Κάθε φορά που ένα νέο πρόσωπο αρχίζει να καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χρόνο στις ημερήσιες αναλογίσεις μας, η σκέψη που μονοπωλεί το ενδιαφέρον μας είναι το πόσο κατάφωρα θα εντυπωσιαστεί από εμάς. Και λίγο λίγο μες σ’ αυτή τη μεθυστική προσμονή άξαφνα αρχίζουμε να μας βλέπουμε αλλιώτικους. Σαν να ομορφύναμε, σαν να ‘μαστε οι πιο ενδιαφέροντες (συν)ομιλητές που ξέρουμε, σαν να έλαμψε το δέρμα και τα μαλλιά μας, σαν τα βήματά μας να αιωρούνται μερικά εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος. Χαμογελάμε στον περαστικό, ο καφές μας φαίνεται πιο γλυκός, το μποτιλιάρισμα παύει να ενοχλεί, -κι ο άλλος, αυτός ο εξέχουσας σημασίας άλλος που πυροδότησε τούτη τη μεταμόρφωση ίσως ακόμη και ν’ αγνοεί προς το παρόν την ύπαρξή μας. Μα έχει τόση λίγη σημασία στ’ αλήθεια – καθώς έτσι κι αλλιώς στον έρωτά του ο καθείς είναι πάντα μόνος· κι ας τρέμει τούτη τη συνειδητοποίηση.
«Κράτα μικρό καλάθι».
«Να ‘χεις τα μάτια σου ανοιχτά».
«Κοίτα μην παραμυθιαστείς».
«Πρόταξε τη λογική».
«Μην πέσεις με τα μούτρα».
«Να κρατάς πισινή».
«Κι αν σακατευτείς;»
«Δεν έχεις ιδέα τι σόι άνθρωπος είναι». «Μην υπερενθουσιάζεσαι».
«Μέτρα τα λόγια σου».
Θα γεμίζαμε βδομάδες ολόκληρες αν καθόμασταν ν’ απαριθμήσουμε παραλλαγές του εξής ενός των παραπάνω. Είμαστε στ’ αλήθεια εξαιρετικά εφευρετικοί όταν πρόκειται να υπερασπιστούμε το αδύνατον. Ο έρωτας χωρίς προσδοκία αποτελεί ανθρώπινο, θεωρητικό κατασκεύασμα με και μία πιθανότητα εφαρμογής στην πραγματική ζωή με τα πραγματικά συναισθήματα. Μια απέλπιδα προσπάθεια διατήρησης της ψευδαίσθησης του ελέγχου, μια καλοστημένη και πολυδιαφημισμένη (αυτ)απάτη που μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά κι από παρέα σε παρέα με ύφος τάχα μου εμπειρικό κι περισπούδαστο, με τη σωστή αναλογία νιασίματος και σύνεσης απ’ τον αποστολέα του σπουδαίου μηνύματος στον παραλήπτη και με σκληρή, με αδυσώπητη αυτοκριτική όταν τυγχάνει αυτοί οι δύο να είναι το ίδιο πρόσωπο.
Έρχεται σε κυματισμό. Σαν αεράκι που ίσα που φυσάει σ’ αιγαιοπελαγίτικο παράθυρο και την αμέσως επόμενη στιγμή σαν πρώιμη οδύνη τοκετού. Η στιγμή της παραδοχής ότι κάποιος σου γυάλισε. Οι περισσότεροι έρωτες τελειώνουν πριν καν αρχίσουν ακριβώς στη στιγμή της εναλλαγής απ’ τον μπάτη στις συσπάσεις. Εκεί είναι που ο αναστατωμένος θα εκλογικεύσει. Θα πανικοβληθεί.
«Δεν έχω καμία ελπίδα».
«Είναι εντελώς out of my league».
«Έχω άλλες προτεραιότητες σ’ αυτή τη φάση». «Αποκλείεται να μην έχει σχέση».
«Δε θέλω μπλεξίματα».
«Θα ‘χουμε μπλεξίματα».
«Έχω σκουριάσει».
«Δεν υπάρχει περίπτωση να ταιριάζουμε».
«Δε θα πάει πουθενά».
«Όλα είναι στο μυαλό μου μόνο, να πάει να γαμηθεί».
Προφανώς θα ‘θελαμε πολλές εβδομάδες για ν’ απαριθμήσουμε τις παραλλαγές του εξής ενός των παραπάνω. Όποιος φαντάζεται τον έρωτα σαν ηλιόλουστη πεδιάδα γεμάτη παπαρούνες προφανώς δεν έχει ερωτευτεί και προφανέστερα δε θα -επιτρέψει να- του συμβεί όσο επιμένει ν’ αναζητά πίνακες του Βαν Γκογκ. Όχι γιατί αποκλείεται στο πέρασμα απ’ τη μια σκηνή στην άλλη να βρεθεί άξαφνα μπροστά σε μια πεδιάδα γεμάτη παπαρούνες, για να σταθεί να κόψει μερικές, να κυλιστεί στο χώμα και να γεμίσει με βιταμίνη D, αλλά γιατί ο έρωτας είναι χορός εναλλαγών. Και στην επόμενη σκηνή, με τον ίδιο σύντροφο πάντα, είναι αρκετά πιθανό να βρεθεί σε σεληνιακό τοπίο, ξερό, σκοτεινό, γεμάτο λακκούβες. Οι παπαρούνες ίσως ξανάρθουν, ίσως κι όχι. Η διαρκής ψυχαναγκαστική εμμονή όμως σ’ αυτές το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί είναι ακόμη περισσότερα σεληνιακά τοπία.
Το λεπτό σχοινί στο οποίο καλείται ο ακροβάτης ερωτευμένος να ισορροπήσει είναι η αποδοχή της προσδοκίας με τη γνώση ότι ίσως αυτή δεν εκπληρωθεί ή έστω ότι ίσως δεν εκπληρωθεί εντελώς στον τόπο, τον χρόνο, την ένταση, τον ρυθμό, τον τρόπο που φαντάζεται.
Δεν μπορεί να υπάρξει ταυτοχρόνως έρωτας κι έλεγχος. Πρόκειται για έννοιες αλληλοεξουδετερωτικές. Όπου υπάρχει η μία δεν αφήνει χώρο για την άλλη. Σαν να θες να στριμώξεις φορτηγό σε σπιρτόκουτο. Αδύνατον. Το μόνο που μπορεί να υπάρξει είναι μετριασμός της έκφρασης. Κατά πόσο δηλαδή θ’ αφήσεις στον άλλον το περιθώριο να υποψιαστεί τη δύναμη που σου ασκεί. Όποιος ποθεί παραχωρεί μέρος της δύναμής του κι όποιος ποθείται εν γνώσει του, αφήνεται στη διακριτική του ευχέρεια τι θα κάνει με τούτη την ανέλπιστη δύναμη που του χαρίστηκε εν μία νυκτί. Οι περισσότεροι από εμάς θα μπούμε στον πειρασμό να την εκμεταλλευτούμε κι όχι απαραίτητα προς ζημία της σχέσης ή του άλλου. Ή όχι συνειδητά. Ή όχι της σχέσης ή του άλλου. Ή όχι συνειδητά. Ή όχι απαραίτητα συνειδητά. Ο έχων την εξουσία της επίδρασης στον ψυχισμό του άλλου, είναι σαν να κατέχει ταυτοχρόνως και το λυχνάρι και το τζίνι. Αποφασίζει και εκπληρώνει, επιθυμεί και πραγματοποιεί. Ακόμα και στους έρωτες τους σχετικά συγχρονισμένους και ισομερώς αμοιβαίους οι εραστές μεθούν από αυτή την εναλλαγή κι όταν τους δίνεται η ευκαιρία απολαμβάνουν να προβάλουν αναμεταξύ τους τη σαγήνη που προκαλούν ο ένας στον άλλον, Φράσεις όπως: «Πού θα πας βρε, πού αλλού θα βρεις καλύτερα;» και «αφού για μένα λιώνεις!» πίσω απ’ την περιπαικτική διάστασή τους καταδεικνύουν ακριβώς αυτή την ικανοποίηση κι ας αφήνουν παράλληλα ν’ αχνοφαίνεται η αγωνία μην και εκλείψει.
Δεν υπάρχει πιο ατρόμητος απ’ τον ερωτευμένο που τον έχουν ερωτευτεί εξίσου. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όπου υπάρχει έρως, αμφίδρομος και πλήρης, κάθε άλλος φόβος μεμιάς παραμερίζεται. Βλέπεις ανθρώπους που πότε άλλοτε έτρεμαν τ’ αεροπλάνα να επιβιβάζονται σε δεκάωρες πτήσεις μόνο και μόνο για να δουν ο ένας τον άλλον. Ανθρώπους δυσκοίλιους και δυσκίνητους να υποκλίνονται στην παρόρμησή τους, ανθρώπους στρείδια να φλυαρούν ακατάπαυστα, να εκτίθενται, ν’ ανασύρουν αναμνήσεις της ιστορίας τους και να τις μοιράζονται, αναμνήσεις που καλά δε συγκρατούσαν κι ίδιοι.
Η Άγια μεταμόρφωση στην οποία μας υποβάλει ο έρωτας. Η αίσθηση του «όλα είναι δυνατά», η ακλόνητη πίστη ότι τούτη η πεποίθηση δεν είναι άλλος ένας ευσεβής πόθος, η σωματική ενέργεια, η ταχύτητα του νου, η ευφράδεια του λόγου, ο οργανισμός που χορταίνει με πέντε ώρες ύπνο και πάνω και κύρια απ’ όλα η βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει τίποτα απολύτως που να μην μπορείς να υποστεί, ή να υπερνικήσεις για χάρη του έρωτά σου,
Ασφαλώς ένας υποψιασμένος θα μπορούσε να υποθέσει ότι όλη αυτή η αφοβία δεν είναι στην πραγματικότητα παρά η απόδειξη του αντιθέτου. Ο φόβος μη χάσει τον έρωτά του (κι εδώ η λέξη «έρωτας» έχει διττή ερμηνεία. Και μη χάσει τον αντικείμενο των προσδοκιών του, αλλά και μη μια μέρα ξυπνήσει και δεν αισθάνεται το ίδιο.) Την πρώτη περίπτωση υπάρχουν αρκετές που φορές που και τη συνειδητοποιεί και την ονοματίζει και την αποδέχεται. Τη δεύτερη είναι απίθανο. Ο ερωτευμένος πιστεύει ακλόνητα ότι θα είναι ερωτευμένος αιωνίως. Οποιαδήποτε διαφορετική υποψία εκλαμβάνεται για προδοσία απέναντι στον εαυτό του πρωτίστως γι’ αυτό και δεν του επιτρέπει τέτοιες σκέψεις. Αν πάει καμιά αμφιβολία να εισβάλει θα κουνήσει νευρικά το κεφάλι 2-3 φορές, όπως κάνουμε όταν φάμε κάτι πολύ ξινό ή αν δαγκώσου με τη γλώσσα μας, και θα τη διαγράψει.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Φρόιντ δεν επέτρεπε στους ασθενείς του κατά τη διάρκεια της
θεραπείας και για όσο καιρό διαρκούσε αυτή, να δημιουργούν ερωτικές σχέσεις. Κι αν στο σήμερα
τέτοιες απαγορεύσεις ακούγονται ακραίες κι υπερβολικές, στα σίγουρα οι ψυχολόγοι δεν πετούν και
τη σκούφια τους όταν στο ντιβάνι τους κάθεται ένας ερωτευμένος.
Κι αυτό γιατί η ψυχοθεραπεία,
απαιτεί κατά το δυνατόν διαύγεια, περισυλλογή και όσο γίνεται αντικειμενικότητα. Προφανώς το ερωτικό πάθος καταλύει σε μεγάλο βαθμό όλα τα προηγούμενα. Είναι επίσης αλήθεια, ότι οι περισσότεροι οδηγούνται στο γραφείο ή το ιατρείο ενός ειδικού βαθιά πληγωμένοι από διάψευση προσδοκιών. Ασφαλώς όταν τελικά η θεραπεία προχωρά, κι αν στο μεταξύ ο ερωτευμένος δεν την εγκαταλείψει απογοητευμένος όταν διαπιστώσει ότι δεν υπόσχεται άμεσες και δραστικές λύσεις σε ό,τι τον προβληματίζει, αλλά πρόκειται για διαδικασία χρονοβόρα και κοπιαστική, τότε θ’ αναδυθούν πολλά ακόμη που δε σχετίζονται άμεσα με την αφορμή της αρχικής επίσκεψης. Το πρώτο αμήχανο χτύπημα όμως στο κουδούνι του ψυχοθεραπευτή το κάνει κάποιος που πονά από έρωτα και ψάχνει εναγωνίως μια παρηγοριά, μια λύτρωση, μια τεχνική αποπλάνησης.
Όλα αυτά στο σενάριο, που είναι και το συνηθέστερο στατιστικά, ότι κάτι θα στραβώσει ή έστω δε θα πάει βάσει του αρχικού προγραμματισμού στη διάρκεια ενός ειδυλλίου. Όπου αρχικός προγραμματισμός, βάλτε, τις πρωταρχικές προσδοκίες.
Το πρώτο που προσδοκά ο ερωτευμένος είναι ο θαυμασμός. Κάποιοι το λένε και εκτίμηση, το ίδιο όμως εννοούν. Θέλει να νιώθει ότι τον λογίζουν ως σημαντικό και ιδανικά αξιολάτρευτο. Αυτή η προσδοκία ακούγεται εξωφρενικά γενικόλογη, φανταστείτε την όμως σαν ένα πελώρια κορμό υπεραιωνόβιου πεύκου επάνω στον οποίο στηρίζονται δεκάδες μικρότερα κλαδιά και χιλιάδες παρακλάδια. Στη διαφαινόμενη έλλειψη θαυμασμού, βρίσκει την αιτιολογία της ένα απ’ το πιο κλασικά παράπονα «Δε με ακούς όταν σου μιλάω! Συνέχεια με κάτι άλλο ασχολείσαι και ούτε που μου δίνεις σημασία.». Κυκλοφορεί σε δεκάδες εκδοχές που περιλαμβάνουν φράσεις όπως «Έχεις άλλες προτεραιότητες», «Δε μου κάνεις χώρο στη ζωή σου», «Πάντα εσύ αποφασίζεις πού θα πάμε και τι θα δούμε», «Μα καλά δε θα με ρωτήσεις τι γράφω;» και ό,τι μπορεί ο καθένας να φανταστεί.
Στην ουσία τους το παράπονο ταυτίζεται και συνοψίζεται στο: Δε με θαυμάζεις. Διότι αν με θαύμαζες θα κρεμόσουν απ’ τα χείλη μου, θα ‘μουν πάντα η μία και μόνη προτεραιότητά σου, δε θα ετίθετο θέμα χώρου στη ζωή σου μιας και θα ήθελες να ‘ μαστε διαρκώς μαζί, αν με θαύμαζες θ’ άφηνες εμένα να διαλέξω προορισμό και ταινία αφού θα θαύμαζες και το γούστο μου και εννοείται θα τρελαινόσουν να ‘ σαι ο πρώτος μου αναγνώστης. Μπορεί να μας φαίνονται λόγια αιθεροβάμονος ή κακομαθημένου παιδιού τα παραπάνω, είναι όμως λόγια ερωτευμένου- μικρή η απόκλιση δηλαδή.
Ο ίδιος όμως αυτό δεν είναι σε θέση να το κατανοήσει. Και όχι γιατί υστερεί σε στοιχειώδη νου ή ενσυναίσθηση, αλλά γιατί στο δικό του μυαλό αυτός ο θεωρούμενος «μετριασμός» του θαυμασμού απ’ τον άλλον, καθρεφτίζει μια αυτοπεποίθηση κατακερματισμένη. Δεν τον πονά τόσο η υποψία ότι δε θαυμάζεται όσο επιθυμεί, αλλά η πιθανότητα να μη βρίσκει ο ίδιος εαυτόν αξιοθαύμαστο. Και ως γνωστόν όταν δεν μπορείς να ελκύσεις το ενδιαφέρον με θαυμασμό τότε καταφεύγεις στην ενοχή και τον οίκτο. Εξού και τα κατηγορώ, τα τελεσίγραφα, οι επικλήσεις στο φιλότιμο – κι όλα αυτά όχι με μοναδικό αποδέκτη τον σύντροφό του, μα και τον ίδιο.
Θυματοποίηση κι αυτομαστίγωμα εναλλάσσονται και δημιουργούν το γνωστό δίπολο μελαγχολίας κι οργής του ερωτευμένου. Και στα δύο άκρα ενυπάρχουν τόσο θλίψη όσο και θυμός απλώς διαφέρουν τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται.
Μέχρι τη στιγμή που ο θαυμασμός θα επιστρέψει, θα τοποθετηθούν τα κουτάκια στη θέση τους βάσει του αρχικού προγραμματισμού, θα μπει η ψυχή στη θέση της και τότε ο πρώην μελαγχολικός θα καλωσορίσει την έξαψη, τη χαρά και τη μανία. Ως στη θέση της και τότε ο πρώην μελαγχολικός θα καλωσορίσει την έξαψη, τη χαρά και τη μανία. Ως την επόμενη φορά βέβαια που μια, ίσως κι ανούσια, αφορμή θα αφυπνίσει τις διαψευσμένες του προσδοκίες και τον θέσει πάλι σ’ αμφισβήτηση κα θώς θα παραχωρεί οικειοθελώς όλο και μεγαλύτερο μέρος της δύναμης του στον άλλο. Ήρθε ξανά η ώρα για μια σκυταλοδρομία.
Όλα αυτά σε μεγάλο βαθμό, στο μεγαλύτερό τους ίσως, διαδραματίζονται στις εντυπώσεις του. Και η έλλειψη θαυμασμού κι οι παραπονεμένες προσδοκίες ακόμη και η ίδια η σκυταλοδρομία. Η αντίληψη του χρόνου επηρεάζεται καθώς οι υπερβολικά ευαίσθητες αισθητήριες κεραίες μας, στην προσπάθειά τους να μη χάσουν την παραμικρή λεπτομέρεια, το παραμικρό στοιχείο απ’ το έργο που διαδραματίζεται ανάμεσα σ’ εμάς και τον λατρεμένο άλλο, χάσκουν. Ασφαλώς και δε γίνεται ένας άνθρωπος σήμερα να σε επιθυμεί ωσάν τρελός κι αύριο -στο κυριολεκτικό αύριο- να ‘χει μπουχτίσει από σένα και να μη θέλει να σε βλέπει μπροστά του. Αυτές είναι διαδικασίες προοδευτικές, δε γίνονται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.
Ο τραγέλαφος του έρωτα. Ο απαραίτητος. Καθώς εν’ απουσία του θα ‘χε στερηθεί η ανθρωπότητα εκατομμύρια αποστάγματα τέχνης που βασίστηκαν επάνω του. Τρέμω να φανταστώ πόσα τραγούδια δε θα ‘χαν γραφτεί ποτέ, πόσα ποιήματα, πόσα σενάρια. Και ακόμη κι αν όλα αυτά στον πυρήνα τους νοσούν απ’ την αναπόφευκτη επαναληπτικότητα αυτή η νόσος καθόλου δεν τα εμπόδισε απ’ το να παραμένουν βασικοί συνοδοιπόροι των στιγμών μας, να μπουν μέσα μας, να τα ρουφήξουμε, να ταυτιστούμε, ώστε στο τέλος να μας ρουφούν εκείνα. Παρηγοριά τα τραγούδια, οπλοστάσιο τα ποιήματα.
απαιτεί κατά το δυνατόν διαύγεια, περισυλλογή και όσο γίνεται αντικειμενικότητα. Προφανώς το ερωτικό πάθος καταλύει σε μεγάλο βαθμό όλα τα προηγούμενα. Είναι επίσης αλήθεια, ότι οι περισσότεροι οδηγούνται στο γραφείο ή το ιατρείο ενός ειδικού βαθιά πληγωμένοι από διάψευση προσδοκιών. Ασφαλώς όταν τελικά η θεραπεία προχωρά, κι αν στο μεταξύ ο ερωτευμένος δεν την εγκαταλείψει απογοητευμένος όταν διαπιστώσει ότι δεν υπόσχεται άμεσες και δραστικές λύσεις σε ό,τι τον προβληματίζει, αλλά πρόκειται για διαδικασία χρονοβόρα και κοπιαστική, τότε θ’ αναδυθούν πολλά ακόμη που δε σχετίζονται άμεσα με την αφορμή της αρχικής επίσκεψης. Το πρώτο αμήχανο χτύπημα όμως στο κουδούνι του ψυχοθεραπευτή το κάνει κάποιος που πονά από έρωτα και ψάχνει εναγωνίως μια παρηγοριά, μια λύτρωση, μια τεχνική αποπλάνησης.
Όλα αυτά στο σενάριο, που είναι και το συνηθέστερο στατιστικά, ότι κάτι θα στραβώσει ή έστω δε θα πάει βάσει του αρχικού προγραμματισμού στη διάρκεια ενός ειδυλλίου. Όπου αρχικός προγραμματισμός, βάλτε, τις πρωταρχικές προσδοκίες.
Το πρώτο που προσδοκά ο ερωτευμένος είναι ο θαυμασμός. Κάποιοι το λένε και εκτίμηση, το ίδιο όμως εννοούν. Θέλει να νιώθει ότι τον λογίζουν ως σημαντικό και ιδανικά αξιολάτρευτο. Αυτή η προσδοκία ακούγεται εξωφρενικά γενικόλογη, φανταστείτε την όμως σαν ένα πελώρια κορμό υπεραιωνόβιου πεύκου επάνω στον οποίο στηρίζονται δεκάδες μικρότερα κλαδιά και χιλιάδες παρακλάδια. Στη διαφαινόμενη έλλειψη θαυμασμού, βρίσκει την αιτιολογία της ένα απ’ το πιο κλασικά παράπονα «Δε με ακούς όταν σου μιλάω! Συνέχεια με κάτι άλλο ασχολείσαι και ούτε που μου δίνεις σημασία.». Κυκλοφορεί σε δεκάδες εκδοχές που περιλαμβάνουν φράσεις όπως «Έχεις άλλες προτεραιότητες», «Δε μου κάνεις χώρο στη ζωή σου», «Πάντα εσύ αποφασίζεις πού θα πάμε και τι θα δούμε», «Μα καλά δε θα με ρωτήσεις τι γράφω;» και ό,τι μπορεί ο καθένας να φανταστεί.
Στην ουσία τους το παράπονο ταυτίζεται και συνοψίζεται στο: Δε με θαυμάζεις. Διότι αν με θαύμαζες θα κρεμόσουν απ’ τα χείλη μου, θα ‘μουν πάντα η μία και μόνη προτεραιότητά σου, δε θα ετίθετο θέμα χώρου στη ζωή σου μιας και θα ήθελες να ‘ μαστε διαρκώς μαζί, αν με θαύμαζες θ’ άφηνες εμένα να διαλέξω προορισμό και ταινία αφού θα θαύμαζες και το γούστο μου και εννοείται θα τρελαινόσουν να ‘ σαι ο πρώτος μου αναγνώστης. Μπορεί να μας φαίνονται λόγια αιθεροβάμονος ή κακομαθημένου παιδιού τα παραπάνω, είναι όμως λόγια ερωτευμένου- μικρή η απόκλιση δηλαδή.
Ο ίδιος όμως αυτό δεν είναι σε θέση να το κατανοήσει. Και όχι γιατί υστερεί σε στοιχειώδη νου ή ενσυναίσθηση, αλλά γιατί στο δικό του μυαλό αυτός ο θεωρούμενος «μετριασμός» του θαυμασμού απ’ τον άλλον, καθρεφτίζει μια αυτοπεποίθηση κατακερματισμένη. Δεν τον πονά τόσο η υποψία ότι δε θαυμάζεται όσο επιθυμεί, αλλά η πιθανότητα να μη βρίσκει ο ίδιος εαυτόν αξιοθαύμαστο. Και ως γνωστόν όταν δεν μπορείς να ελκύσεις το ενδιαφέρον με θαυμασμό τότε καταφεύγεις στην ενοχή και τον οίκτο. Εξού και τα κατηγορώ, τα τελεσίγραφα, οι επικλήσεις στο φιλότιμο – κι όλα αυτά όχι με μοναδικό αποδέκτη τον σύντροφό του, μα και τον ίδιο.
Θυματοποίηση κι αυτομαστίγωμα εναλλάσσονται και δημιουργούν το γνωστό δίπολο μελαγχολίας κι οργής του ερωτευμένου. Και στα δύο άκρα ενυπάρχουν τόσο θλίψη όσο και θυμός απλώς διαφέρουν τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται.
Μέχρι τη στιγμή που ο θαυμασμός θα επιστρέψει, θα τοποθετηθούν τα κουτάκια στη θέση τους βάσει του αρχικού προγραμματισμού, θα μπει η ψυχή στη θέση της και τότε ο πρώην μελαγχολικός θα καλωσορίσει την έξαψη, τη χαρά και τη μανία. Ως στη θέση της και τότε ο πρώην μελαγχολικός θα καλωσορίσει την έξαψη, τη χαρά και τη μανία. Ως την επόμενη φορά βέβαια που μια, ίσως κι ανούσια, αφορμή θα αφυπνίσει τις διαψευσμένες του προσδοκίες και τον θέσει πάλι σ’ αμφισβήτηση κα θώς θα παραχωρεί οικειοθελώς όλο και μεγαλύτερο μέρος της δύναμης του στον άλλο. Ήρθε ξανά η ώρα για μια σκυταλοδρομία.
Όλα αυτά σε μεγάλο βαθμό, στο μεγαλύτερό τους ίσως, διαδραματίζονται στις εντυπώσεις του. Και η έλλειψη θαυμασμού κι οι παραπονεμένες προσδοκίες ακόμη και η ίδια η σκυταλοδρομία. Η αντίληψη του χρόνου επηρεάζεται καθώς οι υπερβολικά ευαίσθητες αισθητήριες κεραίες μας, στην προσπάθειά τους να μη χάσουν την παραμικρή λεπτομέρεια, το παραμικρό στοιχείο απ’ το έργο που διαδραματίζεται ανάμεσα σ’ εμάς και τον λατρεμένο άλλο, χάσκουν. Ασφαλώς και δε γίνεται ένας άνθρωπος σήμερα να σε επιθυμεί ωσάν τρελός κι αύριο -στο κυριολεκτικό αύριο- να ‘χει μπουχτίσει από σένα και να μη θέλει να σε βλέπει μπροστά του. Αυτές είναι διαδικασίες προοδευτικές, δε γίνονται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.
Ο τραγέλαφος του έρωτα. Ο απαραίτητος. Καθώς εν’ απουσία του θα ‘χε στερηθεί η ανθρωπότητα εκατομμύρια αποστάγματα τέχνης που βασίστηκαν επάνω του. Τρέμω να φανταστώ πόσα τραγούδια δε θα ‘χαν γραφτεί ποτέ, πόσα ποιήματα, πόσα σενάρια. Και ακόμη κι αν όλα αυτά στον πυρήνα τους νοσούν απ’ την αναπόφευκτη επαναληπτικότητα αυτή η νόσος καθόλου δεν τα εμπόδισε απ’ το να παραμένουν βασικοί συνοδοιπόροι των στιγμών μας, να μπουν μέσα μας, να τα ρουφήξουμε, να ταυτιστούμε, ώστε στο τέλος να μας ρουφούν εκείνα. Παρηγοριά τα τραγούδια, οπλοστάσιο τα ποιήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου