«Δεν μπορώ να πάρω καμιά απόφαση αν δεν συμβουλευτώ την μητέρα μου», έλεγε μια φίλη μου, η Γεωργία στα 23 χρόνια της.
Αυτή η δήλωση κατά την γνώμη μου εκφράζει την δύσκολη πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικογένεια και τα μέλη της, την οποία αδυνατεί να συνειδητοποιήσει. Δείχνει την εξάρτηση και την στασιμότητα που δημιουργεί σαν στοιχείο που εξελίσσει, αναπτύσσει και τελικά κατασκευάζει υποκείμενα που δεν μπορούν να σταθούν αυτόνομα στο κοινωνικό στίβο. Επίσης αναπαράγει την παρουσία των γονέων σαν απαραίτητη συνθήκη της επιβίωσής τους.
Έτσι η έκφραση «Δεν μπορώ να πάρω καμιά απόφαση αν δεν συμβουλευτώ την μητέρα μου», παρουσιάζει την Γεωργία σαν ένα εξαρτώμενο υποκείμενο. Η σχέση με την μητέρας της διαμορφώνεται σύμφωνα με την παλιά συνταγή της εξάρτησης των παιδιών από τους γονείς τους. Δηλαδή η Γεωργία θα παραμένει παιδί, όσο υπάρχει η μητέρα ανεξαρτήτως της ηλικίας της. Έτσι ακόμα και μετά την ενηλικίωση η παρουσία του γονέα κρατά την επικαιρότητα της και συνεχίζει να αντλεί την σημαντικότητα της παρεμβαίνοντας στις προσπάθειες διευθέτησης της ζωής των παιδιών της. Με αυτό τον τρόπο ο γονέας συνεχίζει να θεωρεί τον εαυτό του χρήσιμο μέσα από την «αχρήστευση» του παιδιού του.
Ίσως αυτό το τελευταίο να ακούγεται σκληρό, δηλαδή ότι ο γονέας «αχρηστεύει» το παιδί του αποφασίζοντας στην θέση του, αλλά ο τρόπος που επεμβαίνει στις αποφάσεις του αποτελεί μια σκληρότητα της οποίας η κατανόηση πρέπει να περάσει πολλά ποτάμια γεμάτα ενοχή και φόβο εγκατάλειψης για να γίνει αντιληπτή. Χρειάζονται πολλές προσπάθειες «αποτοξίνωσης» από την εξαρτησιογόνα παρουσίας της. Προσπάθειες οι οποίες χάνονται κάτω από το πλέγμα ενός κανονισμού που διαμορφώνει την οικογένεια σε χώρο συναισθηματικού τεκέ, όπου οι αναθυμιάσεις της σωτήριας παρουσίας των γονιών αποτρέπει την εκδήλωση του συνδρόμου στέρησης του εαυτού.
Επίσης η παρουσία της μητέρας της Γεωργίας δηλώνει ότι το πεδίο προσωπικής δράσης της δεν ανήκει αποκλειστικά σε αυτή, αλλά αποτελεί κοινό πεδίο δράσης και της μητέρας της. Άρα η ιδιωτικότητα της δεν υφίσταται στο βαθμό που η εισχώρηση της μητέρας και η έκφραση της γνώμης της για θέματα που την αφορούν δεν της επιτρέπει να πάρει μια απόφαση μόνη της. Έτσι ο κόσμος της οικογένειας μέσα από την μητέρα συνεχίζει να υπάρχει σαν κανονιστικός παράγοντας της ζωής της. Σαν κανονιστικός παράγοντας ρυθμίζει την επιβίωση του λόγου του γονέα κατά την διαμόρφωση της ζωής του παιδιού του, που σημαίνει την δική του επιβίωση παρά του παιδιού του, ή για να μην παρεξηγηθούμε την επιβίωση του παιδιού με τον τρόπο που αυτός μπορεί να ορίσει.
Για να καταλάβουμε όμως πόσο σημαντικό είναι οι αποφάσεις των «παιδιών» να παίρνονται από τα ίδια πρέπει να γνωρίζουμε τι σημαίνει η λήψη αποφάσεων σαν πράξη.
Πριν την διαμόρφωση της απόφασης το υποκείμενο δεν είναι συγκεκριμένο. Υπήρχε, αλλά η βούληση, η επιθυμία του δεν είχε εκδηλωθεί έτσι ώστε η παρουσία του δεν γινόταν τόσο διακριτή, φανερή. Η Απόφαση, έρχεται να τονίσει την ύπαρξή του μέσα στην οικογένεια, να δημιουργήσει μια απόσταση ανάμεσα σε αυτό και τους άλλους, να δημιουργήσει ένα προσωπικό χώρο. Οι αποφάσεις λοιπόν κατασκευάζουν τον ιδιωτικό «χωροχρόνο» του υποκειμένου τόσο σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο όσο και πρακτικό. Θέτουν όρια στους άλλους, αλλά και στον ίδιο. Αυτή η «απόσταση» το κάνει διακριτό και δημιουργεί το «υπάρχω» σαν ανεξάρτητη οντότητα ή τουλάχιστον σαν οντότητα που έχει γνώμη και διαχειρίζεται τις σχέσεις του αποτελώντας ένα παράγοντα υπολογίσιμο.
Στα πλαίσια της οικογένειας λοιπόν, η απόφαση του νέου μέλους της εκφράζει μια υποκειμενική άποψη και στάση. Προσπαθεί να δημιουργήσει ένα χώρο ελευθερίας προβάλλοντας την παρουσία του σαν ένα καινούργιο στοιχείο το οποίο έρχεται να διαφοροποιήσει την λειτουργία της, μέσα από την διαφοροποίηση του. Η απόφαση του παρέχει την δυνατότητα να κατασκευάσει αυτό που «είναι» για εκείνον και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Δηλαδή η απόφαση εκφράζει την διαφοροποίηση του υποκειμένου σαν μέλους της οικογένειας και μέσω αυτής αυτή κατασκευάζει την ταυτότητα του. Έτσι η απόφαση δηλώνει πιο ξεκάθαρα και εκφράζει την υποκειμενικότητα του ενάντια στον «αντικειμενικότητα» της οικογένειας.
Αυτό που χρειάζεται να καταλάβουμε είναι ότι η υποκειμενικότητα διαμορφώνει τον κόσμο μέσα από τις αποφάσεις και οι αποφάσεις διαμορφώνουν την υποκειμενικότητα. Το σύνολο των αποφάσεων κατασκευάζει την κατανόηση για την παρουσία του υποκειμένου σαν μέλους της οικογένειας και τις επιδιώξεις του στην σχέση με τα άλλα μέλη. Αποτελεί το διαχωριστικό μέτρο και την επιλογή της πορείας του μέσα από τους νέους σταθμούς που δημιουργεί για εκείνον και την οικογένεια με τις αποφάσεις του. Έτσι η λήψη της απόφασης το αναγάγει σε ένα στοιχείο που η παρουσία του διαμορφώνει το περιβάλλον και τον εαυτό του. Το βοηθά να κατανοήσει το ρόλο του, να δημιουργήσει την θέση του και να αντιληφθεί τόσο τις υποχρεώσεις του, αλλά και τα δικαιώματα του μέσα σε αυτή.
Η απόφαση λοιπόν είναι μια δήλωση «διαφορετικής» ύπαρξης προς τους άλλους και πάντα ανοίγει το δρόμο για κάτι καινούργιο. Πάντα έρχεται να αλλάξει και να προτείνει κάτι που δεν υπήρχε πριν, τόσο για το υποκείμενο όσο και για την οικογένεια. Πολλές φορές οι αποφάσεις των νέων μελών της οικογένειας βιώνονται σαν τάσεις αποχωρισμού και διαχωρισμού από τους γονείς. Ενός αποχωρισμού από την παλιά «ενότητα» της οικογένειας, που σημαίνει ότι η απόφαση του «παιδιού» έρχεται να παραβιάσει τα μέχρι τώρα τα όρια της, αλλά και ενός διαχωρισμού, όσον αφορά την εικόνα του κόσμου, έτσι όπως την αντιλαμβάνονται οι γονείς και όπως την αντιλαμβάνεται το «παιδί». Έτσι πολλές φορές η απόφαση εκλαμβάνεται σαν απειλητική κατάσταση για τον «παλιό κόσμο» των γονέων θέτοντας σε κίνδυνο την συνεκτικότητα του.
Η απόφαση έρχεται να διαχωρίσει, αλλά αυτός ο διαχωρισμός δεν σημαίνει πάντα εναντίωση στον ήδη υπάρχοντα κόσμο της οικογένειας, αλλά τη «γέννηση» ενός καινούργιου μέσα σε αυτό. Έτσι τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίζεται μια νέα απόφαση γίνονται αντιληπτά σαν στοιχεία προγενεστέρων αποφάσεων οι οποίες όμως τώρα δεν αποτελούσαν για το υποκείμενο μια ικανοποιητική απάντηση στα ενδιαφέροντά του, αλλά αντιμετωπίζονται σαν συστατικά ενός προκαταρκτικού σταδίου της απόφασής του, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή την νέας απόφασης του.
Φυσικά το υποκείμενο μπορεί σε ένα πρώτο στάδιο να μην συνειδητοποιεί αυτή την κατάσταση και να νομίζει ότι η αποφάσεις που παίρνει αποτελούν μια ολότελα νέα κατάσταση από αυτό που έχει ζήσει μέχρι τώρα, αλλά αργότερα, μετά την πραγματοποίηση τους θα αντιληφθεί ότι το παλιό πάντα χρησιμοποιείται σαν βάση για τον ερχομό του καινούργιου και εξαρτά την μορφή του από αυτό.
Έτσι διαδικασίες απόφασης και μορφές συμπεριφοράς μελών της οικογένειας χρησιμεύουν σαν εφαλτήριο για τις νέες αποφάσεις των μελλών της. Η μορφή των παλαιών αποφάσεων οφείλουν να υποταχθούν στην δομή και τους σκοπούς των καινούργιων. Έτσι το νέο μέλος της οικογένειας έχει, ή αντιπροσωπεύει μέσω των αποφάσεων ένα καινούργιο τρόπο θεώρησης και αντιμετώπισης των καταστάσεων.
Εκ πρώτης όψεων μπορεί να φαίνεται ότι η νέα απόφαση έρχεται με βίαιο τρόπο να απομακρύνει τις παλιές, αλλά στην ουσία η νέα απόφαση εμπεριέχει μέσα της τις παλιές και αποτελεί μια συνέχεις τους. Σε αυτή την περίπτωση το αντικείμενο της απόφασης του «παιδιού» για να μπορέσει να βοηθηθεί, θα πρέπει να αποποιηθεί του καθαρά υποκειμενικού του χαρακτήρα και αποδεχτεί χαρακτηριστικά της «αντικειμενικότητας» του κόσμου της οικογένειας, αποδεχόμενο τα στοιχεία που το ενώνουν με τις παλιές αποφάσεις, ώστε ο αποχωρισμός να μην φαίνεται σαν καθαρά υποκειμενικός και μερικός, άρα ανασφαλής, αλλά σαν ένας μια συνκατασκευή, δηλαδή μια απόφαση που πηγάζει από την συνεργασία του «νέου» και του «παλιού» μέσα στην οικογένεια. Που εκφράζει επίσης και την συμμετοχή των άλλων μελών σε αυτή, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Π. χ. μπορεί ένα «παιδί» να παίρνει την απόφαση να φύγει στο εξωτερικό για σπουδές, απόφαση που έρχεται να προβάλλει το αποχωρισμό του παλιού κόσμου από το καινούργιο, αλλά αυτή η απόφαση, ή επιθυμία συναντάει μια παλιά απόφαση του γονέα να φύγει και αυτός όταν ήταν νέος. Η διαδικασία λοιπόν του αποχωρισμό μέσα από τις αποφάσεις του «παιδιού» αποτελεί μια συνέχεια των παλαιοτέρων αποφάσεων και δεν εκφράζει μια πλήρη διάσταση με αυτό που έχει πραγματωθεί μέχρι τώρα, αλλά όπως αναφέραμε σαν μια συνέχεια αυτού αλλά με πιο προσωπικό- υποκειμενικό πρόσημο του νέου μέλους που αυτή την φορά του «επιτρέπεται» να αποφασίζει.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η νέα οπτική του υποκειμένου, του «παιδιού» διαμορφώνει μια νέα εικόνα για τον κόσμο έτσι όπως προκύπτει από την ενεργή του στάση στην περεταίρω διαμόρφωση της πραγματικότητας που το αφορά. Αυτή η οπτική λοιπόν εκφράζει την ταυτότητα του, έτσι ώστε η ταυτότητα του να διαμορφώνεται με την εικόνα του κόσμου που διαμορφώνει η απόφασή του. Η ταυτότητα του και η απόφαση αποτελούν μια αλληλεπιδραστική κατάσταση αναγκαία διότι μέσα από αυτή, η ταυτότητα, προσδιορίζει την θέση του υποκειμένου μέσα στο κόσμο της οικογένειας. Η θέση αυτή προέρχεται πάντα από τις αποφάσεις του, οι οποίες προσδιορίζουν την μορφή των σχέσεων που κατασκευάζει με τους άλλους.
Η ταυτότητα του λοιπόν είναι μια οργανωμένη ολότητα που δημιουργείται μέσα από τον διάλογο αυτού και του οικογενειακού περιβάλλοντος όπου οι αποφάσεις έρχονται να δυναμώσουν και να ενισχύσουν την παρουσία του καθώς και την αυτονόμηση του, από αυτό. Ταυτότητα και απόφαση, όπως λέει ο Παναγιώτης Κονδύλης στο βιβλίο του «Ισχύς και Απόφαση» αποτελούν αλληλένδετα στοιχεία όπου το ένα οφείλει την παρουσία του στο άλλο. Δηλαδή η απόφαση δεν είναι παρά η συνεχής αναζήτηση και κίνηση η οποία διαμορφώνει την εικόνα του κόσμου και συγχρόνως την εικόνα του εαυτού. Η ταυτότητα λοιπόν είναι πάντα, μέσα από τις αποφάσεις, μια πράξη επίσης διαμόρφωσης του κόσμου, αλλά και του εαυτού.
Ένα άλλο στοιχείο που απορρέει από την ικανότητα αποφάσεων για το υποκείμενο είναι η γνώση. Η γνώση που αναφέρεται τόσο στο κόσμο, όσο και στον εαυτό. Διότι η απόφαση σαν ενέργεια διερεύνησης του κόσμου, είναι και επίσης μια προσπάθεια διερεύνησης του ίδιου του εαυτού. Διερεύνηση των ορίων του χώρου που περιβάλλει το υποκείμενου και των ορίων του ίδιου του εαυτού . Μια διερεύνηση η οποία οδηγεί σε μια περεταίρω γνώση και για τα δύο. Αυτό μεγαλώνει την αίσθηση ισχύος του υποκειμένου και τον βαθμό αυτοπεποίθηση του. Έτσι κάθε καινούργια απόφαση το κάνει πιο σίγουρο και πιο σταθερό απομακρύνοντας τον από την παλιά. Η λήψη αποφάσεων μεγαλώνει την αυτοπεποίθηση και κατ’ επέκταση την αυτοεκτίμηση του και ισχυροποιεί την θέση και το ρόλο του στις εκάστοτε κοινωνικές ομάδες που ανήκει.
Κάθε φορά που το υποκείμενο αποφασίζει κάνει ένα βήμα ισχύος και δημιουργεί την αίσθηση της υπευθυνότητας προς τον εαυτό του και τους άλλους. Δηλώνει την ικανότητα του να επιδρά στο περιβάλλον και να καθορίζει την σχέση μαζί του. Είναι μια πράξη ελέγχου, και καθορισμού των καταστάσεων που το αφορούν. Και δεν δηλώνει, όπως είπαμε μόνο μια πράξη οριοθέτησης των καταστάσεων, όσο και του εαυτού.
Ο εαυτός σε κάθε απόφαση επανακαθορίζει τα όρια και τις δυνατότητες του. Έρχεται να αλλάξει την εικόνα του σαν ενεργητή, αλλά και την εικόνα του κόσμου σαν αποδέκτη της ενέργειά του. Συνδέει το υποκείμενο με τον κόσμο σε μια καινούργια σχέση που την καθορίζει το ίδιο. Φέρνει τον κόσμο στα μέτρα του, πράγμα που σημαίνει ότι η ικανότητα να παίρνει αποφάσεις αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο στην ανάπτυξη και την εξέλιξη του. Κάθε απόφαση δηλώνει τη διαφορετικότητα και κατοχυρώνει της ταυτότητα του.
Μετά από όλα αυτά που αναφέραμε, φανταστείτε τι διαστάσεις που μπορεί να πάρει για την Γεωργία αυτό που λέει: «Δεν μπορώ να πάρω καμιά απόφαση αν δεν συμβουλευτώ την μητέρα μου»...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου