Θα ‘θελα να ήμουν για λίγο από ‘κείνους τους ανθρώπους που πιστεύουν στα καμώματα της μοίρας. Από κείνους που πιστεύουν πως κάπου μέσα στο σύμπαν μας υπάρχουν σκορπισμένες κάτι μικρές θεότητες σταλμένες απ’ την αρχόντισσά τους, κλεισμένες σε μαγικά ανάκτορα, πλέκοντας μέρα-νύχτα τα κουβάρια τους με τις τύχες των ανθρώπων, άλλοτε γελαστές κι άλλοτε κάτασπρες, χαμένες στη δίνη τους -στη δίνη μας.
Μα δεν είμαι. Δεν πιστεύω σε αρχόντισσες, ούτε σε μαγικές σοφίτες κι ανέμες με αόρατα νήματα. Πιστεύω σε εκείνα που βλέπω, σε καταστάσεις που μπορώ να εξηγήσω. Πιστεύω στο τυχαίο, στις μικρές συγκυρίες που συμβαίνουν κάθε μέρα, πιστεύω στον χωρόχρονο, στην ταχύτητα και τη βαρύτητα. Κι ίσως και να πιστεύω κι ελάχιστα στην τύχη.
Πολλοί από ‘μας διαλέγουν να πιστέψουν στη μοίρα, πως ήταν λένε «γραφτό τους» ή πως «αυτό το όρισε η μοίρα τους». Κι είτε πιστεύουν συνειδητά ή ασυνείδητα. Είτε πολύ είτε λίγο. Μα πιστεύουν. Ορίζουν ακόμη και τις επιλογές τους βασισμένοι στο ότι κάτι που συνέβη ή κάτι που θα συμβεί θα είναι αυτό που θα καθορίσει την πορεία των πραγμάτων, την πορεία της ζωή τους κι είναι σίγουροι πως θα τους βγάλει κάπου, είναι σίγουροι πως θα πετύχει διότι αυτό ήταν και είναι το προκαθορισμένο τους, το πεπρωμένο τους.
Είναι ίσως ευκολότερο –ίσως λιγάκι πιο ποιητικό– να πιστεύουμε σε κάτι άπιαστο, σε κάτι θεϊκό, στο ανεξήγητο. Να πιστεύουμε πως κάποιος όρισε και καθόρισε για ‘μας μια πορεία, για ένα σκοπό που εμείς ακόμη δε γνωρίζουμε. Εδώ είναι που πολλοί συσχετίζουν τη μοίρα με το «όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο». Πως η μοίρα τους ξέρει και την εμπιστεύονται, πως οτιδήποτε καλό, κακό, χαρμόσυνο ή σκοτεινό συμβαίνει γιατί η ζωή τους είναι προκαθορισμένη, χαραγμένη σε πέτρα, σφραγιστός φάκελος με κόκκινο βουλοκέρι και αρχειοθετημένος αλφαβητικά σε ένα από ‘κείνα τα παλιά δωμάτια του πύργου που λέγαμε πριν.
Θαρρώ πως είναι δυσκολότερο να πιστεύουμε πως δεν υπάρχουν μικρές θεότητες να μας καθοδηγούν και πως μπορεί να μην υπάρχει κάποιος λόγος για όλα τελικά. Κι είναι δυσκολότερο γιατί λείπει η ασφάλεια, η σιγουριά πως η ζωή μας προστατεύεται απ’ τη μοίρα. Και για τους μεν και για τους δεν, υπάρχουν δυσκολίες και γεγονότα δυσκολοχώνευτα. Μα στο σενάριο που κάποιος πιστεύει στη μοίρα, βρίσκει παρηγοριά στο ότι η μοίρα του ξέρει καλύτερα και έτσι εμπιστεύεται το νήμα της ζωή του.
Ίσως και να είμαστε πολύ σκληροί με τον εαυτό μας εμείς που πιστεύουμε απλά στα γεγονότα. Ίσως και να βαράμε τον εαυτό μας χωρίς λόγο κάποτε και να του συμπεριφερόμαστε σκληρά. Δεν ξέρω ποια είναι η αλήθεια για να πω με σιγουριά. Ίσως κάπου μέσα μου βαθιά να πιστεύω κι εγώ λιγάκι στην αρχόντισσα με τα πολλά κουβάρια– ή να θέλω να πιστεύω.
Όπως να ‘χει όμως είναι καλό να γνωρίζουμε πως τις αποφάσεις μας τις παίρνουμε εμείς. Ναι, υπάρχουν γεγονότα και καταστάσεις που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Υπάρχουν όμως κι άλλες τόσες που μπορούμε. Δε συνηθίζω να χρησιμοποιώ αποφθέγματα, μα δεν μπορώ να μη σκεφτώ τον Τάσο Λειβαδίτη, «το κλειδί της φυλακής του καθένας το κρατάει στη τσέπη του».
Μα δεν είμαι. Δεν πιστεύω σε αρχόντισσες, ούτε σε μαγικές σοφίτες κι ανέμες με αόρατα νήματα. Πιστεύω σε εκείνα που βλέπω, σε καταστάσεις που μπορώ να εξηγήσω. Πιστεύω στο τυχαίο, στις μικρές συγκυρίες που συμβαίνουν κάθε μέρα, πιστεύω στον χωρόχρονο, στην ταχύτητα και τη βαρύτητα. Κι ίσως και να πιστεύω κι ελάχιστα στην τύχη.
Πολλοί από ‘μας διαλέγουν να πιστέψουν στη μοίρα, πως ήταν λένε «γραφτό τους» ή πως «αυτό το όρισε η μοίρα τους». Κι είτε πιστεύουν συνειδητά ή ασυνείδητα. Είτε πολύ είτε λίγο. Μα πιστεύουν. Ορίζουν ακόμη και τις επιλογές τους βασισμένοι στο ότι κάτι που συνέβη ή κάτι που θα συμβεί θα είναι αυτό που θα καθορίσει την πορεία των πραγμάτων, την πορεία της ζωή τους κι είναι σίγουροι πως θα τους βγάλει κάπου, είναι σίγουροι πως θα πετύχει διότι αυτό ήταν και είναι το προκαθορισμένο τους, το πεπρωμένο τους.
Είναι ίσως ευκολότερο –ίσως λιγάκι πιο ποιητικό– να πιστεύουμε σε κάτι άπιαστο, σε κάτι θεϊκό, στο ανεξήγητο. Να πιστεύουμε πως κάποιος όρισε και καθόρισε για ‘μας μια πορεία, για ένα σκοπό που εμείς ακόμη δε γνωρίζουμε. Εδώ είναι που πολλοί συσχετίζουν τη μοίρα με το «όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο». Πως η μοίρα τους ξέρει και την εμπιστεύονται, πως οτιδήποτε καλό, κακό, χαρμόσυνο ή σκοτεινό συμβαίνει γιατί η ζωή τους είναι προκαθορισμένη, χαραγμένη σε πέτρα, σφραγιστός φάκελος με κόκκινο βουλοκέρι και αρχειοθετημένος αλφαβητικά σε ένα από ‘κείνα τα παλιά δωμάτια του πύργου που λέγαμε πριν.
Θαρρώ πως είναι δυσκολότερο να πιστεύουμε πως δεν υπάρχουν μικρές θεότητες να μας καθοδηγούν και πως μπορεί να μην υπάρχει κάποιος λόγος για όλα τελικά. Κι είναι δυσκολότερο γιατί λείπει η ασφάλεια, η σιγουριά πως η ζωή μας προστατεύεται απ’ τη μοίρα. Και για τους μεν και για τους δεν, υπάρχουν δυσκολίες και γεγονότα δυσκολοχώνευτα. Μα στο σενάριο που κάποιος πιστεύει στη μοίρα, βρίσκει παρηγοριά στο ότι η μοίρα του ξέρει καλύτερα και έτσι εμπιστεύεται το νήμα της ζωή του.
Ίσως και να είμαστε πολύ σκληροί με τον εαυτό μας εμείς που πιστεύουμε απλά στα γεγονότα. Ίσως και να βαράμε τον εαυτό μας χωρίς λόγο κάποτε και να του συμπεριφερόμαστε σκληρά. Δεν ξέρω ποια είναι η αλήθεια για να πω με σιγουριά. Ίσως κάπου μέσα μου βαθιά να πιστεύω κι εγώ λιγάκι στην αρχόντισσα με τα πολλά κουβάρια– ή να θέλω να πιστεύω.
Όπως να ‘χει όμως είναι καλό να γνωρίζουμε πως τις αποφάσεις μας τις παίρνουμε εμείς. Ναι, υπάρχουν γεγονότα και καταστάσεις που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Υπάρχουν όμως κι άλλες τόσες που μπορούμε. Δε συνηθίζω να χρησιμοποιώ αποφθέγματα, μα δεν μπορώ να μη σκεφτώ τον Τάσο Λειβαδίτη, «το κλειδί της φυλακής του καθένας το κρατάει στη τσέπη του».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου