Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 1.131.1–1.134.4

(ΘΟΥΚ 1.126.1–1.134.4: Οι προφάσεις για την έναρξη του πολέμου και το τέλος του Παυσανία) 

Επιστροφή του Παυσανία στην Σπάρτη – Το τέλος του

[1.131.1] Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι αἰσθόμενοι τό τε πρῶτον δι’ αὐτὰ
ταῦτα ἀνεκάλεσαν αὐτόν, καὶ ἐπειδὴ τῇ Ἑρμιονίδι νηὶ τὸ
δεύτερον ἐκπλεύσας οὐ κελευσάντων αὐτῶν τοιαῦτα ἐφαίνετο
ποιῶν, καὶ ἐκ τοῦ Βυζαντίου βίᾳ ὑπ’ Ἀθηναίων ἐκπολιορκη-
θεὶς ἐς μὲν τὴν Σπάρτην οὐκ ἐπανεχώρει, ἐς δὲ Κολωνὰς
τὰς Τρῳάδας ἱδρυθεὶς πράσσων τε ἐσηγγέλλετο αὐτοῖς ἐς
τοὺς βαρβάρους καὶ οὐκ ἐπ’ ἀγαθῷ τὴν μονὴν ποιούμενος,
οὕτω δὴ οὐκέτι ἐπέσχον, ἀλλὰ πέμψαντες κήρυκα οἱ ἔφοροι
καὶ σκυτάλην εἶπον τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι, εἰ δὲ μή,
πόλεμον αὐτῷ Σπαρτιάτας προαγορεύειν. [1.131.2] ὁ δὲ βουλόμενος
ὡς ἥκιστα ὕποπτος εἶναι καὶ πιστεύων χρήμασι διαλύσειν
τὴν διαβολὴν ἀνεχώρει τὸ δεύτερον ἐς Σπάρτην. καὶ ἐς
μὲν τὴν εἱρκτὴν ἐσπίπτει τὸ πρῶτον ὑπὸ τῶν ἐφόρων (ἔξεστι
δὲ τοῖς ἐφόροις τὸν βασιλέα δρᾶσαι τοῦτο), ἔπειτα δια-
πραξάμενος ὕστερον ἐξῆλθε καὶ καθίστησιν ἑαυτὸν ἐς κρίσιν
τοῖς βουλομένοις περὶ αὐτῶν ἐλέγχειν. [1.132.1] καὶ φανερὸν μὲν
εἶχον οὐδὲν οἱ Σπαρτιᾶται σημεῖον, οὔτε οἱ ἐχθροὶ οὔτε ἡ
πᾶσα πόλις, ὅτῳ ἂν πιστεύσαντες βεβαίως ἐτιμωροῦντο
ἄνδρα γένους τε τοῦ βασιλείου ὄντα καὶ ἐν τῷ παρόντι τιμὴν
ἔχοντα (Πλείσταρχον γὰρ τὸν Λεωνίδου ὄντα βασιλέα καὶ
νέον ἔτι ἀνεψιὸς ὢν ἐπετρόπευεν), [1.132.2] ὑποψίας δὲ πολλὰς παρεῖχε
τῇ τε παρανομίᾳ καὶ ζηλώσει τῶν βαρβάρων μὴ ἴσος βού-
λεσθαι εἶναι τοῖς παροῦσι, τά τε ἄλλα αὐτοῦ ἀνεσκόπουν,
εἴ τί που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων, καὶ ὅτι
ἐπὶ τὸν τρίποδά ποτε τὸν ἐν Δελφοῖς, ὃν ἀνέθεσαν οἱ
Ἕλληνες ἀπὸ τῶν Μήδων ἀκροθίνιον, ἠξίωσεν ἐπιγράψασθαι
αὐτὸς ἰδίᾳ τὸ ἐλεγεῖον τόδε·
Ἑλλήνων ἀρχηγὸς ἐπεὶ στρατὸν ὤλεσε Μήδων,
Παυσανίας Φοίβῳ μνῆμ’ ἀνέθηκε τόδε.
[1.132.3] τὸ μὲν οὖν ἐλεγεῖον οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐξεκόλαψαν εὐθὺς τότε
ἀπὸ τοῦ τρίποδος τοῦτο καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις
ὅσαι ξυγκαθελοῦσαι τὸν βάρβαρον ἔστησαν τὸ ἀνάθημα·
τοῦ μέντοι Παυσανίου ἀδίκημα καὶ τότ’ ἐδόκει εἶναι, καὶ
ἐπεί γε δὴ ἐν τούτῳ καθειστήκει, πολλῷ μᾶλλον παρόμοιον
πραχθῆναι ἐφαίνετο τῇ παρούσῃ διανοίᾳ. [1.132.4] ἐπυνθάνοντο δὲ
καὶ ἐς τοὺς Εἵλωτας πράσσειν τι αὐτόν, καὶ ἦν δὲ οὕτως·
ἐλευθέρωσίν τε γὰρ ὑπισχνεῖτο αὐτοῖς καὶ πολιτείαν, ἢν
ξυνεπαναστῶσι καὶ τὸ πᾶν ξυγκατεργάσωνται. [1.132.5] ἀλλ’ οὐδ’
ὣς οὐδὲ τῶν Εἱλώτων μηνυταῖς τισὶ πιστεύσαντες ἠξίωσαν
νεώτερόν τι ποιεῖν ἐς αὐτόν, χρώμενοι τῷ τρόπῳ ᾧπερ
εἰώθασιν ἐς σφᾶς αὐτούς, μὴ ταχεῖς εἶναι περὶ ἀνδρὸς
Σπαρτιάτου ἄνευ ἀναμφισβητήτων τεκμηρίων βουλεῦσαί τι
ἀνήκεστον, πρίν γε δὴ αὐτοῖς, ὡς λέγεται, ὁ μέλλων τὰς
τελευταίας βασιλεῖ ἐπιστολὰς πρὸς Ἀρτάβαζον κομιεῖν, ἀνὴρ
Ἀργίλιος, παιδικά ποτε ὢν αὐτοῦ καὶ πιστότατος ἐκείνῳ,
μηνυτὴς γίγνεται, δείσας κατὰ ἐνθύμησίν τινα ὅτι οὐδείς πω
τῶν πρὸ ἑαυτοῦ ἀγγέλων πάλιν ἀφίκετο, καὶ παρασημηνά-
μενος σφραγῖδα, ἵνα, ἢν ψευσθῇ τῆς δόξης ἢ καὶ ἐκεῖνός τι
μεταγράψαι αἰτήσῃ, μὴ ἐπιγνῷ, λύει τὰς ἐπιστολάς, ἐν αἷς
ὑπονοήσας τι τοιοῦτον προσεπεστάλθαι καὶ αὑτὸν ηὗρεν
ἐγγεγραμμένον κτείνειν. [1.133.1] τότε δὴ οἱ ἔφοροι δείξαντος αὐτοῦ
τὰ γράμματα μᾶλλον μὲν ἐπίστευσαν, αὐτήκοοι δὲ βουλη-
θέντες ἔτι γενέσθαι αὐτοῦ Παυσανίου τι λέγοντος, ἀπὸ
παρασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ Ταίναρον ἱκέτου οἰχομένου
καὶ σκηνησαμένου διπλῆν διαφράγματι καλύβην, ἐς ἣν τῶν
[τε] ἐφόρων ἐντός τινας ἔκρυψε, καὶ Παυσανίου ὡς αὐτὸν
ἐλθόντος καὶ ἐρωτῶντος τὴν πρόφασιν τῆς ἱκετείας ᾔσθοντο
πάντα σαφῶς, αἰτιωμένου τοῦ ἀνθρώπου τά τε περὶ αὐτοῦ
γραφέντα καὶ τἆλλ’ ἀποφαίνοντος καθ’ ἕκαστον, ὡς οὐδὲν
πώποτε αὐτὸν ἐν ταῖς πρὸς βασιλέα διακονίαις παραβάλοιτο,
προτιμηθείη δ’ ἐν ἴσῳ τοῖς πολλοῖς τῶν διακόνων ἀποθανεῖν,
κἀκείνου αὐτά τε ταῦτα ξυνομολογοῦντος καὶ περὶ τοῦ
παρόντος οὐκ ἐῶντος ὀργίζεσθαι, ἀλλὰ πίστιν ἐκ τοῦ ἱεροῦ
διδόντος τῆς ἀναστάσεως καὶ ἀξιοῦντος ὡς τάχιστα πορεύεσθαι
καὶ μὴ τὰ πρασσόμενα διακωλύειν. [1.134.1] ἀκούσαντες δὲ ἀκριβῶς
τότε μὲν ἀπῆλθον οἱ ἔφοροι, βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ
πόλει τὴν ξύλληψιν ἐποιοῦντο. λέγεται δ’ αὐτὸν μέλλοντα
ξυλληφθήσεσθαι ἐν τῇ ὁδῷ, ἑνὸς μὲν τῶν ἐφόρων τὸ πρόσ-
ωπον προσιόντος ὡς εἶδε, γνῶναι ἐφ’ ᾧ ἐχώρει, ἄλλου δὲ
νεύματι ἀφανεῖ χρησαμένου καὶ δηλώσαντος εὐνοίᾳ πρὸς τὸ
ἱερὸν τῆς Χαλκιοίκου χωρῆσαι δρόμῳ καὶ προκαταφυγεῖν·
ἦν δ’ ἐγγὺς τὸ τέμενος. καὶ ἐς οἴκημα οὐ μέγα ὃ ἦν τοῦ
ἱεροῦ ἐσελθών, ἵνα μὴ ὑπαίθριος ταλαιπωροίη, ἡσύχαζεν.
[1.134.2] οἱ δὲ τὸ παραυτίκα μὲν ὑστέρησαν τῇ διώξει, μετὰ δὲ τοῦτο
τοῦ τε οἰκήματος τὸν ὄροφον ἀφεῖλον καὶ τὰς θύρας ἔνδον
ὄντα τηρήσαντες αὐτὸν καὶ ἀπολαβόντες ἔσω ἀπῳκοδόμησαν,
προσκαθεζόμενοί τε ἐξεπολιόρκησαν λιμῷ. [1.134.3] καὶ μέλλοντος
αὐτοῦ ἀποψύχειν ὥσπερ εἶχεν ἐν τῷ οἰκήματι, αἰσθόμενοι
ἐξάγουσιν ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἔτι ἔμπνουν ὄντα, καὶ ἐξαχθεὶς
ἀπέθανε παραχρῆμα. [1.134.4] καὶ αὐτὸν ἐμέλλησαν μὲν ἐς τὸν
Καιάδαν [οὗπερ τοὺς κακούργους] ἐσβάλλειν· ἔπειτα ἔδοξε
πλησίον που κατορύξαι. ὁ δὲ θεὸς ὁ ἐν Δελφοῖς τόν τε
τάφον ὕστερον ἔχρησε τοῖς Λακεδαιμονίοις μετενεγκεῖν
οὗπερ ἀπέθανε (καὶ νῦν κεῖται ἐν τῷ προτεμενίσματι, ὃ
γραφῇ στῆλαι δηλοῦσι) καὶ ὡς ἄγος αὐτοῖς ὂν τὸ πεπραγ-
μένον δύο σώματα ἀνθ’ ἑνὸς τῇ Χαλκιοίκῳ ἀποδοῦναι. οἱ
δὲ ποιησάμενοι χαλκοῦς ἀνδριάντας δύο ὡς ἀντὶ Παυσανίου
ἀνέθεσαν.

***
[1.131.1] Όταν τα κατάλαβαν αυτά οι Λακεδαιμόνιοι, τον κάλεσαν πίσω, και την πρώτη φορά γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους, κι όταν τη δεύτερη φορά ξεκίνησε με το Ερμειονικό καράβι χωρίς τη διαταγή τους ήτανε φανερό πως κάνει κάτι τέτοιο, κι όταν αναγκάστηκε από την πολιορκία των Αθηναίων να βγει από το Βυζάντιο, δεν εγύρισε πίσω στη Σπάρτη, αλλά εγκαταστάθηκε στις Κολωνές της Τρωάδας κ' έφταναν ειδήσεις πως συνεννοείται με βαρβάρους και δε μένει εκεί για καλό, τότε πια δεν κρατήθηκαν οι έφοροι, αλλά έστειλαν κήρυκα μ' επίσημη έγγραφη διαταγή με σκυτάλη και τον πρόσταζαν ν' ακολουθήσει κατά πόδι τον κήρυκα ειδ' αλλιώς οι Σπαρτιάτες τον προειδοποιούν πως θα του κάνουν πόλεμο. [1.131.2] Αυτός λοιπόν επειδή δεν ήθελε για κανένα λόγο να τους κάνει να υποψιαστούν, και πιστεύοντας πως μπορούσε με χρήματα να εξουδετερώσει τις κατηγόριες ενάντιά του, ξεκίνησε για δεύτερη φορά γυρίζοντας στη Σπάρτη. Και πρώτα φυλακίστηκε από τους εφόρους, (γιατί έχουν οι έφοροι το δικαίωμα να φυλακίζουν και το βασιλιά ακόμα), έπειτα όμως με διάφορα διαβήματα τα κατάφερε να βγει από τη φυλακή κ' έθεσε τον εαυτό του στην κρίση οποιανού ήθελε να εξακριβώσει τα όσα έκανε.

[1.132.1] Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν κανένα καθαρό τεκμήριο, ούτε όσοι τον μισούσαν, ούτε η πολιτεία γενικά, όπου μπορούσαν να στηριχτούν και να τιμωρήσουν έναν άντρα από βασιλικό γένος, και που είχε τη στιγμή εκείνη μεγάλο αξίωμα (γιατί ήταν επίτροπος του Πλειστάρχου, του γιου του Λεωνίδα, που ήταν ακόμη ανήλικος και τον είχε ξάδερφο). [1.132.2] Αλλά τους γεννούσε πολλές υποψίες επειδή είχε φύγει παράνομα, και μιμούνταν τους τρόπους των βαρβάρων, και δεν καταδεχόταν να είναι ίσος με τους άλλους· κι αναθυμούνταν και τ' άλλα του τα φερσίματα, πως ο τρόπος της ζωής του ήταν διαφορετικός από τα καθιερωμένα συνήθια, και πως στον τρίποδα που είχαν αναθέσει οι Έλληνες στους Δελφούς από τα πιο ωραία και πολύτιμα λάφυρα των Μήδων το είχε πάρει απάνω του να επιγράψει από δική του πρωτοβουλία το ακόλουθο επίγραμμα:

Ο αρχηγός των Ελλήνων Παυσανίας, που κατάστρεψε
των Μήδων το στρατό, στο Φοίβο αφιερώνει τούτο–δω.

[1.132.3] Το επίγραμμα το έσβησαν αμέσως τότε οι Λακεδαιμόνιοι από τον τρίποδα, κ' έγραψαν μια–μια με τ' όνομά τους τις πολιτείες που είχανε μαζί καταλύσει την εξουσία των βαρβάρων, κι αφιέρωσαν το μνημείο. Η πράξη του Παυσανία τούς είχε φανεί και τότε αδίκημα, και τώρα που είχε φτάσει σ' εκείνη τη θέση, έμοιαζε περισσότερο σα να είχε γίνει ταιριαστά με τις τωρινές του διαθέσεις. [1.132.4] Πληροφορήθηκαν ακόμα και μιαν άλλη του ενέργεια, σχετικά με τους είλωτες, την εξής: τους είχε δηλαδή τάξει να τους ελευτερώσει και να τους κάνει ισότιμους πολίτες αν επαναστατήσουνε μαζί του και συνεργαστούνε σ' όλη την υπόθεση. [1.132.5] Όμως ούτε κ' έτσι ακόμα, και μη θέλοντας να πιστέψουν μερικούς είλωτες, που είχαν γυρίσει μάρτυρες κατηγορίας, δεν το θεώρησαν σωστό να του επιβάλουνε βίαιη ποινή, ακολουθώντας τον τρόπο που συνειθίζουν να φέρνονται προς τους δικούς τους, να μην αποφασίζουν τίποτα άπρεπο για πολίτη της Σπάρτης χωρίς αναμφισβήτητη απόδειξη, ως τη στιγμή, που, καθώς λένε, έγινε μηνυτής του εκείνος που επρόκειτο να μεταφέρει τα τελευταία του γράμματα για το βασιλιά των Περσών προς τον Αρτάβαζο, κάποιος Αργίλιος, που ήταν κάποτε ερωμένος του Παυσανία και πολύ πιστός του φίλος, που φοβήθηκε γιατί έξαφνα του ήρθε στο νου πως κανείς, από τους προτήτερους ταχυδρόμους δεν είχε ξαναγυρίσει· και φτιάνοντας άλλη σφραγίδα, έτσι ώστε, αν είχε κάνει λάθος στην ιδέα του, ή αν εκείνος ζητούσε ν' αλλάξει κάτι στη γραφή του, να μην το καταλάβει, ανοίγει τα γράμματα όπου είχε υποψιαστεί πως δίνονταν κάποια πρόσθετη παραγγελία γι' αυτόν, και βρίσκει γραμμένο πως έπρεπε να τον σκοτώσουν κι αυτόν τον ίδιο. [1.133.1] Τότε, όταν αυτός τους έδειξε τα γράμματα, πίστεψαν οι έφοροι περισσότερο, θέλοντας όμως ν' ακούσουνε με τ' αυτιά τους τον Παυσανία να λέει κάτι ενοχοποιητικό, κατέστρωσαν σχέδιο με τον Αργίλιο και πήγε αυτός στο Ταίναρο σαν ικέτης κ' έστησε μια καλύβα με διπλό χώρισμα, όπου έκρυψε μερικούς από τους εφόρους· κι όταν πήγε ο Παυσανίας και τον ερώτησε γιατί έγινε ικέτης, τότε τα έμαθαν όλα καθαρά, γιατί ο άνθρωπος παραπονέθηκε για όσα είχε γράψει γι' αυτόν, και φανέρωσε πολλές άλλες λεπτομέρειες, λέγοντας πως δεν τον ξεχώρισε καθόλου για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει σχετικά με το βασιλιά, αλλά τον είχε βάλει σε ίση μοίρα με τους άλλους υποταχτικούς του, να πεθάνει· και κείνος τα ομολογούσε όλα μαζί του και τον παρακαλούσε να μη θυμώσει γι' αυτό αλλά να κοιτάξει τη δουλειά του, και του 'δινε εγγυήσεις πως δε θα πάθει τίποτα αν σηκωθεί από το ιερό, και τον εβίαζε να ξεκινήσει μιαν ώρα αρχήτερα και να μη γίνει εμπόδιο στις ενέργειές του.

[1.134.1] Αφού τ' άκουσαν οι έφοροι καταλεπτώς, έφυγαν μεν εκείνη τη στιγμή, ξέροντας όμως τα πράματα σίγουρα, πήγαιναν να τον πιάσουν μέσα στην πολιτεία. Λένε λοιπόν πως όταν ήτανε να τον συλλάβουνε στο δρόμο, καθώς είδε το πρόσωπο ενός εφόρου που τον πλησίαζε, κατάλαβε γιατί ερχόταν, κ' ένας άλλος του 'κανε κρυφό νόημα και του φανέρωσε το σκοπό από συμπάθεια, έτρεξε στο ιερό άλσος της Χαλκιοίκου και κατέφυγε μέσα· γιατί ήταν κοντά το τέμενος, και μπαίνοντας σ' ένα μικρό χτήριο που ανήκε στο ιερό, για να μην κακοπαθαίνει στο ύπαιθρο, κάθησε χωρίς να κάνει άλλο. [1.134.2] Κι αυτοί στην αρχή καθυστέρησαν την καταδίωξη, αργότερα όμως έβγαλαν τη στέγη του χτηρίου και ενώ αυτός ήταν μέσα φρουρώντας τις θύρες, τις έβγαλαν και τις έχτισαν απ' έξω και περιμένοντας απ' έξω, τον κατέβαλαν από την πείνα, πολιορκώντας τον. [1.134.3] Κι όταν ήταν πια να ξεψυχήσει εκεί που βρισκόταν, το κατάλαβαν και τον έβγαλαν από το ιερό, ενώ είχε ακόμα πνοή· και μόλις τον έβγαλαν πέθανε αμέσως. [1.134.4] Και δίστασαν να τον ρίξουνε στον Καιάδα, οπού πετούν τους κακούργους, αλλ' αποφάσισαν να σκάψουν λάκκο εκεί κοντά. Ο Δελφικός θεός όμως έβγαλε χρησμό να μεταφέρουν τον τάφο του στον τόπο που πέθανε (και σήμερα ακόμα κείτεται στην είσοδο του ιερού άλσους, κ' ένα μνημείο το φανερώνει με την επιγραφή του). Και σαν να μην ήταν άγος αυτό που έπραξαν πρόσταζε ο θεός ν' ανταποδώσουνε στη Χαλκίοικο δυο σώματα αντί για το ένα το δικό του. Αλλά οι Λακεδαιμόνιοι έφτιασαν δυο χάλκινα αγάλματα, που τ' αφιέρωσαν σα δυο ανθρώπους γι' αντάλλαγμα του Παυσανία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου