1. Οριοθετήσεις
Η διαρκής παρουσία των πλατωνικών ενοράσεων μέσα στον νεωτερικό φιλοσοφικό και πολιτικό στοχασμό, από τη μια πλευρά αποτελεί εδραίωση του ανανεωμένου ενδιαφέροντος της νεωτερικότητας προς τους πλατωνικούς ερμηνευτικούς όρους και τις προϋποθέσεις• από την άλλη ωστόσο δημιουργεί μια αμφίλογη περιοχή προβληματισμού, εντός της οποίας τα προκύπτοντα ερωτήματα ωθούν τη νεωτερικότητα προς έναν αναστοχασμό σχετικά με την οντολογική αλήθεια του πλατωνικού έργου• πολύ περισσότερο δε σχετικά με τις δυνατότητες του σύγχρονου στοχασμού να γνωρίσει τελικά την πλατωνική φιλοσοφία ως έκφραση μιας κοσμοαντίληψης (Weltanschauung), η οποία ανήκει αποκλειστικά στον Πλάτωνα και φέρει τη σφραγίδα της πρωτότυπης σύλληψης και επεξεργασίας φιλοσοφικών και πολιτικο-κοινωνικών ενοράσεων. Μπορούμε αίφνης να γνωρίσουμε την αριστοτελική θεώρηση, διαβάζοντας τα έργα του Αριστοτέλους. Όπως μπορούμε να γνωρίσουμε στο σύνολό της τη νεωτερική κοσμοθεώρηση, διαβάζοντας τα έργα των κυριοτέρων εκπροσώπων της• ή, τέλος πάντων, τα έργα εκείνων που εμείς θεωρούμε κυριότερους. Μπορούμε, εν τούτοις, να ισχυρισθούμε το ίδιο και για την πλατωνική κοσμοαντίληψη; Μπορούμε εν τέλει να γνωρίσουμε την πλατωνική θεώρηση, διαβάζοντας τους πλατωνικούς διαλόγους;
Ο Leo Strauss έχει θέσει το ερώτημα από μια ουσιώδη νεωτερική προοπτική. Μπορούμε, αποφαίνεται, να γνωρίσουμε την πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλους, διαβάζοντας τα Πολιτικά του. Αντίθετα, όμως, η Πολιτεία του Πλάτωνος δεν είναι μια πραγματεία, αλλά ένας διάλογος ανάμεσα σε πρόσωπα διαφορετικά από εκείνο του Πλάτωνος. Διαβάζοντας την Πολιτεία δεν ακούμε τον Πλάτωνα. Μέσα από τους διαλόγους του, ο Πλάτων δεν προφέρει ούτε μια λέξη. Έτσι, θα λέγαμε ότι διόλου δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι πίστευε πράγματι ο ίδιος ο Πλάτων. Η αβεβαιότητα αυτή αίρεται, βέβαια, από το γεγονός ότι ο Πλάτων μιλούσε μέσα από τους πρωταγωνιστές των διαλόγων του, μέσα από τον Πρωταγόρα και τον Τίμαιο, για παράδειγμα, και προπάντων μέσα από τον κύριο πρωταγωνιστή του: τον Σωκράτη. Όμως, γιατί ο Πλάτων χρησιμοποιούσε τόσους πολλούς φορείς του λόγου του; Γιατί χρησιμοποιούσε μια τέτοια πολυπροσωπία αφηγητών; Και ποιος μπορεί να είναι πράγματι ο κατ’ εξοχήν αφηγητής του, ο Σωκράτης, αυτή η ιδιοφυία της ειρωνείας;
Ο Γρηγόρης Βλαστός, επιχειρώντας να απαντήσει στο ίδιο ερώτημα, μας έχει ειδοποιήσει ότι κύριο μέλημα του Πλάτωνος δεν ήταν να διατηρήσει την ανάμνηση της φιλοσοφίας του Σωκράτη, αλλά να δημιουργήσει εκ νέου μια σωκρατική φιλοσοφία, πιο σωκρατική από τη φιλοσοφία του ίδιου του Σωκράτους. Δεν αναπαράγει, αλλά παράγει τον Σωκράτη. Η πρόθεσή του δεν είναι η ιστορική πρόθεση του Ξενοφώντος. Παρ’ όλα ταύτα, μέσα στους πλατωνικούς διαλόγους, ο πρωταγωνιστής που εμφανίζεται με το όνομα Σωκράτης δεν είναι ένας αλλά δύο: «Σε διάφορα τμήματα του πλατωνικού corpus υπάρχουν δύο φιλόσοφοι με αυτό το όνομα. Το άτομο παραμένει το ίδιο. Αλλά σε διαφορετικές ομάδες διαλόγων ακολουθεί φιλοσοφίες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, ώστε δεν θα μπορούσαν να παρασταθούν ότι συνυπήρχαν διαρκώς στον ίδιο εγκέφαλο, εκτός εάν επρόκειτο για τον εγκέφαλο κάποιου σχιζοφρενούς. Διαφέρουν τόσο πολύ σε περιεχόμενο και μέθοδο, ώστε να αντιτίθενται μεταξύ τους τόσο όσο και με οποιαδήποτε άλλη φιλοσοφία θα μπορούσε να αναφέρει κανείς».
Η σωκρατική αινιγματικότητα προσλαμβάνει στη νεωτερική κριτική ερμηνευτική έναν χαρακτήρα κρίσιμο, έτσι ώστε να τίθεται καθαρά ένα «σωκρατικό ζήτημα» τόσο από την άποψη του φιλοσοφικού λόγου του Πλάτωνος όσο και από την άποψη του φιλολογικού είδους, στο οποίο θα μπορούσαν να ενταχθούν οι πλατωνικοί διάλογοι, κατά τρόπο ώστε να δημιουργηθούν οι αναγκαίες συνάψεις μεταξύ του φιλοσοφικού κειμένου και του φιλολογικού συν-κειμένου, συνάψεις χωρίς τις οποίες η διπλοπροσωπία του Σωκράτη και η πολυπροσωπία των διαλόγων παραμένουν ανερμήνευτες, αινιγματικές και, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, μυστηριώδεις και πάντως αντινομιακές. O Louís-André Dorion έχει, κατά την αντίληψή μου, συμβάλλει ουσιαστικά προς την κατεύθυνση αυτή. «Τα σωκρατικά συγγράμματα [του Ξενοφώντος και του Πλάτωνος]», αποφαίνεται, «ανάγονται σε ένα λογοτεχνικό είδος, τον σωκρατικό λόγο, το οποίο αναγνωρίζεται ρητώς από τον Αριστοτέλη και αφήνει από τη φύση του μεγάλα περιθώρια πρωτοβουλίας τόσο στη σκηνοθέτηση των διαλόγων όσο και σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό τους, δηλαδή τις ιδέες που εκφράζονται από τα διάφορα πρόσωπα. Αν διαβάσουμε και ερμηνεύσουμε τον σωκρατικό λόγο όχι ως ιστορικό ντοκουμέντο με την στενή έννοια του όρου, αλλά μάλλον ως λογοτεχνικό και φιλοσοφικό έργο με μεγάλη δόση επινοημάτων, τότε το σωκρατικό ζήτημα δεν έχει πια λόγο ύπαρξης».
Εξάλλου, ο E.R. Dodds, συμβάλλοντας στον νεωτερικό στοχασμό περί της οντολογικής αλήθειας των πλατωνικών συλλήψεων, προειδοποιεί ότι τα σύγχρονα προβλήματα και ενδιαφέροντα καθορίζουν τα ερωτήματα που εγείρουμε σχετικά με τους μεγάλους στοχαστές του παρελθόντος και, κατά συνέπεια, σχετικά με τον Πλάτωνα. Ο κίνδυνος είναι να ταυτοποιούμε ασυνείδητα έναν στοχαστή του παρελθόντος με μας τους ίδιους και έτσι να «διαστρέφουμε τις σκέψεις του ώστε να τον καταστήσουμε όργανο των δικών μας προκαταλήψεων», καταπονώντας τον με τη σιγουριά ότι εκείνος δεν μπορεί να απαντήσει. Με μια «επιδέξια χρήση της μεθόδου αυτής, ο Πλάτων έχει κατά περιόδους εμφανισθεί ως τέλειος σκεπτικιστής και ως τέλειος μυστικός, ως μαθητής του Hegel και ως μαθητής του Ακινάτη, ως πλατωνιστής του Κέμπριτζ, ως χριστιανός της προχριστιανικής περιόδου».
2. Συν-κατανοήσεις
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει πάντα μια αποφασιστική ενότητα στα ψυχικά μας κίνητρα κάθε φορά που επιχειρούμε να διαβάσουμε τα έργα των στοχαστών του παρελθόντος. Η ενότητα αυτή είναι, άλλωστε, που μας επιβάλλει τις «γλώσσες» της φιλοσοφίας και μας ωθεί στην αναζήτηση ενός κοινού μυστικού, χωρίς και πέρα από το οποίο τα κίνητρα και οι διεργασίες νεκρώνονται στα λιμνάζοντα ύδατα της φιλολογικής συζήτησης. Το πρόβλημα της φιλοσοφίας, και βέβαια των πλατωνικών σπουδών, είναι σήμερα περισσότερο παρά ποτέ η επιστροφή στους ίδιους τους φιλοσόφους μέσω αυτού που εκείνοι δεν είπαν και δεν έγραψαν, διότι δεν είναι δυνατόν να ειπωθεί και να γραφεί, αφού παραμένει και εξαντλείται εκεί ακριβώς: στον χώρο της φωτιάς που κατατρώγει το πρόσωπο και τις προσβάσεις του προς τον κόσμο.
Παρά ταύτα, η παρατήρηση του Dodds μας συνδέει άμεσα με το είδος εκείνο της νεωτερικής παράδοσης, μέσα από το οποίο αναδύονται αμφίσημα κείμενα, όπως το πρώιμο κείμενο του Βλαδίμηρου Σαλαβιώφ το Προσωπικό Δράμα του Πλάτωνος, που δημοσιεύτηκε το 1898 και το οποίο εδώ το χρησιμοποιούμε ως ένα τυπικό δείγμα μιας νεωτερικής στροφής των πλατωνικών σπουδών που παρουσίασε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα.
Όχι, βέβαια, ότι ο Πλάτων καταπονείται μέσα στην ερμηνευτική του Σαλαβιώφ. Όχι ότι διαστρέφεται εξαιτίας μιας ταυτοποίησης με αλλότριες ιδέες και καταστάσεις. Όχι, τέλος, ότι πρόκειται για ένα σαφές εγχείρημα συμπλησίασης a posteriori των πλατωνικών ενοράσεων και των χριστιανικών κοσμοαντιλήψεων, κατά τρόπο ώστε να προκύπτει ένας χριστιανός Πλάτων ή ένας Πλάτων πρωτοπόρος της χριστιανικής θεώρησης συλλήψεων όπως εκείνων του αγαθού και της αρετής. Όμως μπορούμε να διακρίνουμε στο εγχείρημα του Σαλαβιώφ έναν αρκετά έντονο προσανατολισμό προς μια συμπλησίαση του «πλατωνικού ιδεαλισμού» με έναν υπερουράνιο τόπο, ο οποίος προϋποθέτει μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση της Ιδέας• κυρίως δε μια προσέγγιση, της οποίας το ορμητήριο είναι μια ορθόδοξη θεοκεντρικότητα που ασφαλώς επιτείνει τη σύγχυση με τον «Θεό» του Πλάτωνος. Είναι αυτή ακριβώς η συμπλησίαση που αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί ένα «ρεύμα» της νεωτερικής ερμηνευτικής της πλατωνικής πόλης των Ιδεών. Παρά ταύτα, όμως, το ουσιώδες της ερμηνευτικής του Σαλαβιώφ δεν βρίσκεται σε αυτή την επιχειρούμενη συμπλησίαση, αλλά πρωτίστως στη σύλληψη του Πλάτωνος και του πλατωνικού Σωκράτους ως τραγικών ηρώων, ως πρωταγωνιστών ενός προσωπικού δράματος, τους όρους και τα αδιέξοδα του οποίου ορίζει το πεπρωμένο ενός βίαιου και άδικου απορφανισμού του μαθητή από τον δάσκαλο, του Πλάτωνος από τον Σωκράτη, και η εξ αυτού του απορφανισμού οικοδόμηση της πλατωνικής πολιτείας και η διαμόρφωση της «πλατωνικότητας» του Σωκράτους, αν μου επιτρέπεται η διατύπωση αυτή. Οπότε έχουμε ένα υπόδειγμα της ερμηνείας του σωκρατικού λόγου κατά τη νεωτερική αξίωση της ενθήκευσης του πλατωνικού έργου στο συν-κείμενο του λογοτεχνικού είδους, και μάλιστα του δραματικού-τραγικού «με μεγάλη δόση επινοημάτων», όπως ήδη αναφέρθηκε.
Αποφαίνεται ο Σαλαβιώφ: «Είναι προφανές ότι ο Σωκράτης δεν υπήρξε το επίκεντρο των πλατωνικών έργων ούτε εξαιτίας της προσωπικότητάς του ούτε λόγω των γεγονότων της ζωής του παρά μόνο εξαιτίας του ρόλου που έπαιξε στη ζωή και στη σκέψη του Πλάτωνος. Και ο ρόλος αυτός, παρ’ όλη την πρωτεύουσα σημασία του, κάθε άλλο παρά αποκλειστικός ήταν. Η προσωπικότης και ο τρόπος σκέψεως του Πλάτωνος διαμορφώθηκαν υπό την έντονη επίδραση του Σωκράτους, αλλά δεν αφομοιώθηκαν από αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι την ενότητα των πλατωνικών έργων θα πρέπει να την αναζητήσουμε όχι στον Σωκράτη, όπως προτείνει ο Μουκ, ούτε και στο αφηρημένο θεωρητικό σχέδιο της πλατωνικής δημιουργίας, όπως εικάζει ο Σλάιερμαχερ, αλλά στον ίδιο τον Πλάτωνα, ως προσωπικότητα, ως ζωντανό άνθρωπο».
Προκύπτει λοιπόν ότι ο Πλάτων είναι ο Πρωταγωνιστής των διαλόγων του, όχι τόσο με τη μορφή ενός φιλοσοφικού ήρωα, αλλά ενός πρωταγωνιστή ενός δράματος, ο οποίος, κατά σεξπηρικό τρόπο, αφηγείται ένα προσωπικό δράμα ή μια προσωπική διάσχιση: «Έτσι, λοιπόν, ο ίδιος ο Πλάτων, ως πρωταγωνιστής αυτού του δράματος, αποτελεί το πραγματικό κέντρο της ενότητας των πλατωνικών έργων, η σειρά των οποίων καθορίζεται από την εξέλιξη αυτού του δράματος».
Η εμμονή του Σαλαβιώφ στο προσωπικό δράμα αποτελεί την ουσιαστική συμβολή του σε μια θεώρηση της πλατωνικής δημιουργίας, η οποία κομίζει μια αμλετική χροιά μέσα στην πλατωνική αναζήτηση των σωκρατικών ενοράσεων ή καλύτερα μέσα στο εγχείρημα του Πλάτωνος να παραγάγει τον Σωκράτη, να δημιουργήσει τη σωκρατική φιλοσοφία και τον σωκρατικό λόγο. Ωστόσο, ο Σαλαβιώφ υποστηρίζει την ανωτερότητα του Πλάτωνος ως τραγικού ήρωα έναντι του σεξπηρικού Άμλετ. Ο Σωκράτης, αποφαίνεται, «έπρεπε να θανατωθεί ως εγκληματίας. Να ποιο ήταν το τραγικό χτύπημα που δέχτηκε ο Πλάτων στην αρχή του δράματος της προσωπικής του ζωής. Όπως και σε ορισμένες αρχαίες τραγωδίες, ή ακόμη και στον σεξπηρικό Άμλετ, το δράμα όχι μόνο ολοκληρώνεται, αλλά αρχίζει με μια τραγική καταστροφή».
Όμως το κυρίαρχο στοιχείο της ανωτερότητας του τραγικού Πλάτωνος είναι ότι το δράμα αρχίζει με ένα διαπροσωπικό γνώρισμα: ότι δηλαδή εδώ έχουμε τον φόνο ενός δικαίου, ο οποίος «δολοφονήθηκε εξαιτίας του ήθους του, εξαιτίας της αλήθειας που υποστήριξε, εξαιτίας της αποφασιστικότητάς του να εκπληρώσει το ηθικό του χρέος μέχρι το τέλος». Κατά συνέπεια, η ανωτερότητα του Πλάτωνος ως τραγικού ήρωα είναι συντριπτική. Πρόκειται για μια μοιραία και απόλυτη σύγκρουση ανάμεσα στο απόλυτο κακό και στο απόλυτο αγαθό, στην απόλυτη ενσάρκωση της αλήθειας.
Εδώ αρχίζει ίσως η σύγχυση του «Θεού» του Πλάτωνος με έναν άλλο υπερουράνιο τόπο, η συμπλησίαση του πλατωνικού «ομοίωσις θεώ» με τη χριστιανική περιπλάνηση στις ατραπούς του αγαθού και της αρετής. Αυτή η επικίνδυνη συμπλησίαση είναι εξάλλου που δημιουργεί το «έλλειμμα του πλατωνικού ιδεαλισμού». Διότι ο γενάρχης του ιδεαλισμού αποτυγχάνει να συνδέσει την αλήθεια «που υπάρχει στον υπερουράνιο τόπο και το γήινο είδωλό της». Όμως η αποτυχία δεν φαίνεται να οφείλεται στην πλατωνική ενόραση, αλλά μάλλον στον υπερουράνιο τόπο.
Όπως και να έχει, η περί πλατωνικών ιδεών και κειμένων διαμάχη, εντός της περιοχής της νεωτερικότητας, και η πολλές φορές θεωρητική αποτυχία να αποκρυσταλλωθεί το πλατωνικό έργο και να ενταχθεί σταθερά μέσα στα προτάγματα και/ή τις φιλοσοφικές αναταράξεις που η νεωτερικότητα δημιούργησε, επιχειρώντας να οικειοποιηθεί την πλατωνική πολιτεία και κατά κάποιον τρόπο να την επιστρατεύσει προς ενίσχυση των δικών της προγραμματικών αρχών, είναι παλαιά και συγχρόνως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, προκειμένου να φανερωθεί το αμείωτο ενδιαφέρον προς τις πλατωνικές σπουδές, οι οποίες δεν έπαψαν να γονιμοποιούν το νεωτερικό πνεύμα και να παράγουν διερωτήσεις κρίσιμες για τη διαπόρευση του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι.
Ο Hans-Georg Gadamer έχει συνοψίσει αυτή τη διαμάχη με έναν οξυδερκή σχολιασμό του: «Αυτή η διαμάχη», αποφαίνεται, «έχει τις απαρχές της στην όψιμη ρομαντική περίοδο, και ο Kierkegaard είναι ίσως εκείνος που την αντιπροσωπεύει καλύτερα. Η διαμάχη έπαιξε εκ νέου έναν σημαντικό ρόλο, όταν ο νέο-καντιανισμός κατέρρευσε στο τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και θα μπορούσε να λεχθεί ότι επηρέασε την πλατωνική γερμανική έρευνα σε μια εποχή, όπου οι κλασικιστές στη Γερμανία είχαν αρχίσει να δίνουν έμφαση στον λεγόμενο πολιτικό Πλάτωνα. Αυτή η τελευταία τάση άρχισε με τις πλατωνικές σπουδές του Wilamowitz. Ο Wilamowitz χρησιμοποίησε ως αφετηρία του το πολιτικό περιεχόμενο της Έβδομης Επιστολής, η οποία την εποχή εκείνη θεωρήθηκε εκ νέου ως αυθεντική και στην προσέγγισή του τον ακολούθησαν και άλλοι (Kurt Singer, Paul Friedländer, Kurt Hildebrand). Σύμφωνες με αυτή την έρευνα στην κλασσική φιλολογία ήταν οι φιλοσοφικές ενστάσεις των Paul Natorp και Nikolai Hartmann σχετικά με το εγχείρημα να αξιολογηθεί η σκέψη του Πλάτωνα ως συστηματική φιλοσοφία. Κατά κάποια έννοια, οι έρευνες της διαλεκτικής του Πλάτωνος από τον Julius Stenzel αντιπροσωπεύουν ένα είδος διαμεσολάβησης μεταξύ των δύο άκρων, δηλαδή τις φιλολογικές και τις φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Αλλά ήταν ακριβώς ο Stenzel που εστίασε την προσοχή μας στον λογοτεχνικό χαρακτήρα των [πλατωνικών] διαλόγων, και όσον αφορά τη φιλοσοφική του ερμηνεία παρέμεινε νεοκαντιανός. Κατ’ αυτό τον τρόπο συνέβη ώστε όλο και περισσότερο οι φιλόσοφοι, αναγνωρίζοντας τον διαλογικό χαρακτήρα του πλατωνικού έργου και την εγγενή εκκρεμότητα και ανοικτότητα των διαλόγων, στράφηκαν ενάντια στην εγκαθίδρυση οποιουδήποτε πλατωνικού δόγματος».
3. Ανα-τροπές
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το προσωπικό δράμα των πλατωνικών διαλόγων και η δραματική παρουσία του Πλάτωνος ως τραγικού ήρωα υπογραμμίζουν όλα τα εγχειρήματα ερμηνείας του διαλογικού χαρακτήρα των έργων του. Μια παραδειγματική μορφή αυτού του προσωπικού δράματος είναι εμφανής στο χρονικό της φιλίας του Πλάτωνος με τον Αρχύτα. Από τα περιστατικά της ζωής του Πλάτωνα, ο Αρχύτας αναδύεται ως μορφή μιας φιλίας, της οποίας οι συνέπειες διόλου δεν εξαντλούνται σε συμβάντα, οσοδήποτε σημαντικά, του βίου και των περιπετειών του βίου, αλλά διαπερνούν, μετασχηματίζουν και /ή ενδυναμώνουν τις πλατωνικές εναισθήσεις και ενοράσεις, γενικώς το πλατωνικό φιλοσοφείν. Και είναι ακριβώς αυτή η μορφή της φιλίας, που φέρνει στο κέντρο του ενδιαφέροντος του φιλοσοφικού λόγου τον Αρχύτα, κατά τρόπον ώστε αυτός να διακρίνεται έντονα από τον γενικευμένο χαρακτηρισμό «πυθαγόρειος» που ο Πλάτων όχι λίγες φορές χρησιμοποιεί, πιθανώς ως ένα είδος ψευδωνυμίας, για να δηλώσει τη σχέση, πνευματική και άλλη, με τον Ταραντίνο:
«Φαίνεται, είπα, ότι, όπως τα μάτια είναι φτιαγμένα για την αστρονομία, έτσι και τα αυτιά είναι φτιαγμένα για την αρμονική κίνηση των ήχων και ότι αυτές οι επιστήμες είναι κάτι σαν αδελφές η μια με την άλλη, καθώς και οι Πυθαγόρειοι υποστηρίζουν, και εμείς, Γλαύκων, συμφωνούμε μαζί τους».
Ο Αρχύτας ήταν διάσημος για τις μελέτες του πάνω στην οπτική και την ακουστική, οπότε η ψευδωνυμία μπορεί επαρκώς να υποστηριχθεί ή πάντως να καταστεί πιθανότατη. Βέβαια, ως προς αυτή τη σχέση, την έντασή της και την πνευματική της εγγύτητα, θα πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί. Δεν είναι εύκολο να εξιχνιάσουμε πλήρως τις πλατωνικές πηγές, καθώς αυτές συρρέουν από πολλές οδούς και πολλές κατευθύνσεις στο συνθετικό φιλοσοφικό όραμα του Πλάτωνος. Και ως προς τον Αρχύτα, ο Gregory Vlastos μας έχει προειδοποιήσει: «Δεν μπορούμε», γράφει, «να ξέρουμε πόση από την φιλοσοφική ή τη μαθηματική σκέψη του Αρχύτα απορρόφησε ο Πλάτων» . Παρ’ όλο που από τον Κικέρωνα γνωρίζουμε ασφαλώς ότι «μετά τον θάνατο του Σωκράτη ο Πλάτων αρχικά πήγε στην Αίγυπτο για να ακούσει μαθήματα [και] έπειτα έσπευσε στην Ιταλία και [τη] Σικελία για να μάθει τις ανακαλύψεις του Πυθαγόρα, και ότι πέρασε πολύ καιρό με τον Αρχύτα από τον Τάραντα»• παρ’ όλο που ο Πρόκλος μας βεβαιώνει ότι κατά τον καιρό του Πλάτωνος «έζησαν ο Θάσιος Λεωδάμας και ο Ταραντίνος Αρχύτας και ο Αθηναίος Θεαίτητος, με τη βοήθεια του οποίου (ο Πλάτων) ανέπτυξε και συγκρότησε τις θεωρίες του» • εν τούτοις, ως προς τις εμπνεύσεις και τις επιρροές, το μέγεθός τους, δηλαδή, και το βάθος τους, αισθανόμαστε μάλλον ανασφαλείς, χωρίς ωστόσο να τις αμελούμε.
Όπως και να έχει, το χρονικό μιας φιλίας είναι πάντα ένα πολύτιμο τμήμα της πνευματικής βιογραφίας που αξίζει να ιστορείται, μολονότι παρουσιάζει δυσκολίες, όταν μιλούμε για πρόσωπα τόσο απομακρυσμένα από την εποχή μας και για ιδέες, συναισθήματα και ενοράσεις που σκοτεινιάζουν μέσα στους λόγους των φίλων και ιδιαίτερα του μυθοποιού Πλάτωνος, του οποίου η δύναμη των ιδεών αναδύεται με τόση ένταση και τέτοιο βάθος ακριβώς εξ αιτίας της μυθοποίησής τους. Κατά συνέπεια, έχουμε να κάνουμε με μια ελλειμματική ιστορική αναγνώριση και μέσα σ’ αυτήν θα πρέπει να κινηθούμε κατ’ ανάγκη.
Πάντως, και στο πολιτικό πεδίο, η σχέση ανάμεσα στον Αρχύτα και τον Πλάτωνα είναι μια σχέση σημαίνουσα και μπορεί να χρησιμεύει ως αφετηρία για να γνωρίσουμε καλύτερα την ιδιομορφία της Πλατωνικής Πολιτείας. «Ξέρουμε», αποφαίνεται ο Georgy Vlastos, «πως ο Αρχύτας υπήρξε ένας απόλυτα λαμπρός μαθηματικός. Γνωρίζουμε επίσης πως ήταν μια ηγετική πολιτική προσωπικότητα στην πόλη του, που ήταν δημοκρατική σαν την Αθήνα, στην οποία είχε εκλεγεί και επανεκλεγεί ‘‘στρατηγός’’ επί σειρά ετών. Να ένα καινούριο πρότυπο φιλοσοφίας για τον Πλάτωνα , το οποίο του προσέφερε ό,τι μπορεί να του έλλειπε στο παλαιό: ο Σωκράτης είχε αποτραβηχτεί απελπισμένος από την πολιτική των Αθηνών, πεπεισμένος ότι ήταν αδιόρθωτα διεφθαρμένη. Ο Αρχύτας μπαίνει στον πολιτικό στίβο της πόλης του και έχει εκπληκτική επιτυχία. Και ενώ ο Σωκράτης είχε αποτραβηχτεί από τη μεταφυσική, ο Αρχύτας ήταν ένας κορυφαίος μεταφυσικός της Πυθαγόρειας παράδοσης».
Φαίνεται λοιπόν ότι μετά την απόσυρση του Σωκράτη από την πολιτική, ο Πλάτων αναζητούσε μια καινούργια σύνθεση μεταξύ ηθικής και πολιτικής, μια σύνθεση του υπερουράνιου τόπου της μεταφυσικής με την εγκόσμια πορεία των πραγμάτων και της πόλης. Σ’ αυτήν ακριβώς την αναζήτηση, ο Πλάτων συναντά τον Αρχύτα, ο οποίος στο πνεύμα του Πλάτωνος προβάλλεται ως ιδεώδης τύπος προς αυτή την κατεύθυνση. «Η Ηθική και η Πολιτική», επιβεβαιώνει ο G.C. Field, «πρέπει να θεμελιωθούν πάνω σε μια Μεταφυσική. Μπορούμε να υποθέσουμε πως προς αυτή την κατεύθυνση βάδιζε το πνεύμα του Πλάτωνος, όταν έφθασε στην Ιταλία. Και μεταξύ των Πυθαγορείων, ειδικότερα στον Τάραντα, βρήκε και ανθρώπους με τη δική τους μεταφυσική, που την είχαν στην πράξη εφαρμόσει πάνω στη ζωή τους και στις υποθέσεις της πόλεως. Είναι αναμφίβολο πως μέχρι τότε είχε μάθει ορισμένα πράγματα ο Πλάτων γι’ αυτούς: υπήρχαν μεταξύ των φίλων του Σωκράτη Πυθαγόρειοι. Φαίνεται λοιπόν να αληθεύει η υπόθεση κάποιων μεταγενέστερων συγγραφέων ότι κύριος σκοπός του ταξιδιού του στην Ιταλία ήταν να ιδεί και να ακούσει περισσότερα γι’ αυτούς στον ίδιο τους τον τόπο. Όπως κι αν έχει το πράγμα, είναι δύσκολο να μη δεχθούμε το γενικό συμπέρασμα ότι το ταξίδι εκείνο επηρέασε σημαντικά το πνεύμα του Πλάτωνος».
Σ’ αυτά θα επιστρέψω αργότερα. Επανερχόμενος ωστόσο στο καθαρά φιλοσοφικό-επιστημονικό πεδίο και στην ασάφεια των επιρροών που ο Πλάτων δέχθηκε από τη μεταφυσική του Αρχύτα, μια κριτική στάση, μέσω της οποίας φαίνεται να διαπιστώνεται διάσταση απόψεων, θέσεων και αντιλήψεων ανάμεσα στους δύο πολύτιμους φίλους, θα πρέπει ασφαλώς να επισημανθεί. Αίφνης αποφαίνεται ο Εύδημος: «Ο Πλάτων κίνηση εννοεί το μεγάλο και το μικρό, το μη ον και το ανώμαλο και όλα όσα μαζί μ’ αυτά οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα• φαίνεται όμως παράλογο να λέει ότι αυτό ακριβώς είναι η κίνηση• διότι φαίνεται πως, όταν κινείται κάτι, τότε κινείται αυτό, μέσα στο οποίο υπάρχει. Όταν όμως κάτι είναι άνισο και ανώμαλο, είναι γελοίο να του προσγράφουμε αναγκαστικά την κίνηση• θα ήταν καλύτερα, βέβαια, να τα λέει κανείς αυτά αίτια, όπως ακριβώς κάνει ο Αρχύτας».
Ο λόγος του Εύδημου μας εισάγει στις δυσκολίες που συνεπάγεται η διερεύνηση των συνάψεων μεταξύ της φιλοσοφικο-επιστημονικής θεώρησης του Αρχύτα και της πλατωνικής μεταφυσικής. Οι δυσκολίες αυτές έχουν ήδη επισημανθεί: ο Πλάτων και ο Αρχύτας ασφαλώς δεν συμφωνούν στις φιλοσοφικές τους ενοράσεις, και πάντως η διάσταση είναι μέρος αλληλόδρασης των μεταφυσικών τους ενδιαφερόντων και στοχεύσεων. Κατά μία άποψη είναι ίσως προτιμότερο να τους αντιμετωπίσουμε ως ανταγωνιστές «οι οποίοι εμπλέκονται σε μια διαρκώς εξελισσόμενη διαμάχη σχετικά με την αξία των επιστημών για τη φιλοσοφία».
Στην Πολιτεία ο Πλάτων εκφράζει την πλήρη αντίθεσή του προς το φιλοσοφικό-επιστημονικό σύμπαν του Αρχύτα και των Πυθαγορείων. Αλλού θέτει τις μεταφυσικές αρχές του και μάλιστα ασκεί κριτική στη χρησιμοποίηση των επιστημών για την επίτευξη φιλοσοφικών στόχων και τη διατύπωση μεταφυσικών αποφάνσεων. «Επειδή λοιπόν, είπα εγώ, το έργο αυτό έχει μάκρος, ας ζητήσουμε να μάθουμε από εκείνους, τους Πυθαγορείους, τι λένε γι’ αυτά, ενδεχομένως και για κάτι άλλο εκτός από αυτά. Εμείς, βέβαια, θα μείνουμε σταθεροί ως προς όλα στη δική μας γραμμή. Ποια είναι αυτή; Μήπως κι εκείνοι τους οποίους θα ανατρέψουμε δοκιμάσουν να σπουδάσουν σ’ αυτές τις επιστήμες κάτι ανολοκλήρωτο και κάτι που δεν θα φθάνει ίσαμ’ εκεί που πρέπει να φθάνουν όλα, όπως τώρα δα λέγαμε σχετικά με την αστρονομία. Ή δεν ξέρεις ότι και με τις αρμονίες πάλι κάτι τέτοιο κάνουν; Προσπαθώντας δηλαδή να εξακριβώσουν το αρμονικό συνταίριασμα των μουσικών τόνων, τους οποίους ακούμε, καταπιάνονται, όπως και οι αστρονόμοι, με ένα επίπονο έργο που δεν έχει τελειωμό» . Είναι λοιπόν φανερό πως, παρ’ όλο που ο Πλάτων έμαθε σοβαρά μαθηματικά από τον Αρχύτα, «διαφωνεί ανοικτά με την εκ μέρους του Αρχύτα κατανόηση της φιλοσοφικής χρήσης των επιστημών».
4. Φιλο-σοφείν
Παρ’ όλα ταύτα, θα μπορούσε κανείς με βεβαιότητα να υποστηρίξει ότι πέρα από τις αντιμαχίες και τις διαφορετικές κατανοήσεις, τόσο συχνές άλλωστε μεταξύ των φιλοσόφων, ο Αρχύτας αναμφίβολα άσκησε σημαντική επίδραση αλλά και γοητεία στον φίλο του Πλάτωνα. Οι εμπνεύσεις του Αρχύτα, οι μαθηματικές του κατασκευές, οι ενασχολήσεις του με την οπτική και την ακουστική, οι μεταφυσικές του αναζητήσεις και η επιτυχής εμπλοκή του στα πολιτικά πράγματα, σίγουρα ήλκυσαν τον Πλάτωνα σε βαθμό ώστε ο Αρχύτας να αποτελεί ένα «καινούργιο πρότυπο φιλοσόφου», προς το οποίο ο Πλάτων, μετά τον θάνατο του Σωκράτη, έτεινε και, καθώς φαίνεται, επιχειρούσε να μιμηθεί, βέβαια, πάντα εμπλουτίζοντάς το και/ή τροποποιώντας το με τις δικές του μεταφυσικές του αξίες, με τη «δική του γραμμή». Σε κάθε περίπτωση, η φιλία τους υπήρξε μια από τις γονιμότερες φιλίες στη «βιογραφία» του φιλοσοφικού λόγου.
Μέσα στο συμφραζόμενο αυτής της φιλίας, έχουμε κάθε λόγο να εικάσουμε τούτο: η σκέψη του Πλάτωνος πως επιτέλους «θα μπορούσε να εφαρμόσει στην πράξη τη διδασκαλία του» , οφείλεται στην παρότρυνση που δέχθηκε από το «καινούργιο πρότυπο φιλοσοφίας», το οποίο, μετά τον θάνατο του Σωκράτη, εκπροσωπούσε γι’ αυτόν ο Αρχύτας. Όπως μας πληροφορεί το Λεξικό του Σούδα, ο Αρχύτας «ηγήθηκε του κοινού των Ελλήνων της Ιταλίας και εκλέχθηκε από τους συμπολίτες του και τους Έλληνες εκείνων των περιοχών στρατηγός με απόλυτη εξουσία. Συγχρόνως δίδαξε φιλοσοφία και είχε φημισμένους μαθητές» . Μπορεί μάλιστα, έτσι υποστηρίζουν κάποιοι, ο Πλάτων να ήταν ένας απ’ αυτούς. Γιατί λοιπόν να μη δοκίμαζε και ο ίδιος τον δρόμο που οδηγεί από τη φιλοσοφία και τη μεταφυσική στην πολιτική• και ακόμη γιατί να μην επιχειρήσει την εγκατάσταση της πολιτείας των ιδεών του στα ζητήματα της εγκόσμιας πολιτείας, μιας και είχε τέτοιο ισχυρό υπόδειγμα;
Τα περιστατικά που ακολούθησαν αυτή την απόφαση του Πλάτωνος, οι περιπέτειες του φιλοσόφου με τον Διόνυσο, τον τύραννο των Συρακουσών, ο οποίος «είχε αρχίσει να θεμελιώνει την πιο σημαντική δύναμη σε όλο τον τότε ελληνικό κόσμο» , είναι γνωστά και δεν χρειάζεται εδώ τουλάχιστο να τα επαναλάβουμε. Ωστόσο και εδώ, στη δυστυχία του φίλου του, η μορφή του Αρχύτα δεσπόζει. Ο σωτήριος ρόλος του είναι ομολογημένος από τον ίδιο τον Πλάτωνα και κυρίως στην αποδιδόμενη σ’ αυτόν Έβδομη Επιστολή, από την οποία μαθαίνουμε πολλά σχετικά με το ζήτημα αυτό. Ο Πλάτων αφηγείται εναργέστατα την τελευταία πράξη του δράματος του χρονικού της φιλίας του με τον Αρχύτα:
«Με πλησιάζουν τότε μερικοί και μάλιστα δημόσιοι υπάλληλοι από την Αθήνα, συμπολίτες μου, και μου διεμήνυαν ότι με είχαν συκοφαντήσει στους πελταστές και ότι μερικοί μάλιστα απειλούσαν πως, αν κάπου με πιάσουν, θα με σκοτώσουν. Μηχανεύτηκα τότε τον εξής τρόπο σωτηρίας μου: ειδοποιώ τον Αρχύτα και τους άλλους φίλους μου στον Τάραντα, λέγοντάς τους σε ποια κατάσταση βρίσκομαι. Εκείνοι τότε, με πρόφαση κάποιας πολιτικής αποστολής, στέλνουν ένα πολεμικό πλοίο με τριάντα κωπηλάτες και ένα δικό τους άνθρωπο, τον Λαμίσκο. Αυτός, μόλις έφθασε, με ζήτησε από τον Διονύσιο, λέγοντας ότι ήθελα να φύγω και να μην το αρνηθεί. Εκείνος δέχθηκε και με κατευόδωσε, δίνοντας τα απαραίτητα για το ταξίδι».
Το χρονικό της φιλίας τελειώνει εδώ, με την αναγγελία αυτών των γεγονότων και με την αποτυχία του Πλάτωνος να ακολουθήσει το «καινούργιο πρότυπο φιλοσόφου». Ωστόσο, αυτό το χρονικό παραμένει, ακόμη και σήμερα, σε εκκρεμότητα σχετικά με τη θέση και τα έργα των πρωταγωνιστών του. Από τη σκοπιά του Πλάτωνος και της αντίστοιχης παράδοσης που έχει δημιουργηθεί, ο Πλάτων εμφανίζεται ως η κυριαρχούσα μορφή της σχέσης, ενώ ο Αρχύτας παρουσιάζεται ως ο «μαθητής του Πλάτωνος, στον οποίο χρωστούσε τη φήμη του και την επιτυχία του στον Τάραντα» . Όμως, από μια άλλη σκοπιά, ο Αρχύτας υπήρξε πρότυπο φιλοσόφου για τον Πλάτωνα και μάλιστα το πρότυπο της ιδέας του φιλοσόφου-βασιλιά, το οποίο κυριάρχησε στην πλατωνική φιλοσοφία. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, αυτό που έχει, για τη νεωτερικότητα τουλάχιστον, τη μεγαλύτερη σημασία είναι το είδος και το ύφος της φιλίας ανάμεσα σε αυτές τις δύο μεγάλες μορφές του αρχαίου κόσμου. Ένα είδος και ένα ύφος που μπορεί ακόμη και τώρα να εμπνέει την επιθυμία να γνωρίσουμε, όσο μπορούμε καλύτερα, μια σχέση που είχε τόσο σημαντικές επιπτώσεις στη φιλοσοφία και στα φιλοσοφικά προτάγματα.
Η διαρκής παρουσία των πλατωνικών ενοράσεων μέσα στον νεωτερικό φιλοσοφικό και πολιτικό στοχασμό, από τη μια πλευρά αποτελεί εδραίωση του ανανεωμένου ενδιαφέροντος της νεωτερικότητας προς τους πλατωνικούς ερμηνευτικούς όρους και τις προϋποθέσεις• από την άλλη ωστόσο δημιουργεί μια αμφίλογη περιοχή προβληματισμού, εντός της οποίας τα προκύπτοντα ερωτήματα ωθούν τη νεωτερικότητα προς έναν αναστοχασμό σχετικά με την οντολογική αλήθεια του πλατωνικού έργου• πολύ περισσότερο δε σχετικά με τις δυνατότητες του σύγχρονου στοχασμού να γνωρίσει τελικά την πλατωνική φιλοσοφία ως έκφραση μιας κοσμοαντίληψης (Weltanschauung), η οποία ανήκει αποκλειστικά στον Πλάτωνα και φέρει τη σφραγίδα της πρωτότυπης σύλληψης και επεξεργασίας φιλοσοφικών και πολιτικο-κοινωνικών ενοράσεων. Μπορούμε αίφνης να γνωρίσουμε την αριστοτελική θεώρηση, διαβάζοντας τα έργα του Αριστοτέλους. Όπως μπορούμε να γνωρίσουμε στο σύνολό της τη νεωτερική κοσμοθεώρηση, διαβάζοντας τα έργα των κυριοτέρων εκπροσώπων της• ή, τέλος πάντων, τα έργα εκείνων που εμείς θεωρούμε κυριότερους. Μπορούμε, εν τούτοις, να ισχυρισθούμε το ίδιο και για την πλατωνική κοσμοαντίληψη; Μπορούμε εν τέλει να γνωρίσουμε την πλατωνική θεώρηση, διαβάζοντας τους πλατωνικούς διαλόγους;
Ο Leo Strauss έχει θέσει το ερώτημα από μια ουσιώδη νεωτερική προοπτική. Μπορούμε, αποφαίνεται, να γνωρίσουμε την πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλους, διαβάζοντας τα Πολιτικά του. Αντίθετα, όμως, η Πολιτεία του Πλάτωνος δεν είναι μια πραγματεία, αλλά ένας διάλογος ανάμεσα σε πρόσωπα διαφορετικά από εκείνο του Πλάτωνος. Διαβάζοντας την Πολιτεία δεν ακούμε τον Πλάτωνα. Μέσα από τους διαλόγους του, ο Πλάτων δεν προφέρει ούτε μια λέξη. Έτσι, θα λέγαμε ότι διόλου δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι πίστευε πράγματι ο ίδιος ο Πλάτων. Η αβεβαιότητα αυτή αίρεται, βέβαια, από το γεγονός ότι ο Πλάτων μιλούσε μέσα από τους πρωταγωνιστές των διαλόγων του, μέσα από τον Πρωταγόρα και τον Τίμαιο, για παράδειγμα, και προπάντων μέσα από τον κύριο πρωταγωνιστή του: τον Σωκράτη. Όμως, γιατί ο Πλάτων χρησιμοποιούσε τόσους πολλούς φορείς του λόγου του; Γιατί χρησιμοποιούσε μια τέτοια πολυπροσωπία αφηγητών; Και ποιος μπορεί να είναι πράγματι ο κατ’ εξοχήν αφηγητής του, ο Σωκράτης, αυτή η ιδιοφυία της ειρωνείας;
Ο Γρηγόρης Βλαστός, επιχειρώντας να απαντήσει στο ίδιο ερώτημα, μας έχει ειδοποιήσει ότι κύριο μέλημα του Πλάτωνος δεν ήταν να διατηρήσει την ανάμνηση της φιλοσοφίας του Σωκράτη, αλλά να δημιουργήσει εκ νέου μια σωκρατική φιλοσοφία, πιο σωκρατική από τη φιλοσοφία του ίδιου του Σωκράτους. Δεν αναπαράγει, αλλά παράγει τον Σωκράτη. Η πρόθεσή του δεν είναι η ιστορική πρόθεση του Ξενοφώντος. Παρ’ όλα ταύτα, μέσα στους πλατωνικούς διαλόγους, ο πρωταγωνιστής που εμφανίζεται με το όνομα Σωκράτης δεν είναι ένας αλλά δύο: «Σε διάφορα τμήματα του πλατωνικού corpus υπάρχουν δύο φιλόσοφοι με αυτό το όνομα. Το άτομο παραμένει το ίδιο. Αλλά σε διαφορετικές ομάδες διαλόγων ακολουθεί φιλοσοφίες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, ώστε δεν θα μπορούσαν να παρασταθούν ότι συνυπήρχαν διαρκώς στον ίδιο εγκέφαλο, εκτός εάν επρόκειτο για τον εγκέφαλο κάποιου σχιζοφρενούς. Διαφέρουν τόσο πολύ σε περιεχόμενο και μέθοδο, ώστε να αντιτίθενται μεταξύ τους τόσο όσο και με οποιαδήποτε άλλη φιλοσοφία θα μπορούσε να αναφέρει κανείς».
Η σωκρατική αινιγματικότητα προσλαμβάνει στη νεωτερική κριτική ερμηνευτική έναν χαρακτήρα κρίσιμο, έτσι ώστε να τίθεται καθαρά ένα «σωκρατικό ζήτημα» τόσο από την άποψη του φιλοσοφικού λόγου του Πλάτωνος όσο και από την άποψη του φιλολογικού είδους, στο οποίο θα μπορούσαν να ενταχθούν οι πλατωνικοί διάλογοι, κατά τρόπο ώστε να δημιουργηθούν οι αναγκαίες συνάψεις μεταξύ του φιλοσοφικού κειμένου και του φιλολογικού συν-κειμένου, συνάψεις χωρίς τις οποίες η διπλοπροσωπία του Σωκράτη και η πολυπροσωπία των διαλόγων παραμένουν ανερμήνευτες, αινιγματικές και, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, μυστηριώδεις και πάντως αντινομιακές. O Louís-André Dorion έχει, κατά την αντίληψή μου, συμβάλλει ουσιαστικά προς την κατεύθυνση αυτή. «Τα σωκρατικά συγγράμματα [του Ξενοφώντος και του Πλάτωνος]», αποφαίνεται, «ανάγονται σε ένα λογοτεχνικό είδος, τον σωκρατικό λόγο, το οποίο αναγνωρίζεται ρητώς από τον Αριστοτέλη και αφήνει από τη φύση του μεγάλα περιθώρια πρωτοβουλίας τόσο στη σκηνοθέτηση των διαλόγων όσο και σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό τους, δηλαδή τις ιδέες που εκφράζονται από τα διάφορα πρόσωπα. Αν διαβάσουμε και ερμηνεύσουμε τον σωκρατικό λόγο όχι ως ιστορικό ντοκουμέντο με την στενή έννοια του όρου, αλλά μάλλον ως λογοτεχνικό και φιλοσοφικό έργο με μεγάλη δόση επινοημάτων, τότε το σωκρατικό ζήτημα δεν έχει πια λόγο ύπαρξης».
Εξάλλου, ο E.R. Dodds, συμβάλλοντας στον νεωτερικό στοχασμό περί της οντολογικής αλήθειας των πλατωνικών συλλήψεων, προειδοποιεί ότι τα σύγχρονα προβλήματα και ενδιαφέροντα καθορίζουν τα ερωτήματα που εγείρουμε σχετικά με τους μεγάλους στοχαστές του παρελθόντος και, κατά συνέπεια, σχετικά με τον Πλάτωνα. Ο κίνδυνος είναι να ταυτοποιούμε ασυνείδητα έναν στοχαστή του παρελθόντος με μας τους ίδιους και έτσι να «διαστρέφουμε τις σκέψεις του ώστε να τον καταστήσουμε όργανο των δικών μας προκαταλήψεων», καταπονώντας τον με τη σιγουριά ότι εκείνος δεν μπορεί να απαντήσει. Με μια «επιδέξια χρήση της μεθόδου αυτής, ο Πλάτων έχει κατά περιόδους εμφανισθεί ως τέλειος σκεπτικιστής και ως τέλειος μυστικός, ως μαθητής του Hegel και ως μαθητής του Ακινάτη, ως πλατωνιστής του Κέμπριτζ, ως χριστιανός της προχριστιανικής περιόδου».
2. Συν-κατανοήσεις
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει πάντα μια αποφασιστική ενότητα στα ψυχικά μας κίνητρα κάθε φορά που επιχειρούμε να διαβάσουμε τα έργα των στοχαστών του παρελθόντος. Η ενότητα αυτή είναι, άλλωστε, που μας επιβάλλει τις «γλώσσες» της φιλοσοφίας και μας ωθεί στην αναζήτηση ενός κοινού μυστικού, χωρίς και πέρα από το οποίο τα κίνητρα και οι διεργασίες νεκρώνονται στα λιμνάζοντα ύδατα της φιλολογικής συζήτησης. Το πρόβλημα της φιλοσοφίας, και βέβαια των πλατωνικών σπουδών, είναι σήμερα περισσότερο παρά ποτέ η επιστροφή στους ίδιους τους φιλοσόφους μέσω αυτού που εκείνοι δεν είπαν και δεν έγραψαν, διότι δεν είναι δυνατόν να ειπωθεί και να γραφεί, αφού παραμένει και εξαντλείται εκεί ακριβώς: στον χώρο της φωτιάς που κατατρώγει το πρόσωπο και τις προσβάσεις του προς τον κόσμο.
Παρά ταύτα, η παρατήρηση του Dodds μας συνδέει άμεσα με το είδος εκείνο της νεωτερικής παράδοσης, μέσα από το οποίο αναδύονται αμφίσημα κείμενα, όπως το πρώιμο κείμενο του Βλαδίμηρου Σαλαβιώφ το Προσωπικό Δράμα του Πλάτωνος, που δημοσιεύτηκε το 1898 και το οποίο εδώ το χρησιμοποιούμε ως ένα τυπικό δείγμα μιας νεωτερικής στροφής των πλατωνικών σπουδών που παρουσίασε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα.
Όχι, βέβαια, ότι ο Πλάτων καταπονείται μέσα στην ερμηνευτική του Σαλαβιώφ. Όχι ότι διαστρέφεται εξαιτίας μιας ταυτοποίησης με αλλότριες ιδέες και καταστάσεις. Όχι, τέλος, ότι πρόκειται για ένα σαφές εγχείρημα συμπλησίασης a posteriori των πλατωνικών ενοράσεων και των χριστιανικών κοσμοαντιλήψεων, κατά τρόπο ώστε να προκύπτει ένας χριστιανός Πλάτων ή ένας Πλάτων πρωτοπόρος της χριστιανικής θεώρησης συλλήψεων όπως εκείνων του αγαθού και της αρετής. Όμως μπορούμε να διακρίνουμε στο εγχείρημα του Σαλαβιώφ έναν αρκετά έντονο προσανατολισμό προς μια συμπλησίαση του «πλατωνικού ιδεαλισμού» με έναν υπερουράνιο τόπο, ο οποίος προϋποθέτει μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση της Ιδέας• κυρίως δε μια προσέγγιση, της οποίας το ορμητήριο είναι μια ορθόδοξη θεοκεντρικότητα που ασφαλώς επιτείνει τη σύγχυση με τον «Θεό» του Πλάτωνος. Είναι αυτή ακριβώς η συμπλησίαση που αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί ένα «ρεύμα» της νεωτερικής ερμηνευτικής της πλατωνικής πόλης των Ιδεών. Παρά ταύτα, όμως, το ουσιώδες της ερμηνευτικής του Σαλαβιώφ δεν βρίσκεται σε αυτή την επιχειρούμενη συμπλησίαση, αλλά πρωτίστως στη σύλληψη του Πλάτωνος και του πλατωνικού Σωκράτους ως τραγικών ηρώων, ως πρωταγωνιστών ενός προσωπικού δράματος, τους όρους και τα αδιέξοδα του οποίου ορίζει το πεπρωμένο ενός βίαιου και άδικου απορφανισμού του μαθητή από τον δάσκαλο, του Πλάτωνος από τον Σωκράτη, και η εξ αυτού του απορφανισμού οικοδόμηση της πλατωνικής πολιτείας και η διαμόρφωση της «πλατωνικότητας» του Σωκράτους, αν μου επιτρέπεται η διατύπωση αυτή. Οπότε έχουμε ένα υπόδειγμα της ερμηνείας του σωκρατικού λόγου κατά τη νεωτερική αξίωση της ενθήκευσης του πλατωνικού έργου στο συν-κείμενο του λογοτεχνικού είδους, και μάλιστα του δραματικού-τραγικού «με μεγάλη δόση επινοημάτων», όπως ήδη αναφέρθηκε.
Αποφαίνεται ο Σαλαβιώφ: «Είναι προφανές ότι ο Σωκράτης δεν υπήρξε το επίκεντρο των πλατωνικών έργων ούτε εξαιτίας της προσωπικότητάς του ούτε λόγω των γεγονότων της ζωής του παρά μόνο εξαιτίας του ρόλου που έπαιξε στη ζωή και στη σκέψη του Πλάτωνος. Και ο ρόλος αυτός, παρ’ όλη την πρωτεύουσα σημασία του, κάθε άλλο παρά αποκλειστικός ήταν. Η προσωπικότης και ο τρόπος σκέψεως του Πλάτωνος διαμορφώθηκαν υπό την έντονη επίδραση του Σωκράτους, αλλά δεν αφομοιώθηκαν από αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι την ενότητα των πλατωνικών έργων θα πρέπει να την αναζητήσουμε όχι στον Σωκράτη, όπως προτείνει ο Μουκ, ούτε και στο αφηρημένο θεωρητικό σχέδιο της πλατωνικής δημιουργίας, όπως εικάζει ο Σλάιερμαχερ, αλλά στον ίδιο τον Πλάτωνα, ως προσωπικότητα, ως ζωντανό άνθρωπο».
Προκύπτει λοιπόν ότι ο Πλάτων είναι ο Πρωταγωνιστής των διαλόγων του, όχι τόσο με τη μορφή ενός φιλοσοφικού ήρωα, αλλά ενός πρωταγωνιστή ενός δράματος, ο οποίος, κατά σεξπηρικό τρόπο, αφηγείται ένα προσωπικό δράμα ή μια προσωπική διάσχιση: «Έτσι, λοιπόν, ο ίδιος ο Πλάτων, ως πρωταγωνιστής αυτού του δράματος, αποτελεί το πραγματικό κέντρο της ενότητας των πλατωνικών έργων, η σειρά των οποίων καθορίζεται από την εξέλιξη αυτού του δράματος».
Η εμμονή του Σαλαβιώφ στο προσωπικό δράμα αποτελεί την ουσιαστική συμβολή του σε μια θεώρηση της πλατωνικής δημιουργίας, η οποία κομίζει μια αμλετική χροιά μέσα στην πλατωνική αναζήτηση των σωκρατικών ενοράσεων ή καλύτερα μέσα στο εγχείρημα του Πλάτωνος να παραγάγει τον Σωκράτη, να δημιουργήσει τη σωκρατική φιλοσοφία και τον σωκρατικό λόγο. Ωστόσο, ο Σαλαβιώφ υποστηρίζει την ανωτερότητα του Πλάτωνος ως τραγικού ήρωα έναντι του σεξπηρικού Άμλετ. Ο Σωκράτης, αποφαίνεται, «έπρεπε να θανατωθεί ως εγκληματίας. Να ποιο ήταν το τραγικό χτύπημα που δέχτηκε ο Πλάτων στην αρχή του δράματος της προσωπικής του ζωής. Όπως και σε ορισμένες αρχαίες τραγωδίες, ή ακόμη και στον σεξπηρικό Άμλετ, το δράμα όχι μόνο ολοκληρώνεται, αλλά αρχίζει με μια τραγική καταστροφή».
Όμως το κυρίαρχο στοιχείο της ανωτερότητας του τραγικού Πλάτωνος είναι ότι το δράμα αρχίζει με ένα διαπροσωπικό γνώρισμα: ότι δηλαδή εδώ έχουμε τον φόνο ενός δικαίου, ο οποίος «δολοφονήθηκε εξαιτίας του ήθους του, εξαιτίας της αλήθειας που υποστήριξε, εξαιτίας της αποφασιστικότητάς του να εκπληρώσει το ηθικό του χρέος μέχρι το τέλος». Κατά συνέπεια, η ανωτερότητα του Πλάτωνος ως τραγικού ήρωα είναι συντριπτική. Πρόκειται για μια μοιραία και απόλυτη σύγκρουση ανάμεσα στο απόλυτο κακό και στο απόλυτο αγαθό, στην απόλυτη ενσάρκωση της αλήθειας.
Εδώ αρχίζει ίσως η σύγχυση του «Θεού» του Πλάτωνος με έναν άλλο υπερουράνιο τόπο, η συμπλησίαση του πλατωνικού «ομοίωσις θεώ» με τη χριστιανική περιπλάνηση στις ατραπούς του αγαθού και της αρετής. Αυτή η επικίνδυνη συμπλησίαση είναι εξάλλου που δημιουργεί το «έλλειμμα του πλατωνικού ιδεαλισμού». Διότι ο γενάρχης του ιδεαλισμού αποτυγχάνει να συνδέσει την αλήθεια «που υπάρχει στον υπερουράνιο τόπο και το γήινο είδωλό της». Όμως η αποτυχία δεν φαίνεται να οφείλεται στην πλατωνική ενόραση, αλλά μάλλον στον υπερουράνιο τόπο.
Όπως και να έχει, η περί πλατωνικών ιδεών και κειμένων διαμάχη, εντός της περιοχής της νεωτερικότητας, και η πολλές φορές θεωρητική αποτυχία να αποκρυσταλλωθεί το πλατωνικό έργο και να ενταχθεί σταθερά μέσα στα προτάγματα και/ή τις φιλοσοφικές αναταράξεις που η νεωτερικότητα δημιούργησε, επιχειρώντας να οικειοποιηθεί την πλατωνική πολιτεία και κατά κάποιον τρόπο να την επιστρατεύσει προς ενίσχυση των δικών της προγραμματικών αρχών, είναι παλαιά και συγχρόνως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, προκειμένου να φανερωθεί το αμείωτο ενδιαφέρον προς τις πλατωνικές σπουδές, οι οποίες δεν έπαψαν να γονιμοποιούν το νεωτερικό πνεύμα και να παράγουν διερωτήσεις κρίσιμες για τη διαπόρευση του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι.
Ο Hans-Georg Gadamer έχει συνοψίσει αυτή τη διαμάχη με έναν οξυδερκή σχολιασμό του: «Αυτή η διαμάχη», αποφαίνεται, «έχει τις απαρχές της στην όψιμη ρομαντική περίοδο, και ο Kierkegaard είναι ίσως εκείνος που την αντιπροσωπεύει καλύτερα. Η διαμάχη έπαιξε εκ νέου έναν σημαντικό ρόλο, όταν ο νέο-καντιανισμός κατέρρευσε στο τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και θα μπορούσε να λεχθεί ότι επηρέασε την πλατωνική γερμανική έρευνα σε μια εποχή, όπου οι κλασικιστές στη Γερμανία είχαν αρχίσει να δίνουν έμφαση στον λεγόμενο πολιτικό Πλάτωνα. Αυτή η τελευταία τάση άρχισε με τις πλατωνικές σπουδές του Wilamowitz. Ο Wilamowitz χρησιμοποίησε ως αφετηρία του το πολιτικό περιεχόμενο της Έβδομης Επιστολής, η οποία την εποχή εκείνη θεωρήθηκε εκ νέου ως αυθεντική και στην προσέγγισή του τον ακολούθησαν και άλλοι (Kurt Singer, Paul Friedländer, Kurt Hildebrand). Σύμφωνες με αυτή την έρευνα στην κλασσική φιλολογία ήταν οι φιλοσοφικές ενστάσεις των Paul Natorp και Nikolai Hartmann σχετικά με το εγχείρημα να αξιολογηθεί η σκέψη του Πλάτωνα ως συστηματική φιλοσοφία. Κατά κάποια έννοια, οι έρευνες της διαλεκτικής του Πλάτωνος από τον Julius Stenzel αντιπροσωπεύουν ένα είδος διαμεσολάβησης μεταξύ των δύο άκρων, δηλαδή τις φιλολογικές και τις φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Αλλά ήταν ακριβώς ο Stenzel που εστίασε την προσοχή μας στον λογοτεχνικό χαρακτήρα των [πλατωνικών] διαλόγων, και όσον αφορά τη φιλοσοφική του ερμηνεία παρέμεινε νεοκαντιανός. Κατ’ αυτό τον τρόπο συνέβη ώστε όλο και περισσότερο οι φιλόσοφοι, αναγνωρίζοντας τον διαλογικό χαρακτήρα του πλατωνικού έργου και την εγγενή εκκρεμότητα και ανοικτότητα των διαλόγων, στράφηκαν ενάντια στην εγκαθίδρυση οποιουδήποτε πλατωνικού δόγματος».
3. Ανα-τροπές
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το προσωπικό δράμα των πλατωνικών διαλόγων και η δραματική παρουσία του Πλάτωνος ως τραγικού ήρωα υπογραμμίζουν όλα τα εγχειρήματα ερμηνείας του διαλογικού χαρακτήρα των έργων του. Μια παραδειγματική μορφή αυτού του προσωπικού δράματος είναι εμφανής στο χρονικό της φιλίας του Πλάτωνος με τον Αρχύτα. Από τα περιστατικά της ζωής του Πλάτωνα, ο Αρχύτας αναδύεται ως μορφή μιας φιλίας, της οποίας οι συνέπειες διόλου δεν εξαντλούνται σε συμβάντα, οσοδήποτε σημαντικά, του βίου και των περιπετειών του βίου, αλλά διαπερνούν, μετασχηματίζουν και /ή ενδυναμώνουν τις πλατωνικές εναισθήσεις και ενοράσεις, γενικώς το πλατωνικό φιλοσοφείν. Και είναι ακριβώς αυτή η μορφή της φιλίας, που φέρνει στο κέντρο του ενδιαφέροντος του φιλοσοφικού λόγου τον Αρχύτα, κατά τρόπον ώστε αυτός να διακρίνεται έντονα από τον γενικευμένο χαρακτηρισμό «πυθαγόρειος» που ο Πλάτων όχι λίγες φορές χρησιμοποιεί, πιθανώς ως ένα είδος ψευδωνυμίας, για να δηλώσει τη σχέση, πνευματική και άλλη, με τον Ταραντίνο:
«Φαίνεται, είπα, ότι, όπως τα μάτια είναι φτιαγμένα για την αστρονομία, έτσι και τα αυτιά είναι φτιαγμένα για την αρμονική κίνηση των ήχων και ότι αυτές οι επιστήμες είναι κάτι σαν αδελφές η μια με την άλλη, καθώς και οι Πυθαγόρειοι υποστηρίζουν, και εμείς, Γλαύκων, συμφωνούμε μαζί τους».
Ο Αρχύτας ήταν διάσημος για τις μελέτες του πάνω στην οπτική και την ακουστική, οπότε η ψευδωνυμία μπορεί επαρκώς να υποστηριχθεί ή πάντως να καταστεί πιθανότατη. Βέβαια, ως προς αυτή τη σχέση, την έντασή της και την πνευματική της εγγύτητα, θα πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί. Δεν είναι εύκολο να εξιχνιάσουμε πλήρως τις πλατωνικές πηγές, καθώς αυτές συρρέουν από πολλές οδούς και πολλές κατευθύνσεις στο συνθετικό φιλοσοφικό όραμα του Πλάτωνος. Και ως προς τον Αρχύτα, ο Gregory Vlastos μας έχει προειδοποιήσει: «Δεν μπορούμε», γράφει, «να ξέρουμε πόση από την φιλοσοφική ή τη μαθηματική σκέψη του Αρχύτα απορρόφησε ο Πλάτων» . Παρ’ όλο που από τον Κικέρωνα γνωρίζουμε ασφαλώς ότι «μετά τον θάνατο του Σωκράτη ο Πλάτων αρχικά πήγε στην Αίγυπτο για να ακούσει μαθήματα [και] έπειτα έσπευσε στην Ιταλία και [τη] Σικελία για να μάθει τις ανακαλύψεις του Πυθαγόρα, και ότι πέρασε πολύ καιρό με τον Αρχύτα από τον Τάραντα»• παρ’ όλο που ο Πρόκλος μας βεβαιώνει ότι κατά τον καιρό του Πλάτωνος «έζησαν ο Θάσιος Λεωδάμας και ο Ταραντίνος Αρχύτας και ο Αθηναίος Θεαίτητος, με τη βοήθεια του οποίου (ο Πλάτων) ανέπτυξε και συγκρότησε τις θεωρίες του» • εν τούτοις, ως προς τις εμπνεύσεις και τις επιρροές, το μέγεθός τους, δηλαδή, και το βάθος τους, αισθανόμαστε μάλλον ανασφαλείς, χωρίς ωστόσο να τις αμελούμε.
Όπως και να έχει, το χρονικό μιας φιλίας είναι πάντα ένα πολύτιμο τμήμα της πνευματικής βιογραφίας που αξίζει να ιστορείται, μολονότι παρουσιάζει δυσκολίες, όταν μιλούμε για πρόσωπα τόσο απομακρυσμένα από την εποχή μας και για ιδέες, συναισθήματα και ενοράσεις που σκοτεινιάζουν μέσα στους λόγους των φίλων και ιδιαίτερα του μυθοποιού Πλάτωνος, του οποίου η δύναμη των ιδεών αναδύεται με τόση ένταση και τέτοιο βάθος ακριβώς εξ αιτίας της μυθοποίησής τους. Κατά συνέπεια, έχουμε να κάνουμε με μια ελλειμματική ιστορική αναγνώριση και μέσα σ’ αυτήν θα πρέπει να κινηθούμε κατ’ ανάγκη.
Πάντως, και στο πολιτικό πεδίο, η σχέση ανάμεσα στον Αρχύτα και τον Πλάτωνα είναι μια σχέση σημαίνουσα και μπορεί να χρησιμεύει ως αφετηρία για να γνωρίσουμε καλύτερα την ιδιομορφία της Πλατωνικής Πολιτείας. «Ξέρουμε», αποφαίνεται ο Georgy Vlastos, «πως ο Αρχύτας υπήρξε ένας απόλυτα λαμπρός μαθηματικός. Γνωρίζουμε επίσης πως ήταν μια ηγετική πολιτική προσωπικότητα στην πόλη του, που ήταν δημοκρατική σαν την Αθήνα, στην οποία είχε εκλεγεί και επανεκλεγεί ‘‘στρατηγός’’ επί σειρά ετών. Να ένα καινούριο πρότυπο φιλοσοφίας για τον Πλάτωνα , το οποίο του προσέφερε ό,τι μπορεί να του έλλειπε στο παλαιό: ο Σωκράτης είχε αποτραβηχτεί απελπισμένος από την πολιτική των Αθηνών, πεπεισμένος ότι ήταν αδιόρθωτα διεφθαρμένη. Ο Αρχύτας μπαίνει στον πολιτικό στίβο της πόλης του και έχει εκπληκτική επιτυχία. Και ενώ ο Σωκράτης είχε αποτραβηχτεί από τη μεταφυσική, ο Αρχύτας ήταν ένας κορυφαίος μεταφυσικός της Πυθαγόρειας παράδοσης».
Φαίνεται λοιπόν ότι μετά την απόσυρση του Σωκράτη από την πολιτική, ο Πλάτων αναζητούσε μια καινούργια σύνθεση μεταξύ ηθικής και πολιτικής, μια σύνθεση του υπερουράνιου τόπου της μεταφυσικής με την εγκόσμια πορεία των πραγμάτων και της πόλης. Σ’ αυτήν ακριβώς την αναζήτηση, ο Πλάτων συναντά τον Αρχύτα, ο οποίος στο πνεύμα του Πλάτωνος προβάλλεται ως ιδεώδης τύπος προς αυτή την κατεύθυνση. «Η Ηθική και η Πολιτική», επιβεβαιώνει ο G.C. Field, «πρέπει να θεμελιωθούν πάνω σε μια Μεταφυσική. Μπορούμε να υποθέσουμε πως προς αυτή την κατεύθυνση βάδιζε το πνεύμα του Πλάτωνος, όταν έφθασε στην Ιταλία. Και μεταξύ των Πυθαγορείων, ειδικότερα στον Τάραντα, βρήκε και ανθρώπους με τη δική τους μεταφυσική, που την είχαν στην πράξη εφαρμόσει πάνω στη ζωή τους και στις υποθέσεις της πόλεως. Είναι αναμφίβολο πως μέχρι τότε είχε μάθει ορισμένα πράγματα ο Πλάτων γι’ αυτούς: υπήρχαν μεταξύ των φίλων του Σωκράτη Πυθαγόρειοι. Φαίνεται λοιπόν να αληθεύει η υπόθεση κάποιων μεταγενέστερων συγγραφέων ότι κύριος σκοπός του ταξιδιού του στην Ιταλία ήταν να ιδεί και να ακούσει περισσότερα γι’ αυτούς στον ίδιο τους τον τόπο. Όπως κι αν έχει το πράγμα, είναι δύσκολο να μη δεχθούμε το γενικό συμπέρασμα ότι το ταξίδι εκείνο επηρέασε σημαντικά το πνεύμα του Πλάτωνος».
Σ’ αυτά θα επιστρέψω αργότερα. Επανερχόμενος ωστόσο στο καθαρά φιλοσοφικό-επιστημονικό πεδίο και στην ασάφεια των επιρροών που ο Πλάτων δέχθηκε από τη μεταφυσική του Αρχύτα, μια κριτική στάση, μέσω της οποίας φαίνεται να διαπιστώνεται διάσταση απόψεων, θέσεων και αντιλήψεων ανάμεσα στους δύο πολύτιμους φίλους, θα πρέπει ασφαλώς να επισημανθεί. Αίφνης αποφαίνεται ο Εύδημος: «Ο Πλάτων κίνηση εννοεί το μεγάλο και το μικρό, το μη ον και το ανώμαλο και όλα όσα μαζί μ’ αυτά οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα• φαίνεται όμως παράλογο να λέει ότι αυτό ακριβώς είναι η κίνηση• διότι φαίνεται πως, όταν κινείται κάτι, τότε κινείται αυτό, μέσα στο οποίο υπάρχει. Όταν όμως κάτι είναι άνισο και ανώμαλο, είναι γελοίο να του προσγράφουμε αναγκαστικά την κίνηση• θα ήταν καλύτερα, βέβαια, να τα λέει κανείς αυτά αίτια, όπως ακριβώς κάνει ο Αρχύτας».
Ο λόγος του Εύδημου μας εισάγει στις δυσκολίες που συνεπάγεται η διερεύνηση των συνάψεων μεταξύ της φιλοσοφικο-επιστημονικής θεώρησης του Αρχύτα και της πλατωνικής μεταφυσικής. Οι δυσκολίες αυτές έχουν ήδη επισημανθεί: ο Πλάτων και ο Αρχύτας ασφαλώς δεν συμφωνούν στις φιλοσοφικές τους ενοράσεις, και πάντως η διάσταση είναι μέρος αλληλόδρασης των μεταφυσικών τους ενδιαφερόντων και στοχεύσεων. Κατά μία άποψη είναι ίσως προτιμότερο να τους αντιμετωπίσουμε ως ανταγωνιστές «οι οποίοι εμπλέκονται σε μια διαρκώς εξελισσόμενη διαμάχη σχετικά με την αξία των επιστημών για τη φιλοσοφία».
Στην Πολιτεία ο Πλάτων εκφράζει την πλήρη αντίθεσή του προς το φιλοσοφικό-επιστημονικό σύμπαν του Αρχύτα και των Πυθαγορείων. Αλλού θέτει τις μεταφυσικές αρχές του και μάλιστα ασκεί κριτική στη χρησιμοποίηση των επιστημών για την επίτευξη φιλοσοφικών στόχων και τη διατύπωση μεταφυσικών αποφάνσεων. «Επειδή λοιπόν, είπα εγώ, το έργο αυτό έχει μάκρος, ας ζητήσουμε να μάθουμε από εκείνους, τους Πυθαγορείους, τι λένε γι’ αυτά, ενδεχομένως και για κάτι άλλο εκτός από αυτά. Εμείς, βέβαια, θα μείνουμε σταθεροί ως προς όλα στη δική μας γραμμή. Ποια είναι αυτή; Μήπως κι εκείνοι τους οποίους θα ανατρέψουμε δοκιμάσουν να σπουδάσουν σ’ αυτές τις επιστήμες κάτι ανολοκλήρωτο και κάτι που δεν θα φθάνει ίσαμ’ εκεί που πρέπει να φθάνουν όλα, όπως τώρα δα λέγαμε σχετικά με την αστρονομία. Ή δεν ξέρεις ότι και με τις αρμονίες πάλι κάτι τέτοιο κάνουν; Προσπαθώντας δηλαδή να εξακριβώσουν το αρμονικό συνταίριασμα των μουσικών τόνων, τους οποίους ακούμε, καταπιάνονται, όπως και οι αστρονόμοι, με ένα επίπονο έργο που δεν έχει τελειωμό» . Είναι λοιπόν φανερό πως, παρ’ όλο που ο Πλάτων έμαθε σοβαρά μαθηματικά από τον Αρχύτα, «διαφωνεί ανοικτά με την εκ μέρους του Αρχύτα κατανόηση της φιλοσοφικής χρήσης των επιστημών».
4. Φιλο-σοφείν
Παρ’ όλα ταύτα, θα μπορούσε κανείς με βεβαιότητα να υποστηρίξει ότι πέρα από τις αντιμαχίες και τις διαφορετικές κατανοήσεις, τόσο συχνές άλλωστε μεταξύ των φιλοσόφων, ο Αρχύτας αναμφίβολα άσκησε σημαντική επίδραση αλλά και γοητεία στον φίλο του Πλάτωνα. Οι εμπνεύσεις του Αρχύτα, οι μαθηματικές του κατασκευές, οι ενασχολήσεις του με την οπτική και την ακουστική, οι μεταφυσικές του αναζητήσεις και η επιτυχής εμπλοκή του στα πολιτικά πράγματα, σίγουρα ήλκυσαν τον Πλάτωνα σε βαθμό ώστε ο Αρχύτας να αποτελεί ένα «καινούργιο πρότυπο φιλοσόφου», προς το οποίο ο Πλάτων, μετά τον θάνατο του Σωκράτη, έτεινε και, καθώς φαίνεται, επιχειρούσε να μιμηθεί, βέβαια, πάντα εμπλουτίζοντάς το και/ή τροποποιώντας το με τις δικές του μεταφυσικές του αξίες, με τη «δική του γραμμή». Σε κάθε περίπτωση, η φιλία τους υπήρξε μια από τις γονιμότερες φιλίες στη «βιογραφία» του φιλοσοφικού λόγου.
Μέσα στο συμφραζόμενο αυτής της φιλίας, έχουμε κάθε λόγο να εικάσουμε τούτο: η σκέψη του Πλάτωνος πως επιτέλους «θα μπορούσε να εφαρμόσει στην πράξη τη διδασκαλία του» , οφείλεται στην παρότρυνση που δέχθηκε από το «καινούργιο πρότυπο φιλοσοφίας», το οποίο, μετά τον θάνατο του Σωκράτη, εκπροσωπούσε γι’ αυτόν ο Αρχύτας. Όπως μας πληροφορεί το Λεξικό του Σούδα, ο Αρχύτας «ηγήθηκε του κοινού των Ελλήνων της Ιταλίας και εκλέχθηκε από τους συμπολίτες του και τους Έλληνες εκείνων των περιοχών στρατηγός με απόλυτη εξουσία. Συγχρόνως δίδαξε φιλοσοφία και είχε φημισμένους μαθητές» . Μπορεί μάλιστα, έτσι υποστηρίζουν κάποιοι, ο Πλάτων να ήταν ένας απ’ αυτούς. Γιατί λοιπόν να μη δοκίμαζε και ο ίδιος τον δρόμο που οδηγεί από τη φιλοσοφία και τη μεταφυσική στην πολιτική• και ακόμη γιατί να μην επιχειρήσει την εγκατάσταση της πολιτείας των ιδεών του στα ζητήματα της εγκόσμιας πολιτείας, μιας και είχε τέτοιο ισχυρό υπόδειγμα;
Τα περιστατικά που ακολούθησαν αυτή την απόφαση του Πλάτωνος, οι περιπέτειες του φιλοσόφου με τον Διόνυσο, τον τύραννο των Συρακουσών, ο οποίος «είχε αρχίσει να θεμελιώνει την πιο σημαντική δύναμη σε όλο τον τότε ελληνικό κόσμο» , είναι γνωστά και δεν χρειάζεται εδώ τουλάχιστο να τα επαναλάβουμε. Ωστόσο και εδώ, στη δυστυχία του φίλου του, η μορφή του Αρχύτα δεσπόζει. Ο σωτήριος ρόλος του είναι ομολογημένος από τον ίδιο τον Πλάτωνα και κυρίως στην αποδιδόμενη σ’ αυτόν Έβδομη Επιστολή, από την οποία μαθαίνουμε πολλά σχετικά με το ζήτημα αυτό. Ο Πλάτων αφηγείται εναργέστατα την τελευταία πράξη του δράματος του χρονικού της φιλίας του με τον Αρχύτα:
«Με πλησιάζουν τότε μερικοί και μάλιστα δημόσιοι υπάλληλοι από την Αθήνα, συμπολίτες μου, και μου διεμήνυαν ότι με είχαν συκοφαντήσει στους πελταστές και ότι μερικοί μάλιστα απειλούσαν πως, αν κάπου με πιάσουν, θα με σκοτώσουν. Μηχανεύτηκα τότε τον εξής τρόπο σωτηρίας μου: ειδοποιώ τον Αρχύτα και τους άλλους φίλους μου στον Τάραντα, λέγοντάς τους σε ποια κατάσταση βρίσκομαι. Εκείνοι τότε, με πρόφαση κάποιας πολιτικής αποστολής, στέλνουν ένα πολεμικό πλοίο με τριάντα κωπηλάτες και ένα δικό τους άνθρωπο, τον Λαμίσκο. Αυτός, μόλις έφθασε, με ζήτησε από τον Διονύσιο, λέγοντας ότι ήθελα να φύγω και να μην το αρνηθεί. Εκείνος δέχθηκε και με κατευόδωσε, δίνοντας τα απαραίτητα για το ταξίδι».
Το χρονικό της φιλίας τελειώνει εδώ, με την αναγγελία αυτών των γεγονότων και με την αποτυχία του Πλάτωνος να ακολουθήσει το «καινούργιο πρότυπο φιλοσόφου». Ωστόσο, αυτό το χρονικό παραμένει, ακόμη και σήμερα, σε εκκρεμότητα σχετικά με τη θέση και τα έργα των πρωταγωνιστών του. Από τη σκοπιά του Πλάτωνος και της αντίστοιχης παράδοσης που έχει δημιουργηθεί, ο Πλάτων εμφανίζεται ως η κυριαρχούσα μορφή της σχέσης, ενώ ο Αρχύτας παρουσιάζεται ως ο «μαθητής του Πλάτωνος, στον οποίο χρωστούσε τη φήμη του και την επιτυχία του στον Τάραντα» . Όμως, από μια άλλη σκοπιά, ο Αρχύτας υπήρξε πρότυπο φιλοσόφου για τον Πλάτωνα και μάλιστα το πρότυπο της ιδέας του φιλοσόφου-βασιλιά, το οποίο κυριάρχησε στην πλατωνική φιλοσοφία. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, αυτό που έχει, για τη νεωτερικότητα τουλάχιστον, τη μεγαλύτερη σημασία είναι το είδος και το ύφος της φιλίας ανάμεσα σε αυτές τις δύο μεγάλες μορφές του αρχαίου κόσμου. Ένα είδος και ένα ύφος που μπορεί ακόμη και τώρα να εμπνέει την επιθυμία να γνωρίσουμε, όσο μπορούμε καλύτερα, μια σχέση που είχε τόσο σημαντικές επιπτώσεις στη φιλοσοφία και στα φιλοσοφικά προτάγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου