[329a] Ἐγώ σοι, ἔφη, νὴ τὸν Δία ἐρῶ, ὦ Σώκρατες, οἷόν γέ μοι φαίνεται. πολλάκις γὰρ συνερχόμεθά τινες εἰς ταὐτὸν παραπλησίαν ἡλικίαν ἔχοντες, διασῴζοντες τὴν παλαιὰν παροιμίαν· οἱ οὖν πλεῖστοι ἡμῶν ὀλοφύρονται συνιόντες, τὰς ἐν τῇ νεότητι ἡδονὰς ποθοῦντες καὶ ἀναμιμνῃσκόμενοι περί τε τἀφροδίσια καὶ περὶ πότους τε καὶ εὐωχίας καὶ ἄλλ᾽ ἄττα ἃ τῶν τοιούτων ἔχεται, καὶ ἀγανακτοῦσιν ὡς μεγάλων τινῶν ἀπεστερημένοι καὶ τότε μὲν εὖ ζῶντες, νῦν δὲ οὐδὲ ζῶντες. [329b] ἔνιοι δὲ καὶ τὰς τῶν οἰκείων προπηλακίσεις τοῦ γήρως ὀδύρονται, καὶ ἐπὶ τούτῳ δὴ τὸ γῆρας ὑμνοῦσιν ὅσων κακῶν σφίσιν αἴτιον. ἐμοὶ δὲ δοκοῦσιν, ὦ Σώκρατες, οὗτοι οὐ τὸ αἴτιον αἰτιᾶσθαι. εἰ γὰρ ἦν τοῦτ᾽ αἴτιον, κἂν ἐγὼ τὰ αὐτὰ ταῦτα ἐπεπόνθη, ἕνεκά γε γήρως, καὶ οἱ ἄλλοι πάντες ὅσοι ἐνταῦθα ἦλθον ἡλικίας. νῦν δ᾽ ἔγωγε ἤδη ἐντετύχηκα οὐχ οὕτως ἔχουσιν καὶ ἄλλοις, καὶ δὴ καὶ Σοφοκλεῖ ποτε τῷ ποιητῇ παρεγενόμην ἐρωτωμένῳ ὑπό τινος· «Πῶς,» ἔφη, [329c] «ὦ Σοφόκλεις, ἔχεις πρὸς τἀφροδίσια; ἔτι οἷός τε εἶ γυναικὶ συγγίγνεσθαι;» καὶ ὅς, «εὐφήμει,» ἔφη, «ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς.» εὖ οὖν μοι καὶ τότε ἔδοξεν ἐκεῖνος εἰπεῖν, καὶ νῦν οὐχ ἧττον. παντάπασι γὰρ τῶν γε τοιούτων ἐν τῷ γήρᾳ πολλὴ εἰρήνη γίγνεται καὶ ἐλευθερία· ἐπειδὰν αἱ ἐπιθυμίαι παύσωνται κατατείνουσαι καὶ χαλάσωσιν, παντάπασιν τὸ τοῦ Σοφοκλέους γίγνεται, [329d] δεσποτῶν πάνυ πολλῶν ἐστι καὶ μαινομένων ἀπηλλάχθαι. ἀλλὰ καὶ τούτων πέρι καὶ τῶν γε πρὸς τοὺς οἰκείους μία τις αἰτία ἐστίν, οὐ τὸ γῆρας, ὦ Σώκρατες, ἀλλ᾽ ὁ τρόπος τῶν ἀνθρώπων. ἂν μὲν γὰρ κόσμιοι καὶ εὔκολοι ὦσιν, καὶ τὸ γῆρας μετρίως ἐστὶν ἐπίπονον· εἰ δὲ μή, καὶ γῆρας, ὦ Σώκρατες, καὶ νεότης χαλεπὴ τῷ τοιούτῳ συμβαίνει.
Καὶ ἐγὼ ἀγασθεὶς αὐτοῦ εἰπόντος ταῦτα, βουλόμενος ἔτι [329e] λέγειν αὐτὸν ἐκίνουν καὶ εἶπον· Ὦ Κέφαλε, οἶμαί σου τοὺς πολλούς, ὅταν ταῦτα λέγῃς, οὐκ ἀποδέχεσθαι ἀλλ᾽ ἡγεῖσθαί σε ῥᾳδίως τὸ γῆρας φέρειν οὐ διὰ τὸν τρόπον ἀλλὰ διὰ τὸ πολλὴν οὐσίαν κεκτῆσθαι· τοῖς γὰρ πλουσίοις πολλὰ παραμύθιά φασιν εἶναι.
Ἀληθῆ, ἔφη, λέγεις· οὐ γὰρ ἀποδέχονται. καὶ λέγουσι μέν τι, οὐ μέντοι γε ὅσον οἴονται· ἀλλὰ τὸ τοῦ Θεμιστοκλέους εὖ ἔχει, ὃς τῷ Σεριφίῳ λοιδορουμένῳ καὶ λέγοντι [330a] ὅτι οὐ δι᾽ αὑτὸν ἀλλὰ διὰ τὴν πόλιν εὐδοκιμοῖ, ἀπεκρίνατο ὅτι οὔτ᾽ ἂν αὐτὸς Σερίφιος ὢν ὀνομαστὸς ἐγένετο οὔτ᾽ ἐκεῖνος Ἀθηναῖος. καὶ τοῖς δὴ μὴ πλουσίοις, χαλεπῶς δὲ τὸ γῆρας φέρουσιν, εὖ ἔχει ὁ αὐτὸς λόγος, ὅτι οὔτ᾽ ἂν ὁ ἐπιεικὴς πάνυ τι ῥᾳδίως γῆρας μετὰ πενίας ἐνέγκοι οὔθ᾽ ὁ μὴ ἐπιεικὴς πλουτήσας εὔκολός ποτ᾽ ἂν ἑαυτῷ γένοιτο.
Πότερον δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Κέφαλε, ὧν κέκτησαι τὰ πλείω παρέλαβες ἢ ἐπεκτήσω;
***
[329a] Εγώ θα σου πω την πάσαν αλήθεια, Σωκράτη, πώς μου φαίνεται αυτό που με ρωτάς· γιατί πολλές φορές τυχαίνει και μαζευόμαστε πολλοί που έχομε την ίδια την ηλικία, καθώς που το λέγει και η παλαιά παροιμία, όμοιος τον όμοιο. Οι περισσότεροι λοιπόν από μας δεν κάνουν άλλο παρά να θρηνολογούν, γιατί θυμούνται και λαχταρούν τις ηδονές της νεότητος, για τον έρωτα, τα συμπόσια και τις διασκεδάσεις και τα άλλα τα ανάλογα, και αγανακτούν, σαν να έχουν στερηθεί μεγάλα και σπουδαία πράγματα και σαν να ήταν τότε αληθινά ευτυχισμένη η ζωή τους, ενώ τώρα ούτε ζωή αξίζει να την ονομάζει κανείς· [329b] μερικοί μάλιστα ακόμα οδύρουνται και για τους εξευτελισμούς και τις προσβολές που δοκιμάζουν τα γερατειά από μέρους των δικών των και πάνω σ᾽ όλ᾽ αυτά ψάλλουν τον εξάψαλμο των γερατειών για όσα κακά τούς είναι η αιτία.
Εμένα όμως, Σωκράτη, μου φαίνεται πως δεν είναι αυτή η αληθινή αιτία που κατηγορούν, γιατί, αν πραγματικώς ήταν αυτό το αίτιο, θα είχε και για μένα βέβαια τα ίδια κακά αποτελέσματα και για όλους τους άλλους που έφτασαν σ᾽ αυτή την ηλικία· και όμως έχω συναντήσει ως τώρα ανθρώπους που σκέπτουνται διαφορετικά και άλλους και μάλιστα τον ποιητή τον Σοφοκλή. Ήμουν παρών κάποτε που τον ρωτούσε κάποιος αν [329c] ήταν ακόμα ικανός ν᾽ απολαβαίνει τις ερωτικές ηδονές: «Δάγκασε τη γλώσσα σου, άνθρωπε, του αποκρίθηκε· με τη μεγαλύτερή μου ευχαρίστηση γλίτωσα απ᾽ αυτό το πράγμα, σαν να λευτερώθηκα από τύραννο λυσσασμένο και άγριο». Και τότε λοιπόν έκρινα πως είχε δίκιο να μιλήσει κατ᾽ αυτό τον τρόπο και τώρα με την ηλικία δεν άλλαξα γνώμη· γιατί πραγματικώς με τα γερατειά έρχεται μια τέλεια ειρήνη και απολύτρωση από τα τέτοια τουλάχιστο· αφού οι επιθυμίες χάσουν την έντασή τους και χαλαρωθούν, είναι πραγματικώς, καθώς το είπε κι ο Σοφοκλής, [329d] σαν να γλιτώνομε από ένα πλήθος τυράννους λυσσασμένους. Αλλά για όλα αυτά και για τους εξευτελισμούς ακόμη, που παραπονιούνται οι γέροντες, αφορμή, Σωκράτη, δεν είναι τα γερατειά, αλλά ο χαρακτήρας των ανθρώπων· αν έχουν χαρακτήρα μετρημένο και εύκολο, δεν τους είναι και τα γερατειά πάρα πολύ ανυπόφορα· ειδεμή, για τους άλλους, και τα γερατειά και τα νιάτα είναι στον ίδιο το βαθμό δυσκολοβάσταχτα.
Έμεινα καταμαγεμένος από τους λόγους αυτούς του γέροντα και, για να τον κεντήσω [329e] να εξακολουθήσει ακόμα, του είπα: Εγώ, Κέφαλε, στοχάζομαι πως οι περισσότεροι, όταν σ᾽ ακούουν να μιλείς κατ᾽ αυτόν τον τρόπο, δεν παραδέχουνται τα επιχειρήματά σου κι έχουν την ιδέα πως, αν υποφέρεις με τόση ευκολία τα γερατειά, αυτό το χρωστάς όχι τόσο στο χαρακτήρα, αλλά και στη μεγάλη περιουσία που έχεις· γιατί ο πλούτος, ισχυρίζουνται, δίνει πολλές ανακουφίσεις.
Πραγματικώς, μου αποκρίθηκε, δεν το παραδέχονται· κι έχουν, δε σου λέγω, κάποιο δίκιο στις αντιρρήσεις των, όχι όμως κι όσο φαντάζουνται. Κι εδώ εφαρμόζεται ο λόγος που είπε ο Θεμιστοκλής σε κείνον τον Σερίφιο, που τον πείραζε και του έλεγε [330a] πως τη δόξα του τη χρωστά όχι στην αξία του, αλλά στην πατρίδα που είχε. «Και βέβαια, του απάντησε ο Θεμιστοκλής, ούτε εγώ θα γενόμουν ονομαστός, αν ήμουν Σερίφιος, μα ούτε συ αν ήσουν Αθηναίος». Τον ίδιο λόγο θα μπορούσε να πει κανείς και στους ανθρώπους που δεν είναι πλούσιοι και με δυσκολία υποφέρουν τα γερατειά· ότι δηλαδή, αν η φτώχεια δεν μπορεί να κάμει βέβαια πολύ υποφερτά τα γερατειά σ᾽ έναν άνθρωπο μετρημένο και φρόνιμο, ούτε όμως πάλι ένας άνθρωπος, που δεν είναι τέτοιος, θα μπορούσε, μ᾽ όλα τα πλούτη που θα ήθελε αποκτήσει, να παρασκευάσει για τον εαυτό του υποφερτά γερατειά.
Μα δε μου λες, Κέφαλε, ρώτησα πάλι εγώ, αυτά τα πολλά πλούτη, που έχεις, τα βρήκες έτοιμα ή τα ηύξησες και ο ίδιος;
Καὶ ἐγὼ ἀγασθεὶς αὐτοῦ εἰπόντος ταῦτα, βουλόμενος ἔτι [329e] λέγειν αὐτὸν ἐκίνουν καὶ εἶπον· Ὦ Κέφαλε, οἶμαί σου τοὺς πολλούς, ὅταν ταῦτα λέγῃς, οὐκ ἀποδέχεσθαι ἀλλ᾽ ἡγεῖσθαί σε ῥᾳδίως τὸ γῆρας φέρειν οὐ διὰ τὸν τρόπον ἀλλὰ διὰ τὸ πολλὴν οὐσίαν κεκτῆσθαι· τοῖς γὰρ πλουσίοις πολλὰ παραμύθιά φασιν εἶναι.
Ἀληθῆ, ἔφη, λέγεις· οὐ γὰρ ἀποδέχονται. καὶ λέγουσι μέν τι, οὐ μέντοι γε ὅσον οἴονται· ἀλλὰ τὸ τοῦ Θεμιστοκλέους εὖ ἔχει, ὃς τῷ Σεριφίῳ λοιδορουμένῳ καὶ λέγοντι [330a] ὅτι οὐ δι᾽ αὑτὸν ἀλλὰ διὰ τὴν πόλιν εὐδοκιμοῖ, ἀπεκρίνατο ὅτι οὔτ᾽ ἂν αὐτὸς Σερίφιος ὢν ὀνομαστὸς ἐγένετο οὔτ᾽ ἐκεῖνος Ἀθηναῖος. καὶ τοῖς δὴ μὴ πλουσίοις, χαλεπῶς δὲ τὸ γῆρας φέρουσιν, εὖ ἔχει ὁ αὐτὸς λόγος, ὅτι οὔτ᾽ ἂν ὁ ἐπιεικὴς πάνυ τι ῥᾳδίως γῆρας μετὰ πενίας ἐνέγκοι οὔθ᾽ ὁ μὴ ἐπιεικὴς πλουτήσας εὔκολός ποτ᾽ ἂν ἑαυτῷ γένοιτο.
Πότερον δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Κέφαλε, ὧν κέκτησαι τὰ πλείω παρέλαβες ἢ ἐπεκτήσω;
***
[329a] Εγώ θα σου πω την πάσαν αλήθεια, Σωκράτη, πώς μου φαίνεται αυτό που με ρωτάς· γιατί πολλές φορές τυχαίνει και μαζευόμαστε πολλοί που έχομε την ίδια την ηλικία, καθώς που το λέγει και η παλαιά παροιμία, όμοιος τον όμοιο. Οι περισσότεροι λοιπόν από μας δεν κάνουν άλλο παρά να θρηνολογούν, γιατί θυμούνται και λαχταρούν τις ηδονές της νεότητος, για τον έρωτα, τα συμπόσια και τις διασκεδάσεις και τα άλλα τα ανάλογα, και αγανακτούν, σαν να έχουν στερηθεί μεγάλα και σπουδαία πράγματα και σαν να ήταν τότε αληθινά ευτυχισμένη η ζωή τους, ενώ τώρα ούτε ζωή αξίζει να την ονομάζει κανείς· [329b] μερικοί μάλιστα ακόμα οδύρουνται και για τους εξευτελισμούς και τις προσβολές που δοκιμάζουν τα γερατειά από μέρους των δικών των και πάνω σ᾽ όλ᾽ αυτά ψάλλουν τον εξάψαλμο των γερατειών για όσα κακά τούς είναι η αιτία.
Εμένα όμως, Σωκράτη, μου φαίνεται πως δεν είναι αυτή η αληθινή αιτία που κατηγορούν, γιατί, αν πραγματικώς ήταν αυτό το αίτιο, θα είχε και για μένα βέβαια τα ίδια κακά αποτελέσματα και για όλους τους άλλους που έφτασαν σ᾽ αυτή την ηλικία· και όμως έχω συναντήσει ως τώρα ανθρώπους που σκέπτουνται διαφορετικά και άλλους και μάλιστα τον ποιητή τον Σοφοκλή. Ήμουν παρών κάποτε που τον ρωτούσε κάποιος αν [329c] ήταν ακόμα ικανός ν᾽ απολαβαίνει τις ερωτικές ηδονές: «Δάγκασε τη γλώσσα σου, άνθρωπε, του αποκρίθηκε· με τη μεγαλύτερή μου ευχαρίστηση γλίτωσα απ᾽ αυτό το πράγμα, σαν να λευτερώθηκα από τύραννο λυσσασμένο και άγριο». Και τότε λοιπόν έκρινα πως είχε δίκιο να μιλήσει κατ᾽ αυτό τον τρόπο και τώρα με την ηλικία δεν άλλαξα γνώμη· γιατί πραγματικώς με τα γερατειά έρχεται μια τέλεια ειρήνη και απολύτρωση από τα τέτοια τουλάχιστο· αφού οι επιθυμίες χάσουν την έντασή τους και χαλαρωθούν, είναι πραγματικώς, καθώς το είπε κι ο Σοφοκλής, [329d] σαν να γλιτώνομε από ένα πλήθος τυράννους λυσσασμένους. Αλλά για όλα αυτά και για τους εξευτελισμούς ακόμη, που παραπονιούνται οι γέροντες, αφορμή, Σωκράτη, δεν είναι τα γερατειά, αλλά ο χαρακτήρας των ανθρώπων· αν έχουν χαρακτήρα μετρημένο και εύκολο, δεν τους είναι και τα γερατειά πάρα πολύ ανυπόφορα· ειδεμή, για τους άλλους, και τα γερατειά και τα νιάτα είναι στον ίδιο το βαθμό δυσκολοβάσταχτα.
Έμεινα καταμαγεμένος από τους λόγους αυτούς του γέροντα και, για να τον κεντήσω [329e] να εξακολουθήσει ακόμα, του είπα: Εγώ, Κέφαλε, στοχάζομαι πως οι περισσότεροι, όταν σ᾽ ακούουν να μιλείς κατ᾽ αυτόν τον τρόπο, δεν παραδέχουνται τα επιχειρήματά σου κι έχουν την ιδέα πως, αν υποφέρεις με τόση ευκολία τα γερατειά, αυτό το χρωστάς όχι τόσο στο χαρακτήρα, αλλά και στη μεγάλη περιουσία που έχεις· γιατί ο πλούτος, ισχυρίζουνται, δίνει πολλές ανακουφίσεις.
Πραγματικώς, μου αποκρίθηκε, δεν το παραδέχονται· κι έχουν, δε σου λέγω, κάποιο δίκιο στις αντιρρήσεις των, όχι όμως κι όσο φαντάζουνται. Κι εδώ εφαρμόζεται ο λόγος που είπε ο Θεμιστοκλής σε κείνον τον Σερίφιο, που τον πείραζε και του έλεγε [330a] πως τη δόξα του τη χρωστά όχι στην αξία του, αλλά στην πατρίδα που είχε. «Και βέβαια, του απάντησε ο Θεμιστοκλής, ούτε εγώ θα γενόμουν ονομαστός, αν ήμουν Σερίφιος, μα ούτε συ αν ήσουν Αθηναίος». Τον ίδιο λόγο θα μπορούσε να πει κανείς και στους ανθρώπους που δεν είναι πλούσιοι και με δυσκολία υποφέρουν τα γερατειά· ότι δηλαδή, αν η φτώχεια δεν μπορεί να κάμει βέβαια πολύ υποφερτά τα γερατειά σ᾽ έναν άνθρωπο μετρημένο και φρόνιμο, ούτε όμως πάλι ένας άνθρωπος, που δεν είναι τέτοιος, θα μπορούσε, μ᾽ όλα τα πλούτη που θα ήθελε αποκτήσει, να παρασκευάσει για τον εαυτό του υποφερτά γερατειά.
Μα δε μου λες, Κέφαλε, ρώτησα πάλι εγώ, αυτά τα πολλά πλούτη, που έχεις, τα βρήκες έτοιμα ή τα ηύξησες και ο ίδιος;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου