Η αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα για τα συναισθήματα μπορεί να αναχθεί όχι στον Φρόιντ -που πίστευε πως ο μηχανισμός της απώθησης απέκλειε από τη συνείδηση το ασυνείδητο περιεχόμενο- αλλά στον Γουίλιαμ Τζέιμς.
Ο Τζέιμς ήταν μια αινιγματική προσωπικότητα. Γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1842 και γιος ενός πολύ πλούσιου πατέρα που επένδυσε μέρος της τεράστιας περιουσίας του σε μεγάλα ταξίδια για τον ίδιο και την οικογένειά του, ο Τζέιμς είχε φοιτήσει μέχρι τα δεκαοκτώ του χρόνια σε τουλάχιστον δεκαπέντε σχολεία στην Ευρώπη και την Αμερική – στη Νέα Υόρκη, στο Νιούπορτ του Ρόουντ Άιλαντ, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Μπουλόν-συρ-Μερ της βόρειας Γαλλίας, στη Γενεύη και στη Βόννη. Τα ενδιαφέροντά του ταξίδευαν το ίδιο γρήγορα από αντικείμενο σε αντικείμενο, και προσγειώνονταν για λίγο άλλοτε στις καλές τέχνες και άλλοτε στη χημεία, τον στρατό, την ανατομία και την ιατρική.
Η περιπλάνηση κράτησε δεκαπέντε χρόνια. Μέσα σε αυτό το διάστημα δέχθηκε κάποια στιγμή μια πρόσκληση από τον διάσημο βιολόγο του Χάρβαρντ Λουί Αγκασίζ για να συμμετάσχει σε μια αποστολή στην κοιλάδα του Αμαζόνιου στη Βραζιλία, στη διάρκεια της οποίας ο Τζέιμς υπέφερε σχεδόν συνέχεια από ναυτία και επιπλέον κόλλησε ευλογιά. Στο τέλος, η ιατρική ήταν ο μόνος τομέας όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του, παίρνοντας πτυχίο γιατρού από το Χάρβαρντ το 1869, στα είκοσι επτά του χρόνια. Αλλά ποτέ δεν άσκησε το επάγγελμα ούτε δίδαξε την ιατρική.
Ο Τζέιμς στράφηκε στην ψυχολογία μετά από μια επίσκεψή του το 1867 σε κάποιες ιαματικές πηγές στη Γερμανία – όπου είχε μεταβεί για να αναρρώσει από τα προβλήματα υγείας που του είχε αφήσει το ταξίδι στον Αμαζόνιο. Όπως και ο Μύνστερμπεργκ δεκαέξι χρόνια αργότερα, ο Τζέιμς παρακολούθησε μερικές διαλέξεις του Βίλχελμ Βουντ και τον συνεπήρε το αντικείμενο, και ιδιαίτερα η πρόκληση της μετατροπής της ψυχολογίας σε επιστήμη. Άρχισε να διαβάζει έργα της γερμανικής ψυχολογίας και φιλοσοφίας, αλλά επέστρεψε στο Χάρβαρντ για να ολοκληρώσει τις ιατρικές σπουδές του. Μετά την αποφοίτησή του από το Χάρβαρντ, πέρασε μια βαθιά κατάθλιψη. Το ημερολόγιό του από εκείνη την περίοδο δεν αποκαλύπτει σχεδόν τίποτε άλλο εκτός από δυστυχία και απέχθεια για τον εαυτό του. Υπέφερε τόσο πολύ, που πήγε μόνος του να νοσηλευτεί σε ένα άσυλο στο Σόμερβιλ της Μασσαχουσέττης. Ωστόσο, δεν απέδωσε την ανάρρωσή του στη θεραπεία που έλαβε, αλλά σε ένα δοκίμιο του Γάλλου φιλοσόφου Σαρλ Ρενουβιέ με θέμα την ελεύθερη βούληση το οποίο ανακάλυψε. Αφού το διάβασε, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη δική του ελεύθερη βούληση για να ξεπεράσει την κατάθλιψη. Φαίνεται ωστόσο πως η λύση δεν ήταν τόσο απλή, αφού παρέμεινε ανήμπορος για άλλους δεκαοκτώ μήνες και εξακολούθησε να πάσχει από χρόνια κατάθλιψη σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Αλλά το 1872 ο Τζέιμς ήταν πια αρκετά καλά για να δεχθεί μια θέση καθηγητή της φυσιολογίας στο Χάρβαρντ, ενώ το 1875 είχε αρχίσει να διδάσκει το μάθημα «Σχέσεις μεταξύ φυσιολογίας και ψυχολογίας», αναδεικνύοντας το Χάρβαρντ στο πρώτο πανεπιστήμιο των ΗΠΑ που πρόσφερε εκπαίδευση στην πειραματική ψυχολογία. Χρειάστηκε να περάσει άλλη μια δεκαετία για να παρουσιάσει δημόσια τη θεωρία του για τα συναισθήματα, δίνοντας το γενικό της περίγραμμα σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε το 1884 με τίτλο «What Is an Emotion?» («Τι είναι το συναίσθημα;»). Η δημοσίευση έγινε στο φιλοσοφικό περιοδικό Μind, καθώς το πρώτο περιοδικό ερευνητικής ψυχολογίας στην αγγλική γλώσσα κυκλοφόρησε το 1887.
Στο άρθρο του ο Τζέιμς πραγματευόταν συναισθήματα όπως είναι «η έκπληξη, η περιέργεια, η έκσταση, ο φόβος, ο θυμός, ο πόθος, η απληστία κ.λπ.», που συνοδεύονται από σωματικές αλλαγές όπως η γρήγορη αναπνοή, οι αυξημένοι παλμοί ή διάφορες κινήσεις του σώματος και του προσώπου.9 Μπορεί να φαίνεται προφανές ότι αυτές οι σωματικές αλλαγές προκαλούνται από το αντίστοιχο συναίσθημα, αλλά ο Τζέιμς υποστήριξε ότι μια τέτοια ερμηνεία ήταν ακριβώς ανάστροφη.
«Η δική μου θέση, αντίθετα», έγραφε, «είναι ότι οι σωματικές αλλαγές ακολουθούν απευθείας την ΠΡΟΣΛΗΨΗ ενός ψυχοδιεγερτικού γεγονότος και ότι η αίσθηση που έχουμε για τις ίδιες τις αλλαγές τη στιγμή που συμβαίνουν ΕΙΝΑΙ το συναίσθημα … Χωρίς τη σωματική κατάσταση που ακολουθεί την πρόσληψη, το τελευταίο [δηλαδή το συναίσθημα] θα είχε εντελώς γνωστική μορφή, θα ήταν χλωμό, άχρωμο, απογυμνωμένο από συναισθηματική θέρμη».
Με άλλα λόγια, δεν τρέμουμε επειδή είμαστε θυμωμένοι, ούτε κλαίμε επειδή αισθανόμαστε λυπημένοι, αλλά μάλλον αντιλαμβανόμαστε ότι νιώθουμε θυμωμένοι επειδή τρέμουμε και αισθανόμαστε λυπημένοι επειδή κλαίμε. Ο Τζέιμς υποστήριζε πως το συναίσθημα έχει τη βάση του στη φυσιολογία, μια ιδέα που έχει πια κυριαρχήσει – εν μέρει χάρις στην τεχνολογία της απεικόνισης του εγκεφάλου, που μας επιτρέπει να παρατηρούμε τις σωματικές διεργασίες που υπεισέρχονται στο συναίσθημα όπως πραγματικά συμβαίνουν στον εγκέφαλο.
Σύμφωνα με τη σύγχρονη «νεο-τζεϊμσιανή» άποψη, το συναίσθημα μοιάζει με την πρόσληψη και την ανάμνηση, δηλαδή ανακατασκευάζεται με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα. Πολλά από αυτά τα δεδομένα προέρχονται από τον ασυνείδητο νου μας, καθώς αυτός επεξεργάζεται τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας και δημιουργεί μια σωματική αντίδραση. Ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί επίσης άλλα δεδομένα, όπως τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις και προσδοκίες μας, καθώς και πληροφορίες για τις τρέχουσες συνθήκες. Όλα αυτά τα στοιχεία περνούν από επεξεργασία, και τελικά παράγεται το συνειδητό συναίσθημα. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός μπορεί να εξηγήσει τις μελέτες για τη στηθάγχη και γενικότερα την επίδραση των ψευδοφάρμακων στον πόνο. Αν η υποκειμενική εμπειρία του πόνου κατασκευάζεται τόσο από τη σωματική μας κατάσταση όσο και από τα στοιχεία του γενικότερου πλαισίου, δεν είναι παράξενο που το μυαλό μας μπορεί να ερμηνεύσει τα ίδια σωματικά δεδομένα -τις νευρικές ώσεις που δηλώνουν τον πόνο- με διαφορετικούς τρόπους. Επομένως, όταν τα νευρικά κύτταρα στέλνουν ένα σήμα στα κέντρα του πόνου στον εγκέφαλό σας, η εμπειρία σας για τον πόνο μπορεί να διαφέρει, ακόμη και αν τα σήματα είναι ίδια.
Ο Τζέιμς ανέπτυξε περισσότερο τη θεωρία του για το συναίσθημα, μεταξύ άλλων θεμάτων, στο βιβλίο του Ρrinciples of Psychology, που αναφέραμε στο Κεφάλαιο 4 σχετικά με τα πειράματα του Άντζελο Μόσσο σε εγκεφάλους ασθενών με οπές στο κρανίο μετά από εγχειρήσεις. Ο Τζέιμς είχε υπογράψει το συμβόλαιο για τη συγγραφή του βιβλίου το 1878. Άρχισε να το δουλεύει πυρετωδώς ενώ βρισκόταν στον μήνα του μέλιτος. Αλλά μετά τον μήνα του μέλιτος χρειάστηκε δώδεκα χρόνια για να το τελειώσει. Ήταν ένα έργο που έμεινε κλασικό- ήταν τόσο επαναστατικό και καθοριστικό για τις μετέπειτα εξελίξεις, που σε μια έρευνα μεταξύ ιστορικών της ψυχολογίας το 1991 ο Τζέιμς κατατάχθηκε δεύτερος ανάμεσα στις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της ψυχολογίας, πίσω μόνο από τον αρχικό μέντορά του, τον Βουντ.
Κατά ειρωνικό τρόπο, ούτε ο Βουντ ούτε ο Τζέιμς ήταν ικανοποιημένοι από το βιβλίο. Ο Βουντ ήταν δυσαρεστημένος επειδή η επανάσταση του Τζέιμς είχε πλέον ξεστρατίσει από τον δρόμο της πειραματικής ψυχολογίας του Βουντ, όπου όλα πρέπει να υποβάλλονται σε μέτρηση. Αλλά πώς μπορούμε, για παράδειγμα, να ποσοτικοποιήσουμε και να μετρήσουμε τα συναισθήματα; Το 1890 ο Τζέιμς είχε ήδη αποφασίσει πως από τη στιγμή που αυτό ήταν αδύνατο, η ψυχολογία έπρεπε να προχωρήσει πέρα από το καθαρό πείραμα και χαρακτήρισε κοροϊδευτικά το έργο του Βουντ «ψυχολογία των χάλκινων οργάνων». Ο Βουντ, από την άλλη πλευρά, έγραψε για το έργο του Τζέιμς ότι «Είναι λογοτεχνία- ωραία μεν, αλλά όχι ψυχολογία».
Ωστόσο, ο ίδιος ο Τζέιμς ήταν πολύ πιο σκληρός με τον εαυτό του, γράφοντας τα εξής:
«Κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται μεγαλύτερη αποστροφή από εμένα όταν αντικρίζει αυτό το βιβλίο. Κανένα θέμα δεν αξίζει να αναλύεται σε 1000 σελίδες. Αν είχα άλλα δέκα χρόνια, θα μπορούσα να το ξαναγράψω σε 500 σελίδες· αλλά όπως έχουν τα πράγματα αυτή είναι η μόνη εκδοχή του – μια απεχθής, παραφουσκωμένη, πρησμένη, παραγεμισμένη, υδρωπική μάζα, που μαρτυρεί απλώς δύο πράγματα: πρώτον, ότι δεν υπάρχει καμία επιστήμη της ψυχολογίας και, δεύτερον, ότι ο Γ. Τζ. είναι ένας ανίκανος».
Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, ο Τζέιμς αποφάσισε να εγκαταλείψει την ψυχολογία για χάρη της φιλοσοφίας, και κάλεσε τον Μύνστερμπεργκ από τη Γερμανία για να αναλάβει το εργαστήριό του. Ο Τζέιμς ήταν τότε σαράντα οκτώ ετών.
Ο Τζέιμς ήταν μια αινιγματική προσωπικότητα. Γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1842 και γιος ενός πολύ πλούσιου πατέρα που επένδυσε μέρος της τεράστιας περιουσίας του σε μεγάλα ταξίδια για τον ίδιο και την οικογένειά του, ο Τζέιμς είχε φοιτήσει μέχρι τα δεκαοκτώ του χρόνια σε τουλάχιστον δεκαπέντε σχολεία στην Ευρώπη και την Αμερική – στη Νέα Υόρκη, στο Νιούπορτ του Ρόουντ Άιλαντ, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Μπουλόν-συρ-Μερ της βόρειας Γαλλίας, στη Γενεύη και στη Βόννη. Τα ενδιαφέροντά του ταξίδευαν το ίδιο γρήγορα από αντικείμενο σε αντικείμενο, και προσγειώνονταν για λίγο άλλοτε στις καλές τέχνες και άλλοτε στη χημεία, τον στρατό, την ανατομία και την ιατρική.
Η περιπλάνηση κράτησε δεκαπέντε χρόνια. Μέσα σε αυτό το διάστημα δέχθηκε κάποια στιγμή μια πρόσκληση από τον διάσημο βιολόγο του Χάρβαρντ Λουί Αγκασίζ για να συμμετάσχει σε μια αποστολή στην κοιλάδα του Αμαζόνιου στη Βραζιλία, στη διάρκεια της οποίας ο Τζέιμς υπέφερε σχεδόν συνέχεια από ναυτία και επιπλέον κόλλησε ευλογιά. Στο τέλος, η ιατρική ήταν ο μόνος τομέας όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του, παίρνοντας πτυχίο γιατρού από το Χάρβαρντ το 1869, στα είκοσι επτά του χρόνια. Αλλά ποτέ δεν άσκησε το επάγγελμα ούτε δίδαξε την ιατρική.
Ο Τζέιμς στράφηκε στην ψυχολογία μετά από μια επίσκεψή του το 1867 σε κάποιες ιαματικές πηγές στη Γερμανία – όπου είχε μεταβεί για να αναρρώσει από τα προβλήματα υγείας που του είχε αφήσει το ταξίδι στον Αμαζόνιο. Όπως και ο Μύνστερμπεργκ δεκαέξι χρόνια αργότερα, ο Τζέιμς παρακολούθησε μερικές διαλέξεις του Βίλχελμ Βουντ και τον συνεπήρε το αντικείμενο, και ιδιαίτερα η πρόκληση της μετατροπής της ψυχολογίας σε επιστήμη. Άρχισε να διαβάζει έργα της γερμανικής ψυχολογίας και φιλοσοφίας, αλλά επέστρεψε στο Χάρβαρντ για να ολοκληρώσει τις ιατρικές σπουδές του. Μετά την αποφοίτησή του από το Χάρβαρντ, πέρασε μια βαθιά κατάθλιψη. Το ημερολόγιό του από εκείνη την περίοδο δεν αποκαλύπτει σχεδόν τίποτε άλλο εκτός από δυστυχία και απέχθεια για τον εαυτό του. Υπέφερε τόσο πολύ, που πήγε μόνος του να νοσηλευτεί σε ένα άσυλο στο Σόμερβιλ της Μασσαχουσέττης. Ωστόσο, δεν απέδωσε την ανάρρωσή του στη θεραπεία που έλαβε, αλλά σε ένα δοκίμιο του Γάλλου φιλοσόφου Σαρλ Ρενουβιέ με θέμα την ελεύθερη βούληση το οποίο ανακάλυψε. Αφού το διάβασε, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη δική του ελεύθερη βούληση για να ξεπεράσει την κατάθλιψη. Φαίνεται ωστόσο πως η λύση δεν ήταν τόσο απλή, αφού παρέμεινε ανήμπορος για άλλους δεκαοκτώ μήνες και εξακολούθησε να πάσχει από χρόνια κατάθλιψη σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Αλλά το 1872 ο Τζέιμς ήταν πια αρκετά καλά για να δεχθεί μια θέση καθηγητή της φυσιολογίας στο Χάρβαρντ, ενώ το 1875 είχε αρχίσει να διδάσκει το μάθημα «Σχέσεις μεταξύ φυσιολογίας και ψυχολογίας», αναδεικνύοντας το Χάρβαρντ στο πρώτο πανεπιστήμιο των ΗΠΑ που πρόσφερε εκπαίδευση στην πειραματική ψυχολογία. Χρειάστηκε να περάσει άλλη μια δεκαετία για να παρουσιάσει δημόσια τη θεωρία του για τα συναισθήματα, δίνοντας το γενικό της περίγραμμα σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε το 1884 με τίτλο «What Is an Emotion?» («Τι είναι το συναίσθημα;»). Η δημοσίευση έγινε στο φιλοσοφικό περιοδικό Μind, καθώς το πρώτο περιοδικό ερευνητικής ψυχολογίας στην αγγλική γλώσσα κυκλοφόρησε το 1887.
Στο άρθρο του ο Τζέιμς πραγματευόταν συναισθήματα όπως είναι «η έκπληξη, η περιέργεια, η έκσταση, ο φόβος, ο θυμός, ο πόθος, η απληστία κ.λπ.», που συνοδεύονται από σωματικές αλλαγές όπως η γρήγορη αναπνοή, οι αυξημένοι παλμοί ή διάφορες κινήσεις του σώματος και του προσώπου.9 Μπορεί να φαίνεται προφανές ότι αυτές οι σωματικές αλλαγές προκαλούνται από το αντίστοιχο συναίσθημα, αλλά ο Τζέιμς υποστήριξε ότι μια τέτοια ερμηνεία ήταν ακριβώς ανάστροφη.
«Η δική μου θέση, αντίθετα», έγραφε, «είναι ότι οι σωματικές αλλαγές ακολουθούν απευθείας την ΠΡΟΣΛΗΨΗ ενός ψυχοδιεγερτικού γεγονότος και ότι η αίσθηση που έχουμε για τις ίδιες τις αλλαγές τη στιγμή που συμβαίνουν ΕΙΝΑΙ το συναίσθημα … Χωρίς τη σωματική κατάσταση που ακολουθεί την πρόσληψη, το τελευταίο [δηλαδή το συναίσθημα] θα είχε εντελώς γνωστική μορφή, θα ήταν χλωμό, άχρωμο, απογυμνωμένο από συναισθηματική θέρμη».
Με άλλα λόγια, δεν τρέμουμε επειδή είμαστε θυμωμένοι, ούτε κλαίμε επειδή αισθανόμαστε λυπημένοι, αλλά μάλλον αντιλαμβανόμαστε ότι νιώθουμε θυμωμένοι επειδή τρέμουμε και αισθανόμαστε λυπημένοι επειδή κλαίμε. Ο Τζέιμς υποστήριζε πως το συναίσθημα έχει τη βάση του στη φυσιολογία, μια ιδέα που έχει πια κυριαρχήσει – εν μέρει χάρις στην τεχνολογία της απεικόνισης του εγκεφάλου, που μας επιτρέπει να παρατηρούμε τις σωματικές διεργασίες που υπεισέρχονται στο συναίσθημα όπως πραγματικά συμβαίνουν στον εγκέφαλο.
Σύμφωνα με τη σύγχρονη «νεο-τζεϊμσιανή» άποψη, το συναίσθημα μοιάζει με την πρόσληψη και την ανάμνηση, δηλαδή ανακατασκευάζεται με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα. Πολλά από αυτά τα δεδομένα προέρχονται από τον ασυνείδητο νου μας, καθώς αυτός επεξεργάζεται τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας και δημιουργεί μια σωματική αντίδραση. Ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί επίσης άλλα δεδομένα, όπως τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις και προσδοκίες μας, καθώς και πληροφορίες για τις τρέχουσες συνθήκες. Όλα αυτά τα στοιχεία περνούν από επεξεργασία, και τελικά παράγεται το συνειδητό συναίσθημα. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός μπορεί να εξηγήσει τις μελέτες για τη στηθάγχη και γενικότερα την επίδραση των ψευδοφάρμακων στον πόνο. Αν η υποκειμενική εμπειρία του πόνου κατασκευάζεται τόσο από τη σωματική μας κατάσταση όσο και από τα στοιχεία του γενικότερου πλαισίου, δεν είναι παράξενο που το μυαλό μας μπορεί να ερμηνεύσει τα ίδια σωματικά δεδομένα -τις νευρικές ώσεις που δηλώνουν τον πόνο- με διαφορετικούς τρόπους. Επομένως, όταν τα νευρικά κύτταρα στέλνουν ένα σήμα στα κέντρα του πόνου στον εγκέφαλό σας, η εμπειρία σας για τον πόνο μπορεί να διαφέρει, ακόμη και αν τα σήματα είναι ίδια.
Ο Τζέιμς ανέπτυξε περισσότερο τη θεωρία του για το συναίσθημα, μεταξύ άλλων θεμάτων, στο βιβλίο του Ρrinciples of Psychology, που αναφέραμε στο Κεφάλαιο 4 σχετικά με τα πειράματα του Άντζελο Μόσσο σε εγκεφάλους ασθενών με οπές στο κρανίο μετά από εγχειρήσεις. Ο Τζέιμς είχε υπογράψει το συμβόλαιο για τη συγγραφή του βιβλίου το 1878. Άρχισε να το δουλεύει πυρετωδώς ενώ βρισκόταν στον μήνα του μέλιτος. Αλλά μετά τον μήνα του μέλιτος χρειάστηκε δώδεκα χρόνια για να το τελειώσει. Ήταν ένα έργο που έμεινε κλασικό- ήταν τόσο επαναστατικό και καθοριστικό για τις μετέπειτα εξελίξεις, που σε μια έρευνα μεταξύ ιστορικών της ψυχολογίας το 1991 ο Τζέιμς κατατάχθηκε δεύτερος ανάμεσα στις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της ψυχολογίας, πίσω μόνο από τον αρχικό μέντορά του, τον Βουντ.
Κατά ειρωνικό τρόπο, ούτε ο Βουντ ούτε ο Τζέιμς ήταν ικανοποιημένοι από το βιβλίο. Ο Βουντ ήταν δυσαρεστημένος επειδή η επανάσταση του Τζέιμς είχε πλέον ξεστρατίσει από τον δρόμο της πειραματικής ψυχολογίας του Βουντ, όπου όλα πρέπει να υποβάλλονται σε μέτρηση. Αλλά πώς μπορούμε, για παράδειγμα, να ποσοτικοποιήσουμε και να μετρήσουμε τα συναισθήματα; Το 1890 ο Τζέιμς είχε ήδη αποφασίσει πως από τη στιγμή που αυτό ήταν αδύνατο, η ψυχολογία έπρεπε να προχωρήσει πέρα από το καθαρό πείραμα και χαρακτήρισε κοροϊδευτικά το έργο του Βουντ «ψυχολογία των χάλκινων οργάνων». Ο Βουντ, από την άλλη πλευρά, έγραψε για το έργο του Τζέιμς ότι «Είναι λογοτεχνία- ωραία μεν, αλλά όχι ψυχολογία».
Ωστόσο, ο ίδιος ο Τζέιμς ήταν πολύ πιο σκληρός με τον εαυτό του, γράφοντας τα εξής:
«Κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται μεγαλύτερη αποστροφή από εμένα όταν αντικρίζει αυτό το βιβλίο. Κανένα θέμα δεν αξίζει να αναλύεται σε 1000 σελίδες. Αν είχα άλλα δέκα χρόνια, θα μπορούσα να το ξαναγράψω σε 500 σελίδες· αλλά όπως έχουν τα πράγματα αυτή είναι η μόνη εκδοχή του – μια απεχθής, παραφουσκωμένη, πρησμένη, παραγεμισμένη, υδρωπική μάζα, που μαρτυρεί απλώς δύο πράγματα: πρώτον, ότι δεν υπάρχει καμία επιστήμη της ψυχολογίας και, δεύτερον, ότι ο Γ. Τζ. είναι ένας ανίκανος».
Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, ο Τζέιμς αποφάσισε να εγκαταλείψει την ψυχολογία για χάρη της φιλοσοφίας, και κάλεσε τον Μύνστερμπεργκ από τη Γερμανία για να αναλάβει το εργαστήριό του. Ο Τζέιμς ήταν τότε σαράντα οκτώ ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου