Βία. Υπάρχει παντού γύρω μας. Είμαστε θεατές της, υποκινητές της, θύματα αυτής. Έχει γίνει τόσο αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας που αρκετές φορές δεν μας προξενεί καν εντύπωση. Την αναμένουμε, την θεωρούμε σαν φυσικό επόμενο πράξεων, γεγονότων, καταστάσεων. Εκτιθόμαστε σε αυτήν από πολύ μικρή ηλικία και εξοικειωνόμαστε μαζί της.
Καθημερινά ερχόμαστε σε επαφή με πλήθος ερεθισμάτων που άδηλα ή πρόδηλα σχετίζονται με τη βία και μας περνούν μηνύματα, κυρίως ασυνείδητα, που τη φυσιολογικοποιούν. Έτσι είναι η ζωή. Η βία χρησιμοποιείται ως μέσο πειθούς, για να εξαναγκαστεί κάποιος να κάνει κάτι, ως μέθοδος τιμωρίας, γιατί κάποιος έκανε κάτι που δεν έπρεπε ή δεν έκανε κάτι που έπρεπε και υφίσταται τις συνέπειες, ως μέθοδος σωφρονισμού και αποτροπής επανάληψης μιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς στο μέλλον, ως γενικότερο «όπλο» κυριαρχίας και εξουσίας. Σωστό είναι αυτό που επιβάλλει ο δυνατός, συχνά με την άσκηση κάποιας μορφής βίας.
Η βία χρησιμοποιείται για την απόκτηση υλικών αγαθών, κύρους, κοινωνικής ή επαγγελματικής θέσης, για την ικανοποίηση επιθυμιών και αναγκών ή ως μέσο εκτόνωσης θυμού, έντασης, μίσους. Όταν ένας άνθρωπος έχει διδαχτεί πως μόνο με τη βία μπορείς να πάρεις αυτό που θέλεις, ότι αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να γίνονται τα πράγματα όπως επιθυμεί εκείνος και να επιβάλλεται στους άλλους, τότε με αυτόν τον τρόπο θα λειτουργεί. Και συνήθως είναι αποτελεσματικός αυτός ο τρόπος γιατί η βία προκαλεί φόβο και συνεπώς ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες αντίστασης από τη μεριά του θύματος, ειδικά στην περίπτωση του εκφοβισμού και της άσκησης σωματικής βίας.
Πολλές φορές οι άνθρωποι γίνονται βίαιοι χωρίς προφανή λόγο. Γιατί αναπαράγουν πρότυπα και μοτίβα συμπεριφοράς που έχουν εσωτερικευτεί και αφομοιωθεί από πρώιμες εμπειρίες και βιώματα, με αφετηρία, συνηθέστερα, την ίδια τους την οικογένεια. Οι περισσότεροι θύτες υπήρξαν θύματα στο παρελθόν και στην προσπάθειά τους να μην ξαναβρεθούν σε παρόμοια θέση διαλέγουν το ρόλο του θύτη κι όχι του θύματος. Επιπλέον, ακριβώς επειδή οι θύτες της βίας έχουν εκτεθεί σε αυτήν από μικρή ηλικία την έχουν κανονικοποιήσει και ενστερνιστεί, άρα και αποδεχτεί. Η βία φέρνει βία. Τα παιδιά βλέπουν, τα παιδιά κάνουν. Είτε πρόκειται για οικογενειακά βιώματα είτε για παρέες συνομηλίκων είτε για βίαιες εικόνες που τους έχουν αποτυπωθεί από την τηλεόραση, το ίντερνετ, τα βιντεοπαιχνίδια…
Η βία υπάρχει παντού και συχνά παρουσιάζεται ως αναγκαία λύση, διέξοδος, «αναγκαίο κακό». Πήγαινε γυρεύοντας. Με προκάλεσε. Εγώ δεν το' θελα, εκείνος/η/οι με ανάγκασαν. Δεν μου άφησε άλλη λύση. Εγώ δεν φταίω, οι άλλοι με οδήγησαν εκεί. Η βία έχει κανονικοποιηθεί και ως μέθοδος αυτοπροστασίας, όχι μόνο στα πλαίσια της άμυνας απέναντι σε μια επίθεση που θα δεχτεί κάποιος, αλλά και ως αμυντική επίθεση “γαβγίζω και δαγκώνω” προληπτικά, για να αποτρέψω οποιαδήποτε απόπειρα να πάρει κάποιος κάτι που μου ανήκει ή που θεωρώ ότι μου ανήκει.
Επιπροσθέτως, βία συναντάται όταν οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με κάτι το διαφορετικό, κάτι ή κάποιον που αντιτίθεται στα δικά τους πρότυπα-στάνταρ-κριτήρια και κάτι που ενδεχομένως ξεχωρίζει από τη μάζα ή για κάποιο λόγο μπορεί να μη θεωρείται αποδεκτό. Η διαφορετικότητα που μπορεί να γίνει στόχος βίας αφορά πληθώρα μεταβλητών, όπως το χρώμα του δέρματος ενός ανθρώπου, τα κιλά του (πολλά ή λίγα), ο σεξουαλικός προσανατολισμός του, η καταγωγή του, η κοινωνικοοικονομική του θέση, το επάγγελμά του, η εθνικότητά του, η θρησκεία του, οι γλωσσικές, πνευματικές ή σωματικές ιδιαιτερότητές του, το φύλο του, οι πεποιθήσεις του κ.ο.κ. Η λίστα συνεχίζεται. Κάθε χαρακτηριστικό ενός ανθρώπου που διαφέρει σε κάτι από την πλειοψηφία, τη μάζα, μπορεί να δώσει την αφορμή σε κάποιον για να ασκήσει βία εις βάρος του. Αφορμή, όχι αιτία.
Οι θύτες δεν χρειάζονται αιτία για να ασκήσουν βία. Τουλάχιστον όχι εξωγενή. Γιατί η πραγματική αιτία της βίας βρίσκεται μέσα τους. Το πρόβλημα, το φταίξιμο, το λάθος, δεν είναι του ατόμου που υφίσταται τη βία, αλλά αυτού που την ασκεί. Ένας άνθρωπος ισορροπημένος, που τα έχει βρει με τον εαυτό του, έχει αυτοπεποίθηση, επίγνωση του ποιος είναι, τι θέλει, τι ικανότητες έχει και πώς μπορεί να πετύχει αυτά που επιθυμεί, που έχει καλλιεργήσει τον αυτοσεβασμό, την αγάπη και την αποδοχή στον ίδιο του τον εαυτό, θα σέβεται και θα αποδέχεται και τους άλλους. Δεν θα έχει λόγο να ασχολείται με το τι κάνουν ή δεν κάνουν οι άλλοι, γιατί θα είναι αφοσιωμένος στη δική του ζωή και στο τι κάνει ο ίδιος για να γίνει όχι καλύτερος των άλλων, αλλά η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Ο ανταγωνισμός συχνά φέρνει ζήλια και η ζήλια μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Άνθρωποι που νιώθουν μειονεκτικά σε σχέση με τους υπόλοιπους, κατώτεροι, ελαττωματικοί, συχνά καταφεύγουν στη βία, στις απειλές, στα αθέμιτα μέσα για να πετύχουν αυτό που θέλουν, γιατί γνωρίζουν πως δεν μπορούν να το πετύχουν αλλιώς.
Οι θύτες φοβούνται. Φοβούνται μήπως οι άλλοι δούνε τα δικά τους ψεγάδια, τις δικές τους αδυναμίες και ελλείψεις, το πόσο ανεπαρκείς νιώθουν στην πραγματικότητα συγκριτικά με τους άλλους. Για να κρύψουν το δικό τους φόβο, την ανασφάλειά τους και να καλύψουν τα μειονεκτήματά τους, τείνουν να προκαλούν το φόβο, τον εξευτελισμό ή την ταπείνωση των άλλων. Στρέφουν αλλού την προσοχή. Στοχοποιούν κάποιον φαινομενικά πιο αδύναμο για να μη στοχοποιηθούν οι ίδιοι. Με αυτόν τον τρόπο αισθάνονται καλύτερα με τον εαυτό τους. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν. Νιώθουν πως έχουν κάποια μορφή δύναμης, εξουσίας, ελέγχου. Μπαίνουν στη διαδικασία να ελέγχουν τους άλλους, γιατί στην πραγματικότητα δεν μπορούν να ελέγξουν τη δική τους ζωή, και συχνά καταστρέφουν και υπονομεύουν τα κεκτημένα των άλλων από φθόνο και μίσος.
Το διαφορετικό είναι συχνά κάτι που γίνεται αντιληπτό ως απρόβλεπτο, μη κατανοητό, μη ελέγξιμο. Κι ό, τι δεν μπορούμε να έχουμε υπό τον έλεγχό μας, το αντιμετωπίζουμε ως απειλή.
Καθημερινά ερχόμαστε σε επαφή με πλήθος ερεθισμάτων που άδηλα ή πρόδηλα σχετίζονται με τη βία και μας περνούν μηνύματα, κυρίως ασυνείδητα, που τη φυσιολογικοποιούν. Έτσι είναι η ζωή. Η βία χρησιμοποιείται ως μέσο πειθούς, για να εξαναγκαστεί κάποιος να κάνει κάτι, ως μέθοδος τιμωρίας, γιατί κάποιος έκανε κάτι που δεν έπρεπε ή δεν έκανε κάτι που έπρεπε και υφίσταται τις συνέπειες, ως μέθοδος σωφρονισμού και αποτροπής επανάληψης μιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς στο μέλλον, ως γενικότερο «όπλο» κυριαρχίας και εξουσίας. Σωστό είναι αυτό που επιβάλλει ο δυνατός, συχνά με την άσκηση κάποιας μορφής βίας.
Η βία χρησιμοποιείται για την απόκτηση υλικών αγαθών, κύρους, κοινωνικής ή επαγγελματικής θέσης, για την ικανοποίηση επιθυμιών και αναγκών ή ως μέσο εκτόνωσης θυμού, έντασης, μίσους. Όταν ένας άνθρωπος έχει διδαχτεί πως μόνο με τη βία μπορείς να πάρεις αυτό που θέλεις, ότι αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να γίνονται τα πράγματα όπως επιθυμεί εκείνος και να επιβάλλεται στους άλλους, τότε με αυτόν τον τρόπο θα λειτουργεί. Και συνήθως είναι αποτελεσματικός αυτός ο τρόπος γιατί η βία προκαλεί φόβο και συνεπώς ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες αντίστασης από τη μεριά του θύματος, ειδικά στην περίπτωση του εκφοβισμού και της άσκησης σωματικής βίας.
Πολλές φορές οι άνθρωποι γίνονται βίαιοι χωρίς προφανή λόγο. Γιατί αναπαράγουν πρότυπα και μοτίβα συμπεριφοράς που έχουν εσωτερικευτεί και αφομοιωθεί από πρώιμες εμπειρίες και βιώματα, με αφετηρία, συνηθέστερα, την ίδια τους την οικογένεια. Οι περισσότεροι θύτες υπήρξαν θύματα στο παρελθόν και στην προσπάθειά τους να μην ξαναβρεθούν σε παρόμοια θέση διαλέγουν το ρόλο του θύτη κι όχι του θύματος. Επιπλέον, ακριβώς επειδή οι θύτες της βίας έχουν εκτεθεί σε αυτήν από μικρή ηλικία την έχουν κανονικοποιήσει και ενστερνιστεί, άρα και αποδεχτεί. Η βία φέρνει βία. Τα παιδιά βλέπουν, τα παιδιά κάνουν. Είτε πρόκειται για οικογενειακά βιώματα είτε για παρέες συνομηλίκων είτε για βίαιες εικόνες που τους έχουν αποτυπωθεί από την τηλεόραση, το ίντερνετ, τα βιντεοπαιχνίδια…
Η βία υπάρχει παντού και συχνά παρουσιάζεται ως αναγκαία λύση, διέξοδος, «αναγκαίο κακό». Πήγαινε γυρεύοντας. Με προκάλεσε. Εγώ δεν το' θελα, εκείνος/η/οι με ανάγκασαν. Δεν μου άφησε άλλη λύση. Εγώ δεν φταίω, οι άλλοι με οδήγησαν εκεί. Η βία έχει κανονικοποιηθεί και ως μέθοδος αυτοπροστασίας, όχι μόνο στα πλαίσια της άμυνας απέναντι σε μια επίθεση που θα δεχτεί κάποιος, αλλά και ως αμυντική επίθεση “γαβγίζω και δαγκώνω” προληπτικά, για να αποτρέψω οποιαδήποτε απόπειρα να πάρει κάποιος κάτι που μου ανήκει ή που θεωρώ ότι μου ανήκει.
Επιπροσθέτως, βία συναντάται όταν οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με κάτι το διαφορετικό, κάτι ή κάποιον που αντιτίθεται στα δικά τους πρότυπα-στάνταρ-κριτήρια και κάτι που ενδεχομένως ξεχωρίζει από τη μάζα ή για κάποιο λόγο μπορεί να μη θεωρείται αποδεκτό. Η διαφορετικότητα που μπορεί να γίνει στόχος βίας αφορά πληθώρα μεταβλητών, όπως το χρώμα του δέρματος ενός ανθρώπου, τα κιλά του (πολλά ή λίγα), ο σεξουαλικός προσανατολισμός του, η καταγωγή του, η κοινωνικοοικονομική του θέση, το επάγγελμά του, η εθνικότητά του, η θρησκεία του, οι γλωσσικές, πνευματικές ή σωματικές ιδιαιτερότητές του, το φύλο του, οι πεποιθήσεις του κ.ο.κ. Η λίστα συνεχίζεται. Κάθε χαρακτηριστικό ενός ανθρώπου που διαφέρει σε κάτι από την πλειοψηφία, τη μάζα, μπορεί να δώσει την αφορμή σε κάποιον για να ασκήσει βία εις βάρος του. Αφορμή, όχι αιτία.
Οι θύτες δεν χρειάζονται αιτία για να ασκήσουν βία. Τουλάχιστον όχι εξωγενή. Γιατί η πραγματική αιτία της βίας βρίσκεται μέσα τους. Το πρόβλημα, το φταίξιμο, το λάθος, δεν είναι του ατόμου που υφίσταται τη βία, αλλά αυτού που την ασκεί. Ένας άνθρωπος ισορροπημένος, που τα έχει βρει με τον εαυτό του, έχει αυτοπεποίθηση, επίγνωση του ποιος είναι, τι θέλει, τι ικανότητες έχει και πώς μπορεί να πετύχει αυτά που επιθυμεί, που έχει καλλιεργήσει τον αυτοσεβασμό, την αγάπη και την αποδοχή στον ίδιο του τον εαυτό, θα σέβεται και θα αποδέχεται και τους άλλους. Δεν θα έχει λόγο να ασχολείται με το τι κάνουν ή δεν κάνουν οι άλλοι, γιατί θα είναι αφοσιωμένος στη δική του ζωή και στο τι κάνει ο ίδιος για να γίνει όχι καλύτερος των άλλων, αλλά η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Ο ανταγωνισμός συχνά φέρνει ζήλια και η ζήλια μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Άνθρωποι που νιώθουν μειονεκτικά σε σχέση με τους υπόλοιπους, κατώτεροι, ελαττωματικοί, συχνά καταφεύγουν στη βία, στις απειλές, στα αθέμιτα μέσα για να πετύχουν αυτό που θέλουν, γιατί γνωρίζουν πως δεν μπορούν να το πετύχουν αλλιώς.
Οι θύτες φοβούνται. Φοβούνται μήπως οι άλλοι δούνε τα δικά τους ψεγάδια, τις δικές τους αδυναμίες και ελλείψεις, το πόσο ανεπαρκείς νιώθουν στην πραγματικότητα συγκριτικά με τους άλλους. Για να κρύψουν το δικό τους φόβο, την ανασφάλειά τους και να καλύψουν τα μειονεκτήματά τους, τείνουν να προκαλούν το φόβο, τον εξευτελισμό ή την ταπείνωση των άλλων. Στρέφουν αλλού την προσοχή. Στοχοποιούν κάποιον φαινομενικά πιο αδύναμο για να μη στοχοποιηθούν οι ίδιοι. Με αυτόν τον τρόπο αισθάνονται καλύτερα με τον εαυτό τους. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν. Νιώθουν πως έχουν κάποια μορφή δύναμης, εξουσίας, ελέγχου. Μπαίνουν στη διαδικασία να ελέγχουν τους άλλους, γιατί στην πραγματικότητα δεν μπορούν να ελέγξουν τη δική τους ζωή, και συχνά καταστρέφουν και υπονομεύουν τα κεκτημένα των άλλων από φθόνο και μίσος.
Το διαφορετικό είναι συχνά κάτι που γίνεται αντιληπτό ως απρόβλεπτο, μη κατανοητό, μη ελέγξιμο. Κι ό, τι δεν μπορούμε να έχουμε υπό τον έλεγχό μας, το αντιμετωπίζουμε ως απειλή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου