515 ΧΟ. ἤκουσα τᾶς θεσπιωιδοῦ κόρας
ἃ χρήιζουσ᾽ ἐπλάθην τυράννοις δόμοισιν,
ὡς Μενέλαος οὔ-
πω μελαμφαὲς οἴχεται
δι᾽ ἔρεβος χθονὶ κρυφθείς,
520 ἀλλ᾽ ἔτι κατ᾽ οἶδμ᾽ ἅλιον
τρυχόμενος οὔπω λιμένων
ψαύσειεν πατρίας γᾶς,
ἀλατείαι βιότου
ταλαίφρων, ἄφιλος φίλων,
525 παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς πέδον
χριμπτόμενος εἰναλίωι
κώπαι Τρωιάδος ἐκ γᾶς.
ΕΛ. ἥδ᾽ αὖ τάφου τοῦδ᾽ εἰς ἕδρας ἐγὼ πάλιν
στείχω, μαθοῦσα Θεονόης φίλους λόγους.
530 [ἣ πάντ᾽ ἀληθῶς οἶδε· φησὶ δ᾽ ἐν φάει
πόσιν τὸν ἁμὸν ζῶντα φέγγος εἰσορᾶν,
πορθμοὺς δ᾽ ἀλᾶσθαι μυρίους πεπλωκότα
ἐκεῖσε κἀκεῖσ᾽ οὐδ᾽ ἀγύμναστον πλάνοις,
ἥξειν ‹δ᾽› ὅταν δὴ πημάτων λάβηι τέλος.
535 ἓν δ᾽ οὐκ ἔλεξεν, εἰ μολὼν σωθήσεται.
ἐγὼ δ᾽ ἀπέστην τοῦτ᾽ ἐρωτῆσαι σαφῶς,
ἡσθεῖσ᾽ ἐπεί νιν εἶπέ μοι σεσωμένον.
ἐγγὺς δέ νίν που τῆσδ᾽ ἔφασκ᾽ εἶναι χθονός,
ναυαγὸν ἐκπεσόντα σὺν παύροις φίλοις.
540 ὤμοι, πόθ᾽ ἥξεις; ὡς ποθεινὸς ἂν μόλοις.]
ἔα, τίς οὗτος; οὔ τί που κρυπτεύομαι
Πρωτέως ἀσέπτου παιδὸς ἐκ βουλευμάτων;
οὐχ ὡς δρομαία πῶλος ἢ βάκχη θεοῦ
τάφωι ξυνάψω κῶλον; ἄγριος δέ τις
545 μορφὴν ὅδ᾽ ἐστὶν ὅς με θηρᾶται λαβεῖν.
ΜΕ. σὲ τὴν ὄρεγμα δεινὸν ἡμιλλημένην
τύμβου ᾽πὶ κρηπῖδ᾽ ἐμπύρους τ᾽ ὀρθοστάτας,
μεῖνον· τί φεύγεις; ὡς δέμας δείξασα σὸν
ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστίθης.
550 ΕΛ. ἀδικούμεθ᾽, ὦ γυναῖκες· εἰργόμεσθα γὰρ
τάφου πρὸς ἀνδρὸς τοῦδε, καί μ᾽ ἑλὼν θέλει
δοῦναι τυράννοις ὧν ἐφεύγομεν γάμους.
***
(Βγαίνει ο χορός.)ΧΟΡ. Άκουσα τη μάντισσα που μέσα
στο παλάτι ξάστερα το είπε·
ο Μενέλαος δεν επήγε
στον τρισκότεινο τον Άδη,
δεν τον σκέπασεν ο τάφος,
520 μα στο πέλαο παραδέρνει
και δεν έφτασεν ακόμη
στα λιμάνια της πατρίδας·
ο βαριόμοιρος πλανιέται χωρίς φίλους
από τότε που άφησε την Τροία
και γυρνάει με το καράβι
δώθε κείθε σ᾽ ακρογιάλια ξένα.
(Βγαίνει από το παλάτι η Ελένη.)
ΕΛΕ. Πάλι ξανάρχομαι στον τάφο ετούτον,
αφού απ᾽ τη Θεονόη που τα πάντα
530 γνωρίζει, πήρα ευχάριστες ειδήσεις·
ο άντρας μου είναι ζωντανός, βλέπει τον ήλιο,
στα πέλαα βασανίζεται γυρνώντας
με το καράβι εδώ κι εκεί, μα θα ᾽ρθει
μόλις οι παιδεμοί του τελειώσουν. Ένα
δεν είπε μόνο, αν, όταν φτάσει,
θα σωθεί κιόλας. Στην πολλή χαρά μου
λησμόνησα καθάρια να ρωτήσω,
σαν άκουσα πως γλίτωσε. Τριγύρω
στη χώρα λέει πως έχει ναυαγήσει
με λιγοστούς συντρόφους. Πότε θά ᾽ρθεις,
540 που τόσο λαχταρώ να σ᾽ αντικρίσω;
Άα, ποιός είναι αυτός; Ο ανόσιος του Πρωτέα
γιος μηχανεύεται για με παγίδες;
Σα γρήγορο πουλάρι ή σα Μαινάδα
δεν πάω στο μνήμα; Μ᾽ όψη αγριεμένη
κάποιος με κυνηγά για να με πιάσει.
ΜΕΝ. Εσύ που φοβισμένη ορμάς απάνω
στου τάφου τα σκαλιά και στον βωμό του·
μη φεύγεις, στάσου· ως είδα τη θωριά σου,
σάστισα και βουβός έχω απομείνει.
550 ΕΛΕ. Ασέβεια, γυναίκες· μ᾽ εμποδίζει
να πάω στο μνήμα αυτός και πιάνοντάς με,
στον βασιλιά γυρεύει να με δώσει,
για να με παντρευτεί κι ας μην τον στέργω.
ἃ χρήιζουσ᾽ ἐπλάθην τυράννοις δόμοισιν,
ὡς Μενέλαος οὔ-
πω μελαμφαὲς οἴχεται
δι᾽ ἔρεβος χθονὶ κρυφθείς,
520 ἀλλ᾽ ἔτι κατ᾽ οἶδμ᾽ ἅλιον
τρυχόμενος οὔπω λιμένων
ψαύσειεν πατρίας γᾶς,
ἀλατείαι βιότου
ταλαίφρων, ἄφιλος φίλων,
525 παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς πέδον
χριμπτόμενος εἰναλίωι
κώπαι Τρωιάδος ἐκ γᾶς.
ΕΛ. ἥδ᾽ αὖ τάφου τοῦδ᾽ εἰς ἕδρας ἐγὼ πάλιν
στείχω, μαθοῦσα Θεονόης φίλους λόγους.
530 [ἣ πάντ᾽ ἀληθῶς οἶδε· φησὶ δ᾽ ἐν φάει
πόσιν τὸν ἁμὸν ζῶντα φέγγος εἰσορᾶν,
πορθμοὺς δ᾽ ἀλᾶσθαι μυρίους πεπλωκότα
ἐκεῖσε κἀκεῖσ᾽ οὐδ᾽ ἀγύμναστον πλάνοις,
ἥξειν ‹δ᾽› ὅταν δὴ πημάτων λάβηι τέλος.
535 ἓν δ᾽ οὐκ ἔλεξεν, εἰ μολὼν σωθήσεται.
ἐγὼ δ᾽ ἀπέστην τοῦτ᾽ ἐρωτῆσαι σαφῶς,
ἡσθεῖσ᾽ ἐπεί νιν εἶπέ μοι σεσωμένον.
ἐγγὺς δέ νίν που τῆσδ᾽ ἔφασκ᾽ εἶναι χθονός,
ναυαγὸν ἐκπεσόντα σὺν παύροις φίλοις.
540 ὤμοι, πόθ᾽ ἥξεις; ὡς ποθεινὸς ἂν μόλοις.]
ἔα, τίς οὗτος; οὔ τί που κρυπτεύομαι
Πρωτέως ἀσέπτου παιδὸς ἐκ βουλευμάτων;
οὐχ ὡς δρομαία πῶλος ἢ βάκχη θεοῦ
τάφωι ξυνάψω κῶλον; ἄγριος δέ τις
545 μορφὴν ὅδ᾽ ἐστὶν ὅς με θηρᾶται λαβεῖν.
ΜΕ. σὲ τὴν ὄρεγμα δεινὸν ἡμιλλημένην
τύμβου ᾽πὶ κρηπῖδ᾽ ἐμπύρους τ᾽ ὀρθοστάτας,
μεῖνον· τί φεύγεις; ὡς δέμας δείξασα σὸν
ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστίθης.
550 ΕΛ. ἀδικούμεθ᾽, ὦ γυναῖκες· εἰργόμεσθα γὰρ
τάφου πρὸς ἀνδρὸς τοῦδε, καί μ᾽ ἑλὼν θέλει
δοῦναι τυράννοις ὧν ἐφεύγομεν γάμους.
***
(Βγαίνει ο χορός.)ΧΟΡ. Άκουσα τη μάντισσα που μέσα
στο παλάτι ξάστερα το είπε·
ο Μενέλαος δεν επήγε
στον τρισκότεινο τον Άδη,
δεν τον σκέπασεν ο τάφος,
520 μα στο πέλαο παραδέρνει
και δεν έφτασεν ακόμη
στα λιμάνια της πατρίδας·
ο βαριόμοιρος πλανιέται χωρίς φίλους
από τότε που άφησε την Τροία
και γυρνάει με το καράβι
δώθε κείθε σ᾽ ακρογιάλια ξένα.
(Βγαίνει από το παλάτι η Ελένη.)
ΕΛΕ. Πάλι ξανάρχομαι στον τάφο ετούτον,
αφού απ᾽ τη Θεονόη που τα πάντα
530 γνωρίζει, πήρα ευχάριστες ειδήσεις·
ο άντρας μου είναι ζωντανός, βλέπει τον ήλιο,
στα πέλαα βασανίζεται γυρνώντας
με το καράβι εδώ κι εκεί, μα θα ᾽ρθει
μόλις οι παιδεμοί του τελειώσουν. Ένα
δεν είπε μόνο, αν, όταν φτάσει,
θα σωθεί κιόλας. Στην πολλή χαρά μου
λησμόνησα καθάρια να ρωτήσω,
σαν άκουσα πως γλίτωσε. Τριγύρω
στη χώρα λέει πως έχει ναυαγήσει
με λιγοστούς συντρόφους. Πότε θά ᾽ρθεις,
540 που τόσο λαχταρώ να σ᾽ αντικρίσω;
Άα, ποιός είναι αυτός; Ο ανόσιος του Πρωτέα
γιος μηχανεύεται για με παγίδες;
Σα γρήγορο πουλάρι ή σα Μαινάδα
δεν πάω στο μνήμα; Μ᾽ όψη αγριεμένη
κάποιος με κυνηγά για να με πιάσει.
ΜΕΝ. Εσύ που φοβισμένη ορμάς απάνω
στου τάφου τα σκαλιά και στον βωμό του·
μη φεύγεις, στάσου· ως είδα τη θωριά σου,
σάστισα και βουβός έχω απομείνει.
550 ΕΛΕ. Ασέβεια, γυναίκες· μ᾽ εμποδίζει
να πάω στο μνήμα αυτός και πιάνοντάς με,
στον βασιλιά γυρεύει να με δώσει,
για να με παντρευτεί κι ας μην τον στέργω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου