Χτες παραπονιόμασταν για το χρόνο και τον φοβόμασταν, μα σήμερα τον αγαπάμε και τον αγκαλιάζουμε. Πράγματι, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τους σκοπούς και τα γνωρίσματά του, και να κατανοούμε τα μυστικά και τα αινίγματά του.
Χτες σερνόμασταν φοβισμένοι σαν φαντάσματα που παραπαίουν ανάμεσα στον τρόμο της νύχτας και τη φρίκη της ημέρας. Σήμερα προχωράμε με ζήλο προς τις κορυφές των βουνών, εκεί όπου κουρνιάζουν μανιασμένες οι θύελλες και γεννιούνται οι εκτυφλωτικές αστραπές και οι απειλητικοί κεραυνοί.
Χτες τρώγαμε ψωμί ζυμωμένο μ’ αίμα και πίναμε νερό ανακατεμένο με δάκρυα. Μα σήμερα γευματίζουμε μάννα που μας φιλεύουν απλώνοντας τα χέρια οι νεράιδες της αυγής, και γουλιά-γουλιά ρουφάμε κρασί αρωματισμένο με τις ανάσες της άνοιξης.
Χτες ήμασταν παιχνίδια στο χέρι της μοίρας, κι η μοίρα μεθυσμένος τύραννος, που μας στριφογυρνούσε, μια δεξιά και μια αριστερά. Μα σήμερα η μοίρα είναι νηφάλια, κι εμείς παίζουμε μαζί της κι εκείνη με τη σειρά της ανταποκρίνεται στο παιχνίδι μας. Χωρατεύουμε μαζί της κι εκείνη γελάει. Ύστερα τραβάμε μπροστά, κι εκείνη ακολουθεί.
Χτες καίγαμε λιβάνι μπροστά σε σκαλιστές εικόνες και προσφέραμε θυσίες σ’ αψίθυμους θεούς. Μα σήμερα καίμε λιβάνι μονάχα για τους εαυτούς μας και προσφέρουμε θυσίες στις ίδιες μας τις υπάρξεις. Γιατί η σπουδαιότερη και η πιο μεγαλόπρεπη θεότητα έχτισε το ναό της μέσα στα στήθη μας.
Χτες υπακούαμε στους βασιλιάδες και σκύβαμε το κεφάλι μπροστά στους αυτοκράτορες. Μα σήμερα γονατίζουμε μονάχα μπροστά στην αλήθεια, ακολουθούμε μονάχα την ομορφιά, και υπακούμε μόνο στην αγάπη.
Χτες χαμηλώναμε ταπεινά τα μάτια μας μπροστά στους ιερείς και τρέμαμε τα οράματα των χρησμών. Μα σήμερα οι καιροί άλλαξαν, και κοιτάζουμε κατάματα μόνο τον ήλιο, ακούμε μονάχα τις μελωδίες της θάλασσας και τρέμουμε μόνο με τους τυφώνες.
Χτες κατεδαφίζαμε τους θρόνους των ψυχών μας για να χτίσουμε μ’ αυτούς τα μνήματα των παππούδων μας. Μα σήμερα οι ψυχές μας μεταμορφώθηκαν σε ιερούς βωμούς, που τα φαντάσματα των αραχνιασμένων αιώνων δεν μπορούν να πλησιάσουν και τα κοκκαλιάρικα δάχτυλα των νεκρών δεν μπορούν ν’ αγγίξουν.
Ήμασταν μια σιωπηλή σκέψη, κρυμμένη ανάμεσα στις πτυχές της λήθης, και γίναμε μια φωνή να κάνει να ριγούν τα ουράνια.
Ήμασταν μια χλωμή φλόγα θαμμένη στις στάχτες, μα γίναμε φωτιά που λάμπει πάνω από την απάνεμη χαράδρα.
Πόσες νύχτες μείναμε ξάγρυπνοι ως αργά, ακουμπώντας τα κεφάλια μας στις λάσπες, έχοντας για πάπλωμα το χιόνι, κλαίγοντας για χαμένες φιλίες και περιουσίες. Πόσες μέρες περάσαμε σαν πρόβατα χωρίς βοσκό, τσιμπολογώντας τις σκέψεις μας και μασώντας τα αισθήματά μας, μένοντας πεινασμένοι και διψασμένοι.
Πόσο συχνά σταθήκαμε ανάμεσα στη χάση της μέρας και την εισβολή της νύχτας, θρηνώντας τη μαραμένη μας νιότη, λαχταρώντας ένα άγνωστο πρόσωπο, μόνοι για κάποια ασαφή αιτία, με μάτια καρφωμένα σ’ έναν σκοτεινό, άναστρο ουρανό, ακούγοντας το βαθύ στεναγμό της σιωπής και της ανυπαρξίας.
Εκείνοι οι αιώνες πέρασαν, σα σαρωτική αγέλη λύκων μέσα από ένα κοιμητήριο, μα σήμερα ο ουρανός αφυπνίστηκε κι αφυπνιστήκαμε κι εμείς μαζί του. Περνάμε λευκές νύχτες σ’ ουράνια κρεβάτια, μένοντας ξάγρυπνοι ως αργά παρέα με τα πλάσματα της φαντασίας μας, κρατώντας συντροφιά στις σκέψεις μας κι αγκαλιάζοντας τα πάθη μας. Φλόγες αχνοτρέμουν ολόγυρά μας, και τις αδράχνουμε με σταθερά χέρια. Τα κακοποιά πνεύματα εμφανίζονται τριγύρω μας και τους απαντάμε με σαφήνεια. Στρατιές αγγέλων περνούν από μπροστά μας κι εμείς τους δελεάζουμε με τη λαχτάρα που κρύβουμε στην καρδιά μας, και τους μεθάμε με τις ραψωδίες των πνευμάτων μας.
Χτες ήμασταν και σήμερα έχουμε γίνει, και αυτή είναι η θέληση των θεών για τα παιδιά τους. Ποια λοιπόν είναι τότε η δική σας θέληση, απόγονοι των πιθήκων;
Κάνατε έστω κι ένα βήμα μπροστά από τότε που βγήκατε από τα έγκατα τούτης της γης; Ή έστω, σηκώσατε ποτέ το βλέμμα σας προς τα πάνω από τότε που οι δαίμονες σάς άνοιξαν τα μάτια;
Προφέρατε έστω και μια λέξη από τη Βίβλο της Αλήθειας από τότε που τα φίδια φίλησαν με τα χείλη τους τα χείλη σας;
Ή τουλάχιστον ακούσατε έστω και για μια στιγμή το τραγούδι της ζωής από τότε που ο θάνατος έφραξε τ’ αυτιά σας;
Περνάω από δίπλα σας εδώ και εβδομήντα χιλιάδες χρόνια και σας έχω δει να μεταμορφώνεστε σαν τα έντομα στις γωνιές των σπηλαίων. Πριν από εφτά λεπτά σας κοίταξα πίσω από το τζάμι του παραθύρου μου και σας είδα να σεργιανάτε σε βρομερά σοκάκια, οδηγημένοι από τους δαίμονες της απάθειας, με τις αλυσίδες της δουλείας να δένουν τα πόδια σας και τα φτερά του θανάτου να φτερουγίζουν πάνω από τα κεφάλια σας. Είστε σήμερα όπως ήσασταν και χθες και θα παραμείνετε και αύριο και για πάντα όπως ακριβώς σας είδα στην αρχή.
Χτες ήμασταν και σήμερα έχουμε γίνει, γιατί έτσι αποφάσισαν οι θεοί για τα παιδιά των θεών. Τι λοιπόν αποφάσισαν οι πίθηκοι για σας, απόγονοι των πιθήκων;
ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΌ , ΥΠΈΡΟΧΟ , ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΌ
ΑπάντησηΔιαγραφή