Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πόσα λόγια πνίγηκαν με τα ίδια τους τα χέρια στη σιωπή, πόσους φανταστικούς διαλόγους έχει μάθει απ’ έξω το μαξιλάρι και πόσες τολμηρές ερωτήσεις φοβήθηκαν να συναντηθούν με τις απαντήσεις τους; Έχεις αναρωτηθεί όμως, γιατί οι άνθρωποι αποφεύγουμε να μιλήσουμε για όσα μας καίνε και παριστάνουμε τελικά πως δε μας αφορούν καθόλου; Φταίνε οι δύσκολες ερωτήσεις ή οι απαντήσεις τους που φοβόμαστε να ακούσουμε;
Είναι κάποιες στιγμές που βρίσκουμε το θάρρος, μαζεύουμε όλες εκείνες τις λέξεις που μας καταπιέζουν, αλλά ζητάμε από το συνομιλητή μας να μη μας απαντήσει, θέλουμε μόνο να μας ακούσει. Αυτό είναι το πρώτο στάδιο απελευθέρωσης. Αφού τα καταφέραμε γενναία ως εδώ, γιατί να μην ακούσουμε και τις αντιδράσεις των λόγων μας;
Πολλές φορές δε θέλουμε να ακούσουμε, γιατί πιστεύουμε πως οι απαντήσεις δε θα είναι ειλικρινείς, ευθείες κι αυθόρμητες, γι’ αυτό προτιμάμε να μην ξέρουμε κι εν τέλει δε ρωτάμε. Υπάρχει όμως νόημα πίσω απ’ αυτές τις απαντήσεις, οφείλουμε να το αναγνωρίζουμε και να βγάζουμε τα δικά μας συμπεράσματα. Έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι όταν κάποιος αποφεύγει να μιλήσει, έχει δώσει ήδη τις απαντήσεις του. Μπορούμε να διατηρούμε ακλόνητο το κριτήριο αλήθειας μέσα μας, αλλά να μη γινόμαστε άδικοι απέναντι στο συνομιλητή μας. Εμείς έχουμε όλο το χρόνο να προετοιμαστούμε γι’ αυτήν τη συζήτηση, προτού βρεθούμε απέναντι στον άλλον άνθρωπο και του πετάξουμε ένα-ένα στη μούρη τα ερωτήματά μας.
Αν έχουμε λοιπόν το θάρρος να ξεστομίσουμε την ερώτηση που μας καίει, αν έχουμε την υπομονή να πάρουμε την απάντηση που ζητάμε κι αν έχουμε τα κότσια, να μην εθελοτυφλούμε και να ξεχωρίζουμε την αλήθεια από το ψέμα, τότε αμέτρητες ερωτήσεις θα είχαν βρει τις απαντήσεις τους. Μάλλον όμως αυτήν τη συνάντηση τρέμουμε κι όχι την ίδια την ερώτηση. Παρασυρόμαστε μέσα στην ασφάλειά μας και ξεχνάμε πως ρωτάμε κάτι για να μάθουμε, όχι για να ακούσουμε αυτό που θέλουμε.
Μέχρι τη στιγμή όμως που θα ρωτήσουμε εκείνα που χοροπηδούν κάθε μέρα στο μυαλό μας, αυτόματα μπαίνουμε στη διαδικασία των σεναρίων. Πλάθουμε υποθετικούς διαλόγους, με πιθανές απαντήσεις και στήνουμε στο μυαλό μας το χειρότερο και το καλύτερο σενάριο. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούμε να προετοιμαστούμε για όλες τις απαντήσεις και να θωρακίσουμε τον εαυτό μας.
Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, ίσως η ερώτηση να χάσει την αξία της, να δώσουμε μόνοι μας τις απαντήσεις και να δούμε τελικά πως δεν είναι τόσο σημαντικό για μας αυτό το ερώτημα και δε χρειάζεται να σπαταλήσουμε άλλο χρόνο κι ενέργεια για μία απάντηση που τελικά δε μας αφορά. Αν αυτό δε συμβεί, μπορεί τελικά να δικαιωθούν τα σενάριά μας και να τα δούμε να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας.
Τι γίνεται όμως όταν ακούμε μία απάντηση που δεν την περιμέναμε; Τότε όλοι οι φόβοι και οι ενδοιασμοί μας βγαίνουν αληθινοί, το σύστημα γράφει error και ο εαυτός μας μάς εγκαταλείπει στην πιο δύσκολη στιγμή. Οπότε γιατί να μπούμε σ’ αυτήν την εξουθενωτική διαδικασία με τα σενάρια, τα πλάνα και τα αεροπλάνα; Το σενάριο οφείλει να είναι πολύ συγκεκριμένο: έχεις το σαράκι που σου τρώει κάθε μέρα την ψυχή κι επειδή δεν είσαι ο Πάριος για να το τραγουδήσεις και να το βγάλεις από μέσα σου, καλό είναι χωρίς δεύτερες σκέψεις και χάσιμο χρόνου να λες όσα θέλεις, να ρωτάς όλα εκείνα που δεν τολμάς, να παίρνεις τις απαντήσεις σου και να βγάζεις τα συμπεράσματά σου.
Κι αν είσαι υπεραναλυτικός και overthinker, τότε αντί να τυραννιέσαι με το τι θα γινόταν αν, μπορείς να σκεφτείς έξυπνα και να θέσεις τη σωστή ερώτηση, που θα σου φέρει ενδεχομένως την κατάλληλη απάντηση. Σχεδόν πάντα, δεν παίζει ρόλο τι ρωτάς, αλλά ο τρόπος, το ύφος που το λες και ποιες θα είναι οι λέξεις που θα επιλεχθούν γι’ αυτήν την επικίνδυνη αποστολή.
Μη φοβάσαι να κάνεις ερωτήσεις, είναι το εργαλείο που μας βοηθά να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα και να πάρουμε εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Να φοβάσαι όταν μένεις για καιρό μετέωρος ανάμεσα σε δύο καταστάσεις και δεν πατάς γερά στα πόδια σου. Μη διστάζεις να προχωράς παρακάτω, όταν μένεις για καιρό στο ίδιο σημείο.
Με την ερώτηση ζητάμε να μάθουμε μία πληροφορία. Αν η απάντηση μάς αρέσει τότε συλλέγουμε περισσότερη γνώση σε αυτό που ήδη ξέραμε. Αν δε μας αρέσει γνωρίζουμε κάτι καινούριο, μία νέα πτυχή που μπορεί να μας ξεβολεύει, να μας τρομάζει το άγνωστο που εμφανίζεται μπροστά μας και να αποφεύγουμε να αναλάβουμε ευθύνες, όμως μας βοηθάει να αναπτυχθούμε και να εξελιχθούμε. Έτσι, την επόμενη φορά θα είμαστε πιο ευέλικτοι και δημιουργικοί μπροστά σε μια δύσκολη ερώτηση και πιθανώς σε μια δυσκολοχώνευτη απάντηση. Θα δούμε πως το θάρρος ανταμείβεται, αφού στο τέλος μαθαίνουμε να προσαρμοζόμαστε στις αλλαγές ακόμα κι αν αυτές δεν είναι ευχάριστες.
Ας μην ξεχνάμε πως πολλές φορές οι απαντήσεις υπάρχουν, είναι έτοιμες να ειπωθούν και περιμένουν μόνο εκείνη την ερώτηση που θα τις βγάλει από το αρχείο με τα ανείπωτα. Αξίζει να είμαστε ανήσυχοι και περίεργοι για την ουσία και το αποτέλεσμα, να θέτουμε ερωτήσεις και να μην επαναπαυόμαστε σε όσα καταλαβαίνουμε ή υποθέτουμε. Να είμαστε γενναίοι μπροστά σε κάθε απάντηση και ταυτόχρονα να μην την αφήνουμε να μπλοκάρει τις ερωτήσεις μας.
Είναι κάποιες στιγμές που βρίσκουμε το θάρρος, μαζεύουμε όλες εκείνες τις λέξεις που μας καταπιέζουν, αλλά ζητάμε από το συνομιλητή μας να μη μας απαντήσει, θέλουμε μόνο να μας ακούσει. Αυτό είναι το πρώτο στάδιο απελευθέρωσης. Αφού τα καταφέραμε γενναία ως εδώ, γιατί να μην ακούσουμε και τις αντιδράσεις των λόγων μας;
Πολλές φορές δε θέλουμε να ακούσουμε, γιατί πιστεύουμε πως οι απαντήσεις δε θα είναι ειλικρινείς, ευθείες κι αυθόρμητες, γι’ αυτό προτιμάμε να μην ξέρουμε κι εν τέλει δε ρωτάμε. Υπάρχει όμως νόημα πίσω απ’ αυτές τις απαντήσεις, οφείλουμε να το αναγνωρίζουμε και να βγάζουμε τα δικά μας συμπεράσματα. Έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι όταν κάποιος αποφεύγει να μιλήσει, έχει δώσει ήδη τις απαντήσεις του. Μπορούμε να διατηρούμε ακλόνητο το κριτήριο αλήθειας μέσα μας, αλλά να μη γινόμαστε άδικοι απέναντι στο συνομιλητή μας. Εμείς έχουμε όλο το χρόνο να προετοιμαστούμε γι’ αυτήν τη συζήτηση, προτού βρεθούμε απέναντι στον άλλον άνθρωπο και του πετάξουμε ένα-ένα στη μούρη τα ερωτήματά μας.
Αν έχουμε λοιπόν το θάρρος να ξεστομίσουμε την ερώτηση που μας καίει, αν έχουμε την υπομονή να πάρουμε την απάντηση που ζητάμε κι αν έχουμε τα κότσια, να μην εθελοτυφλούμε και να ξεχωρίζουμε την αλήθεια από το ψέμα, τότε αμέτρητες ερωτήσεις θα είχαν βρει τις απαντήσεις τους. Μάλλον όμως αυτήν τη συνάντηση τρέμουμε κι όχι την ίδια την ερώτηση. Παρασυρόμαστε μέσα στην ασφάλειά μας και ξεχνάμε πως ρωτάμε κάτι για να μάθουμε, όχι για να ακούσουμε αυτό που θέλουμε.
Μέχρι τη στιγμή όμως που θα ρωτήσουμε εκείνα που χοροπηδούν κάθε μέρα στο μυαλό μας, αυτόματα μπαίνουμε στη διαδικασία των σεναρίων. Πλάθουμε υποθετικούς διαλόγους, με πιθανές απαντήσεις και στήνουμε στο μυαλό μας το χειρότερο και το καλύτερο σενάριο. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούμε να προετοιμαστούμε για όλες τις απαντήσεις και να θωρακίσουμε τον εαυτό μας.
Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, ίσως η ερώτηση να χάσει την αξία της, να δώσουμε μόνοι μας τις απαντήσεις και να δούμε τελικά πως δεν είναι τόσο σημαντικό για μας αυτό το ερώτημα και δε χρειάζεται να σπαταλήσουμε άλλο χρόνο κι ενέργεια για μία απάντηση που τελικά δε μας αφορά. Αν αυτό δε συμβεί, μπορεί τελικά να δικαιωθούν τα σενάριά μας και να τα δούμε να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας.
Τι γίνεται όμως όταν ακούμε μία απάντηση που δεν την περιμέναμε; Τότε όλοι οι φόβοι και οι ενδοιασμοί μας βγαίνουν αληθινοί, το σύστημα γράφει error και ο εαυτός μας μάς εγκαταλείπει στην πιο δύσκολη στιγμή. Οπότε γιατί να μπούμε σ’ αυτήν την εξουθενωτική διαδικασία με τα σενάρια, τα πλάνα και τα αεροπλάνα; Το σενάριο οφείλει να είναι πολύ συγκεκριμένο: έχεις το σαράκι που σου τρώει κάθε μέρα την ψυχή κι επειδή δεν είσαι ο Πάριος για να το τραγουδήσεις και να το βγάλεις από μέσα σου, καλό είναι χωρίς δεύτερες σκέψεις και χάσιμο χρόνου να λες όσα θέλεις, να ρωτάς όλα εκείνα που δεν τολμάς, να παίρνεις τις απαντήσεις σου και να βγάζεις τα συμπεράσματά σου.
Κι αν είσαι υπεραναλυτικός και overthinker, τότε αντί να τυραννιέσαι με το τι θα γινόταν αν, μπορείς να σκεφτείς έξυπνα και να θέσεις τη σωστή ερώτηση, που θα σου φέρει ενδεχομένως την κατάλληλη απάντηση. Σχεδόν πάντα, δεν παίζει ρόλο τι ρωτάς, αλλά ο τρόπος, το ύφος που το λες και ποιες θα είναι οι λέξεις που θα επιλεχθούν γι’ αυτήν την επικίνδυνη αποστολή.
Μη φοβάσαι να κάνεις ερωτήσεις, είναι το εργαλείο που μας βοηθά να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα και να πάρουμε εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Να φοβάσαι όταν μένεις για καιρό μετέωρος ανάμεσα σε δύο καταστάσεις και δεν πατάς γερά στα πόδια σου. Μη διστάζεις να προχωράς παρακάτω, όταν μένεις για καιρό στο ίδιο σημείο.
Με την ερώτηση ζητάμε να μάθουμε μία πληροφορία. Αν η απάντηση μάς αρέσει τότε συλλέγουμε περισσότερη γνώση σε αυτό που ήδη ξέραμε. Αν δε μας αρέσει γνωρίζουμε κάτι καινούριο, μία νέα πτυχή που μπορεί να μας ξεβολεύει, να μας τρομάζει το άγνωστο που εμφανίζεται μπροστά μας και να αποφεύγουμε να αναλάβουμε ευθύνες, όμως μας βοηθάει να αναπτυχθούμε και να εξελιχθούμε. Έτσι, την επόμενη φορά θα είμαστε πιο ευέλικτοι και δημιουργικοί μπροστά σε μια δύσκολη ερώτηση και πιθανώς σε μια δυσκολοχώνευτη απάντηση. Θα δούμε πως το θάρρος ανταμείβεται, αφού στο τέλος μαθαίνουμε να προσαρμοζόμαστε στις αλλαγές ακόμα κι αν αυτές δεν είναι ευχάριστες.
Ας μην ξεχνάμε πως πολλές φορές οι απαντήσεις υπάρχουν, είναι έτοιμες να ειπωθούν και περιμένουν μόνο εκείνη την ερώτηση που θα τις βγάλει από το αρχείο με τα ανείπωτα. Αξίζει να είμαστε ανήσυχοι και περίεργοι για την ουσία και το αποτέλεσμα, να θέτουμε ερωτήσεις και να μην επαναπαυόμαστε σε όσα καταλαβαίνουμε ή υποθέτουμε. Να είμαστε γενναίοι μπροστά σε κάθε απάντηση και ταυτόχρονα να μην την αφήνουμε να μπλοκάρει τις ερωτήσεις μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου