11.3. Οι καλοί και οι κακοί
Την εξουσία στους οίκους και στις πόλεις κατέχουν οι ευγενείς, που ονομάζονται βασιλεῖς. Δεν πρόκειται ακριβώς για τους νεότερους, απομονωμένους στα παλάτια τους, «μονάρχες» αλλά για επίλεκτη κατηγορία ηρώων, οι οποίοι εμφανίζονται ως καθοδηγητές ή ποιμενάρχες των πολλών. Κυβερνούν επιτρέποντας στις συνελεύσεις την έκφραση της γνώμης του πλήθους, όμως κρατούν συχνά για τον εαυτό τους το προνόμιο να παίρνουν τις τελικές αποφάσεις, ενώ η εξουσία τους δύσκολα θα μπορούσε με αποτελεσματικό τρόπο να αμφισβητηθεί. Σε κρίσιμες πάντως στιγμές, αν η απόφαση του βασιλιά αγνοούσε την άποψη των πολλών ή των ακολούθων του, προκαλούνταν ολέθρια αποτελέσματα στο σύνολο της κοινότητας.
Στις τάξεις μιας κοινότητας υπάρχουν πολλοί ηγεμόνες, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ένας, που θεωρείται κατά κάποιον τρόπο πρώτος μεταξύ ίσων. Παράδειγμα ο Αγαμέμνονας, η εξουσία του οποίου είναι κληρονομική και έχει ως σύμβολό της το βασιλικό σκήπτρο, το οποίο θεωρείται δοσμένο από τον Δία. Οι επώνυμοι ήρωες, όπως ο Αχιλλέας ή ο Οδυσσέας, στηρίζουν το κύρος τους στους οικογενειακούς δεσμούς και διακρίνονται από τους πολλούς ανώνυμους (ελεύθερους και δούλους) για την ευγενική τους καταγωγή, τον πλούτο (κυρίως την κατοχή μεγάλων εκτάσεων γης), την πολιτική τους επιρροή στις συνελεύσεις και την ατομική τους υπεροχή στον πόλεμο. Με σημερινούς όρους, συγκροτούν μια ανώτερη κοινωνική «τάξη», την αριστοκρατική. Οι αρχές και τα πρότυπα συμπεριφοράς αυτής της προνομιακής κατηγορίας ηρώων βρίσκονται συνεχώς στο επίκεντρο της ομηρικής αφήγησης.
Τα μέλη της επίλεκτης κατηγορίας των ηρωικών μορφών στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια συστήνονται καταρχήν ως ἀγαθοί. Σήμερα ο χαρακτηρισμός ενός ανθρώπου ως αγαθού σημαίνει ότι είναι καλός και ενάρετος. Όμως, στον Όμηρο, όταν κάποιος, άντρας ή γυναίκα, χαρακτηρίζεται καλός/καλή, αξιολογείται κυρίως ως προς εξωτερικά του χαρακτηριστικά, λόγου χάρη την ομορφιά του. Ο χαρακτηρισμός ἀγαθός, όπως και ο σχεδόν συνώνυμός του ἐσθλός, αναφέρονται σε όποιον είναι ευγενικής καταγωγής, διαθέτει γόητρο, πλούτο και στρατιωτική δύναμη· είναι, κατ᾽ επέκταση, σε θέση είτε να κινητοποιήσει ως αρχηγός μια πολεμική επιχείρηση είτε να υπερασπιστεί την ακεραιότητα της κοινότητάς του. Γι᾽ αυτό ο ἀγαθός στα ομηρικά έπη τείνει να ταυτιστεί με τον δυνατό και τον γενναίο· γενικότερα με όποιον είναι αριστοκρατικής καταγωγής και διαθέτει ισχύ.
Στην Ιλιάδα ἀγαθοί χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, ο Αγαμέμνονας και ο Αχιλλέας. Ο θετικός ωστόσο αυτός χαρακτηρισμός των δύο ηρώων γίνεται η αιτία συμφορών για την κοινότητα των Αχαιών, προκαλώντας ακόμη και τα αισθήματα των ολυμπίων θεών. Σάμπως ο τίτλος ἀγαθός να δίνει το δικαίωμα στους δύο ήρωες να αυθαιρετούν σε βάρος των άλλων. Μερικά παραδείγματα: στην πρώτη ιλιαδική ραψωδία ο βασιλιάς Αγαμέμνονας υποχρεώνεται τελικά να επιστρέψει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της, αφαιρώντας τη Βρισηίδα από τον Αχιλλέα. Έτσι ο γιος της Θέτιδας οργίζεται και αποχωρεί από τη μάχη. Μάταια ο Νέστορας στη συνέχεια προσπαθεί να αποτρέψει τις ολέθριες συνέπειες της έριδας ανάμεσα στους δύο ήρωες, καλώντας πρώτα τον Αγαμέμνονα να επιστρέψει το τιμητικό δώρο στον Αχιλλέα. Το ότι ο αρχιστράτηγος των Αχαιών, λέει ο γέροντας, είναι ἀγαθός (διαθέτει δηλαδή ως βασιλιάς δύναμη και στρατιωτική ισχύ) δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να στερήσει τη Βρισηίδα από τον Αχιλλέα (Α 275):
Μήτε συ, μ᾽ όλο που έχεις δύναμη [ἀγαθός περ ἐών], να πάρεις από αυτόν την κοπέλα.
Όπως ο Αγαμέμνονας προσβάλλει τον Αχιλλέα στην αρχή της Ιλιάδας, έτσι και ο γιος της Θέτιδας, αν και είναι ἀγαθός, ατιμάζει τον Έκτορα στο τέλος του έπους. Ο αχαιός ήρωας, μη μπορώντας να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο Πάτροκλος είναι νεκρός, εκτονώνει την εκδικητική του οργή στο σώμα του νεκρού αντιπάλου του: το δένει πίσω από το άρμα του και το σέρνει γύρω από τον τάφο του φίλου του για έντεκα μέρες. Η ενέργεια αυτή του Αχιλλέα προκαλεί τη διαμαρτυρική παρέμβαση του Απόλλωνα στους ολυμπίους. Ο θεός λέει, μεταξύ άλλων, ότι δεν θα πρέπει ο Αχιλλέας, αν και είναι ἀγαθός (γενναίος), να ατιμάζει το άψυχο σώμα του αντιπάλου του· ενδέχεται να ξεσπάσει εναντίον του η οργή των θεών (Ω 50-54):
Αυτός όμως το θείο Έκτορα, αφού του πήρε τη ζωή, τον δένει από τα άλογα και τον σέρνει γύρω από τον τάφο του συντρόφου του· αυτό βέβαια δεν είναι το πιο όμορφο ούτε το πιο καλό που είχε να κάνει· μήπως θυμώσουμε εμείς μαζί του, μ' όλο που είναι γενναίος [ἀγαθῷ περ ἐόντι], γιατί αυτό που κακομεταχειρίζεται στη μανία του είναι χώμα άψυχο.
Από τα προηγούμενα παραδείγματα φαίνεται ότι ο χαρακτηρισμός ενός ήρωα ως ἀγαθοῦ δεν μπορεί να δικαιολογεί και τις υπερβολικές του πράξεις. Υπάρχει πάντοτε κάποιο όριο στη συμπεριφορά του, η παραβίαση του οποίου βάζει σε κίνδυνο την τύχη της κοινότητάς του, ενώ ο ήρωας μπορεί να χάσει και την εύνοια που του παρέχουν οι θεοί.
Καθώς ο όρος ἀγαθός χρησιμοποιείται συχνά σε λόγους με τους οποίους επικρίνεται η συμπεριφορά κάποιου που είναι ισχυρός, αυτό δείχνει ότι ο σχετικός παραδοσιακός χαρακτηρισμός έχει αρχίσει κάπως να χάνει στα ομηρικά έπη την επαινετική του σημασία και έχει εκπέσει σε τίτλο ευγενείας, που απονέμεται σε όποιον ανήκει γενικά στην ανώτερη τάξη των δυνατών. Η εξουσία του δεν είναι απόλυτη αλλά μπορεί να αμφισβητείται από τους άλλους, όταν υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια, ακόμη και αν πρόκειται για τον Δία.
Ο ύπατος των θεών, με το επιχείρημα ότι είναι πιο δυνατός και μεγαλύτερος στα χρόνια, διατάζει τον Ποσειδώνα να αποτραβηχτεί από τον πόλεμο και να αποσύρει τη συμπαράσταση που παρέχει στους Αχαιούς. Όμως, ο Ποσειδώνας δηλώνει ότι δεν θα υποκύψει στην εντολή του ἀγαθοῦ Δία (του πιο τρανού από τους ολυμπίους)· αντίθετα, θα συνεχίσει να συμπαραστέκεται στους Αχαιούς, θεωρώντας τον εαυτό του ισότιμο με τον πατέρα των θνητών και των αθανάτων (Ο 185-186):
Ποπό, μ' όλο που είναι δυνατός [ἀγαθός περ ἐών], μεγάλο λόγο λέει, αν θέλει να με εμποδίσει με τη βία χωρίς κι εγώ να θέλω, μ' όλο που έχω την ίδια κι εγώ τιμή.
Τα ανώτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά του ἀγαθοῦ εντοπίζονται και στην Οδύσσεια, όπου ακόμη και μια γυναίκα, όπως η Πηνελόπη, μπορεί να θεωρείται ἀγαθή, επειδή έχει πλούσιο πατέρα (σ 276). Όσο για τον μεταμορφωμένο σε ζητιάνο Οδυσσέα, υπερηφανεύεται για τις δουλικές υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει στους ἀγαθούς (κοινωνικά ανώτερους από αυτόν). Προκειμένου, συγκεκριμένα, να δικαιολογήσει την απόφασή του να μπει στο παλάτι της Ιθάκης για να δοκιμάσει τους μνηστήρες, λέει ο μεταμορφωμένος επαίτης στον χοιροβοσκό Εύμαιο (ο 322-324):
ξέρω φωτιά να στήσω, ξύλα ξερά να σχίσω,
να κόψω και να ψήσω κρέας, να τους κεράσω το κρασί -
όλα όσα κάνουν οι κατώτεροι υπηρετώντας ανωτέρους [ἀγαθοῖσι].
Στους «ανώτερους» αριστοκράτες περιλαμβάνονται οι μνηστήρες, οι οποίοι θα υποδεχθούν στο παλάτι της Ιθάκης με πλήρη περιφρόνηση τον ζητιάνο Οδυσσέα, δείχνοντας έτσι και προς τους ταπεινούς και ασήμαντους την αλαζονική τους συμπεριφορά.
Όποιος ανήκει στην κατηγορία των ἀγαθῶν, είναι δηλαδή από ανώτερη γενιά, διαθέτει ισχύ, διακρίνεται για την ανωτερότητά του στον πόλεμο και αναγνωρίζεται γενικότερα αποτελεσματικός και άξιος ηγέτης, χαρακτηρίζεται συχνά και με τον υπερθετικό τύπο της λέξης ἀγαθός ως ἄριστος (ο καλύτερος, ή ένας από τους καλύτερους). Ἄριστοι εξονομάζονται, για παράδειγμα, αρκετοί αχαιοί πολεμιστές στην Ιλιάδα (ο Αχιλλέας, ο Αγαμέμνονας, ο Πάτροκλος) αλλά και οι Τρώες (λόγου χάρη ο Έκτορας ή ο Σαρπηδόνας ανάμεσα στους Λυκίους).
Στην Οδύσσεια τον ίδιο χαρακτηρισμό φέρουν ο βασικός πρωταγωνιστής της, εξαιτίας κυρίως της πανουργίας του, οι μνηστήρες εξαιτίας της αριστοκρατικής τους καταγωγής, αλλά και οι ειρηνικοί Φαίακες - επιδέξιοι, χάρη στην ταχύτητά τους, στην τέχνη της ναυσιπλοΐας. Μια γυναίκα μπορεί επίσης να θεωρείται ἀρίστη, επειδή ανταποκρίνεται με επιδεξιότητα στα περιορισμένα καθήκοντα που έχει στο πλαίσιο του οίκου. Τέλος, στον κόσμο των θεών ο Δίας χαρακτηρίζεται θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος (ο πιο δυνατός και πρώτος στην τάξη των ολυμπίων) αλλά και ο Απόλλων θεῶν ἄριστος (ένας από τους ανώτερους θεούς). Οι ἄριστοι γενικότερα δεν διαφέρουν από τους ἀγαθούς. Χαρακτηρίζονται και αυτοί για τη δύναμη και την ανώτερη κοινωνική τους θέση. Συχνά όμως ἄριστοι συστήνονται, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, όσοι διαθέτουν κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό υπεροχής.
Στόχος του ἀγαθοῦ και του ἀρίστου είναι να αποδειχθούν ανώτεροι από όλους τους άλλους. Η επιδίωξη τους για διάκριση και υπεροχή εκφράζεται με το ρήμα ἀριστεύω (συμπεριφέρομαι ως άριστος, με γενναιότητα στη μάχη, ή είμαι ο καλύτερος). Διάσημες είναι οι συμβουλές που έδιναν οι πατέρες στους νεαρούς πολεμιστές που ξεκινούσαν για τον πόλεμο της Τροίας (ο Πηλέας στον Αχιλλέα και ο Ιππόλοχος στον Γλαύκο, Λ 784 ≈ Ζ 208): να είναι πάντα πρώτος στην παλληκαριά [αἰὲν ἀριστεύειν] και να τους ξεπερνάει όλους.
Στην πλειοψηφία τους, εξάλλου, οι περισσότερες σκηνές μάχης δεν είναι συλλογικές αλλά αριστείες: διαδοχικά, δηλαδή, ανδραγαθήματα, με τα οποία ένας μαχητής, κυριευμένος από πολεμικό μένος, αποκτά σχεδόν υπεράνθρωπη δύναμη και σαρώνει ό,τι συναντά στο πέρασμά του.
Στο αντίθετο, αρνητικό άκρο του ἀγαθοῦ και του ἀρίστου βρίσκεται ο κακός. Ο χαρακτηρισμός κάποιου σήμερα ως κακού σημαίνει κυρίως αυτόν που επιθυμεί την υλική και ηθική βλάβη των άλλων, τον μοχθηρό. Όμως, στα ομηρικά έπη ο κακός δεν σημαίνει ακριβώς αυτό, αλλά αναφέρεται κυρίως σε όποιον δεν είναι ἀγαθός: δηλαδή τον ταπεινής καταγωγής, τον άσημο, τον φτωχό, τον ανίσχυρο. Στα πολεμικά κυρίως συμφραζόμενα το επίθετο κακός, όπως και ο σχεδόν συνώνυμος τύπος του ἄναλκις, είναι το αντώνυμο του ἀγαθός και χαρακτηρίζει εκείνον που αποδείχνεται σε κάποια στιγμή της ζωής του αδύναμος ή και δειλός, μη μπορώντας να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή τους συμμάχους του σε μια κρίσιμη στιγμή.
Οι ἀγαθοί πολεμιστές απεχθάνονται στον ιλιαδικό πόλεμο να τους ονομάζουν κακούς, επειδή σ' αυτούς ταιριάζει να οπισθοχωρούν από δειλία στη μάχη. Στην Ιλιάδα, απομονωμένος από τους συμπολεμιστές του Δαναούς, ο Οδυσσέας διχάζεται προς στιγμήν ανάμεσα σε δύο επιλογές: να μείνει μονάχος στο πεδίο της μάχης, με κίνδυνο να σκοτωθεί, ή να υποχωρήσει από φόβο; Ο ήρωας τελικά δίνει τη λύση στο δίλημμά του αποφασίζοντας να μείνει και να πολεμήσει, επειδή συλλογίζεται πως η υποχώρηση ταιριάζει στους κακούς και όχι στους ἀρίστους (Λ 404-410):
Αλίμονο, τι θα πάθω; Μεγάλο κακό είναι να φύγω, γιατί φοβήθηκα τον πολύ στρατό· χειρότερο όμως το να σκοτωθώ μονάχος. Τους άλλους Δαναούς τους έτρεψε σε φυγή ο γιος του Κρόνου. Όμως γιατί η ψυχή μου τα διαλογίστηκε αυτά; Ξέρω πως οι δειλοί [κακοί] φεύγουν από τον πόλεμο, όποιος όμως είναι από τους πρώτους στη μάχη, αυτός πρέπει να στέκεται γενναία, είτε χτυπηθεί είτε χτυπήσει άλλον.
Συγκριτικά με άλλες, όπως αναφέρονται στη συνέχεια, περιπτώσεις, χαρακτηριστικός είναι εδώ ο σχεδόν αυτοματικός τρόπος με τον οποίο ο Οδυσσέας, δίχως να ομολογεί την πίεση κάποιας εξωτερικής αρχής (της ανάγκης, για παράδειγμα, να υπερασπιστεί τους οικείους του, την πατρίδα ή τους συμπολεμιστές του), επιλέγει την παραμονή στο πεδίο της μάχης από την υποχώρηση. Μόνος λόγος της επιλογής του αυτής είναι η επίγνωσή του ότι στον πόλεμο υποχωρούν οι κακοί, ενώ όσοι αριστεύουν, μάχονται δηλαδή από τους πρώτους στη μάχη, μένουν και πολεμούν χωρίς να υπολογίζουν αν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν.
Στην Οδύσσεια επίσης όσοι δεν ανταποκρίνονται με τις πράξεις τους στα ιδεώδη της κατηγορίας των ἀγαθῶν και των ἀρίστων επικρίνονται ως κακοί. Έτσι, για τον Οδυσσέα, που υπομένει καρτερικά ταλαιπωρίες και κακουχίες στο πέλαγος, οι εταίροι του αποδεικνύονται σε μια κρίσιμη στιγμή κακοί (κ 68), επειδή περίεργοι, ανυπόμονοι και καχύποπτοι, άνοιξαν τον ασκό του θεού των ανέμων προκαλώντας την αναβολή του νόστου. Επίσης, ο Αγαμέμνονας, συναντώντας τον Οδυσσέα στον κάτω κόσμο, αποκαλεί τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα κακή γυνή (λ 384)· προφανώς επειδή, σε αντίθεση προς την πιστή Πηνελόπη, η γυναίκα του βασιλιά των Αχαιών, συμβάλλοντας στη δολοφονία του συζύγου της από τον εραστή της Αίγισθο, δεν συμπεριφέρθηκε όπως θα ταίριαζε σε μια «αγαθή» βασίλισσα.
Στην Ιθάκη ωστόσο ο ποιητής βλέπει με ιδιαίτερη συμπάθεια τους κακούς, τους φτωχούς και περιπλανώμενους, όπως ο χοιροβοσκός Εύμαιος και ο ζητιάνος Οδυσσέας, οι οποίοι αντιμετωπίζονται περιφρονητικά τόσο από τους μνηστήρες όσο και από τις άπιστες δούλες του παλατιού. Εξάλλου, οι καταχραστές της περιουσίας του βασιλιά της Ιθάκης δεν σέβονται κανέναν: ούτε τον κακόν (τον ταπεινό και ασήμαντο) ούτε τον ἐσθλόν (τον σπουδαίο). Γι' αυτό, κατά τον Οδυσσέα, ανταμείβονται στο τέλος με το ίδιο νόμισμα για τις φριχτές τους πράξεις (χ 413-416, 415 ≈ ψ 66):
Αυτούς τους δάμασε μοίρα θεού, τιμώρησε τα ανόσια έργα τους,
αφού δεν έδειχναν καμιά τιμή για τον συνάνθρωπό τους,
τον ταπεινό [κακόν] ή και τον πιο σπουδαίο [ἐσθλόν], όποιος τους έπεφτε μπροστά.
Γι᾽ αυτό τους βρήκε θάνατος φριχτός για τις φριχτές τους πράξεις.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου