Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

Φυσιολογική Προσκόλληση vs Παθολογική προσκόλληση στα βρέφη

Ο δεσμός που αναπτύσσεται ήδη από τη βρεφική ηλικία μεταξύ παιδιού και φροντιστή έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης σε πλήθος ερευνών. Αφετηρία των ερευνητών αποτέλεσε η μελέτη της σχέσης νεογνού-μητέρας στο ζωικό βασίλειο, ανοίγοντας το δρόμο για τη διερεύνηση της σχέσης βρέφους-φροντιστή.

Προσκόλληση

Σύμφωνα με τον John Bowlby, ο οποίος πρώτος ερεύνησε την προσκόλληση στον άνθρωπο, το είδος του δεσμού που αναπτύσουν γονέας-παιδί σχετίζεται αδιάρρηκτα με αναπτυξιακές πλευρές του ατόμου σε όλο το φάσμα των επικοινωνιακών και αναπτυξιακών σχέσεων με τους σημαντικούς άλλους της ζωής του.

Έχοντας ως αφετηρία τη θεωρία του Bowlby, η Mary Ainsworth έλεγξε πειραματικά τη βρεφική προσκόλληση και προχώρησε στη διάκριση τριών τύπων προσκόλλησης βάσει της ανταπόκρισης που λαμβάνει το βρέφος από τη μητέρα κατά την έκφραση των αναγκών του.

Η Θεωρία της προσκόλλησης διαμορφώθηκε από τον John Bowlby βάσει θεωριών της εποχής, όπως της θεωρίας αποτύπωσης και την έρευνα που ανέδειξε την προτίμηση που έδειχναν τα μωρά στη ζεστασιά της μητέρας (Feldman, 2009).

Ξεκίνησε, έτσι, από την παρατήρηση ότι τα βρέφη διαμαρτύρονται κατά την απομάκρυνση της μητέρας ή στην παρουσία άγνωστων ατόμων στο χώρο (Bowlby, 1988).

Ο Bowlby ανέφερε την ύπαρξη ενός κεντρικού άξονα στην ανάπτυξη του ατόμου.

Συγκεκριμένα, θεώρησε ότι είναι μια γενετικά καθορισμένη παρώθηση αποφυγής των ανοίκειων προσώπων, ώστε το βρέφος να αισθάνεται την ασφάλεια εγγύτητας με το πρόσωπο φροντίδας και κατ’ επέκταση να διασφαλίσει την επιβίωσή του (Bowlby, 1979).

Η ανάπτυξη της ιδιαίτερης σχέσης μεταξύ βρέφους-φροντιστή (συνήθως το άτομο αυτό είναι η μητέρα) βασίζεται πρωταρχικώς στη συναισθηματική διαθεσιμότητα και κατάλληλη ανταπόκριση του φροντιστή στις ανάγκες του βρέφους (Βρατσίνη, 2017) στοχεύοντας στη δημιουργία ενός ασφαλούς και προστατευμένου περιβάλλοντος (Shiakou, 2011).

Ο εμπειρικός έλεγχος της θεωρητικής προσέγγισης του Bowlby προήλθε από την Mary Ainsworth με την εφαρμογή της πειραματικής τεχνικής για την εξερεύνηση των ατομικών διαφορών στη σχέση προσκόλλησης (Ainsworth et al., 2015).

Η πειραματική «Συνθήκη του Ξένου» φώτισε τις διαφορετικές αντιδράσεις των βρεφών (12-18 μηνών) υπό συνθήκες απειλής με στόχο την ενεργοποίηση τους συστήματος της προσκόλλησης και την αποκατάσταση του αισθήματος της ασφάλειας.

Οι παρατηρήσεις που προέκυψαν από τον πειραματικό έλεγχο οδήγησαν την Ainsworth στην εισαγωγή της έννοιας της «ασφαλούς βάσης» και στον εντοπισμό τριών τύπων προσκόλλησης: τον ασφαλή, τον αμφιθυμικό και τον αποφευκτικό (Ainsworth, 1989).

Διαφοροποίηση φυσιολογικής - παθολογικής προσκόλλησης

Η σχέση βρέφους-φροντιστή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διάκριση μεταξύ φυσιολογικής και παθολογικής αναπτυξιακής πορείας του ατόμου (Sroufe, 2005) ανάλογα με τον τύπο του δεσμού που έχει δημιουργηθεί. Από το έργο της Ainsworth προέκυψε η διάκριση των τύπων προσκόλλησης μεταξύ ασφαλούς και ανασφαλούς δεσμού.

Ασφαλής προσκόλληση

Η ασφαλής προσκόλληση αρχίζει να αναπτύσσεται όταν ο φροντιστής αντιλαμβάνεται τις ανάγκες του παιδιού και είναι διαθέσιμος να ανταποκριθεί κατάλληλα σε αυτές.

Τα βρέφη με ασφαλή δεσμό με τους φροντιστές συνήθως είναι χαρούμενα. Εξερευνούν το περιβάλλον τους με ασφάλεια όταν ο φροντιστής είναι παρών, δυσανασχετούν εάν απομακρυνθεί και αισθάνονται ανακούφιση με την επανεμφάνιση του.

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των βρεφών με ασφαλή δεσμό προσκόλλησης είναι η ενεργητική επικοινωνία και αλληλεπίδραση με τους γονείς τους, το αίσθημα εμπιστοσύνης που βιώνουν προς αυτούς όταν είναι λυπημένα και η άνετη εξερεύνηση του περιβάλλοντος σε συνθήκες που αντιλαμβάνονται την παρουσία των φροντιστών.

Ο φροντιστής χαρακτηρίζεται ως δοτικός και φροντιστικός προς το βρέφος, δίνοντάς του το χώρο ταυτόχρονα να κάνει τις επιλογές του ελεύθερα και να λαμβάνει αποφάσεις. Συνεπώς, παρατηρείται υψηλή φροντίδα και περιορισμένη υπερπροστασία (Bretherton, 2000).

Ανασφαλής δεσμός προσκόλλησης

Από την άλλη πλευρά, σε έναν ανασφαλή δεσμό προσκόλλησης παρατηρούνται στα βρέφη έντονα δυσφορικά συναισθήματα, όπως φοβία, άγχος, θυμός, ακόμη και αδιαφορία προς τον φροντιστή (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2009).

Συχνά, το βρέφος αδιαφορεί αν ο φροντιστής είναι παρών και η επιστροφή του στο δωμάτιο δεν προκαλεί χαρά στο παιδί. Ως προς την αλληλεπίδραση βρέφους-φροντιστή εντοπίζεται έλλειψη τρυφερότητας και φροντίδας.

Ο φροντιστής προσπαθεί να κάνει αισθητή την παρουσία του, αλλά με τρόπο μη λειτουργικό, όπως ένα επικριτικό σχόλιο ή με την προσπάθεια να ελέγξει τη συμπεριφορά του παιδιού.

Συγκεκριμένα, στον αγχώδη-αποφευκτικό τύπο, η συμπεριφορά του φροντιστή χαρακτηρίζεται από απουσία άμεσης ανταπόκρισης ή ανταπόκριση φορτισμένη με θυμό, δυσαρέσκεια ή επίκριση στις ανάγκες του παιδιού. Η απομάκρυνση του φροντιστή συνοδεύεται από άγχος, φόβο ή θυμό, συναισθήματα που παραμένουν ακόμη και με την επιστροφή του, με αποτέλεσμα το βρέφος να μην ηρεμεί.

Η προθυμία για εξερεύνηση του περιβάλλοντος είναι εξαιρετικά περιορισμένη και το βρέφος δείχνει να είναι συναισθηματικά αδιάφορο απέναντι τον φροντιστή.

Αγχώδης αμφιθυμική προσκόλληση

Στην αγχώδη αμφιθυμική προσκόλληση από την άλλη, το βρέφος παρουσιάζει αμφιθυμικά συναισθήματα, καθώς αφενός αναζητά τον φροντιστή, αφετέρου προσπαθεί να τον αποφύγει και τον απομακρύνει (αμφίσημη - με αντίσταση προσκόλληση).

Η συμπεριφορά των γονέων εκδηλώνεται με μία ασταθή απαιτητικότητα από τα βρέφη, με αντιδράσεις απρόβλεπτες και αγνόηση των αναγκών και αιτημάτων του βρέφους (Βενάρδου, 2018).

Ανασφαλής αποδιοργανωμένη προσκόλληση

Τέλος, σε βρέφη με ανασφαλή αποδιοργανωμένη προσκόλληση εντοπίζεται αστάθεια στη συμπεριφορά απέναντι στον φροντιστή/γονέα και απρόβλεπτες αποκρίσεις, με μεγάλη δυσκολία να παρηγορηθούν όταν είναι αναστατωμένα. Το βρέφος, λοιπόν, βιώνει αισθήματα έντονου άγχους και σύγχυση προς το πρόσωπο φροντίδας (Cole & Cole, 2002).

Άγχος του ξένου και άγχος αποχωρισμού

Κατά την ανάπτυξη του τύπου της προσκόλλησης, παρατηρείται στα βρέφη συχνά το άγχος του ξένου και το άγχος αποχωρισμού. Η εγγύτητα και διαρκής αλληλεπίδραση με τη μητέρα παράλληλα με τη γνωστική ανάπτυξη του βρέφους δημιουργούν μια σαφή, σταθερή εικόνα της μητέρας.

Κατ’ επέκταση, κάθε πρόσωπο διαφορετικό από το συνηθισμένο της μητέρας αγχώνει και φοβίζει το βρέφος (Wenar & Kerig, 2000).

Κάθε νήπιο αντιδρά με διαφορετική ένταση, βάσει της εγγύτητας της σχέσης βρέφους-φροντιστή, σειράς γέννησης ή των οικείων προσώπων. Μετά το πρώτο έτος, το νήπιο αναζητά όλο περισσότερο τη μητέρα και την παρουσία της στον ίδιο χώρο, με κορύφωση τον 18ο μήνα της ηλικίας, παρουσιάζοντας την ανάγκη να την ελέγχει και να βρίσκεται συνεχώς στη διάθεσή του

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου