Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 8. Εγώ, ο Κλαύδιος

8.9. 2 x 29 = ΤΕΛΟΣ


Οι θεοί μωραίνουν αυτόν που θέλουν να καταστρέψουν. Για πολύ καιρό αναρωτήθηκα αν οι θεοί είχαν αλλάξει συνήθειες ή αν έκαναν εξαίρεση στην περίπτωση του Καλιγούλα - ή αν μελετούσαν ένα ξεχωριστό είδος καταστροφής για μια ξεχωριστή παραφροσύνη. Τίποτε από όλα αυτά. Απλώς άργησαν. Άργησαν ακριβώς τρία χρόνια, δέκα μήνες και οκτώ μέρες· και τότε μόνο έστειλαν τη Νέμεση με τη μορφή ενός πραιτωριανού αξιωματούχου που είχε υποστεί για καιρό καταιγισμό εξευτελισμών από τον αυτοκράτορα. Το όνομά του Κάσσιος Χαιρέας. Συνεργοί του οι δύο επικεφαλής της πραιτωριανής φρουράς. Στις 24 Ιανουαρίου ο αυτοκράτορας παρακολουθούσε θεατρική παράσταση. Κάποια στιγμή σηκώθηκε από το κάθισμά του και προχώρησε προς την έξοδο για να πάρει λίγο αέρα. Βρήκε μια συντροφιά από νεαρά αγόρια και έπιασε κουβέντα μαζί τους. Οι φρουροί του χαλάρωσαν την προσοχή τους. Το πρώτο χτύπημα ήρθε από τον Χαιρέα που παραμόνευε στη στοά, πίσω από έναν κίονα. Η μαχαιριά ήρθε από πίσω και τον βρήκε στον τράχηλο. Ο Καλιγούλας σωριάστηκε σφαδάζοντας στο δάπεδο αλλά κατόρθωσε να ψελλίσει: «Είμαι ακόμη ζωντανός.» Και ενώ οι φρουροί του είχαν εξουδετερωθεί, δέχτηκε συνολικά πενήντα οκτώ μαχαιριές, δύο για καθένα από τα είκοσι εννιά χρόνια του.

Ακολούθησε γενικευμένη σύγχυση και πανικός. Οι πολίτες αρχικά θεώρησαν ότι το μαντάτο ήταν παραπλανητικό· ήθελαν να το πιστέψουν αλλά τους κρατούσε ο φόβος ότι θα μπορούσε να είναι άλλη μια από τις μικρονοϊκές φάρσες του Καλιγούλα. Η Σύγκλητος παρέπαιε αλαφιασμένη ανάμεσα σε αντικρουόμενες εκδοχές. Οι διάδρομοι και οι αίθουσες των ανακτόρων βοούσαν από βιαστικούς βηματισμούς, δισταχτικούς ψιθύρους και μεμονωμένες κραυγές. Όταν βρέθηκα στα ανάκτορα, η δολοφονία δεν είχε ακόμη επαληθευτεί. Μια δυο ώρες αργότερα άκουσα έντονες συνομιλίες και ποδοβολητό στο αίθριο. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να καταφύγω σε ένα από τα δωμάτια που κατά καιρούς χρησιμοποιούσα για μελέτη και συγγραφή. Αν ήταν αλήθεια αυτό που ακουγόταν, ο δαίμονας που γνώριζα είχε φύγει, δεν ήξερα όμως ποιος δαίμονας τον είχε διώξει - και όπως λένε, καλύτερα ο δαίμονας που ξέρεις παρά αυτός που δεν ξέρεις. Και ενώ στο μυαλό μου ζυμώνονταν εκδοχές και ενδεχόμενα, αντιλήφθηκα βαριά και βιαστικά βήματα στον διάδρομο έξω από την πόρτα του δωματίου. Κρύφτηκα ενστικτωδώς πίσω από μια βαριά κουρτίνα· αλλά οι άκρες των παπουτσιών μου είχαν μείνει ακάλυπτες.

Πενήντα οκτώ μαχαιριές, ένα στιγμιαίο νάζι της μοίρας που μέχρι τότε με κρατούσε στα αζήτητα της Ιστορίας, μια κουρτίνα που δεν ήταν αρκετά μακριά, το χέρι ενός βλοσυρού πραιτωριανού που την τράβηξε με δύναμη - και έγινα αυτοκράτορας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου