Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

Ο ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ TOY ΚΟΣΜΟΥ

Στούς στί­χους πού ἔ­χουν σω­θεῖ ἀ­πό τό ποί­η­μα τοῦ Παρ­με­νί­δη, οἱ στί­χοι 50-61, μέ τούς ὁ­ποί­ους κλεί­νει τό ἀ­πό­σπα­σμα 8, ση­μει­ώ­νουν μιά καμ­πή. Τό πρῶ­το μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τος εἶ­χε μι­λή­σει γιά τό Ὄν (τό ἐ­όν) (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 19, στ. 32, στ. 35· ἤ­δη ἀ­πο­σπ. 4, στ. 2) καί τό ἀ­δύ­να­το ταῆς ὕ­παρ­ξης τοῦ ὁ­λο­σχε­ρο­ῦς Μή Ὄν­τος (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 7). Τό Ὄν ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται κα­θώς ἀ­να­δύ­ε­ται ὡς λό­γος (φά­σις) (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 35), ὡς σκέ­ψη {νό­η­μα) (στ. 33 - 35), ὡς ἀ­λή­θεια (ἀ­λη­θεί­η) (στ. 51). Πα­ρα­μέ­νει ὁ­μως ὁ Παρ­με­νί­δης σέ ἕ­ναν κα­θα­ρό στο­χα­σμό πά­νω στό Ὄν καί στά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τοῦ Ὄντος; Πολ­λοί στο­χα­στές, φι­λό­σο­φοι ἤ ἱ­στο­ρι­κοί ταῆς φι­λο­σο­φί­ας, ὑ­πο­στή­ρι­ξαν, λαν­θα­σμέ­να, τήν ἄ­πο­ψη αὐ­τή. Πραγ­μα­τι­κά, αὐ­τό πού πρό­κει­ται νά δεί­ξου­με εἶ­ναι ὅτι ὁ λό­γος γιά τό Ὄν δέν ἔ­χει νό­η­μα πα­ρά μό­νον ὡς θε­μέ­λιο ἕ­νος λό­γου γιά τόν Κό­σμο. Με­τά τόν γε­μά­το πί­στη λό­γο (λό­γος πι­στός) (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 50 πρβλ. ἀ­πο­σπ. 1, στ. 30) πού ἀ­φο­ροῦ­σε τήν Ἀλήθεια ἤ τό Ὄν, ὁ Παρ­με­νί­δης, δί­χως νά ἀρ­κε­στεῖ, ὅπως πο­λύ συ­χνά ἔ­χει πι­στευ­θεῖ, στό νά κα­ταγ­γεί­λει τίς ἀ­πα­τη­λές γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν, δι­α­τυ­πώ­νει μέ σα­φή­νεια κρί­σεις (γνώ­μη) (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 61) πού ἐ­πι­τρέ­πουν νά γνω­σθεῖ, στό μέ­τρο τοῦ δυ­να­τοῦ, ὁ Κό­σμος. Ὁ Παρ­με­νί­δης, στό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τος, ἀ­πό τό ἀ­πό­σπα­σμα 8, στ. 50-61, μέ­χρι τό ἀ­πό­σπα­σμα 19, ἐ­πι­κρί­νει μέν σα­φῶς ὁ­ρι­σμέ­νες λαν­θα­σμέ­νες ἀν­τι­λή­ψεις γιά τόν Κό­σμο καί τό “Σύμ­παν” (πᾶν) (ἀ­πο­σπ. 9, στ. 3), δέν πα­ρα­λεί­πει ὁ­μως νά σκι­α­γρα­φή­σει τή δι­κή του ἀν­τί­λη­ψη γιά τόν Κό­σμο.

Τό ὅτι τό σχέ­διο τοῦ Παρ­με­νί­δη ἦ­ταν νά μι­λή­σει ὄ­χι μό­νο γιά τό Ὄν ἀλ­λά καί γιά τόν Κό­σμο, τό μαρ­τυ­ρο­ῦν κα­τ’ ἀρ­χάς, ἄν τούς ξα­να­δι­α­βά­σει κα­νείς στό σύ­νο­λό τους, οἱ ἴ­διοι οἱ ἀρ­χαῖ­οι ἕλ­λη­νες φι­λό­σο­φοι.

Ἄς δο­ῦ­με πρῶ­τα τόν Πλά­τω­να. Βέ­βαι­α γιά τόν Πλά­τω­να ὁ “βα­θύς” Παρ­με­νί­δης (Θε­αί­τη­τος, 183Ε) εἶ­ναι πά­νω ἀ­π’ ὁ­λα ὁ φι­λό­σο­φός της ἑ­νό­τη­τας το­ῦ Ὄν­τος (Σο­φι­στής, 237Ε, 242C, 244Ε). Ἄλ­λα ὁ Παρ­με­νί­δης γιά τόν Πλά­τω­να εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἕ­νας στο­χα­στής πού, ἀ­κο­λου­θών­τας τήν πα­ρά­δο­ση τοῦ Ἡ­σί­ο­δου, μί­λη­σε γιά τή “γέ­νε­ση” — λ.χ. γιά τή γέ­νε­ση τοῦ θε­οῦ Ἔ­ρω­τα· Δύ­ο λό­γοι τοῦ Συμ­πο­σί­ου ἀ­να­φέ­ρον­ται σ’ αὐ­τήν. Πρῶ­τα ὁ λό­γος τοῦ Φαί­δρου: Ὅ­σο γιά τόν Παρ­με­νί­δη, νά τί λέ­ει γιά τή γέ­νε­ση: ὁ πρῶ­τος ἀ­π’ ὅ­λους τούς θε­ούς πού ἀν­τί­κρι­σε [ἤ Θε­ά] ἦ­ταν ὁ Ἔρως”. Ὕ­στε­ρα, εἶ­ναι ὁ λό­γος τοῦ Ἀ­γά­θω­να: «Δη­λώ­νω ὅτι ὁ Ἔρως εἶ­ναι ὁ νε­ό­τε­ρος ἀ­πό τους θε­ούς καί ὅτι ἡ νε­ό­τη­τά του εἶ­ναι αἰ­ώ­νια· καί ὅτι ἀν­τί­θε­τα ὅ­λες αὐ­τές οἱ πα­λαι­ές ἔ­ρι­δες, πού δι­η­γοῦν­ται (λέ­γου­σιν) γιά τούς θε­ούς ὁ Ἡσίοδος καί ὁ Παρ­με­νί­δης, ἀ­φο­ροῦϋν μᾶλ­λον τήν Ἀνάγκη καί ὄ­χι τόν Ἔ­ρω­τα, ἄν ὑ­πο­θέ­σου­με ὅτι ἀ­λη­θεύ­ουν τά λό­για τους (εἰ ἐ­κεῖ­νοι ἀ­λη­θῆ ἔ­λε­γον)» Αὐ­τές οἱ δύ­ο πε­ρι­κο­πές τοῦ Συμ­πο­σί­ου μᾶς δεί­χνουν πῶς ὁ Παρ­με­νί­δης, στό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τος (πρβλ. τό ἀ­πο­σπ. 13 σχε­τι­κά μέ τόν Ἔ­ρω­τα), δι­α­τύ­πω­νε ὄ­χι τίς γνῶ­μες ἄλ­λων γιά τόν Κό­σμο, ἀλ­λά αὐ­τό πού στόν ἴδιο φαι­νό­ταν οὐ­σιαστι­κό νά σκε­φτεῖ κα­νείς σχε­τι­κά μέ τόν Κό­σμο καί τήν προ­έ­λευ­σή του.

Ἀρκετά χω­ρί­α τοῦ Ἀριστοτέλη ἀ­πο­τε­λοῦϋν μιά δεύ­τε­ρη ἐ­ξί­σου σα­φῆ μαρ­τυ­ρί­α, πού δεί­χνει ἕ­ναν Παρ­με­νί­δη στο­χα­στή τοῦ Κό­σμου. Στό βι­βλί­ο Α, κε­φά­λαι­ο 4, τῶν Με­τά τά Φυ­σι­κά, στό ση­μεῖ­ο πού γί­νε­ται ἀ­να­φο­ρά στούς στο­χα­στές οἱ ὁ­ποι­οι, ὅπως ὁ Ἀναξαγόρας, θέ­τουν τόν νο­ῦν ταυ­τό­χρο­να ὡς αἴ­τιο τῆς ὀ­μορ­φιᾶς καί τῆς κί­νη­σης τῶν ὄν­των, ὁ Ἀριστοτέλης μέ τή σει­ρά τοῦ βά­ζει πλά­ι πλά­ι τόν Ἡσίοδο μέ τόν Παρ­με­νί­δη, ὡς στο­χα­στές πού ἔ­χουν θέ­σει τόν ἔ­ρω­τα ἤ τήν ἐ­πι­θυ­μί­α ὡς ἀρ­χές τῶν ὄν­των. Ὁ Ἀριστοτέλης πα­ρα­θέ­τει ἐ­δῶ τους στί­χους 116-120 τῆς Θε­ο­γο­νί­ας τοῦ Ἡσίοδου:

Πρίν ἄ­π’ ὁ­λα ἔ­γι­νε τό Χά­ος,
Ὕ­στε­ρα ἡ πλα­τύ­στη­θη Γῆ,
Καί ὁ ’Ἔρωτας πού λάμ­πει ἀ­νά­με­σα σ’ ὁ­λους τους ἀ­θα­νά­τους.


Πα­ράλ­λη­λα, ὁ Ἀριστοτέλης πα­ρα­θέ­τει τό στί­χο τοῦ Παρ­με­νί­δη πού πε­ρι­έχε­ται στό Συμ­πό­σιο τοῦ Πλά­τω­να, στό 178β, καί ὁ ὁ­ποῖος ἀ­πο­τε­λεῖ τό ἀ­πό­σπα­σμα 13 τοῦ ποι­ή­μα­τος τοῦ Παρ­με­νί­δη. Μα­ζί μ’ αὐ­τό τό κεί­με­νο πά­νω στή γέν­νη­ση τοῦ Ἔ­ρω­τα καί στή γέν­νη­ση ὅλων τῶν πραγ­μά­των ἀ­πό τόν Ἔ­ρω­τα, καί ἄλ­λα χω­ρί­α τοῦ βι­βλί­ου Α τῶν Με­τά τά Φυ­σι­κά δεί­χνουν ἀ­κό­μα πώς ὁ Παρ­με­νί­δης, στό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τός του, ἀ­φοῦϋ εἶ­χε μι­λή­σει γιά τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Ὄν­τος, δε­χό­ταν ἕ­ναν δυ­ϊ­σμό αἰ­τί­ων σάν βά­ση γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τοῦ κό­σμου. «Ἀνάμεσα σ' αὐ­τούς πού κη­ρύσ­σουν τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Σύμ­παν­τος, κα­νέ­νας δέν ἔ­φτα­σε στή σύλ­λη­ψη τοῦ [ποι­η­τι­κοῦ] αἰ­τί­ου, ἐ­κτός ἴ­σως ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη, ἀλ­λά καί αὐ­τός στό μέ­τρο πού δέ­χε­ται πώς δέν ὑ­πάρ­χει μό­νο ἕ­να αἴ­τιο ἀλ­λά, κα­τά μί­α ὁ­ρι­σμέ­νη ἔν­νοι­α, δύ­ο.» Καί ὁ Ἀριστοτέλης ἐ­πι­ση­μαί­νει πώς, γιά τούς φι­λο­σό­φους πού δέ­χον­ται πα­ρα­πά­νω ἀ­πό ἕ­να στοι­χεῖ­ο, ὅπως τό θερ­μό καί τό ψυ­χρό ἤ τό πῦρ καί τή γῆ, εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά ἀ­πο­δώ­σουν στό Πῦρ τήν “κι­νη­τι­κή φύ­ση” καί στή Γῆ τήν “ἀν­τι­τι­θέ­με­νη παθ­η­τι­κό­τη­τα”. Σ' ἕ­να ἄλ­λο χω­ρί­ο τοῦ βι­βλί­ου Α, ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ἐ­πα­νέρ­χε­ται σ’ αὐτόν τόν δυ­ϊ­σμό τῶν αἰ­τί­ων γύ­ρω ἀ­πό τόν ὁ­ποι­ο κι­νεῖ­ται ἡ κο­σμο­λο­γί­α τοῦ Παρ­με­νί­δη. «Πε­πει­σμέ­νος ὅτι, ἔ­ξω ἀ­πό τό Ὄν, τό Μή Ὄν δέν ὑ­πάρ­χει, ὁ Παρ­με­νί­δης πι­στεύ­ει ὅτι κα­τα­νάγ­κη μό­νο ἕ­να πράγ­μα ὑ­πάρ­χει, δη­λα­δή τό ἴδιο τό Ὄν . . . ἀλ­λά ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νά συμ­μορ­φω­θεῖ μέ τά γε­γο­νό­τα (ἀ­κο­λου­θεῖν τοῖς φαι­νο­μέ­νοις), νά πα­ρα­δε­χτεῖ ταυ­τό­χρο­να τή λο­γι­κή ἑ­νό­τη­τα καί τήν αἰ­σθη­τή πολ­λα­πλό­τη­τα (πλεί­ω κα­τά τήν αἴ­σθησιν), ὁ Παρ­με­νί­δης κα­τα­λή­γει νά θέ­σει δύ­ο αἴ­τια, δύ­ο ἀρ­χές (δύ­ο τάς αἰ­τίας τίθ­η­σι): τό Θερ­μό καί τό Ψυ­χρό.» Ἔ­τσι, ὁ Παρ­με­νί­δης, κα­τά τόν Ἀριστοτέλη, δέν ὑ­πῆρ­ξε μό­νον ὁ στο­χα­στής τοῦ ἑ­νός Ὄν­τος. Ὑπῆρξε ἐ­ξί­σου στο­χα­στής τῆς γέ­νε­σης, τῆς πολ­λα­πλό­τη­τας, καί εἰ­δι­κό­τε­ρα ὁ στο­χα­στής τοῦ Ἔ­ρω­τα καί τῆς Ἐπιθυμίας.

Με­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τῶν φι­λο­σό­φων τοῦ 4ου αἰ­ώ­να, ἄς ἔρ­θου­με στή μαρ­τυ­ρί­α τῶν με­τα­γε­νέ­στε­ρων ἑλ­λή­νων σχο­λια­στῶν. Καί αὐ­τοί ἐ­πι­σή­μα­ναν τή δι­πλή φύ­ση τῆς ἔ­ρευ­νας τοῦ Παρ­με­νί­δη, καί ἔ­δει­ξαν πώς ὁ στο­χα­στής τοῦ Ὄντος ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης καί στο­χα­στής τοῦ Κό­σμου. Ἄς δο­ῦ­με στά Ἠθικά τοῦ Πλου­τάρ­χου, τό Πρός Κω­λώ­τη­ν. Ὁ Παρ­με­νί­δης, σύμ­φω­να μέ τόν Πλού­ταρ­χο, ἀν­τί­θε­τα μέ ὅ­σα βε­βαί­ω­νε ὁ Κω­λώτη­ς, δέν κα­ταρ­γεῖ οὔτε τό Πῦρ οὔτε τό Ὕ­δωρ, οὔτε τίς πό­λεις πού βρί­σκον­ται στήν Εὐ­ρώ­πη καί στήν Ἀ­σία. Ὁ Παρ­με­νί­δης μά­λι­στα “συν­τάσ­σει τήν τά­ξη τοῦ κό­σμου” (δι­ά­κο­σμον πε­ποί­η­ται) καί, ἀ­να­μει­γνύ­ον­τας ὡς Στοι­χεῖ­α τό λαμ­πρόν καί τό σκοτει­νόν, συγ­κρο­τεῖ ξε­κι­νών­τας ἀ­π' αὐ­τά καί δι­α­μέ­σου αὐ­ταῶν “ὅ­λα τά φαι­νό­με­να” (τά φαι­νό­με­να πάν­τα). Ὁ Παρ­με­νί­δης “εἶ­πε πολ­λά” (εἴ­ρη­κε πολ­λά) σχε­τι­κά μέ τή Γῆ, τόν Οὐ­ρα­νό, τόν Ἥ­λιο, τή Σε­λή­νη, τούς Ἀστέρες· ὁ Παρ­με­νί­δης ἀ­φη­γή­θη­κε τήν γέ­νε­σιν τῶν ἀν­θρ­ώ­πων. Ὄν­τας ἀρ­χαῖ­ος στο­χα­στής τῆς Φύ­σης, ἀλ­λά καί στο­χα­στής πρω­τό­τυ­πος, δέν ἄ­φη­σε ἔ­ξω ἀ­πό τή σκέ­ψη του “τί­πο­τε ἀ­πό τά ση­μαν­τι­κά”. Πρίν ἀ­κό­μη ἀ­πό τόν Σω­κρά­τη καί τόν Πλά­τω­να, δι­έ­κρι­νε ὅτι ἡ Φύ­ση πε­ρι­λαμ­βά­νει κά­τι δoξαστόν καί κά­τι νο­η­τόν. Αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ο συλ­λαμ­βά­νε­ται ἀ­πό τήν δό­ξαν εἶ­ναι ἀ­στα­θές καί ἀ­πα­τη­λό (ἀ­βέ­βαι­ον καί πλα­νη­τόν), εἶ­ναι ὁ χῶ­ρος τῆς αὔ­ξη­σης καί τῆς φθο­ρᾶς, εἶ­ναι αὐ­τό πού δι­α­φέ­ρει ἀ­νά­λο­γα μέ τά δι­ά­φο­ρα πρό­σω­πα καί δέν εἶ­ναι πο­τέ τό ἴ­διο γιά τό ἴ­διο πρό­σω­πο, πράγ­μα πού ὀ­φεί­λε­ται στήν αἴ­σθη­σιν· τό νο­η­τό ἀν­τί­θε­τα ἔ­χει ὡς ἀν­τι­κεί­με­νο τό οὐ­λο­με­λές, τό ἀ­τρε­μές, τό ἀ­γέ­νητον. Ὁ λό­γος γιά τό Ὄν τό δη­λώ­νει ὡς ἕ­να· ἀλ­λά δέν εἶ­ναι μέ κα­νέ­ναν τρό­πο “ἡ κα­τάρ­γη­ση τῶν πολ­λα­πλῶν καί αἰ­σθη­τῶν πραγ­μά­των”, ἀλ­λά “κα­τά­δει­ξη τῆς δι­α­φο­ρᾶς τους σέ σχέ­ση μέ τό νο­η­τό”. Ἔ­τσι σύμ­φω­να μέ τόν Πλού­ταρ­χο, ὁ Παρ­με­νί­δης προ­σα­να­το­λί­ζει τό στο­χα­σμό του καί πρός τόν Κό­σμο καί πρός τό Ὄν.

Ἄς ἔρ­θου­με τέ­λος καί στή μαρ­τυ­ρί­α ἐ­κεί­νου, χά­ρη στόν ὁ­ποῖ­ο μᾶς εἶ­ναι γνω­στά πολ­λά τμή­μα­τα τοῦ ποι­ή­μα­τος τοῦ Παρ­με­νί­δη, δη­λα­δή στή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Σιμ­πλί­κιου στά σχό­λιά του στόν Ἀριστοτέλη. Σ’ ἕ­να ἀ­πό τά χω­ρί­α τοῦ Ὑ­πο­μνή­μα­τος εἰς τά Φυ­σι­κά, στό ὁ­ποῖ­ο ὁ Σιμ­πλί­κιος πα­ρα­θέ­τει τό τε­λευ­ταῖ­ο τμῆ­μα τοῦ ἀ­πο­σπά­σμα­τος 8, ἐ­κεῖ ὁ­που ὁ Παρ­με­νί­δης ἀρ­χί­ζει νά μι­λά­ει γιά τόν Κό­σμο, ὁ Σιμ­πλί­κιος ἐ­πι­μέ­νει στήν “ἀ­ψευ­δή” φύ­ση τοῦ παρμε­νί­δει­ου λό­γου σχε­τι­κά μέ τόν Κό­σμο. Ὁ Σιμ­πλί­κιος (Φυ­σι­κά, σ. 38 - 39) ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Ἀλέξανδρο: κα­τ’ αὐ­τόν “σύμ­φω­να μέ τήν ἄ­πο­ψη τῶν πολ­λῶν καί σύμ­φω­να μέ τά φαι­νό­με­να”, ὁ Παρ­με­νί­δης, μι­λών­τας ὡς Φυ­σι­κός, δέν ὑ­πο­στή­ρι­ζε πιά ὅτι τό Ὄν εἶ­ναι ἕ­να, οὔτε ὅτι εἶ­ναι ἀ­γέ­νη­το, ἀλ­λά ἔ­θε­τε (ὑ­πέ­θε­το) τό Πῦρ καί τή Γῆ ὡς ἀρ­χάς τῶν γι­νο­μέ­νων, θέ­τον­τας (ὑ­ποτι­θείς) ἀ­πό τή μιά με­ριά τή Γῆ ὡς ὕλη, καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά τό Πῦρ ὡς ποι­η­τι­κό αἴ­τιο· καί, κα­τά τόν Ἀλέξανδρο, ὁ Παρ­με­νί­δης ὀ­νο­μά­ζει τό Πῦρ φῶς καί τή Γῆ σκό­τος. Ἔ­τσι, ἔ­χον­τας ἀ­να­φέ­ρει τά λό­για αὐ­τά τοῦ Ἀλέξανδρου, ὁ Σιμ­πλί­κιος σχο­λιά­ζει μέ τόν ἀ­κό­λου­θο τρό­πο: “Ἄν ὁ ’Ἀλέξανδρος, ἀ­κο­λου­θών­τας τή γνώ­μη τῶν πολ­λῶν καί τά φαι­νό­με­να, ἀν­τι­λή­φθη­κε ὅτι ὁ Παρ­με­νί­δης ὀ­νο­μά­ζει δο­ξα­στόν τό αἰ­σθη­τόν, σω­στά πι­στεύ­ει”· ἀλ­λά προ­σθέ­τει ὁ Σιμ­πλί­κιος: “ἄ­ν ο Ἀλέξανδρος θε­ω­ρεῖ τούς λό­γους αὐ­τούς ψευ­δεῖς σέ κά­θε τούς ση­μεῖ­ο (ψευ­δεῖς πάν­τι]) καί ἄν θε­ω­ρεῖ ὅτι ψευ­δῶς λέ­γε­ται ὅτι τό Φῶς ἤ τό Πῦρ εἶ­ναι τά ποι­η­τι­κά αἴ­τια, τό­τε ὁ Ἀλέξανδρος κά­νει λά­θος (οὐ κα­λῶς οἴ­ε­ται)”. Ὅ Σιμ­πλί­κιος πα­ρα­θέ­τει τό­τε τό ἀ­πό­σπα­σμα 8, στ. 50 ἕ­ως 61, σχε­τι­κά μέ τίς δύ­ο ρί­ζες τοῦ Κό­σμου, ὕ­στε­ρα τό ἀ­πό­σπα­σμα 12, στ. 1 ἕ­ως 3 σχε­τι­κά μέ τούς δα­κτυ­λί­ους τοῦ Πυ­ρός πού σχη­μα­τί­ζουν τόν Οὐ­ρα­νό, καί τέ­λος τό ἀ­πό­σπα­σμα 13 ὁ­που ὁ Ἔ­ρως ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς πρώ­τι­στος θε­ῶν ὁ Σιμ­πλί­κιος προ­σθέ­τει ἀ­κό­μη με­ρι­κές ἐν­δεί­ξεις πού ἀ­φο­ροῦν τήν πα­λιγ­γε­νε­σί­α τῶν ψυ­χῶν ἀ­νά­με­σα στό ἀ­ει­δές καί τό ἐμ­φα­νές (σ. 39, στ. 14 - 20). Τά σχό­λια αὐ­τά σχε­τι­κά μέ τόν Κό­σμο κα­τά Παρ­με­νί­δη τοῦ φαί­νον­ται ἀ­ναγ­κα­ΐ­α, “ἐ­ξαι­τί­άς της τρέ­χου­σας ἄ­γνοι­ας τῶν ἀρ­χαί­ων κει­μέ­νων” (ὁ.π.. στ. 21 - 22). Ἔ­τσι γιά τόν Σιμ­πλί­κιο τό νά ἀ­πο­σπα­σθεῖ κα­νείς ἀ­πό τή λή­θη τοῦ Ὄν­τος δέν πρέ­πει νά ὁ­δη­γεῖ στή λή­θη τοῦ Κό­σμου.

Μέ βά­ση ὅ­λα αὐ­τά, μπο­ρεῖ νά ἐ­κτι­μή­σει κα­νείς μέ­χρι ποι­ό ση­μεῖ­ο οἱ σύγ­χρο­νοι σχο­λια­στές ἔ­χουν πα­ρα­νο­ή­σει τό νό­η­μα τῶν ἀ­πο­σπα­σμά­των πού ἀ­πο­τε­λο­ῦν τό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τος. Οἱ ἀ­νά­λυ­σεις τοῦ L. Robin δέν ἀ­πο­τε­λοῦν πα­ρά ἕ­να μό­νο πα­ρά­δειγ­μα ἀ­νά­με­σα σέ πολ­λά ἄλ­λα. Γιά τόν L. Robin, μέ τό νά πε­ρά­σει κα­νείς στίς γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν, ἐγ­κα­τα­λεί­πει μί­α φυ­σι­κή τοῦ νο­η­τοῦ γιά μιά φυ­σι­κή τοῦ αἰ­σθη­τοῦ, δη­λα­δή μιά φυ­σι­κή “πού δέν πε­ρι­λαμ­βά­νει λο­γι­κούς προσ­δι­ο­ρι­σμούς”. “Αὐ­τόν τόν λα­θε­μέ­νο δρό­μο, ἄν πρέ­πει κα­νείς νά τόν ἀ­πο­φύ­γει, θά πρέ­πει ἐ­πί­σης νά τόν γνω­ρί­σει προ­λη­πτι­κά.” Βέ­βαι­α, ὁ Robin ἔ­χει πλή­ρη ἐ­πί­γνω­ση τοῦ ὅτι ἡ φυ­σι­κή θε­ω­ρί­α ἐ­κτί­θε­ται “μέ δι­ε­ξο­δι­κό τρό­πο”. Ὡστόσο δέν βλέ­πει σ’ αὐ­τήν πα­ρά σκέ­ψεις πού ἀ­νή­κουν σέ ἄλ­λους. Ἀναμφίβολα “εἶ­ναι πι­θα­νό ὅτι ὁ Παρ­με­νί­δης ἐ­ξέ­θε­σε συγ­κε­κρι­μέ­νες γνῶ­μες ἄλ­λων”: ἴ­σως νά ἐ­πρό­κει­το γιά τίς γνῶ­μες τῶν ἴδι­ων τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ω­ν, τῶν ὁ­ποί­ων θά γνω­ρί­ζα­με ἔ­τσι τή φυ­σι­κή θε­ω­ρί­α γιά τήν ὁ­ποί­α τό­σο λί­γα γνω­ρί­ζου­με· ἴ­σως νά ἐ­πρόκει­το ὅ­μως καί γιά ἕ­να εἶ­δος πρώ­ι­μης δο­ξο­γρα­φί­ας ἤ ἀ­κό­μη καί γιά πα­ράρ­τη­μα τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς ἴ­διας του τῆς θε­ω­ρί­α­ς: πράγ­μα πού θά ἐ­ξη­γο­ῦσε τήν πα­ρου­σί­α τῶν “χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν ἀ­πό­η­χων” τῶν θε­ω­ρι­ῶν τοῦ Ἀναξίμανδρου καί τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη καί τήν ἀ­που­σί­α “ὁ­ρι­σμέ­νων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πυ­θα­γό­ρει­ων δογ­μά­των”.

Οἱ ἀ­να­λύ­σεις αὐ­τές τοῦ L. Robin ἔ­χουν ὡ­στό­σο τό μει­ο­νέ­κτη­μα ὅτι λη­σμο­νοῦν τό θε­με­λι­ῶ­δες ἔρ­γο τοῦ Κ. Reinhardt πά­νω στόν Παρ­με­νί­δη. Ἡ πρω­το­τυ­πί­α τοῦ Reinhardt ἦ­ταν ὅτι δέν δι­και­ώ­νει κα­μιά ἀ­πό τίς ἀν­τκρου­ό­με­νες κρι­τι­κές ἑρ­μη­νεῖ­ες πού ἀ­φο­ροῦν τό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τος. Για­τί τά λό­για της Δό­ξης δέν πρέ­πει νά τά ἐ­κλά­βει κα­νείς οὔ­τε μέ τήν ἔν­νοι­α ὅτι ἀ­πο­τε­λο­ϋν μιά ὑ­πο­θε­τι­κή ἀ­νά­πτυ­ξη, ὅπως πί­στευ­ε ὁ Gomperz, οὔ­τε μέ τήν ἔν­νοι­α ὅτι ἀ­σκοῦν μιά πολεμική. Ἔ­τσι, τό τέ­λος τοῦ ἀ­πο­σπά­σμα­τος 1 θά ἔ­πρε­πε νά ἀν­τι­με­τω­πι­στεῖ ὅπως ἔ­κα­ναν, με­τά τόν Reinhardt, πρῶ­τα ὁ Heidegger καί με­τά ὁ J. Beaufret, στήν εἰ­σα­γω­γή καί στή με­τά­φρα­σή του τοῦ ποι­ή­μα­τος τοῦ Παρ­με­νί­δη­. Ὅ­ταν ὁ Παρ­με­νί­δης μι­λά­ει γιά τήν ἀ­νάγ­κη νά με­λε­τή­σει τά δο­κο­ῦν­τα (ἀ­πό­σπα­σμα 1, στ. 31), δέν μι­λά­ει γιά τίς λαν­θα­σμέ­νες γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν (δό­ξαι) (ο.π., στ. 30), ἀλ­λά γιά τήν πο­λύ­χρω­μη ποι­κι­λί­α τῶν πραγ­μα­τι­κο­τή­των στό μέ­τρο πού θε­με­λι­ώ­νον­ται στό Ὄν καί ἀ­πο­τε­λοῦν ἀν­τι­κεί­με­να τῆς ὀρ­θῆς δό­ξης. Τά δο­κο­ῦν­τα, λέ­ει ὁ J. Beaufret, εἶ­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ἁ­πλά φαι­νό­με­να — ὅπως εἶ­ναι ἀρ­γό­τε­ρα στόν Πλά­τω­να — : “Εἶ­ναι τά ἴδια τά πράγ­μα­τα” (ὁ.π., σ. 33). Σ’ αὐ­τήν τήν κα­τεύ­θυν­ση, ὁ Heidegger πρό­σφε­ρε ὁ­λο τό βά­θος τῆς σκέ­ψης του στίς ἀ­να­λύ­σεις τοῦ Reinhardt: Ό Κ. Reinhardt γιά πρώ­τη φο­ρά συ­νέ­λα­βε καί ἔ­λυ­σε τό τό­σο πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νο πρό­βλη­μα τῶν δύ­ο με­ρῶν τοῦ φι­λο­σο­φι­κοῦ ποι­ή­μα­τος τοῦ Παρ­με­νί­δη, μο­λο­νό­τι δέν δεί­χνει ἔκ­δη­λα τό ὀν­το­λογι­κό θεμ­έ­λιο πού πο­οϋπο­θέ­τει ἡ σύν­δε­ση τῆς ἀ­λή­θειας μέ τήν δό­ξαν, οὔ­τε τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα αὐ­τοῦ τοῦ θε­με­λί­ου”.

Ἐπίσης ὁ ἴ­διος ὁ Παρ­με­νί­δης, στό Σχέ­διο τοῦ ποι­ή­μα­τος πού πε­ρι­έ­χε­ται στό τέ­λος τοῦ ἀ­πο­σπά­σμα­τος 1, μᾶς ὑ­πο­δη­λώ­νει αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν δι­α­κρί­νει πο­λύ κα­λά ὁ Πλά­των, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Πλού­ταρ­χος καί ὁ Σιμ­πλίκιος, καί τό ὁ­ποι­ο ἐ­πρό­κει­το νά συ­σκο­τί­σουν οἱ σχο­λια­στές τοῦ 19ου αἰ­ώ­να. Τό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τος, ἡ με­λέ­τη τοῦ Κό­σμου, συγ­κρο­τεῖ­ται καί θε­με­λι­ώ­νε­ται μέ βά­ση τό πρῶ­το μέ­ρος, τή με­λέ­τη τοῦ Ὄν­τος. Μιά θε­τι­κή Κο­σμο­λο­γί­α ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πό τήν ­Ὀν­το­λο­γί­α. Βρι­σκό­μα­στε λοι­πόν μπρο­στά σέ τρεῖς, ἀν­τί γιά τέσ­σε­ρις, δρό­μους. Ὁ πρῶ­τος συ­νί­στα­ται στό νά συλλά­βει κα­νείς τήν Ἀλήθεια καί τό Ὄν, ὁ δεύ­τε­ρος στό νά κρί­νει τίς γνῶ­μες (δό­ξαι) τῶν θνη­τῶν σχε­τι­κά μέ τό Ὄν, ὁ τρί­τος στό νά κρί­νει τίς γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν σχε­τι­κά μέ τά δο­κο­ῦν­τα, ὁ τέ­ταρ­τος στό νά δι­α­τυ­πώ­σει τή θε­με­λι­ω­μέ­νη Δό­ξαν πού πε­ρι­βάλ­λει τό γί­γνε­σθαι, μέ ἄλ­λα λό­για τόν Κό­σμο. Αὐ­τό εἶ­ναι τό νό­η­μα τῶν στί­χων 28 - 32 τοῦ ἀ­πο­σπά­σμα­τος 1:

Πρέ­πει νά τά γνω­ρί­σεις ὅ­λα, τήν ἄ­τρο­μη καρ­διά τῆς ὁ­λο­στρόγ­γυ­λης Ἀλήθειας, ἀλ­λά καί τίς γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν στίς ὁ­ποῖ­ες δέν μπο­ρεῖς νά ἐμ­πι­στευ­τεῖς ὅτι ὑ­πάρ­χει ἀ­λή­θεια. Μά­θε ὁ­μως ἀ­κό­μη πώς ἡ σε­βαστή-ποι­κι­λί­α-αὐ­τοῦ-πού-φαί­νε­ται (τά δο­κοῦν­τα) θά­’­πρε­πε νά ἀ­πο­τε­λέσει μιά πα­ρου­σί­α ἄ­ξια νά γί­νει ἀ­πο­δε­κτή (δο­κί­μως εἶ­ναι), ἁ­πλώ­νον­τας τήν κυ­ρι­αρ­χί­α της σέ ὅ­λα τά πράγ­μα­τα”.

Αὐ­τές οἱ προ­κα­ταρ­κτι­κές ἀ­να­λύ­σεις σχε­τι­κά μέ τή δι­ά­τα­ξη τοῦ ποι­ή­μα­τος καί τή θε­τι­κή καί δι­ό­λου κρι­τι­κή στά­ση τῶν στο­χα­σμῶν τοῦ Παρ­με­νί­δη σχε­τι­κά μέ τόν Κό­σμο θά μᾶς ἐ­πι­τρέ­ψουν νά δι­α­βά­σου­με μέ πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­νε­πῆ τρό­πο ὁ­ρι­σμέ­να δι­φο­ρού­με­να χω­ρί­α τοῦ δεύ­τε­ρου μέ­ρους τοῦ ποι­ή­μα­τος.

Στό ἀ­πό­σπα­σμα 8, στ. 50 ἕ­ως 52, δι­α­βά­ζου­με:

Ἐν τῷ σοί παύ­ω πι­στόν λό­γον ἠδέ νό­η­μα
ἀμ­φίς ἀ­λη­θεί­η­ς· δό­ξας δ' ἀ­πό τοῦ­δε βρο­τεί­ας
μάν­θα­νε κό­σμον ἐ­μῶν ἐ­πέ­ων ἀ­πα­τη­λόν ἀ­κούων
.

Ἐ­δῶ ὁ­λες οἱ με­τα­φρά­σεις στίς βα­σι­κές τους γραμ­μές συμ­πί­πτουν: “Ἐ­δῶ σο­ῦ τε­λει­ώ­νω τόν ἀ­ξι­ό­πι­στο λό­γο μου καί τό στο­χα­σμό μου σχε­τι­κά μέ τήν ἀ­λή­θεια· ἀ­πό τώ­ρα καί στό ἑ­ξῆς μά­θε τίς γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν πα­ρα­κο­λου­θών­τας τήν ἀ­πα­τη­λή τά­ξη τῶν λό­γων μου”.

Σχε­τι­κά μέ τό “τήν ἀ­πα­τη­λή τά­ξη τῶν λό­γων μου” (στ. 52), ὁ Taran χρη­σι­μο­ποι­εῖ τίς ἴδι­ες ἀ­να­φο­ρές μέ ἐ­κεῖ­νες τοῦ Diels: (ο.π., σ. 92): ἕ­να ἀ­πό­σπα­σμα τοῦ Σό­λω­να, ἕ­να ὀρ­φι­κό ἀ­πό­σπα­σμα τό ὁ­ποῖ­ο πα­ρα­θέ­τει ὁ Πλά­των στόν Φί­λη­βο (66C), ἕ­να στί­χο τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ (ἀ­πό­σπα­σμα 17, στ. 26). Ἀλ­λά ἡ πραγ­μα­τι­κή δυ­σκο­λί­α τοῦ στί­χου καί τοῦ νο­ή­μα­τος τοῦ χω­ρί­ου δέν βρί­σκε­ται δι­ό­λου σ' αὐ­το τό ση­μεῖ­ο τοῦ στί­χου. Ἡ πραγ­μα­τι­κή δυ­σκο­λί­α βρί­σκε­ται στό νό­η­μα τῆς λέ­ξης κό­σμος στό στί­χο 52, ἄν συ­σχε­τί­σει κα­νείς τό στί­χο αὐ­τό μέ τούς στί­χους μέ τούς ὁ­ποί­ους κα­τα­λή­γει ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ θέ­μα­τος, καί εἰ­δι­κό­τε­ρα μέ τό στί­χο 60, ὁ ὁ­ποῖ­ος πε­ρι­λαμ­βά­νει τόν ὅ­ρο δι­ά­κο­σμος. Φαί­νε­ται ἀ­πα­ρά­δε­κτο, τό­σο γλωσ­σο­λο­γι­κά ὁ­σο καί φι­λο­σο­φι­κά, τό νά μή συν­δέ­σει κα­νείς τόν κό­σμον μέ τόν δι­ά­κο­σμον.

Ἄν τό κά­νου­με αὐ­τό, προ­κύ­πτει μιά ἐν­τε­λῶς ἄλ­λη ἄ­να­γνω­ση τῶν στί­χων 51 - 52, μιά ἀ­νά­γνω­ση ἀ­πεί­ρως ἰ­κα­νο­ποι­η­τι­κό­τε­ρη γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς παρ­με­νί­δειας ἀν­τί­λη­ψης γιά τόν Κό­σμο.

Θά πρέ­πει πρῶ­τον οἱ λέ­ξεις μάν­θα­νε κό­σμον νά δι­α­βα­στοῦν μα­ζί: “μά­θε τόν κό­σμο” (στ. 52).

Ἀπό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά θά πρέ­πει νά ἐν­νο­ή­σου­με με­τά τό ἐ­πί­θε­το ἀ­πα­τη- λόν τό οὐ­σι­α­στι­κό λό­γον. ’Ἀπέναντι στόν πι­στόν λό­γον (στ. 50), ὑ­πάρ­χει ἕ­νας ἀ­πα­τη­λός λ.ὄ­γος (στ. 52).

Τέ­λος θά πρέ­πει, δι­α­βά­ζον­τας τό δό­ξας βο­ο­τεί­ας ὡς αἰ­τι­α­τι­κή τῆς ἀ­νά- φο­ρᾶς, νά κα­τα­λά­βου­με ὅτι ἀ­κρι­βῶς “σέ σχέ­ση μέ τίς γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν” ἐ­πι­θυ­μεῖ ὁ Παρ­με­νί­δης νά δι­α­τυ­πώ­σει ἕ­να λό­γο γιά τόν κό­σμο πού μέ κανέ­ναν τρό­πο δέν μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θεῖ ἐ­σφαλ­μέ­νος καί πού δέν ἀ­πο­κλεί­ει με­ρι­κές πι­θα­νό­τη­τες προ­σεγ­γι­στι­κῆς ἀ­κρί­βειας· ἕ­ναν προ­σεγ­γι­στι­κό λό­γο (ἀ­πα­τη­λός), ὅπως πε­ρί­που θά μι­λή­σει ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Πλά­των γιά τήν ὀρ­θήν δό­ξαν τοῦ αἰ­σθη­τοῦ κό­σμου ἤ ὁ Bachelard γιά μιά “προ­σεγ­γι­στι­κή γνώ­ση” τῶν φαι­νο­μέ­νων.

Μέ βά­ση αὐ­τές τίς πρῶ­τες γλωσ­σο­λο­γι­κές καί φι­λο­σο­φι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις, μιά πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­νε­πής με­τά­φρα­ση τοῦ θε­με­λι­ώ­δους αὐ­τοῦ χω­ρί­ου θά ἦ­ταν ἡ ἀ­κό­λου­θη:

«Ἐ­δώ σού τε­λει­ώ­νω τόν ἀ­ξι­ό­πι­στο λό­γο μου καί τό στο­χα­σμό μου σχε­τι­κά μέ τήν Ἀλήθεια. Ἀπό δῶ καί στό ἑ­ξῆς, καί ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τίς γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν, μά­θε τήν Τά­ξη τοῦ Κό­σμου ἀ­κού­γον­τας μέ­σα ἀ­πό τά λό­γιά μου ἕ­να Λό­γο πού εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀ­πα­τή­σει.»

Ἔ­τσι, αὐ­τή ἡ “τά­ξη τοῦ κό­σμου” (κό­σμος) (στ. 52) ἀ­πο­τε­λεῖ προ­εί­κα­σμα τῆς “ἀ­νά­πτυ­ξης τῆς τά­ξης τοῦ κό­σμου” (δι­ά­κο­σμος) τήν ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρει ὁ στί­χος 60 το­νί­ζον­τας τόν ὑ­ψη­λό βαθ­μό ἀ­λη­θο­φά­νειας πού τή δι­α­κρί­νει (ἐ­οι­κό­τα) (στ. 60), το­νί­ζον­τας δη­λα­δή τό χα­ρα­κτή­ρα τῆς οἰονεί -προ­φάνειας, τῆς οἰονεί-βε­βαι­ό­τη­τας, τῆς οἰονεί-στα­θε­ρό­τη­τας. Αὐ­τή τήν “τά­ξη τοῦ κό­σμου” (κό­σμος), κα­θώς καί τήν “ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς τά­ξης τοῦ κό­σμου” (δι­ά­κο­σμος), ὁ Παρ­με­νί­δης δέν τήν ὑ­πο­θέ­τει ἁ­πλῶς. Τή θέ­τει. Τή βλέ­πει. “Σοῦ τήν ἀ­πο­κα­λύ­πτω” (φα­τί­ζω) λέ­ει ὁ στί­χος 60, ξα­να­βρί­σκον­τας, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τόν Κό­σμο, σχε­δόν τόν ἴ­διο τύ­πο ἀ­πο­κά­λυ­ψης πού εἶ­χε δε­χτεῖ πιό πά­νω σέ σχέ­ση μέ τό Ὄν, τό ἰ­όν, τό ὁ­ποι­ο εἶ­ναι πε­φα­τι­σμέ­νον (στ. 35).

To ὅτι πρό­κει­ται γιά μιά στα­θε­ρή γνώ­ση, ἀ­φοῦ εἶ­ναι θε­με­λι­ω­μέ­νη στό Ὄν, γί­νε­ται προ­φα­νές ἀ­πό πολ­λές ἐκ­φρά­σεις στά ἀ­πο­σπά­σμα­τα 8 ἕ­ως 19. “Γιά νά μή σέ ξε­πε­ρά­σει πο­τέ ἡ κρί­ση (γνώ­μη) τῶν θνη­τών” (ἄ­πο­σπ. 8, στ. 61). “Θά γνω­ρί­σεις (εἴ­σῃ) τή φω­τει­νή ἔ­κτα­ση τοῦ Αἰ­θέ­ρα… θά γνω­ρί­σεις (εἰ­δή­σεις) ἐ­πί­σης τόν Οὐ­ρα­νό πού πε­ρι­βάλ­λει τά πάν­τα” (ἀ­πο­σπ. 10, στ. 1 στ. 5). Καί τό ἀ­πό­σπα­σμα μέ τό ὁ­ποῖ­ο κλεί­νει τό ποί­η­μα, τό ἀ­ποόσπασμά 19, δέν εἶ­ναι λι­γό­τε­ρο κα­τα­φα­τι­κό, ἀ­φοῦ λέ­ει ὅτι “σύμ­φω­να μέ τήν δό­ξαν” ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται κα­νείς πῶς προ­έ­κυ­ψαν τά πράγ­μα­τα (ἔ­φυ) καί εἶ­ναι τώ­ρα (νῦν ἔ­α­σι).

Ἔ­τσι ὁ κο­σμο­λο­γι­κός δυ­ϊ­σμός Φῶς-Νύ­χτα δέν ἀ­πο­τε­λεῖ πλα­νη­μέ­νη γνώ­μη τῶν θνη­τῶν. Εἶ­ναι ἐ­κλο­γί­κευ­ση τοῦ γί­γνε­σθαι μέ βά­ση δύ­ο αἰ­ώ­νι­ες ἀρ­χές, οἱ ὁ­ποῖ­ες θε­με­λι­ώ­νον­ται στήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Ὄν­τος. Ἡ θε­με­λι­ω­μέ­νη δό­ξα δέν εἶ­ναι τό ἴ­διο μέ τίς πλα­νε­ρές δό­ξαι. Ὁ ἀ­πα­τη­λός λό­γος δέν εἶ­ναι δι­ό­λου ­ψευ­δής λό­γος, καί ἡ ἀ­πά­τη δέν εἶ­ναι ψεῦ­δος. Ὁ Σιμ­πλί­κιος, πού προ­σπα­θοῦ­σε νά ἀ­πο­σπά­σει τό βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα τοῦ ἀ­πα­τη­λός (λό­γος), τό εἶ­χε δι­α­κρί­νει σω­στά. Στό ὑ­πό­μνη­μά του στά Φυ­σι­κά, ὁ Σιμ­πλί­κιος ἔ­δει­χνε πράγ­μα­τι ’­ὅτι ὁ δο­ξα­σ­τός καί ἀ­πα­τη­λός λό­γος συγ­κρο­τοῦν­ται μέ βά­ση τήν Ἀλήθειαν.

Κα­τά τά ἄλ­λα, τό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τος βρί­σκε­ται σέ ἁρ­μο­νί­α μέ τό πρῶ­το. Πράγ­μα­τι, στό πρῶ­το μέ­ρος ὁ Παρ­με­νί­δης ἐ­πα­να­το­πο­θε­τεῖ ἤ­δη τόν Κό­σμο σέ σχέ­ση μέ τό Ὄν. Στό ἀ­πό­σπα­σμα 4, ὁ κό­σμος δέν πρέ­πει νά νο­η­θεῖ μό­νο ὡς τά­ξη ἀλ­λά ἤ­δη ὡς τά­ξη τοῦ κό­σμου. Ἡ σκέ­ψη δέν πρέ­πει νά δι­α­λύ­ει τή συ­νά­φεια τοῦ Ὄν­τος πρός τό Ὄν “ὔ­τε ἔ­τσι ὥ­στε νά τό ἀ­φή­σει νά δι­α­με­λι­στεῖ μέ­σα σ’ ἕ­να γε­νι­κό σκόρ­πι­σμα σέ σχέ­ση μέ τήν τά­ξη τοῦ κό­σμου, οὔ­τε ἔ­τσι ὥ­στε νά ἀ­να­συν­τα­χθεῖ ἐκ τῶν ἔ­ξω”. Ἔ­τσι ὁ Παρ­με­νί­δης θε­ω­ρεῖ ἐ­δῶ τό Ὄν στή σχέ­ση του μέ τό Σύμ­παν, δη­λα­δή ἤ­δη στή σχέ­ση του μέ τή δι­ά­τα­ξη τοῦ κό­σμου.

Ό Nietzsche εἶ­χε λά­θος νά λυ­πᾶ­ται πού δέν ἔ­βρι­σκε στόν Παρ­με­νί­δη πα­ρά ἕ­να στο­χα­σμό πά­νω στό Ὄν, στο­χα­σμό πού ξε­χνο­ῦ­σε τό λαμ­πύ­ρι­σμα καί τήν τά­ξη τοῦ κό­σμου. Στο­χα­στής τῆς ἑ­νό­τη­τας τοῦ Ὄν­τος, ὁ Παρ­με­νί­δης ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης στο­χα­στής τοῦ κό­σμου, στό μέ­τρο πού τό γί­γνε­σθαι βρί­σκει ἀ­κρι­βῶς τό θε­μέ­λιό του στό Ὄν. Τά πράγ­μα­τα πού γί­γνον­ται, ἀ­πέ­χουν πο­λύ ἀ­πό τό νά εἶ­ναι μό­νο φαι­νό­με­να, εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά. Τά πάν­τα “εἶ­ναι πλή­ρη” (πλέ­ον ἔ­στι) Φω­τός καί Νυ­κτός χω­ρίς Φῶς (ἀ­πο­σπ. 9, στ. 3). Δύ­ο φυ­σι­κές ἀρ­χές, δύ­ο μορ­φαί (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 53), ἔ­χουν δί­και­α τε­θεῖ μᾶλ­λον πα­ρά ὑ­ποτε­θεῖ ἀ­πό με­ρι­κούς θνη­τούς (κα­τέ­θεν­το, ἐ­θεν­το) (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 53, στ. 55)· μα­ζί μέ τόν Ἔ­ρω­τα (ἀ­πο­σπ. 13), οἱ ἀρ­χές αὐ­τές συ­νι­στοῦν τήν πραγ­μα­τι­κή δο­μή τῶν γι­γνο­μέ­νων πραγ­μά­τω­ν, τή δο­μή ὅ­λων τῶν “ὄν­των” (ἀ­πε­όν­τα, πα­ρ­ε­όν­τα) (ἀ­πο­σπ. 4, στ. 1)· ἡ αἰ­ω­νι­ό­τη­τά τους καί ἡ ταυ­τό­τη­τα πρός τόν ἑ­αυ­τό τους (ἑ­ω­υ­τῷ πάν­το­σε τωὐ­τόν) (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 57) συ­νι­στοῦν, στό ἐ­πί­πεδο τῆς πολ­λα­πλό­τη­τας τοῦ γί­γνε­σθαι, τή λάμ­ψη τῆς μί­ας, αἰ­ώ­νιας, ταυ­τό­ση­μης πρός τόν ἑ­αυ­τό της ἀρ­χῆς. Ἔτσι, με­τά τόν πιστόν λό­γον, ἔρ­χε­ται ὁ ἀ­πατη­λός λό­γος: ὁ λό­γος πού μπο­ρεῖ νά ἀ­πα­τή­σει εἶ­ναι, ὄν­τας θε­με­λι­ω­μέ­νος στό Ὄν, λό­γος πού δέν ἀ­πα­τᾶ δι­ό­λου. Εἶ­ναι, σί­γου­ρα, λει­ψή γνώ­ση γνώ­ση ἀ­τε­λής, για­τί εἶ­ναι γνώ­ση δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­πό τήν κα­θα­ρή γνώση τοῦ ἀ­γε­νή­του, εἶ­ναι ὡ­στό­σο γνώ­ση ἡ ὁ­ποί­α, στη­ριγ­μέ­νη πά­νω στήν κρί­ση (γνώ­μη) καί στίς γνῶ­μες (δό­ξαι) ὁ­ρι­σμέ­νων θνη­τῶν (Ἀ­να­ξί­μαν­δρος, Ἄ­να­ξιμέ­νης, Πυ­θα­γό­ρει­οι), πα­ρα­με­ρί­ζει τίς πλά­νες (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 54) γιά νά ἀ­πόσπά­σει μί­α οὐ­σι­α­στι­κή ἀ­πο­κά­λυ­ψη γιά τόν κό­σμο (φα­τί­ζω) (στ. 60), μί­α στα­θε­ρή δό­ξα (ἀ­πο­σπ. 19, στ. 1), μί­α στα­θε­ρή κρί­ση (γνώ­μη) (ἀ­πο­σπ. 8, σ. 61) Ἡ γνώ­ση βέ­βαι­α πα­ρα­μέ­νει ἐ­δῶ στό ἐ­πί­πε­δό της ἀ­λη­θο­φά­νειας (δι­ά­κο­σμον ἐ­οι­κό­τα) (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 60), ἀλ­λά μί­ας στέ­ρε­ης ἀ­λη­θο­φά­νειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου