[375c] Ἀλλὰ μέντοι δεῖ γε πρὸς μὲν τοὺς οἰκείους πρᾴους αὐτοὺς εἶναι, πρὸς δὲ τοὺς πολεμίους χαλεπούς· εἰ δὲ μή, οὐ περιμενοῦσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι, ἀλλ᾽ αὐτοὶ φθήσονται αὐτὸ δράσαντες.
Ἀληθῆ, ἔφη.
Τί οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ποιήσομεν; πόθεν ἅμα πρᾷον καὶ μεγαλόθυμον ἦθος εὑρήσομεν; ἐναντία γάρ που θυμοειδεῖ πρᾳεῖα φύσις.
Φαίνεται.
Ἀλλὰ μέντοι τούτων γε ὁποτέρου ἂν στέρηται, φύλαξ ἀγαθὸς οὐ μὴ γένηται· ταῦτα δὲ ἀδυνάτοις ἔοικεν, καὶ οὕτω [375d] δὴ συμβαίνει ἀγαθὸν φύλακα ἀδύνατον γενέσθαι.
Κινδυνεύει, ἔφη.
Καὶ ἐγὼ ἀπορήσας τε καὶ ἐπισκεψάμενος τὰ ἔμπροσθεν, Δικαίως γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε, ἀποροῦμεν· ἧς γὰρ προυθέμεθα εἰκόνος ἀπελείφθημεν.
Πῶς λέγεις;
Οὐκ ἐννενοήκαμεν ὅτι εἰσὶν ἄρα φύσεις οἵας ἡμεῖς οὐκ ᾠήθημεν, ἔχουσαι τἀναντία ταῦτα.
Ποῦ δή;
Ἴδοι μὲν ἄν τις καὶ ἐν ἄλλοις ζῴοις, οὐ μεντἂν ἥκιστα [375e] ἐν ᾧ ἡμεῖς παρεβάλλομεν τῷ φύλακι. οἶσθα γάρ που τῶν γενναίων κυνῶν, ὅτι τοῦτο φύσει αὐτῶν τὸ ἦθος, πρὸς μὲν τοὺς συνήθεις τε καὶ γνωρίμους ὡς οἷόν τε πρᾳοτάτους εἶναι, πρὸς δὲ τοὺς ἀγνῶτας τοὐναντίον.
Οἶδα μέντοι.
Τοῦτο μὲν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, δυνατόν, καὶ οὐ παρὰ φύσιν ζητοῦμεν τοιοῦτον εἶναι τὸν φύλακα.
Οὐκ ἔοικεν.
Ἆρ᾽ οὖν σοι δοκεῖ ἔτι τοῦδε προσδεῖσθαι ὁ φυλακικὸς ἐσόμενος, πρὸς τῷ θυμοειδεῖ ἔτι προσγενέσθαι φιλόσοφος τὴν φύσιν;
[376a] Πῶς δή; ἔφη· οὐ γὰρ ἐννοῶ.
Καὶ τοῦτο, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐν τοῖς κυσὶν κατόψει, ὃ καὶ ἄξιον θαυμάσαι τοῦ θηρίου.
Τὸ ποῖον;
Ὅτι ὃν μὲν ἂν ἴδῃ ἀγνῶτα, χαλεπαίνει, οὐδὲ ἓν κακὸν προπεπονθώς· ὃν δ᾽ ἂν γνώριμον, ἀσπάζεται, κἂν μηδὲν πώποτε ὑπ᾽ αὐτοῦ ἀγαθὸν πεπόνθῃ. ἢ οὔπω τοῦτο ἐθαύμασας;
Οὐ πάνυ, ἔφη, μέχρι τούτου προσέσχον τὸν νοῦν· ὅτι δέ που δρᾷ ταῦτα, δῆλον.
Ἀλλὰ μὴν κομψόν γε φαίνεται τὸ πάθος αὐτοῦ τῆς [376b] φύσεως καὶ ὡς ἀληθῶς φιλόσοφον.
Πῇ δή;
Ἧι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὄψιν οὐδενὶ ἄλλῳ φίλην καὶ ἐχθρὰν διακρίνει ἢ τῷ τὴν μὲν καταμαθεῖν, τὴν δὲ ἀγνοῆσαι. καίτοι πῶς οὐκ ἂν φιλομαθὲς εἴη συνέσει τε καὶ ἀγνοίᾳ ὁριζόμενον τό τε οἰκεῖον καὶ τὸ ἀλλότριον;
Οὐδαμῶς, ἦ δ᾽ ὅς, ὅπως οὔ.
Ἀλλὰ μέντοι, εἶπον ἐγώ, τό γε φιλομαθὲς καὶ φιλόσοφον ταὐτόν;
Ταὐτὸν γάρ, ἔφη.
Οὐκοῦν θαρροῦντες τιθῶμεν καὶ ἐν ἀνθρώπῳ, εἰ μέλλει [376c] πρὸς τοὺς οἰκείους καὶ γνωρίμους πρᾷός τις ἔσεσθαι, φύσει φιλόσοφον καὶ φιλομαθῆ αὐτὸν δεῖν εἶναι;
Τιθῶμεν, ἔφη.
Φιλόσοφος δὴ καὶ θυμοειδὴς καὶ ταχὺς καὶ ἰσχυρὸς ἡμῖν τὴν φύσιν ἔσται ὁ μέλλων καλὸς κἀγαθὸς ἔσεσθαι φύλαξ πόλεως.
Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη.
Οὗτος μὲν δὴ ἂν οὕτως ὑπάρχοι. θρέψονται δὲ δὴ ἡμῖν οὗτοι καὶ παιδευθήσονται τίνα τρόπον; καὶ ἆρά τι προὔργου ἡμῖν ἐστιν αὐτὸ σκοποῦσι πρὸς τὸ κατιδεῖν οὗπερ ἕνεκα [376d] πάντα σκοποῦμεν, δικαιοσύνην τε καὶ ἀδικίαν τίνα τρόπον ἐν πόλει γίγνεται; ἵνα μὴ ἐῶμεν ἱκανὸν λόγον ἢ συχνὸν διεξίωμεν.
Καὶ ὁ τοῦ Γλαύκωνος ἀδελφός, Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη, ἔγωγε προσδοκῶ προὔργου εἶναι εἰς τοῦτο ταύτην τὴν σκέψιν.
Μὰ Δία, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε Ἀδείμαντε, οὐκ ἄρα ἀφετέον, οὐδ᾽ εἰ μακροτέρα τυγχάνει οὖσα.
Οὐ γὰρ οὖν.
Ἴθι οὖν, ὥσπερ ἐν μύθῳ μυθολογοῦντές τε καὶ σχολὴν ἄγοντες λόγῳ παιδεύωμεν τοὺς ἄνδρας.
[376e] Ἀλλὰ χρή.
Τίς οὖν ἡ παιδεία; ἢ χαλεπὸν εὑρεῖν βελτίω τῆς ὑπὸ τοῦ πολλοῦ χρόνου ηὑρημένης; ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ᾽ ἐπὶ ψυχῇ μουσική.
Ἔστιν γάρ.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ μουσικῇ πρότερον ἀρξόμεθα παιδεύοντες ἢ γυμναστικῇ;
Πῶς δ᾽ οὔ;
Μουσικῆς δ᾽, εἶπον, τιθεῖς λόγους, ἢ οὔ;
Ἔγωγε.
Λόγων δὲ διττὸν εἶδος, τὸ μὲν ἀληθές, ψεῦδος δ᾽ ἕτερον;
Ναί.
[377a] Παιδευτέον δ᾽ ἐν ἀμφοτέροις, πρότερον δ᾽ ἐν τοῖς ψευδέσιν;
Οὐ μανθάνω, ἔφη, πῶς λέγεις.
Οὐ μανθάνεις, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι πρῶτον τοῖς παιδίοις μύθους λέγομεν; τοῦτο δέ που ὡς τὸ ὅλον εἰπεῖν ψεῦδος, ἔνι δὲ καὶ ἀληθῆ. πρότερον δὲ μύθοις πρὸς τὰ παιδία ἢ γυμνασίοις χρώμεθα.
Ἔστι ταῦτα.
Τοῦτο δὴ ἔλεγον, ὅτι μουσικῆς πρότερον ἁπτέον ἢ γυμναστικῆς.
Ὀρθῶς, ἔφη.
Οὐκοῦν οἶσθ᾽ ὅτι ἀρχὴ παντὸς ἔργου μέγιστον, ἄλλως [377b] τε δὴ καὶ νέῳ καὶ ἁπαλῷ ὁτῳοῦν; μάλιστα γὰρ δὴ τότε πλάττεται, καὶ ἐνδύεται τύπος ὃν ἄν τις βούληται ἐνσημήνασθαι ἑκάστῳ.
Κομιδῇ μὲν οὖν.
Ἆρ᾽ οὖν ῥᾳδίως οὕτω παρήσομεν τοὺς ἐπιτυχόντας ὑπὸ τῶν ἐπιτυχόντων μύθους πλασθέντας ἀκούειν τοὺς παῖδας καὶ λαμβάνειν ἐν ταῖς ψυχαῖς ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐναντίας δόξας ἐκείναις ἅς, ἐπειδὰν τελεωθῶσιν, ἔχειν οἰησόμεθα δεῖν αὐτούς;
Οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν παρήσομεν.
Πρῶτον δὴ ἡμῖν, ὡς ἔοικεν, ἐπιστατητέον τοῖς μυθοποιοῖς, [377c] καὶ ὃν μὲν ἂν καλὸν [μῦθον] ποιήσωσιν, ἐγκριτέον, ὃν δ᾽ ἂν μή, ἀποκριτέον. τοὺς δ᾽ ἐγκριθέντας πείσομεν τὰς τροφούς τε καὶ μητέρας λέγειν τοῖς παισίν, καὶ πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῖς μύθοις πολὺ μᾶλλον ἢ τὰ σώματα ταῖς χερσίν· ὧν δὲ νῦν λέγουσι τοὺς πολλοὺς ἐκβλητέον.
Ποίους δή; ἔφη.
Ἐν τοῖς μείζοσιν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μύθοις ὀψόμεθα καὶ τοὺς ἐλάττους. δεῖ γὰρ δὴ τὸν αὐτὸν τύπον εἶναι καὶ ταὐτὸν [377d] δύνασθαι τούς τε μείζους καὶ τοὺς ἐλάττους. ἢ οὐκ οἴει;
Ἔγωγ᾽, ἔφη· ἀλλ᾽ οὐκ ἐννοῶ οὐδὲ τοὺς μείζους τίνας λέγεις.
Οὓς Ἡσίοδός τε, εἶπον, καὶ Ὅμηρος ἡμῖν ἐλεγέτην καὶ οἱ ἄλλοι ποιηταί. οὗτοι γάρ που μύθους τοῖς ἀνθρώποις ψευδεῖς συντιθέντες ἔλεγόν τε καὶ λέγουσι.
Ποίους δή, ἦ δ᾽ ὅς, καὶ τί αὐτῶν μεμφόμενος λέγεις;
Ὅπερ, ἦν δ᾽ ἐγώ, χρὴ καὶ πρῶτον καὶ μάλιστα μέμφεσθαι, ἄλλως τε καὶ ἐάν τις μὴ καλῶς ψεύδηται.
Τί τοῦτο;
***
[375c] Και μολαταύτα, θα πρέπει να είναι ήμεροι με τους συμπολίτες των και άγριοι μόνο με τους εχθρούς· ειδεμή, δε θα είναι ανάγκη να περιμένουν να ερθούν άλλοι να τους χαλάσουν, αλλά θα προλάβουν να το κάμουν οι ίδιοι οι φρουροί μας.
Αλήθεια.
Πώς να κάμομε λοιπόν; πού να βρούμε ένα χαρακτήρα, να είναι και ήμερος και θυμοειδής συγχρόνως, αφού αυτά είναι δυο πράγματα αντίθετα και ασυμβίβαστα;
Φανερό.
Και όμως είναι αδύνατο να θεωρηθεί καλός φρουρός, αν στερείται ή το ένα ή το άλλο απ᾽ αυτά· κι αφού λοιπόν φαίνεται πράγμα αδύνατο αυτό, ανάγκη [375d] να παραδεχτούμε πως δεν μπορεί να βρεθεί ο καλός φρουρός.
Εκεί καταντά.
Κι εγώ, αφού κοντοστάθηκα λίγο και συλλογίστηκα μέσα μου πάνω σ᾽ αυτά που είπαμε, Με το δίκιό μας, του λέγω, φίλε μου, να σκοντάψομε· γιατί απομακρυνθήκαμε από το παράδειγμα που είχαμε πάρει.
Πώς αυτό;
Δε σκεφτήκαμε πως υπάρχουν φύσεις που εμείς δεν τις φανταστήκαμε και που συνδυάζουν αυτές τις αντίθετες ιδιότητες.
Και πού υπάρχουν;
Μπορεί κανείς να τις συναντήσει και σ᾽ άλλα ζώα, αλλά προπάντων [375e] σε κείνο που παραβάλαμε εμείς με το φύλακα. Γιατί γνωρίζεις, βέβαια, πως ενός σκύλου ράτσας αυτό είναι το φυσικό, να είναι ημερότατος με κείνους που γνωρίζει και τους έχει συνηθίσει, και το εναντίο μ᾽ όσους δε γνωρίζει.
Βέβαια το ξέρω. Δεν είναι λοιπόν αδύνατο και δε ζητούμε αφύσικο πράγμα, να είναι τέτοιος και ο φρουρός μας.
Έτσι φαίνεται.
Δε σου φαίνεται, όμως, πως ακόμη κάτι λείπει από το φρουρό μας και πως εκτός από θυμοειδής πρέπει να είναι και φιλόσοφος από φυσικού του;
[376a] Πώς δηλαδή; δε σε εννοώ καλά.
Θα παρατηρήσεις στους σκύλους κι ένα άλλο πράγμα ακόμα, που πραγματικώς αξίζει να το θαυμάσει κανείς.
Το ποιό;
Πως άμα ο σκύλος δει κανένα που δεν τον γνωρίζει, αμέσως αγριεύει, αν και δεν του έχει κάμει κανένα κακό, ενώ απεναντίας, όταν δει κανένα γνώριμο, είναι όλος χαρά και περιποίηση και χωρίς να του έχει κάμει ποτέ τίποτα καλό, ή δεν εθαύμασες ποτέ σου αυτό το πράγμα;
Δεν έδωσα ως τώρα και μεγάλη προσοχή σ᾽ αυτό, αλλά πραγματικώς έτσι φέρνεται.
Είναι όμως πολύ χαριτωμένο αυτό του το ιδίωμα [376b] και μαρτυρεί μια φύση ολωσδιόλου φιλοσοφική.
Και πώς; παρακαλώ.
Να, που δε διακρίνει ένα πρόσωπο, αν είναι φίλος ή εχθρός, παρ᾽ απ᾽ αυτό· πως τον ένα τον ξέρει, ενώ τον άλλο δεν τον γνώρισε ακόμα. Πώς λοιπόν να μην του αποδώσομε φιλομάθεια, αφού με τη γνώση και με την άγνοια ξεχωρίζει το φίλο από τον ξένο;
Πραγματικώς, δεν μπορεί να είναι αλλιώς.
Δεν είναι όμως το ίδιο πράγμα η φιλομάθεια και η φιλοσοφία;
Το ίδιο.
Μ᾽ όλη μας λοιπόν την πεποίθηση ας παραδεχτούμε και για τον άνθρωπο πως, για να είναι [376c] ήμερος στους δικούς του και τους γνωρίμους του, πρέπει να είναι από φυσικού του φιλόσοφος και φιλομαθής.
Έστω.
Ώστε, δεν πρέπει λοιπόν να είναι εκ φύσεως φιλόσοφος και θυμοειδής και γρήγορος και δυνατός, για να είναι σε όλα του τέλειος ο φρουρός της χώρας;
Χωρίς καμιά αμφιβολία.
Τέτοιος λοιπόν θα πρέπει να είναι αυτός. Τώρα, πώς θ᾽ ανατραφούν και με ποιό τρόπο θα εκπαιδευθούν αυτοί μας οι φρουροί; και άραγε θα συντελέσει αυτή η εξέταση, για να βρούμε εκείνο που αποβλέπουν [376d] όλες μας αυτές οι έρευνες, πώς δηλαδή βγαίνει μέσα στην πόλη η δικαιοσύνη και η αδικία; για να μην την παρατήσομε, αν πρόκειται να μας βοηθήσει σ᾽ αυτό, αλλά να την εξακολουθήσομε διεξοδικότερα.
Και ο αδερφός του Γλαύκωνος, Αλλά εγώ, είπε, φρονώ πως και πολύ μάλιστα θα μας βοηθήσει αυτή η έρευνα.
Ας μη την παρατήσομε λοιπόν, φίλε μου Αδείμαντε, κι αν πρόκειται να μας φέρει πολύ μακριά.
Και βέβαια.
Ας το πιάσομε λοιπόν έτσι σαν παραμύθι και μ᾽ όλη μας την άνεση ας αρχίσομε να εκπαιδεύομε με τα λόγια τους ανθρώπους μας.
[376e] Έτσι να κάμομε.
Μόρφωση των φυλάκων
Ποιά λοιπόν πρέπει να είναι αυτή η ανατροφή; ή δεν νομίζεις πως θα ήταν δύσκολο να βρούμε άλλη καλύτερη απ᾽ αυτήν, που είναι καθιερωμένη απ᾽ τα παλιά τα χρόνια, δηλαδή για τα σώματα η γυμναστική και για την ψυχή η μουσική;
Πραγματικώς.
Και δε θ᾽ αρχίσομε με τη μουσική μάλλον πρώτα, παρά με τη γυμναστική;
Πώς όχι;
Και μουσική όταν λες, δε θεωρείς μέρος της και τους λόγους;
Μάλιστα.
Οι λόγοι πάλι δεν είναι δυο ειδών, αληθινοί και ψεύτικοι;
Ναι.
[377a] Και με τα δυο λοιπόν αυτά είδη θα εκπαιδεύομε τους νέους και μάλιστα με τους ψευτόλογους πρώτα;
Δε σε καταλαβαίνω, τί θέλεις να πεις.
Δε γνωρίζεις πως διηγούμαστε πρώτα πρώτα στα παιδιά μύθους, που στο σύνολό τους τίποτ᾽ άλλο δεν είναι παρά ένα ψέμα, έχουν όμως και κάποιες αλήθειες μέσα; Πρώτα λοιπόν αρχίζομε τα παιδιά με μύθους, πριν τους αρχίσομε τη γυμναστική.
Έτσι είναι.
Γι᾽ αυτό λοιπόν έλεγα πως πρέπει να πιάσομε τη μουσική πρώτα από τη γυμναστική.
Σωστά.
Γνωρίζεις όμως, βέβαια, πως η αρχή είναι το σπουδαιότερο σε κάθε δουλειά, μάλιστα [377b] όταν πρόκειται για ό,τι πράγμα νεαρό και τρυφερό· γιατί τότε προπάντων πλάθεται και μπαίνει μέσα βαθιά ο χαρακτήρας που θα ήθελε κανείς να χαράξει στον καθένα.
Δεν υπάρχει αντίρρησις.
Θα επιτρέψομε λοιπόν έτσι εύκολα ν᾽ ακούουν τα παιδιά τούς όποιους λάχει μύθους, που τους έπλασαν όποιοι λάχουν, και να δέχουνται μες στη ψυχή των εντυπώσεις ως επί το πλείστον αντίθετες από τις ιδέες που θα παραδεχτούμε πως πρέπει να έχουν, όταν γίνουν τέλειοι άντρες;
Διόλου μάλιστα δε θα το επιστρέψομε.
Πρώτα λοιπόν πρέπει να δώσομε όλη την προσοχή μας στους μυθοποιούς [377c] και να εγκρίνομε βέβαια όποιο καλό μύθο κάμουν, να πετάξομε όμως κάθε άλλον. Και τους μύθους που εγκρίνομε θα υποχρεώσομε τις παραμάνες και τις μητέρες να τους διηγούνται στα παιδιά και να πλάθουν μ᾽ αυτούς τις ψυχές των, πολύ περισσότερο παρότι τα σώματά των με τα χέρια των· τους περισσότερους βέβαια απ᾽ αυτούς που τους διηγούνται σήμερα πρέπει να τους βγάλομ᾽ έξω.
Ποιούς δηλαδή;
Από τους μεγαλυτέρους θα καταλάβομε και τους μικρότερους, γιατί όλοι πρέπει να είναι χυμένοι πάνω στον ίδιο τον τύπο και να έχουν την ίδια [377d] τη δύναμη, και οι μεγαλύτεροι και οι μικρότεροι. Ή δεν το νομίζεις;
Πολύ ωραία, αλλά δεν εννοώ και ποιοί είναι αυτοί οι μεγαλύτεροι που λες.
Εκείνοι που μας έλεγαν ο Ησίοδος και ο Όμηρος και οι άλλοι ποιηταί. Γιατί αυτοί είναι που συνθέτουν τους ψεύτικους μύθους, που έλεγαν κι εξακολουθούν να λέγουν στους ανθρώπους.
Ποιούς μύθους και τί έχεις να τους κατηγορήσεις μ᾽ αυτά που λες;
Εκείνο που αξίζει πρώτα και κύριο ν᾽ ακούσει ένας που δε γνωρίζει καν να λέγει έμορφα ψέματα.
Τί θέλεις να πεις;
Ἀληθῆ, ἔφη.
Τί οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ποιήσομεν; πόθεν ἅμα πρᾷον καὶ μεγαλόθυμον ἦθος εὑρήσομεν; ἐναντία γάρ που θυμοειδεῖ πρᾳεῖα φύσις.
Φαίνεται.
Ἀλλὰ μέντοι τούτων γε ὁποτέρου ἂν στέρηται, φύλαξ ἀγαθὸς οὐ μὴ γένηται· ταῦτα δὲ ἀδυνάτοις ἔοικεν, καὶ οὕτω [375d] δὴ συμβαίνει ἀγαθὸν φύλακα ἀδύνατον γενέσθαι.
Κινδυνεύει, ἔφη.
Καὶ ἐγὼ ἀπορήσας τε καὶ ἐπισκεψάμενος τὰ ἔμπροσθεν, Δικαίως γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε, ἀποροῦμεν· ἧς γὰρ προυθέμεθα εἰκόνος ἀπελείφθημεν.
Πῶς λέγεις;
Οὐκ ἐννενοήκαμεν ὅτι εἰσὶν ἄρα φύσεις οἵας ἡμεῖς οὐκ ᾠήθημεν, ἔχουσαι τἀναντία ταῦτα.
Ποῦ δή;
Ἴδοι μὲν ἄν τις καὶ ἐν ἄλλοις ζῴοις, οὐ μεντἂν ἥκιστα [375e] ἐν ᾧ ἡμεῖς παρεβάλλομεν τῷ φύλακι. οἶσθα γάρ που τῶν γενναίων κυνῶν, ὅτι τοῦτο φύσει αὐτῶν τὸ ἦθος, πρὸς μὲν τοὺς συνήθεις τε καὶ γνωρίμους ὡς οἷόν τε πρᾳοτάτους εἶναι, πρὸς δὲ τοὺς ἀγνῶτας τοὐναντίον.
Οἶδα μέντοι.
Τοῦτο μὲν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, δυνατόν, καὶ οὐ παρὰ φύσιν ζητοῦμεν τοιοῦτον εἶναι τὸν φύλακα.
Οὐκ ἔοικεν.
Ἆρ᾽ οὖν σοι δοκεῖ ἔτι τοῦδε προσδεῖσθαι ὁ φυλακικὸς ἐσόμενος, πρὸς τῷ θυμοειδεῖ ἔτι προσγενέσθαι φιλόσοφος τὴν φύσιν;
[376a] Πῶς δή; ἔφη· οὐ γὰρ ἐννοῶ.
Καὶ τοῦτο, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐν τοῖς κυσὶν κατόψει, ὃ καὶ ἄξιον θαυμάσαι τοῦ θηρίου.
Τὸ ποῖον;
Ὅτι ὃν μὲν ἂν ἴδῃ ἀγνῶτα, χαλεπαίνει, οὐδὲ ἓν κακὸν προπεπονθώς· ὃν δ᾽ ἂν γνώριμον, ἀσπάζεται, κἂν μηδὲν πώποτε ὑπ᾽ αὐτοῦ ἀγαθὸν πεπόνθῃ. ἢ οὔπω τοῦτο ἐθαύμασας;
Οὐ πάνυ, ἔφη, μέχρι τούτου προσέσχον τὸν νοῦν· ὅτι δέ που δρᾷ ταῦτα, δῆλον.
Ἀλλὰ μὴν κομψόν γε φαίνεται τὸ πάθος αὐτοῦ τῆς [376b] φύσεως καὶ ὡς ἀληθῶς φιλόσοφον.
Πῇ δή;
Ἧι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὄψιν οὐδενὶ ἄλλῳ φίλην καὶ ἐχθρὰν διακρίνει ἢ τῷ τὴν μὲν καταμαθεῖν, τὴν δὲ ἀγνοῆσαι. καίτοι πῶς οὐκ ἂν φιλομαθὲς εἴη συνέσει τε καὶ ἀγνοίᾳ ὁριζόμενον τό τε οἰκεῖον καὶ τὸ ἀλλότριον;
Οὐδαμῶς, ἦ δ᾽ ὅς, ὅπως οὔ.
Ἀλλὰ μέντοι, εἶπον ἐγώ, τό γε φιλομαθὲς καὶ φιλόσοφον ταὐτόν;
Ταὐτὸν γάρ, ἔφη.
Οὐκοῦν θαρροῦντες τιθῶμεν καὶ ἐν ἀνθρώπῳ, εἰ μέλλει [376c] πρὸς τοὺς οἰκείους καὶ γνωρίμους πρᾷός τις ἔσεσθαι, φύσει φιλόσοφον καὶ φιλομαθῆ αὐτὸν δεῖν εἶναι;
Τιθῶμεν, ἔφη.
Φιλόσοφος δὴ καὶ θυμοειδὴς καὶ ταχὺς καὶ ἰσχυρὸς ἡμῖν τὴν φύσιν ἔσται ὁ μέλλων καλὸς κἀγαθὸς ἔσεσθαι φύλαξ πόλεως.
Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη.
Οὗτος μὲν δὴ ἂν οὕτως ὑπάρχοι. θρέψονται δὲ δὴ ἡμῖν οὗτοι καὶ παιδευθήσονται τίνα τρόπον; καὶ ἆρά τι προὔργου ἡμῖν ἐστιν αὐτὸ σκοποῦσι πρὸς τὸ κατιδεῖν οὗπερ ἕνεκα [376d] πάντα σκοποῦμεν, δικαιοσύνην τε καὶ ἀδικίαν τίνα τρόπον ἐν πόλει γίγνεται; ἵνα μὴ ἐῶμεν ἱκανὸν λόγον ἢ συχνὸν διεξίωμεν.
Καὶ ὁ τοῦ Γλαύκωνος ἀδελφός, Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη, ἔγωγε προσδοκῶ προὔργου εἶναι εἰς τοῦτο ταύτην τὴν σκέψιν.
Μὰ Δία, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε Ἀδείμαντε, οὐκ ἄρα ἀφετέον, οὐδ᾽ εἰ μακροτέρα τυγχάνει οὖσα.
Οὐ γὰρ οὖν.
Ἴθι οὖν, ὥσπερ ἐν μύθῳ μυθολογοῦντές τε καὶ σχολὴν ἄγοντες λόγῳ παιδεύωμεν τοὺς ἄνδρας.
[376e] Ἀλλὰ χρή.
Τίς οὖν ἡ παιδεία; ἢ χαλεπὸν εὑρεῖν βελτίω τῆς ὑπὸ τοῦ πολλοῦ χρόνου ηὑρημένης; ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ᾽ ἐπὶ ψυχῇ μουσική.
Ἔστιν γάρ.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ μουσικῇ πρότερον ἀρξόμεθα παιδεύοντες ἢ γυμναστικῇ;
Πῶς δ᾽ οὔ;
Μουσικῆς δ᾽, εἶπον, τιθεῖς λόγους, ἢ οὔ;
Ἔγωγε.
Λόγων δὲ διττὸν εἶδος, τὸ μὲν ἀληθές, ψεῦδος δ᾽ ἕτερον;
Ναί.
[377a] Παιδευτέον δ᾽ ἐν ἀμφοτέροις, πρότερον δ᾽ ἐν τοῖς ψευδέσιν;
Οὐ μανθάνω, ἔφη, πῶς λέγεις.
Οὐ μανθάνεις, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι πρῶτον τοῖς παιδίοις μύθους λέγομεν; τοῦτο δέ που ὡς τὸ ὅλον εἰπεῖν ψεῦδος, ἔνι δὲ καὶ ἀληθῆ. πρότερον δὲ μύθοις πρὸς τὰ παιδία ἢ γυμνασίοις χρώμεθα.
Ἔστι ταῦτα.
Τοῦτο δὴ ἔλεγον, ὅτι μουσικῆς πρότερον ἁπτέον ἢ γυμναστικῆς.
Ὀρθῶς, ἔφη.
Οὐκοῦν οἶσθ᾽ ὅτι ἀρχὴ παντὸς ἔργου μέγιστον, ἄλλως [377b] τε δὴ καὶ νέῳ καὶ ἁπαλῷ ὁτῳοῦν; μάλιστα γὰρ δὴ τότε πλάττεται, καὶ ἐνδύεται τύπος ὃν ἄν τις βούληται ἐνσημήνασθαι ἑκάστῳ.
Κομιδῇ μὲν οὖν.
Ἆρ᾽ οὖν ῥᾳδίως οὕτω παρήσομεν τοὺς ἐπιτυχόντας ὑπὸ τῶν ἐπιτυχόντων μύθους πλασθέντας ἀκούειν τοὺς παῖδας καὶ λαμβάνειν ἐν ταῖς ψυχαῖς ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐναντίας δόξας ἐκείναις ἅς, ἐπειδὰν τελεωθῶσιν, ἔχειν οἰησόμεθα δεῖν αὐτούς;
Οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν παρήσομεν.
Πρῶτον δὴ ἡμῖν, ὡς ἔοικεν, ἐπιστατητέον τοῖς μυθοποιοῖς, [377c] καὶ ὃν μὲν ἂν καλὸν [μῦθον] ποιήσωσιν, ἐγκριτέον, ὃν δ᾽ ἂν μή, ἀποκριτέον. τοὺς δ᾽ ἐγκριθέντας πείσομεν τὰς τροφούς τε καὶ μητέρας λέγειν τοῖς παισίν, καὶ πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῖς μύθοις πολὺ μᾶλλον ἢ τὰ σώματα ταῖς χερσίν· ὧν δὲ νῦν λέγουσι τοὺς πολλοὺς ἐκβλητέον.
Ποίους δή; ἔφη.
Ἐν τοῖς μείζοσιν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μύθοις ὀψόμεθα καὶ τοὺς ἐλάττους. δεῖ γὰρ δὴ τὸν αὐτὸν τύπον εἶναι καὶ ταὐτὸν [377d] δύνασθαι τούς τε μείζους καὶ τοὺς ἐλάττους. ἢ οὐκ οἴει;
Ἔγωγ᾽, ἔφη· ἀλλ᾽ οὐκ ἐννοῶ οὐδὲ τοὺς μείζους τίνας λέγεις.
Οὓς Ἡσίοδός τε, εἶπον, καὶ Ὅμηρος ἡμῖν ἐλεγέτην καὶ οἱ ἄλλοι ποιηταί. οὗτοι γάρ που μύθους τοῖς ἀνθρώποις ψευδεῖς συντιθέντες ἔλεγόν τε καὶ λέγουσι.
Ποίους δή, ἦ δ᾽ ὅς, καὶ τί αὐτῶν μεμφόμενος λέγεις;
Ὅπερ, ἦν δ᾽ ἐγώ, χρὴ καὶ πρῶτον καὶ μάλιστα μέμφεσθαι, ἄλλως τε καὶ ἐάν τις μὴ καλῶς ψεύδηται.
Τί τοῦτο;
***
[375c] Και μολαταύτα, θα πρέπει να είναι ήμεροι με τους συμπολίτες των και άγριοι μόνο με τους εχθρούς· ειδεμή, δε θα είναι ανάγκη να περιμένουν να ερθούν άλλοι να τους χαλάσουν, αλλά θα προλάβουν να το κάμουν οι ίδιοι οι φρουροί μας.
Αλήθεια.
Πώς να κάμομε λοιπόν; πού να βρούμε ένα χαρακτήρα, να είναι και ήμερος και θυμοειδής συγχρόνως, αφού αυτά είναι δυο πράγματα αντίθετα και ασυμβίβαστα;
Φανερό.
Και όμως είναι αδύνατο να θεωρηθεί καλός φρουρός, αν στερείται ή το ένα ή το άλλο απ᾽ αυτά· κι αφού λοιπόν φαίνεται πράγμα αδύνατο αυτό, ανάγκη [375d] να παραδεχτούμε πως δεν μπορεί να βρεθεί ο καλός φρουρός.
Εκεί καταντά.
Κι εγώ, αφού κοντοστάθηκα λίγο και συλλογίστηκα μέσα μου πάνω σ᾽ αυτά που είπαμε, Με το δίκιό μας, του λέγω, φίλε μου, να σκοντάψομε· γιατί απομακρυνθήκαμε από το παράδειγμα που είχαμε πάρει.
Πώς αυτό;
Δε σκεφτήκαμε πως υπάρχουν φύσεις που εμείς δεν τις φανταστήκαμε και που συνδυάζουν αυτές τις αντίθετες ιδιότητες.
Και πού υπάρχουν;
Μπορεί κανείς να τις συναντήσει και σ᾽ άλλα ζώα, αλλά προπάντων [375e] σε κείνο που παραβάλαμε εμείς με το φύλακα. Γιατί γνωρίζεις, βέβαια, πως ενός σκύλου ράτσας αυτό είναι το φυσικό, να είναι ημερότατος με κείνους που γνωρίζει και τους έχει συνηθίσει, και το εναντίο μ᾽ όσους δε γνωρίζει.
Βέβαια το ξέρω. Δεν είναι λοιπόν αδύνατο και δε ζητούμε αφύσικο πράγμα, να είναι τέτοιος και ο φρουρός μας.
Έτσι φαίνεται.
Δε σου φαίνεται, όμως, πως ακόμη κάτι λείπει από το φρουρό μας και πως εκτός από θυμοειδής πρέπει να είναι και φιλόσοφος από φυσικού του;
[376a] Πώς δηλαδή; δε σε εννοώ καλά.
Θα παρατηρήσεις στους σκύλους κι ένα άλλο πράγμα ακόμα, που πραγματικώς αξίζει να το θαυμάσει κανείς.
Το ποιό;
Πως άμα ο σκύλος δει κανένα που δεν τον γνωρίζει, αμέσως αγριεύει, αν και δεν του έχει κάμει κανένα κακό, ενώ απεναντίας, όταν δει κανένα γνώριμο, είναι όλος χαρά και περιποίηση και χωρίς να του έχει κάμει ποτέ τίποτα καλό, ή δεν εθαύμασες ποτέ σου αυτό το πράγμα;
Δεν έδωσα ως τώρα και μεγάλη προσοχή σ᾽ αυτό, αλλά πραγματικώς έτσι φέρνεται.
Είναι όμως πολύ χαριτωμένο αυτό του το ιδίωμα [376b] και μαρτυρεί μια φύση ολωσδιόλου φιλοσοφική.
Και πώς; παρακαλώ.
Να, που δε διακρίνει ένα πρόσωπο, αν είναι φίλος ή εχθρός, παρ᾽ απ᾽ αυτό· πως τον ένα τον ξέρει, ενώ τον άλλο δεν τον γνώρισε ακόμα. Πώς λοιπόν να μην του αποδώσομε φιλομάθεια, αφού με τη γνώση και με την άγνοια ξεχωρίζει το φίλο από τον ξένο;
Πραγματικώς, δεν μπορεί να είναι αλλιώς.
Δεν είναι όμως το ίδιο πράγμα η φιλομάθεια και η φιλοσοφία;
Το ίδιο.
Μ᾽ όλη μας λοιπόν την πεποίθηση ας παραδεχτούμε και για τον άνθρωπο πως, για να είναι [376c] ήμερος στους δικούς του και τους γνωρίμους του, πρέπει να είναι από φυσικού του φιλόσοφος και φιλομαθής.
Έστω.
Ώστε, δεν πρέπει λοιπόν να είναι εκ φύσεως φιλόσοφος και θυμοειδής και γρήγορος και δυνατός, για να είναι σε όλα του τέλειος ο φρουρός της χώρας;
Χωρίς καμιά αμφιβολία.
Τέτοιος λοιπόν θα πρέπει να είναι αυτός. Τώρα, πώς θ᾽ ανατραφούν και με ποιό τρόπο θα εκπαιδευθούν αυτοί μας οι φρουροί; και άραγε θα συντελέσει αυτή η εξέταση, για να βρούμε εκείνο που αποβλέπουν [376d] όλες μας αυτές οι έρευνες, πώς δηλαδή βγαίνει μέσα στην πόλη η δικαιοσύνη και η αδικία; για να μην την παρατήσομε, αν πρόκειται να μας βοηθήσει σ᾽ αυτό, αλλά να την εξακολουθήσομε διεξοδικότερα.
Και ο αδερφός του Γλαύκωνος, Αλλά εγώ, είπε, φρονώ πως και πολύ μάλιστα θα μας βοηθήσει αυτή η έρευνα.
Ας μη την παρατήσομε λοιπόν, φίλε μου Αδείμαντε, κι αν πρόκειται να μας φέρει πολύ μακριά.
Και βέβαια.
Ας το πιάσομε λοιπόν έτσι σαν παραμύθι και μ᾽ όλη μας την άνεση ας αρχίσομε να εκπαιδεύομε με τα λόγια τους ανθρώπους μας.
[376e] Έτσι να κάμομε.
Μόρφωση των φυλάκων
Ποιά λοιπόν πρέπει να είναι αυτή η ανατροφή; ή δεν νομίζεις πως θα ήταν δύσκολο να βρούμε άλλη καλύτερη απ᾽ αυτήν, που είναι καθιερωμένη απ᾽ τα παλιά τα χρόνια, δηλαδή για τα σώματα η γυμναστική και για την ψυχή η μουσική;
Πραγματικώς.
Και δε θ᾽ αρχίσομε με τη μουσική μάλλον πρώτα, παρά με τη γυμναστική;
Πώς όχι;
Και μουσική όταν λες, δε θεωρείς μέρος της και τους λόγους;
Μάλιστα.
Οι λόγοι πάλι δεν είναι δυο ειδών, αληθινοί και ψεύτικοι;
Ναι.
[377a] Και με τα δυο λοιπόν αυτά είδη θα εκπαιδεύομε τους νέους και μάλιστα με τους ψευτόλογους πρώτα;
Δε σε καταλαβαίνω, τί θέλεις να πεις.
Δε γνωρίζεις πως διηγούμαστε πρώτα πρώτα στα παιδιά μύθους, που στο σύνολό τους τίποτ᾽ άλλο δεν είναι παρά ένα ψέμα, έχουν όμως και κάποιες αλήθειες μέσα; Πρώτα λοιπόν αρχίζομε τα παιδιά με μύθους, πριν τους αρχίσομε τη γυμναστική.
Έτσι είναι.
Γι᾽ αυτό λοιπόν έλεγα πως πρέπει να πιάσομε τη μουσική πρώτα από τη γυμναστική.
Σωστά.
Γνωρίζεις όμως, βέβαια, πως η αρχή είναι το σπουδαιότερο σε κάθε δουλειά, μάλιστα [377b] όταν πρόκειται για ό,τι πράγμα νεαρό και τρυφερό· γιατί τότε προπάντων πλάθεται και μπαίνει μέσα βαθιά ο χαρακτήρας που θα ήθελε κανείς να χαράξει στον καθένα.
Δεν υπάρχει αντίρρησις.
Θα επιτρέψομε λοιπόν έτσι εύκολα ν᾽ ακούουν τα παιδιά τούς όποιους λάχει μύθους, που τους έπλασαν όποιοι λάχουν, και να δέχουνται μες στη ψυχή των εντυπώσεις ως επί το πλείστον αντίθετες από τις ιδέες που θα παραδεχτούμε πως πρέπει να έχουν, όταν γίνουν τέλειοι άντρες;
Διόλου μάλιστα δε θα το επιστρέψομε.
Πρώτα λοιπόν πρέπει να δώσομε όλη την προσοχή μας στους μυθοποιούς [377c] και να εγκρίνομε βέβαια όποιο καλό μύθο κάμουν, να πετάξομε όμως κάθε άλλον. Και τους μύθους που εγκρίνομε θα υποχρεώσομε τις παραμάνες και τις μητέρες να τους διηγούνται στα παιδιά και να πλάθουν μ᾽ αυτούς τις ψυχές των, πολύ περισσότερο παρότι τα σώματά των με τα χέρια των· τους περισσότερους βέβαια απ᾽ αυτούς που τους διηγούνται σήμερα πρέπει να τους βγάλομ᾽ έξω.
Ποιούς δηλαδή;
Από τους μεγαλυτέρους θα καταλάβομε και τους μικρότερους, γιατί όλοι πρέπει να είναι χυμένοι πάνω στον ίδιο τον τύπο και να έχουν την ίδια [377d] τη δύναμη, και οι μεγαλύτεροι και οι μικρότεροι. Ή δεν το νομίζεις;
Πολύ ωραία, αλλά δεν εννοώ και ποιοί είναι αυτοί οι μεγαλύτεροι που λες.
Εκείνοι που μας έλεγαν ο Ησίοδος και ο Όμηρος και οι άλλοι ποιηταί. Γιατί αυτοί είναι που συνθέτουν τους ψεύτικους μύθους, που έλεγαν κι εξακολουθούν να λέγουν στους ανθρώπους.
Ποιούς μύθους και τί έχεις να τους κατηγορήσεις μ᾽ αυτά που λες;
Εκείνο που αξίζει πρώτα και κύριο ν᾽ ακούσει ένας που δε γνωρίζει καν να λέγει έμορφα ψέματα.
Τί θέλεις να πεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου