ΗΡΟΔΟΤΟΣ, ο «πατήρ της ιστορίας», ήτο άνθρωπος εξόριστος και εξ επαγγέλματος αφηγητής· όχι βεβαίως ως Ιταλός improvisatore, αλλά πεζογράφος αντίστοιχος προς αοιδόν, διηγούμενος πράξεις αληθινών ανθρώπων, και περιγράφων ξένους τόπους. Η εργασία του λοιπόν, καθώς ο Θουκυδίδης αυστηρώς λέγει, ήτο «αγώνισμα ες το παραχρήμα», δηλαδή απέβλεπε μάλλον εις προσωρινήν επιτυχίαν παρά μόνιμον εύρεσιν της αληθείας.
Ο πρώτος του σκοπός ήτο να εξάπτη την περιέργειαν των ακροατών, φαίνεται δε ότι ο Ηρόδοτος είχε την χάριν ταύτην οποτεδήποτε ήνοιγε τα χείλη· αλλ' είναι φανερόν και ότι υψώθη υπεράνω του επαγγέλματός του, ότι επροχώρησεν από σειράς δημοσίων αναγνωσμάτων εις μεγάλην ιστορίαν και πιθανώς εις κάτι περισσότερον. Διότι το έργον του δεν είναι μόνον διήγησις ενός συγκινητικού πολέμου, πολιτικώς σπουδαίου και πνευματικώς μεγίστου· αλλ' είναι ίσως υπέρ παν άλλο γνωστόν βιβλίον και η έκφρασις ενός όλου ανθρώπου, η παράστασις όλου του κόσμου, βλεπομένου διά μέσου ενός νου και από μιας ιδιαιτέρας απόψεως. Τότε ο κόσμος ήτο εξαιρέτως διαφέρων, αλλά και ο νους εκείνος αν και λίαν ατομικός, ήτο εκ των περιεκτικωτάτων, όσους εγνώρισεν η ανθρωπότης. Η όλη του μέθοδος είναι λίαν υποκειμενική. Ο Ηρόδοτος συμπαθεί τόσον, ώστε δεν δύναται διαρκώς να επικρίνη ή να μένη ψυχρός προς τας πέριξ αυτού βαθείας προλήψεις του λαού· λοιπόν ευθύς εξ αρχής συμμερίζεται την κοινήν πίστιν και διαβλέπει την ενέργειαν ηθικού θεού επί πάντων των ιστορικών συμβάντων. Είναι ζωηρός, ευαίσθητος, αγαπά τους ανθρώπους, συγκρατεί τας λεπτομερείας, όσαι ζωογονούσι την αφήγησίν του, λησμονεί δε αυτάς, οσάκις είναι μόνον αριθμοί και γεγονότα· αμέσως αισθάνεται το περιβάλλον της κοινωνίας όπου εμβαίνει, και διαρκώς επηρεάζεται υπό της γοητείας μεγάλων ανθρωπίνων ενεργειών, π. χ. της αυστηράς και απροσώπου αιγυπτιακής ιεραρχίας ή του λαμπρού κύκλου των μεγάλων ανδρών των Αθηνών· αλλ' όμως είναι πάντοτε έξυπνος, χαριτολόγος, αβρός εις τας κρίσεις, βαθυτάτα πεπεισμένος περί της ασθενείας της ανθρωπίνης φύσεως, των σφαλμάτων του ηρωισμού της και της οφειλομένης συγγνώμης διά την ατέλειαν αυτής. Το βιβλίον του Ηροδότου φέρει παντού την σφραγίδα του χαρακτήρος τούτου και τούτων των αρχών.
Ο Ηρόδοτος εγεννήθη εν Αλικαρνασσώ, απέναντι της Ρόδου. Η πόλις αύτη ήτο μεικτή, διότι δωρικόν στρώμα κατέβαλε το εγχώριον καρικόν, έπειτα δε και αυτό υπέκυψεν εις τον υψηλότερον πολιτισμόν των Ιώνων γειτόνων, πάντες δε ήσαν υπήκοοι της Περσίας· ήτο λοιπόν καλόν τροφείον ιστορικού, όστις έμελλε να διακριθή διά την έλλειψιν πάσης φυλετικής προκαταλήψεως. Εγεννήθη δε περί τα 484 π. Χ. μεταξύ των απηχήσεων της μεγάλης πάλης. Η Αρτεμισία, η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, επολέμησεν υπέρ του Ξέρξου εν Σαλαμίνι, ο δε εγγονός αυτής Λύγδαμις κατείχεν ακόμη τον θρόνον ως τύραννος υπό τον Αρταξέρξην μετά τα 460. Ο Ηρόδοτος κατέτριψε τα πρώτα νεανικά του έτη πολεμών υπό την ηγεσίαν συγγενούς του, όστις ήτο ο ποιητής και μάντις Πανύασις, όπως ελευθερώση την πατρίδα του από του τυράννου και του περσικού ζυγού· αλλ' εν τη ιστορία του δεν αναφέρει τους αγώνας εκείνους, οι οποίοι βεβαίως αφήκαν ίχνη εις τον χαρακτήρα του. Και ο μεν Πανύασις εζωγρήθη και εθανατώθη, ο δε Ηρόδοτος έφυγεν εις την Σάμον. Τέλος — άγνωστον πώς, — ο Λύγδαμις έπεσε και ο Ηρόδοτος επανήλθεν· αλλά η άρχουσα μερίς δεν ήτο φιλική προς αυτόν — ίσως εκείνοι ήσαν θιασώται της αυτονομίας, αυτός δε της μετά των Αθηναίων συμμαχίας — και τοιουτοτρόπως ο Ηρόδοτος ήρχισε τας περιηγήσεις του. Εν Αθήναις ηύρε δευτέραν πατρίδα, και είχε φίλον τον Σοφοκλή, και ίσως τον Περικλή και τον Λάμπωνα. Τέλος έγινε πολίτης των Θουρίων, της υποδειγματικής αποικίας, ήν οι Αθηναίοι έκτισαν επί της κάτω Ιταλίας κατά τα 443 παρά την Σύβαριν, ήτις κατεστράφη δύο φοράς. Αλλά περί των τελευταίων αυτού χρόνων και των περιηγήσεων ολίγα βάσιμα γινώσκομεν. Ο Ηροδότος εταξείδευσεν εις την Αίγυπτον μέχρι της Ελεφαντίνης πόλεως, ότε η χώρα υπέκειτο εις την Περσίαν και, εννοείται, ότε η Περσία ήγεν ειρήνην προς τας Αθήνας, δηλαδή μετά τα 447. Τότε είχεν ήδη συμπληρώσει την μεγάλην ασιατικήν του περιήγησιν (Β' 150) και διέλθει την Βαβυλωνίαν μέχρι των περιχώρων των Σούσων και των Εκβατάνων. Εταξείδευσε δε και εις τον Εύξεινον πόντον, εις τας εκβολάς του Ίστρου, εις την Χερσόνησον και την γην των Κόλχων· επειδή δε κατά τα 444 ο Περικλής έπλευσεν εις τον Εύξεινον μετά μεγάλου στόλου, είναι πιθανόν ότι προηγουμένως ο Ηρόδοτος είχε σταλή προς εξερεύνησιν των χωρών εκείνων. Πλην τούτων, έπλευσεν εις την Τύρον και φαίνεται ότι κατέβη όλην την ακτήν της Συρίας μέχρι της Αιγύπτου. Απήλθε δε και εις την Κυρήνην και είδε μέρος της Λιβύης. Εγνώρισε τας ακτάς της Θράκης και διήλθε την Ελλάδα κατά πάσαν διεύθυνσιν, ιδών την Δωδώνην, την Ακαρνανίαν, τους Δελφούς και τας Θήβας και εν Πελοποννήσω την Τεγέαν, την Σπάρτην και την Ολυμπίαν.
Αλλά ποίος ήτο άραγε ο σκοπός όλων των ταξειδίων τούτων; και πώς κατώρθωνεν άνθρωπος εξωρισμένος εκ της πατρίδος και επομένως μη δυνάμενος να έχη το εισόδημα της περιουσίας του, να δαπανά τόσα; Τούτο είναι περίεργότατον ερώτημα και η ορθή απάντησις αυτού θα μας εδίδασκε πολλά, σήμερον άγνωστα, περί του ελληνικού βίου κατά τον πέμπτον π. Χ. αιώνα. Ο Ηρόδοτος ίσως εταξείδευεν ως έμπορος· αλλ' όμως περί εμπόρων λαλεί παροδικώς και όχι μόνον αναφέρει, συμφώνως προς τον σκοπόν του βιβλίου του, αλλά πράγματι φαίνεται ότι επεσκέφθη κέντρα μαθήσεως μάλλον ή εμπορίου. Διότι εν Β' 44 λέγει ρητώς ότι έπλευσεν εις την Τύρον θέλων περί των χρόνων του Ηρακλέους «σαφές τι ειδέναι». Αληθώς λοιπόν φαίνεται ότι ο Ηρόδοτος ήτο εξ επαγγέλματος λογοποιός, δηλαδή έγραφε και ανεγίνωσκε λόγους, ακριβώς όπως ο Κύναιθος και ίσως ο Πανύασις έγραφον και ανεγίνωσκον έπη. Η ανεκδοτική παράδοσις, η αναφέρουσα δημόσια αυτού αναγνώσματα εν Αθήναις, Θήβαις, Κορίνθω και Ολυμπία, είχε βεβαίως αληθινήν βάσιν. Ο Ηρόδοτος δηλαδή εταξείδευεν, όπως οι αοιδοί και οι σοφισταί· όπως οι Ομηρίδαι, ο Πίνδαρος, ο Ελλάνικος, ο Γοργίας. Και εν μεν τω ελληνικώ ήτο βέβαιος ότι θα εύρισκε γενναιοδώρους ακροατάς· μεταξύ δε των βαρβάρων συνέλεγε τουλάχιστον νέους λόγους. Διαφωτιστική πιθανώς είναι και η μαρτυρία του Αριστοτελικού Διύλλου (κατά τα τέλη του δ' π. Χ. αιώνος) ότι ο Ηρόδοτος «δέκα τάλαντα δωρεάν έλαβεν εξ Αθηνών, Ανύτου το ψήφισμα γράψαντος». Αύτη δεν ήτο πληρωμή διά σειράν αναγνωσμάτων, αλλ' αμοιβή σπουδαίας δημοσίας υπηρεσίας. Είναι δε προτιμοτέρον να εξηγήσωμεν την υπηρεσίαν εκείνην ως συλλογήν συστηματικών ειδήσεων περί χωρών πολιτικώς σπουδαιοτάτων διά τας Αθήνας, — Περσίας, Αιγύπτου, Θράκης και Σκυθίας, ίνα παραλίπωμεν το Άργος — ή ως ιστορικήν υπεράσπισιν των Αθηνών κατά τας αρχάς του Πελοποννησιακού πολέμου, ότι έσωσαν την Ελλάδα. Και αυτό το δημοσιευθέν βιβλίον, όπως έχομεν αυτό, γέμει πληροφοριών, ανεκτιμήτων δι' Αθηναίον πολιτικόν των Περικλείων χρόνων· είναι δε πιθανώτατον ότι ο Ηρόδοτος είχε και σωρούς άλλων πληροφοριών, τας οποίας ηδύνατο ν' ανακοινώση μεν εις το αθηναϊκόν «υπουργείον των εξωτερικών», αλλά να μη δημοσιεύση προς χρήσιν όλης της Ελλάδος.
Αι ιστορίαι του Ηροδότου συνήθως είναι διηρημέναι εις εννέα βιβλία, φέροντα τα ονόματα των Μουσών. Αλλ' η διαίρεσις αύτη, εννοείται, είναι πολύ μεταγενεστέρα. Ο Ηρόδοτος δεν είχεν είδησιν περί των Μουσών του, αλλ' απλώς επέγραψε το βιβλίον του «Ηροδότου Θουριέως ιστορίης απόδεξις ήδε». Αι ημέτεραι εκδόσεις λέγουσιν «Ηροδότου Αλικαρνασσέως», αλλ' εκείνος φαίνεται κατά πάσαν αναλογίαν ότι έγραψε «Θουρίου», Θουρίου δε ανέγνωσε και ο Αριστοτέλης. Αλλ' οι Αθηναίοι ή οι Ίωνες βιβλιοπώλαι, οι πραγματευόμενοι προς κοινόν, γνωρίζον τον Ηροδότον ως Αλικαρνασσέα, φυσικά διώρθωσαν τους κυλίνδρους των συμφώνως προς αυτό. Είναι δηλαδή η αυτή περίπτωσις της επιγραφής της Αναβάσεως, ήτις εδημοσιεύθη ψευδωνύμως, ως βιβλίον Θεμιστογένους του Συρακοσίου· αλλ' επειδή ήτο γνωστόν ως έργον του Ξενοφώντος, η βιβλιεμπορία επροτίμησε να επιγράψη το γνωστοτέρον όνομα.
Τα τρία τελευταία βιβλία του Ηροδότου διηγούνται την εισβολήν του Ξέρξου και την απόκρουσιν αυτού, τα δ' έξ πρώτα αποτελούσιν είδος εισαγωγής εις αυτά, αφήγησιν περί της βαθμιαίας υπαγωγής των δυνάμεων όλου του κόσμου υπό την Περσίαν, του δυνατού λακτίσματος της Ιωνίας κατά του ακαταμαχήτου κράτους και την έκρηξιν της εναντίον της Ελλάδος καταιγίδος. Το νήμα του συνόλου είναι κατ' αρχάς χαλαρόν και δυσδιάκριτον· μόνον εφ' όσον προχωρούμεν αρχίζομεν να αισθανώμεθα την αυξανομένην έντασιν του θέματος, δηλαδή την συγκέντρωσιν όλων των δυνάμεων και των εθνών, όσα βαθμηδόν εγνωρίσαμεν, εις την μίαν μεγάλην πάλην.
Ο Ηρόδοτος αρχόμενος από της μυθικής και παλαιοτάτης έχθρας μεταξύ Ευρώπης και Ασίας αναλαμβάνει την αφήγησιν αφ' ής ο Κροίσος της Λυδίας υπεδούλωσε, πρώτος Ασιανός, Ελληνίδας πόλεις. Οι λυδικοί λόγοι πλούσιοι και φαντασιώδεις, περιέχοντες πολλήν δελφικήν παράδοσιν, άγουσιν εις την κατάκτησιν της Λυδίας υπό του Κύρου και την ανύψωσιν της Περσίας εις την κυριαρχίαν της Ασίας. Η προηγουμένη ιστορία και υποταγή της Μηδίας και της Βαβυλώνος έρχονται ως επεξηγήσεις του μεγαλείου της Περσίας και η διήγησις προχωρεί εις την κατάκτησιν της Αιγύπτου υπό του Καμβύσου. Το Β' βιβλίον είναι όλον «Αιγύπτιοι λόγοι». Το δε Γ' επανέρχεται εις την αφήγησιν, ήτοι την αγρίαν υπό του Καμβύσου κυβέρνησιν της Αιγύπτου, τον ψευδοσμέρδιν, την συνωμοσίαν και ενθρόνισιν του Δαρείου και την υπ' αυτού κοπιώδη οργάνωσιν του κράτους. Εν τω Δ' βιβλίω ο Δαρείος, ορεγόμενος και άλλων χωρών, εκστρατεύει κατά των Σκυθών και ούτω κατά πρώτον η Περσία εκτείνει την χείρα επί την Ευρώπην προς βορράν, — εδώ δε παρεμβάλλονται οι «σκυθικοί λόγοι»· αλλ' εν τω μεταξύ η βασίλισσα της Κυρήνης εκάλεσεν εκ του νότου τον περσικόν στρατόν κατά της Βάρκης και η τρομερά δύναμις προχωρεί και εις την Λιβύην — εδώ λοιπόν είναι η θέσις των «λιβυκών λόγων». Εν τω Ε' βιβλίω, ενώ απόσπασμα του σκυθικού στρατού, αγόμενον υπό του Μεγαβάζου, καταλείπεται όπισθεν, όπως υποτάξη την Θράκην — εδώ έρχονται οι «θρακικοί λόγοι» — ο Αρισταγόρας ο τύραννος της Μιλήτου, παρορμώμενος υπό του πενθερού του, του πρώην τυράννου Ιστιαίου, βαρυνόμενος υπό χρεών και φοβούμενος ταποτελέσματα στρατιωτικών αποτυχιών, βυθίζει όλην την Ιωνίαν εις απεγνωσμένην εξέγερσιν εναντίον των Περσών, ζητεί βοήθειαν παρά του ισχυροτάτου κράτους της Ελλάδος και παρά της μητροπόλεως της Ιωνίας και η μεν Σπάρτη αρνείται, αι δε Αθήναι δέχονται. Η Ερέτρια, η παλαιά σύμμαχος της Μιλήτου, συμμαχεί μετά των Αθηνών, κατά δε την πρώτην ορμήν οι σύμμαχοι ειςχωρούσιν εις τας περσικάς κτήσεις και καίουσι τας Σάρδεις· αλλ' αμέσως τρέπονται εις αναπόφευκτον υποχώρησιν, καθιστώσι δ' αναγκαίαν διά την περσικήν τιμήν την καταστροφήν των Ελλήνων, Το Στ' βιβλίον διηγείται την αδιάκοπον ήτταν της Ιωνίας, το τέλος του Αρισταγόρου και την περιπετειώδη και φοβεράν φυγήν ολοκλήρων κοινοτήτων από της περσικής εκδικήσεως. Ήδη ο βασιλεύς εγείρει την χείρα κατά της Ελλάδος· βορείως μεν ο Μαρδόνιος προχωρεί διαρκώς επιτυγχάνων, υποτάσσων την Θράκην και τας νήσους και δεχόμενος την υποταγήν της Μακεδονίας· νοτίως δε ο Δάτις έρχεται διά θαλάσσης κατ' ευθείαν εναντίον της Ερετρίας και των Αθηνών. Συγχρόνως πέμπονται κήρυκες ανά τας Ελληνίδας πόλεις, ζητούντες «γην και ύδωρ», τα σημεία της υποταγής εις το θέλημα του μεγάλου βασιλέως.
Εντός πάντων των βιβλίων τούτων, αλλ' ιδίως του Στ', η ιστορία των ελληνικών κρατών συνοψίζεται εις παρεκβάσεις και σημειώσεις, ιστορικώς σπουδαιοτέρας της κυρίας περί της Ασίας αφηγήσεως. Ο Δάτις αποβιβάζεται εις την Εύβοιαν και εκτελεί το πρώτον μέρος των διαταγών του, σαρώνων την Ερέτριαν από προσώπου της γης, έπειτα δε προχωρεί εις τον Μαραθώνα προς εκτέλεσιν και του υπολοίπου μέρους. Εκεί απαντώσιν αυτόν όχι πάντες οι Έλληνες ηνωμένοι, ουδέ καν αι μεγάλαι δωρικαί πόλεις, αλλά μόνον οι Αθηναίοι και οι ανδρείοι Πλαταιείς πανδημεί, — απαντώσιν αυτόν και τη βοήθεια των θεών και προς έκπληξιν των ανθρώπων, νικώσι. Μετά τούτο η διήγησις προβαίνει σταθερώς· το Ζ' βιβλίον προχωρεί βραδύτατα· λέγει τον θάνατον του Δαρείου και την ενθρόνισιν του Ξέρξου· την μακράν συνάθροισιν αηττήτου στρατού, τας παρασκευάς, τας σειούσας την Ασίαν επί τρία έτη· τας συσκέψεις και το αναποφάσιστον των πόλεων, τον τρόμον αυτών και το μόλις βασταζόμενον θάρρος, τα ζωηρά ερωτήματα των ανδρών, οίτινες ευρίσκουσιν αυτά τα γεγονότα δεινότερα των φόβων των. Ακούεται η φοβερά φωνή του εν Δελφοίς Θεού, εις όν εθάρρουν, συμβουλεύουσα ταχείαν φυγήν (Ζ' 140) «ω μέλεοι, τι κάθησθε;» Αι Αθήναι, αι υβρίσασαι εις τον βασιλέα, επρόκειτο ν' αφανισθώσι. Το Άργος και άλλαι πόλεις ηδύναντο ν' αγοράσωσι την ζωήν διά της υποταγής και της αποχής από των μωρών, όσοι ετόλμησαν να πολεμήσωσιν εναντίον ισχυροτέρων. Αλλ' οι πλείστοι των Ελλήνων εξαίρονται υπεράνω των θρησκευτικών προλήψεων, επέρχεται η συνεννόησις των φρονιμωτέρων και τέλος η ανατριχιαστική διήγησις της μάχης.
Πολλά εγράφησαν περί της συνθέσεως των ιστοριών του Ηροδότου· ότι ευκόλως λοξοδρομούσιν εις παρεκβάσεις, ότι περιέχουσιν επαναλήψεις και αντιφάσεις κατά τας λεπτομερείας και ότι αι μνείαι συμβάντων και τόπων, κειμένων εκτός της κυρίας αφηγήσεως, σκοτίζουσι τον νουν προσεκτικού αναγνώστου. Και ο μεν Bauer ήχθη εις την υπόθεσιν ότι το βιβλίον απετελέσθη εκ χωριστών λόγων, οργανικώς ασυνδέτων. Ο δε Kirchhoff υπεστήριξεν ότι το έργον εσχεδιάσθη μεν ως σύνολον, συνετέθη δε βαθμηδόν και το μεν εξ αρχής μέχρι του Γ' 119 μέρος, όπερ ουδεμίαν δεικνύει προς την Δύσιν αναφοράν, εγράφη προ του 447 και προ της εις Θουρίους μεταβάσεως του Ηροδότου· ολίγω δε βραδύτερον συνεγράφη το μέχρι τέλους του Δ' βιβλίου· τέλος δε κατά τας αρχάς του πελοποννησιακού πολέμου ο Ηρόδοτος επανήλθεν εις τας Αθήνας και κατά τον ενθουσιαστικόν εκείνον καιρόν έγραψεν όλον το δεύτερον ήμισυ του έργου, ήτοι τα βιβλία Ε'-Θ', εσκόπει δε να προχωρήση, αλλά τα συμβάντα του 431 διέκοψαν το έργον, ο δε θάνατος αφήκεν αυτό ασυμπλήρωτον. Ο δε Macan νομίζει ότι τα τρία τελευταία βιβλία εγράφησαν πρώτα, και ότι το λοιπόν έργον είναι προοίμιον «συντεθέν εκ μερών, μάλλον ή ήττον ανεξαρτήτων, ών το Β' βιβλίον είναι το φανερώτατον, το δε Δ' περιέχει δύο άλλα μέρη, κατά ένα μόνον βαθμόν ολιγώτερον φανερά»· αλλ' η εσωτερική αυτή μαρτυρία δεν δύναται να δείξη αν οιονδήποτε των μερών τούτων συνετέθη ή εδημοσιεύθη ανεξαρτήτως.
Ολίγα λοιπόν είναι περί τούτου βέβαια· και πρώτον, ως τελευταία γεγονότα μνημονεύει την κατά των Πλαταιών προσβολήν του 431 π. Χ., την επακολουθήσασαν εισβολήν των Λακεδαιμονίων εις την Αττικήν και τον φόνον των εις Περσίαν σταλέντων πρεσβευτών της Σπάρτης κατά τα 430. Γινώσκομεν έπειτα ότι ήτο εν Αθήναις μετά τα 432, διότι είχεν ιδεί τα Προπύλαια τελειωμένα· το δε βιβλίον αυτού θα ήτο ήδη νωπόν εν τη μνήμη των Αθηναίων κατά τα 425 π. Χ., ότε ο Αριστοφάνης παρώδησε την αρχήν του Α' βιβλίου. Τεκμαιρόμενοι δ' εκ των σιωπωμένων, εικάζομεν, ότι δεν έγραφε μετά τα 424, ότε ο Νικίας κατέλαβε τα Κύθηρα, και σχεδόν είμεθα βέβαιοι ότι δεν εγίνωσκε την εις Σικελίαν εκστρατείαν του 415 ή την κατάληψιν της Δεκελείας του 413. Θέμα του Ηροδότου ήτο η απελευθέρωσις της Ελλάδος και η μετ' αυτήν αθηναϊκή ηγεμονία, απέθανε δε πριν η ηγεμονία εκείνη αρχίση να καταρρέη.
Φαίνεται δε μάλλον ότι δεν έζησε να τελειώση το έργον του. Ο Kirchhoff εικάζει ότι εσκόπευε να εκτείνη την ιστορίαν μέχρι της επ' Ευρυμέδοντι μάχης, δηλαδή του οριστικού σημείου, ότε οι ελευθερωθέντες Ίωνες ώμοσαν τον όρκον της ενώσεως υπό την ηγεμονίαν των Αθηνών· τούτο κατά την γνώμην του Kirchhoff είναι το πραγματικόν τέλος των μηδικών και όχι η πολιορκία της Σηστού, το τελευταίον γεγονός της υπαρχούσης διηγήσεως. Αλλ' άραγε αυτός ο Ηρόδοτος δεν υποδεικνύει ότι ενόει να καταβή· και παρακάτω, λέγων (Ζ' 213) ότι θα είπη «εν τοίσι όπισθε λόγοισι» την άλλην αιτίαν, δι' ήν εφονεύθη ο προδότης Εφιάλτης, γεγονός, όπερ συνέβη ολίγον μετά τα 476; Ο Kirchhoff παραδέχεται τούτο, αλλά δεν θεωρεί το πόρισμα ως πειστικόν· διότι η αφορμή ηδύνατο να συνέβη πολύ προ του φόνου, είναι δ' εκ πολλών χωρίων φανερόν ότι ο Ηρόδοτος θεωρεί πάντα τα μετά τα 479-8 γεγονότα ως έξω του ιστορικού του κύκλου. Ούτω φθάνει, φαίνεται, εις την τελευταίαν του χρονολογίαν, αλλά δεν έχει αποτελειώσει την αναθεώρησιν και την συναρμογήν, αφήνει ανεκπλήρωτον την περί του Εφιάλτου υπόσχεσιν, επαναλαμβάνει δις κατά τρόπον όμοιον, αλλ' όχι τον αυτόν (Α' 175, Η' 104), γεγονός όχι άξιον τόσης εμφάσεως, ότι οσάκις οι Πηδασείς έμελλον να πάθωσι κανέν ατύχημα, τότε «η ιερείη της Αθηναίης φύει πώγωνα μέγαν» { the priestess of Athena there, was liable to grow a beard } το δε περιεργότερον, δις αναφέρεται εις ό,τι μέλλει να είπη «εν τοίσι Ασσυρίοισι, λόγοισι» (Α' 106,184), όπερ δεν ευρίσκεται. Ποίον δε θα ήτο το πραγματικόν τέλος του έργου, είναι ζήτημα περιμάχητον. Δύναται απλούν περί Κύρου ανέκδοτον σχετιζόμενον προς ωχρόν θαύμα του τάφου του Πρωτεσίλαου να είναι το τέλος του μεγάλου και ισοβίου έργου ενός καλλιτέχνου του λόγου; Τούτο είναι ζήτημα καλαισθησίας. Αγάπη προς επεισόδια και ανέκδοτα είναι η πρώτη αδυναμία του Ηροδότου, η δ' ελληνική τέχνη του λόγου ηγάπα κατά το τέλος του έργου να χαλαρώνη μάλλον ή να εντείνη την δύναμιν αυτού.
Περί δε των Ασσυρίων λόγων το μάλλον αξιοσημείωτον είναι ότι ανέγνωσεν αυτούς ο Αριστοτέλης. Διότι εν Η' ιη' [των περί τα Ζώα ιστοριών] λέγει « Τα μεν ουν γαμψώνυχα... άποτα πάμπαν εστίν, αλλ' Ηροδότος ηγνόει τούτο· πεποίηκε γαρ τον της μαντείας πρόεδρον αετόν εν τη διηγήσει τη περί την πολιορκίαν της Νίνου πίνοντα». {crook-clawed birds do not drink. Herodotus1 did not know this, for he has fabled his ominous eagle drinking in his account of the siege of Nineveh.} Τούτο συντελεί όπως σχηματίσωμεν περί της συνθέσεως του όλου έργου θεωρίαν, ρίπτουσαν ολίγον φως εν γένει εις τον τρόπον των αρχαίων συγγραφών. Εάν ο Ηρόδοτος έλεγε και έγραφε τας «ιστορίας» του κατά το πλείστον του βίου, θα κατείχε πάντως πολύ περισσοτέραν ύλην ή όσην έδωκεν εις ημάς, και βεβαίως μέρη της ύλης ταύτης είχον διάφορα σχήματα. Είναι «αφύσικον» να πιστεύσωμεν ότι «λογογράφος» τις εχρησιμοποίει «λόγον» τινά μίαν μόνον φοράν ή ότι ουδέποτε μετέβαλλε την μορφήν αυτού. Η περί Πηδασέων διήγησις δεικνύει πως το ανέκδοτον άνευ τοιαύτης προθέσεως μεταβάλλεται και παρενείρεται εις διάφορον σειράν. Το δε σωζόμενον έργον προδήλως φαίνεται στηριζόμενον επί ογκώδους υλικού συλλεχθέντος και καταγραφέντος καθ' όλον τον βίον του συγγραφέως· εξ άλλου δε υπάρχει βεβαίως ενότης, καθόσον τα διάφορα υφάδια στερεώς κρατούνται και συγκλώθονται κατόπιν εις το κύριον νήμα. Τούτο δε πείθει ότι η μνεία μεταγενεστέρων γεγονότων δεν αποδεικνύει και ότι μέρος τι συνετέθη βραδύτερον. Το έργον, όπως έχει, είναι σύνθεσις των τελευταίων ετών του ανδρός, αλλά πολλά μέρη ηδύναντο να ληφθώσιν όλως αμετάβλητα εκ χειρογράφων ετοίμων προ πολλών ολυμπιάδων.
Κατά τούτο μόνον ο Meyer και ο Busolt φαίνονται ότι έχουσι δίκαιον, διαφωνούντες προς τον Macan και άλλους Ηροδοτείους, ότι οι Αιγύπτιοι λόγοι εγράφησαν πολύ κατόπιν, δηλαδή μάλλον μετά την εκ Θουρίων επιστροφήν του ιστορικού ή προ της πρώτης αυτού εκεί εγκαταστάσεως. Διότι το Β' βιβλίον απομένει χωριστόν από του υπολοίπου έργου, δεικνύει δε σημεία βαθείας εις το πνεύμα του συγγραφέως εντυπώσεως της αιγυπτιακής ιστορίας και παιδείας· ενώ δ' έχει όλην την ευπιστίαν του αόπλου νου του Ηροδότου, δεικνύει περισσοτέραν παρά παν άλλο μέρος ανεξαρτησίαν από της ελληνικής θρησκείας. Αν η εντύπωσις αύτη ήτο πρωιμωτέρα, θα άφηνε βεβαίως επί του όλου έργου πλειότερα ίχνη των ήδη ορατών. Αλλ' όμως υπάρχει και άλλη εικασία, πιθανωτάτη· ίσως ο Ηρόδοτος εχρησιμοποίησε νεανικόν έργον, όπερ εσκόπευε ν' αναθεωρήση. Ο Diels απονέμει τον ιδιαίτερον τόνον του Β' βιβλίου εις την άμεσον του συγγραφέως εξάρτησιν από του Εκαταίου, νομίζει δε ότι η εκείθεν αντιγραφή ήτο αφθονωτέρα ή όσον εσυνήθιζον το πάλαι, πλην αν υποθέσωμεν ότι οι «Λόγοι» προωρίζοντο μόνον ως κοινά αναγνώσματα, και δεν έτυχον της αναγκαίας επεξεργασίας, ως μόνιμα βιβλία.
Τας περί Ηροδότου κρίσεις ημών αναποδράστως παραβλάπτει παραβολή τις όχι προς τους προδρόμους και συγχρόνους αυτού, ουδέ καν προς τους κοινούς αυτού διαδόχους, όπερ θα ήτο εύλογον, αλλά προς μεταγενέστερον συγγραφέα μεγαλοφυή, τον Θουκυδίδην. Τοιουτοτρόπως δε ο Ηρόδοτος θεωρείται κάποτε ως τύπος απλοϊκής ευσεβείας, ή και ευπιστίας. Παράδοξος κρίσις! Είναι αλήθεια, ότι ο Ηρόδοτος σπανίως εκφράζει αμφιβολίαν περί οιουδήποτε σχετικού προς τους θεούς, ενώ πολλάκις αμφιβάλλει περί ζητημάτων της ανθρωπίνης ιστορίας· αμέσως λοξοδρομεί από θεμάτων επικινδύνων, πάντοτε σέβεται τα ονόματα των θεών, και αποφεύγει να διηγηθή ιστορίας, άς ωνόμαζεν ιεράς. Αλλά τούτο, εννοείται, ήτο όρος του επαγγέλματός του· διότι ο ραψωδός ή ο λογοποιός ο πράττων άλλως, θα εσωφρονίζετο αμέσως. Ο Ηρόδοτος δεν ήτο θρησκευτικός φιλόσοφος, ουδέ είχε θεωρίας να κηρύξη· εις πάντα τα μεταφυσικά είναι απροκατάληπτος, τούτο δε αποτελεί μέρος του μεγαλείου του. Αλλ' όμως ολίγοι ίσως Έλληνες ήσαν περισσότερον αυτού ελεύθεροι από των πεδών της τοπικής λατρείας και της πατροπαραδότου πολυθεΐας. Όθεν ωνομάσθη «μονοθεϊστής». Μονοθεϊστής βεβαίως δεν ήτο. Αλλά το ύφος του εμφαίνει είδος τι «μονοθεϊσμού», ήτοι ηθικόν τινα θεόν όπισθεν των φυσικών δυνάμεων και των ηρώων, σχεδόν τόσον σαφώς, όσον και το ύφος του Αισχύλου και αυτού του Πλάτωνος.
Ησίοδος
Αι περιηγήσεις ήσαν μεγάλα ρήγματα των φραγμών της πίστεως, οσάκις τα θρησκεύματα των ανθρώπων ήσαν εθνικά ή επαρχιακά ή και ενοριακά. Ήτο δε βεβαίως υπέρτερος της πολυθεΐας της πατρίδος του ο ανήρ, ο λέγων (Β' 53) ότι μόλις προ τετρακοσίων ετών ο Όμηρος και ο Ησίοδος ήσαν «οι ποιήσαντες θεογονίην Έλλησι και τοίσι θεοίσι τας επωνυμίας δόντες και τιμάς τε και τέχνας διελόντες και είδεα αυτών σημήναντες». { invented the Greek theology, and gave the gods their names,} Επικίνδυνος φράσις διά το κοινόν· αλλ' όμως ο Ηρόδοτος αδιαφορεί περί των ακροατών. Και βεβαίως δυνάμεθα να συνδυάσωμεν τούτο προς την παροδικήν αυτού παρατήρησιν περί της αιγυπτιακής θεολογίας (Β' 3) ότι νομίζει «πάντας ανθρώπους ίσον περί αυτών (των θεών) επίστασθαι» { about the gods one man knows as much as another} · φανερά δε συμπαθεί προς την περσικήν θρησκείαν κατ' αντίθεσιν προς την ελληνικήν, λέγων ότι γινώσκει τους Πέρσας «αγάλματα μεν και ναούς και βωμούς ουκ εν νόμω ποιευμένους ιδρύεσθαι, αλλά και τοίσι ποιεύσι μωρίαν επιφέρουσι, ως εμοί δοκέειν, ότι ουκ ανθρωποφυέας ενόμισαν τους θεούς κατά περ οι Έλληνες είναι, οι δε νομίζουσι Διί μεν επί τα υψηλότατα των ορέων αναβαίνοντες θυσίας έρδειν, τον κύκλον πάντα του ουρανού Δία καλέοντες, θύουσι δε ηλίω τε και σελήνη και γη και πυρί και ύδατι και ανέμοισιν». {Images and temples and altars it is not in their law to set up — nay, they count them fools who make such, as I judge, because they do not hold the gods to be man-shaped, as the Greeks do. Their habit is to sacrifice to Zeus, going up to the tops of the highest mountains, holding all the round of the sky to be Zeus!' " They sacrifice" he goes on, "to sun, moon, earth, fire, water, and the winds.} Το αίσθημα του χωρίου τούτου (Α' 131) εκφράζει την αληθινήν ελληνικήν πολυθεΐαν, ελευθέραν των τοπικών παραδόσεων και της ανθρωπομορφίας. Βεβαίως ο Ηρόδοτος ή και ο κοινός μη δεισιδαίμων Έλλην πιεζόμενος θα ωμολόγει ένα θεόν υπάρχοντα όπισθεν της μεταβαλλομένης φύσεως και της ιστορίας· αλλ' εσυνήθισε να αισθάνεται κάποιον θείον στοιχείον εδώ, εκεί, παντού, εις τους ανέμους και τα νερά και το φως και εις ό,τι συγκινεί την καρδίαν του, έπειτα δε ν' απομονώνη εκάστην αυτού εκδήλωσιν και να λατρεύη αυτήν οπότε θέλει.
Είναι δίκαιον να επιμείνωμεν εις ταύτα μάλλον τα χωρία ή εις εκείνα, όπου ο Ηρόδοτος ταυτίζει ποικίλους αλλοδαπούς θεούς προς γνωστούς ελληνικούς υπό τα πατροπαράδοτα ονόματα, Αλιλάτ-Αφροδίτη [Α' 132] Μένδης-Παν [Β' 46] Ίσις- Δημήτηρ [Β' 59] ή όπου μετά μικράν παρέκβασιν περί του βίου του Ηρακλέους και μετά το συμπέρασμα ότι υπήρχον δύο ομώνυμοι, εύχεται «τοσαύτα ημίν ειπούσι και παρά των θεών και παρά των ηρώων ευμενείη είη» {the gods and heroes " to take no offence} (Β' 45). Εκεί λαλεί την γλώσσαν των ακροατών του, ίσως δε και η «ασφαλής» επαγγελματική συμπεριφορά κατήντησε δευτέρα αυτού φύσις. Αλλά προκειμένου περί μαντείων και οιωνών και των θαυμάτων της Προνοίας, το πράγμα διαφέρει. Ο Ηρόδοτος συμπαθεί πολύ προς τους μάντεις και τούτο διά δύο τουλάχιστον λόγους. Τω καιρώ εκείνω ο κόσμος ηγάπα τους μάντεις, όπως κατόπιν τους ήρωας των μυθιστοριών, τους περιπλανωμένους ιππότας και τους τρουβαδούρους. Περί περισσοτέρων του ενός μάντεων, παρακολουθούντων τα ελληνικά στρατεύματα, ηδύνατο να είπη ο Ηρόδοτος [ό,τι λέγει περί Τιμησιθέου του Δελφού] «του έργα χειρών τε και λήματος έχοιμ' αν μέγιστα καταλέξαι» (Ε' 72) {might tell deeds most wonderful of might and courage}. Έπειτα δε η ιδιαιτέρα του αγάπη προς τον Ηρακλή, τον ήρωα του Πανυάσιδος, εμφαίνει ότι ο Ηρόδοτος δεν ηδύνατο να λησμονήση [τον θείον του εκείνον] τον μάντιν και τον εν τη μάχη παραστάτην, τον αποθανόντα υπέρ της ελευθερίας της Αλικαρνασσού.
Περί των χρησμών και των οιωνών πρέπει πάντοτε να ενθυμώμεθα την συχνήν αυτού επιφύλαξιν, ότι επαναλαμβάνει ό,τι ήκουσε, «πείθεσθαί γε μην ου παντάπασιν οφείλω». {he does not by any means profess always to believe it} Περί δε της μεγάλης σειράς των προ του πολέμου χρησμών (εν τω Ζ' βιβλ.) είναι φανερόν ότι, όσον και αν ήσαν επιδεκτικοί διαφόρου ερμηνείας, — και ποίος χρησμός δεν ήτο; — οι δώσαντες αυτούς θα επεθύμουν να είχον λησμονηθή. Οι δε λοιποί συνεφώνουν προς τα γενόμενα και επέτεινον το περίεργον της αφηγήσεως, το κύριον μέλημα του Ηροδότου· αναμφιβόλως δε πάντες οι Έλληνες, αναλογιζόμενοι τας θαυμασίας αυτών νίκας, θα ησθάνοντο κατά τας επισημοτάτας στιγμάς ό,τι ο Ηρόδοτος παριστά λέγοντα τον Θεμιστοκλή κατά την ώραν του θριάμβου· «τάδε γαρ ουκ ημείς κατεργασάμεθα, αλλά θεοί τε και ήρωες» {It is not we who have done this! The gods and heroes} — ήτοι καθόλου το θείον, πράγματι όχι διάφορον της αγαπητής φράσεως του Ηροδότου «θεός» ή «του θείου η προνοίη» [Γ' 108] — οι εφθόνησαν άνδρα ένα της Ασίης και της Ευρώπης βασιλεύεσαι, εόντα ανόσιόν τε και ατάσθαλον» [Η' 109]. Ποιος Άγγλος δεν ησθάνετο τα ίδια κατά την καταστροφήν της «μεγάλης αρμάδας» ή ποίος Ρώσος μετά την εκ της Μόσχας υποχώρησιν των Γάλλων;
Μάλιστα κατά την περιγραφήν της τρικυμίας, η οποία διέφθειρε (Ζ' 189, 191) την «αρμάδαν» του Ξέρξου, αν και οι Αθηναίοι πραγματικώς είχον παρακαλέσει τον Βορέαν να την πέμψη, ο Ηρόδοτος δεν στέργει να την αποδώση θετικώς εις τας ευχάς των, διά τον λόγον ότι και οι Μάγοι των Περσών προσηύχοντο επί τρεις ημέρας τα εναντία, τότε δε κατέπαυσεν η θύελλα. Ο θεός του Ηροδότου είναι φθονερός και καταρρίπτει, ως κεραυνός, τους υπερηφάνους τους τείνοντας να εξισωθώσι προς αυτόν. Ο Αριστοτέλης είναι των ολίγων θεολόγων, όσοι εξήγησαν ότι ο φθόνος είναι ανάρμοστος προς την ιδέαν του θεού και ότι κατ' αλήθειαν ο άνθρωπος έπρεπε να πλησιάζη προς τον θεόν όσον είναι δυνατόν. Κατά το σημείον τούτο ο θεός του Ηροδότου φαίνεται τω όντι ελλιπής· αλλ' αφού είναι ηθικός του κόσμου δικαστής, είν' έτοιμος, καθώς όλοι οι δικασταί, να τιμωρήση μάλλον αδίκως παρά ν' ανταμείψη δικαίως, θα ήτο δε διδακτικόν μεν, αλλ' άτοπον, να παραθέσωμεν ολίγα χωρία νεωτέρων ιστοριογράφων, οίτινες αποδίδουσιν εις ειδικάς ενεργείας της Προνοίας τους ανέμους και τα παρόμοια. Περί δε των χρησμών λέγομεν μόνον ότι την πίστιν του Ηροδότου επικυρώνει και ο σπουδαιότατος αυτού μεταφράστης και σχολιαστής, ο Rawlinson, (I, 176 σημ.) όστις φέρει επιχειρήματα όπως αποδείξη ότι την Πυθίαν ενέπνεεν o διάβολος! Κατά της καλής πίστεως του Ηροδότου είδος λύσσης κατέλαβε περιοδικώς πολλούς αξιολόγους άνδρας. Αλλ' ούτε ο Κτησίας, ούτε ο Μανέθων, ούτε ο Πλούταρχος, ούτε ο Panowsky, ούτε ο Sayce επέτυχον να πείσωσι πολλούς περί της κακοπιστίας αυτού.
Ο Ηρόδοτος επαγγέλλεται να διηγηθή την παράδοσιν και την παράδοσιν διηγείται· παραθέτει διαφόρους μαρτυρίας, αφήνων πλήρη ελευθερίαν εκλογής και πολλαχού επικρίνει ό,τι αναφέρει. Είναι δ' εντελώς απηλλαγμένος πάσης εθνικής ή τοπικής προκαταλήψεως. Θαυμάζει την ελευθερίαν και μισεί από καρδίας τους τυράννους. Αλλά δεν δεικνύει καμμίαν φανεράν προτίμησιν πραγματευόμενος περί ολιγαρχικής ή δημοκρατικής πολιτείας· είναι δε δύσκολον ν' αποδείξη τις οιανδήποτε λοξήν υπό του συγγραφέως παράστασιν τυράννου τινός, αν και είναι πιθανόν ότι γενικώς ηκολούθει την δυσμενεστέραν προς τους τυράννους παράδοσιν. Αλλά καθόλου ο Ηρόδοτος δεν είναι προς αυτούς αυστηρότερος του Θουκυδίδου ή του Πλάτωνος. Περί δε των Περσών προθυμότατα μαρτυρεί όχι μόνον την ανδρείαν των, αποδειχθείσαν, παραδείγματος χάριν, ότ' εμάχοντο ακάλυπτοι εναντίον των Ελλήνων οπλιτών, αλλά και την ελευθεριότητα, την φιλαλήθειαν και την πολιτικήν οργάνωσιν αυτών. Αντιπαθεί προς το σύστημα των γυναικωνιτών, προς τας ανατολικάς ωμότητας, τας μαστιγώσεις των δούλων στρατιωτών, τας συλήσεις των πόλεων, οσάκις οι Ασιανοί εφέροντο καθώς οι νεώτεροι Τούρκοι ή καθώς και οι Ευρωπαίοι κατά τους θρησκευτικούς πολέμους. Είναι αυστηρός προς τους Κορινθίους και τους Θηβαίους, ών άλλως η υπεράσπισις δεν θα ήτο πειστική. Διά να εκτιμήση δε κανείς πόσον δίκαιος είναι ο Ηρόδοτος, αρκεί να παρατηρήση ποίαν γλώσσαν μεταχειρίζονται νεώτεροι [Άγγλοι) συγγραφείς, όπως ο Froude και ο Motlye, περί οιουδήποτε καθολικού και μάλιστα Ισπανού ή Γάλλου.
Τα δε σφάλματα του Ηροδότου καθόλου μεν απορρέουσιν εκ των πηγών του, είναι δε κατά πάντα, πλην ενός, αληθέστερος αυτών. Είχεν αναγνώσει σχεδόν όλα τα τότε υπάρχοντα ελληνικά βιβλία· διότι όχι μόνον αναφέρει πλείστους συγγραφείς και ιδίως ποιητάς, αλλά και μεταχειρίζεται φράσεις αποδεικνυούσας γνώσιν της όλης γραμματείας. Αλλά φαίνεται ότι διά κάποιον λόγον απέφυγε να κάμη χρήσιν των έργων των συναδέλφων του, του Χάρωνος και του Ξάνθου, ουδένα δε αναφέρει λογογράφον εκτός του Εκαταίου. Εις δεκατέσσαρα δε χωρία μνημονεύει μνημεία και επιγραφάς, αν και βεβαίως δεν έκαμε συστηματικήν αυτών χρήσιν. Κατά μέγα δε μέρος στηρίζεται εις την προφορικήν διήγησιν, καλώς πληροφορημένων ανθρώπων και περί της παλαιοτέρας ιστορίας της Ελλάδος και περί των μηδικών. Περιερχόμενος δε τας βαρβαρικάς χώρας, εξηρτάτο κυρίως εκ των διερμηνέων και των αβασανίστων λόγων, των περιφερομένων ανά την ελληνικήν εκάστης πόλεως συνοικίαν.
Αι συχναί του φράσεις «ως οι Λίβυες» ή «ως οι Κυρηναίοι έλεγον», φαίνονται ότι αναφέρονται είτε εις τα πορίσματα των επιτοπίων ερευνών του, είτε εις την άμεσον πληροφορίαν κανενός επιχωρίου. Τετράκις δ' έχομεν μνείαν ωρισμένης πηγής. «Αρχίη τω Σαμίου του Αρχίεω αυτός εν Πιτάνη συνεγενόμην» {Archias whom I met at Pitane} λέγει, είτα δε ιστορεί τα περί του πάππου του Αρχίου· «ως δ' εγώ ήκουσα Τύμνεω τον Αριπείθιος επιτρόπου» η γενεαλογία είχεν ούτω. Τον δε Θέρσανδρον τον Ορχομένιον, όστις εδείπνησε μετά του Μαρδονίου εν Θήβαις και Δίκαιον τον Αθηναίον, όστις έζησεν εξόριστος μεταξύ των Μήδων μετά του Δημαράτου, του Σπαρτιάτου βασιλέως, επικαλείται μάρτυρας δύο επεισοδίων, δεικνυόντων, αν μη άλλο, νευρικήν ταραχήν μεταξύ των ακολούθων του Μαρδονίου. Σπουδαιοτέραν πηγήν γνώσεως παρείχον ταρχεία πολλών οικογενειών και σωματείων· ίσως επετρέπετο κάποτε εις τον Ηροδότον ν' αναγινώσκη τα επίσημα έγγραφα· συχνότερον δε, φαίνεται, ηρώτα τους κατόχους αυτών. Τούτο, παραδείγματος χάριν, συμβαίνει περί του εν Δελφοίς μαντείου, εις του οποίου τα υπομνήματα ο Ηρόδοτος οφείλει πλείστα όσα των πρώτων ιδίως βιβλίων. Αντλεί δ' επίσης εκ των παραδόσεων των Αλκμεωνιδών (του οίκου του Περικλέους) και των Φιλαϊδών (του οίκου του Μιλτιάδου), ίσως δε και των του Πέρσου στρατηγού Αρπάγου. Η θολότης των πηγών εκείνων είναι ευνόητος.
Ούτως εν τη σπαρτιατική ιστορία [Α' 65,66] ο Ηρόδοτος γινώσκει μεν τα πάντα περί του Λυκούργου, όστις, εννοείται, ήτο πρόσωπον θρυλικόν, έπειτα δε αγνοεί το παν περί περιόδου τριών περίπου αιώνων, μέχρις ού φθάνει εις τον Λέοντα και τον Αγασικλή, όπου σκορπίζει πλήθος ανεκδότων. Η πραγματική σπαρτιατική παράδοσις αρχίζει μόνον εκείθεν. Τας δε αθηναϊκάς αυτού πληροφορίας πλην της σκωρίας, ήν έχουσι και αι λοιπαί, παρέβλαπτον και τα αισθήματα των χρόνων, ότ' έγραφε τα τελευταία του βιβλία. Αι διηγήσεις π. χ. πως [μετά την αγγελίαν της καταστροφής του Λεωνίδου] οι Κορίνθιοι απεχώρησαν εκ Σαλαμίνος και πως επί της κεφαλής των Θηβαίων απετυπώθη πύρινον το μονόγραμμα του βασιλέως, είναι απλώς απηχήσεις της καταιγίδος του 432-1 π. Χ. Κάτι παρόμοιον, δηλαδή παλαιότερος πόλεμος παθών, επιφέρει και την όλως ανυπεράσπιστον καταδίκην του Θεμιστοκλέους. Αναμφίβολον ήτο ότι ο Θεμιστοκλής είχε σώσει την Ελλάδα και ότι ανεδείχθη ο μέγιστος του καιρού εκείνου ανήρ. Αλλ' εν τέλει έφυγεν εις την Περσίαν! Ποία όμως ήτο η αφορμή, ελησμονήθη· και τοιουτοτρόπως η κηλίς της προδοσίας ημαύρωσεν εν τη μνήμη της πατρίδος του την εικόνα του ανδρός. Ο Ηρόδοτος ακολουθεί τελείως τας διηγήσεις των δύο μεγάλων οίκων, οι οποίοι κατεδίωξαν τον Θεμιστοκλή, ώστε ν' αποθάνη ως προδότης. Ούτω δε αφ' ενός μεν εκείνοι, εξάλλου δε ο ταλαντευόμενος λαός κατώρθωσαν να παραστήσωσι τον άνδρα ως τύπον θριαμβεύσαντος αγύρτου. Την μνήμην του Θεμιστοκλέους ελύτρωσεν ο Έφορος, μέχρις ού και ο Έφορος δεν ηδύνατο πλέον να ακουσθή.
Εκτός των προφορικών ειδήσεων, των ούτως ή άλλως προερχομένων εξ υπομνημάτων, υπήρχε και η καθαρά παράδοσις πλέον της άλλης «ζώσα» καθώς θα έλεγεν ο Πλάτων, και επομένως μάλλον τείνουσα προς τον μύθον. Το στοιχείον τούτο είναι πανταχού παρόν εν τω Ηροδότω. Ούτω μέρος της ιστορίας του δύναται να καταταχθή εις την ανατολικήν ή ιαπετικήν λαογραφίαν. Ο Πολυκράτης, ο ρίπτων τον δακτύλιον εις την θάλασσαν και ευρίσκων κατόπιν αυτόν εντός οψαρίου, είναι παλαιός γνώριμος. Ο δε Άμασις και ο Ραμψίνιτος είναι καθαρά παραμύθια. Δύο δε περίφημα χωρία — το Γ' 119, όπου η σύζυγος του Ινταφέρνους προτιμά τον αναντικατάστατον αδελφόν αντί των αντικαταστατών τέκνων, και το Στ' 126, όπου ο αθάνατος Ιπποκλείδης, αφού εκέρδισε την νύμφην διά της ανδραγαθίας και της ευγενείας του, την έχασεν, επειδή εχόρευσε «την κεφαλήν ερείσας επί την τράπεζαν» και είπε κατά την ζέσιν του χορού «ου φροντίς Ιπποκλείδη» {all one to Hippocleides!}— τα δύο ταύτα πηγάζουσι μακρόθεν, εξ ινδικών βιβλίων! Ο δε Σόλων ήτο αδύνατον να είχε συναντήσει τον Κροίσον, διότι αι χρονολογίαι δεν συμβιβάζονται, ουδ' εξεφώνησε τον μέγαν λόγον, όν ο Ηρόδοτος του αποδίδει, διότι ο λόγος εκείνος έχει συγκολληθή εξ Αργείων και Δελφικών θρύλων, δηλαδή θρύλων συσσωρευθέντων περί τάφους τινάς του Άργους και των Δελφών. Έπειτα τα όνειρα, όσα κατέβησαν όπως απατήσωσι τον Ξέρξην [Ζ' 12], χρειάζονται και όρκους, διά να πιστευθώσιν. Αι δε περί μοναρχίας, ολιγαρχίας και δημοκρατίας συζητήσεις των επτά Περσών, καίτοι ο Ηρόδοτος στοιχηματίζει την υπόληψίν του χάριν αυτών, εφάνησαν αχώνευτοι σχεδόν εις πάντας.
Ίσως δε ο Μaass έχει δίκαιον αποδίδων την αρχήν αυτών εις κάποιον διάλογον του Πρωταγόρου. Αλλά ματαιοπονία είναι ν' απορρίπτωμεν μόνον ό,τι φαίνεται χονδροειδώς απίθανον, να δεχώμεθα δε αμάρτυρον ό,τι είναι δυνατόν ν' αληθεύη. Το πλείστον της ιστορίας του Ηροδότου είναι ανάμεικτον μετά καθαράς λαϊκής μυθοπλαστίας κατά διαφόρους δόσεις· ούτως η μεν αρχαία αλλοδαπή ιστορία καταντά σχεδόν αγνώριστος, η δε προ των μηδικών ελληνική είναι βαθύτατα χρωματισμένη, τα δε μετά την εν Μαραθώνι μάχην είναι όχι μικρόν παρηλλαγμένα. Αλλ' εις μίαν μόνον περίπτωσιν ο Ηρόδοτος είναι προσωπικώς, καίτοι ασυναισθήτως, ένοχος απάτης· αι μεταβάσεις του, οι τρόποι της προσαρμογής του ενός λόγου προς τον άλλον, είναι απλά λογοτεχνικά επινοήματα. Ούτως εξευρίσκει μετάβασιν εις τους Λιβυκούς του λόγους, λέγων (Δ' 167) ότι ο Αρυάνδης εστράτευσε καθ' όλης της Λιβύης. Αλλ' ουδείς λόγος υπάρχει να πιστεύσωμεν εις τούτο. Την δε αθηναϊκήν ιστορίαν εισάγει λέγων (Α' 56) ότι ο Κροίσος ζητών συμμάχους μεταξύ των Ελλήνων, «εύρισκε Λακεδαιμονίους και Αθηναίους προέχοντας, τους μεν του δωρικού γένεος, τους δε τον ιωνικού» αλλ' ότι οι Αθηναίοι ήσαν τότε «διεσπασμένοι» υπό του Πεισιστράτου. Αλλ' ο μεν τύραννος δεν «διέσπασε» τας Αθήνας και πιθανώς ουδ' ετυράννευε τότε, αι δε Αθήναι ήσαν τρίτης τάξεως ιωνικόν κράτος. Ο Ηρόδοτος κατασκευάζων τας μεταβάσεις ταύτας και ζητών αφορμάς προς παραγεμίσματα ανεκδότου, — αποδίδων π. χ. εις τον Γέλωνα το περίφημον του Περικλέους απόφθεγμα, ότι εξαιρείται «εκ τον ενιαυτού το έαρ» (Ζ' 162) — δεν προσδοκά ότι θα εξαχθώσι συμπεράσματα εξ αυτών. Περί τούτων κατά την οργίλην φράσιν του Πλουτάρχου «ου φροντίς Ηροδότω). Τα δε λοιπά ιστορικά του λάθη είναι ταναπόφευκτα επακολουθήματα των πηγών του· δηλαδή η πραγματική αναξιοπιστία κείται όχι εις τας σποραδικάς ανακριβείας, πολύ δε ολιγώτερον εις πρόθεσιν διαστροφής, αλλ' εις την βαθείαν και ασυνείδητον τάσιν αυτής της μνήμης των ανθρώπων προς ποιητικήν διακόσμησιν του παρελθόντος και εις την διαμόρφωσιν της όλης ιστορίας ως παραδείγματος των ενεργειών ηθικής τινος προνοίας.
Τον ιδικόν του σκοπόν ο Ηρόδοτος επιτυγχάνει πληρέστατα — «ως μήτε τα γενόμενα υπ' ανθρώπων εξίτηλα γένηται, μήτε έργα μεγάλα και θωμαστά τα μεν Έλλησι, τα δε βαρβάροισι αποδεχθέντα ακλεά γένηται» {the real deeds of men shall not be forgotten, nor the wondrous works of Greek and barbarian lose their name}.Ο δε Πλούταρχος — διότι αναμφιβόλως εκείνος έγραψε το Περί της Ηροδότου κακοηθείας — δεν αντικρούει αυτόν απλώς χάριν των Θηβών· όχι· θεωρεί την περίοδον, ήν επραγματεύετο ο Ηρόδοτος, ως περίοδον γιγάντων, σοφών και ηρώων υπερανθρώπων, εχόντων το χάρισμα των αποφθεγμάτων και των απαντήσεων, βλέπει δε πάσας τας πράξεις των, ως προσκυνητής γονατισμένος· δεν θέλει ν' ακούση, μηδέ να ίδη την άλλην αυτών άποψιν και δεν ανέχεται την ελαφράν του Ηροδότου καταλαλιάν, ήτις εγκλείει τόσην αλήθειαν. Αλλ' όμως ακριβώς η τοιαύτη περιγραφική τέχνη του ανδρός, η συνδυαζομένη προς την δραματικήν αυτού δύναμιν και το ευρύτατον διαφέρον, ο τρόπος εκείνος, καθ' όν βλέπει τας καρδίας των ανθρώπων με όλας των τας αρετάς και όλας τας ελλείψεις, έπεισε νεώτερον κριτικόν, όστις εζύγισε πάσαν αυτού λέξιν, να εκφράση ότι «ουδείς άλλος Έλλην συγγραφεύς περιέγραψεν ευρύτερον του Ηροδότου κόσμον, περιέχοντα τόσον πλήθος ζωντανών και αθανάτων ανδρών και γυναικών» και να θέση «αμετακινήτως» το έργον αυτού ως αντίστοιχον του έργου του Ομήρου, ως την πρώτην πηγήν της ευρωπαϊκής πεζογραφίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου