Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2021

Δέσμιο Εγώ

Δεν ταξίδεψε ποτέ... Έτρεμε την μοναχικότητα. Φοβόταν την αβεβαιότητα των κυμάτων και του αέρος. Την τρόμαζαν τα άγνωστα και άναρχα μονοπάτια. Δεν αγωνίστηκε ποτέ... Πάγωνε στην ιδέα της αποτυχίας. Πονούσε στην σκέψη της ήττας. Δεν τον άγγιξε ποτέ... Την σκότωνε η ιδέα της απόρριψης.

Καταδικασμένη να πεθάνει, χωρίς να ζήσει. Μα, δεν κατάλαβε πως χωρίς να πεθαίνεις κάθε μέρα, δεν ζεις... κι αυτός είναι ο χειρότερος θάνατος. Υποταγμένη στα δεσμά της φοβίας και του μίσους, δεν κατόρθωσε να βρει στη ζωή την θέση που της ανήκει. Θύμα των καταστροφικών της απαιτήσεων. Οι απωθημένες ορμές της και ο σφοδρός αποτροπιασμός της προς την προβολική πραγματικότητα που την περιβάλλει την όπλισαν με έναν παγερό εγωισμό και μοναχικότητα. Και, ξαφνικά, την κατέλαβε η άγρια επιθυμία να τον κατακυριεύσει ολοκληρωτικά, να εξολοθρεύσει την πρωτόγονη και νοερά εξουσιαστική φύση του. Το μίσος είναι, ίσως, το ισχυρότερο από τα θνητά μας δεσμά. Ο θάνατος, όμως, υπέρκειται αυτού... δίνει μορφή και υπόσταση στις σκιές, ενσαρκώνει τα απωθημένα και τα πάθη της ψυχής, λυτρώνει από τα δεσμά και οδηγεί στην αιματηρή κάθαρση... παρασύρει στην μυστική και ζοφερή ομορφιά της νύχτας και του ερέβους.

Ο Rousseau είχε πει: «Γεννιέσαι δύο φορές: η μία οδηγεί στην απλή ύπαρξη, η άλλη στην ίδια τη ζωή». Γι’ αυτήν, όμως, η γέννησή της είχε έναν και μόνο σκοπό... την επιστροφή. Επιζητούσε έναν δικαιωμένο, από την ομορφιά και τα καταστροφικά της πάθη, θάνατο που δεν είχε να περιμένει παρά από τον ίδιο της τον εαυτό. Γι’ αυτήν, η ύπαρξη και η ζωή της ήταν ο θάνατός της. Για τους άλλους, ήταν μία εκθαμβωτική μυστήρια παρουσία. Το σκοτεινό της χαμόγελο μεταφραζόταν ως δυναμισμός και αυταρέσκεια. Θα τολμούσε να πει κανείς πως της έλειπε η μαγευτική γοητεία της γυναικείας αδυναμίας. Η ομορφιά της ήταν το προσωπείο της και η νιότη η πλάνη της. Η ζωή και η πραγματικότητα αναπαριστούσαν την τραγωδία και την αποσύνθεση της δικής της ψυχής. Παραδομένη στην ορμητικότητα των καταστροφικών της ενστίκτων, δεν κατάφερε να συμφιλιωθεί με τις αντιτιθέμενες δυνάμεις της φύσης της. Δεν κατόρθωσε να φτάσει στην ανώτατη πραγμάτωσή της: την σύζευξη του πνεύματος με τον κόσμο των αισθήσεων. Ακολούθησε, μονάχα, την διαδρομή των ζωώδων και πρωτόγονων ορμών της. Δεν κατάλαβε, ποτέ, πως η ψυχή θεραπεύεται μέσα από τις αισθήσεις και οι αισθήσεις μέσα από την ψυχή. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να απελευθερωθεί από το στερημένο, τραυματικό παρελθόν της και το παρασιτικό παρόν της... το φαντασιακό προσδοκώμενο του θανάτου, αυτού του μαύρου πέπλου...

Οι νύχτες που αποφάσισε να ζήσει απο ’δω και έπειτα ήταν νύχτες από εκείνες που σε έκαναν να ερωτευθείς σχεδόν τον θάνατο. Ασκούσε μια θαυμαστή επιρροή στους άλλους. Ποτέ, όμως, δεν την αξιοποίησε για το καλό τους. Επιθυμούσε να τους παρασύρει στην άβυσσο των παθών τους, στην απογείωση των θανατερών ορμών τους και στην απονέκρωση κάθε ίχνους αγνότητος και αθωότητος. Την γοήτευε η συνειδητοποίηση πως οι άλλοι, όπως και η ίδια, έχουν τα δικά τους τέρατα, την δική τους κτηνώδη μορφή και την κρυμμένη αποκρουστική τους φωνή. Η κόλαση των φλογερών πέπλων της είχε ανοίξει τις πύλες της. Μέσα από τα συντρίμμια της καταστροφής των άλλων, η ίδια αναγεννιόταν κατά έναν μυστηριώδη τρόπο. Έκανε την αμαρτία να φαντάζει τόσο ηδονική και το κακό τόσο υπέροχο. Ο πεπτωκός αρχάγγελος αποτελούσε τον προστάτη της. Ήταν ο εραστής της... ο εραστής του θανάτου.

Η σάρκα της ήταν εξ αρχής μολυσμένη από την οσμή του θανάτου. Είχε κηλιδώσει την ψυχή της με διαφθορά και την φαντασία της με φρίκη. Η αλαζονεία της είχε χάσει κάθε έλεγχο. Βρισκόταν στην υπηρεσία του εραστή της. Το πρόσωπό της δεν είχε, πια, καρδιά. Όταν τον γνώρισε, κατάλαβε πως αυτός αποτελούσε το ιδανικό εξιλαστήριο θύμα για το όμορφο τέλος της. Αυτός ήταν ανυποψίαστος, δεν ήξερε, σχεδόν, τίποτα για την ζωή, αλλά είχε όσα αυτή είχε χάσει... μία λευκή και αγνή ψυχή... Όσο ζούσε, η προσωπικότητά της θα τον εξουσίαζε. Η αμόλυντη και φλογερή του αγνότητα όφειλε να διαταραχθεί. Η κρυμμένη χορδή του είχε χρέος να αρχίσει να πάλλεται στον ρυθμό που αυτή θα όριζε. Ήταν τόσο μαγευτικό να προβάλλεται η ψυχή της μέσα από το σώμα του και το σώμα της μέσα από την ψυχή του, να ακούει μια ηχώ παθιασμένη να αρθρώνει το πνεύμα της, τα πάθη της, την δική της ιδιοσυγκρασία και την δική της ανηθικότητα. Μπορούσε να τον πλάσει όπως αυτή επιθυμούσε. Την είχε κατακυριεύσει ολοκληρωτικά το πάθος για ιδιοκτησία. Πόσο υπέροχα της φανερωνόταν ο κόσμος: η αμείλικτη λογική του θανάτου να προβάλλεται στα αντικείμενα, τα οποία ενσαρκώνουν οι άνθρωποι. Κατά έναν μεγάλο βαθμό, ο άνδρας αυτός ήταν δικό της δημιούργημα. Άλλωστε, ο έρωτας είναι μία μορφή μίμησης. Κάποιες φορές, όμως, η μίμηση αυτή φορά την μάσκα του θανάτου...

Έμοιαζε γυναίκα αλλόκοτη, γυναίκα διψασμένη για θάνατο, γυναίκα που αναστήθηκε και βγήκε από το μνήμα, με έναν μονάχα σκοπό... να επιστρέψει σε αυτό, έχοντας την συντροφιά αυτών που θα μάγευε με την οσμή του ναρκίσσινου μύρου του κορμιού της. Η ψυχρή οσμή του νεκρικού μύρου της είχε κάτι το παρθένο, το πρωτόγνωρο, το μεθυστικό που δεν μπορούσες να μην υποταχθείς, να μην σε παρασύρει σε ψυχογραφικά ταξίδια και στα μαγευτικά ιερογλυφικά ενός μακρινού κόσμου. Το λευκό κρίνο της ψυχής του μολυνόταν, ολοένα και περισσότερο, από το κηλιδωμένο ερωτικό κορμί της. Η παθιασμένη κραυγή των ανομιών της μετέτρεπε την βεβήλωση σε ιερά λατρευτική τελετή. Οι πένθιμες αισθησιακές μελωδίες της κατακυρίευαν όχι μόνο τον κόσμο των αισθήσεών του, αλλά και τον κόσμο του πνεύματός του που επιζητούσε με λαχτάρα την γνωριμία του με το άγνωστο. Η έλξη αυτή προοιώνιζε το θανατερό καθρέφτισμα των προσώπων τους. Ίσως, έχουν δίκιο που λένε πως μόνο τους άψυχους καθρέφτες πρέπει να κοιτάμε και όχι τα πραγματικά πρόσωπα που καθρεφτίζουν την καταστροφική έκφανση της ψυχής και το προσωπείο του θανάτου. Ο έρωτας είναι ένα μυστήριο, όπως και η ένωση της ψυχής με τις αισθήσεις. Όμως, και η πλάνη είναι ένα μυστήριο, σαν αυτό που αποκόβει την ψυχή από τον αισθητηριακό κόσμο και την μεταφέρει στον φαντασιακό πορφυρό παράδεισο...

Το λευκό κορμί του αποτέλεσε τον ιδανικό καμβά για τα μαύρα χρώματα της ψυχής της. Στα μαύρα του μαλλιά, αυτή μύριζε οσμές θανάτου και απολάμβανε το νεκρικό θυμίαμα. Τα κόκκινα χείλη του ενσάρκωναν τόσο τη Ζωή, όσο και τον Θάνατο. Αυτή επέλεξε τον Θάνατο... έναν όμορφο Θάνατο και για τους δύο. Πρώτα, προχώρησε στην αποσύνθεση της ψυχής τους κι έπειτα στην απονέκρωση του κορμιών τους.

Λυτρώθηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου