«Μπορώ να γίνω και εγώ άραγε κάποτε ένα αστέρι; Να φωτίζω την άβυσσο, διακρίνοντας την ελπίδα σε καιρούς χαλεπούς και μυρίζοντας τα πιο ευωδιαστά λουλούδια σε αχανείς ερήμους;» αναρωτιόταν συχνά.
Κάπου κάπου ορισμένοι περαστικοί κοντοστέκονταν δίπλα του. Κουνούσαν περιπαιχτικά το κεφάλι τους.
«Παράτα το όσο είναι καιρός κακομοίρη μου» τον συμβούλευαν και έπειτα τραβούσαν τον δρόμο του γυρισμού.
Τι να τους καρτερούσε στο δικό τους σπίτι; Σε τι μπορούν τελικά να προσμένουν όσοι απαξίωσαν την προοπτική του θαύματος;
Οι αποδοκιμασίες των πολλών ενίοτε λιγοψυχούσαν το αγόρι. Επιζητούσε διακαώς ένα σινιάλο από τον ουρανό, που θα του έδειχνε ότι βρισκόταν στο σωστό μονοπάτι. Και όσο το σινιάλο δεν ερχόταν, τόσο θέριευαν οι αγωνίες του.
Ωστόσο δεν το έβαζε κάτω. Και έτσι επέστρεφε πάντα στο ίδιο σημείο.
Τα χρόνια πέρασαν. Μια νύχτα το φεγγάρι παρατηρούσε το παιδί, που πια είχε εξελιχθεί σε έναν όμορφο άντρα, κοντά στα τριάντα.
«Για δες πείσμα», σχολίασε γελώντας στον βασιλιά των αστεριών.
«Δεν μου κάνει εντύπωση. Επέστρεφαν ανέκαθεν εδώ όσοι κολυμπούν αντίθετα από το ρεύμα των συμβάσεων» απάντησε αυτός, με τη σοφία των αιώνων που κουβαλούσε στην πλάτη του.
«Μήπως να τον βοηθήσουμε λιγάκι;» πρότεινε το φεγγάρι, κλείνοντας παιχνιδιάρικα το μάτι στους συντρόφους της νύχτας.
Κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους με νόημα. Ήξεραν πως η ώρα είχε πια φτάσει. Ευθύς αμέσως δημιούργησαν μια σκάλα από χρυσόσκονη και στη συνέχεια την έστησαν ακριβώς μπροστά από τον άντρα.
«Θα καταφέρει να τη διακρίνει;» αγωνιούσαν κάποια αστέρια μα ο βασιλιάς τους καθησύχασε, γνωρίζοντας καλά πως μονάχα οι επιθυμίες που υπερβαίνουν τους νόμους του ρεαλισμού συναντούν την εκπλήρωσή τους.
Πράγματι, ο άντρας είδε τη σκάλα. Άγγιξε με τα δύο του χέρια τη χρυσόσκονή της και μεμιάς κατάλαβε πως εκείνη δεν έχει φτιαχτεί από το στέρεο υλικό της ασφάλειας αλλά από την αθάνατη μαγεία της ασίγαστης έμπνευσης. Χαμογέλασε.
«Μπορείς» θα ορκιζόταν πως άκουγε τώρα ολόκληρο το ουράνιο στερέωμα να του τραγουδά, σφυρίζοντας του έναν σκοπό που καθοδηγούσε από παιδί ακόμη μυστικά την ύπαρξή του.
«Μπορώ» φώναξε και ο ίδιος δυνατά και ύστερα πάτησε το πρώτο σκαλί.
Το παρθενικό βήμα έφερε το επόμενο, ώσπου κάποτε βρέθηκε στον ουρανό, γητευτής της αβύσσου και μαέστρος του θριάμβου.
Τα αστέρια τον υποδέχτηκαν, χαρίζοντάς του τον πιο ξέφρενο χορό τους.
«Είσαι πια ένας από εμάς» του ανακοίνωσε ο βασιλιάς συγκινημένος.
«Ο παλιός μύθος λέει πως όταν τα αστέρια πέφτουν οι ευχές πραγματοποιούνται, όμως σε διαβεβαιώνω ότι δεν πρόκειται για τίποτα περισσότερο από μια διαστρέβλωση της αλήθειας. Στην πραγματικότητα είναι οι φευγάτοι εκείνοι που λούζονται τη χάρη μας, όσοι σηκώνουν τα όνειρα τους στο ύψος μας και έπειτα πετούν για να τα ανταμώσουν» εξήγησε στον άντρα.
«Ορισμένες νύχτες φοβόσουν πώς δεν σε ακούμε. Θα μοιραστώ μαζί σου ένα μυστικό: πάντα ακούμε. Απλώς απαντάμε στους λίγους, στους αμετανόητους ποιητές της χαράς και στους επίμονους εξερευνητές της αλήθειας. Απαντάμε σε εκείνους που συνεχίζουν παρά τις ματαιώσεις, σε αυτούς που προχωρούν μπροστά ακόμη και όταν το πλήθος τους φράζει τον δρόμο. Το σύμπαν έχει αυτιά για όσους δεν έχασαν την καρδιά, να το θυμάσαι» πήρε τον λόγο το φεγγάρι.
Και κάπως έτσι ο άντρας έγινε αστέρι. Από εκεί ψηλά κάπου κάπου αφουγκράζεται ακόμη τους ψιθύρους των πολλών.
«Δε λάμπει και τόσο απόψε».
«Ποιος ξέρει τι μέσο βρήκε και διορίστηκε μαέστρος στον ουρανό».
«Την τύχη του μονάχα να αποκτούσα».
Γιατί στον κόσμο υπάρχουν εκείνοι που πράττουν και οι άλλοι που κρίνουν. Όσοι κρίνουν πιθανόν να είναι πιο πολλοί όμως συγκαταλέγονται σίγουρα και στους πλέον αδύναμους. Τόσο φθονούν τη χρυσόσκονη που λαχταρούν να τη μεταμορφώσουν σε στάχτη, νοθεύοντας τη χαρά με δηλητήριο. Αλλά η αλήθεια είναι μια: καμιά σχέση δεν φαντάζει ευτυχής για όσους κλείδωσαν στα υπόγεια την αγάπη και κανένα όνειρο δεν αξιολογείται ως εκλεκτό για αυτούς που πρόδωσαν τον προορισμό τους.
Και αν τα αστέρια εξακολουθούν να φέγγουν είναι χάρη σε όσα παιδιά εμφανίζονται τις νύχτες στο ίδιο σημείο από το οποίο κάποτε ξεκίνησε το αγόρι της ιστορίας μας. Τα λένε παράξενα στη γειτονιά τους. Μα ο άντρας από ψηλά τους φωνάζει «μπορείς» με κάθε ικμάδα της δύναμής του, ελπίζοντας βαθιά μέσα του πως εκείνα θα τον ακούσουν.
Και πράγματι, οι πιο ονειροπόλοι βρίσκουν τον δρόμο της επιστροφής, όπως συνηθίζουν να κάνουν αιώνες τώρα οι ευγενείς και οι γενναίοι, που εξυμνούν την ομορφιά και σώζουν την ελπίδα.
«Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει» μεμψιμοιρούν οι άλλοι, που τα παρατούν. Αλλά ο άντρας καλά το ξέρει. Ο κόσμος θα αλλάξει ακριβώς μόλις μάθουμε στα παιδιά να κοιτούν τα αστέρια, όταν γίνουμε χρυσόσκονη στη σκάλα τους και κραυγή ενθάρρυνσης στα αυτιά τους.
Δεν χρειαζόμαστε άλλωστε περισσότερους κυνικούς που ισοπεδώνουν το όνειρο, υπάκουους που προστίθενται ως κρίκοι στην αλυσίδα της συλλογικής σκλαβιάς, υλιστές που μετρούν την αξία τους σε χρήματα και ακίνητα.
Διψάμε μόνο για ψυχές που φλέγονται από τα ιδανικά τους, ελεύθερες καρδιές που συναντούν τις επιθυμίες τους και ανατρεπτικά μυαλά που επενδύουν στην καλλιέργειά τους.
Και τα αστέρια πάντα θα υλοποιούν τις ευχές όσων δεν χάνουν τον δρόμο τους για τον ουρανό, αυτών που κοντράρονται με την άβυσσο των εφιαλτικότερων φόβων τους, κατακτώντας με το ανάστημά τους το άπειρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου