Ιστορικά οι οικονομίες των δυτικών χωρών από τις αρχές του 19ου αιώνα διαγράφουν αλλεπάλληλους “κύκλους” ανάπτυξης και ύφεσης. Οι τετραετίες ή πενταετίες άνθησης ακολουθούνται από ένα ή δύο χρόνια κάμψης, ενώ κατά καιρούς παρατηρείται και μια γενικευμένη κρίση που διαρκεί πέντε ή έξι χρόνια. Το γράφημα του εθνικού προϊόντος στις χώρες αυτές μοιάζει με το σκαρίφημα μιας τραχιάς οροσειράς. Κάθε «βουτιά» στο γράφημα ,ισοδυναμεί με τη χρεοκοπία εταιρειών που είχαν μακρά ιστορία, με την απόλυση εργαζομένων, με το κλείσιμο εργοστασίων, με την άντληση του αποθεματικού. Μερικοί υποκύπτουν ενδεχομένως στον πειρασμό και αποδίδουν τα γεγονότα αυτά σε αφύσικες «εκδηλώσεις» της οικονομικής ζωής, ορισμένοι δε υποστηρίζουν ότι κάποια μέρα θα καταστεί μάλλον εφικτό να αποφεύγονται. Αλλά παρ’ όλες τις προσπάθειες των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών, δε φαίνεται να υπάρχουν και πολλοί τρόποι για να αποσοβούνται αυτές οι αναταράξεις.
Κάθε κύκλος χαρακτηρίζεται από τις ίδιες λίγο πολύ εξελίξεις. Αρχίζει όταν εντείνεται η ανάπτυξη καθώς οι επιχειρήσεις επενδύουν εκ νέου στον τομέα της παραγωγής, για να καλύψουν τις ανάγκες που θεωρούν ότι θα προκόψουν στο μέλλον. Τότε τα κόστη παραγωγής τείνουν να αυξάνονται, όπως και η αξία του ενεργητικού, ιδίως οι μετοχές και τα ακίνητα, πράγμα που σε κάποιο βαθμό οφείλεται και στη δραστηριότητα των κερδοσκόπων. Στο σημείο αυτό το κόστος του δανεισμού είναι χαμηλό, πράγμα που ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να πραγματοποιούν επενδύσεις «εντάσεως κεφαλαίου» σε εγκαταστάσεις, όπως εργοστάσια και γραφεία. Ενώ όμως η ζήτηση και η τρέχουσα παραγωγή αρχίζουν να επιβραδύνονται, ο ρυθμός της καταvάλωσης εξακολουθεί να αυξάνεται. Με τις αποταμιεύσεις σε χαμηλό επίπεδο, ο δανεισμός για τους ιδιώτες όσο και για τις εταιρείες επεκτείνεται.
Προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της χώρας, αυξάνονται οι εισαγωγές και μειώνονται οι εξαγωγές, οπότε δημιουργείται έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Η οικονομία τώρα πάσχει: υπερεπενδύσεις, υπερκατανάλωση, υπερδανειοδότηση, υπερδανειοληψία. Στο σημείο αυτό αρχίζει η ολίσθηση προς την ύφεση. Οι τιμές αυξάνονται λόγω ενός συνδυασμού χρήσης λιγότερο αποδοτικής
παραγωγικής ικανότητας αφενός και αύξησης της προσφοράς χρήματος και της κερδοσκοπίας αφετέρου. Το κόστος των ανείσπρακτων χρεών επιβαρύνεται από το δανεισμό, που έχει πλέον υψηλότερο επιτόκιο και στενότερο περιθώριο αποπληρωμής. Η αξία τον ενεργητικού, που έχει υπερτιμηθεί κατά την ανοδική πορεία, υποτιμάται. Οι δανειολήπτες αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη, οι δε εγγυήσεις για λήψη νέων δανείων είναι δεσμευμένες. Τα εισοδήματα, οι επενδύσεις και η κατανάλωση μειώνονται. Αρκετές εταιρείες και επιχειρηματίες παραπαίουν ή χρεοκοπούν· η ανεργία αυξάνεται. Καθώς εξανεμίζεται το αίσθημα ασφάλειας, παρατηρείται νέα μείωση στη χορήγηση δανείων και στις δαπάνες. Οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις που είχαν γίνει κατά την περίοδο ανάπτυξης αρχίζουν να υλοποιούνται, πράγμα που αυξάνει την προσφορά ενώ ταυτόχρονα συμπιέζει τις τιμές, αφού η ζήτηση ελαττώνεται. Οι εταιρείες και τα νοικοκυριά υποχρεώνονται να πωλήσουν περιουσιακά στοιχεία κάτω του κόστους, πράγμα που επιτείνει την κρίση. Οι δυνητικοί αγοραστές περιμένουν να «πιάσει πάτο» η αγορά πριν προβούν σε αγορές, πράγμα που καθυστερεί ακόμη περισσότερο την ανάκαμψη.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, το διαρκές άγχος που βιώνουμε δε φαίνεται να αποτελεί ένδειξη υστερίας αλλά μια λογική ενδεχομένως απόκριση στις πραγματικές απειλές του οικονομικού περιβάλλοντός μας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου