Και μόνο το άκουσμα της λέξης «κατάθλιψη» κουβαλάει μαζί του κάτι βαρύ. Κάτι αναπόφευκτα γεμάτο θλίψη. Ένα δάκρυ, χωμάτινο.
Η κατάθλιψη έρχεται και ανοίγει το πονοντούλαπο και πού να κρυφτείς μετά;
Πώς να γλυτώσεις από το δράκο με τα μεγάλα μάτια που μόνος σου δημιούργησες μέρα με τη μέρα, λίγο με το λίγο;
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που άνοιξε το δικό μου πονοντούλαπο και η κατάθλιψη ήρθε και πλημμύρισε τα σωθικά μου, αφήνοντας στην αναπνοή μου το μικρότερο δυνατό χώρο απλώς για να υπάρχει. Να συντηρείται, που λένε.
Πολλά μαζί και από που να ξεκινήσεις;
~από όπου και να ξεκινήσεις καλό είναι. Αρκεί να το κάνεις.
Πώς αναπνέεις όταν κάθε αναπνοή γίνεται δυσβάσταχτη;
~μα κάθε αναπνοή είναι μία νίκη. Μία σύνδεση με τη ζωή. Μία άγκυρα.
Και τι γίνεται όταν δεν υπάρχει φως πουθενά;
~ανακαλύπτεις το φως μέσα στο σκοτάδι. Μαλακά. Χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για εσένα. Όλα.
Κάποια στιγμή, μέσα στη θλίψη που έγινε οδύνη και στην οδύνη που μεταμορφώθηκε σε απάθεια, η καρδιά μου αποφάσισε να στρέψει το βλέμμα αλλού. Ο νους μου όμως συνέχιζε στην αντίσταση, δεν το ήθελε το ξεβόλεμα βλέπεις.
Άραγε ήθελα στ’ αλήθεια να γιατρευτώ;
Η απόφαση μεγάλωνε μέσα μου.
Και εγώ, σε πλήρη άγνοια τότε, μεγάλωνα μέσα σε αυτήν.
Ακόμα και αν οι νύχτες μοιάζανε να κρατάνε για πάντα. Και οι μέρες ήταν όλες ίδιες. Ακόμα κι αν τα πρόσωπα των ανθρώπων μοιάζανε ξαφνικά. Ακόμα και αν ο πόνος ερχότανε σαν ένα τεράστιο κύμα και εγώ έμενα ανήμπορος να τον βλέπω να με παρασέρνει, να με τρυπάει, να με γδέρνει και να με πετάει στο σκοτάδι.
Η καρδιά, αυτή που είχε αποφασίσει, ναι αυτή, ήταν σπασμένη σε χιλιάδες μικρά, απειροελάχιστα κομμάτια που ταξίδευαν μαζί με τη σκόνη στο Αόρατο.
Ποτέ δεν τα μάζεψα αυτά τα κομμάτια. Το ξέρεις, είναι αδύνατο, ότι και να λένε.
Μάζεψα κάποια, όσα κατάφερα και έφτιαξα καινούργια. Μπαλώματα που λένε οι παλιοί.
Αγάπησα πολύ τα μπαλώματα μου γιατί τα είχα συνθέσει με μικρές, σιωπηλές νίκες.
Τις ατελείωτες νύχτες είχα πλέον μία ασχολία: τα μπαλώματα. Λίγο λίγο και αυτά.
Με πολλές, εκκωφαντικές παύσεις απόγνωσης.
Με μικρές νίκες.
Και η απόφαση συνέχισε να μεγαλώνει, να διεκδικεί και αυτή το χώρο της στα σωθικά μου. Και σε ένα από εκείνα τα μεγάλα φεγγάρια ήταν πια έτοιμη να συμφιλιωθεί με το δράκο, που κατοικούσε στο λιμάνι του φόβου.
Η απόφαση δυνάμωσε και η ιστορία άλλαξε.
Για την ακρίβεια: αποφάσισα και άλλαξα την ιστορία μου, για ακόμα μία φορά.
Το ακατόρθωτο έγινε εφικτό. Ενάντια σε κάθε επιστημονική επεξήγηση, ενάντια σε κάθε οδηγία ή κατεύθυνση.
Το λίγο λίγο έγινε πολύ. Και το πολύ ζωντάνεψε τις νύχτες και ομόρφυνε τις μέρες. Γέμισε χρώματα τα πρόσωπα των ανθρώπων.
Το πολύ, μου έδωσε να κρατάω το φως, ώστε να σταματήσω να το ψάχνω αλλού.
Το κράτησα.
Κοίταξα κατάματα το δράκο με τα μεγάλα μάτια. Ήξερε και αυτός πως είχε έρθει η ώρα του αποχωρισμού.
Δεν άντεχε άλλωστε τόσο φως.
Αποχώρησε στο Αόρατο μαζί με λίγο σκόνη και λίγα από τα κομμάτια της καρδιάς μου.
Κράτησα το «πολύ» για εμένα.
Μαζί με τα μπαλώματα.
~αφιερωμένο σε όσους έχουν συναντήσει το δράκο με τα μεγάλα μάτια.
οι άγκυρες υπάρχουν και οι ιστορίες αλλάζουν.
Η κατάθλιψη έρχεται και ανοίγει το πονοντούλαπο και πού να κρυφτείς μετά;
Πώς να γλυτώσεις από το δράκο με τα μεγάλα μάτια που μόνος σου δημιούργησες μέρα με τη μέρα, λίγο με το λίγο;
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που άνοιξε το δικό μου πονοντούλαπο και η κατάθλιψη ήρθε και πλημμύρισε τα σωθικά μου, αφήνοντας στην αναπνοή μου το μικρότερο δυνατό χώρο απλώς για να υπάρχει. Να συντηρείται, που λένε.
Πολλά μαζί και από που να ξεκινήσεις;
~από όπου και να ξεκινήσεις καλό είναι. Αρκεί να το κάνεις.
Πώς αναπνέεις όταν κάθε αναπνοή γίνεται δυσβάσταχτη;
~μα κάθε αναπνοή είναι μία νίκη. Μία σύνδεση με τη ζωή. Μία άγκυρα.
Και τι γίνεται όταν δεν υπάρχει φως πουθενά;
~ανακαλύπτεις το φως μέσα στο σκοτάδι. Μαλακά. Χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για εσένα. Όλα.
Κάποια στιγμή, μέσα στη θλίψη που έγινε οδύνη και στην οδύνη που μεταμορφώθηκε σε απάθεια, η καρδιά μου αποφάσισε να στρέψει το βλέμμα αλλού. Ο νους μου όμως συνέχιζε στην αντίσταση, δεν το ήθελε το ξεβόλεμα βλέπεις.
Άραγε ήθελα στ’ αλήθεια να γιατρευτώ;
Η απόφαση μεγάλωνε μέσα μου.
Και εγώ, σε πλήρη άγνοια τότε, μεγάλωνα μέσα σε αυτήν.
Ακόμα και αν οι νύχτες μοιάζανε να κρατάνε για πάντα. Και οι μέρες ήταν όλες ίδιες. Ακόμα κι αν τα πρόσωπα των ανθρώπων μοιάζανε ξαφνικά. Ακόμα και αν ο πόνος ερχότανε σαν ένα τεράστιο κύμα και εγώ έμενα ανήμπορος να τον βλέπω να με παρασέρνει, να με τρυπάει, να με γδέρνει και να με πετάει στο σκοτάδι.
Η καρδιά, αυτή που είχε αποφασίσει, ναι αυτή, ήταν σπασμένη σε χιλιάδες μικρά, απειροελάχιστα κομμάτια που ταξίδευαν μαζί με τη σκόνη στο Αόρατο.
Ποτέ δεν τα μάζεψα αυτά τα κομμάτια. Το ξέρεις, είναι αδύνατο, ότι και να λένε.
Μάζεψα κάποια, όσα κατάφερα και έφτιαξα καινούργια. Μπαλώματα που λένε οι παλιοί.
Αγάπησα πολύ τα μπαλώματα μου γιατί τα είχα συνθέσει με μικρές, σιωπηλές νίκες.
Τις ατελείωτες νύχτες είχα πλέον μία ασχολία: τα μπαλώματα. Λίγο λίγο και αυτά.
Με πολλές, εκκωφαντικές παύσεις απόγνωσης.
Με μικρές νίκες.
Και η απόφαση συνέχισε να μεγαλώνει, να διεκδικεί και αυτή το χώρο της στα σωθικά μου. Και σε ένα από εκείνα τα μεγάλα φεγγάρια ήταν πια έτοιμη να συμφιλιωθεί με το δράκο, που κατοικούσε στο λιμάνι του φόβου.
Η απόφαση δυνάμωσε και η ιστορία άλλαξε.
Για την ακρίβεια: αποφάσισα και άλλαξα την ιστορία μου, για ακόμα μία φορά.
Το ακατόρθωτο έγινε εφικτό. Ενάντια σε κάθε επιστημονική επεξήγηση, ενάντια σε κάθε οδηγία ή κατεύθυνση.
Το λίγο λίγο έγινε πολύ. Και το πολύ ζωντάνεψε τις νύχτες και ομόρφυνε τις μέρες. Γέμισε χρώματα τα πρόσωπα των ανθρώπων.
Το πολύ, μου έδωσε να κρατάω το φως, ώστε να σταματήσω να το ψάχνω αλλού.
Το κράτησα.
Κοίταξα κατάματα το δράκο με τα μεγάλα μάτια. Ήξερε και αυτός πως είχε έρθει η ώρα του αποχωρισμού.
Δεν άντεχε άλλωστε τόσο φως.
Αποχώρησε στο Αόρατο μαζί με λίγο σκόνη και λίγα από τα κομμάτια της καρδιάς μου.
Κράτησα το «πολύ» για εμένα.
Μαζί με τα μπαλώματα.
~αφιερωμένο σε όσους έχουν συναντήσει το δράκο με τα μεγάλα μάτια.
οι άγκυρες υπάρχουν και οι ιστορίες αλλάζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου