Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022

Μυστηριώδη Ανθρώπινα Απολιθώματα

Ευρήματα που αντιτίθενται στη θεωρία της Εξέλιξης. Οι συνωμοτικές προσπάθειες αποσιώπησης στοιχείων που αποδεικνύουν ότι ο Homo Sapiens είναι πολύ πιο παλιός από ό,τι φανταζόμαστε. Απολιθώματα σε όλο τον κόσμο απορρίπτουν την θεωρία ότι ο άνθρωπος κατάγεται από την Αφρική. Σκελετοί και κρανία που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Άγνωστα είδη ανθρώπινων όντων. Ο ύποπτος δογματισμός της «ορθόδοξης» ανθρωπολογίας…

Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1850, εργάτες που εκτελούσαν εκσκαφές για την θεμελίωση μιας εκκλησίας σε ένα λόφο της Σαβόνα, μιας ιταλικής πόλης που βρίσκεται περίπου 30 μίλια δυτικά της Γένοβας, ανακάλυψαν σε βάθος τριών μέτρων έναν ανθρώπινο σκελετό. Ο Ντε Μορτιγιέ αναφέρει ότι τα οστά του σκελετού ήταν φυσικά συνδεδεμένα κι ενσωματωμένα σε πέτρωμα που αναγόταν στην Πλειόκαινο, το οποίο περιείχε και αρκετά ακόμη απολιθωμένα οστά ζώων. Αυτό σημαίνει ότι ο σκελετός ήταν ηλικίας τουλάχιστον 2 εκατομμυρίων ετών.

Ο άνθρωπος που έκανε γνωστή την υπόθεση αυτή ήταν ο Άρθουρ Ίσσελ, ο οποίος παρουσίασε το χρονικό της ανακάλυψης στα μέλη του Διεθνούς Συνεδρίου Προϊστορικής Ανθρωπολογίας και Αρχαιολογίας που έγινε στο Παρίσι το 1867. Εκεί, υποστήριξε πως ο σκελετός ήταν σαφώς σύγχρονος με το γεωλογικό στρώμα μέσα στο οποίο βρέθηκε. Επίσης, υποστήριξε ότι τα ανθρώπινα οστά είχαν θαφτεί την ίδια ακριβώς περίοδο με τα υπόλοιπα απολιθωμένα οστά ζώων που βρέθηκαν στο ίδιο επίπεδο.

Ωστόσο, η επιστημονική κοινότητα δεν είχε την δυνατότητα να μελετήσει ολόκληρο το σκελετό, αφού διασώθηκαν μόνο ελάχιστα τμήματά του εξαιτίας της ανευθυνότητας του γλύπτη Αντόνιο Μπρίλλα, που υπεξαίρεσε το μεγαλύτερο τμήμα του αμέσως μετά την ανακάλυψή του. Όπως κατέθεσε το 1871 στο Διεθνές Συνέδριο Προϊστορικής Ανθρωπολογίας και Αρχαιολογίας που έγινε στην Μπολόνια ο ιερέας Ντ. Περάντο που ήταν παρών στην ανακάλυψη του σκελετού, ο γλύπτης Αντόνιο Μπρίλλα που παρευρισκόταν στις εργασίες εκσκαφής των θεμελίων της εκκλησίας πήρε το σκελετό στο εργαστήριό του.

Τα μόνα κομμάτια που διασώθηκαν ήταν αυτά που κατάφερε να πάρει ο ιερέας, ο οποίος επίσης διαβεβαίωσε τους συνέδρους ότι τα οστά δεν ανήκαν σε κάποιο πρόσφατα θαμμένο άτομο. Σύμφωνα με την αναφορά του Ίσσελ, τα εναπομείναντα τμήματα του σκελετού που εντοπίστηκε στη Σαβόνα ήταν ένα θραύσμα του δεξιού βρεγματικού, μερικά κομμάτια του σαγονιού, ένα θραύσμα βραχιόνιου οστού, μια κλείδα, η κορυφή ενός μηριαίου οστού και μερικά κόκαλα των δαχτύλων. Ο Ίσσελ επισήμανε ότι όλα τα διασωθέντα οστά ήταν μικρότερα και λεπτότερα από αυτά ενός σύγχρονου ανθρώπου. Την ίδια γνώμη είχε και ο Ντε Μορτιγιέ, που αποφάνθηκε ότι τα οστά ανήκαν σε άτομο μικρού αναστήματος.

Παρά το ότι ο ανθρώπινος σκελετός ανακαλύφτηκε ολόκληρος, ενώ τα υπόλοιπα απολιθωμένα οστά που βρέθηκαν στο ίδιο σημείο ήταν κομματιασμένα, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη ότι ο σκελετός ήταν μεταγενέστερος. Παρ’ όλα αυτά, οι επιστήμονες που παρευρέθηκαν στα δύο διεθνή συνέδρια στα οποία συζητήθηκε το θέμα δεν κατέληξαν σε κάποιο συμπέρασμα που να μπορούσε να εξηγήσει λογικά την ύπαρξη αυτού του ευρήματος κι έτσι προτίμησαν να το αγνοήσουν.

Πολύ μεγαλύτερης σπουδαιότητας φαίνεται να είναι η υπόθεση της εύρεσης ενός απολιθωμένου ανθρώπινου οστού στην Τρίγλια της Χαλκιδικής, λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, από το διακεκριμένο Έλληνα ανθρωπολόγο δρ. Άρη Πουλιανό. Ο Άρης Πουλιανός ήταν ο άνθρωπος που εντόπισε τα απολιθώματα του Ανθρώπου των Πετραλώνων, στον οποίο αποδίδεται ηλικία 750.000 ετών και θεωρείται ως το αρχαιότερο είδος ανθρώπου που έζησε στην Ευρώπη, ενώ επίσης εντόπισε ίχνη παρουσίας κυνηγών ηλικίας 3 εκατομμυρίων ετών στην Πτολεμαΐδα.

Η ανθρώπινη απολιθωμένη κνήμη που ανακάλυψε ο Πουλιανός στην Τρίγλια της Χαλκιδικής βρέθηκε στο ανώτερο Μειόκαινο στρώμα μαζί με χιλιάδες εργαλεία από χαλαζία και πλήθος απολιθωμένων οστών ζώων. Στην κνήμη αυτή η γωνία στρέψης καθορίζει ότι ο άνθρωπος στον οποίο ανήκε περπατούσε όρθιος και το ύψος του ήταν περίπου 1,20 μέτρα. Ο Πουλιανός ονόμασε τον άνθρωπο αυτό Homo Erectus Trigliensis και προσδιόρισε την ηλικία του στα 11 εκατομμύρια χρόνια.

Για την χρονολόγηση των ευρημάτων χρησιμοποιήθηκαν δέκα από τις πλέον παραδεδεγμένες διεθνώς επιστημονικές μεθόδους, με βασικότερες αυτές της στρωματογραφίας, του παλαιομαγνητισμού και της στροφορμής των ηλεκτρονίων. Η χρονολόγηση προσδιορίστηκε αρχικά στρωματογραφικά, δηλαδή βάσει των γεωλογικών στρωμάτων και του περιεχομένου τους. Κατόπιν, τα ευρήματα υποβλήθηκαν στη μέθοδο του παλαιομαγνητισμού, η οποία στηρίζεται στη θεωρία της αναστροφής των πόλων της Γης. Τον παλαιομαγνητισμό στα στρώματα της Τρίγλιας εφάρμοσε ο καθηγητής και διευθυντής του Ινστιτούτου Γης του Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας, Άλεν Ναΐρν, ο οποίος επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα του Άρη Πουλιανού. Κατόπιν, χρησιμοποιήθηκε η πιο σύγχρονη μέθοδος της στροφορμής των ηλεκτρονίων, μια μέθοδος που έχει αναπτύξει ο διακεκριμένος Ιάπωνας πυρηνικός φυσικός Μοτόζ Ικέγια. Και αυτή η μέθοδος δικαίωσε τον Πουλιανό, όπως και οι υπόλοιπες που εφαρμόστηκαν.

Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε την τύχη των ευρημάτων αυτών και την αντιμετώπισή τους από τους οπαδούς των κατεστημένων θεωριών. Αρκεί να αναφέρουμε ότι ο Άρης Πουλιανός κάνει λόγο και για την ανακάλυψη ενός ανθρώπινου κρανίου εγκλωβισμένου μέσα σε ασβεστόλιθο, που διακρίνονταν καθαρά τα δόντια του, δίνοντάς του την ευκαιρία να παρατηρήσει ότι οι κυνόδοντες δεν ξεπερνούσαν το ύψος της υπόλοιπης οδοντοστοιχίας, γεγονός που σημαίνει ότι ο άνθρωπος της Τρίγλιας σίγουρα δεν ήταν πίθηκος. Μέσα στην δίνη της ελληνικής γραφειοκρατίας, που σκόπιμα ή μη καθυστέρησε να δώσει την ανάλογη άδεια για περαιτέρω έρευνες, το κρανίο αυτό ρίχτηκε στα μπάζα του λιμανιού των Νέων Μουδανιών!

Το Φεβρουάριο του 1866, στην επαρχεία Καλαβέρας της Καλιφόρνιας, ένας ιδιοκτήτης ορυχείου ονόματι Μάτισον ανακάλυψε ένα θραύσμα κρανίου ανθρώπινου τύπου, μέσα σε στρώμα χαλικιών 40 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, σε μια περιοχή που λεγόταν Φαλακρός Λόφος. Το γεωλογικό στρώμα μέσα στο οποίο βρέθηκε το απολίθωμα χρονολογούνταν στην Πλειόκαινο Εποχή, είχε δηλαδή ηλικία μεγαλύτερη των 2 εκατομμυρίων ετών. Το θραύσμα του κρανίου εξετάστηκε από τον γεωλόγο Τζ. Ντ. Γουίτνι, ο οποίος δήλωσε στην Ακαδημία Επιστημών της Καλιφόρνιας ότι είχε ανακαλυφτεί πράγματι σε στρώμα της Πλειόκαινου υποδιάπλασης.

Η ανακάλυψη αυτή ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, ιδιαίτερα στους θρησκευτικούς κύκλους της Αμερικής, οι οποίοι έσπευσαν να κατηγορήσουν το εύρημα ως πλαστό. Ένας κογκρεγκασιοναλιστής ιερέας μάλιστα έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι είχε μιλήσει με τους εργάτες του ορυχείου στο οποίο εντοπίστηκε το απολίθωμα κι εκείνοι του είχαν αποκαλύψει ότι είχαν τοποθετήσει οι ίδιοι το κρανίο στο ορυχείο για να ξεγελάσουν τον Γουίτνι. Όμως, ο δρ. Α. Σ. Χάντσον που μερικά χρόνια αργότερα προσπάθησε να εξιχνιάσει την υπόθεση, βεβαιώθηκε από τον πράκτορα της εταιρίας Γουέλς Φάργκο, κάποιον κύριο Σκρίμπερ που υποτίθεται ότι είχε εμπλακεί άμεσα στην απάτη προσκομίζοντας το εύρημα στον ιδιοκτήτη του ορυχείου, ότι δεν επρόκειτο για απάτη. Η σύζυγος του Μάτισον επιβεβαίωσε άλλωστε ότι ο άντρας της είχε φέρει το απολίθωμα στο σπίτι γεμάτο άμμο και το είχαν κρατήσει εκεί ένα χρόνο πριν το δείξουν στον Γουίτνι. Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία περί απάτης επικράτησε, γιατί αυτό βόλευε κάποιους.

Εκτός από τα ανθρώπινα απολιθώματα που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος υπήρχε πολύ πριν από την εποχή που δέχονται οι συμβατικές εξελικτικές θεωρίες κι ότι έζησε σε περιοχές του πλανήτη που δεν θεωρούνται αποδεκτές, υπάρχει και μια ακόμη κατηγορία ευρημάτων που μας κάνει να υποθέσουμε ότι –ανατομικά τουλάχιστον– σύγχρονοι άνθρωποι υπήρχαν πριν από εκατομμύρια χρόνια. Τα περισσότερα από τα ευρήματα αυτού του είδους εντοπίστηκαν κατά την διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτού του είδους τα απολιθώματα δεν είναι βέβαια πολλά, όμως θα πρέπει να τονίσουμε ότι εξίσου λίγα είναι και τα «συμβατικά» ευρήματα που εκτίθενται στα μουσεία.

Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1840, θραύσματα ανθρώπινων οστών ανακαλύφτηκαν μέσα σε ηφαιστιογενές στρώμα στο Λα Ντενίς της Γαλλίας. Ανάμεσά τους βρέθηκε και το μετωπιαίο οστό ενός ανθρώπινου κρανίου, το οποίο φαινόταν να ανήκε σε ανατομικά σύγχρονο άνθρωπο. Το οστό αυτό βρίσκεται σήμερα στην παλαιοντολογική συλλογή του Μ. Πίκοκ. Η υπόθεση που αφορούσε την φύση αυτού του ευρήματος ανακινήθηκε εκ νέου το 1926, όταν ο ερευνητής Κ. Ντεπερέτ έκανε στην Γαλλική Ακαδημία Επιστημών μια αναφορά σχετικά με την στρωματογραφία του Λα Ντενίς.

Στην αναφορά του αυτή υποστήριξε ότι τα οστά προέρχονταν από το ίζημα μιας λίμνης που είχε σχηματιστεί λίγο μετά το τέλος της Πλειόκαινου, εξαιτίας κάποιας ηφαιστειακής έκρηξης η οποία ήταν προπομπός της επανέναρξης της ηφαιστειακής δραστηριότητας που ξεκίνησε κατά την αρχή της Πλειστόκαινου. Σύμφωνα με τον Ντεπερέτ, το γεωλογικό στρώμα στο οποίο είχαν εντοπιστεί τα οστά είχε ηλικία 30.000 με 2.000.000 έτη. Ακόμη κι αν αποδεχτούμε την μικρότερη χρονολογία που έδωσε ο Ντεπερέτ, είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσουμε ικανοποιητικά την μορφολογία των οστών που βρέθηκαν στο Λα Ντενίς, αφού όλες οι ενδείξεις συνηγορούν υπέρ του ότι αυτά ανήκουν σε κάποιον ανατομικά σύγχρονο άνθρωπο.

Το 1888, εργάτες που πραγματοποιούσαν εκσκαφές στο Γκάλεϊ Χιλ, μια περιοχή κοντά στο Λονδίνο, ανακάλυψαν ένα ασβεστολιθικό στρώμα πάχους 10 περίπου ποδιών. Ένας από τους εργάτες, ο Τζακ Άλσοπ, πληροφόρησε τον συλλέκτη αρχαιοτήτων Ρόμπερτ Έλιοτ ότι μέσα στο ασβεστολιθικό αυτό στρώμα είχαν ανακαλύψει έναν ανθρώπινο σκελετό, σε βάθος 8 ποδιών κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και 2 περίπου ποδιών κάτω από το ανώτερο σημείο του ασβεστολιθικού στρώματος. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Έλιοτ, ο Άλσον είχε μετακινήσει το κρανίο από την θέση που το βρήκε, όμως είχε αφήσει άθικτο τον υπόλοιπο σκελετό. Ο Έλιοτ υποστήριξε ότι είχε επισκεφτεί τον τόπο της ανακάλυψης και είχε εξετάσει προσεκτικά το σκελετό, υπό την παρουσία του γιου του Ρίτσαρντ Έλιοτ και του Τζακ Άλσοπ. Μαζί με το γιο του έψαξαν εξονυχιστικά για να εντοπίσουν οποιαδήποτε ένδειξη που θα μαρτυρούσε ότι ο σκελετός είχε τοποθετηθεί εκεί πρόσφατα ή ότι κάποιος τον είχε μετακινήσει, όμως δεν διαπίστωσαν κάτι τέτοιο.

Ο Έλιοτ κατάφερε να αποκτήσει το σκελετό και λίγα χρόνια αργότερα τον παρουσίασε στον Ε. Τ. Νιούτον για να τον εξετάσει. Ένας ανεξάρτητος μάρτυρας, ο Μ. Χ. Χέις, που ήταν διευθυντής του τοπικού σχολείου και που δεν γνώριζε τον Έλιοτ, ανέφερε πως είχε δει κι αυτός τα οστά στο σημείο που βρέθηκαν. Επιβεβαίωσε επίσης τον ισχυρισμό του Έλιοτ ότι ο σκελετός δεν είχε τοποθετηθεί μεταγενέστερα στο σημείο που βρέθηκε και ανέφερε ότι όταν είχε δει το απολίθωμα ήταν μισοθαμμένο σε ένα στρώμα αργίλου.

Οι μαρτυρίες των Έλιοτ και Χέις, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στην περιοχή του Γκάλεϊ Χιλ έχουν βρεθεί πολλά λίθινα εργαλεία, πιστοποιούν την αυθεντικότητα του ευρήματος. Η εξέταση στην οποία υπέβαλε ο Νιούτον τα απολιθωμένα οστά ολοκληρώθηκε το 1895, οπότε και εξέδωσε μια σχετική αναφορά στην οποία ανέφερε πως, παρόλο που ήταν πεπεισμένος ότι η ηλικία του ευρήματος ήταν πολύ μεγάλη, ξεπερνώντας τα 100.000 έτη, η ανατομία του σκελετού ήταν ακριβώς όμοια με αυτήν ενός σύγχρονου ανθρώπου.

Ο Σ. Φλέμινγκ, που έσπευσε να μελετήσει το γεωλογικό στρώμα στο οποίο είχαν βρεθεί τα οστά, πιστοποίησε ότι η ηλικία του ξεπερνούσε τα 100.000 χρόνια. Μεταγενέστερες έρευνες που έγιναν από τον Α. Κέιθ το 1928 και τους Κ. Π. Όκλεϊ και Μ. Φ. Α. Μόνταγκιου το 1949, άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο ο σκελετός να φτάνει την ηλικία ακόμη και των 330.000 ετών, αφού το στρώμα στο οποίο εντοπίστηκε ανήκε στην Μέση Πλειστόκαινο.

Σύμφωνα με την παγιωμένη επιστημονική άποψη, πριν από 100.000 χρόνια, ανατομικά σύγχρονοι άνθρωποι (Homo Sapiens Sapiens) υπάρχει περίπτωση να ζούσαν (αν δεχτούμε ότι είχαν εμφανιστεί τότε), μόνο στην Αφρική. Στην Ευρώπη, ο άνθρωπος του Κρο Μανιόν εμφανίστηκε πριν από 30.000 χρόνια περίπου. Ωστόσο, το πρόβλημα παρέμενε. Ο σκελετός του Γκάλεϊ Χιλ ανήκε σε ανατομικά σύγχρονο άνθρωπο.

Οι έρευνες που πραγματοποίησαν το 1949 οι Όκλεϊ και Μόνταγκιου οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα απολιθωμένα οστά είχαν περιεκτικότητα σε άζωτο παρόμοια με αυτή των σύγχρονων οστών που έχουν θαφτεί στην Αγγλία. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο σκελετός ήταν απλά σύγχρονος και η παρουσία του στο ασβεστολιθικό στρώμα του Γκάλεϊ Χιλ οφειλόταν απλά σε απάτη. Όμως, οι ίδιοι επιστήμονες επισήμαναν ότι η περιεκτικότητα των οστών σε φθόριο αντιστοιχούσε με αυτή που παρουσιάζουν οστά που προέρχονται από τα μέσα ή το τέλος της Πλειστόκαινου, γεγονός που επιβεβαιώνει την αυθεντικότητά τους.

Έρευνες που πραγματοποίησαν το 1961 οι δρ. Μπάρκερ και ΜακΚλέι στο Ερευνητικό Εργαστήριο του Βρετανικού Μουσείου, υποβάλλοντας τα οστά του Γκάλεϊ Χιλ σε μέθοδο χρονολόγησης με άνθρακα 14, οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο σκελετός ήταν περίπου 3.310 ετών. Αυτό όμως το συμπέρασμα δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα αξιόπιστο, αφού ίσως το αποτέλεσμα που προέκυψε να οφείλεται στο γεγονός ότι τα οστά έμειναν εκτεθειμένα στο μουσείο επί 80 ολόκληρα χρόνια πριν εφαρμοστεί η συγκεκριμένη μέθοδος χρονολόγησης.

Την 1η Δεκεμβρίου του 1899, ο Έρνεστ Βολκ, συλλέκτης που δούλευε για λογαριασμό του Μουσείου Αμερικανικής Αρχαιολογίας και Εθνολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ανακάλυψε ένα ανθρώπινο μηριαίο οστό κοντά στην σιδηροδρομική γραμμή της λεωφόρου Χάνκοκ, στα όρια της πόλης Τρέντον του Νιου Τζέρσεϊ. Το απολίθωμα αυτό βρέθηκε σε βάθος 91 ιντσών κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, μέσα σε ένα στρώμα άμμου. Το εύρημα εξετάστηκε από δύο διάσημους αρχαιολόγους, τον Φ. Γ. Πούτναμ του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Πίμποντι του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και τον Α. Χρντλίκα του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν, που αποφάνθηκαν ότι το οστό ήταν πράγματι ανθρώπινο και σίγουρα μεγάλης παλαιότητας. Κατόπιν, ο Πούτναμ ανέφερε την ανακάλυψη στην αμερικανική Εταιρεία για την Πρόοδο της Επιστήμης.

Λίγες ημέρες μετά την πρώτη αυτή ανακάλυψη, στις 7 Δεκεμβρίου του 1899, ο Βολκ επέστρεψε στο σημείο που είχε εντοπίσει το μηριαίο οστό και περίπου 24 πόδια δυτικότερα ανακάλυψε δυο θραύσματα ανθρώπινου κρανίου. Η στρωματογραφία του εδάφους τον έκανε να συμπεράνει ότι τα νέα ευρήματά του δεν προέρχονταν από τα ανώτερα γεωλογικά στρώματα, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε και ο Α. Χρντλίκα, ο οποίος μάλιστα κατέληξε στο συμπέρασμα πως το γεωλογικό στρώμα στο οποίο είχαν βρεθεί τα θραύσματα του κρανίου ανήκε στην Πλειστόκαινο. Το παράδοξο ήταν ότι τα χαρακτηριστικά των οστών έδειχναν ότι ανήκαν σε έναν ανατομικά σύγχρονο άνθρωπο που πρέπει να είχε ζήσει αρκετές χιλιάδες χρόνια πριν. Πρόσφατες έρευνες μάλιστα, που πραγματοποιήθηκαν το 1987, οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα ευρήματα ήταν περίπου 107.000 ετών.

Το 1863, ο Μουσέ ντε Περθέ ανακάλυψε ένα ανατομικά σύγχρονο ανθρώπινο σαγόνι στο ορυχείο Μουλίν Κουιγκνόν, στο Άμπεβιλ της Γαλλίας. Το εύρημα εντοπίστηκε σε βάθος 16,5 ποδιών κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, σε γεωλογικό στρώμα που, σύμφωνα με την άποψη του γεωλόγου Γκοουλέτ, ήταν ηλικίας περίπου 330.000 ετών. Όταν οι Βρετανοί επιστήμονες πληροφορήθηκαν για την ανακάλυψη αυτή, έστειλαν μια ομάδα γεωλόγων στην περιοχή, με σκοπό να εντοπίσουν στοιχεία που θα αμφισβητούσαν την αυθεντικότητα του ευρήματος. Όταν αυτό δεν στάθηκε δυνατόν, ζήτησαν από τους Γάλλους να τους παραχωρήσουν ένα δόντι που υπήρχε στο σαγόνι, ώστε να το πάρουν στην πατρίδα τους και να το υποβάλουν σε διεξοδικές εργαστηριακές εξετάσεις.

Ύστερα από λίγο καιρό, οι Άγγλοι πίστεψαν πως είχαν βρει κάποιο στοιχείο που θα τους βοηθούσε να αποκαλύψουν την πιθανή απάτη, όμως, τελικά, το στοιχείο αυτό μάλλον επιβεβαίωσε παρά ανέτρεψε τις θεωρίες των Γάλλων συναδέλφων τους. Οι Άγγλοι είχαν παρατηρήσει ότι το δόντι περιείχε σε αναλογία 8% ζωική ουσία και αυτό τούς οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ήταν σύγχρονο. Όμως, ο σερ Άρθουρ Κέιθ παρατήρησε πως, σε οστά ζώων της Πλειστόκαινου που φυλάσσονταν σε μουσεία της Αγγλίας, η περιεκτικότητα σε ζωική ουσία ήταν της τάξης του 30%, ενώ σε οστά που είχαν ανακαλυφτεί στο Ρεντ Κραγκ και χρονολογούνταν στο τέλος της Πλειόκαινου η ανάλογη περιεκτικότητα ήταν 8%.

Μερικά χρόνια αργότερα, το 1868, ο Ευγένιος Μπέρτραντ ανέφερε στην Ανθρωπολογική Εταιρεία του Παρισιού ότι στις 18 Απριλίου του ίδιου έτους είχε ανακαλύψει μερικά θραύσματα ανθρώπινου κρανίου, μαζί με ένα μηριαίο οστό, ένα οστό κνήμης και μερικά ακόμη κόκαλα ανθρώπινου ποδιού, σε ένα λατομείο στο Κλισί της Γαλλίας. Τα οστά είχαν βρεθεί σε βάθος 5,25 μέτρων και υπολογίστηκε ότι το γεωλογικό στρώμα από το οποίο προέρχονταν ήταν ηλικίας 330.000 ετών.

Οι εργάτες που δούλευαν στο λατομείο ανέφεραν στον Γκάμπριελ ντε Μορτιγιέ, που έσπευσε να ερευνήσει την περιοχή, πως είχαν βρει και οι ίδιοι ανθρώπινα οστά καθώς και οστά θηλαστικών, τα οποία είχαν βάλει στην άκρη. Αυτό ίσως να σήμαινε ότι πιθανώς να ήταν αυτά τα οστά που είχε ανακαλύψει ο Μπέρτραντ και ότι συνεπώς προέρχονταν από διαφορετικό γεωλογικό στρώμα από αυτό που είχε αναφέρει. Όμως, η υπόθεση αυτή δεν μπορούσε να αποδειχτεί, αφού τα ευρήματα των εργατών είχαν εξαφανιστεί, ενώ ο Μπέρτραντ επέμενε ότι εκτός από τα οστά που προσκόμισε στην Ανθρωπολογική Εταιρεία του Παρισιού, είχε βρει και μια ωλένη η οποία ωστόσο έγινε σκόνη στην προσπάθειά του να την ξεθάψει, γεγονός που αποδείκνυε ότι ο σκελετός δεν είχε μετακινηθεί από την θέση στην οποία βρέθηκε.

Οι περισσότεροι από τους επιστήμονες που εξέτασαν τα οστά πείστηκαν για την αυθεντικότητά τους και αποδέχτηκαν ότι ο σκελετός στον οποίο ανήκαν τα κόκαλα ήταν τόσο αρχαίος όσο υποστήριζε ο Μπέρτραντ. Το αξεπέραστο πρόβλημα ήταν, ωστόσο, ότι τα οστά φαίνονταν να ανήκουν σε έναν ανατομικά σύγχρονο άνθρωπο και δεν έπρεπε κανονικά να έχουν την ηλικία που τους αποδιδόταν. Κάποιοι υποστήριξαν πως ίσως τα οστά να ανήκαν σε κάποιον πρώιμο Νεάντερταλ, μια μάλλον αβάσιμη θεωρία που ξεχάστηκε τόσο γρήγορα όσο και η ίδια η ανακάλυψη του Μπέρτραντ.

Το 1911, ο Τζ. Ράιντ Μουάρ ανακάλυψε έναν ανατομικά σύγχρονο ανθρώπινο σκελετό κοντά στο Ίπσουιτς της Αγγλίας και υποστήριξε ότι το εύρημα αυτό ήταν ηλικίας αρκετών χιλιάδων χρόνων. Αργότερα, εξαιτίας των πιέσεων που δέχτηκε από συναδέλφους του, αναθεώρησε την άποψή του και δέχτηκε πως ίσως ο σκελετός να ήταν σχετικά πρόσφατος. Όμως, άλλοι ερευνητές που μελέτησαν τα οστά υποστήριξαν πως ήταν αρχαιότερα.

Το γεωλογικό στρώμα στο οποίο ο Μουάρ ανέφερε ότι εντόπισε το σκελετό ήταν αναμφισβήτητα της Μέσης Πλειστόκαινου. Ο σκελετός είχε βρεθεί σε βάθος 1,38 μέτρων και η κατάσταση των οστών ήταν παρόμοια με αυτή των απολιθωμένων οστών ζώων της Πλειστόκαινου. Ανήκε σε έναν άνθρωπο ύψους 5 ποδιών και 10 ιντσών, με κρανιακή χωρητικότητα 1.430 κυβικών εκατοστών και όλα τα χαρακτηριστικά του κρανίου ήταν όμοια με αυτά του σύγχρονου ανθρώπου. Όλες οι ενδείξεις οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως η ηλικία του ευρήματος κυμαινόταν από 330.000 έως 400.000 χρόνια. Όμως και αυτό το εύρημα αγνοήθηκε, αφού ο ίδιος ο άνθρωπος που το ανακάλυψε δεν μπόρεσε να υποστηρίξει σθεναρά την παλαιότητά του, φοβούμενος ίσως να διακινδυνεύσει το επιστημονικό του κύρος.

Το 1896, εργάτες της αγγλικής εταιρείας Τσαρλς Χ. Γουόλκερ, που πραγματοποιούσαν εκσκαφές για την κατασκευή μιας αποβάθρας στον ποταμό Λα Πλάτα στο Μπουένος Άιρες, ανακάλυψαν ένα ανθρώπινο κρανίο. Για να το αποσπάσουν από το σκληρό πέτρωμα μέσα στο οποίο ήταν θαμμένο χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν σφυριά. Το επίπεδο στο οποίο εντοπίστηκε ήταν 11 μέτρα κάτω από τον πυθμένα του ποταμού.

Ο Έντουαρντ Μαρς, ο επόπτης των εκσκαφών, πληροφόρησε σχετικά με το εύρημα τον Αργεντινό παλαιοντολόγο Φλορεντίνο Αμεγκίνο. Σύμφωνα με την αναφορά του Αμεγκίνο, το κρανίο ανήκε σε έναν ανατομικά σύγχρονο άνθρωπο, που πιθανώς να αποτελούσε άμεσο πρόγονο του Homo Sapiens. Αυτό το υποθετικό είδος ανθρώπου ονομάστηκε από τον Αργεντινό παλαιοντολόγο Diprothome Platensis.

Το παράδοξο ήταν ότι ο σκελετός είχε ανακαλυφτεί σε γεωλογικό στρώμα της Πλειόκαινου, που αντιστοιχούσε σε ηλικία 5 εκατομμυρίων ετών. Μεταγενέστερες εκτιμήσεις, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι για τη συγκεκριμένη περιοχή, το γεωλογικό αυτό στρώμα αντιστοιχεί σε 1,5 ή 1 εκατομμύριο χρόνια. Ακόμη κι έτσι όμως, η αρχαιότητα του απολιθώματος θεωρείται πολύ μεγάλη για να γίνει αποδεκτό.

Λίγο πριν από το τέλος του 19ου αιώνα ο Φλορεντίνο Αμεγκίνο ανέφερε την ανακάλυψη ενός απολιθωμένου ανθρώπινου σπονδύλου στο Μόντε Χερμόσο της Αργεντινής. Το οστό είχε βρεθεί κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1880 από τον Σαντιάγκο Πόζι, υπάλληλο του Μουσείου της Λα Πλάτα, και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Αμεγκίνο προερχόταν από γεωλογικό στρώμα της Πλειόκαινου που είχε ηλικία 3 με 5 εκατομμυρίων ετών.

Αμέσως μετά την ανακάλυψή του το εύρημα ξεχάστηκε και παρέμεινε αζήτητο στη συλλογή του Μουσείου της Λα Πλάτα επί χρόνια, μέχρι που τελικά υπέπεσε στην αντίληψη του Σαντιάγκο Ροθ, ο οποίος πρότεινε να εξεταστεί διεξοδικά, αφού ήταν προφανώς ανθρώπινο.

Όμως κανείς δεν έδωσε σημασία στην προτροπή αυτή και το οστό ξεχάστηκε ξανά αρκετά ακόμη χρόνια. Όταν τελικά ο Φ. Αμεγκίνο ανακάλυψε μια σειρά λίθινων εργαλείων στο Μόντε Χερμόσο, το οστό αυτό κίνησε επιτέλους το ενδιαφέρον των επιστημόνων και οι σχετικές έρευνες οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ανήκε σε έναν ανατομικά σύγχρονο άνθρωπο. Επειδή όμως είχε βρεθεί σε στρώμα της Πλειόκαινου, η επιστημονική κοινότητα προτίμησε να το αντιμετωπίσει ως απομεινάρι ενός υποθετικού άμεσου προγόνου του Homo Sapiens.

Τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, ο Κάρλος Αμεγκίνο ανακάλυψε στην ίδια περιοχή ένα ανθρώπινο μηριαίο οστό που επίσης κατατάχτηκε στην ίδια υποθετική κατηγορία του άγνωστου προγονικού είδους. Όμως πολλοί υποστήριξαν πως τόσο αυτό όσο και το προηγούμενο εύρημα ανήκαν σε ανατομικά σύγχρονους ανθρώπους και όχι σε κάποιον υποθετικό πρόγονο που έζησε στην Αργεντινή πριν από τουλάχιστον 3 εκατομμύρια χρόνια.

Το 1913, ο καθηγητής Χανς Ρεκ, αρχαιολόγος του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, ανακάλυψε έναν ανθρώπινο σκελετό κατά τη διάρκεια ανασκαφών στο φαράγγι Ολντουβάι της Τανζανίας. Ο σκελετός εντοπίστηκε μέσα σε σκληρό πέτρωμα και χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν σφυριά και καλέμια για να αποσπαστεί. Ο σκελετός αυτός ήταν απόλυτα όμοιος με αυτόν των σύγχρονων ανθρώπων. Όμως, το πέτρωμα στο οποίο είχε εντοπιστεί ήταν ηλικίας 1 εκατομμυρίου ετών.

Στα τέλη του καλοκαιριού του 1860, ο καθηγητής Τζιουζέπε Ραγκατσόνι, γεωλόγος του Τεχνικού Ινστιτούτου της Μπρέσκια, έψαχνε για απολιθωμένα κοχύλια σε ένα στρώμα της Πλειόκαινου που βρισκόταν στους πρόποδες του λόφου του Κόλε ντε Βέντο στο Καστενοντόλο, δέκα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της ιταλικής πόλης Μπρέσκια.

Ανάμεσα στα κοχύλια ο Ραγκατσόνι ανακάλυψε το επάνω τμήμα ενός ανθρώπινου κρανιακού θόλου και μερικά οστά από θώρακα και ανθρώπινα άκρα. Όλα τα ευρήματα ήταν καλυμμένα με γαλάζιο πηλό και κοράλλια. Δύο γεωλόγοι που εξέτασαν τα οστά επιβεβαίωσαν ότι ήταν ανθρώπινα, όμως η απόλυτη ομοιότητά τους με αυτά ενός σύγχρονου ανθρώπου τους έκανε να πιστέψουν ότι προέρχονταν από κάποια σύγχρονη ταφή. Ωστόσο, ο Ραγκατσόνι είχε διαφορετική γνώμη. Τα κοράλλια και ο γαλάζιος πηλός που κάλυπταν τα οστά αποτελούσαν γι’ αυτόν απόδειξη πως τα ευρήματα ανήκαν στην Πλειόκαινο Εποχή, τότε που μια θερμή θάλασσα πάφλαζε στους πρόποδες του λόφου του Κόλε ντε Βέντο.

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ένας επιχειρηματίας, ο Κάρλο Γκερμάνι, αγόρασε την περιοχή για να εκμεταλλευτεί τον πλούσιο σε φώσφορο πηλό. Ο Ραγκατσόνι τού ζήτησε την άδεια να ψάξει για οστά και αφού την πήρε άρχισε τις σχετικές έρευνες. Πέντε χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1880, οι εργάτες του Γκερμάνι ανακάλυψαν θραύσματα ενός ανθρώπινου κρανίου κι ένα τμήμα κάτω γνάθου με δόντια. Ακολούθησε η ανακάλυψη πολλών ακόμη οστών και θραυσμάτων, μέχρι που τελικά, το Φεβρουάριο του 1880, ξεθάφτηκε ένας πλήρης ανθρώπινος σκελετός.

Ο σκελετός αυτός ήταν ελαφρά στρεβλωμένος, πιθανότατα εξαιτίας της πίεσης των γεωλογικών στρωμάτων. Όταν αποκαταστάθηκε, το κρανίο ήταν ολόιδιο με αυτό μιας σύγχρονης γυναίκας. Ο σκελετός ήταν θαμμένος σε θαλάσσια λάσπη και δεν έφερε ίχνη κίτρινης άμμου ή κόκκινης ιλύος από τα υψηλότερα στρώματα. Η πιθανότητα να είχε παρασυρθεί από το ποτάμι και να είχε αποτεθεί στο γαλάζιο θαλάσσιο πηλό αποκλείστηκε από το γεγονός ότι ο πηλός που κάλυπτε το σκελετό ήταν και ο ίδιος σε στρώματα, πράγμα που σήμαινε ότι τα οστά θάβονταν αργά στον πηλό κατά την διάρκεια μιας μεγάλης χρονικής περιόδου. Οι γεωλόγοι που εξέτασαν την απόθεση την χρονολόγησαν στα μέσα της Πλειόκαινου, δηλαδή 3,5 εκατομμύρια χρόνια πριν.

Το 1883, ο καθηγητής Τζιουζέπε Σέρτσι, ανατόμος του Πανεπιστημίου της Ρώμης, επισκέφτηκε την περιοχή και αποφάνθηκε ότι τα διάφορα οστά και τα θραύσματα από κρανία που είχαν ανακαλυφτεί αντιστοιχούσαν σε έναν άντρα, μια γυναίκα και δύο παιδιά. Το όρυγμα που είχε σκαφτεί το 1880 βρισκόταν ακόμη ανέπαφο και ο Σέρτσι μελέτησε με άνεση την στρωματογραφία του. Διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα τα οστά να είχαν εναποτεθεί εκεί από ψηλότερα στρώματα κι όσο για την ενδεχόμενη περίπτωση σύγχρονης ταφής, αυτή αποκλείστηκε από το γεγονός ότι ο γυναικείος σκελετός είχε βρεθεί αναποδογυρισμένος.

Δεν μένει, λοιπόν, παρά να παραδεχτούμε ότι ανατομικά σύγχρονοι άνθρωποι ζούσαν στην Ιταλία κατά την διάρκεια της Πλειόκαινου.

Όλα τα ευρήματα που εξετάσαμε μέχρι τώρα φαίνονται σαφώς παράδοξα. Υπάρχει, όμως, και μια σειρά ανθρώπινων κρανίων που έχουν ανακαλυφτεί στην Άικα του Περού και στην Μερίντα και στην Τσιουάουα του Μεξικού των οποίων η παραδοξότητα είναι πολύ μεγαλύτερη. Πρόκειται για κρανία που πιστοποιούν ότι κάποτε έζησαν είδη ανθρώπων πολύ διαφορετικά από αυτά που γνωρίζουμε. Τα κρανία αυτά είναι εντελώς διαφοροποιημένα, τουλάχιστον ως προς το σχήμα και την χωρητικότητα, από όλα τα κρανία ανθρώπων ή ανθρωπιδών που έχουν βρεθεί.

Παρόλο που τα στοιχεία σχετικά με αυτά τα ευρήματα είναι ελλιπή και δεν μπορεί να προσδιοριστεί με σαφήνεια η ηλικία τους, ωστόσο είναι προφανές ότι παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές με το γένος Homo, ενώ κάποια χαρακτηριστικά τους παραπέμπουν σε ορισμένες ανατομικές ομοιότητες με είδη που προηγήθηκαν του ανθρώπου του Νεάντερταλ, ενώ άλλα παραπέμπουν στην ανατομία του σύγχρονου ανθρώπου.

Όταν οι φωτογραφίες αυτών των κρανίων παρουσιάστηκαν μέσω του διαδικτύου στο ευρύ κοινό στα μέσα της δεκαετίας του 1990, πολλοί ήταν αυτοί που πίστεψαν πως ανήκαν σε άτομα αρχαίων πολιτισμών που διατηρούσαν την συνήθεια να παραμορφώνουν τεχνητά το σώμα τους. Το πρόβλημα με αυτή την θεωρία είναι ότι το εσωτερικό των τεχνητά παραμορφωμένων κρανίων διατηρεί την ίδια χωρητικότητα εγκεφάλου με αυτή ενός κοινού ανθρώπινου κρανίου (πράγμα που στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν συμβαίνει), ενώ οι αλλαγές είναι επιφανειακές και αφορούν μόνο το σχήμα του κρανίου.

Κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να εξηγήσουν την ανατομία αυτών των παράδοξων κρανίων προτείνοντας ότι οφείλεται σε παθολογικές παραμορφώσεις. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί γιατί, αν και κατά καιρούς εμφανίζονται ανώμαλοι τύποι στο σημερινό ανθρώπινο πληθυσμό, όλες αυτές οι περιπτώσεις κυμαίνονται στο πλαίσιο του ανθρώπινου είδους. Το μεγαλύτερο κρανίο που έχει ποτέ καταγραφεί στην ιατρική φιλολογία έχει κρανιακή χωρητικότητα 1980 κυβικά εκατοστά και παρ’ όλα αυτά το σχήμα του ήταν κανονικό. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε λανθάνουσα παθολογική ανάπτυξη του κρανίου έχει φρικτές συνέπειες για το επηρεαζόμενο άτομο στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης, ενώ τα κρανία αυτά ανήκουν σαφώς σε άτομα ώριμης ηλικίας. Υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές ομάδες τέτοιων κρανίων, που φέρουν τις ακόλουθες ονομασίες: προσύγχρονη, κωνοειδής, J και M.

Το προσύγχρονο κρανίο βρέθηκε στην περιοχή Παράκας του Περού και παρουσιάζει πολλά αντιφατικά χαρακτηριστικά. Το μπροστινό μέρος του φαίνεται να ανήκει σε ένα άτομο της προ-Νεάντερταλ οικογένειας, όμως η γνάθος του, αν και πιο ρωμαλέα, μοιάζει περισσότερο με αυτήν ενός σύγχρονου ανθρώπου. Επίσης, διακρίνονται μερικά δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του Νεάντερταλ, όπως το ινιακό αυλάκι στην πίσω βάση του κρανίου και η επίπεδη βάση του, ενώ άλλα χαρακτηριστικά μοιάζουν περισσότερο με αυτά του Homo Erectus.

Όμως συνολικά, το σχήμα του κρανίου δεν έχει καμία ομοιότητα με τον Homo Erectus, τον Νεάντερταλ ή τον Homo Sapiens. Παρουσιάζει δε εμφανή διόγκωση του κρανιακού θόλου προς τα πίσω και η χωρητικότητά του ξεπερνά τα 2.200 κυβικά εκατοστά, την στιγμή που η μέση χωρητικότητα ενός σύγχρονου κρανίου είναι 1.450 κυβικά εκατοστά, ενώ οι τελευταίοι Νεάντερταλ και οι πρώτοι Κρο Μανιόν είχαν χωρητικότητα κρανίου 1.600 – 1750 κυβικά εκατοστά.

Τα τρία κρανία που ανήκουν στον κωνοειδή τύπο βρέθηκαν επίσης στο Παράκας του Περού, όπως αυτό του προσύγχρονου. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι σχετίζονται απαραίτητα μεταξύ τους, αν και υπάρχει κάποια πιθανότητα το προσύγχρονο κρανίο να ανήκει σε κάποιον πρόγονο του κωνοειδούς. Όσον αφορά τα κωνοειδή κρανία, δεν υπάρχει αμφιβολία πως αντιπροσωπεύουν έναν ξεχωριστό κλάδο του γένους Homo, αν όχι ένα εντελώς διαφορετικό είδος.

Τα χαρακτηριστικά του προσώπου μοιάζουν με αυτά του είδους Homo, όμως ο κρανιακός θόλος είναι σαφώς διογκωμένος προς τα πίσω και η χωρητικότητά του κυμαίνεται από 2.200 έως 2.500 κυβικά εκατοστά. Ίσως το παράξενο αυτό σχήμα να οφείλεται σε μια βιολογική αντίδραση κάποιου είδους για να αυξηθεί η μάζα του εγκεφάλου χωρίς κίνδυνο. Φυσικά, εάν ισχύει κάτι τέτοιο και αφού δεν βλέπουμε τους αντιπροσώπους του τύπου αυτού στο σύγχρονο πληθυσμό, κάτι απέτρεψε το είδος αυτό να εξαπλωθεί.

Το κρανίο του τύπου J μορφολογικά ανήκει στο σύγχρονο τύπο κρανίων, αν και οι αναλογίες του είναι εκπληκτικές. Το κάτω μέρος του είναι σχεδόν παρόμοιο με το σύγχρονο τύπο κρανίου, όμως παρουσιάζει τρομερή διόγκωση του κρανιακού θόλου και οι κόγχες των οφθαλμών είναι 15% μεγαλύτερες. Η υπολογίσιμη κρανιακή χωρητικότητά του είναι από 2.600 έως 3.200 κυβικά εκατοστά.

Το κρανίο του τύπου Μ είναι ακόμη πιο παράξενο. Το δείγμα που έχει βρεθεί δεν είναι πλήρες, αφού λείπει το κάτω τμήμα του προσώπου. Από το κάτω μπροστινό μέρος του που έχει απομείνει είναι όμως εμφανές ότι είναι μέσα στα πλαίσια του κανονικού ανθρώπινου κρανίου. Όμως, ο κρανιακός του θόλος έχει δύο εξογκώματα στο πάνω δεξί και αριστερό μέρος που αυξάνουν τη χωρητικότητά του σε πάνω από 3.000 κυβικά εκατοστά.

Η μόνη πιθανή θεωρία που μπορεί να αιτιολογήσει την ύπαρξη των δύο τελευταίων κρανίων είναι αυτή που προτείνει μια μακρά περίοδο ενηλικίωσης, η οποία θα μπορούσε να επιτρέψει τέτοια ανάπτυξη του εγκεφάλου. Κάτι τέτοιο ασφαλώς θα σήμαινε πως η μέση διάρκεια ζωής αυτών των ειδών θα ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του κοινού ανθρώπου.

Στις παραπάνω εκπληκτικές περιπτώσεις θα πρέπει να προσθέσουμε και αυτή του παιδικού κρανίου που ανακαλύφτηκε σε μια σπηλιά σε ένα μικρό χωριό 150 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τσιουάουα στο Μεξικό. Το κρανίο αυτό βρέθηκε πλάι σε έναν ανθρώπινο σκελετό που η μορφολογία του προδίδει πως ανήκε σε μια νεαρή ινδιάνα. Ωστόσο, το παιδικό κρανίο είναι πολύ παράξενο.

Πιστεύεται ότι ανήκει σε άτομο που πέθανε σε ηλικία περίπου 5 ετών. Το πρόσωπο λείπει από το επάνω τμήμα της μύτης έως την οπή της σπονδυλικής στήλης. Όμως, το κρανίο και το μεγαλύτερο τμήμα των κογχών των οφθαλμών είναι ανέπαφα. Οι επιστήμονες που το εξέτασαν υποστηρίζουν ότι η παραμόρφωση του πίσω τμήματός του προέκυψε από δέσιμο της κεφαλής. Ένα τέτοιο δέσιμο όμως δεν επεκτείνεται ποτέ κάτω από τo ινίο, κι επιπλέον η συμπίεση των ανώτερων οστών του κρανίου προκαλεί ένα μόνιμο διαχωρισμό τους, ο οποίος αφήνει ένα ακάλυπτο σημείο στην κορυφή του κεφαλιού. Το κρανίο αυτό, όμως, έχει όλες τις ραφές του και δεν φέρει παραμορφώσεις που θα μπορούσαν να έχουν προκληθεί από την εφαρμογή παρόμοιας τεχνικής.

Η χωρητικότητά του είναι 1.600 κυβικά εκατοστά, γεγονός που σημαίνει πως κατά την ενηλικίωσή του θα έφτανε τα 1.800 κυβικά εκατοστά τουλάχιστον. Το σωζόμενο τμήμα του κρανίου ζυγίζει μόνο 13,5 ουγκιές, πράγμα που υποδηλώνει ότι τα οστά του είναι πολύ ελαφρύτερα από αυτά ενός τυπικού ανθρώπινου κρανίου. Όσον αφορά τις ραφές του, δεν είχαν κλείσει απόλυτα, γεγονός που αποκλείει την πιθανότητα παθολογικής παραμόρφωσης, αφού σε μια τέτοια περίπτωση οι ραφές θα είχαν κλείσει ήδη στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης.

Δεν είναι ακόμη γνωστό εάν τα παραπάνω κρανία ανήκουν σε μια διάκριση του γενεαλογικού δέντρου του Homo ή σε κάποιο άλλο, τελείως διαφορετικό είδος. Η τελευταία αυτή παρατήρηση ίσως να κάνει πολλούς υποστηρικτές της θεωρίας περί εξωγήινης ζωής να χαμογελούν ύποπτα. Παρ’ όλα αυτά, η ορθόδοξη ανθρωπολογία συνεχίζει να κωφεύει, ή τουλάχιστον έτσι δείχνει, και παραμένει ακλόνητα προσκολλημένη στο υπάρχον δόγμα της: τα κρανία αυτά δεν υπάρχουν γιατί πολύ απλά δεν μπορεί να υπάρχουν…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου