Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (15.1-15.66)

Ραψωδία ο' Τηλεμάχου ἐπάνοδος


Ἡ δ᾽ εἰς εὐρύχορον Λακεδαίμονα Παλλὰς Ἀθήνη
οἴχετ᾽, Ὀδυσσῆος μεγαθύμου φαίδιμον υἱὸν
νόστου ὑπομνήσουσα καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι.
εὗρε δὲ Τηλέμαχον καὶ Νέστορος ἀγλαὸν υἱὸν
5 εὕδοντ᾽ ἐν προδόμῳ Μενελάου κυδαλίμοιο,
ἦ τοι Νεστορίδην μαλακῷ δεδμημένον ὕπνῳ·
Τηλέμαχον δ᾽ οὐχ ὕπνος ἔχε γλυκύς, ἀλλ᾽ ἐνὶ θυμῷ
νύκτα δι᾽ ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν.
ἀγχοῦ δ᾽ ἱσταμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη·
10 «Τηλέμαχ᾽, οὐκέτι καλὰ δόμων ἄπο τῆλ᾽ ἀλάλησαι,
κτήματά τε προλιπὼν ἄνδρας τ᾽ ἐν σοῖσι δόμοισιν
οὕτω ὑπερφιάλους· μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι
κτήματα δασσάμενοι, σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς.
ἀλλ᾽ ὄτρυνε τάχιστα βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον
15 πεμπέμεν, ὄφρ᾽ ἔτι οἴκοι ἀμύμονα μητέρα τέτμῃς.
ἤδη γάρ ῥα πατήρ τε κασίγνητοί τε κέλονται
Εὐρυμάχῳ γήμασθαι· ὁ γὰρ περιβάλλει ἅπαντας
μνηστῆρας δώροισι καὶ ἐξώφελλεν ἔεδνα·
μή νύ τι σεῦ ἀέκητι δόμων ἐκ κτῆμα φέρηται.
20 οἶσθα γὰρ οἷος θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι γυναικός·
κείνου βούλεται οἶκον ὀφέλλειν ὅς κεν ὀπυίῃ,
παίδων δὲ προτέρων καὶ κουριδίοιο φίλοιο
οὐκέτι μέμνηται τεθνηότος οὐδὲ μεταλλᾷ.
ἀλλὰ σύ γ᾽ ἐλθὼν αὐτὸς ἐπιτρέψειας ἕκαστα
25 δμῳάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι,
εἰς ὅ κέ τοι φήνωσι θεοὶ κυδρὴν παράκοιτιν.
ἄλλο δέ τοί τι ἔπος ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο θυμῷ.
μνηστήρων σ᾽ ἐπιτηδὲς ἀριστῆες λοχόωσιν
ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέσσης,
30 ἱέμενοι κτεῖναι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι.
ἀλλὰ τά γ᾽ οὐκ ὀΐω· πρὶν καί τινα γαῖα καθέξει
ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν.
ἀλλὰ ἑκὰς νήσων ἀπέχειν εὐεργέα νῆα,
νυκτὶ δ᾽ ὁμῶς πλείειν· πέμψει δέ τοι οὖρον ὄπισθεν
35 ἀθανάτων ὅς τίς σε φυλάσσει τε ῥύεταί τε.
αὐτὰρ ἐπὴν πρώτην ἀκτὴν Ἰθάκης ἀφίκηαι,
νῆα μὲν ἐς πόλιν ὀτρῦναι καὶ πάντας ἑταίρους,
αὐτὸς δὲ πρώτιστα συβώτην εἰσαφικέσθαι,
ὅς τοι ὑῶν ἐπίουρος, ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδεν.
40 ἔνθα δὲ νύκτ᾽ ἀέσαι· τὸν δ᾽ ὀτρῦναι πόλιν εἴσω
ἀγγελίην ἐρέοντα περίφρονι Πηνελοπείῃ,
οὕνεκά οἱ σῶς ἐσσι καὶ ἐκ Πύλου εἰλήλουθας.»
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον,
αὐτὰρ ὁ Νεστορίδην ἐξ ἡδέος ὕπνου ἔγειρε
45 λὰξ ποδὶ κινήσας, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«ἔγρεο, Νεστορίδη Πεισίστρατε, μώνυχας ἵππους
ζεῦξον ὑφ᾽ ἅρματ᾽ ἄγων, ὄφρα πρήσσωμεν ὁδοῖο.»
Τὸν δ᾽ αὖ Νεστορίδης Πεισίστρατος ἀντίον ηὔδα·
«Τηλέμαχ᾽, οὔ πως ἔστιν ἐπειγομένους περ ὁδοῖο
50 νύκτα διὰ δνοφερὴν ἐλάαν· τάχα δ᾽ ἔσσεται ἠώς.
ἀλλὰ μέν᾽ εἰς ὅ κε δῶρα φέρων ἐπιδίφρια θήῃ
ἥρως Ἀτρεΐδης, δουρικλειτὸς Μενέλαος,
καὶ μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας ἀποπέμψῃ.
τοῦ γάρ τε ξεῖνος μιμνῄσκεται ἤματα πάντα
55 ἀνδρὸς ξεινοδόκου, ὅς κεν φιλότητα παράσχῃ.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς.
ἀγχίμολον δέ σφ᾽ ἦλθε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
ἀνστὰς ἐξ εὐνῆς, Ἑλένης πάρα καλλικόμοιο.
τὸν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησεν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,
60 σπερχόμενός ῥα χιτῶνα περὶ χροῒ σιγαλόεντα
δῦνεν, καὶ μέγα φᾶρος ἐπὶ στιβαροῖς βάλετ᾽ ὤμοις
ἥρως, βῆ δὲ θύραζε, παριστάμενος δὲ προσηύδα
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο·
«Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
65 ἤδη νῦν μ᾽ ἀπόπεμπε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν·
ἤδη γάρ μοι θυμὸς ἐέλδεται οἴκαδ᾽ ἱκέσθαι.»

***
Κι εκείνη, η Αθηνά Παλλάδα, ξεκίνησε να πάει στη Λακεδαίμονα,
μια πολιτεία απλόχωρη, τον νόστο να θυμίσει στον λαμπρό του γιο
του μεγαλόψυχου Οδυσσέα, να τον προτρέψει να γυρίσει.
Και βρήκε τον Τηλέμαχο πλάι στον Πεισίστρατο, το αγλάισμα του Νέστορα,
οι δυο τους να πλαγιάζουν στον πρόδομο του φημισμένου Μενελάου.
Τον Νεστορίδη βυθισμένον μαλακά στον ύπνο του· μόνο που τον Τηλέμαχο
δεν έλεγε γλυκύς ο ύπνος να τον πάρει — μέσα στη θεία νύχτα
αγρυπνούσε ο νους του, ανήσυχος πολύ για τον πατέρα του.
Κοντά του στάθηκε, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά, και τον προσφώνησε:
10 «Τηλέμαχε, καλό δεν είναι πια να σέρνεσαι κι άλλο μακριά
απ᾽ το σπίτι, έκθετα αφήνοντας τα πλούτη στο παλάτι,
λεία στους τόσο αλαζονικούς μνηστήρες· θα τα μοιράσουν
μεταξύ τους, όλα θα σου τα φάνε, οπότε ο δρόμος σου αυτός
θ᾽ αποδειχτεί χαμένος κόπος.
Γι᾽ αυτό, όσο μπορείς πιο γρήγορα, φώναξε τον Μενέλαο με τη βαριά φωνή,
να σε κατευοδώσει· μήπως προλάβεις την καλή σου μάνα στο σπίτι ακόμη.
Γιατί πατέρας κι αδελφοί τη σπρώχνουν τώρα γαμπρό να πάρει
τον Ευρύμαχο — αυτός ξεπέρασε τους άλλους πια μνηστήρες
με τα πολλά γαμήλια δώρα που προσφέρει.
Κοίτα λοιπόν μην πάρει η μάνα σου κάτι απ᾽ το βιος σου, αφήνοντας
20 το σπίτι. Ξέρεις τι φρόνημα κρύβει στα στήθη της κάθε γυναίκα·
θέλει το σπιτικό εκείνου να πλουτίσει, όποιος την παντρευτεί.
Όσο για τα παιδιά από τον πρώτο γάμο ή τον δικό της πρώην σύζυγο,
τίποτε δεν θυμάται πια, κι όταν αυτός πεθάνει, μήτε τον βάζει ο νους της.
Αλλά κι εσύ, πίσω γυρίζοντας, το καθετί να εμπιστευτείς
σε μια σου δούλα, όποια σου φαίνεται πως είναι η πιο πιστή,
ωσότου κάποτε σου φανερώσουν οι θεοί το αρχοντικό σου ταίρι,
να κοιμηθείς μαζί του.
Και κάτι άλλο έχω να σου πω, βάλ᾽ το καλά στον νου σου:
οι πιο περήφανοι μνηστήρες φρόντισαν να σου στήσουνε καρτέρι,
σ᾽ εκείνο το στενό που αφήνουν μεταξύ τους
η Ιθάκη και τ᾽ απόκρημνα βράχια της Σάμης, γιατί γυρεύουν
30 πώς θα σε σκοτώσουν, προτού πατήσεις της πατρίδας σου το χώμα.
Δεν το νομίζω όμως πως θα γίνει· κάποιους πρωτύτερα θα φάει η γη,
όσους μνηστήρες τρώνε κι αφανίζουν τα αγαθά σου.
Ωστόσο κοίταξε να το κρατήσεις από τα νησιά μακριά
το καλοκαμωμένο σου καράβι, αρμένιζε ακόμη και τη νύχτα —
ένας θεός αγέρι πρίμο πίσω σου θα στείλει, φύλακας και σωτήρας σου.
Αλλά όταν πια θα αράξεις στο πρώτο της Ιθάκης ακρογιάλι,
τότε παράγγειλε πλοίο και σύντροφοι, όλοι να μπουν στην πόλη,
μόνο εσύ τράβα και πήγαινε αμέσως στου χοιροβοσκού,
σ᾽ αυτόν που νοιάζεται τους χοίρους σου και θέλει το καλό σου.
40 Εκεί τη νύχτα σου να την περάσεις, κι εκείνου να του πεις
να κατεβεί στην πόλη, να φέρει μήνυμά σου στη συλλογισμένη Πηνελόπη,
σώος πως είσαι κι έφτασες καλά από την Πύλο.»
Τόσο του μίλησε η θεά, και μίσεψε ψηλά στον Όλυμπο.
Τότε ο Τηλέμαχος, του Νεστορίδη κόβοντας τον νήδυμο ύπνο,
τον κλότσησε με το ποδάρι, λέγοντας:
«Ξύπνα σου λέω, γιε του Νέστορα, ζέψε, Πεισίστρατε, στο αμάξι
τα μονόνυχα άλογα, να πάρουμε τώρα τον δρόμο μας.»
Αλλά κι ο γιος του Νέστορα, αντιμιλώντας ο Πεισίστρατος του λέει:
«Τηλέμαχε, δεν βλέπω πώς, όσο κι αν είναι βιαστικός
ο δρόμος μας, θα ταξιδέψουμε μέσα στη μαύρη νύχτα —
50 ακόμη λίγο και θα φέξει.
Κάνε λοιπόν υπομονή, ώσπου να φέρει και τα δώρα του, στην άμαξα
να τα φορτώσει ο ήρωας Ατρείδης, ο ξακουστός ακοντιστής Μενέλαος,
με λόγια φιλικά να μας μιλήσει, να μας κατευοδώσει.
Γιατί ο κάθε ξένος πάντα θυμάται και ποτέ του δεν ξεχνά
τον ξενιστή που τον εφίλεψε με τόση αγάπη.»
Έτσι μιλώντας, πρόβαλε σε λίγο χρυσόθρονη στον ουρανό η Αυγή.
Οπότε κίνησε να ᾽ρθει σιμά τους ο βαρύφωνος Μενέλαος,
αφήνοντας την κλίνη όπου κοιμόταν πλάι στην καλλίκομη Ελένη.
Τον πήρε αμέσως είδηση του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος,
60 που με σπουδή φορούσε κιόλας τον λαμπρό χιτώνα
γύρω στο κορμί του, κι έριξε το φαρδύ του ρούχο
πάνω στους στιβαρούς του ώμους.
Έτσι ο γενναίος Τηλέμαχος προχώρησε στην πόρτα, βγαίνοντας στάθηκε
κοντά του, ο αγαπημένος γιος του θεϊκού Οδυσσέα, κι αμέσως τον προσφώνησε:
«Ατρείδη, του Διός ανάθρεμμα, Μενέλαε, στυλοβάτη του λαού σου·
είναι καιρός να με ξεπροβοδίσεις, να πατήσω
τα πατρικά μου χώματα, γιατί το θέλει κι η ψυχή μου να γυρίσω σπίτι μου.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου