Πότε έμαθες για πρώτη φορά να χρησιμοποιείς την ασπίδα σου; Τι σε έκανε να αμυνθείς ή να παλέψεις; Σκέψου το πώς ένιωσες εκείνη τη στιγμή που όλα ήταν έτοιμα να παγώσουν κι εσύ κατάφερες να σηκωθείς πιο πάνω απ’ τον πάγο και να υψώσεις φτερά.
Εγώ δε θυμάμαι και πολλά από τότε. Η ασπίδα μου έχει σκουριάσει μέσα στη σκόνη. Με έμαθε μέχρι τώρα να μη φοβάμαι και να την κρατάω μέσα μου πάντα. Ίσως γι’ αυτό να ξέμεινε σε κείνο το σκοτεινό δωμάτιο κάτω στην αποθήκη. Την κουβαλάω σχεδόν πάντα μαζί μου, στις πλάτες μου, στη σκέψη μου. Είναι εκεί για να μου θυμίζει τις πρώτες μου μάχες, τις πρώτες μου ήττες. Σαν αναμνηστικό λεύκωμα ξεπροβάλλουν εικόνες ξεχασμένες, ασπρόμαυρες, έγχρωμες. Με σκέφτομαι στο τότε, με σκέφτομαι στο τώρα.
Σε κάθε μου μάχη μοιραζόμουν πληγές με το σώμα. Ακόμη τις έχω. Ουλές στην πλάτη, στο πρόσωπο, στα χέρια. Δε με τρομάζουν πια, ούτε με ανησυχούν, όπως τότε. Κάποτε δε μου άρεσε να τριγυρνώ μες στον κόσμο με τις πληγές μου ανοιχτές, να φαίνονται προς στους άλλους. Ένιωθα εκτεθειμένος, ένας παρείσακτος μέσα στο πλήθος. Δεν ήθελα να με κοιτάζουν, κι όμως το έκαναν. Με πλήγωνε αυτό, ήταν ακόμη χειρότερο απ’ το πεδίο της μάχης.
Σήμερα, βγαίνω στον ήλιο, ανακατεύομαι με τον κόσμο. Δεν ξέρω αν με κοιτούν, αν με σχολιάζουν, αν παιδάκια με δείχνουν με το δάχτυλο στη μαμά τους. Δε με αγγίζει. Είναι ο τρόπος μου να αποδεχτώ την αλήθεια. Αυτό που είμαι, το σκοπό που υπηρέτησα, το σκοπό που υπηρετώ. Περνάνε, βλέπεις, τα χρόνια. Όσο κι αν δε θέλουμε να το παραδεχτούμε δεν είμαστε ίδιοι με χτες.
Αύριο δε θα είμαστε ίδιοι με τώρα. Ίσως είναι λίγο νωρίς να μιλάμε για χρόνο, δε μας σημάδεψε ακόμη. Έχει τη σκανδάλη στο χέρι, όμως δεν έβαλε στόχο. Έχει κι άλλα να κάνει. Πράγματα πιο σημαντικά, πιο πάνω από σένα. Κάποια στιγμή θα βρεθείς στο πεδίο του. Πρώτα όμως οφείλεις να ζήσεις!
Εγώ δε θυμάμαι και πολλά από τότε. Η ασπίδα μου έχει σκουριάσει μέσα στη σκόνη. Με έμαθε μέχρι τώρα να μη φοβάμαι και να την κρατάω μέσα μου πάντα. Ίσως γι’ αυτό να ξέμεινε σε κείνο το σκοτεινό δωμάτιο κάτω στην αποθήκη. Την κουβαλάω σχεδόν πάντα μαζί μου, στις πλάτες μου, στη σκέψη μου. Είναι εκεί για να μου θυμίζει τις πρώτες μου μάχες, τις πρώτες μου ήττες. Σαν αναμνηστικό λεύκωμα ξεπροβάλλουν εικόνες ξεχασμένες, ασπρόμαυρες, έγχρωμες. Με σκέφτομαι στο τότε, με σκέφτομαι στο τώρα.
Σε κάθε μου μάχη μοιραζόμουν πληγές με το σώμα. Ακόμη τις έχω. Ουλές στην πλάτη, στο πρόσωπο, στα χέρια. Δε με τρομάζουν πια, ούτε με ανησυχούν, όπως τότε. Κάποτε δε μου άρεσε να τριγυρνώ μες στον κόσμο με τις πληγές μου ανοιχτές, να φαίνονται προς στους άλλους. Ένιωθα εκτεθειμένος, ένας παρείσακτος μέσα στο πλήθος. Δεν ήθελα να με κοιτάζουν, κι όμως το έκαναν. Με πλήγωνε αυτό, ήταν ακόμη χειρότερο απ’ το πεδίο της μάχης.
Σήμερα, βγαίνω στον ήλιο, ανακατεύομαι με τον κόσμο. Δεν ξέρω αν με κοιτούν, αν με σχολιάζουν, αν παιδάκια με δείχνουν με το δάχτυλο στη μαμά τους. Δε με αγγίζει. Είναι ο τρόπος μου να αποδεχτώ την αλήθεια. Αυτό που είμαι, το σκοπό που υπηρέτησα, το σκοπό που υπηρετώ. Περνάνε, βλέπεις, τα χρόνια. Όσο κι αν δε θέλουμε να το παραδεχτούμε δεν είμαστε ίδιοι με χτες.
Αύριο δε θα είμαστε ίδιοι με τώρα. Ίσως είναι λίγο νωρίς να μιλάμε για χρόνο, δε μας σημάδεψε ακόμη. Έχει τη σκανδάλη στο χέρι, όμως δεν έβαλε στόχο. Έχει κι άλλα να κάνει. Πράγματα πιο σημαντικά, πιο πάνω από σένα. Κάποια στιγμή θα βρεθείς στο πεδίο του. Πρώτα όμως οφείλεις να ζήσεις!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου