῖ­νον τόν τα­ραγ­μέ­νο μῆ­να, κα­θώς πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ταν συ­σκέ­ψεις γιά τήν εἰ­ρή­νευ­ση στίς Βερ­σαλ­λί­ες, σύ­να­ψε κι ὁ ἴδι­ος εἰ­ρή­νη μέ τόν ἑ­αυ­τό του καί, ἀ­ναρ­ρώ­νον­τας μέ ἀρ­γούς ρυθ­μούς ἀ­πό μι­άν ἀρ­ρώ­στια πού κόλ­λη­σε στό μέ­τω­πο, ἀ­πο­κρυ­σταλ­λώ­θη­κε στό μυα­λό του ἡ ἰ­δέ­α τῆς Γέν­νη­σης τῆς Τραγωδίας ἀπ’ τό πνε­ῦ­μα τῆς μου­σι­κῆς...

* Δ Δι­θυραμ­βι­κόν - ἡσ­υχα­στι­κόν: Ἑλ­λη­νι­κά στό κεί­με­νο.

[16] Δ ὅπως ἐ­τοῦ­τοι ... ἀνά­γλυ­φοι ] ...angeschaut werden στό πρω­τό­τυ­πο. Πι­ό ἐ­λεύ­θε­ρα: «ὅπως τούς εἰ­σπράτ­τει ἡ ἐ­πο­πτεί­α, στήν αἰ­σθη­τι­κή τους ἐν­τέ­λει­α»· ἤ: «ὅπως προ­βάλ­λουν στήν ἐ­πο­πτεί­α μέ τήν αἰ­σθη­τι­κή τους ἐν­τέ­λει­α» - ἀφοῦ ὁ Νί­τσε θέ­λει νά το­νί­σει ὅτι οἱ Ὀ­λύμ­πι­οι θε­οί ἦ­ταν, ἤδη στά ὁ­μη­ρι­κά ἔ­πη, αἰ­σθη­τι­κά ἐν­τε­λεῖς μορ­φές (ἐξ οὗ καί ἡ ἀ­ραί­ω­σή του). Ὁ Porter, Philology of the future, 379, ἀ­πο­δί­δει τή φρά­ση: “the aesthetically formed and perceived images of the gods”.

± Δ Συμπληρώθηκε ἀ­πό με­τα­γε­νέ­στε­ρη μορ­φή: Γέν­νη­ση τῆς τρα­γι­κῆς σκέ­ψης (KSA, I, 584)].

[17] Δ φαι­νό­με­να] Erscheinungen στό πρω­τό­τυ­πο. 

[18] Δ μί­α ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή ἤ­χων] Architektur in Tonen στό πρω­τό­τυ­πο. Ἡ Reibnitz, Kommentar, 118, γιά τόν ὅρο αὐτόν ἀ­κρι­βῶς πα­ρα­πέμ­πει στόν Yorck ν. Wartenburg, Die Katharsis des Aristoteles und der Oedipus Coloneus des Sophocles, Berlin, 1866, 28. Ὅ Νί­τσε ἐ­δῶ ἐν­νο­εῖ τίς σύμ­με­τρες μου­σι­κές δο­μές, τίς ἐ­πι­βλη­τι­κές, στι­βα­ρές καί αὐ­στη­ρές ἀ­να­λο­γί­ες - χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του δω­ρι­κοῦ ρυθ­μοῦ.

[19] Δ ἀ­πο­κλει­στι­κά τό­νων ὑ­παι­νι­κτι­κῶν ] In nur a n g e d e u t e n Tonen στό πρω­τό­τυ­πο. Ὑ­παι­νίσ­σε­ται τήν ἡ­ρα­κλεί­τει­α ρή­ση γιά τόν ἐν Δελ­φοῖς Ἀ­πόλ­λω­να [Diels - Kranz, 22, Ἡράκλειτος, ἀπόσπ. 93]: ὁ ἄ­ναξ, οὗ τό μαν­τεῖ­όν ἐ­στι τό ἐν Δελ­φοῖς, οὔ­τε λέ­γει οὔτε κρύ­πτει ἀλ­λά ση­μαί­νει.

[20] Δ σάν τούς ἤ­χους τῆς κι­θά­ρας] Πρό­κει­ται γιά τό δω­ρι­κό μέ­λος.

[21] Δ Ὁ θε­ός τῆς μου­σι­κῆς ... τῆς δι­ο­νυ­σι­α­κῆς μου­σι­κῆς]

Ἀν­τι­πα­ρα­βάλ­λον­τας ἐ­δῶ ὁ Νί­τσε αὐ­λό μέ κι­θά­ρα, ἔ­χει κα­τά νοῦν τίς ἀ­πό­ψεις Ritschl καί Westphal - θέ­τει ὅμως τίς βά­σεις τοῦ ζη­τή­μα­τος, πέ­ρα ἀπ’ τό μου­σι­κό, καί στό ψυ­χο­λο­γι­κό ἐ­πί­πε­δο (Reibnitz, Kommentar, 114).

[22] Δ τό τράν­ταγ­μα τοῦ ἤ­χου] Πρβλ Γέν­νη­ση τῆς Τραγωδίας, κέφ. 2: «τήν πολ­υτά­ρα­χον ὁρ­μή τόν ἡ­χου <τῶν αὔ­λων>; τόν ἁρ­μο­νι­κό χεί­μαρ­ρο τ<οῦ μέ­λους»> (κα­τά με­τά­φρα­ση Κα­ζαν­τζά­κη). Βλ. «τό τράν­ταγ­μα τοῦ γέ­λιου», σ.118.

[23] Δ φαί­νε­σθαι] Erscheinung στό πρω­τό­τυ­πο. Η [Ἐ­ναλ­λα­κτι­κά, ἤ πι­ό ἐ­λεύ­θε­ρα: «...κυ­ρι­αρ­χῶν­τας πά­νω στό χά­ος τῆς ἀ­κό­μα ἄ­μορ­φης Βού­λη­σης, μπο­ρεῖ, ὡς ἐκ τού­του ἀ­κρι­βῶς, σέ κά­θε δη­μι­ουρ­γι­κή ἔ­κρη­ξη, νά φτει­ά­ξει ἕναν κό­σμο νέ­ο - ἀ­να­πλά­θον­τας μα­ζί καί τόν πα­λιό, τόν γνω­στό ὡς Κό­σμο τῶν φαι­νο­μέ­νων.»]

[24] Η πρός τό ἀ­το­μι­κώ­τε­ρο] Στό πρω­τό­τυ­πο: in’s Einzelne - πού θά μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­πο­δο­θεῖ καί: «... πρός τό ἐ­πι­μέ­ρους, τό μο­να­δι­κώ­τε­ρο, πρός τή Δι­ά­σπα­ση, πρός τίς χω­ρι­στές ὀν­τό­τη­τες»... Βλ. καί ἑ­πό­με­νο σχ.

[25] Δ δι­α­σπῶν­ται ὅλα ... χα­μέ­νη ἑ­νό­τη­τα] Στόν πρώ­ι­μο Νί­τσε, ἡ ρί­ζα τοῦ πό­νου βρί­σκε­ται στήν κα­τάρ­γη­ση τῆς πρω­ταρ­χι­κῆς Ἑ­νό­τη­τας ἀνθρώπου-Φύ­σης. (Πρβλ καί Ἀ­γών Ὁμήρου, σ.63-4.) Ὑπό­κει­ται ὁ δι­α­με­λι­σμός τοῦ Δι­ο­νύ­σου Ζα­γρέ­ως – μῦ­θος πού συ­νι­στᾷ τόν ἀ­κρο­γω­νι­αῖ­ο λί­θο τῆς σύλ­λη­ψης τοῦ Δι­ο­νυ­σι­α­κοῦ ἀπ’ τόν Νί­τσε. Βλ. πα­ρα­κά­τω, σ.107. Η [Βλ. Πλού­ταρ­χο, Ἶσις καί Ὄ­σι­ρις, 389a- Poetamm epicorum Graecorum, testimonia etfragmenta. Pars I, ἔκδ. Albertus Bernabe, Leipzig, 1987 (Teubner), Ἄλ­κμαι­ω­νίς (6ος αἰ. π.Χ.), ἀπόσπ. 3.]

[26] ΔΗ Σα­τουρ­νά­λι­ά της] Πα­νάρ­χαι­η ρω­μα­ϊ­κή γιο­ρτή πρός τι­μήν τοῦ —γε­νι­κά ταυ­τι­ζό­με­νου μέ τόν Κρό­νο— θε­οῦ Σατούρ­νου, κα­τά τήν ὁ­ποία ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν κά­θε εἶ­δος κοι­νω­νι­κῆς ἱ­ε­ραρ­χί­ας καί τα­ξι­κή δι­ά­κρι­ση: οἱ κύ­ρι­οι ὑ­πη­ρε­τοῦ­σαν, οἱ δοῦ­λοι γί­νον­ταν ἀ­φέν­τες καί μπο­ροῦ­σαν νά ἐ­πι­πλήτ­τουν τούς κυ­ρί­ους τους καί νά παί­ζουν τυ­χε­ρά παι­γνί­δια - κά­τι πού τούς ἦ­ταν ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο τόν ὑ­πό­λοι­πο χρό­νο. Ὅ­σες μέ­ρες κρα­τοῦ­σε ἡ γιο­ρτή γί­νον­ταν συμ­πό­σι­α, δι­α­σκέ­δα­ζαν καί, γε­νι­κά, ἀ­πα­γο­ρευ­ό­ταν κά­θε ἀ­σχο­λί­α πού θά μπο­ροῦ­σε νά προ­κα­λέ­σει λύ­πη. ΜΕΕ, ΚΑ’ 586, Σα­του­ρνά­λι­α, τοῦ Θ. Πα­πα­κων­σταν­τί­νου· DNP, XI, Saturnalia, 113-5· Λυ­κό­φως, σ.195, υ.367.

[27]Δ κη­δεύ­ει τούς νε­κρούς της] Ἀ­να­φο­ρά στίς νε­κρι­κές τε­λε­τές —γιο­ρτές τοῦ Δι­ο­νύ­σου—, πού γί­νον­ταν στήν ἀρ­χή τῆς ἄ­νοι­ξης. Ἀ­πό πί­σω βρί­σκε­ται ἡ ἡ­ρα­κλεί­τει­α ρή­ση, Diels - Kranz, 22, ἀπόσπ. 15: ὡυ­τός δέ Ἄίι­δης καί Δι­ό­νυ­σος, ὅ­τε­ῳ μαί­νον­ται καί λη­να­ΐ­ζου­σιν.

[28]Δ Ὁ πό­νος ξυπνᾶ ... ἀπ’ τό στῆ­θος] Ἐ­δῶ βρί­σκε­ται ἡ ρί­ζα τοῦ Τρα­γι­κοῦ, ἀ­να­γό­με­νη τό­σο στή μου­σι­κή δι­α­φω­νί­α (Γέν­νη­ση τῆς Τραγωδίας, κέφ. 24: «Ἡ ἀ­πό­λαυ­ση πού γεν­νᾶ ὁ τρα­γι­κός μΰ­θος ἔ­χει τήν ἴδια κα­τα­γω­γή μέ τήν ἀ­πο­λαυ­στι­κή αἴ­σθη­ση τῆς δι­α­φω­νί­ας στή μου­σι­κή»), ἀλλά καί στήν ἐναν­τι­ό­τη­τα τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του, Diels - Kranz, 22, ἀπόσπ. 8: πάν­τα κατ’ ἔ­ριν γί­νε­σθαι· βλ. Φι­λο­σο­φί­α στά χρό­νι­α της Τραγωδίας, 73: «...μί­α δύ­να­μη συ­νι­στᾷ ἰ­σορ­ρο­πί­α δύ­ο ἀν­τι­τι­θέ­με­νων ἐ­νερ­γει­ῶν πού τεί­νουν ἀ­έ­να­α νά ἐ­πα­νε­νω­θοῦν». Ἡ Reibnitz, Kommentar, 113, εὔ­στο­χα πα­ρα­θέ­τει τίς Βάκ­χες, 64-8 (: Ἀ­σί­ας ἀ­πό γᾶς / ἱ­ε­ρόν Τμῶ­λον ἀ­μείψα­σα θο­ά­ζω / Βρο­μί­ω πό­νον ἡδύν / κά­μα­τον τ’ εὐ­κά­μα­τον, Βάκ-/ χι­ον εὐα­ζο­μέ­να) ὡς δεῖγ­μα πα­ρά­δο­ξης συ­ναι­σθη­μα­τι­κῆς κα­τά­στα­σης πού προ­κα­λεῖ ἡ δι­ο­νυ­σι­α­κή ἔκ­στα­ση. Ἀ­πώ­τε­ρα, σέ κα­θα­ρά θε­ω­ρη­τι­κό πλαί­σι­ο, πρβλ 9 (97) 1887 (= Φι­λο­σο­φί­α στά χρό­νι­α της Τραγωδίας, ὑ.47): («Στήν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή ἀρ­χή τῆς μή ἀν­τι­φά­σε­ως ὑ­πο­λαν­θά­νει> ἡ τά­χα ἀ­πο­δεδειγ­μέ­νη βε­βαι­ό­τη­τα: ‘δέν μπο­ρῶ νά νιώ­θω συγ­χρό­νως δύ­ο ἀν­τί­θε­τα αἰ­σθή­μα­τα’ - βε­βαι­ό­τη­τα χον­δρο­ει­δής κ’ ἐσφαλμένη...»

* Δ Λύ­σι­ος: Ἑλ­λη­νι­κά στό πρω­τό­τυ­πο (ἐ­πί­θε­το τοῦ Δι­ό­νυ­σου [ἐκ τοῦ λύ­ω]). Πρβλ σχ.65.

[29] Δ σάν κά­τι ἀ­να­το­λί­τι­κο]’Ἐν­νο­εῖ τήν Ἐγ­γύς Ἀ­να­το­λή (βλ. πα­ρα­κά­τω, ἀ­να­φο­ρά στή βα­βυ­λω­νι­α­κή γιο­ρτή τῶν Σα­κῶν, σχ.31) - ὄ­χι στήν Ἰν­δί­α.

[30] Δ ἐκ­πνευ­μά­τω­ση] Vergeistigung στό πρω­τό­τυ­πο - κα­τά τόν ὅρο τοῦ J. Burckhardt· βλ. Λυ­κό­φως, σ. 112-3 καί τήν ἐκεῖ 6.146· 149. Γιά τήν ἴ­δια λέ­ξη πρβλ Reibnitz, Kommentar, 125.

[31] Δ Σάκαια] Περ­σι­κή γιο­ρτή. Κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ἀπ’ τούς στρα­τι­ῶ­τες τοῦ Δα­ρεί­ου Α’ εἰς ἀ­νά­μνη­σιν τῆς ὁλοσχε­ροῦς κα­τα­στρο­φῆς τῶν Σα­κῶν (6ος αἰ. π.Χ.), καί μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἀπ’ τόν Στρά­βω­να, ΙΑ’, 512.

[32] Δ Ἕνας ἀγ­γε­λι­α­φό­ρος δι­η­γεῖ­ται ... σά χιό­νι!] Βάκ­χαι, 677-711:

ἀ­γε­λαί­α μέν βο­σκή­ματ’ ἄρ­τι πρός λέ­πας
μό­σχων ὑ­πε­ξή­κρι­ζον, ἡ­νιχ’ ἥ­λι­ος
ἀ­κτῖ­νας ἐ­ξί­η­σι θερ­μαί­νων χθό­να.
ὁρῶ δέ θι­ά­σους τρεῖς γυ­ναι­κεί­ων χο­ρῶν. 

Ηὗ­δον δέ πᾶσαι σώ­μα­σιν πα­ρει­μέ­ναι,
αἱ μέν πρός ἐ­λά­της νῶτ’ ἐ­ρεί­σα­σαι φό­βην,
αἵ δ’ ἐν δρυ­ός φύλ­λοι­σι πρός πέ­δῳ κά­ρα
εἰ­κῇ βα­λοῦ­σαι σω­φρό­νως.

ἡ σή δέ μή­τηρ ὠ­λό­λυ­ξεν ἐν μέ­σαις
στα­θεῖ­σα βάκ­χαις, ἐξ ὕπνου κι­νεῖν δέ­μας,
μυκήθ­μαθ’ ὡς ἤ­κου­σε κε­ρο­φό­ρων βο­ῶν.

Αἵ δ’ ἀ­πο­βα­λοῦ­σαι θα­λε­ρόν ὀμ­μά­των ὕπνον
ἀ­νῇ­ξαν ὀρ­θαί, θα­ῦμ’ ἰ­δεῖν εὐ­κο­σμί­ας,
νέ­αι πα­λαι­αί παρ­θέ­νοι τ’ ἔτ’ ἄζυγες.

Καί πρῶ­τα μέν κα­θεῖ­σαν εἰς ὤ­μους κό­μας
νε­βρί­δας τ’ ἀ­νε­στεί­λανθ’ ὅσαι­σιν ἁμ­μά­των
σύν­δε­σμ’ ἐ­λέλ­υτο, καί κα­τα­στί­κτους δο­ράς
ὄφε­σι κα­τε­ζώ­σαν­το λιχ­μῶ­σιν γένυν.

Αἵ δ’ ἀγ­κά­λαι­σι δορ­κάδ’ ἤ σκύ­μνους λύ­κων
ἀ­γρί­ους ἔ­χου­σαι λευ­κόν ἐ­δί­δο­σαν γά­λα,
ὅσαις νε­ο­τό­κοις μα­στός ἦν σπαρ­γῶν ἔ­τι
βρέ­φη λι­πού­σαις· ἐ­πί δ’ ἔ­θεν­το κισ­σί­νους
στε­φά­νους δρυ­ός τε μί­λα­κός τ’ ἀν­θε­σφό­ρου.

Θύρ­σον δέ τις λα­βοῦσ’ ἔ­παι­σεν ἐς πέ­τραν,
ὅθεν δρο­σώ­δης ὕ­δα­τος ἐκ­πη­δᾷ νο­τί­ς·
ἄλ­λη δέ νάρ­θηκ’ ἐς πέ­δον κα­θῆ­κε γῆς,
καί τῇ­δε κρή­νην ἐ­ξα­νῆκ’ οἴ­νου θε­ός·
ὅσαις δέ λευ­κοῦ πώ­μα­τος πό­θος πα­ρῆν,
ἄ­κροι­σι δα­κτύ­λοι­σι δι­α­μῶ­σαι χθό­να
γά­λα­κτος ἑ­σμους εἶ­χον ἐκ δέ κισ­σί­νων
θύρ­σων γλυ­κεῖ­αι μέ­λι­τος ἔ­στα­ζον ῥο­αί.

[33]Δ μές στό κά­μα ... ἀν­θί­ζει ] Με­τά ἀ­πό δε­κα­πέν­τε χρό­νι­α, τού­τη ἡ εἰ­κό­να θά ὀ­νο­μα­ζό­ταν: μέ­γα με­ση­μέ­ρι, συνι­στῶν­τας μί­α ἀπ’ τίς βα­σι­κές ἔννοι­ες τοῦ Νί­τσε. Ἐ­πί­σης: Ὁ ὁ­δοι­πό­ρος καί ἡ σκι­ά του, 308 [KSA, II, 690]:

Τό με­ση­μέ­ρι. —Ὅποιος περ­νά­ει τό πρω­ι­νό της ζω­ῆς δρα­στή­ρι­α κι ὁρ­μη­τι­κά, κα­τά τό με­ση­μέ­ρι τῆς κυ­ρι­εύ­ε­ται ἀ­πό λα­χτά­ρα γι’ ἀ­νά­παυ­ση πού μπο­ρεῖ νά κρα­τή­σει μῆ­νες ἤ χρό­νι­α... Γύ­ρω του τά πάν­τα ἡ­συ­χά­ζουν· οἱ φω­νές ἀν­τη­χοῦν ὁ­λο­έ­να καί πι­ό μα­κρι­νές· ὁ ἥ­λι­ος πέ­φτει κα­τα­κό­ρυ­φα πά­νω του. Ἀ­πό ’ναν κρυ­φό λει­μῶ­να βλέ­πει τόν με­γά­λο Πά­να νά κοι­μά­ται· ὅλα τά στοι­χεῖ­α τῆς Φύ­σης κοι­μοῦν­ται μα­ζί του· στό πρό­σω­πό τους ἡ ἔκ­φρα­ση τοῦ αἰ­ώ­νι­ου..- ἔ­τσι τοῦ φαί­νε­ται. Τί­πο­τα δέ ζη­τά­ει κ’ ἔ­γνοια καμ­μι­ά δέν ἔ­χει· ἡ καρ­διά του ἀ­κι­νη­τεῖ,.. ζεῖ μό­νο τό μά­τι του – εἶν’ ἕνας θά­να­τος μ’ ἀ­νοι­χτά μά­τια... Πολ­λά βλέ­πει τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος —πράγ­μα­τα πού πο­τέ δέν εἶ­δε— τυ­λιγ­μέ­να σέ μί­α φω­τει­νή ὁ­μί­χλη, σάμ­πως μέ­σα της θαμ­μέ­να... Μί­α εὐ­τυ­χί­α τόν πλη­μυ­ρί­ζει, ἀλλά μι­ά εὐ­τυχί­α δύ­σκο­λη, βα­ρι­ά...— Κά­ποια στιγ­μή, ἀέ­ρας θροΐ­ζει στά δέν­τρα, τό με­ση­μέ­ρι ἔ­χει πε­ρά­σει, ἡ ζωή τόν ξα­να­τρα­βά­ει κον­τά της,., ἡ ζω­ή μέ μά­τια τυ­φλά, σέρ­νον­τας τήν ὁρ­μη­τι­κή της συ­νο­δεί­α: τήν Ἐ­πι­θυ­μί­α, τήν Αὐ­τα­πά­τη, τή Λή­θη, τήν Ἀ­πό­λαυ­ση, τήν Κα­τα­στρο­φή, τήν Πα­ρο­δι­κό­τη­τα. Κ’ ἔρ­χε­ται, λοι­πόν, τ’ ἀ­πό­γε­μα, πι­ό ὁρ­μη­τι­κό καί δρα­στή­ρι­ο ἀπ’ τό πρω­ί. — Γιά ἕναν ἄν­θρω­πο ἐ­νερ­γη­τι­κό, οἱ πε­ρί­ο­δοι γνω­στι­κῶν συλ­λή­ψε­ων πού πα­ρα­τεί­νον­ται ὑ­πέρ τό δέ­ον, μπο­ρεῖ νά μοιά­ζουν ἀ­νοί­κει­ες ἤ νο­ση­ρές, ἀλλ’ ὄ­χι καί δυ­σά­ρε­στες...

[34]Δ ἡ Φύ­ση γιορ­τά­ζει ... ἄν­θρω­πο!] Στίς ση­μει­ώ­σεις τῶν πα­ρα­δό­σε­ών του (γραμ­μέ­νες τήν ἴ­δια χρο­νιά: 1870) γιά τήν «Εἰ­σα­γω­γή στίς τρα­γω­δί­ες τοῦ Σο­φο­κλῆ» (ὅπου πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ἡ πε­ρι­γρα­φή τού­τη ἀπ’ τίς Βάκ­χες) συμ­πλη­ρώ­νει: «...ὅλα εἶν’ ἐκ­στα­τι­κά, ἀλλ’ ἔ­χουν μι­άν εὐγέ­νει­α...» (Nietzsche, Sophocles, 14).

[35] Δ τά κομ­μά­τια ... Δι­ό­νυ­σου] Βλ. σχ.25.

[36] Δ κα­θή­κον­τος ... πνευ­μα­τι­κό­τη­τας] Pflicht, Askese, Geistigkeit στό πρω­τό­τυ­πο. Ἀρ­χές τοῦ προ­τε­σταν­τι­σμοῦ, μέ τίς ὁ­ποιες ὁ Νί­τσε με­γά­λω­σε - ὄ­χι μό­νο στό συγ­γε­νι­κό του πε­ρι­βάλ­λον, πα­ρά καί στό Pforta (οἰ­κο­τρο­φεῖ­ο καί σχο­λεῖ­ο κλασ­σι­κῶν σπου­δῶν - «πιό­τε­ρο φυ­λα­κή πα­ρά σχο­λεῖ­ο», κα­θώς ἔ­γρα­φε κι ὁ ἴ­διος τό 1859), ὅπου ἔζη­σε τά σχο­λι­κά του χρό­νι­α (1858-64).

* ΔΗ Στό πρω­τό­τυ­πο: ein uppiges Lebensgefuhl (= πλη­θω­ρι­κή ζω­τι­κό­τη­τα).

[37] Δ τήν αὐ­στη­ρό­τη­τα ... ἄλ­λων θρη­σκει­ῶν] Σχε­τι­κά μέ ζη­τή­μα­τα θρη­σκεί­ας καί Συγ­κρι­το­λο­γί­ας τῶν θρη­σκει­ῶν, πρβλ τά ἀπόσπ. τοῦ 5ου ση­μει­ω­μα­τά­ρι­ου, σ.174 κ.ε.- τήν πε­ρί­ο­δο πού με­λε­τοῦ­σε Max Muller. — Ὅ­σο γιά τήν ἀν­τιχρι­στια­νι­κή ὀ­πτι­κή της Γέν­νη­σης τῆς Τραγωδίας, ὀρ­θῶς ἡ Reibnitz, Kommentar, 127, ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅτι ἀ­σφα­λῶς ἔ­παι­ξαν με­γά­λο ρό­λο οἱ ἔν­το­νες συ­ζη­τή­σεις τοῦ νε­α­ροῦ φι­λο­λό­γου μέ τόν φί­λο του (καί θε­ο­λό­γο) Overbeck, πά­νω στά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του πρώ­ι­μου χρι­στι­α­νι­σμοῦ (ἀ­σκη­τι­κή· ἀρ­νη­σι­κο­σμί­α), ἀφοῦ οἱ δυ­ό τους μοι­ρά­ζον­ταν τό ἴ­διο δι­α­μέ­ρι­σμα κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο ἐ­πώ­α­σης τῶν ἰ­δε­ῶν τῆς Γέν­νη­σης (1870 κ.ε.).

[38] Δ ὁ Σι­λη­νός ... τῶν δα­σῶν] Βλ. Γέν­νη­ση τῆς τρα­γι­κῆς σκέ­ψης [KSA, I, 588]:

«Σύμ­φω­να μ’ ἕνα λα­ϊ­κό μῦ­θο, ὁ Μί­δας κυ­νη­γοῦ­σε γιά και­ρό τό συ­νο­δό τοῦ Δι­ο­νύ­σου, τό Σι­λη­νό. Ὅ­ταν τε­λι­κά τόν ἔ­πι­α­σε, τόν ρω­τοῦ­σε ἐ­πί­μο­να τί εἶ­ναι τά­χα τό κα­λύ­τε­ρο καί τ’ ὡ­ραι­ό­τε­ρο πρᾶγ­μα γιά τόν ἄν­θρω­πο. Στήν ἀρ­χή ὁ Σι­λη­νός —δι­η­γεῖ­ται ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη­ς— δέν ἤ­θε­λε ν’ ἀ­νοί­ξει τό στό­μα του· τε­λι­κά, με­τά ἀ­πό χί­λι­α μύ­ρι­α βά­σα­να, γε­λῶν­τας σαρ­κα­στι­κά τοῦ πέ­τα­ξε τά ἑξῆς: Ἄ­θλι­α, ἐ­φή­με­ρα πλά­σμα­τα, για­τί μ’ ἀ­ναγ­κά­ζε­τε νά σᾶς πῶ πρά­μα­τα πού δι­ό­λου δέ σᾶς βο­η­θᾶ­νε; Πι­ό ἀ­νώ­δυ­να περ­νᾶ ἡ ζω­ή ἄν δέν ξέ­ρε­τε τί σᾶς μέλ­λε­ται. Ὅ­ποι­ος γεν­νή­θη­κε ἄν­θρω­πος, μήν πε­ρι­μέ­νει τί­πο­τα κα­λό κι ὡ­ραῖ­ο. Κα­λύ­τε­ρο γιά ὅλους σας θἆ­ταν νά μήν εἴ­χα­τε γεν­νη­θεῖ. Ἀλλ’ ἀφοῦ γεν­νη­θή­κα­τε, τ’ ἄλ­λο κα­λύ­τε­ρο: τό γρη­γο­ρώ­τε­ρο νά πεθά­νε­τε!»

Πρβλ Nietzsche, FITr, 286-95· 346. Βλ. ἑ­πό­με­νο σχ.

[39] ΔΗ «Τό κα­λύ­τε­ρο ... νά πε­θά­νει!»] Σο­φο­κλῆς, Οἰ­δί­πους ἐ­πί Κο­λω­νῷ, 1224-7:

Μή φῦναί τόν ἅ­παν­τα νι-
­κᾷ λό­γον· τό δ’, ἐ­πεί φα­νῇ,
βῆ­ναι κεῖ­θεν ὅθεν περ ἥ-
­κει πο­λύ δεύ­τε­ρον, ὡς τά­χι­στα.

(Ση­μει­ω­τέ­ον, τούς στί­χους αὐ­τούς ἔ­βα­λε ὡς μότ­το ὁ Χαίλ­ντερ­λιν στόν β’ τό­μο τοῦ Ὑ­πε­ρί­ω­νά του [1798] - κι ὁ Νί­τσε τό εἶ­χε ἀ­σφα­λῶς ὑ­πό­ψή του)· Rose, Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, Fragmenta, ἀπόσπ. 44, ἀπ’ τόν Πλού­ταρ­χο, Πα­ρα­μυ­θη­τι­κός εἰς Ἀ­πολ­λώ­νιον, 115a-e.

[40] Δ ἕνας σταυ­ρός κρυμ­μέ­νος ... Γκα­ῖ­τε.] Ἀ­να­φο­ρά στό ἡ­μι­τε­λές ποί­η­μά του Die Geheimnisse.

* Δ Theodicee στό πρω­τό­τυ­πο. Βλ. Πί­να­κα ὅρων. Ἐ­πί­σης, σχ.41-2.

[41] Δ φρόν­τι­σαν ... ὕ­παρ­ξη τόν Κό­σμου] Ἡ­σί­ο­δος, Θε­ο­γο­νί­α, 108-11:

Εἴ­πα­τε δ’ ὡς τά πρῶ­τα θε­οί καί γαῖ­α γέ­νον­το
καί πο­τα­μοί καί πόν­τος ἀ­πεί­ρι­τος οἴδ­μα­τι θυί­ων
ἄ­στρά τε λαμ­πε­τό­ων­τα καί οὐ­ρα­νός εὐ­ρύς ὕ­περ­θεν.

Η [Σ’ ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πό­δο­ση: «Καί τώ­ρα πέ­στε μας, πῶς πρῶ­τα γε­νῆ­καν οἱ θε­οί κ’ ἡ γῆ/ καί τά πο­τά­μι­α κ’ ἡ ἀ­πέ­ραν­τη θά­λασ­σα μέ τά μα­νια­σμέ­να κύ­μα­τα,/ τ’ ἀ­στέ­ρι­α τά λαμ­πρά κι ὁ πλα­τύς ἀ­πά­νω­θέ τους οὐ­ρα­νός.»]

± Δ Έλληνικά στό κεί­με­νο.

[42] Η Στήν ἀ­νάγ­κη ὑπεί­κουν κ’ οἱ θε­οί] Πρβλ Σι­μω­νί­δη, στόν Πλά­τω­να, Πρω­τα­γό­ρας, 345d: ἀ­νάγ­κᾳ / δ’ οὐ­δέ θε­οί μά­χον­ται (πρβλ Poetae Melici Graeci, ἔκδ. D. L. Page, Oxford, 1975 3, ἀπόσπ. 37, 29-30 - καί σχό­λι­α στή σ. 283). — Δ Βλ. ἐ­πί­σης Γέν­νη­ση τῆς Τραγωδίας, κέφ. 3 [KSA, I, 36]:

Ἔ­τσι οἱ θε­οί δι­και­ώ­νουν τήν ἀν­θρώ­πι­νη ὕ­παρ­ξη: τή ζοῦν μα­ζί μέ τούς θνη­τούς - αὐτή κ’ ἡ μό­νη ἐ­παρ­κής θε­ο­δι­κί­α!,,

Γε­νε­α­λο­γί­α τῆς Ἠ­θι­κῆς, II, κέφ. 23 [KSA, V, 333]:

<Στούς θε­ούς τῶν Ἕλ­λη­νων> τό ζ ῶ ­ο μές στόν ἄν­θρω­πο ἔ­νι­ω­θε πώς ἦ­ταν θε­ός, καί δέν αὐ­το­ξε­σκι­ζό­τα­νε, δ έ λυσσο­μα­νοῦ­σε κα­τά τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του! Οἱ τε­τρα­πέ­ρα­τοι Ἕλ­λη­νες χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον τούς θε­ούς τους ἴ­σα-ἴ­σα γιά νά μήν προ­σβλη­θοῦν ἀπ’ τή νό­σο τῆς βε­βα­ρη­μέ­νης συ­νεί­δη­σης καί νά μπο­ροῦν νά χαί­ρον­ται τήν ψυ­χι­κή τους ἐ­λευ­θε­ρί­α...

[43]Δ Ὁ ἄν­θρω­πος θ’ ἀν­τι­κρύ­σει ... τήν τρο­με­ρή της ὄψη] Ἀ­να­φο­ρά στό μῦ­θο τοῦ Περ­σέ­α, ὁ ὁ­ποῖος κα­τά­φε­ρε νά κό­ψει τό κε­φά­λι τῆς Μέ­δου­σας, βλέ­πον­τας τή μορ­φή της καθρε­φτι­ζό­με­νη σέ μι­ά λαμ­πε­ρήν ἀ­σπί­δα πού τοῦ ’δω­σε ἡ Ἀ­θη­νᾶ. Βλ. Ἀ­πολ­λό­δω­ρο, Β’, 4,2: Ἐ­πι­στάς οὖν αὐ­ταῖς ὁ Περ­σεύς κοι­μω­μέ­ναις, κα­τευ­θυνού­σης τήν χεῖ­ρα Ἀ­θη­νᾶς, ἀ­πε­στραμ­μέ­νος καί βλέ­πων εἰς ἀ­σπί­δα χαλ­κῆν, δι’ ἧς τήν εἰ­κό­να τῆς Γορ­γό­νος ἔ­βλε­πεν, ἐ­κα­ρα­το­μη­σεν αὐ­τήν.

[44] Η τα­κτι­κή] Στό πρω­τό­τυ­πο: Strategie. Ἡ λέ­ξη ὅμως «στρα­τη­γι­κή» στή Νέ­α Ἑλ­λη­νι­κή ση­μαί­νει τήν κα­θαυ­τό δι­εύ­θυν­ση τῶν στρα­τευ­μά­των στή μά­χη - κ’ ἡ ὅ­ποια ση­μα­σι­ο­λο­γι­κή κα­τά­χρη­σή της ἀ­νά­γε­ται στήν ἐ­πί­δρα­ση ἀπ’ τ’ Ἀγ­γλι­κά.

+± Δ Leiden στό πρω­τό­τυ­πο. Πρβλ σχ.55.

[45] Δ ἡ­λι­ο­φά­νει­α] Ἐ­δῶ πα­ρη­χεῖ τό Sonnenschein (ἡ­λι­ο­φά­νει­α) μέ τό schones Schein (ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι). Πρβλ σχ.7. — Ἡ Ἐ­πί­σης, θά με­τα­φρά­ζα­με: «...κά­τω ἀπ’ τό λαμ­πε­ρό ἥ­λι­ο, τήν ἐ­κτυ­φλω­τι­κή λάμ­ψη τοῦ ἥ­λι­ου, τόν καυ­τό ἥ­λι­ο, τή λάμ­ψη τοῦ ἥ­λι­ου...»

[46] Δ τα­χυθά­να­το] Ἰ­λι­άς, Α, 417: ὠ­κύ­μο­ρος.

[47] Δ νά θέ­λει νά ζή­σει ... κοι­νός με­ρο­κα­μα­τιά­ρης!] Ὀ­δύσ­σει­α, λ, 488-91:

μή δή μοί θά­να­τόν γέ πα­ραύ­δα, φαί­διμ’ Ὀδυσσε­ῦ.
Βου­λοί­μην κ’ ἐ­πά­ρου­ρος ἐών θη­τευνέ­μεν ἄλ­λῳ,

ἀν­δρί παρ’ ἀ­κλή­ρῳ, ᾦ μή βί­ο­τος πο­λύς εἴ­η,
ἤ πᾶ­σιν νε­κύεσ­σι κα­τα­φθι­μέ­νοι­σιν ἀ­νάσ­σειν.

([Ἀ­πό­δο­ση Η.Ρ.Α - Β.Δ.:] «Πα­ρη­γο­ριές γιά τό θά­να­το μήν ἀρ­χί­ζεις, Ὀ­δυσ­σέ­α ξα­κου­στέ!/ Κάλ­λιο νά ξε­νο­δου­λεύ­ω στόν ἀ­πά­νω Κό­σμο,/ σ’ ἀ­φέν­τη τα­πει­νό, ποὖ­ναι τό βιός του λί­γο,/πα­ρά σ’ ὅλους τούς ἀ­πο­θα­μέ­νους νά βα­σί­λευ­α, στοῦ Ἅ­δη τά σκο­τά­δια...»)

[48] Δ γι’ αὐ­τό, τέ­λος, ξε­πή­δη­σε ... ρά­θυμου βί­ου] Βο­λή, ὄ­χι μό­νο κα­τά τοῦ Βίν­κελμαν ἤ, γε­νι­κώ­τε­ρα, τῶν κλασ­σι­κιστῶν τοῦ 18ου-19ου αἰώνα καί τῆς συ­να­κό­λου­θης ἰ­δε­α­λιστι­κῆς εἰ­κό­νας πού εἶ­χαν προ­βά­λει γιά τήν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα, ἀλλά, ἐν προ­κει­μέ­νῳ, κυ­ρί­ως κα­τά τοῦ Χά­ι­νε. Στό ἀπόσπ. 11 (1) 1871, ὁ Νί­τσε γρά­φει:

«...Πά­λι κα­λά πού ἡ ἔκ­φρα­ση ‘ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή ἱ­λα­ρό­τη­τα’ δέν ἑρ­μη­νεύ­ε­ται πάν­τα ὡς ‘αὐ­τά­ρε­σκος αἰ­σθη­σι­α­σμός’ - κα­θώς, ὡς μή ἔ­δει, τή χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ Χά­ι­νε συ­χνά, μέ μι­ά νο­σταλγι­κή χροι­ά...»

Γιά τή ρι­ζι­κά δι­α­φο­ρε­τι­κή ὀ­πτι­κή του Νί­τσε ἀπ’ τήν Κλασ­σι­κή Φι­λο­λο­γί­α τοῦ και­ροῦ του σέ δι­ά­φο­ρα ἐ­πί­πε­δα, πρβλ ἐ­πί­σης Ἀ­γών Ὁ­μή­ρου, σ.55-6, σχ.3· σ.57, σχ.5.

[49] Δ στόν κα­θρέ­φτη ... νά ἐ­ξυ­ψω­θοῦν] Βλ. “Sublimirung”.

[50] Η Ἰ­δε­α­λι­στι­κές κα­τα­σκευ­ές, ὅ­λως δύσ­λη­πτες πιά!

[51]Δ προ­κα­λών­τας τρό­μο ὅταν φα­νε­ρώ­νον­ται οἱ προ­θέ­σεις τους] Πρβλ Σο­φο­κλῆ, Οἰ­δί­πους τύ­ραν­νος, 738: Ὦ Ζε­ῦ, τί μου δρᾶ­σαι βε­βού­λευ­σαι πέ­ρι; (= Δί­α! Τί μοῦ ’χεις σχε­δι­α­σμέ­νο;)

[52] Δ κα­τά τήν εἰ­σβο­λή ... Δι­ο­νύ­σου στήν Ἑλ­λά­δα] Ἐ­δῶ ὁ Νί­τσε με­τα­φέ­ρει τή γνώ­ση τῆς ἐ­πο­χῆς του. Ἡ λα­τρεί­α τοῦ Δι­ο­νύ­σου στήν Ἑλ­λά­δα μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἐ­πι­γρα­φι­κά τοὐλά­χι­στον μι­σή χι­λι­ε­τί­α πί­σω ἀ­πό κεῖ πού φαν­τά­ζον­ταν ὁ Γερ­μα­νός φι­λό­σο­φος καί φι­λό­λο­γος.

[53]Η ὁ Δι­ό­νυ­σος ἀ­πο­κά­λυ­ψε τή Φύ­ση] Καί πί­σω ἀπ’ τή φρά­ση αὐτή ἀ­κού­γε­ται βέ­βαι­α τό ἡ­ρα­κλεί­τει­ο (Diels - Kranz, 22, ἀπόσπ. 123): Φύ­σις κρύ­πτε­σθαι φι­λεῖ.

[54] Δ τρο­με­ρή σα­φή­νει­α τοῦ ἤχου] Κατ’ ἀν­τι­δι­α­στο­λή πρός τούς «ἀ­πο­κλει­στι­κά ὑ­παι­νι­κτι­κούς ἤ­χους τῆς κι­θά­ρας» τῆς μου­σι­κῆς τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να. Βλ. σ.104 καί σχ. 18-22.

[55] Δ δε­κτι­κό­τη­τα στό πά­θος] Leidensfahigkeit στό πρω­τό­τυ­πο· τύ­ποις, κα­τά λέ­ξη: «ἱ­κα­νό­τη­τα πρός τό πά­σχειν / πά­θος». Ἐν­νο­εῖ, οὐ­σι­α­στι­κά: ἕναν εὐ­γε­νῆ —πάν­τως ἰ­δι­ό­τυ­πο— τρό­πο βί­ω­σης τοῦ πά­θους (πρβλ Ἀν­τί­χρι­στο, σ.91: rajfinirte Schmerzfahigkeit).

[56] Η Πῶς ἀ­κρι­βῶς ὁ Ἀ­πόλ­λων ... τόν ἑλ­λη­νι­κοῦ Κό­σμου;]

Κ’ ἐ­δῶ, φυ­σι­κά, δέν ἐν­νο­εῖ τό «θε­ό» Ἀ­πόλ­λω­να, ὅπως ἀ­μέ­σως πα­ρα­κά­τω —ἤ, ἔ­στω, κά­ποιο ἱ­ε­ρα­τεῖ­ο του—, πα­ρά τό, σύμ­φω­να μέ τό δι­κό του ὁ­ρι­σμό, «ἀ­πολ­λώ­νι­ο» πνεῦ­μα...

* Η Λα­τι­νι­κά στό κεί­με­νο (= ξέ­νος, φι­λο­ξε­νού­με­νος, ἀλλά κ’ ἐ­χθρός).

[57] Δ ὁ Δι­όν­υσος εἰ­σχώ­ρη­σε ... στήν Τέ­χνη.] Πα­ραλ­λα­γή: «Κα­τέ­φθα­σε ἐ­ξο­πλι­σμέ­νος μέ μι­ά νέ­α Τέ­χνη: τή μου­σι­κή - πού, σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τήν Τέ­χνη τῆς ὡ­ραί­ας λάμ­ψης τοῦ φαί­νε­σθαι, εἶν’ ὁ κή­ρυ­κας τῆς ἀ­λή­θει­ας.»

± Δ Das Schauen, das Schone, der Schein στό πρω­τό­τυ­πο.

[58] Δ εἶ­ναι ὁ με­τα­μορ­φω­μέ­νος κό­σμος ... στό ὄ­νει­ρο.] Πρβλ Ἀρ­χαῖ­ο μου­σι­κό Δρᾶ­μα, σ.43: «...οἱ ἀν­θο­φο­ρί­ες στήν Τέ­χνη πραγ­μα­τώ­νον­ται μές στό κρυφ­ό μυ­στή­ρι­ο τῆς Νύ­χτας» (καί σχ.6)· Σω­κρά­της καί Τραγωδία, σ.81 - ὅπου καί τά πε­ρί αἰ­νι­κτι­κῆς σο­φί­ας, τοῦ ἀ­συ­νεί­δη­του.

[59] ΔΗ μέ τό λό­γο] Στό πρω­τό­τυ­πο: durch Begriffe (= μέ­σῳ ἐν­νοι­ῶν). Πι­ό ἁ­πλᾶ: «μέ λέ­ξεις» - ἀφοῦ ἐ­δῶ δέν πρό­κει­ται πε­ρί «ἀ­φη­ρη­μέ­νων ἐν­νοιῶν», «ἰ­δε­ῶν» κ.λ. Βλ. καί κέφ. 4, σ.124 κ.ε.

* ΔΗ Έλληνικά στό κεί­με­νο (= τέ­λος, μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ σκο­ποῦ, ἀ­πώ­τα­τος σκο­πός).

[60] Δ Ἀ­λη­θι­νή Τέ­χνη ... δη­μι­ουρ­γί­ας εἰ­κό­νων] Πρβλ Λυ­κό­φως, σ.175: «Για­τί αὐ­τό εἶ­ναι Τέ­χνη: ἡ ἐνὁρ­μη­τι­κῇ με­τα­μόρ­φω­ση σέ κά­τι Τέ­λει­ο...»

[61] Δ Ὁ καλ­λι­τέ­χνης ... τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς δρά­σης] Ὁ θε­α­τής δέν κρί­νει ἁ­πλῶς τίς ἀν­θρώ­πι­νες πρά­ξεις βά­σει κά­ποιας ἠθικής, ἀλλά ζε­ῖ, βιώνει αἰ­σθη­τι­κά. (Νά, πά­λι, ὁ κεν­τρι­κός ἄ­ξο­νας τῆς νι­τσεϊ­κῆς σκέ­ψης: ἡ βί­ω­σ , κι ὄ­χι ἁ­πλῶς μί­α συμ­πε­ρι­φο­ρά κατ’ οὐσίαν «λόγια».) Τό αἴ­σθη­μα τοῦ Τρα­γι­κοῦ συν­δέ­ε­ται ἄ­με­σα —κα­τά Νί­τσε— μέ τήν αἰ­σθη­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ θε­α­τῆ. Δέν μι­λᾶ­με πιά γιά θε­α­τή κρι­τι­κό/ἠ­θι­κο­λό­γο, ἀλλά γιά θε­α­τή-καλ­λι­τέ­χνη. Βλ. A. W. Schlegel, Kritische Schriften und Briefe. Vorlesungen uber dramatische Kunst und Literatur, Stuttgart, 1866 (Edgar Lohner), V, 64-6· Τε­ρέ­ζα Πεν­τζο­πού­λου-Βα­λα­λᾶ, Nietzsche καί Ἀ­ρι­στο­τέ­λης. Γύ­ρω ἀ­πό τήν Γέν­νη­ση τῆς Τραγωδίας καί τήν Ποι­η­τι­κή, στό: Ὁ Νί­τσε καί οἱ Ἕλ­λη­νες, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1997, 118.

* Ἑλ­λη­νι­κά στό κεί­με­νο.

[62] Δ Ἕ­νας πνευ­μα­τι­κός ... συγ­κά­λυ­ψη τῆς ἀ­λή­θει­ας] Βλ. Χα­ρού­με­νη ἐ­πι­στή­μη, «Πρό­λο­γος», κέφ. 4 III, 352].

* Ἑλ­λη­νι­κά στό κεί­με­νο.

[63] Η μέτρον σοφίης] Ὁ Νί­τσε, μέ τήν ἀ­κρι­βῆ πα­ρά­θε­σή του στά Ἑλ­λη­νι­κά, ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­δῶ στό ὑ­πο­τι­θέ­με­νο ἐ­πι­τύμ­βι­ο τοῦ Ἡ­σι­ό­δου (βλ. Rose, Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, Fragmenta, ἀπόσπ. 565): Χαῖ­ρε, δίς ἡ βή­σας καί δίς τά­φου ἀν­τι­βο­λή­σας,/Ἡ­σί­οδ’, ἀν­θρώ­ποις μέ­τρον ἔ­χον σο­φί­ης.

[64] Δ Το ὅριο ... τό «Ὑ­πέρ­με­τρο» !] Βλ. Γέν­νη­ση τῆς Τραγωδίας, κέφ. 4 [KSA, I, 41]:

«Τό Ὑ­πέρ­με­τρο ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε ὡς ἀ­λή­θει­α· ἡ Ἀν­τί­φα­ση, ἡ ἡ­δο­νή πού γεν­νή­θη­κε ἀπ’ τήν ὀ­δύ­νη μί­λησ’ ἀπ’ τά τρί­σβα­θα τῆς Φύ­σης!»

± Δ Ἐννοεῖ τόν δι­θύ­ραμ­βο.

[65] Δ Τώ­ρα τό μέ­λος ... χα­λα­ρώ­νει] Βλ. τά σχό­λι­α τοῦ Σίτ­τλ στήν ἔκδ. Ἡ­σιό­δου, Τά Ἅ­πάν­τα, Ἀ­θή­νη­σιν, 1889, γιά τούς στί­χους 120-1 τῆς Θε­ο­γο­νί­ας: ...Ἔ­ρος, ὅς, κάλ­λι­στος ἐν ἀ­θα­νά­τοι­σι θε­οῖ­σι, λυσιμελής.

[66] Δ ὁ ἦ­χος ἀ­κού­γε­ται κλαγ­γή] Στό πρω­τό­τυ­πο: Der Ton erklang. Ἡ ἀ­πό­δο­ση δι­α­τη­ρεῖ τή ση­μα­σί­α καί τήν ἐ­τυ­μο­λο­γί­α τοῦ ἠ­χο­ποί­η­του κα­τα­βο­λι­κοῦ ἰν­δο­ευ­ρω­πα­ϊ­κοῦ ρή­μα­τος (er-klangen < Klang < klingen < IE * klang-, ἀπ’ ὅπου κ’ ἡ κλαγ­γή: Weigand, Deutsches Worterbuch 5, Gief3en, 1909, I, 1046, l Klang,, ὅ.π., 1058, klingen)· ἐ­πί­σης, Μπαμ­πι­νι­ώ­τη, Ἐ­τυ­μο­λο­γι­κό 2, 679). [Δ Πρβλ καί τό σο­λω­μι­κό: «...γκλάν-γκλάν, τά σή­μαν­τρα/ τῆς ἐκ­κλη­σί­ας,/ γκλάν-γκλάν, οἱ ἀν­τί­λα­λοι/ τῆς ἐ­ρη­μί­ας...»] Βλ. καί πα­ρα­κά­τω, σχ. 91.

[67] Δ μ’ ἑ­κα­τον­τα­πλά­σι­α ... βα­θύ­φω­να πνευ­στά] Ἐν­νο­εῖ τόν ὀρ­γι­α­στι­κό ἦ­χο τῶν αὐ­λῶν.

[68] Δ χά­θη­κε τό ἄ­το­μο ... πλη­σί­α­ζε...] Ἀ­να­φο­ρά στόν Προ­μη­θέ­α Δε­σμώ­τη, κα­θώς καί στήν ὁ­μώ­νυ­μη ὄ­πε­ρα τοῦ Βάγ­κνερ (Gotterdammerung), τήν ὁ­ποί­α ὁ συν­θέ­της ἔ­γραφε ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή. Πρβλ Γέν­νη­ση τῆς Τραγωδίας, κέφ. 9 [KSA, I, 68].

* Ἑλ­λη­νι­κά στό πρω­τό­τυ­πο.

[69] Δ τρα­γι­κῆς σκέ­ψης] Πρβλ Dionysiac world view, Speirs, 129: ‘tragic thought’· Vision dionysiaque, Backes, 300: ‘pensee tragique’. Ἀλ­λι­ῶς: τῆς τρα­γι­κῆς «ἰ­δέ­ας», κι ἀ­πώ­τε­ρα: τῆς «τρα­γι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας»· βλ. ἐν­δει­κτι­κά: Φι­λο­σο­φί­α στά χρό­νι­α της Τραγωδίας, κέφ 4, ὅπου καί τό ὑ­πό­βα­θρο τῆς «τρα­γι­κῆς σκέ­ψης» ἀ­πό κα­θα­ρά φι­λο­σο­φι­κή ὀ­πτι­κή - συγ­κε­κρι­μέ­να τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου.

[70]Δ ἡ Συ­νεί­δη­ση ἐ­πι­στρέ­φει στήν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα] Πρβλ Ντο­στο­γέβ­σκι, Δαι­μο­νι­σμέ­νοι, με­τά­φρα­ση Ἄ­ρη Ἀ­λέ­ξαν­δρου, Ἀθήνα χ.χ., Γ’ (Συμ­πλη­ρώ­μα­τα, II, «Ἐκ μέ­ρους τοῦ Σταυ­ρόγ­κιν», 324-5 κ.ἑ.), τ’ ὄ­νει­ρο πού πε­ρι­γρά­φει ὁ Σταυ­ρόγ­κιν στήν ἐ­ξο­μο­λο­γη­σή του στόν Τύ­χω­να· Baudelaire, Reve parisien, II· Balzac, La peau de chagrin, “La femme sans coeur”, Paris, 1974 (Gallimard), 241 κ.ἑ. - ὅπου ἐκ­φρά­ζε­ται τέ­λει­α τό συ­ναί­σθη­μα τῆς «προ­σγεί­ω­σης» στήν πε­ζή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

[71] Δ ἀ­η­δί­α ] Ekel στό πρω­τό­τυ­πο. Ση­μει­ω­τέ­ον, ὁ Kaufmann, Tragedy, 60 (καί τή σχε­τι­κή ὑ.4), στό ἀν­τί­στοι­χο κεφ. τῆς Γέν­νη­σης τῆς Τραγωδίας, με­τα­φρά­ζει τό γερ­μα­νι­κό Ekel μέ τό σαρ­τρι­κό: nausea - πα­ρα­πέμ­πον­τας στή γνω­στή νου­βέλ­λα τοῦ Γάλ­λου φι­λο­σό­φου, μά καί στόν ὑ­παρ­ξι­σμό ἐν γέ­νει. Τό σχε­τι­κό χω­ρί­ο τῆς Γέν­νη­σης, κέφ. 7 [ΚSA, I, 56-7]:

...Ὁ δι­ο­νυ­σι­α­κός ἄν­θρω­πος εἶ­ναι σάν τόν Ἄμ­λετ. Κ’ οἱ δύ­ο ἔ­ρι­ξαν μί­α δι­α­πε­ρα­στι­κή μα­τιά στήν οὐσία τῶν πραγ­μά­των, κα­τά­λα­βαν, καί κά­θε πρά­ξη τούς ἀ­η­δι­ά­ζει πιά· κά­τι μέ­σα τους λέ­ει πώς, ὅ,τι κι ἄν κά­νουν, τί­πο­τα δέν μπο­ρεῖ ν’ ἀλλά­ξει τήν οὐσία τῶν πραγ­μά­των, κι ἄ­ρα εἶ­ναι γε­λοῖ­ο, ἀ­ναί­σχυν­το, νά πρέ­πει αὐτοί νά στή­σουν ξα­νά στά πό­δια του ἕναν Κό­σμο ἀ­πο­σα­θρω­μέ­νο. Μέ τήν ἐ­πί­γνω­ση τῆς [ζο­φε­ρῆς] ἀ­λή­θει­ας πού κά­πο­τε ἀν­τί­κρυ­σε, ὁ ἄν­θρω­πος βλέ­πει τώ­ρα παν­τοῦ τή φρί­κη καί τόν πα­ρα­λο­γι­σμό τοῦ ὑ­πάρ­χειν, τώ­ρα νιώ­θει τί συμ­βο­λί­ζει τό πε­πρω­μέ­νο τῆς Ὀ­φη­λί­ας, τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νει τή σο­φί­α τοῦ θε­οῦ τῶν δα­σῶν Σι­λη­νοῦ: Τόν πνί­γει ἡ ἀ­η­δί­α.

* Δ Schuld στό πρω­τό­τυ­πο: σφάλ­μα, ἐ­νο­χή.

± Η Στό πρω­τό­τυ­πο: In der liewufitheil des Erwachens (= στήν κα­τά­στα­ση, στή συ­νει­δη­τό­τη­τα τῆς ἐ­γρή­γορ­σης).

[72] Δ ἀ­η­δι­ά­ζει] Es ekelt ihn στό πρω­τό­τυ­πο. Ὁ Kaufmann, Tragedy, 60: he is nauseated. Ἐ­πί­σης, προ­η­γού­με­νο σχ.

[73] Δ τό πα­ρά­λο­γό της ὕ­παρ­ξης] Γιά τό «πα­ρά­λο­γό» της ὕ­παρ­ξης ἀπ’ τήν ὀ­πτι­κή του Ὀρ­φι­σμοῦ, βλ. Ἀ­γών Ὁ­μή­ρου, σ.27 [KSA, I, 785].

[74] Δ τό Ὑψηλό ... Γε­λοῖο] Σ’ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κό ὕ­φος κι ἀ­πό ἄλ­λη ὀ­πτι­κή, βλ. ἐ­πί­σης Ἀν­θρώ­πι­να, λί­αν ἀν­θρώ­πι­να I, 169 [KSA, I, 157-8]:

Προ­έ­λευ­ση τοῦ Κω­μι­κοῦ. — Ἄν σκε­φτοῦ­με ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος γιά χι­λι­ε­τί­ες ὁ­λό­κλη­ρες ὑ­πῆρ­ξε ζῶ­ο ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἐ­πιρρε­πές στό φό­βο, ὅτι κα­θε­τί αἰφ­νί­δι­ο κι ἀ­προσ­δό­κη­το τόν ἀ­νάγ­κα­ζε νἆν’ ἕ­τοι­μος γιά μά­χη, ἴ­σως καί γιά θά­να­το, ὅτι ἀ­κό­μα κι ἀρ­γό­τε­ρα, ἐν κοι­νω­νί­ᾳ πιά, ὅλή του ἡ ἀ­σφά­λει­α στη­ρι­ζό­ταν στό προ­βλέ­ψι­μο, στό πα­ρα­δε­δο­μέ­νο ἐν γέ­νει στά ἔρ­γα καί στά λό­γι­α, τό­τε δι­ό­λου πα­ρά­ξε­νο πώς, ὅταν ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε ἐ­νί­ο­τε μί­α ἀ­πρό­σμε­νη ἤ ἀ­πρό­βλε­πτη πρά­ξη ἤ κου­βέν­τα (ἀπ’ τήν ὁ­ποί­α πάν­τως δέν κιν­δύ­νευ­ε ἡ ζω­ή του), «ξα­λά­φρω­νε» καί βρι­σκό­ταν ἀ­μέ­σως στόν ἀν­τί­πο­δα πιά τοῦ φό­βου: τό­τε τό ζα­ρω­μέ­νο καί κα­τα­τρο­μαγ­μέ­νο ζῶ­ο, τεν­τώ­νον­ταν, ἀ­νοί­γον­ταν - γε­λοῦ­σε! Αὐτό τό πέ­ρα­σμα, τή με­τά­βα­ση ἀ­πό ’ναν ἀ­κα­ρι­αῖ­ο φό­βο σέ μι­ά σύν­το­μη ὑ­πε­ρο­ψί­α τ’ ὀ­νο­μά­ζου­με Κω­μι­κό. Τό ἀν­τί- θε­τό ἰ­σχύ­ει μέ τό Τρα­γι­κό: ἐκεῖ ὁ ἄν­θρω­πος με­τα­βαί­νει γορ­γά ἀ­πό μι­ά με­γά­λη, μα­κρο­χρό­νι­αν ὑ­πε­ρο­ψί­α σ’ ἕνα με­γά­λο φό­βο· κα­θώς ὅμως ἡ με­γά­λη καί μα­κρο­χρό­νι­α ὑ­πε­ρο­ψί­α εἶ­ναι σπά­νι­α γιά τούς θνη­τούς (ἐνῶ δι­ό­λου σπά­νι­ος, βέ­βαι­α, ὁ φό­βος), ἐ­πι­κρά­τει τό Κω­μι­κό, κι ὄχι τό Τρα­γι­κό· πο­λύ πι­ό συ­χνά γελᾶ κα­νείς, πα­ρά συγ­κλο­νί­ζε­ται...

Ἐ­νῶ στό με­θε­πό­με­νο βι­βλί­ο του, τή Χα­ρού­με­νη ἐ­πι­στή­μη, στό κέφ. 1, «Οἱ δα­σκά­λοι τοῦ σκο­ποῦ τῆς ὕ­παρ­ξης», κι­νεῖ­ται στά ὅρι­α ὄχι ἁ­πλώς της κω­μω­δί­ας, ἀλλά τῆς πα­ρω­δί­ας, ὑ­πο­νο­μεύ­ον­τας, θἄ­λε­γε κα­νείς, τήν ἴ­δια τή φύ­ση τοῦ Τρα­γι­κοῦ:

...Κα­θέ­νας ἀπ’ τούς με­γά­λους ἠ­θι­κο­δι­δα­σκά­λους πού φλυ­α­ροῦ­νε <μέ πᾶ­σαν σο­βα­ρό­τη­τα> πε­ρί σκο­πῶν, γί­νε­ται μέ τόν και­ρό ὑ­πο­χεί­ρι­ος τοῦ γέ­λιου, καί τῆς λο­γι­κῆς, καί τῆς Φύ­σης : τό­τε ἡ σύν­το­μη Τραγωδία με­τα­τρέ­πε­ται αἴφ­νης σέ αἰ­ώ­νι­α κω­μω­δί­α τῆς Ὕ­παρ­ξης ξα­νά· καί τά «κύ­μα­τα ἀ­να­ρίθμη­των γέ­λιων» —γιά νά πα­ρα­θέ­σω Αἰ­σχύ­λο—* μοι­ραί­α πᾶ­νε καί σκᾶ­νε, σκε­πά­ζον­τας τε­λι­κά ὡς καί τόν μέ­γι­στο τού­των τῶν τρα­γι­κῶν...

Στό ἴδι­ο βι­βλί­ο (πρό­λο­γος στή β’ ἔκδ., §1), ὑ­πο­νο­μεύ­ει ὡς καί τόν ἑ­αυ­τό του. (Ἄλ­λω­στε, ὅπως γρά­φει στό Ecce homo: «θά προ­τι­μοῦ­σα νἆ­μαι γε­λω­το­ποι­ός, πα­ρά ἅ­γι­ος».):

...Incipit tragoedia [= ἡ Τραγωδία ἀρ­χί­ζει] γέ­γρα­πται στό τέ­λος αὐ­τοῦ τοῦ φο­βε­ροῦ-ἀ­θε­ό­φο­βου βι­βλί­ου. Προ­σο­χή! Κά­τι ἄ­κρως πο­νη­ρό καί μο­χθη­ρό ἀ­ναγ­γέλ­λε­ται: incipit parodia [=ἡ πα­ρω­δί­α ἀρ­χί­ζει], ἀ­ναμ­φί­βο­λα...

* Δ Προ­μη­θεύς Δε­σμώ­της, 89-90: πο­τα­μῶν τε πη­γαί πον­τί­ων τε κυ­μά­των / ἀ­νή­ριθ­μον γέ­λα­σμα...

* Δ Entladung στό πρω­τό­τυ­πο (νι­τσεϊ­κή ὁ­ρο­λο­γί­α). 

[75] Δ Τό Ὑ­ψη­λό ... ἀν­τι­φα­τι­κές!] Ἐξ οὗ κ’ ἡ αἰ­νι­κτι­κή ἐ­ρώ­τη­ση τοῦ Ζα­ρα­τού­στρα, I, «Γιά τήν ἀ­νά­γνω­ση καί τή γρα­φή» [KSA, IV, 49]: Ποιός ἀ­πό σᾶς μπο­ρεῖ νά γε­λά­ει καί νά κοι­τά­ει ἀ­πό ψη­λά;

[76] Δ τό ἄ-λο­γο σχέ­δι­ο] Ἐν­νο­εῖ­ται: σχέ­δι­ο τῶν θε­ῶν. Βλ. πα­ρα­πά­νω, σχ.51.

* Δ Leiden στό πρω­τό­τυ­πο. Ἐ­δῶ ὑ­πό τήν ἔν­νοι­α τῆς «ὀ­δύ­νης», τῆς «συμ­φορᾶς», τοῦ «πό­νου», τῶν «δει­νῶν».

± Ἑλ­λη­νι­κά στό κεί­με­νο.

[77] Δ Γορ­γοῦς] Κό­ρη τῆς Γαί­ας, στόν Κά­τω Κό­σμο.

[78] Δ τό θεῖ­ο ... ἀ­πολ­ύτως ἀλ­λη­λέν­δε­τα] Βλ. Ἀν­θρώ­πι­να, λί­αν ἀν­θρώ­πι­να I, 114 [ΚSA, II, 117].

[79] Δ κλη­ρο­νο­μι­κή κα­τά­ρα] Πρβλ Εὐ­ρι­πί­δη, Ἠ­λέ­κτρα, 1307: ἄ­τη πα­τέ­ρων. Ἐ­πί­σης, τόν πρό­λο­γο τοῦ Σε­φέ­ρη στόν Ἐ­ρω­τό­κρι­το, Ἀθήνα, 1962, 20-1: Ὅ­ταν ὁ Ἀ­γα­μέ­μνο­νας μπαί­νει στό πα­λά­τι πα­τών­τας ἀ­πά­νω στήν πορ­φύ­ρα πού τόν ὁ­δη­γεῖ στό σκο­τω­μό, ἡ Κλυ­ταιμ[ν]ή­στρα λέ­ει τούς φο­βε­ρούς στί­χους <Ἀ­γα­μέ­μνων, 958>:

<Θάλασσα εἶν’ αὐ­τή - ποιός θά τήν ἐ­ξαν­τλή­σει ;>
 
(Ἐ­στιν θά­λασ­σα - τίς δέ νίν κα­τα­σβέ­σει;..)

αἰ­σθά­νο­μαι πώς ὁ Αἰ­σχύ­λος βλέ­πει κα­θα­ρά μπρο­στά τόν αὐ­τήν τήν ἀ­τε­λεί­ω­τη συ­νέ­χει­α ἀ­πό φο­νι­κό σέ φο­νι­κό, αὐ­τή τήν ἀ­νε­ξάν­τλη­τη πορ­φύ­ρα... Η [ - κ’ ἐν­νο­εῖ τό αἷ­μα βέ­βαι­α...]

[80] Δ τί­πο­τα ... ξε­φύ­γει ἀπ’ αὐτήν] Βλ. Nietzsche, Aeschylus, 13 (= Δι­ό­νυ­σος, «Προ­λε­γό­με­να στίς Χο­η­φό­ρους», 145):

«...στόν Ὀ­ρέ­στη δέν δρᾷ κα­νέ­νας δαί­μων πού τά­χα πα­ρα­σύ­ρει σέ τυ­φλή ἐκ­δί­κη­ση. Ση­μαν­τι­κό:

— Τί νά κά­νω, Πυ­λά­δη; (ρω­τά­ει ὁ Ὀ­ρέ­στης) Πῶς νά σφά­ξω τή μά­να μου; Πού ση­μαί­νει πώς μέ τόν Ὄ­ρε­στη μπορεῖ νά λυ­θεῖ ἡ κα­τά­ρα.»

* Δ Προ­σθή­κη ἀπ’ τή Γέν­νη­ση τῆς τρα­γι­κῆς σκέ­ψης (KSA, I, 597).

± Δ Ἀντί τοῦ Menschendaseins (= ἀν­θρώ­πι­νη ὕ­παρ­ξη) [KSA, I, 569], προ­τι­μή­θη­κε ἡ με­τα­γε­νέ­στε­ρη πα­ραλ­λα­γή: Daseinssphinx [Γέν­νη­ση τῆς τρα­γι­κῆς σκέ­ψης (KSA, I, 597

* Ἑλ­λη­νι­κά στό κεί­με­νο.

[81] Δ ἀπ’ τόν ἀ­δύ­να­μο νοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που] Bei der Schwache des Menschen στό πρω­τό­τυ­πο (= «λό­γω τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας τοῦ ἀνθρώπου»).

[82] Δ ὁ ἄν­θρω­πος ...τοῦ ἑαυτοῦ του] Ἀλ­λι­ῶς: Στε­ροῦν­ται γνῶ­θι σαυ­τόν οἱ ἄν­θρω­ποι - Αὐτό τό ζή­τη­μα θέ­τει ὁ Σο­φο­κλῆς. Στίς ση­μει­ώ­σεις τῆς Encyclopaedie, 416, ἀ­να­πτύσ­σον­τας τόν ἴ­διο κύ­κλο σκέ­ψε­ων, προ­σθέ­τει:

«Ἡ Ζω­ή, δέ λύ­νει τό αἴ­νιγ­μα. Ὁ Σο­φο­κλῆς προϋ­πο­θέ­τει τήν ὕ­παρ­ξη λύ­σης με­τα­φυ­σι­κῆς, καί ὁ Οἰ­δί­πους, ἐ­ξα­φα­νι­ζό­με­νος μυ­στη­ρι­α­κά <ἐνν. στό τέ­λος τοῦ Οἰ­δί­πο­δ­α ἐ­πί Κο­λω­νῷ>, ἀ­φή­νει νά ἐν­νο­η­θεῖ ποῦ βρί­σκε­ται αὐτή ἡ λύ­ση. Ἐ­πί πλέ­ον, βλέ­που­με δῶ γιά πρώ­τη φο­ρά νά ὑ­πει­σέρ­χε­ται στήν ἀν­θρώ­πι­νη θε­ώ­ρη­ση τό Ἐ­πέ­κει­να - γιά τ’ ὁ­ποῖο τί­πο­τα δέ γνώ­ρι­ζαν πα­λιό­τε­ρα, ὡς τήν ἐ­πο­χή τοῦ Αἰ­σχύ­λου...»

[83]Δ τό αἰ­σχυλ­ι­κό: ... τῶν θε­ῶν] Πο­λύ πρίν τόν Πρω­τα­γό­ρα, ὁ Ξε­νο­φά­νης (6ος αἰ. π.Χ.) δι­α­κή­ρυτ­τε (Diels - Kranz, 21, ἀπόσπ. 34:

καί τό μέν οὖν σα­φές οὔ­τις ἀ­νήρ ἴ­δεν οὐ­δέ τίς ἔσται
εἰδώς ἀμφίθε­ῶν τέ καί ἅσ­σα λέ­γω πε­ρί πάν­των·
εἰ γάρ καί τά μά­λι­στα τύ­χοι τε­τε­λε­σμέ­νον εἰ­πών,
αὐ­τός ὅμως οὐκ οἶ­δε· δό­κος δ’ ἐ­πί πᾶ­σι τέ­τυ­κται.

(: «Κα­νείς δέν εἶ­δε τό ἀ­κρι­βές, κι ἄν­θρω­πος οὐδ’ ἕνας νά ξέ­ρει γιά θε­ούς καί γιά ὅσα ἐ­γώ δι­η­γι­έ­μαι.
Κι ἄν τύ­χει κά­ποιος κά­τι ἀ­κέ­ριο νά πεῖ, τήν τύ­φλα αὐ­τός!
τή γνώ­ση δέν κα­τέ­χει, μόν’ γνῶ­μες γιά ὅλα ἔ­χει!»)

Ἐ­δῶ ὁ Νί­τσε βά­ζει (ἀ­να­χρο­νι­στι­κά, προ-πρω­τα­γό­ρει­α) τόν Αἰ­σχύ­λο νά λέ­ει πε­ρί­που: πε­ρί θε­ῶν (οἱ ἄν­θρω­ποι) οὐκ ἔχ<ου­σιν> εἴ­δε­ναι (Diels - Kranz, 80, Πρω­τα­γό­ρας, ἀπόσπ. 4), ὡς «προ­α­νά­κρου­σμα» τοῦ λε­γά­με­νου Φω­τι­σμοῦ, πού ξε­κί­να­γε ἔ­κει­νη τήν πε­ρί­ο­δο στήν Ἰ­ω­νί­α. Βλ. ἐν­δει­κτικά: Φι­λο­σο­φί­α στά χρό­νι­α της Τραγωδίας, 176-8.

[84] Δ Βου­τᾶς ἡ­δο­νι­κά στή λά­σπη] Βλ. Ἡράκλειτος, Diels - Kranz, 22, ἀπόσπ. 13: βορ­βό­ρῳ χαί­ρειν.

[85] Δ τοῦ Ἁ­γί­ου, καί τοῦ Τρα­γι­κοῦ καλ­λι­τέ­χνη] Καλ­λι­τέ­χνης, φι­λό­σο­φος, ἅ­γι­ος: οἱ τρεῖς κο­ρυ­φαῖ­οι ἀν­θρώπι­νοι τύ­ποι στήν πρώ­ι­μη φι­λο­σο­φί­α τοῦ Νί­τσε.

[86] Δ ἔν­νοι­ες] Ἐ­δῶ ἡ «ἔν­νοι­α» (Begriff) μέ κα­θα­ρά γλωσσο­λο­γι­κή δι­ά­στα­ση: ἡ πρώ­τη ὕ­λη τοῦ γλωσ­σι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου.

* Δ Ἤ: τήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή του ὄ­ψη.

[87] ΔΗ Ὕ­λης] Στό πρω­τό­τυ­πο: Stoff (= ἐν προ­κει­μέ­νῳ, τό «ὑ­λι­κό», ἡ ὕλη, ὑ­πό μί­αν στε­νώ­τε­ρη ἔν­νοι­α, σ’ ἀν­τι­διαστο­λή μέ τό λα­τι­νο­γε­νές Materie, πού ση­μαί­νει τήν ὕ­λη στήν εὐ­ρύ­τε­ρη, φι­λο­σο­φι­κή της δι­ά­στα­ση).

* Δ Steigerung στό πρω­τό­τυ­πο. Ἄλ­λο­τε κλι­μά­κω­ση, ἡ ἔ­ξα­ψη.

± Δ Δηλαδή: στή σφαῖ­ρα τῆς μου­σι­κῆς.

[88] Δ maya] Βλ. Πί­να­κα ὅρων.

[89] Δ Ἕνα σύμ­βο­λο ... ἀ­πο­τε­λεῖ ἔν­νοι­α] Δη­λα­δή μι­ά νο­η­τι­κή εἰ­κό­να. Γιά τήν πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα τῆς λέ­ξης Begriff, βλ. Λυ­κό­φως, «Πρό­λο­γος», 24.

[90] Η ρε­τσι­τα­τί­βο] Στό πρω­τό­τυ­πο: Sprechgesang. Ἐ­δῶ προ­τι­μά­ει τόν γερ­μα­νι­κό ὅ­ρο. Τό ρε­τσι­τα­τί­βο (ἔρ­ρυθ­μη ἀ­παγ­γε­λί­α) εἶ­ναι τρό­πος ἀ­παγ­γε­λί­ας...

[91] ΗΔ κλαγ­γή] Στό πρω­τό­τυ­πο: Klang (= ἦ­χος, ἠ­χώ, δό­νη­ση, κρου­στός ἦ­χος). Ἐ­πί­τη­δες ἡ ἀ­πό­δο­ση, γιά νά δι­α­τη­ρη­θεῖ ἡ ἐ­τυ­μο­λο­γί­α κ’ ἡ πα­ρη­χη­τι­κή τοῦ νι­τσεϊ­κοῦ κει­μέ­νου. Βλ. πα­ρα­πά­νω, σχ.66, κα­θώς καί Λυ­κό­φως, σ.28- 242.

[92] Δ ἐ­φό­σον βε­βαί­ως ... τῆς βού­λη­σής της] Πι­ό ἁ­πλᾶ: «ἐ­φό­σον τό μέ­λος εἶ­ναι τό κα­τε­ξο­χήν σύμ­βο­λο τῆς ‘βού­λη­σης’ πού κρύ­βει ἡ ἐν λό­γῳ ἰ­δέ­α».

* Δ Ἐν­νο­εῖ­ται: «ἡ ἀ­πό­λαυ­ση τῆς θέ­α­σης τῶν φαι­νο­μέ­νων».

[93] ΔΗ δι­ο­νυ­σι­α­κό δι­θύ­ραμ­βο] Ἐν­νο­εῖ τόν ἀρ­χα­ϊ­κό δι­θύ­ραμ­βο, μέ ἐκ­προ­σώ­πους τόν εὑ­ρέ­τη τοῦ τρα­γι­κοῦ τρό­που Ἀ­ρί­ωνα (τήν ἀκ­μή τοῦ το­πο­θε­τεῖ ὁ Σουΐ­δας ἀ­κρι­βῶς στήν ἀρ­χή τοῦ τε­λευ­ταί­ου τε­τάρ­του τοῦ 7ου αἰ. π.Χ.) καί τόν Λά­σο τόν Ἑρ­μι­ο­νέ­α (τέ­λος 6ου αἰ.). DNP, I, 1083-4, Arion· III, 699-701, Dithyrambos· Ἱ, 1159, Lasos 1.

[94] Δ με­γα­λο­φυί­α τοῦ Εἴ­δους] Genius der Gattung στό πρω­τό­τυ­πο. Ἔκ­φρα­ση τοῦ Σο­πε­νά­ου­ερ: Die Weltals Wille und Vorstellung, Ziirich, 1977, II, βι­βλί­ο 4, κέφ. 44, σ.642.

[95] Δ θι­α­σώ­της τοῦ Δι­ο­νύ­σου ... συμ­βο­λι­στι­κῆς δύ­να­μης] Ὁ Schmidt, Kommentar, 136, ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅτι μέ τήν πα­ρα­πά­νω δι­α­τύ­πω­ση (ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή, ἕνω­ση, σύμ­πα­σα, κ.λ., δη­λω­τι­κά της οἰ­ο­νεί σύμ­πρα­ξης ὅ­λων τῶν δη­μι­ουρ­γι­κῶν κλί­σε­ων τοῦ ἀν­θρώ­που - ἐ­πί­τη­δες μέ πλά­γι­α στοι­χεῖ­α), ὁ Νί­τσε ἔ­χει κα­τά νοῦ τό βαγ­κνε­ρι­κό Gesammtkunstwerk (= κα­θο­λι­κό ἔρ­γο Τέ­χνης), ἐνῶ στό πνε­ῦ­μα τῆς πα­ρα­γρά­φου (πρβλ τά: «ἔ­ξαρ­ση τῶν συμ­βο­λι­στι­κῶν δυ­νά­με­ων», «νέος κό­σμος συμ­βό­λων») ὁ Schmidt ἐν­το­πί­ζει σχέ­σεις μέ τό ἐ­ξαι­ρε­τι­κό ποί­η­μα τοῦ Μπων­τλαίρ, Cor- respondances, ὅπου ἐκ­φρά­ζε­ται ἀ­πα­ρά­μιλ­λα ἡ «τά­ση γιά συ­ναι­σθη­σι­α­κή ἀν­τί­λη­ψη» (“Tendenz zu synasthetischen Wahrnehmungen“) μές ἀ­πό «γε­μά­τους σύμ­βο­λα δρυ­μούς» (foret de symboles):

ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΕΣ

Να­ός ἡ Φύ­ση, μέ κί­ο­νες ζων­τα­νούς,
κά­πο­τε ρή­σεις ἀ­σα­φεῖς ἀ­φή­νουν ν’ ἀ­κου­στοῦ­νε –
δι­α­βαί­νει ὁ θνη­τός γε­μά­τους σύμ­βο­λα δρυ­μούς,
πού μέ οἰ­κεῖ­ο βλέμ­μα τόν κοι­τοῦ­νε.

Ὅ­πως ἀν­τί­λα­λοι ἀ­λαρ­γι­νοί στά μά­κρη χω­νε­μέ­νοι,
σ’ ἑ­νό­τη­τα βα­θι­ά καί σκο­τει­νή,
ἀ­πέ­ραν­τη σά νύ­χτα καί πά­λι σάν αὐ­γή,
ἀ­ρώ­μα­τα, ἦ­χοι, χρώ­μα­τα, ἀ­να­με­τα­ξύ τους ἀν­τι­στοι­χοῦ­νε.

Ἀ­ρώ­μα­τα φρέ­σκα σάν κορ­μιά παι­δι­κά,
καί λι­βά­δια πρά­σι­να, σάν ὄμ­πο­ε γλυ­κά –
κι ἄλλα: ἔκ­φυ­λα, πλού­σι­α, θρι­αμ­βι­κά,
σάμ­πως ἀ­στέ­ρευ­τα τ’ ἀ­πεί­ρου νά σκορ­ποῦ­νε,
σάν ἄμ­βρα, μό­σχος, μο­σχο­λί­βα­νο, λι­βά­νι,
τήν πα­ρα­φο­ρά τοῦ νοῦ καί τῶν αἰ­σθή­σε­ων
ἀ­νυ­μνοῦ­νε...

Friedrich Nietzsche, ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΤΑ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου