Για να συμπληρώσει αμέσως: «Με δεδομένο, πλέον, ότι αναζητούμε την αρετή την ανθρώπινη, ας δεχτούμε ότι δύο είναι τα μέρη της ψυχής που συνδέονται με το λογικό, με διαφορετικό βέβαια τρόπο το καθένα: το ένα επιτάσσει, και το άλλο πειθαρχεί και υπακούει, όπως το επιβάλλει η φύση του καθενός. Όσο για το αν υπάρχει και ένα άλλο μέρος της ψυχής, άλογο εκείνο, ας το αφήσουμε τώρα» (1219b 33-38).
Αναγκαστικά το ζήτημα καταλήγει στη διαίρεση της ψυχής και τις λειτουργίες που επιτελεί κάθε επιμέρους τμήμα της. «Στην ψυχή διακρίνονται από τον Αριστοτέλη καταρχάς δύο μέρη: το άλογον και το λόγον έχον (ονομάζεται επίσης λογιστικόν ή νοητικόν). Το άλογον μέρος διακρίνεται στο φυτικόν και στο επιθυμητικόν. Είναι προφανές ότι το επιθυμητικόν μετέχει και του αλόγου και του λόγου έχοντος».
Το άλογον μέρος της ψυχής παραλείπεται, καθώς δεν αφορά τη συγκεκριμένη διερεύνηση της αρετής που αποδίδεται με ηθικό περιεχόμενο. Το δεδομένο ότι η ηθική αρετή σχετίζεται αναντίρρητα με τη λογική αναγκάζει τον Αριστοτέλη να το προσπεράσει («ας το αφήσουμε τώρα») εξηγώντας ότι το καθαρά άλογον μέρος της ψυχής (φυτικόν) δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα, σε αντίθεση με την ηθική αρετή που είναι αποκλειστικά ανθρώπινη υπόθεση (όπως και η λογική).
Από τη στιγμή που η αναζήτηση της ηθικής αρετής έχει να κάνει με τους ανθρώπους η διερεύνηση οφείλει να προσαρμοστεί στα στοιχεία που αφορούν μονάχα αυτούς ξεχωρίζοντάς τους από τα ζώα: «Προσπερνούμε, τώρα, οποιοδήποτε άλλο μέρος της ψυχής, π.χ. το φυτικό. Διότι αυτό, όπως και τα άλλα μέρη της ψυχής που προαναφέραμε, δεν ανήκουν ειδικά στην ανθρώπινη ψυχή· κατά προέκταση, και οι αρετές του θρεπτικού και του αυξητικού δεν είναι ειδικά ανθρώπινες αρετές. Οπωσδήποτε, εφόσον αναφερόμαστε αποκλειστικά στον άνθρωπο, πρέπει να υπάρχει και αυτεξούσια λογική και πράξη» (1219b 45-49).
Για τον Αριστοτέλη η διερεύνηση της ψυχής και των ψυχικών χαρισμάτων (ή αδυναμιών) δεν μπορεί παρά να τεθεί σε αναλογία με το σώμα: «όπως η ευεξία του σώματος συγκροτείται από τις αρετές των διαφόρων μερών του, έτσι και η αρετή της ψυχής συγκροτείται από τις αρετές των διαφόρων μερών της, αποτελώντας τον τελικό σκοπό τους» (1220a 2-5).
Από κει και πέρα ο διαχωρισμός των αρετών θα αποσαφηνίσει σε ποιο μέρος της ψυχής απευθύνεται κάθε είδος της: «Δύο είδη αρετής υπάρχουν: η ηθική και η διανοητική. Διότι δεν επαινούμε μόνο τους δίκαιους, αλλά και τους συνετούς και τους σοφούς· γιατί έχουμε πάρει ως δεδομένο ότι επαινείται η αρετή ή το έργο της, και μπορεί μεν η σύνεση και η σοφία να μην ενεργούν, υπάρχουν όμως ενέργειες που προέρχονται από τη σύνεση και τη σοφία» (1220a 6-10).
Η παραδοχή ότι για άλλους λόγους επαινείται ο σοφός και για άλλους ο δίκαιος καταδεικνύει ότι οι ηθικές αρετές που εκπροσωπεί ο δίκαιος δεν εντάσσονται απόλυτα στις διανοητικές αρετές όπως η σοφία και η σύνεση. Η κατάδειξη όμως ότι η δίκαιη συμπεριφορά, αν και δεν ανήκει στις καθαυτό διανοητικές αρετές, προϋποθέτει τη σοφία και τη σύνεση καθιστά σαφές ότι για την πραγμάτωση της ηθικής αρετής (δικαιοσύνη) πρέπει να συνδράμει και η διανοητική αρετή (σοφία-σύνεση).
Επομένως, οι ηθικές αρετές πρέπει να ανήκουν σε εκείνο το μέρος της ψυχής που είναι, βέβαια, άλογον, αλλά υπακούει στο λόγον έχον (κι αυτό το ψυχικό τμήμα ο Αριστοτέλης έχει ονομάσει επιθυμητικόν): «Επειδή οι διανοητικές αρετές συνδέονται με το λόγο, είναι αρετές του λογικού μέρους της ψυχής, το οποίο έχει την εξουσία στην ψυχή ακριβώς επειδή έχει το λόγο. Από την άλλη, οι ηθικές είναι αρετές του αλόγου μέρους, το οποίο όμως υπακούει στο λογικό, όπως το επιβάλλει η φύση· γιατί στο ήθος ενός ανθρώπου αποδίδουμε ορισμένη ποιότητα λέγοντας όχι ότι είναι σοφός ή ικανός, αλλά ότι είναι πράος ή θρασύς» (1220a 10-15).
«Ο Αριστοτέλης διακρίνει τις αρετές σε διανοητικές και ηθικές, δηλαδή σε αρετές της διανοίας και αρετές του ήθους. Οι πρώτες αντιστοιχούν στο λογικό μέρος της ψυχής, οι δεύτερες στο επιθυμητικό (= στο άλογο μέρος της ψυχής που όμως μετέχει και στο λόγο, στο βαθμό που υπακούει στις επιταγές του).
Αυτό εννοεί ο Αριστοτέλης με τη φράση: «δύο είναι τα μέρη της ψυχής που συνδέονται με το λογικό, με διαφορετικό βέβαια τρόπο το καθένα: το ένα επιτάσσει, και το άλλο πειθαρχεί και υπακούει, όπως το επιβάλλει η φύση του καθενός» (1219b 34-37), καθιστώντας σαφές ότι το καθαρά λόγον έχον μέρος είναι αυτό που επιτάσσει και το επιθυμητικόν αυτό που πειθαρχεί. Το επιθυμητικόν, ως λόγον-άλογον μέρος της ψυχής είναι το σημείο που εδράζονται οι ψυχικές αρετές, που, για να πραγματοποιηθούν, πρέπει οι άλογες ψυχικές παρορμήσεις (εκδίκηση, φθόνος, μίσος κλπ) να υπακούσουν στη λογική διερχόμενες από το κόσκινο της σύνεσης και της σοφίας.
Ο άνθρωπος που δεν κατάφερε να τιθασεύσει το επιθυμητικόν μέρος της ψυχής του δίνοντας το προβάδισμα στο λόγον έχον, δεν μπορεί παρά να είναι δέσμιος των παθών του. Υπό αυτή τη συνθήκη, ο δρόμος της μεσότητας είναι αδύνατο να χαρτογραφηθεί, αφού η άγνοια είναι σε θέση να διαστρεβλώσει όλες τις έννοιες: «… είναι φανερό ότι είτε υπάρχει αρετή του αλόγου μέρους της ψυχής είτε όχι, εάν το λογικό κυριαρχείται από την άγνοια, όλες οι άλλες αρετές διαστρέφονται» (1246b 20-21).
Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Η δικαιοσύνη θα συνίσταται τόσο στη δίκαιη χρήση της όσο και στην άδικη, αλλά και η φρόνηση θα μπορεί να λειτουργεί μ αφροσύνη. Και κάθε μια αρετή θα μπορεί να πράττει το αντίθετό της» (1246b 22-23).
Επί της ουσίας, η αναζήτηση της αρετής δεν είναι τίποτε άλλο από την αναζήτηση της μεσότητας που θα οδηγήσει στις άριστες επιλογές με βάση τη λογική. Μόνο έτσι θα μπορέσει ο άνθρωπος να φτάσει στην άριστη κατάστασή του διεκδικώντας την ευτυχία: «Ας δεχτούμε καταρχήν ότι η άριστη κατάσταση προκαλείται από τα άριστα, και ότι σε κάθε τομέα οι άριστες πράξεις έχουν για αιτία τους την αρετή αυτού ακριβώς του τομέα, όπως η άριστη άσκηση και διατροφή προκαλούν την ευεξία του σώματος, και με τη σειρά της η ευεξία γίνεται η αιτία για άριστη σωματική άσκηση. Εξάλλου, κάθε κατάσταση δημιουργείται ή καταστρέφεται από τα ίδια ακριβώς, ανάλογα με το πώς αυτά χρησιμοποιούνται, όπως ακριβώς η υγεία εξαρτάται θετικά ή αρνητικά από τη διατροφή και την άσκηση και την καταλληλότητα της εποχής» (1220a 27-35).
Έχοντας αυτά ως δεδομένα γίνεται αντιληπτό ότι η άριστη κατάσταση της ψυχής προέρχεται αντιστοίχως από τις άριστες ψυχικές επιλογές («κινήσεις»), που θα επιφέρουν και τις άριστες πράξεις: «Άρα και η αρετή είναι μια συγκεκριμένη κατάσταση της ψυχής, η οποία προκαλείται από τις άριστες ψυχικές κινήσεις και αποτελεί με τη σειρά της αιτία για να πράττονται τα άριστα ψυχικά έργα και πάθη» (1220a 36-38).
Κι όχι μόνο αυτό: «Επίσης, από τα ίδια ακριβώς είτε δημιουργείται είτε καταστρέφεται, ανάλογα με τον τρόπο, ενώ η εφαρμογή της, που οδηγεί στις άριστες πράξεις, γίνεται αιτία γι’ αυτά από τα οποία προκαλείται και είτε επαυξάνεται είτε μειώνεται. Το δείχνει το γεγονός ότι τόσο η αρετή όσο και η κακία έχουν να κάνουν με όσα προκαλούν ηδονή ή λύπη» (1220a 39-43).
Με άλλα λόγια, οι «άριστες ψυχικές κινήσεις» που θα επιφέρουν τα «άριστα ψυχικά έργα» έχουν να κάνουν πρωτίστως με τον τρόπο που κάθε άνθρωπος εισπράττει ευχαρίστηση («ηδονή») ή δυσαρέσκεια («λύπη»). Το αδύνατο να πράττει κάποιος διαρκώς αυτό που τον δυσαρεστεί καθιστά σαφές ότι η ευχαρίστηση είναι το κυριότερο κριτήριο συμπεριφοράς. Η δυσαρέσκεια μπορεί να γίνει ανεκτή μόνο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και για την επίτευξη ενός σημαντικού σκοπού. (Ακόμη και στην περίπτωση που ζει κανείς σε καθεστώς φόβου, κατά κανόνα όσο επιμηκύνεται χρονικά η καταπίεση τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να επαναστατήσει).
Το δεδομένο ότι εν τέλει ο άνθρωπος θα κάνει αυτό που τον ευχαριστεί καταδεικνύει την τεράστια σημασία που έχει το να χαίρεται κανείς με ποιοτικές πράξεις. Σε τελική ανάλυση, κάθε άνθρωπος χαρακτηρίζεται από τις πράξεις του. Οι ευτελείς πράξεις συνιστούν τον ευτελή άνθρωπο και οι ενάρετες τον ενάρετο.
Αποδεχόμενοι αυτό κατανοούμε ότι η ποιότητα της ψυχής είναι αλληλένδετη με την ποιότητα των ηδονών που την τρέφει. Κι αυτό είναι θέμα παιδείας, δηλαδή εθισμού, αφού αυτά που συνηθίζει κανείς να πράττει αυτά διαμορφώνουν το χαρακτήρα του σαν δεύτερη φύση.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμιά αμφιβολία ότι η ηθική αρετή σχετίζεται με όσα μάς προκαλούν ηδονή ή λύπη. Και το ήθος –αυτό ακριβώς δηλώνει και το όνομα του, αφού αναπτύσσεται μέσω του έθους–, και ο εθισμός προκύπτει για κάτι που δεν έχει μια αντίστοιχη φυσική τάση, αλλά επαναλαμβάνει μια συγκεκριμένη κίνηση πολλές φορές – λειτουργεί ήδη ως αιτία ενεργειών (αιτία ενεργειών που δεν συναντώνται στα άψυχα, γιατί και μυριάδες φορές να ρίξεις μια πέτρα προς τα πάνω, ποτέ δεν πρόκειται αυτή να επαναλάβει από μόνη της τη συγκεκριμένη κίνηση)» (1220a 46-47 και 1220b 1-6).
Η γλωσσολογική προσέγγιση του ήθους με του έθους («αυτό ακριβώς δηλώνει και το όνομα του») καταδεικνύει και τη νοηματική τους συγγένεια, αφού ο εθισμός, δηλαδή οι πράξεις που συνηθίζει να κάνει κανείς αντλώντας ευχαρίστηση, θα καταδείξουν και το ήθος του. Αν κάποιος συνηθίζει να οργίζεται θα γίνει οργίλος, ενώ, αν μάθει να χαλιναγωγεί το θυμό του, θα γίνει πράος. Το ίδιο ισχύει και με το θάρρος και τη δειλία, την εγκράτεια και την ακράτεια, τη μικροψυχία και τη μεγαλοψυχία κλπ.
Οι ηθικές αρετές δεν αποδίδονται στη φύση, αφού οτιδήποτε αφορά τη φύση δεν μπορεί να εθιστεί σε κάτι διαφορετικό (η πέτρα είναι αδύνατο να συνηθίσει να πηγαίνει προς τα πάνω) σε αντίθεση με τον άνθρωπο που είναι προϊόν του εθισμού του. Κανείς δε γεννιέται ούτε δειλός ούτε ανδρείος από τη φύση του. Όλες αυτές οι ιδιότητες είναι επίκτητες, καθώς σχετίζονται με τον τρόπο που έχει μάθει κανείς να συμπεριφέρεται σε ανάλογες περιστάσεις: «Για όλα αυτά, λοιπόν, ας δεχτούμε ότι το ήθος είναι μορφή ποιότητας της ψυχής (κάτω από τις διαταγές του λογικού) του αλόγου ασφαλώς μέρους της, ικανού όμως να υπακούει στο λόγο» (1220b 6-8).
Κι εδώ βέβαια, δεν πρέπει κανείς να παρασυρθεί ταυτίζοντας την εκδήλωση των παθών με την ευτυχία. Η σκέψη ότι αυτός που εισπράττει χαρά είναι ευτυχής δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο οργίλος, ο ακρατής ή ο δειλός είναι ευτυχισμένοι με το δικό τους τρόπο. Οι εκρήξεις του οργίλου έχουν να κάνουν μονάχα με μια στιγμιαία εκτόνωση που είναι αδύνατο να εκληφθεί ως ευτυχία. Κατά κανόνα ο οργίλος περισσότερο δυσκολεύει τη ζωή του επιβαρύνοντας τις σχέσεις με τους γύρω του. Η ευτυχία, ως άριστη κατάσταση της ψυχής έχει να κάνει με την ισορροπία που θα επιφέρει τις καλύτερες αποφάσεις. Η ασυγκράτητη οργή κάθε άλλο παρά συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση.
Όσο για το δειλό ή τον ακρατή περισσότερο ντρέπονται για τον εαυτό τους παρά αισθάνονται περήφανοι. Κατά κανόνα προσπαθούν να κρύψουν την αδυναμία τους είτε διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, ώστε να φανεί ότι δεν είναι τέτοιοι, είτε υποκρινόμενοι ότι το μειονέκτημά τους είναι αρετή. Ο δύσκολος δρόμος της αποδοχής ενός μειονεκτήματος και της προσπάθειας βελτίωσης του εαυτού (που θα επέλθει με έναν καινούριο ποιοτικότερο εθισμό) αφορά μάλλον τους λιγότερους. Η ευτυχία είναι ενέργεια της ψυχής. Και η ψυχή χρειάζεται δύναμη για να ενεργήσει.
Ο εθισμός παρουσιάζεται ως ύψιστος παράγοντας διαμόρφωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας που έχει τη δύναμη να τη στρέψει είτε προς την αρετή είτε προς τα αντίθετά της, αφού και ο ενάρετος και ο ευτελής με εθισμό γίνονται. Το ζήτημα είναι η ποιότητα των πράξεων στις οποίες εθίζεται κανείς. Γι’ αυτό πρέπει να εθιστεί στις πράξεις της αρετής ωθούμενος να τις επαναλαμβάνει ξανά και ξανά από την παιδική του ηλικία.
Από κει και πέρα, το κριτήριο της ολοκλήρωσης του εθισμού είναι το συναίσθημα της ευχαρίστησης που συνοδεύει τις πράξεις. Από αυτή την άποψη, δε φτάνει να ασκεί κανείς την αρετή, αλλά πρέπει να νιώθει και χαρά με αυτό. Αν η πραγμάτωση της αρετής δε συνοδεύεται από ευχαρίστηση αλλά από δυσφορία, ο εθισμός δεν έχει ολοκληρωθεί, ακόμη κι αν κάποιος επαναλαμβάνει τις ενάρετες πράξεις δίνοντας την αντίθετη εντύπωση. Η έλλειψη χαράς θα τον οδηγήσει σε πράξεις ασύμβατες με την αρετή, όταν αισθανθεί ότι δε θα γίνει αντιληπτός.
Για τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος που, ενώ συμπεριφερόταν ενάρετα, εν τέλει αποδεικνύεται άδικος ή ανήθικος, δεν ήταν ποτέ κάτοχος της ηθικής αρετής. Ο εθισμός του ήταν ατελής. Η κατοχή της αρετής δεν είναι κάτι που έρχεται και παρέρχεται, αλλά μια μόνιμη κατάσταση της ψυχής που έχει μάθει να ευχαριστιέται με αυτό τον τρόπο. Όταν κάποιος συμπεριφέρεται αντίθετα με τους κανόνες της αρετής, ποτέ δε την κατείχε πραγματικά, δηλαδή ποτέ δεν έμαθε να εισπράττει ευχαρίστηση με την πραγμάτωσή της.
Αυτό που μένει είναι ο τελικός ορισμός των εννοιών που θα ξεκαθαρίσει πλήρως το περιεχόμενό τους: «Ονομάζω πάθη τα ακόλουθα και τα παρόμοιά τους: το θυμό, το φόβο, την αιδώ, την επιθυμία, και γενικώς όλα όσα συνοδεύονται, τις περισσότερες τουλάχιστον φορές, από ένα βίωμα ηδονής ή λύπης το οποίο προκαλείται άμεσα από αυτά. Και βέβαια, στα πάθη δεν αντιστοιχεί κάποια ηθική ποιότητα, απλώς τα βιώνουμε» (1220b 15-19).
Κι αμέσως ακολουθούν οι έξεις: «… έξεις είναι οι αιτίες του να γεννιούνται τα πάθη είτε με τον τρόπο που επιτάσσει η λογική είτε αντίθετα, για παράδειγμα η ανδρεία, η σωφροσύνη, η δειλία, η ακολασία» (1220b 23-25).
Κι όλα αυτά, βέβαια, καθορίζονται από τις ανθρώπινες δυνατότητες: «Στις δυνατότητες που έχουμε, όμως, να εκδηλώσουμε τα πάθη, αντιστοιχούν ποιότητες. Κι όταν λέω δυνατότητες εννοώ αυτές που δίνουν επίθετα στους ανθρώπους που ενεργούν, επίθετα αντίστοιχα προς τα πάθη: οργίλος, ανάλγητος, ερωτικός, ντροπαλός, αναίσχυντος» (1220b 20-23).
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου