Ανάμεσα στους Γερμανούς σήμερα δεν αρκεί να ‘χεις πνεύμα: πρέπει να το διεκδικείς, πρέπει να ‘χεις την έπαρση πως έχεις πνεύμα…
Ίσως να ξέρω τους Γερμανούς, ίσως μάλιστα να τους πω κάποιες αλήθειες. Η νέα Γερμανία αντιπροσωπεύει μια μεγάλη ποσότητα ικανότητας, τόσο κληρονομημένης, όσο και αποκτημένης από την παιδεία- έτσι, για ένα διάστημα μπορεί να σπαταλάει την συσσωρευμένη της παρακαταθήκη σε δύναμη, ακόμη και να την χαραμίζει. Δεν έχει κυριαρχήσει βέβαια μ’ αυτόν τον τρόπο μια ανώτερη κουλτούρα ούτε, ακόμη περισσότερο ένα λεπτό γούστο- ωστόσο έχει πιο ανδρικές αρετές από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης. Πολλή ευδιαθεσία και αυτοσεβασμός, πολλή σιγουριά στις κοινωνικές σχέσεις και στην αμοιβαιότητα τών καθηκόντων, πολλή φιλοπονία, πολλή εμμονή – και μια έμφυτη μετριοπάθεια που χρειάζεται μάλλον το σπιρούνι παρά το φρένο. Προσθέτω πως εδώ υπακούει κανείς ακόμη χωρίς να νιώθει πως η υπακοή τον ταπεινώνει. Και κανείς δεν περιφρονεί τον αντίπαλό του.
Βλέπετε πως θέλω νά ‘μαι δίκαιος απέναντι στους Γερμανούς: δεν θέλω να τα χαλάσω εδώ με τον εαυτό μου. Γι αυτό πρέπει να διατυπώσω και τις αντιρρήσεις μου γι’ αυτούς.
Στοιχίζει πολύ ακριβά η άνοδος στην εξουσία: η εξουσία σε κάνει ηλίθιο… Οι Γερμανοί – άλλοτε λέγονταν λαός των στοχαστών: σκέφτονται καθόλου σήμερα; Οι Γερμανοί πλήττουν σήμερα με το πνεύμα, δυσπιστούν απέναντι του- η πολιτική ρηχαίνει κάθε σοβαρή μέριμνα για πραγματικά πνευματικά θέματα. Deutchland, Deutchland uber alles (υπεράνω όλων) – φοβάμαι πως αυτό ήταν το τέλος της γερμανικής φιλοσοφίας.
«Υπάρχουν γερμανοί φιλόσοφοι; Υπάρχουν γερμανοί ποιητές; Υπάρχουν καλά γερμανικά βιβλία; με ρωτούν στο εξωτερικό. Νιώθω ντροπή- αλλά με το θάρρος που με διακρίνει ακόμη και σε δύσκολες στιγμές απαντώ: «Ναι, ο Μπίσμαρκ\». Θα πρέπει όμως να ομολογήσω ποια βιβλία διαβάζονται σήμερα;… Καταραμένο ένστικτο της μετριότητας! )
Τι θα μπορούσε νά ‘ναι το γερμανικό πνεύμα, αν δεν είχε αυτές τις μελανχολικές ιδέες για τον εαυτό του! Αλλά αυτός ο λαός αποβλακώθηκε ηθελημένα εδώ και χίλια χρόνια περίπου: πουθενά αλλού δεν έγινε μεγαλύτερη κατάχρηση των δυο μεγάλων ευρωπαϊκών ναρκωτικών: του αλκοόλ και του χριστιανισμού. Πρόσφατα προστέθηκε ένα τρίτο – που θα μπορούσε και μόνο του να αποτελειώσει κάθε λεπτή και λαμπρή ευκαμψία του πνεύματος – η μουσική: η γερμανική μουσική που είναι δυσκοίλια, που προκαλεί δυσκοίλια.
Πόση κατσουφιασμένη βαρύτητα, χωλότητα, υγρασία, ρο-μπ-ντε-σαμπρ – πόση μπύρα υπάρχει μέσα στο γερμανικό μυαλό! Πως είναι δυνατόν άνθρωποι που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στους πιο πνευματικούς στόχους να μη νιώθουν το πρώτο ένστικτο της πνευματικότητας, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που έχει το πνεύμα – και να πίνουν μπύρα; Ο αλκοολισμός των νέων επιστημόνων ίσως δεν είναι ερωτηματικό σχετικά με την επιστημοσύνη τους (μπορεί νά ‘ναι κανείς μεγάλος επιστήμονας και χωρίς καθόλου πνεύμα) – αλλά από κάθε άλλη άποψη είναι πρόβλημα. Δεν υπάρχει περίπτωση να μη δει κανείς τον ήπιο εκφυλισμό που δημιουργεί η μπύρα στο πνεύμα. Κάποτε, σε μια περίπτωση που έγινε σχεδόν διάσημη, ακούμπησα το δάχτυλό μου σ’ έναν τέτοιο εκφυλισμό – στον εκφυλισμό του υπ’ αριθμόν ένα ελεύθερου πνεύματος της Γερμανίας του Νταβίντ Στράους, που έγινε συγγραφέας ενός ευαγγελίου και μιας «νέας πίστης» κατάλληλων για πάγκο ζυθοπωλείου. Δεν είναι τυχαία η έμμετρη αφιέρωσή του στην «όμορφη μελαχρινή»: δείχνει την πίστη του στο θάνατο.
Μίλησα για το γερμανικό πνεύμα: γίνεται όλο και πιο ακατέργαστο, πιο ρηχό. Αρκεί αυτό; Κατά βάθος με τρομάζει κάτι πολύ διαφορετικό: πως η γερμανική σοβαρότητα, η γερμανική βαθύτητα, το γερμανικό πάθος στα πνευματικά ζητήματα παρακμάζει όλο και πιο πολύ. Η ζωντάνια έχει άλλάξει, όχι μόνο η διανοητικότητα. Εδώ κι εκεί έρχομαι σε επαφή με γερμανικά πανεπιστήμια: τι ατμόσφαιρα κυριαρχεί στους επιστήμονές τους, τι παρατημένη πνευματικότητα – πόσο ικανοποιημένη και χλιαρή έχει γίνει! Θά ‘ταν βαθιά παρανόηση να αντιτάξει κανείς τη γερμανική επιστήμη στα λεγόμενό μου -θά ‘ταν απόδειξη πως δεν έχει διαβάσει λέξη απ’ ότι έχω γράψει. Εδώ και δεκαεπτά χρόνια δεν κουράστηκα να επιστώ την προσοχή στην αποπνευματικοποιούσα επίδραση της σύγχρονης επιστήμης και βιομηχανίας μας. Η σκληρή σκλαβιά, στην οποία η φοβερή ανάπτυξη των επιστημών καταδικάζει κάθε επιστήμονα σήμερα, είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο εκείνοι που έχουν μια περισσότερη, πλουσιότερη, βαθύτερη προδιάθεση δεν βρίσκουν πια μια ταιριαστή εκπαίδευση και ταιριαστούς δασκάλους. Δεν υπάρχει τίποτε από το οποίο να υποφέρει περισσότερο η κουλτούρα μας από την υπεραφθονία επηρμένων αχθοφόρων και θραυσμάτων ανθρώπων τα πανεπιστήμιά μας είναι, παρά τη θέλησή τους, τα πραγματικά θερμοκήπια αυτού του ακρωτηριασμού των ενστίκτων του πνεύματος. Κι ολόκληρη η Ευρώπη έχει ήδη μια ιδέα του πράγματος αυτού – η πολιτική ισχύος δεν ξεγελάει κανέναν. Η Γερμανία θεωρείται όλο και πιο πολύ η πιο αβαθής χώρα της Ευρώπης. Εξακολουθώ να ψάχνω για έναν Γερμανό με τον οποίο θα μπορώ νά ‘ μαι σοβαρός με το δικό μου τρόπο – κι ακόμη περισσότερο για έναν με τον οποίο θα .μπορώ νά ’ μαι ευδιάθετος! Λυκόφως των ειδώλων: αχ, ποιος θα μπορούσε να καταλάβει σήμερα από ποια σοβαρότητα ζητάει να ξεφύγει ένας φιλόσοφος; Η ευδιαθεσία ενός φιλοσόφου είναι το πιο ακατανόητο πράγμά σ’ αυτόν….
Ακόμη και μια γρήγορη εκτίμηση δείχνει πως όχι μόνο παρακμάζει ολόκληρη η γερμανική κουλτούρα αλλά και πως υπάρχει επαρκής λόγος γι’ αυτό. Τελικά δεν μπορεί κανείς να ξοδέψει περισσότερα απ’ όσα έχει: αυτό ισχύει για το άτομο, αυτό ισχύει για τους λαούς. Αν ξοδέψει κανείς τον εαυτό του για την εξουσία, για την πολιτική ισχύος, για τα οικονομικά, για το διεθνές εμπόριο, για τον κοινοβουλευτισμό, και για τα στρατιωτικά συμφέροντα – αν ξοδέψει κανείς σ’ αυτήν την κατεύθυνση την ποσότητα κατανόησης, σοβαρότητας, θέλησης και αυτοϋπέρβασης που αντιπροσωπεύει ο ίδιος, τότε δεν θά ‘χει ,τίποτε για την άλλη κατεύθυνση.
Η κουλτούρα και το κράτος – δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε εδώ – είναι ανταγωνιστές. Η «Kultur -Staat» (κουλτούρα κράτος) είναι απλώς μια μοντέρνα ιδέα. Το ένα ζει από το άλλο, το άλλο ευδοκιμεί σε βάρος του άλλου. ‘ Ολες οι μεγάλες εποχές της κουλτούρας είναι εποχές πολιτικής παρακμής: ότι είναι μεγάλο με την έννοια της κουλτούρας ήταν πάντα απολιτικό, ακόμη και αντιπολιτικό… Η καρδιά του Γκαίτε άνοιξε με το φαινόμενο «Ναπολέοντας» – έκλεισε με τους «Απελευθερωτικούς πολέμους». Την ίδια στιγμή που η Γερμανία ανέρχεται σαν μεγάλη δύναμη, η Γαλλία αποκτά μια καινούρια σημασία σαν δύναμη , στην κουλτούρα. Ακόμη και σήμερα, πολύ νέα σοβαρότητα, πολύ νέο πάθος του πνεύματος μεταναστεύει στο Παρίσι’ το ζήτημα του πεσιμισμού παραδείγματος χάρη, το ζήτημα του Βάγκνερ και σχεδόν όλα τα ψυχολογικά και καλλιτεχνικά του θέματα εκτιμούνται εκεί με πολύ μεγαλύτερη λεπτότητα και διεξοδικότητα απ’ ό,τι στη Γερμανία – οι Γερμανοί είναι ανίκανοι γι’ αυτό το είδος σοβαρότητας. Στην ιστορία της ευρωπαϊκής κουλτούρας η άνοδος του Reich σημαίνει κυρίως ένα πράγμα: μια μετατόπιση του κέντρου βάρους. Είναι ήδη πασίγνωστο: στο βασικό θέμα – που είναι πάντα κουλτούρα – οι Γερμανοί δεν αξίζουν προσοχής. Ρωτούν: Μπορείτε να παρουσιάσετε ένα μόνο πνεύμα που να μετράει άπό ευρωπαϊκή σκοπιά, τόσο όσο μετρούσε ο Γκαίτε, ο Χέγκελ, ο Χάινριχ Χάινε ή ο Σοπενάουερ; Δεν υπάρχει πια ούτε ένας Γερμανός φιλόσοφος: εδώ η έκπληξη δεν έχει τέλος…
Ολόκληρο το σύστημα της ανώτατης εκπαίδευσης στη Γερμανία έχει χάσει το σημαντικότερο πράγμα: τόσο το σκοπό όσο και το μέσο για την επίτευξη του σκοπού. Ξεχάστηκε το ότι η εκπαίδευση, η Bildung (παιδεία), είναι η ίδια ένας σκοπός (καί όχι το Reich) και το ότι χρειάζονται εκπαιδευτές για να επιτευχθεί τούτος ο σκοπός (κι όχι καθηγητές γυμνασίου και πανεπιστημίου). Χρειάζονται εκπαιδευτές πεπαιδευμένοι, ανώτερα, ευγενή πνεύματα, που να φαίνονται κάθε στιγμή, με τις λέξεις και τη σιωπή, που να αντιπροσωπεύουν μια ώριμη και γοητευτική κουλτούρα – κι όχι οι μορφωμένοι αγροίκοι που προσφέρουν σήμερα στους νέους τα γυμνάσια και τα πανεπιστήμια σαν «παραμάνες υψηλού επιπέδου». Λείπουν οι εκπαιδευτές, για να μην αναφέρω τους εξαιρετικούς εκπαιδευτές, που είναι η πρώτη προϋπόθεση της παιδείας: εδώ οφείλεται η παρακμή της γερμανικής κουλτούρας. Μια απ’ αυτές τις σπάνιες εξαιρέσεις είναι ο αξιοσέβαστος φίλος μου, Γιάκομπ Μπούρκχαρντ, στη Βασιλεία: σ’ αυτόν οφείλει κυρίως η πόλη τα πρωτεία της στην κουλτούρα.
Αυτό που προσφέρουν στην πραγματικότητα οι «ανώτατες σχολές» της Γερμανίας δεν είναι παρά μια βάναυση εκγύμναση προορισμένη να ετοιμάσει τεράστιους αριθμούς νέων ανθρώπων που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και να αναλωθούν στην υπηρεσία του κράτους. «Ανώτατη παιδεία» και τεράστιοι αριθμοί – μια αντίφαση απ’ την οποία αξίζει ν αρχίσουμε. Κάθε ανώτατη παιδεία ανήκει μόνο στην εξαίρεση: πρέπει νά ‘ναι κανείς προνομιούχος για νά ’χει δικαίωμα σε ένα τέτοιο υψηλό προνόμιο. Ολα τα μεγάλα, όλα τα ωραία πράγματα δεν μπορούν ποτέ να είναι κοινό αγαθό: pulchrum est paucorum hominum (το ωραίο ανήκει στους λίγους). Τι επιβάλλει την παρακμή της γερμανικής κουλτούρας; Την επιβάλλει το ότι η «ανώτατη παιδεία» δεν είναι πια προνόμιο – ο εκδημοκρατισμός της Bildung, που έχει γίνει «γενική», κοινή… Ας μη ξεχνούμε πως τα στρατιωτικά προνόμια που εξασφαλίζει η φοίτηση σε μια ανώτατη σχολή οδηγούν σε μια όλο και μεγαλύτερη προσέλευση φοιτητών στα πανεπιστήμια κι έτσι στον ξεπεσμό των τελευταίων.
Στη σημερινή Γερμανία κανείς δεν είναι ελεύθερος να προσφέρει στα παιδιά του μια ευγενή παιδεία: οι «ανώτατες» σχολές μας χαρακτηρίζονται όλες από την πιο αμφίβολη μετριότητα, με τους καθηγητές τους, τα προγράμματα διδασκαλίας και τους διδακτικούς σκοπούς. Και παντού κυριαρχεί μια ανάρμοστη βιασύνη, λες και θα χανόταν κάτι αν ο νέος των εικοσαριών ετών δεν είχε «τελειώσει» ακόμη, ή αν δεν ήξερε ακόμη την απάντηση στο «βασικό ερώτημα»: ποιο επάγγελμα; Ένα ανώτερο είδος ανθρώπινου όντος, αν μπορώ να το πω έτσι, δεν αγαπάει τα «επαγγέλματα» επειδή ξέρει πως θα κληθεί να ασχοληθεί με κάποιο… ‘ Εχει καιρό, βρίσκει καιρό, δεν σκέφτεται καν να «τελειώσει»: όσον αφορά την ανώτερη κουλτούρα, στα τριανταένα είναι κανείς ακόμη παιδί, μόλις αρχίζει. Τα κατάμεστα γυμνάσιά μας, οι υπερφορτωμένοι, αποβλακωμένοι καθηγητές τους, αποτελούν σκάνδαλο: όταν κανείς υπερασπίζεται τέτοιες συνθήκες (όπως έκαναν πρόσφατα οι καθηγητές στη Χαϊδελβέργη) μπορεί ίσως να υπάρχουν αιτίες – λόγοι όμως όχι.
Παρουσιάζω ευθύς αμέσως – για να μην ξεφύγω από το στυλ μου που είναι καταφατικό και που ασχολείται με την αντίφαση και την κριτική μόνο σαν μέσο, μόνο αθέλητα – τα τρία πράγματα για τα οποία χρειάζονται εκπαιδευτές. Πρέπει να μάθει κανείς να βλέπει, πρέπει να μάθει να σκέπτεται, πρέπει να μάθει να μιλάει και να γράφει: ο σκοπός και των τριών μαζί είναι μια ευγενής κουλτούρα. Να μάθει κανείς να βλέπει – να συνηθίσει το μάτι του στην ηρεμία, στην υπομονή, να αφήνει τα πράγματα να έρχονται σ’ αυτό’ να αναβάλει την κρίση, να μαθαίνει να πηγαίνει γύρω γύρω και να συλλαμβάνει κάθε μεμονωμένη περίπτωση απ’ όλες τις πλευρές. Αυτό είναι το πρώτο σχολείο για την πνευματικότητα: να μην αντιδρά κανείς αμέσως σ’ ένα ερέθισμα, αλλά να κερδίζει τον έλεγχο όλων των παρεμποδιστικών, αποκλειόντων ενστίκτων. Το να μάθει κανείς να βλέπει, όπως το εννοώ εγώ χωρίς να μιλώ φιλοσοφικά, είναι σχεδόν αυτό που λέγεται ισχυρή θέληση: το ουσιώδες χαρακτηριστικό είναι ακριβώς το να μη «θέλεις», το να είσαι ικανός να αναβάλεις την απόφαση. Κάθε μη πνευματικότητα, κάθε χυδαία ομοιότητα, εξαρτάται από την ανικανότητα αντίστασης σ’ ένα ερέθισμα: οφείλει κανείς να αντιδράσει, ακολουθεί κάθε παρόρμηση. Σε πολλές περιπτώσεις, ένας τέτοιος καταναγκασμός είναι ήδη νοσηρότητα, παρακμή, σύμπτωμα εξάντλησης – σχεδόν το καθετί που η μή φιλοσοφική χοντροκοπιά προσδιορίζει με τη λέξη «βίτσιο», είναι απλώς αυτή η φυσιολογική ανικανότητα να μην αντιδράς: Μια πρακτική εφαρμογή του να μαθαίνει κανείς να βλέπει: σαν μαθητής θα γίνει αργός, φιλύποπτος, διατακτικός. Θα αφήνει τα κάθε λογής παράξενα και καινούρια πράγματα νά ‘ρχονται σ’ αυτόν παρατηρώντας τα με εχθρική ηρεμία και τραβώντας πίσω το χέρι του.
Το νά έχει όλες τις πόρτες ορθάνοιχτες, το να στηρίζεται δουλικά σε κάποιον άλλο μπροστά σε κάθε ασήμαντο γεγονός, το νά ‘σαι πάντα έτοιμος να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση άλλων ανθρώπων ή άλλων πραγμάτων ή να βυθιστείς σ’ αυτά -μ’ άλλα λόγια, η περίφημη μοντέρνα «αντικειμενικότητα» είναι κακό γούστο, είναι κατ’ εξοχήν αναξιοπρεπής.
Να μάθει κανείς να σκέφτεται: στα σχολεία μας κανείς δεν έχει πια την παραμικρή ιδέα αυτού του πράγματος. Ακόμη και στα πανεπιστήμια, ακόμη και στους πραγματικούς γνώστες της φιλοσοφίας, η λογική ως θεωρία, ως πρακτική, ως τέχνη αρχίζει να πεθαίνει. Αρκεί ένα απλό διάβασμα των γερμανικών βιβλίων: σ’ αυτά δεν υπάρχει πια ούτε η πιο μακρινή ανάμνηση του γεγονότος ότι το σκέπτεσθαι απαιτεί μια τεχνική, ένα πρόγραμμα διδασκαλίας, μια θέληση για απόκτηση κυριότητας – ότι το σκέπτεσθαι θέλει να διδαχτεί, θέλει να διδαχτεί όπως διδάσκεται ο χορός, ένα είδος χορού. Ποιος από τους Γερμανούς γνωρίζει ακόμη εκ πείρας εκείνο το λεπτό ρίγος που στέλνουν στους μυς τα ελαφρά πόδια στα πνευματικά ζητήματα; Η δύσκαμπτη αδεξιότητα στις πνευματικές κινήσεις, το αδέξιο χέρι στη σύλληψη – αυτό είναι γερμανικό σε τέτοιο βαθμό που στο εξωτερικό το ταυτίζουν με το γερμανικό χαρακτήρα γενικά. Ο Γερμανός δεν έχει δάχτυλα για nuances (για να κάνει λεπτές διακρίσεις)..
Το ότι οι Γερμανοί μπόρεσαν να αντέξουν τους φιλοσόφους τους, και ειδικά εκείνον τον παραμορφωμένο σακάτη -των – εννοιών που υπήρξε ποτέ, τόν μεγάλο Καντ, δίνει μια καλή ιδέα για τη γερμανική επιείκεια. Ο χορός σε οποιαδήποτε μορφή δεν μπορεί να αφαιρεθεί από μια ευγενή παιδεία – το να μπορεί κανείς να χορεύει με τα πόδια, με τις έννοιες, με τις λέξεις; χρειάζεται να προσθέσω πως πρέπει να μπορεί να χορεύει και με την πέννα – δηλαδή πως πρέπει να μάθει να γράφει; Σ’ αυτό το σημείο όμως θα γίνω τελείως αινιγματικός για τους Γερμανούς αναγνώστες…
Νίτσε, Λυκόφως των ειδώλων
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου