Ο Αριστοτέλης και η μεσαιωνική αστρική πύλη
Μια φορά κι έναν καιρό στη Δύση, στην Ισπανία για να ακριβολογούμε, ήρθε στο φως μια συλλογή εγγράφων που βρίσκονταν στο σκοτάδι για πάνω από χίλια χρόνια, και τα αποτελέσματα της ανακάλυψης ήταν στ’ αλήθεια επαναστατικά.
Τα βιβλία του Αριστοτέλη ήταν η μεσαιωνική αστρική πύλη των χριστιανών. Για τους Ευρωπαίους του Μέσου Μεσαίωνα, η εντυπωσιακή επανεμφάνιση των χαμένων έργων του Έλληνα φιλοσόφου υπήρξε ένα γεγονός τόσο μοναδικό και με τόσο τεράστιο αντίκτυπο, ώστε να είναι ή θαυμαστό ή διαβολικό, ανάλογα με τη σκοπιά του καθενός. Η γνώση που περιεχόταν σ’ αυτά τα χειρόγραφα ήταν ταυτόχρονα «σκληρή» και «μαλακή» και εκπληκτικά κατανοητή. Οι περίπου τρεις χιλιάδες σελίδες υλικού, που κάλυπταν ολόκληρο το φάσμα της μάθησης, από βιολογία και φυσική μέχρι λογική, ψυχολογία, ηθική και πολιτική επιστήμη, φάνταζαν πραγματικά σαν κληροδότημα ενός ανώτερου πολιτισμού.
Ή μήπως θα έπρεπε να πω δυο πολιτισμών; Γιατί τα βιβλία του Αριστοτέλη δεν ανακαλύφθηκαν γραμμένα στα ελληνικά, ούτε φυλαγμένα σε πήλινα αγγεία, αλλά γραμμένα στα αραβικά και στεγασμένα στις βιβλιοθήκες μεγάλων πανεπιστημίων στη Βαγδάτη, στο Κάιρο, στο Τολέδο και στην Κόρδοβα. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την κατάρρευση της τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη, τα έργα του Αριστοτέλη και άλλων Ελλήνων επιστημόνων έγιναν πνευματική ιδιοκτησία του πλούσιου και φωτισμένου αραβικού πολιτισμού, που κυριαρχούσε στη μεγάλη Νότια Ημισέληνο, εκτεινόμενη από την Περσία μέχρι την Ισπανία. Συνεπώς, όταν οι Δυτικοευρωπαίοι μετέφρασαν αυτά τα έργα στα λατινικά, με τη βοήθεια μουσουλμάνων και Εβραίων λογιών, μετέφρασαν επίσης τα έργα των κορυφαίων ισλαμιστών και εβραίων ερμηνευτών, φιλοσόφων παγκόσμιας εμβέλειας, όπως ο Αβικέννας, ο Αβερρόης και ο Μώυσής Μαϊμονίδης. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Σαν να έβρισκε κάποιος φυλαγμένα σε ένα αρχαίο αγγείο όχι μόνο τα έργα ενός αρχαίου Αϊνστάιν, αλλά και ερμηνείες, εφαρμογές και εκσυγχρονισμό του υλικού από τον ίδιο τον Αϊνστάιν και άλλους σύγχρονους φυσικούς. Λόγω αυτών των σχολιασμών, το έργο του Αριστοτέλη εμφανίστηκε με άμεσα χρησιμοποιήσιμη -και εξαιρετικά αμφιλεγόμενη- μορφή. Για τους μεσαιωνικούς χριστιανούς, η ανάγνωση αυτών των βιβλίων για πρώτη φορά ήταν σαν να έβρισκαν μια συνταγή για διαπλανητικά ταξίδια ή μια θεραπεία για το AIDS, γραμμένες σε κάποιον αρχαίο πάπυρο. Ήταν το είδος της γνώσης που μπορούσε να ανατρέψει την υπάρχουσα κοσμοθεωρία, να προκαλέσει επανάσταση στην επιστήμη και να παράσχει στους αναγνώστες νέα πρότυπα ανθρώπινης οργάνωσης.
Γι' αυτό το λόγο, η επανεμφάνιση των αριστοτελικών ιδεών στην Ευρώπη είχε μια μεταμορφωτική επίδραση εντελώς διαφορετική από οποιαδήποτε μεταγενέστερη ανακάλυψη. Δεν προκάλεσε τις εκτεταμένες αλλαγές που έλαβαν χώρα στην ευρωπαϊκή κοινωνία του Ύστερου Μεσαίωνα: την αύξηση της παραγωγής τροφίμων και του εμπορίου, την εξέλιξη των πόλεων, την εξάπλωση της μάθησης και την ανάπτυξη των λαϊκών θρησκευτικών κινήσεων. Η χρησιμότητα των μεθόδων και των εννοιών του Αριστοτέλη εξαρτιόταν από την επίτευξη ενός ορισμένου επιπέδου τεχνικής και οικονομικής προόδου, από την ανάπτυξη μιας ορισμένης πολιτισμικής ορμής εκ μέρους της κοινωνίας-αποδέκτη. Δεδομένης αυτής της ορμής, ωστόσο, οι ανακαλύψεις ήταν καταιγιστικές, επιταχύνοντας το βήμα και βαθαίνοντας την ποιότητα της επιστημονικής και φιλοσοφικής έρευνας. Στη λατινική Δύση, το ανακτημένο έργο του Αριστοτέλη ήταν το κλειδί για τις περαιτέρω εξελίξεις, που θα μετέτρεπαν την Ευρώπη από μια απομακρυσμένη, επαρχιακή περιοχή σε επίκεντρο ενός επεκτατικού παγκόσμιου πολιτισμού.
Φανταστείτε! Πάνω από τέσσερις αιώνες πριν κηρύξουν την επιστημονική επανάσταση ο Φράνσις Μπέικον και ο Καρτέσιος, μια αναγνωρίσιμα σύγχρονη προοπτική -ορθολογιστική, προσγειωμένη, ανθρωπιστική και εμπειρική- πυροδότησε πολιτιστικό πόλεμο απ’ άκρη σ’ άκρη της Δυτικής Ευρώπης, αμφισβητώντας παραδοσιακές θρησκευτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις στον πυρήνα τους. Ο αγώνας ανάμεσα στην πίστη και τη λογική δεν άρχισε, όπως τόσο συχνά υποθέτουν, με την αμφισβήτηση της γεωκεντρικής κοσμολογίας από τον Κοπέρνικο ή με την καταδίκη του Γαλιλαίου από την Ιερά Εξέταση, αλλά με τη διαμάχη πάνω στις ιδέες του Αριστοτέλη κατά τη διάρκεια του 12ου και του 13ου αιώνα. Εδώ και δεκαετίες, οι ειδικοί της μεσαιωνικής ιστορίας έχουν κατανοήσει ότι η αφύπνιση της Δύσης άρχισε κατά τη διάρκεια της «μεσαιωνικής αναγέννησης». Πολλοί πιστεύουν ότι η σύγκρουση μεταξύ των χριστιανών για το αν θα έπρεπε να αποδεχτούν ή να απορρίψουν την αριστοτελική επιστήμη σημαδεύει μια κρίσιμη καμπή -ίσως ΤΗΝ Κρίσιμη καμπή-στην ιστορία της δυτικής διανόησης. Αλλά αυτή η κατανόηση δεν έχει αποτελέσει μέρος της γενικά παραδεκτής πολιτισμικής μας «ιστορίας». Αντίθετα, συνεχίζουμε να λέμε την ιστορία του νεωτερισμού σαν να ξεκίνησε με την Αναγέννηση του 16ου αιώνα και με επιστήμονες όπως ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος και ο Ισαάκ Νεύτων.
Γιατί; Ένας λόγος αφορά το μύθο της πολιτισμικής αυθεντικότητας, την ιδέα -κοινή σε πολλούς πολιτισμούς- ότι ένας συγκεκριμένος πολιτισμός αναπτύχθηκε αφ’ εαυτού του, από πρωτότυπες πηγές, αντί να είναι προϊόν δανεισμού ή επιβολής από ξένους. Ο πολιτισμός «μας» είναι αυθεντικά γηγενής, υποστηρίζουν οι φανατικοί κάθε έθνους, ενώ ο «δικός τους» είναι απλώς παραγωγό ή μίμηση. Για όσους αγωνιούν να εδραιώσουν την ανωτερότητα του δυτικού πολιτισμού έναντι όλων των άλλων παραδόσεων, η ιστορία της πρώτης πνευματικής επανάστασης της Ευρώπης είναι κάτι που τους φέρνει σε δύσκολη θέση. Ο πρώτος μεταδότης αυτών των προηγμένων ιδεών ήταν όχι μόνο ένας μη ευρωπαϊκός πολιτισμός, αλλά και ένας πολιτισμός που οι χριστιανοί, εδώ και πολύ καιρό, θεωρούσαν νέμεσή τους: η Μουσουλμανική Αυτοκρατορία, που κατείχε τους Αγίους Τόπους, κυριαρχούσε στις θαλάσσιες οδούς της Μεσογείου και προκαλούσε την Ευρώπη στρατιωτικά επί χίλια σχεδόν χρόνια. Και, ακόμα χειρότερο, όπως ανακάλυψαν οι Σταυροφόροι, αυτός ο «άπιστος» πολιτισμός ήταν σαφώς πιο προηγμένος σε σημαντικούς τομείς απ’ ότι ο πολιτισμός της λατινικής Δύσης. Οι Άραβες και οι Εβραίοι όχι μόνο είχαν αποκτήσει τη φιλοσοφία και τη φυσική επιστήμη του Αριστοτέλη, αλλά είχαν επίσης αφομοιώσει τα μαθηματικά του Ευκλείδη, την αστρονομία και την οπτική του Πτολεμαίου, τις αρχές της μηχανικής του Αρχιμήδη, την ιατρική επιστήμη του Ιπποκράτη και του Γαληνού και άλλους επιστημονικούς θησαυρούς. Πέρα από το ότι είχαν μεταφράσει αυτά τα έργα, τα είχαν ερμηνεύσει, εφαρμόσει και βελτιώσει και είχαν προσθέσει και νέες, δικές τους επιστήμες, όπως η χημεία, η άλγεβρα και η ιστορία. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι Άραβες θεωρούσαν τους Σταυροφόρους βάρβαρους επιδρομείς ή που οι Ευρωπαίοι έβλεπαν τον ισλαμικό κόσμο με αυτό τον παράξενο συνδυασμό φόβου και θαυμασμού, μίσους και ζήλιας, που οι φτωχότεροι, λιγότερο «πολιτισμένοι» λαοί αισθάνονται συχνά για όσους είναι πιο πλούσιοι και εκλεπτυσμένοι απ’ ότι οι ίδιοι.
Για τους σοβινιστές μπορεί να είναι άβολο το να θυμηθούν ότι η Ευρώπη εξαρτιόταν από μουσουλμάνους και εβραίους λόγιους για την ανάκτηση της κλασικής της κληρονομιάς. Όμως, για πολλούς νεωτεριστές, μία ακόμα πηγή έντονης αμηχανίας είναι ο ηγετικός ρόλος που διαδραμάτισε σ’ αυτό το έργο της ανακάλυψης ο πιο μεσαιωνικός από τους θεσμούς, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Σήμερα έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε ότι η επιστήμη και η ορθόδοξη θρησκεία βρίσκονται εγγενώς και μονίμως σε σύγκρουση. Μία από τις αγαπημένες μας ιστορίες είναι «Ο Γαλιλαίος έναντι της Ιεράς Εξέτασης» – ένα ηθικοπλαστικό έργο στο οποίο ο θαρραλέος, δημιουργικός άνθρωπος της λογικής έρχεται αντιμέτωπος με τους δογματικούς, ρασοφόρους διώκτες του. Ωστόσο, τα πανεπιστήμια του Μεσαίωνα που βρίσκονταν υπό την αιγίδα της Εκκλησίας ήταν κατηγορηματικά αντίθετα σ’ αυτού του είδους τον αδαή σκοταδισμό. Όπως αναγνώριζε και ο ίδιος ο Γαλιλαίος, οι ανήσυχες «εξαριστοτελισμένες» σχολές των τεχνών και της θεολογίας ήταν τα φυτώρια της επιστημονικής σκέψης. Το εκπληκτικό είναι (τουλάχιστον για όσους έχουν εκπαιδευτεί να πιστεύουν ότι η εποχή της πίστης ήταν μια εποχή σκότους) ότι η αποφασιστική σύγκρουση μεταξύ ορθολογιστικού και παραδοσιοκρατικού στοχασμού δε διεξήχθη μεταξύ της μεσαιωνικής Εκκλησίας και των αντιπάλων της. Έλαβε χώρα στους κόλπους της Εκκλησίας, όπου οι δυνάμεις που υποστήριζαν τη νέα αριστοτελική παιδεία έδιναν μάχη μ’ εκείνους που ήταν αντίθετοι σ’ αυτή.
Αυτή η μάχη είναι το θέμα τούτου του βιβλίου. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η έκβασή της καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της δυτικής διανόησης. Στην εποχή του Μεσαίωνα, φυσικά, το βασικό θέμα της διαμάχης δεν ήταν «επιστήμη» έναντι «θρησκείας». Αυτό που τώρα αποκαλούμε επιστήμη αποτελούσε μέρος μιας ολοκληρωμένης κοσμοθεωρίας, η οποία περιλάμβανε τη λογική, την ηθική, τη μεταφυσική, την αισθητική, ακόμα και τη θεολογία – και όλοι οι εμπλεκόμενοι στη σύγκρουση ήταν πιστοί χριστιανοί. Η αντιδικία είχε, στην πραγματικότητα, να κάνει με το κατά πόσον οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι θα αφοσιώνονταν στην αναζήτηση για λογική κατανόηση και στο πώς θα μπορούσαν να το κάνουν χωρίς να χάσουν τη θρησκευτική και πολιτισμική τους ταυτότητα. Μπορούσαν οι χριστιανοί στοχαστές, εμπνευσμένοι από τον Αριστοτέλη, να κατανοήσουν το φυσικό σύμπαν, συμπεριλαμβανομένης και της σφαίρας των ανθρώπινων κινήτρων και σχέσεων; Μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις ίδιες τεχνικές σκέψης για να εξηγήσουν τη σχέση της κτίσης με το Θεό; Σε πολλούς παραδοσιοκράτες, αυτό το έργο φάνταζε αφενός επικίνδυνο και αφετέρου φιλόδοξο. Ο Αριστοτέλης ήταν ειδωλολάτρης και ορισμένες από τις ιδέες του βρίσκονταν σε δυσαρμονία με τα καθιερωμένα χριστιανικά δόγματα. Το πιο σημαντικό ήταν ότι η αριστοτελική στάση, με τον απτόητο θαυμασμό της για τον υλικό κόσμο, την αντιπάθειά της για τις υπερφυσικές εξηγήσεις και την αισιοδοξία της σχετικά με την ανθρώπινη φύση, ερχόταν σε αντίθεση με αιώνες μεταφυσικών, ασκητικών χριστιανικών αξιών και πρακτικών.
Μπορούσαν οι χριστιανοί στοχαστές να ακολουθούν τη διδασκαλία του Έλληνα σοφού, που αποκαλούσαν «Φιλόσοφο», και ταυτόχρονα να ακολουθούν και τον Ιησού Χριστό; Για έναν αιώνα σχεδόν, η απάντηση παρέμενε αμφίβολη. Λόγω της απειλής που συνιστούσαν για τους καθιερωμένους τρόπους σκέψης, τα βιβλία του Αριστοτέλη περί «φυσικής φιλοσοφίας» θεωρήθηκαν αρχικά πολύ επικίνδυνα για να διδαχτούν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Στις αρχές του 13ου αιώνα απαγορεύτηκαν και μερικοί από τους πιο παθιασμένους υποστηρικτές τους κάηκαν σαν αιρετικοί. Το 1277, η Εκκλησία καταδίκασε πολλές αριστοτελικές ιδέες που διδάσκονταν στα σχολεία, συμπεριλαμβανομένων και κάποιων προτάσεων που είχαν υιοθετηθεί από τη μεγαλύτερη ιδιοφυία του αιώνα, τον Θωμά Ακινάτη. Τελικά, όμως, οι ηγέτες της Εκκλησίας επέτρεψαν στη χριστιανική σκέψη να μεταμορφωθεί από τη νέα κοσμοθεωρία. Με τις μη αναστρέψιμες κοινωνικές αλλαγές που αναδιαμόρφωναν την ευρωπαϊκή κοινωνία, συνειδητοποίησαν ότι η Εκκλησία θα έπρεπε να προσαρμοστεί στα νέα ρεύματα, αν ήθελε να διατηρήσει τη θέση της ως πνευματικής και ηθικής ηγεσίας. Έτσι, διορατικοί πάπες και επίσκοποι έκαναν το μοιραίο βήμα που οι ισλαμιστές ηγέτες είχαν απορρίψει. Παντρεύοντας τη χριστιανική θεολογία με την αριστοτελική επιστήμη, παρέδωσαν τη Δύση σε μια ηθική ορθολογιστικής έρευνας, η οποία θα προκαλούσε μια σειρά «επιστημονικών επαναστάσεων», καθώς και απρόβλεπτες αναταραχές στην κοινωνική και θρησκευτική σκέψη.
Συνεπώς, οι πρώτοι φυσικοί επιστήμονες της Ευρώπης ήταν σχολαστικοί θεολόγοι και οι πιο καινοτόμοι κοινωνικοί στοχαστές της ήταν καθηγητές των τεχνών στα καινούρια καθολικά πανεπιστήμια. Επί τέσσερις αιώνες, οι Ευρωπαίοι φοιτητές -μια ελίτ προορισμένη για ηγετικές θέσεις στην Εκκλησία, την κυβέρνηση, την ιατρική και τα νομικά- ήταν αφοσιωμένοι σε ένα πρόγραμμα σπουδών που συνδύαζε τη λογική του Αριστοτέλη και τη φυσική φιλοσοφία με τη χριστιανική παιδεία. Η επιστημονική δραστηριότητα (συμπεριλαμβανομένης και της αναλυτικής επεξεργασίας της ηθικής και της πολιτικής) είχε νομιμοποιηθεί μέσω της σύνδεσής της με τη θρησκεία, και η θεολογία -η χρήση της λογικής σε ερωτήματα πίστης- θεωρούνταν η «βασίλισσα των επιστημών». Η αριστοτελική κίνηση είχε ισχυροποιηθεί… όμως ο γάμος της πίστης με τη λογική δεν ήταν ποτέ εύκολος. Ακόμα και πριν ολοκληρώσει ο Θωμάς Ακινάτης το σπουδαίο συνθετικό έργο του Summa Theologica, οι συντηρητικοί το επέκριναν ο>ς υπερβολικά ελληνικό και οι ριζοσπαστικοί ως υπερβολικά χριστιανικό. Το 14ο αιώνα, ο λαμπρός φραγκισκανός σχολαστικός λόγιος Γουλιέλμος του Όκαμ επέμενε ότι ο Ακινάτης είχε σφάλει προσπαθώντας να διατυπώσει μια «φυσική θεολογία» και ότι θα ήταν καλύτερα τόσο για την επιστήμη όσο και για τη θρησκεία αν χώριζαν. Μέχρι να προκαλέσει κλυδωνισμούς στην Ευρώπη μια νέα επιστημονική επανάσταση την εποχή του Γαλιλαίου, οι διαδικασίες του διαζυγίου είχαν πάρει για τα καλά το δρόμο τους. Οι περισσότεροι από τους «νέους ανθρώπους» του Που αιώνα δεν αναγνώριζαν τον Αριστοτέλη ως έμπνευση, αλλά ως εχθρό.
Υπήρχαν αρκετοί λόγοι γι αυτό, κι ένας, σίγουρα, είναι ο ξεπεσμός του σχολαστικισμού. Τα πανεπιστήμια, που κάποτε ήταν η πηγή της δημιουργικής σκέψης, του πνευματικού οργασμού και των ελεύθερων συζητήσεων, τώρα συνδύαζαν τη στεγνή ορθοδοξία σε ζητήματα δόγματος με μια ανόητη θεολογική λεπτολογία. Όπως παρατήρησε ο μεγάλος καθολικός ανθρωπιστής Έρασμος, οι «επιστημονικοί» θεολόγοι των σχολών αφοσιώνονταν τώρα σε ερωτήματα του τύπου: «Θα επιτρέπεται να τρώμε και να πίνουμε μετά την ανάσταση των νεκρών;» («Παίρνουμε τις κατάλληλες προφυλάξεις κατά της πείνας και της δίψας, όσο υπάρχει ακόμα καιρός», σχολίαζε ψυχρά.) Με την Εκκλησία σε άμυνα έναντι της προτεσταντικής εξέγερσης και την αύξηση της κοσμικής εξουσίας, οι οπαδοί του Αριστοτέλη είχαν γίνει αντιδραστικοί συντηρητικοί, υπερασπιζόμενοι δουλικά κάθε συμπέρασμα του δασκάλου τους, ακόμα και μπροστά σε καινούριες αποδείξεις για το αντίθετο. Έτσι, όταν το τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου αποκάλυψε ότι το φεγγάρι ήταν «βλογιοκομμένο» και ότι ο πλανήτης Αφροδίτη είχε χάση και φέξη όπως η Σελήνη, πολλοί λόγιοι διακήρυτταν ότι κάτι πρέπει να μην πήγαινε καλά με τους φακούς του, αφού ο Φιλόσοφος είχε υποστηρίξει ότι τα ουράνια σώματα ήταν τέλεια και αμετάβλητα και ότι η Γη, όχι ο Ήλιος, βρισκόταν στο κέντρο του Σύμπαντος. Όπως παρατηρούσε ο Γαλιλαίος, ο ίδιος ο Αριστοτέλης, με το μεγάλο σεβασμό του προς τις αποδείξεις, δε θα είχε καταλήξει ποτέ σε ένα τέτοιο συμπέρασμα.
Άλλοι στοχαστές της μεταμεσαιωνικής Αναγέννησης δεν ήταν τόσο ευγενικοί όσο ο Γαλιλαίος με το μεγάλο πνευματικό τους πρόγονο. Αφού ο Κοπέρνικος και οι διάδοχοί του έθεσαν τη Γη σε κίνηση και εξάλειψαν τις περισσότερες διακρίσεις μεταξύ των νόμων που διέπουν τη γήινη και την ουράνια συμπεριφορά, οι ιδέες του Αριστοτέλη απεικονίζονταν συχνά ως βλακώδεις προκαταλήψεις – ένα απομεινάρι του σκοτεινού, μεσαιωνικού παρελθόντος. Αλλά αυτό δεν ίσχυε σε καμιά περίπτωση. Η κοσμολογία του Αριστοτέλη ήταν λανθασμένη, όχι «αντιεπιστημονική». Όπως και το υπόλοιπο σύστημά του, ήταν βασισμένη σε αρχές, εξαιρετικά αμφιλεγόμενες στην αρχή, που αργότερα έγιναν οι αποδεκτές βάσεις της επιστημονικής μεθόδου: για παράδειγμα, οι ιδέες ότι ο κόσμος που μας δείχνουν οι αισθήσεις μας είναι αληθινός, κι όχι απλώς μια σκιά της πραγματικότητας· ότι οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τη λογική τους είναι ικανοί να ανακαλύψουν μεγάλες αλήθειες σχετικά με αυτό τον κόσμο- ότι κατανόηση των φαινομένων σημαίνει κατανόηση των σχέσεων αιτίου και αιτιατού· και ότι οι φυσικές διαδικασίες είναι αναπτυξιακές και αποκαλύπτουν στους επιδέξιους ερευνητές τακτικά πρότυπα ανάπτυξης και αλλαγής. Φυσικά, η επιστήμη του Φιλοσόφου δεν ήταν όπως η δική μας. Η κοσμοθεωρία του περιέχει πολλά στοιχεία που η σύγχρονη επιστήμη απορρίπτει. Αλλά ο δογματισμός των μεταγενέστερων οπαδών του δεν ήταν δικός του. Ήταν η γεροντική εκδήλωση ενός συστήματος που, στην ακμή του, είχε φέρει επανάσταση στην ευρωπαϊκή σκέψη και της είχε δώσει πολλά από τα πιο τολμηρά και δυναμικά της χαρακτηριστικά.
Με την περαιτέρω πρόοδο της επιστήμης, την αύξηση της κοσμικής εξουσίας και τον κατακερματισμό της Εκκλησίας, το έργο του Αριστοτέλη απώλεσε τη θέση-κλειδί του για τη συμπαντική γνώση. Ταυτόχρονα, μεταξύ των Ευρωπαίων διανοούμενων, το διαζύγιο πίστης και λογικής έγινε οριστικό. Οδηγημένοι από την ανάγκη να απελευθερώσουν τη σκέψη τους από θρησκευτικούς περιορισμούς, οι απόστολοι του Διαφωτισμού σχεδίασαν το διαχωρισμό μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, αξιών και πραγματικότητας, θρησκευτικών πεποιθήσεων και επιστημονικής γνώσης, ένα διαχωρισμό που χαίρει ακόμα ευρείας αποδοχής. Ή μήπως όχι; Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, η σύγκρουση που συγκλόνισε την κοινωνία της Δύσης στο Μέσο Μεσαίωνα έχει επανεμφανιστεί σε παγκόσμια κλίμακα. Οι πιο βίαιες και δραματικές μάχες φέρνουν αντιμέτωπους τους ένθερμους υποστηρικτές των παραδοσιακών θρησκευτικών πεποιθήσεων και συμπεριφορών με τους νεωτεριστές και μετανεωτεριστές αντιπάλους τους. Αλλά δεν είναι μόνο οι «φονταμενταλιστές» που δηλώνουν δυσαρεστημένοι με το σχίσμα μεταξύ επιστημονικής και θρησκευτικής σκέψης. Θεολόγοι, επιστήμονες και ανθρωπιστές διαφορετικής προέλευσης και απόψεων παλεύουν και πάλι με τα ζητήματα που έκαναν τα πανεπιστήμια και τις εκκλησίες της Ευρώπης πνευματικό (μερικές φορές, και πραγματικό) πεδίο μάχης κατά το 12ο και 13ο αιώνα.
Άραγε μπορούν οι σκεπτόμενοι άντρες και γυναίκες να κατανοήσουν τα μυστήρια του Σύμπαντος και να κυριαρχήσουν στην ανυπότακτη φύση τους; Είναι η επιστημονική τόλμη συνεπής με τη θρησκευτική πίστη; Παρεμβαίνει ο Θεός στη φύση και στις ανθρώπινες υποθέσεις; Μπορούν οι άνθρωποι να ζήσουν μια ηθική ζωή χωρίς Αυτόν; Η ανακάλυψη εκ νέου των έργων του Αριστοτέλη έφερε στο επίκεντρο της δυτικής συνείδησης παλιά ερωτήματα, πυροδοτώντας τον αγώνα για την εναρμόνιση πίστης και λογικής, που δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου