Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ

Ένας από τους επιφανέστερους αντι­προσώπους της λεγόμενης προσωκρατικής φιλοσοφίας. Γεννήθηκε στον Ακράγαντα γύρω στο 495 π.Χ. και πέθανε το 435. Άκμασε σε περίοδο κατά την οποία η ελληνική σκέψη, όσο κι αν επενήργησαν πάνω της εξωτερικές επιδράσεις, όπως υποστηρίζουν κάποιοι συγ­γραφείς, από την Αίγυπτο και την πιο μακρινή Ανατολή, εμφανίζει εκθαμβωτική λάμψη μέσα από την ακτινοβολία των προσω-κρατικών διανοητών. Τους απασχολούν τα μεγάλα, αιώνια, ακατάλυτα προβλήματα της γνώσης, χωρίς να τους απομακρύνουν από την πολυμερή φρο­ντίδα της πρακτικής ζωής. Θαλής, Αναξίμανδρος, Ξενο­φάνης, Παρμενίδης, Ηράκλειτος, Πυθαγόρας, Αναξαγόρας, Εμπεδοκλής και άλλοι υποδεέστεροι. Στοχαστές ταυτο­χρόνως και πολιτικοί άνδρες, κυβερνήτες και προφήτες, πνεύματα καθολικών τάσεων, πρωταθλητές της θεωρίας και της δράσης.

Ο Εμπεδοκλής, εγγονός Ολυμπιονίκη, του ομωνύμου του, γιος του Μέτωνα, πρωταγωνιστή στις πολιτικές διαμάχες του τόπου, που κατέλυσε την αριστοκρατική τυραννία, συνεχίζει και συμπληρώνει το έργο των προ­γόνων του. Όταν η μερίδα των ολιγαρχικών φάνηκε να επανακτά την ισχύ της, επιτίθεται εναντίον της, κήρυ­κας και προστάτης των δικαιωμάτων του λαού. Επανι­δρύει τη δημοκρατία. Λέγεται μάλιστα ότι του προσέφε­ραν το βασιλικό στέμμα, αλλά το απέρριψε με περιφρό­νηση. Με αυτή του τη χειρονομία θυμίζει μια ανάλογη χειρονομία του εφάμιλλου του στη φιλοσοφία Ηράκλει­του. Αλλά, όπως ο Εφέσιος φιλόσοφος, έτσι και ο Εμπε­δοκλής, δοκίμασε την αστάθεια των φρονημάτων του όχλου. Χάνει τη δημοτικότητα του, εκπατρίζεται και καταφεύγει στην Πελοπόννησο. Εκεί χάνονται τα ίχνη του. Στον Ακράγαντα δεν επέστρεψε ποτέ. Φαίνεται ότι πέθανε εκεί, στην Πελοπόννησο. Δεν διασώζεται καμία ακριβής μαρτυρία για το τέλος της ζωής του, για το οποίο κυκλοφόρησαν ποικίλες μυθικές διαδόσεις. Είπαν ότι έπεσε από το άρμα και σκοτώθηκε, ότι εξαφανίστη­κε κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου όπου είχε καλέσει τους φίλους του, μετά από τη θυσία που πρόσφερε στους θεούς, ότι αποθεώθηκε ανεβαίνοντας στον Όλυμπο, ότι κρεμάστηκε για ν' αυτοκτονήσει, ότι από γεροντική α­δυναμία γλίστρησε στη θάλασσα και πνίγηκε. Αλλά ο θρύλος που εντονότερα κυρίευσε τη φαντασία αρχαίων και νεοτέρων ήταν ότι πήδησε στον κρατήρα της Αίτ­νας, εξαϋλωμένος και καθαρμένος από τη φωτιά. Ως απόδειξη της αυτοθυσίας του εκβράστηκε από το ηφαί­στειο το υπόδημα του. Όλα επινοήσεις και παραδόσεις ευφάνταστων πανηγυριστών και στενοκέφαλων χλευα­στών της πολύτροπης πανσοφίας του Εμπεδοκλή, που γοητεύει τους ανθρώπους. Διότι εμφανιζόταν παντού και ασκούσε την περίφημη χάρη του, δραστήριος πολιτικός, τολμηρός φιλόσοφος, χρυσόστομος ρήτορας, μεγαλε­πήβολος μηχανικός, πανεπιστήμων ερευνητής, γιατρός, θεόσοφος, μουσικός, θαυματοποιός, μάγος, κύριος όλων των ειδών του λόγου, ευρετής της ρητορικής, όπως τον αποκαλεί ο Αριστοτέλης, ραψωδός, υμνωδός, όπως ο ίδιος αποκαλεί τους ποιητές, ιερέας, προφήτης.

Σύμφωνα με τις δοξασίες του περί μετενσάρκωσης, ήταν κι ο ίδιος, όπως δηλώνει, δαίμονας που έπεσε σε βαρύ αμάρτημα, ξέπεσε από τη θεϊκή φύση του και πέ­ρασε διαδοχικά από σώμα ζώου, φυτού και ανθρώπου, περιπλανώμενος στο σύμπαν, θυμίζοντας παραδόξως τον στίχο του Λαμερτίνου, «άνθρωπος, θεός ξεπεσμένος που τους ουρανούς θυμάται», προορισμένος όμως, αργά ή γρήγορα, να ξαναπάρει την αρχική του φύση, όπως κά­που ένας απ' τους ποιητές της εποχής μας μας μεταφέ­ρει τον φλογερό λογισμό του με τον στίχο: «Χαίρετε, ζω μ' εσάς θεός, άνθρωπος πια δεν είμαι!»

Αναμφίβολα, κύρια φιλοδοξία του Εμπεδοκλή δεν ήταν η αναγνώριση της φιλολογικής, θα λέγαμε, ευφυΐας του, όσο η παραδοχή από τους ανθρώπους, ως πραγματικής αποστολής του, της προφητικής και ιερατικής, της μυ­στηριακής, με μια λέξη, δράσης του, σύμφωνα με το παράδειγμα του Πυθαγόρα, του Επιμενίδη και άλλων αποστόλων πριν από αυτόν, αν ίσως δεν αποτελούν α­πλώς ρητορικά σχήματα και ποιητικούς πόθους όσα φαίνεται να παραδίδει για τον εαυτό του στα σωζόμενα αποσπάσματα των έργων του. Τονίζει ότι κατευνάζει και διεγείρει τους ανέμους, γι' αυτό και οι σύγχρονοι του τον αποκαλούσαν, προφανώς σκωπτικά, «κωλυσανέμαν» και «άλεξανέμ,αν»- ότι θεραπεύει τις αρρώστιες και τα γηρα­τειά, ότι επαναφέρει νεκρούς στη ζωή· ότι τον τιμούν όλοι σαν θεό, και κάθε φορά που μπαίνει στις πόλεις, στολισμένος με κορδέλες και άνθη, οι άνθρωποι τον πε­ριστοιχίζουν και ζητούν τη βοήθεια του, του φέρνουν ασθενείς να τους θεραπεύσει και τον παρακαλούν για προφητείες.

Φαίνεται ότι η ζωή του ήταν πολύ σεμνή και μεγα­λοπρεπής, ότι του απονέμονταν ύψιστες τιμές και κυ­κλοφορούσαν διαδόσεις για εξαίρετες πράξεις του και θαύματα. Αλλά γι* αυτόν ακριβώς τον λόγο τον κατη­γορούσαν για κομπορρημοσύνη, και τον στιγμάτισαν ως αγύρτη κάποιοι που, αδυνατώντας να κατανοήσουν τις απαράμιλλες εκδηλώσεις υψηλών και θεόπνευστων πνευ­μάτων, δεν βρίσκουν προχειρότερο όνομα να τα χαρα­κτηρίσουν από εκείνα του αγύρτη. Ανάλογα και στις μέρες μας κάποιοι πρόβαλαν την παραφροσύνη του Νί­τσε ως επιχείρημα κατά της εκπληκτικής μεγαλοφυίας του, παρά τη σοφότατη αντίρρηση Ελβετού επιστήμονα ότι η ασθένεια του Νίτσε δεν μειώνει καθόλου τη σημα­σία του έργου του, εφόσον η ασθένεια είναι μια ιατρική άποψη, εκεί που η ζωή λογαριάζεται με άλλες αξίες από εκείνες στις οποίες αναφέρεται ο γιατρός.

Το άριστο κριτήριο της αξίας του Εμπεδοκλή είναι τα έργα του, όπως τα έβλεπαν και τα εκτιμούσαν οι εφάμιλλοι του, ισάξιοι και υπέροχοι φιλόσοφοι και ποιη­τές των παλαιών και —ίσως περισσότερο— των νεότε­ρων χρόνων. Είναι τα έργα του, όπως μπορούμε να κρίνουμε και από άμεση αντίληψη από τα σωζόμενα αποσπάσματα των περίπου 350 στίχων του, αποσπά­σματα λίγα αλλά οπωσδήποτε αρκετά, σε σύγκριση με τα ελάχιστα σωζόμενα σπαράγματα των άλλων προσω­κρατικών.

Δύο είναι τα κύρια έργα του, δύο φιλοσοφικά ποιήματα, το Περίφύσεως των όντων και οι Καθαρμοί, που εκτεί­νονται και τα δύο μαζί σε πέντε χιλιάδες στίχους. Κάποια ρητορικά και ιατρικά βιβλία, που φέρονται με το όνομα του, δεν θεωρούνται γνήσια, ενώ ένας ικανός αριθμός τραγωδιών, που αποδίδονται στον Εμπεδοκλή, πιστεύε­ται ότι γράφτηκαν από τον ομώνυμο εγγονό του.

Ο Εμπεδοκλής είναι ο τρίτος και τελευταίος φιλόσοφος μετά τον Ξενοφάνη και τον Παρμενίδη, που έγραψε τη φιλοσοφία του σε στίχους. Ο λόγος του Ηράκλειτου, ως γνωστόν, παρά την πινδαρική πυκνότητα και έξαρση, είναι πεζός. Η φιλοσοφία εμφανίστηκε ευθύς εξαρχής στην Ελλάδα για να ανατρέψει τις μυθικές και μαγικές δοξασίες και συνήθειες, μέσα στις οποίες ενηλικιώθηκε ο άνθρωπος υπό το κράτος της ποίησης, η οποία ήταν, όπως την είπε ο ιστορικός, «το άνθος της ζωής και της ύπαρξης του έθνους». Η φιλοσοφία ήρθε να πολεμήσει τις ιδέες του πλήθους για τον θεό και τον κόσμο και να κλονίσει την πίστη του στους ηθικούς νόμους. Γι' αυτό, εύλογα χρησιμοποίησε στην αρχή τον πεζό λόγο. Αργό­τερα όμως μεταχειρίστηκε τον ποιητικό λόγο και η φιλοσοφία, σαν να ήθελε, επενδύοντας με την ανθηρή χάρη της ποίησης το σοβαρό της περιεχόμενο, να συγκι­νήσει ακόμα περισσότερο τις ψυχές.

Περίεργο κράμα των δύο αυτών αντιλεγόμενων αντιλήψεων της αλήθειας αποτελεί το έργο του Εμπε­δοκλή. Σε αυτό η φιλοσοφία καταπνίγει την ποίηση, έτσι ώστε ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του να αποφαί­νεται κατηγορηματικά ότι ο Εμπεδοκλής δεν έχει κανέ­να άλλο κοινό με τον Όμηρο εκτός από το μέτρο, ότι είναι σωστό να ονομάζεται μάλλον φυσιολόγος παρά ποιητής, και αλλού πάλι να τον αποκαλεί όμηριχώτατον. Ο Κ. Ο. Μίλερ στην ιστορία του της ελληνικής φιλο­λογίας, κατά την ωραία μετάφραση του Κυπριανού, χα­ρακτηρίζει το έργο εκείνου ως «φαντασιώδες και κατά το ύφος και κατά την υπόθεση». Παρόμοια, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ποίηση εκεί αρωματίζει απ' άκρου σε άκρο τη φιλοσοφία. Οι φυσικές θεωρίες του ποιητή-φιλοσόφου, που θυμίζουν τον νόμο της επιλογής και της επικράτησης των καλύτερων ειδών, συντέλε­σαν να ονομαστεί ο Εμπεδοκλής πρόδρομος του Δαρβί­νου και του Γκέτε. Η σύγκριση ιδίως με τον Γκέτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσιδιάζει πολύ περισσότερο σε κάποιον που κατόρθωσε να συνδυάσει την εξελικτική και μηχανική εξήγηση για τον κόσμο, που θα έδινε ο νηφάλιος επιστήμονας, με τη μεθυστική φαντασίωση του καλλιτέχνη.

Ο Εμπεδοκλής είναι μιμητής, λένε, του προγενέστε­ρου του Παρμενίδη, όπως ο Ρωμαίος Λουκρήτιος είναι μιμητής του Εμπεδοκλή. Φτάνει να εννοήσουμε τη μί­μηση όχι με την αστόχαστη σημασία του όρου, με την οποία συνηθίζουμε να τον μεταχειριζόμαστε, αλλά με την ακριβή της έννοια, ως απόρροια πνευματικής συγγέ­νειας. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεωρούν, σύμφωνα με κάποιους, μετριότερη τη φιλοσοφική του αξία. Αλλά νομίζουμε ότι δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητήσει κάποιος ότι ο δεύτερος του αποδίδει ιδιάζουσα προσοχή και ότι τα ίχνη του διαφαίνονται σε πολλά σημεία των διαλόγων του πρώτου, στον Τίμαιο, στο Συμπόσιο, στον λόγο της Διοτίμας, και στον Σοφιστή. Άντρες που ανή­κουν σε αντίθετες φιλοσοφικές σχολές, όπως οι Νεοπλα­τωνικοί και οι Ατομικοί, μνημονεύουν το όνομα του με πολύ μεγάλο σεβασμό. Αλλά φλογερός υμνητής του είναι ο Λουκρήτιος. Σε 17 ξέφρενους στίχους της φιλοσοφικής εποποιίας του Περί φύσεως, όπου εξαίρεται το θαύμα, κατ' αυτόν, της πλατιάς γης και της πολυάνθρωπης χώρας της Σικελίας, ο Εμπεδοκλής υμνολογείται ως το θαύμα αυτού του θαύματος, καταπληκτικός, σεπτός, πολυτίμητος, δαιμόνιος. «Αναντίρρητα», προσθέτει ο John Burnet, «ο Εμπεδοκλής ήταν γνήσιος ποιητής, περισσό­τερο ποιητής από τον Παρμενίδη. Κανείς τώρα δεν αμ­φιβάλλει για την ποιητική αξία του Λουκρήτιου· κι ο Εμπεδοκλής πανόμοιος είναι μ' εκείνον».

Ποια είναι όμως η ουσία της διδασκαλίας του Εμπε­δοκλή στα φιλοσοφικά του ποιήματα; Αυτή, περιληπτι­κότατα: Ο Ηράκλειτος διδάσκει ότι τα πάντα ρέουν. Μια μόνιμη και σταθερή ουσία, ανύπαρκτη. Ο Παρμενί­δης, αντίθετα, δεν γνωρίζει τίποτα για γένεση και φθο­ρά, κίνηση και μεταβολή. Αυτά είναι δοξασίες. Η αλή­θεια είναι μία- το Είναι, απαρασάλευτο. Ο Εμπεδοκλής, καθώς βρίσκει ότι σοφοί είναι αυτοί που σε ένα οποιοδή­ποτε μέρος του σώματος τους έχουν μέση ιδιοσυγκρα­σία, έτσι βρίσκει και την αλήθεια στη μέση οδό. Συγκε­κριμένα, γένεση και φθορά δεν υπάρχει, αλλά παράλλη­λα και καθένα από τα όντα γεννιέται, φθείρεται, μετα­βάλλεται, και γενικά οι καταστάσεις στο σύμπαν εναλ­λάσσονται αδιάκοπα. Ως προς την ποιότητα δέχεται διάφορες στοιχειώδεις ουσίες, αγέννητες, άφθαρτες, αμε­τάβλητες, «ριζώματα πάντων», όπως τις αποκαλεί. Είναι τέσσερα: πυρ, αιθέρας, νερό και γη, με τα μυθολογικά ονόματα με τα οποία τα αναφέρει. Ό,τι καλούμε γέννηση των όντων είναι η ένωση των στοιχείων, ό,τι φθορά ο χωρισμός τους. Από κάθε σώμα εκπέμπονται απορροές, που εισέρχονται στους πόρους του άλλου. Όπου υπάρχει συμμετρία απορροών και πόρων, εκεί γίνεται έλξη, όπως με τον μαγνήτη και τον σίδηρο. Αλλά ποια είναι η δύναμη που ενώνει και χωρίζει; Δύο είναι οι κινητήριες δυνάμεις: η μία, που ενώνει, η φιλότης, η στοργή, η αρμονία· η άλλη, που χωρίζει, το νείκος, η διχόνοια, το μίσος. Οι δυνάμεις αυτές παριστάνονται ως ανάμεικτα στοιχεία και προσωποποιούνται μαζί ως μυθολογικές υποστάσεις. Εξίσου ανώλεθρες, πρώτες και ισχυρές, δεν βρίσκονται πάντοτε σε ισορροπία· κάποτε η μία υπερέχει της άλλης. Η φιλότης ενοποιεί τον κόσμο· ενώ το νείκος μετατρέπει την ενότητα σε πολλαπλότητα. Το τέρμα είναι αφ' ενός η τέλεια ένωση και αφ' ετέρου ο τέλειος χωρισμός, μέχρις ότου μετατραπεί η κατάσταση με μια νέα κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η ζωή του κόσμου είναι κυκλική, σε μιαν ατελεύτητη επανάληψη. Και διαγράφεται ως εξής: Επικρατεί: 1) η παντελής ένωση· 2) η μετάβαση των στοιχείων στον χωρισμό· 3) ο παντελής χωρισμός των στοιχείων 4) η επάνοδος στην ενότητα τους. Μόνο κατά τη 2η και 4η από τις παραπάνω περιόδους είναι δυνατή ό, τι κυρίως ονομάζεται φυσική ζωή, δηλαδή η διακεκριμένη ύπαρξη σύνθετων όντων, ο σημερινός κόσμος. Την κοσμογονική αρχή από την ανάμειξη όλων των στοιχείων ο Εμπεδοκλής την ονόμασε Σφαϊρον. Σε αυτόν δεν υπάρχει κίνηση αλλά κάποια μακάρια ευδαιμονία, που απέχει ελάχιστα από την ινδική νιρβάνα, λόγω της απόλυτης ηρεμίας που επικρατεί μέσα της και της πλήρους απουσίας του νείκους, αν το νείκος, εισχωρώντας βαθμηδόν και λίγο λίγο, δεν χώριζε τα στοιχεία του Σφαίρου, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως το ήγεμονιχον πυρ των Στωικών ή ως ο νοητός χόσμος του Πλάτωνα. Ο φιλόσοφος, με λυρική έξαρση και πλήθος υψηλών νοημάτων, όπου αυτό είναι δυνατόν, ξεδιπλώνει το κοσμογονικό και κοσμολογικό του σύστημα, περιγράφει με ποιο τρόπο γεννήθηκε ο ουρανός, πώς σχηματίστηκε η γη, πώς αναπτύχθηκαν τα μετεωρολογικά φαινόμενα, ο ήλιος, η σελήνη, οι πλανήτες και οι απλανείς αστέρες, ο ήλιος υελώδες σώμα, η θάλασσα εξίδρωση της γης από τη θερμότητα του ήλιου, πώς εμφανίστηκαν τα φυτά και τα ζώα, και τα δύο είδη με ψυχή ανάλογη με εκείνη του ανθρώπου, πώς τα ζώα διαρθρώθηκαν αρμονικά α-πό κάθε είδους τερατωδών μορφωμάτων, πώς γεννήθηκαν από τη γη οι άνθρωποι, κατ' αρχάς άμορφοι όγκοι από νερό και γη, έπειτα Κένταυροι, Χίμαιρες, Ερμαφρόδιτοι, Σφίγγες, Τραγέλαφοι, μέχρις ότου ενανθρωπίστηκαν.

Το λογικό είναι ιδιότητα των στοιχείων, γι' αυτό μετέχουν όλα τα όντα («πάντα γαρ ΐσθι φρόνησιν εχειν και νοήματος αϊσαν»). Ύψιστο χάρισμα των σοφών είναι η ευτολμία («θάρσει και τότε δή σοφίτης επ άκροισι θοάσσεις»). Όργανο της νόησης είναι το αίμα. Όσο κα­νονικότερη και δικαιότερη είναι η ανάμειξη των στοι­χείων, τόσο αρτιότερη είναι η φρόνηση.

Οι θρησκευτικές δοξασίες του Εμπεδοκλή έρχονται σε αντίφαση με τις αντιλήψεις του περί φύσης. Οι προ­αιώνιοι δαίμονες, επίορκοι ή, ούτως ή άλλως, άδικοι, καταδικάζονται σε ελεεινή περιπλάνηση από σώμα σε σώμα, παίρνοντας όλων των ειδών τις θνητές μορφές, από το βασίλειο της ζωής στο βασίλειο του θανάτου. Ακόμα και ο ίδιος ο Εμπεδοκλής, «φυγάς θεόθεν και αλήτης», εκτινάχτηκε στο «ΰπόστεγον άντρον», όπως αποκαλεί την επίγεια κοιλάδα του κλαυθμού, μέχρις ό­του " φτάσει και γι' αυτόν το πλήρωμα του χρόνου και επανακάμψει στην προηγούμενη μακαριότητα. Άριστο επεισόδιο αυτής της ζοφερής αποκάλυψης αποτελεί η περιγραφή του «χρυσού αιώνα», για τον οποίο επιφυ­λάσσει τα φωτεινότερα χρώματα. Όλα ζούνε σε αυτόν ήμερα και τιθασευμένα, σε φιλική κοινωνία, ζώα, άνθρω­ποι, φυτά, και βασίλισσα τους είναι η Αφροδίτη.

Κυρίως στις ιδέες για το θείον, καθίσταται φανερό το απολύτως εξαϋλωμένο δόγμα του Ξενοφάνη περί θεού. Διάφορες γνώμες επικρατούν για τη σχέση των φιλοσο-φημάτων του Ακραγαντίνου με τα αρχαιότερα συστήμα­τα, αλλά οι περισσότεροι συμφωνούν για την ανάμειξη σε εκείνα πυθαγόρειων, ορφικών και ιδίως ελεατικών και ιωνικών στοιχείων, και σε πολλά σημεία υπολανθάνουν ως δάσκαλοι του ο Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος και ο Πυθαγόρας και ο Ξενοφάνης, όπως συμβαίνει και με τους πιο διακεκριμένους δημιουργούς. Μελετώντας συνά­γουμε ότι στις ιδέες δεν υπάρχει παρθενογένεση και πως καθετί πρωτότυπο δεν είναι παρά επιτυχημένη σύνθεση από μιμήσεις. Και η σύνθεση αυτή δεν εμποδίζει έναν από τους πιο φωτισμένους μελετητές της προσωκρατι­κής αγίας τριάδας να αποφαίνεται, σχετικά με τη φιλο­σοφία του Εμπεδοκλή, ότι συνενώνει τη βαθιά και ζοφε­ρή ποίηση του ενιαίου με την περίλαμπρη και ποικιλό­τροπη ποίηση του πολλαπλού, υποβάλλοντας την έκσταση και τη μελαγχολία ταυτόχρονα. Μεταξύ του σκότους της νύχτας και της γοργής εκθαμβωτικής αστραπής, η σκέψη του Εμπεδοκλή λάμπει σαν το φως της ημέρας. Ο θεός του Παρμενίδη είναι αποξηραμένος κορμός· ο κόσμος του Ηράκλειτου είναι μια δέσμη από άνθη που μαραίνονται γρήγορα. Το έργο του Εμπεδοκλή είναι το θαλερό βαθύρριζο φυτό.

Στις ημέρες μας ο σπουδαίος Ακραγαντίνος φιλόσο­φος έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις στα πνεύματα ορι­σμένων στοχαστών. Η δημιουργική φαντασία, κατεξο­χήν κριτική, ανέπλασε ακτινοβόλα την εικόνα του, και μέσα σε λαμπερό πλαίσιο. Τρεις διαπρεπείς ποιητές, οι δύο του προηγούμενου αιώνα, ο τρίτος πολύ πιο σύγχρο­νος, φαίνονται να συνεχίζουν για λογαριασμό του, μ' όλες τις διαφορές, τον ύμνο του Λουκρήτιου. Είναι ο Γερμα­νός Χέλντερλιν, ο Νίτσε και ο Ρομέν Ρολάν. Στον πρώ­το ενέπνευσε το δράμα «Ο θάνατος του Εμπεδοκλή». Ο ελληνολάτρης ποιητής του «Υπερίονα» κατάφερε με το δράμα του να συμβολίσει το ιδανικό του αρτιότερο και πληρέστερο- ο «Θάνατος του Εμπεδοκλή», έργο που εί­δε το φως το 1797, είναι το αριστούργημα του. Υπόθεση του ο μυθολογικός θάνατος του ήρωα, κατάλληλος, από τη φύση του, να παρέχει πλουσιότατη τροφή στη φα­ντασία. Ο Εμπεδοκλής είναι το σύμβολο της ποιητικής μεγαλοφυίας. Διωγμένος και από τον λαό και από την ολιγαρχία, κάρφος στα όμματα των φθονερών ισχυρών και των ανύποπτων στενοκέφαλων, αδυνατεί να ζήσει πια, τεμαχισμένη και ανεπαρκή, τη ζωή γύρω του. Παρα­δίδεται στη μεγαλειώδη ολοκλήρωση του θανάτου με την αποθέωση και την αθανασία.

Μετά από μερικά χρόνια, το 1871, ο Φρειδερίκος Νίτσε, στην περίοδο της νεότητας του, θαυμαστής του Χέλντερλιν, μαθητής πιο μεγαλοφυής από τον δάσκαλο του, μελετητής και θιασώτης των προσωκρατικών, δρα­ματοποιεί κι αυτός τον Εμπεδοκλή. Το δράμα του παρα­μένει απλό σχεδίασμα. Είναι το προανάκρουσμα του «Ζα­ρατούστρα». Το έργο του είναι κάπως διαφορετικό από εκείνο του προγενέστερου του ποιητή. Το γέννησε ο φα­νατικός, εκείνη την εποχή, ενθουσιασμός του για τον Βάγκνερ. Ο Ακραγαντίνος που κατείχε όλες τις τέχνες, ένα είδος Λεονάρντο Ντα Βίντσι της Αναγέννησης, είναι το καταλληλότερο πρόσωπο για να επαναφέρει στη ζωή της τέχνης τον τρισυπόστατο νου του φίλου του, ποιη­τή, μεταφυσικού, μουσικού. Ο Βάγκνερ είναι η μετεμ­ψύχωση του Εμπεδοκλή, όπως πίστευε ο Νίτσε για τον εαυτό του ότι ήταν μετενσάρκωση του Ηράκλειτου.

Έτσι, ο φιλόσοφος, λάτρης του Βάγκνερ, βρίσκει τρόπο να αναπαραστήσει στη σκηνή την Κοζίμα, την αντάξια σύζυγο του Βάγκνερ, που συνδέθηκε για πάντα με τη φήμη του, σύντροφο και του Εμπεδοκλή με το όνομα της κλασικής Αριάδνης. Παραμένει όμως και αυτή κυρίαρχη στη φαντασία τον και αργότερα, υπό το κρά­τος της αλλοφροσύνης, φανταζόμενος τον εαυτό του ως Διόνυσο, θα της απευθύνει τον ύστατο χαιρετισμό.

Πολύ πιο πρόσφατα, κατά το έτος 1918, υψωνόμενος «υπεράνω της συρράξεως», νεοτολστοϊκός πολέμιος του πολέμου, γαλήνιος, απτόητος ο Ρομέν Ρολάν θα επισφρα­γίσει με το όνομα του φιλοσόφου του Ακράγαντα την ειρηνοποιό σταυροφορία του. Αναλύει το έργο του φιλο­σόφου, ανασυνθέτει με εκείνο το φιλανθρωπικό του κή­ρυγμα. Προσβλέπει σ' αυτόν λιγότερο ως Έλληνα και πολύ περισσότερο ως βάρβαρο της Ανατολής και της Δύσης, ως ονειροπόλο Ινδό, ως μυστικοπαθή Χριστιανό, ως ρομαντικό των νεότερων χρόνων, ονομάζοντας τον Φάουστ όλων των εποχών. Ο Εμπεδοκλής είναι γι' αυ­τόν ο μέγας ομολογητής και εξάγγελος της αιώνιας ε­πιστροφής, στον κόσμο του μίσους, του νόμου της φι­λίας, της αγάπης, όλων των προσωποποιημένων ιδανι­κών θηλυκού γένους, της αρμονίας, της στοργής, της χάριτος, της Κύπριδας, βασίλισσας του Σφαίρου, φεμι-νιστής ασύγκριτος στο είδος του, γυναικολάτρης, όπως ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Δάντης, ο Αύγουστος Κοντ. Τον πανηγυρικό του στηρίζει, κατά κύριο λόγο, στην κριτική μελέτη του Ιταλού Ettore Bignone για τον Εμπεδοκλή, που εκδόθηκε στο Τορίνο το 1916.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου