Ήταν μια σκοτεινή φθινοπωρινή νύχτα. Ο γέροντας τραπεζίτης βημάτιζε στο γραφείο του από τη μια γωνιά στην άλλη και θυμόταν που, δεκαπέντε χρόνια πριν, ένα φθινοπωρινό βράδυ, είχε στο σπίτι του καλεσμένους. Σ’ εκείνη τη συγκέντρωση ήταν πολλοί γνωστικοί άνθρωποι κι έγιναν ενδιαφέρουσες συζητήσεις.
Μεταξύ των άλλων μίλησαν και για τη θανατική ποινή. Οι επισκέπτες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν αρκετοί επιστήμονες και δημοσιογράφοι, στην πλειοψηφία τους τάχτηκαν αρνητικά σχετικά με την ποινή του θανάτου. Έβρισκαν ξεπερασμένο αυτό τον τρόπο τιμωρίας, ανάρμοστο και ανήθικο για χριστιανικές κυβερνήσεις. Ορισμένοι υποστήριζαν ότι η θανατική ποινή θα έπρεπε, γενικά και παντού, ν’ αντικατασταθεί με τα ισόβια δεσμά.
— Εγώ δε συμφωνώ μαζί σας, είπε ο οικοδεσπότης. Δε δοκίμασα ούτε τη θανατική ποινή ούτε τα ισόβια δεσμά, αλλά, αν μπορεί κανείς να κρίνει a priori, τότε, κατά τη δική μου γνώμη, η θανατική ποινή είναι ηθικότερη και πιο ανθρωπιστική από τα ισόβια. Η εκτέλεση σκοτώνει αμέσως, αλλά τα ισόβια σκοτώνουν σιγά σιγά. Ποιος δήμιος απ’ τους δυο είναι πιο ανθρωπιστικός; Εκείνος που σας σκοτώνει μέσα σε λίγα λεπτά ή αυτός ο οποίος σας αφαιρεί λίγο λίγο τη ζωή για πολλά χρόνια;
— Και το ένα και το άλλο είναι το ίδιο ανήθικα, παρατήρησε κάποιος απ’ τους επισκέπτες, επειδή έχουν έναν και τον αυτό σκοπό: την αφαίρεση ζωής. Η κυβέρνηση δεν είναι θεός. Δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει εκείνο που δεν μπορεί, αν θελήσει, να δώσει πίσω. Μεταξύ των επισκεπτών ήταν κι ένας νομικός, νέος άνθρωπος, γύρω στα είκοσι πέντε. Όταν του ζήτησαν τη γνώμη, είπε:
— Και η ποινή του θανάτου και τα ισόβια είναι το ίδιο ανήθικα, αλλά, αν μου πρότειναν να διαλέξω ένα από τα δυο, θα διάλεγα βέβαια το δεύτερο. Να ζεις με κάποιον τρόπο είναι καλύτερα από το να μη ζεις.
Η συζήτηση άναψε για τα καλά. Ο τραπεζίτης, που τότε ήταν νεότερος και πιο νευρώδης, έγινε ξαφνικά έξω φρενών, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και φώναξε απευθυνόμενος στο νεαρό νομικό:
— Δεν είναι αλήθεια! Βάζω στοίχημα δυο εκατομμύρια ότι δε θα μένατε στο κελί ούτε πέντε χρόνια.
— Αν το λέτε σοβαρά, απάντησε ο νομικός, βάζω στοίχημα ότι θα μείνω όχι πέντε αλλά δεκαπέντε!
— Δεκαπέντε. Εντάξει! φώναξε ο τραπεζίτης.
Κύριοι, βάζω δυο εκατομμύρια!
— Σύμφωνοι! Εσείς βάζετε τα εκατομμύρια κι εγώ την ελευθερία μου! είπε ο νομικός.
Κι αυτό, λοιπόν, το ανήκουστο και ανόητο στοίχημα μπήκε! Ο τραπεζίτης, μην ξέροντας τότε ούτε κι ο ίδιος πόσα εκατομμύρια έχει, κακομαθημένος κι απερίσκεπτος, ήταν ενθουσιασμένος με το στοίχημα.
Στο δείπνο πείραζε το νομικό κι έλεγε:
— Βάλτε λίγο μυαλό, νεαρέ μου, πριν ακόμα είναι αργά. Για μένα δυο εκατομμύρια δεν είναι τίποτα, εσείς όμως κινδυνεύετε να χάσετε τρία τέσσερα από τα καλύτερα χρόνια της ζωής σας. Λέω τρία τέσσερα γιατί δε θα μείνετε περισσότερο. Μην ξεχνάτε επίσης, κακόμοιρε, ότι η εθελοντική φυλάκιση είναι πολύ πιο βαριά από την υποχρεωτική. Η σκέψη ότι οποιαδήποτε στιγμή έχετε το δικαίωμα να βγείτε έξω ελεύθερος θα δηλητηριάσει όλη σας την ύπαρξη μέσα στο κελί της φυλακής. Σας λυπάμαι!
Ο τραπεζίτης τώρα, βηματίζοντας από τη μια γωνιά στην άλλη, θυμόταν όλ’ αυτά κι αναρωτιόταν:
«Γιατί μπήκε αυτό το στοίχημα; Ποιο το όφελος που ο νομικός έχασε δεκαπέντε χρόνια ζωής, κι εγώ πετάω δυο εκατομμύρια; Μπορεί αυτό να αποδείξει στους ανθρώπους ότι η καταδίκη σε θάνατο είναι χειρότερη ή καλύτερη από τα ισόβια δεσμά; Όχι βέβαια. Μωρολογίες κι ανοησίες. Από τη δική μου πλευρά ήταν μια παραξενιά ανθρώπου που είναι χορτάτος, κι απ’ την πλευρά του νομικού απληστία για λεφτά…».
Θυμήθηκε επίσης αυτά που έγιναν ύστερα από το βράδυ εκείνο. Αποφάσισαν ο νομικός να εκτίσει την εθελοντική ποινή του κάτω από την αυστηρότερη επίβλεψη, σε μία από τις πτέρυγες κοντά στο σπίτι του τραπεζίτη. Συμφώνησαν ότι στη διάρκεια των δεκαπέντε χρόνων δε θα είχε το δικαίωμα να περάσει το κατώφλι της πτέρυγας, να βλέπει ανθρώπους ζωντανούς, ν’ ακούει ανθρώπινες φωνές και να παίρνει γράμματα ή εφημερίδες.
Του επιτρεπόταν να έχει μουσικό όργανο, να διαβάζει βιβλία, να γράφει γράμματα, να πίνει κρασί και να καπνίζει. Με τον έξω κόσμο, σύμφωνα με ειδικό όρο, μπορούσε να επικοινωνεί μόνο χωρίς να μιλάει, μέσα από ένα μικρό παράθυρο φτιαγμένο ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό. Η συμφωνία προέβλεπε ακόμα και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, ώστε να υπάρχει αυστηρή απομόνωση, και υποχρέωνε το νομικό να μείνει στη φυλακή ακριβώς δεκαπέντε χρόνια, από τις 12 το μεσημέρι της 14ης Νοεμβρίου 1870 μέχρι τις 12 το μεσημέρι της 14ης Νοεμβρίου 1885. Η παραμικρή απόπειρα από το νομικό να παραβεί τους όρους, έστω και δυο λεπτά πριν από το τέλος της προθεσμίας, απελευθέρωνε τον τραπεζίτη από την υποχρέωση να του πληρώσει τα δυο εκατομμύρια.
Τον πρώτο χρόνο φυλακής του, κι όσο μπορεί κανείς να κρίνει από τα σύντομα σημειώματα, υπέφερε πολύ από τη μοναξιά και την πλήξη. Από την πτέρυγα, νύχτα και μέρα, ακουγόταν συνεχώς το πιάνο. Κρασί και καπνό αρνήθηκε να πάρει. Το κρασί, έγραφε, διεγείρει τις επιθυμίες, οι οποίες είναι εχθροί του φυλακισμένου. Άλλωστε, να πίνεις ωραίο κρασί και να μη βλέπεις κανέναν, δεν υπάρχει τίποτα πιο πληκτικό. Όσο για τον καπνό, βρομίζει τον αέρα στο δωμάτιο του. Τον πρώτο χρόνο του έστελναν κυρίως βιβλία ελαφρού περιεχομένου. Περίπλοκα ερωτικά μυθιστορήματα, διηγήματα με εγκληματικό και φανταστικό περιεχόμενο, κωμωδίες και άλλα.
Τη δεύτερη χρονιά η μουσική σίγησε στην πτέρυγα κι ο νομικός ζητούσε στα σημειώματα του μόνο κλασικούς. Τον πέμπτο χρόνο ακούστηκε πάλι μουσική κι ο έγκλειστος νομικός παρακάλεσε για κρασί. Εκείνοι που τον παρακολουθούσαν απ’ το παράθυρο έλεγαν ότι ολόκληρη εκείνη τη χρονιά μόνο έτρωγε, έπινε και ξάπλωνε στο στρώμα, συχνά χασμουριόταν και μιλούσε θυμωμένα με τον εαυτό του. Βιβλία δε διάβαζε. Μερικές φορές καθόταν τις νύχτες να γράψει. Έγραφε για πολλή ώρα και, κοντά στα ξημερώματα, έσκιζε σε μικρά κομμάτια όλα όσα είχε γράψει. Άλλες φορές τον άκουγαν που έκλαιγε.
Στο δεύτερο μισό του έκτου χρόνου ο φυλακισμένος ασχολήθηκε επίμονα με τη μελέτη γλωσσών, φιλοσοφίας και ιστορίας. Ρίχτηκε με τα μούτρα στη μελέτη αυτών των επιστημών, τόσο, που ο τραπεζίτης μόλις προλάβαινε να του στέλνει βιβλία. Μέσα σε τέσσερα χρόνια ζήτησε και του ‘στειλαν γύρω στους εξακόσιους τόμους. Κατά την περίοδο αυτής της μανίας ο τραπεζίτης, μεταξύ των άλλων, έλαβε από τον κατάδικό του το εξής γράμμα:
«Αγαπητέ μου δεσμοφύλακα! Σας γράφω αυτές τις γραμμές σε έξι γλώσσες. Δείξτε τις στους ειδικούς κι ας τις διαβάσουν. Αν δε βρουν κανένα λάθος, τότε, πολύ θα σας παρακαλούσα, προστάξτε να πυροβολήσουν στον κήπο με το ντουφέκι. Ο πυροβολισμός αυτός θα μου πει ότι οι προσπάθειές μου δεν πήγαν χαμένες. Οι μεγαλοφυίες όλων των εποχών και όλων των χωρών του κόσμου μιλούν σε διαφορετικές γλώσσες, αλλά μέσα σ’ όλους καίει μία και μόνη φλόγα. Ω, αν ξέρατε ποια ουράνια ευτυχία δοκιμάζει τώρα η ψυχή μου που ξέρω πώς να τους καταλάβω! ».
Η επιθυμία του κατάδικου εκπληρώθηκε και ο τραπεζίτης πρόσταξε να πυροβολήσουν στον κήπο δυο φορές. Στη συνέχεια, μετά το δέκατο χρόνο, ο νομικός καθόταν ακίνητος στο τραπέζι και διάβαζε μόνο το Ευαγγέλιο. Στον τραπεζίτη φαινόταν περίεργο που ένας άνθρωπος ο οποίος κατάφερε να διαβάσει σε τέσσερα χρόνια εξακόσιους δύσκολους τόμους χρειάστηκε ένα σχεδόν χρόνο για να διαβάσει ένα ευκολονόητο και όχι χοντρό βιβλίο. Μετά το Ευαγγέλιο πήραν σειρά η ιστορία των θρησκειών και η θεολογία.
Τα τελευταία δυο χρόνια της φυλάκισης ο κατάδικος διάβαζε υπερβολικά πολύ, χωρίς καμία διάκριση. Τη μια φορά μελετούσε φυσικές επιστήμες, την άλλη ζητούσε Μπάυρον ή Σαίξπηρ. Σε μερικά σημειώματα του παρακαλούσε να του στείλουν ταυτόχρονα και χημεία και εγχειρίδιο ιατρικής και μυθιστόρημα και κάποια φιλοσοφική ή θεολογική πραγματεία. Μ’ όλα αυτά τα διαβάσματα που έκανε, έμοιαζε σαν να κολυμπούσε στη θάλασσα, ανάμεσα στα συντρίμμια κάποιου καραβιού, και, επιθυμώντας να σωθεί, πιανόταν άπληστα πότε απ’ το ‘να συντρίμμι και πότε απ’ τ’ άλλο!
Ο γερο-τραπεζίτης θυμόταν όλα αυτά και σκεπτόταν:
«Αύριο στις 12 το μεσημέρι θα είναι ελεύθερος. Κατά τη συμφωνία, υποχρεώνομαι να του πληρώσω δυο εκατομμύρια. Αν το κάνω, για μένα όλα τελειώνουν, θα χρεοκοπήσω οριστικά…». Πριν από δεκαπέντε χρόνια δεν ήξερε κι ο ίδιος πόσα εκατομμύρια είχε, αλλά τώρα φοβόταν να θέσει στον εαυτό του το ερώτημα: Τα λεφτά που είχε ή τα χρέη του ήταν περισσότερα; Το ριψοκίνδυνο χρηματιστηριακό παιχνίδι, οι τολμηρές κερδοσκοπίες και το θερμόαιμο του χαρακτήρα του, απ’ το οποίο δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί ακόμα και στα γεράματα, οδήγησαν λίγο λίγο τις δουλειές του σε παρακμή και ο απαθής, ο επαρμένος, ο περήφανος ζάπλουτος μεταμορφώθηκε σ’ έναν κοινό και μέτριο τραπεζίτη που τρέμει σε κάθε άνοδο και κάθοδο στις αξίες που έπαιρναν τα χρεόγραφα.
— Καταραμένο στοίχημα! μουρμούριζε ο γέρος πιάνοντας με απόγνωση το κεφάλι του. Γιατί δεν πέθανε αυτός ο άνθρωπος; Είναι ακόμα σαράντα χρονών. Θα μου πάρει ό,τι έχω και δεν έχω, θα παντρευτεί, θα απολαύσει τη ζωή, θα παίζει στο χρηματιστήριο, κι εγώ, σαν ζητιάνος, θα βλέπω με ζήλια και θ’ ακούω κάθε μέρα να μου λέει τα ίδια λόγια: «Μένω υπόχρεος απέναντι σας για την ευτυχία μου, επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω!». Ε όχι, αυτό πάει πολύ! Η μοναδική σωτηρία από τη χρεοκοπία και την ντροπή είναι ο θάνατος αυτού του ανθρώπου!
Χτύπησε η ώρα τρεις. Ο τραπεζίτης έβαλε το αυτί του ν’ αφουγκραστεί. Στο σπίτι όλοι κοιμούνταν και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος έξω απ’ τα παράθυρα που έκαναν τα παγωμένα απ’ το κρύο δέντρα. Προσπαθώντας να μη βγάλει ούτε άχνα, πήρε από το χρηματοκιβώτιο το κλειδί της πόρτας, η οποία δεν άνοιξε ποτέ στη διάρκεια δεκαπέντε χρόνων, φόρεσε το παλτό του και βγήκε απ’ το σπίτι. Έξω ήταν σκοτεινά κι έκανε κρύο. Έβρεχε. Στο αλσύλλιο φυσούσε με βουητό δυνατός υγρός αέρας, που έκανε τα δέντρα να γέρνουν ακατάπαυστα μια από δω και μια από κει. Ο τραπεζίτης προσπαθούσε να εντείνει την όραση του, αλλά δεν έβλεπε ούτε γη ούτε άσπρα αγάλματα ούτε δέντρα ούτε την πτέρυγα. Πλησιάζοντας προς το μέρος της, φώναξε δυο φορές το φύλακα. Απάντηση καμία. Ήταν φανερό ότι είχε πάει να καλυφθεί απ’ την κακοκαιρία και τώρα θα κοιμόταν κάπου στην κουζίνα ή στο θερμοκήπιο.
«Αν έχω το κουράγιο να κάνω αυτό που σκοπεύω να κάνω» σκέφτηκε ο γέρος «η υποψία θα πέσει πρώτα απ’ όλα στο φύλακα». Ψηλαφώντας στο σκοτάδι τα σκαλοπάτια και την πόρτα, μπήκε στον προθάλαμο της πτέρυγας. Προχώρησε λίγο χωρίς να βλέπει και βρέθηκε σ’ ένα μικρό διάδρομο. Άναψε ένα σπίρτο. Δεν υπήρχε ψυχή.
Είδε μόνο το κρεβάτι χωρίς στρώμα, ενώ στη γωνιά μαύριζε μια μαντεμένια σόμπα. Οι σφραγίδες στην πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο του φυλακισμένου ήταν άθικτες…
Όταν έσβησε το σπίρτο, ο γέρος, τρέμοντας από την ταραχή, κοίταξε στο παραθυράκι. Μέσα στο δωμάτιο φώτιζε αμυδρά ένα κερί. Ο ίδιος ο φυλακισμένος καθόταν κοντά στο τραπέζι. Φαινόταν μόνο η ράχη του, τα μαλλιά του κεφαλιού και τα πόδια. Πάνω στο τραπέζι, στα δυο καθίσματα και στο χαλί, κοντά στο τραπέζι, βρίσκονταν ανοιχτά βιβλία.
Πέρασαν πέντε λεπτά κι ο φυλακισμένος δεν κουνήθηκε ούτε μια φορά. Τα δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή τον δίδαξαν να κάθεται ακίνητος. Ο τραπεζίτης χτύπησε με το δάχτυλο στο παράθυρο, αλλά ο φυλακισμένος δεν απάντησε στο χτύπο ούτε με μια κίνηση. Ο τραπεζίτης τότε έβγαλε προσεχτικά απ’ την πόρτα τη σφραγίδα κι έβαλε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα. Από τη σκουριασμένη κλειδαριά ακούστηκε ένας βραχνός ήχος και η πόρτα έτριξε. Ο τραπεζίτης περίμενε ότι θ’ ακουστεί αμέσως κραυγή έκπληξης και βήματα, αλλά πέρασαν δυο τρία λεπτά και μέσα ήταν ησυχία όπως πρώτα. Αποφάσισε να μπει στο δωμάτιο.
Στο τραπέζι καθόταν ακίνητος ένας άνθρωπος που δεν έμοιαζε με τους συνηθισμένους ανθρώπους. Ήταν σκελετός τυλιγμένος εφαρμοστά με δέρμα, είχε μακριά, όπως οι γυναίκες, σγουρά μαλλιά και τραχύμαλλη γενειάδα. Το χρώμα στο πρόσωπο του ήταν κίτρινο με χωματένια απόχρωση, τα μάγουλα βαθουλωτά, η ράχη μακρουλή και στενή, και το χέρι με το οποίο κρατούσε το μαλλιαρό του κεφάλι ήταν τόσο λεπτό κι αδύνατο, που, όταν το κοίταζες, ένιωθες φρίκη. Τα μαλλιά του έλαμπαν σαν ασήμι και, κοιτάζοντας το γεροντικό κι εξαντλημένο πρόσωπο, κανένας δε θα πίστευε ότι ήταν μόνο σαράντα χρονών. Κοιμόταν… Μπροστά στο γερμένο κεφάλι του, πάνω στο τραπέζι, ήταν ένα φύλλο χαρτιού, που είχε κάτι γραμμένο με ψιλά γράμματα.
«Απαίσιος άνθρωπος!» σκέφτηκε ο τραπεζίτης.
«Κοιμάται και στα όνειρα του ίσως βλέπει εκατομμύρια! Αρκεί να πάρω αυτόν το μισοπεθαμένο, να τον πετάξω στο κρεβάτι και να τον πνίξω απλά με το μαξιλάρι. Ακόμα και η πιο ευσυνείδητη πραγματογνωμοσύνη δεν πρόκειται να βρει σημάδια βίαιου θανάτου. Αλλά ας κοιτάξουμε πρώτα να δούμε τι γράφει εδώ».
Ο τραπεζίτης πήρε απ’ το τραπέζι το χαρτί και διάβασε τα εξής:
«Αύριο στις 12 το μεσημέρι παίρνω την ελευθερία μου και το δικαίωμα να επικοινωνώ με τους ανθρώπους. Προτού όμως αφήσω αυτό το δωμάτιο και προτού ιδώ τον ήλιο, θεωρώ αναγκαίο να σας πω λίγα λόγια. Με καθαρή τη συνείδηση μπροστά στο Θεό, ο οποίος με βλέπει, σας δηλώνω ότι περιφρονώ και την ελευθερία και τη ζωή και την υγεία και όλα όσα ονομάζονται στα βιβλία σας αγαθά του κόσμου.»
Επί δεκαπέντε χρόνια σπούδασα προσεχτικά τη ζωή. Είναι αλήθεια ότι δεν είδα γη και ανθρώπους, αλλά, διαβάζοντας τα βιβλία σας, γεύτηκα το αρωματικό κρασί, τραγούδησα τραγούδια, κυνήγησα ελάφια κι αγριογούρουνα, αγάπησα γυναίκες… Αιθέριες καλλονές, πλασμένες με τη μαγεία που τους εμφύσησε η μεγαλοφυία των ποιητών σας, μ’ επισκέπτονταν τα βράδια σαν ένα πανάλαφρο σύννεφο και μου έλεγαν ψιθυριστά υπέροχα παραμύθια, με τα οποία μεθούσε το μυαλό μου. Μέσα από τα βιβλία σας σκαρφάλωνα στις κορφές του Έλμπορους και του Μονμπλάν, απ’ όπου τα πρωινά έβλεπα τον ήλιο να ανατέλλει και τα δειλινά να πλημμυρίζει τον ουρανό, τον ωκεανό και τις κορφές των βουνών με το πορφυρό του χρυσάφι. Από κει ψηλά έβλεπα πώς έλαμπαν οι αστραπές, όταν πάνω απ’ το κεφάλι μου χαράκωναν εκτυφλωτικά τα σύννεφα. Έβλεπα πράσινα δάση, λιβάδια, ποτάμια, λίμνες, πόλεις, άκουγα τις Σειρήνες να τραγουδούν και τους βοσκούς να παίζουν τις φλογέρες τους, ψηλάφιζα τα φτερά υπέροχων διαβόλων που έρχονταν πετώντας να μιλήσουμε για το Θεό… Ριχνόμουν μέσα στην απύθμενη άβυσσο των βιβλίων σας, έκανα θαύματα, σκότωνα, έκαιγα πόλεις, έκανα κηρύγματα νέων θρησκειών, κατακτούσα ολόκληρα βασίλεια…»
Τα βιβλία σας μου ‘δωσαν σοφία. Όλα αυτά που για αιώνες δημιουργούσε η ακούραστη ανθρώπινη σκέψη στριμώχτηκαν στο κρανίο μου σ’ ένα μικρό σβόλο. Ξέρω ότι είμαι πιο γνωστικός απ’ όλους σας.
«Περιφρονώ τα βιβλία σας κι όλα τα καλά του κόσμου, περιφρονώ τη σύνεση και τη σοφία. Είναι όλα ασήμαντα, εφήμερα, πλασματικά κι απατηλά, είναι αρρωστημένη φαντασία. Είστε σοφοί και περήφανοι, αλλά ο θάνατος θα σας εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης, ακριβώς όπως θα κάνει και με τα ποντίκια που είναι κάτω από το πάτωμα. Όσο για τους απογόνους σας, την ιστορία, την αθανασία των μεγαλοφυών ανθρώπων σας, θα παγώσουν όλα ή θα καούν κι αυτά μαζί με τη γήινη σφαίρα. »Έχετε χάσει το λογικό σας και δε βαδίζετε στο σωστό δρόμο. Το ψέμα το δέχεστε σαν αλήθεια και την ασχήμια σαν ομορφιά. Θα σας έκανε έκπληξη αν, σαν αποτέλεσμα κάποιων συνθηκών, στις μηλιές και στις πορτοκαλιές μεγάλωναν ξαφνικά, αντί καρπών, βάτραχοι και σαύρες ή αν τα τριαντάφυλλα άρχιζαν να αναδίνουν μυρουδιά ιδρωμένων αλόγων. Εκπλήσσομαι, λοιπόν, με σας, που ανταλλάξατε τον ουρανό με τη γη. Δε θέλω να σας καταλάβω. »Για να σας αποδείξω στην πράξη την περιφρόνηση μου σε κάτι με το οποίο εσείς ζείτε, αρνούμαι να πάρω τα δύο εκατομμύρια, τα οποία κάποτε ονειρευόμουν σαν να ήταν ο παράδεισος και τα οποία τώρα καταφρονώ. Για να αφαιρέσω από τον εαυτό μου το δικαίωμα αυτό, θα βγω από δω πέντε ώρες πριν από το συμφωνημένο χρόνο και, με τον τρόπο αυτό, θα καταπατήσω τη συμφωνία».
Αφού τα διάβασε αυτά, ο τραπεζίτης άφησε το χαρτί στο τραπέζι, φίλησε τον παράξενο άνθρωπο στο κεφάλι, άρχισε να κλαίει και βγήκε από την πτέρυγα.
Ποτέ άλλη φορά, ακόμα κι ύστερα από μεγάλες χασούρες στο χρηματιστήριο, δεν αισθανόταν τέτοια καταφρόνηση για τον εαυτό του όπως τώρα. Όταν έφτασε στο σπίτι ξάπλωσε στο κρεβάτι, αλλά η συγκίνηση και τα κλάματα δεν τον άφηναν να κοιμηθεί για πολλή ώρα…
Την άλλη μέρα το πρωί έτρεξαν χλωμοί οι φύλακες και του ανακοίνωσαν ότι ο άνθρωπος που έμενε στην πτέρυγα βγήκε απ’ το παράθυρο στον κήπο, πήγε στην εξώπορτα κι ύστερα κάπου εξαφανίστηκε.
Ο τραπεζίτης μαζί με τους υπηρέτες πήγε αμέσως στην πτέρυγα και διαπίστωσε την απόδραση του φυλακισμένου του. Για να μην προκληθούν περιττές διαδόσεις, πήρε απ’ το τραπέζι το χαρτί με την απάρνηση και, επιστρέφοντας στο σπίτι του, το κλείδωσε μέσα στο χρηματοκιβώτιο.
Μεταξύ των άλλων μίλησαν και για τη θανατική ποινή. Οι επισκέπτες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν αρκετοί επιστήμονες και δημοσιογράφοι, στην πλειοψηφία τους τάχτηκαν αρνητικά σχετικά με την ποινή του θανάτου. Έβρισκαν ξεπερασμένο αυτό τον τρόπο τιμωρίας, ανάρμοστο και ανήθικο για χριστιανικές κυβερνήσεις. Ορισμένοι υποστήριζαν ότι η θανατική ποινή θα έπρεπε, γενικά και παντού, ν’ αντικατασταθεί με τα ισόβια δεσμά.
— Εγώ δε συμφωνώ μαζί σας, είπε ο οικοδεσπότης. Δε δοκίμασα ούτε τη θανατική ποινή ούτε τα ισόβια δεσμά, αλλά, αν μπορεί κανείς να κρίνει a priori, τότε, κατά τη δική μου γνώμη, η θανατική ποινή είναι ηθικότερη και πιο ανθρωπιστική από τα ισόβια. Η εκτέλεση σκοτώνει αμέσως, αλλά τα ισόβια σκοτώνουν σιγά σιγά. Ποιος δήμιος απ’ τους δυο είναι πιο ανθρωπιστικός; Εκείνος που σας σκοτώνει μέσα σε λίγα λεπτά ή αυτός ο οποίος σας αφαιρεί λίγο λίγο τη ζωή για πολλά χρόνια;
— Και το ένα και το άλλο είναι το ίδιο ανήθικα, παρατήρησε κάποιος απ’ τους επισκέπτες, επειδή έχουν έναν και τον αυτό σκοπό: την αφαίρεση ζωής. Η κυβέρνηση δεν είναι θεός. Δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει εκείνο που δεν μπορεί, αν θελήσει, να δώσει πίσω. Μεταξύ των επισκεπτών ήταν κι ένας νομικός, νέος άνθρωπος, γύρω στα είκοσι πέντε. Όταν του ζήτησαν τη γνώμη, είπε:
— Και η ποινή του θανάτου και τα ισόβια είναι το ίδιο ανήθικα, αλλά, αν μου πρότειναν να διαλέξω ένα από τα δυο, θα διάλεγα βέβαια το δεύτερο. Να ζεις με κάποιον τρόπο είναι καλύτερα από το να μη ζεις.
Η συζήτηση άναψε για τα καλά. Ο τραπεζίτης, που τότε ήταν νεότερος και πιο νευρώδης, έγινε ξαφνικά έξω φρενών, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και φώναξε απευθυνόμενος στο νεαρό νομικό:
— Δεν είναι αλήθεια! Βάζω στοίχημα δυο εκατομμύρια ότι δε θα μένατε στο κελί ούτε πέντε χρόνια.
— Αν το λέτε σοβαρά, απάντησε ο νομικός, βάζω στοίχημα ότι θα μείνω όχι πέντε αλλά δεκαπέντε!
— Δεκαπέντε. Εντάξει! φώναξε ο τραπεζίτης.
Κύριοι, βάζω δυο εκατομμύρια!
— Σύμφωνοι! Εσείς βάζετε τα εκατομμύρια κι εγώ την ελευθερία μου! είπε ο νομικός.
Κι αυτό, λοιπόν, το ανήκουστο και ανόητο στοίχημα μπήκε! Ο τραπεζίτης, μην ξέροντας τότε ούτε κι ο ίδιος πόσα εκατομμύρια έχει, κακομαθημένος κι απερίσκεπτος, ήταν ενθουσιασμένος με το στοίχημα.
Στο δείπνο πείραζε το νομικό κι έλεγε:
— Βάλτε λίγο μυαλό, νεαρέ μου, πριν ακόμα είναι αργά. Για μένα δυο εκατομμύρια δεν είναι τίποτα, εσείς όμως κινδυνεύετε να χάσετε τρία τέσσερα από τα καλύτερα χρόνια της ζωής σας. Λέω τρία τέσσερα γιατί δε θα μείνετε περισσότερο. Μην ξεχνάτε επίσης, κακόμοιρε, ότι η εθελοντική φυλάκιση είναι πολύ πιο βαριά από την υποχρεωτική. Η σκέψη ότι οποιαδήποτε στιγμή έχετε το δικαίωμα να βγείτε έξω ελεύθερος θα δηλητηριάσει όλη σας την ύπαρξη μέσα στο κελί της φυλακής. Σας λυπάμαι!
Ο τραπεζίτης τώρα, βηματίζοντας από τη μια γωνιά στην άλλη, θυμόταν όλ’ αυτά κι αναρωτιόταν:
«Γιατί μπήκε αυτό το στοίχημα; Ποιο το όφελος που ο νομικός έχασε δεκαπέντε χρόνια ζωής, κι εγώ πετάω δυο εκατομμύρια; Μπορεί αυτό να αποδείξει στους ανθρώπους ότι η καταδίκη σε θάνατο είναι χειρότερη ή καλύτερη από τα ισόβια δεσμά; Όχι βέβαια. Μωρολογίες κι ανοησίες. Από τη δική μου πλευρά ήταν μια παραξενιά ανθρώπου που είναι χορτάτος, κι απ’ την πλευρά του νομικού απληστία για λεφτά…».
Θυμήθηκε επίσης αυτά που έγιναν ύστερα από το βράδυ εκείνο. Αποφάσισαν ο νομικός να εκτίσει την εθελοντική ποινή του κάτω από την αυστηρότερη επίβλεψη, σε μία από τις πτέρυγες κοντά στο σπίτι του τραπεζίτη. Συμφώνησαν ότι στη διάρκεια των δεκαπέντε χρόνων δε θα είχε το δικαίωμα να περάσει το κατώφλι της πτέρυγας, να βλέπει ανθρώπους ζωντανούς, ν’ ακούει ανθρώπινες φωνές και να παίρνει γράμματα ή εφημερίδες.
Του επιτρεπόταν να έχει μουσικό όργανο, να διαβάζει βιβλία, να γράφει γράμματα, να πίνει κρασί και να καπνίζει. Με τον έξω κόσμο, σύμφωνα με ειδικό όρο, μπορούσε να επικοινωνεί μόνο χωρίς να μιλάει, μέσα από ένα μικρό παράθυρο φτιαγμένο ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό. Η συμφωνία προέβλεπε ακόμα και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, ώστε να υπάρχει αυστηρή απομόνωση, και υποχρέωνε το νομικό να μείνει στη φυλακή ακριβώς δεκαπέντε χρόνια, από τις 12 το μεσημέρι της 14ης Νοεμβρίου 1870 μέχρι τις 12 το μεσημέρι της 14ης Νοεμβρίου 1885. Η παραμικρή απόπειρα από το νομικό να παραβεί τους όρους, έστω και δυο λεπτά πριν από το τέλος της προθεσμίας, απελευθέρωνε τον τραπεζίτη από την υποχρέωση να του πληρώσει τα δυο εκατομμύρια.
Τον πρώτο χρόνο φυλακής του, κι όσο μπορεί κανείς να κρίνει από τα σύντομα σημειώματα, υπέφερε πολύ από τη μοναξιά και την πλήξη. Από την πτέρυγα, νύχτα και μέρα, ακουγόταν συνεχώς το πιάνο. Κρασί και καπνό αρνήθηκε να πάρει. Το κρασί, έγραφε, διεγείρει τις επιθυμίες, οι οποίες είναι εχθροί του φυλακισμένου. Άλλωστε, να πίνεις ωραίο κρασί και να μη βλέπεις κανέναν, δεν υπάρχει τίποτα πιο πληκτικό. Όσο για τον καπνό, βρομίζει τον αέρα στο δωμάτιο του. Τον πρώτο χρόνο του έστελναν κυρίως βιβλία ελαφρού περιεχομένου. Περίπλοκα ερωτικά μυθιστορήματα, διηγήματα με εγκληματικό και φανταστικό περιεχόμενο, κωμωδίες και άλλα.
Τη δεύτερη χρονιά η μουσική σίγησε στην πτέρυγα κι ο νομικός ζητούσε στα σημειώματα του μόνο κλασικούς. Τον πέμπτο χρόνο ακούστηκε πάλι μουσική κι ο έγκλειστος νομικός παρακάλεσε για κρασί. Εκείνοι που τον παρακολουθούσαν απ’ το παράθυρο έλεγαν ότι ολόκληρη εκείνη τη χρονιά μόνο έτρωγε, έπινε και ξάπλωνε στο στρώμα, συχνά χασμουριόταν και μιλούσε θυμωμένα με τον εαυτό του. Βιβλία δε διάβαζε. Μερικές φορές καθόταν τις νύχτες να γράψει. Έγραφε για πολλή ώρα και, κοντά στα ξημερώματα, έσκιζε σε μικρά κομμάτια όλα όσα είχε γράψει. Άλλες φορές τον άκουγαν που έκλαιγε.
Στο δεύτερο μισό του έκτου χρόνου ο φυλακισμένος ασχολήθηκε επίμονα με τη μελέτη γλωσσών, φιλοσοφίας και ιστορίας. Ρίχτηκε με τα μούτρα στη μελέτη αυτών των επιστημών, τόσο, που ο τραπεζίτης μόλις προλάβαινε να του στέλνει βιβλία. Μέσα σε τέσσερα χρόνια ζήτησε και του ‘στειλαν γύρω στους εξακόσιους τόμους. Κατά την περίοδο αυτής της μανίας ο τραπεζίτης, μεταξύ των άλλων, έλαβε από τον κατάδικό του το εξής γράμμα:
«Αγαπητέ μου δεσμοφύλακα! Σας γράφω αυτές τις γραμμές σε έξι γλώσσες. Δείξτε τις στους ειδικούς κι ας τις διαβάσουν. Αν δε βρουν κανένα λάθος, τότε, πολύ θα σας παρακαλούσα, προστάξτε να πυροβολήσουν στον κήπο με το ντουφέκι. Ο πυροβολισμός αυτός θα μου πει ότι οι προσπάθειές μου δεν πήγαν χαμένες. Οι μεγαλοφυίες όλων των εποχών και όλων των χωρών του κόσμου μιλούν σε διαφορετικές γλώσσες, αλλά μέσα σ’ όλους καίει μία και μόνη φλόγα. Ω, αν ξέρατε ποια ουράνια ευτυχία δοκιμάζει τώρα η ψυχή μου που ξέρω πώς να τους καταλάβω! ».
Η επιθυμία του κατάδικου εκπληρώθηκε και ο τραπεζίτης πρόσταξε να πυροβολήσουν στον κήπο δυο φορές. Στη συνέχεια, μετά το δέκατο χρόνο, ο νομικός καθόταν ακίνητος στο τραπέζι και διάβαζε μόνο το Ευαγγέλιο. Στον τραπεζίτη φαινόταν περίεργο που ένας άνθρωπος ο οποίος κατάφερε να διαβάσει σε τέσσερα χρόνια εξακόσιους δύσκολους τόμους χρειάστηκε ένα σχεδόν χρόνο για να διαβάσει ένα ευκολονόητο και όχι χοντρό βιβλίο. Μετά το Ευαγγέλιο πήραν σειρά η ιστορία των θρησκειών και η θεολογία.
Τα τελευταία δυο χρόνια της φυλάκισης ο κατάδικος διάβαζε υπερβολικά πολύ, χωρίς καμία διάκριση. Τη μια φορά μελετούσε φυσικές επιστήμες, την άλλη ζητούσε Μπάυρον ή Σαίξπηρ. Σε μερικά σημειώματα του παρακαλούσε να του στείλουν ταυτόχρονα και χημεία και εγχειρίδιο ιατρικής και μυθιστόρημα και κάποια φιλοσοφική ή θεολογική πραγματεία. Μ’ όλα αυτά τα διαβάσματα που έκανε, έμοιαζε σαν να κολυμπούσε στη θάλασσα, ανάμεσα στα συντρίμμια κάποιου καραβιού, και, επιθυμώντας να σωθεί, πιανόταν άπληστα πότε απ’ το ‘να συντρίμμι και πότε απ’ τ’ άλλο!
Ο γερο-τραπεζίτης θυμόταν όλα αυτά και σκεπτόταν:
«Αύριο στις 12 το μεσημέρι θα είναι ελεύθερος. Κατά τη συμφωνία, υποχρεώνομαι να του πληρώσω δυο εκατομμύρια. Αν το κάνω, για μένα όλα τελειώνουν, θα χρεοκοπήσω οριστικά…». Πριν από δεκαπέντε χρόνια δεν ήξερε κι ο ίδιος πόσα εκατομμύρια είχε, αλλά τώρα φοβόταν να θέσει στον εαυτό του το ερώτημα: Τα λεφτά που είχε ή τα χρέη του ήταν περισσότερα; Το ριψοκίνδυνο χρηματιστηριακό παιχνίδι, οι τολμηρές κερδοσκοπίες και το θερμόαιμο του χαρακτήρα του, απ’ το οποίο δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί ακόμα και στα γεράματα, οδήγησαν λίγο λίγο τις δουλειές του σε παρακμή και ο απαθής, ο επαρμένος, ο περήφανος ζάπλουτος μεταμορφώθηκε σ’ έναν κοινό και μέτριο τραπεζίτη που τρέμει σε κάθε άνοδο και κάθοδο στις αξίες που έπαιρναν τα χρεόγραφα.
— Καταραμένο στοίχημα! μουρμούριζε ο γέρος πιάνοντας με απόγνωση το κεφάλι του. Γιατί δεν πέθανε αυτός ο άνθρωπος; Είναι ακόμα σαράντα χρονών. Θα μου πάρει ό,τι έχω και δεν έχω, θα παντρευτεί, θα απολαύσει τη ζωή, θα παίζει στο χρηματιστήριο, κι εγώ, σαν ζητιάνος, θα βλέπω με ζήλια και θ’ ακούω κάθε μέρα να μου λέει τα ίδια λόγια: «Μένω υπόχρεος απέναντι σας για την ευτυχία μου, επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω!». Ε όχι, αυτό πάει πολύ! Η μοναδική σωτηρία από τη χρεοκοπία και την ντροπή είναι ο θάνατος αυτού του ανθρώπου!
Χτύπησε η ώρα τρεις. Ο τραπεζίτης έβαλε το αυτί του ν’ αφουγκραστεί. Στο σπίτι όλοι κοιμούνταν και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος έξω απ’ τα παράθυρα που έκαναν τα παγωμένα απ’ το κρύο δέντρα. Προσπαθώντας να μη βγάλει ούτε άχνα, πήρε από το χρηματοκιβώτιο το κλειδί της πόρτας, η οποία δεν άνοιξε ποτέ στη διάρκεια δεκαπέντε χρόνων, φόρεσε το παλτό του και βγήκε απ’ το σπίτι. Έξω ήταν σκοτεινά κι έκανε κρύο. Έβρεχε. Στο αλσύλλιο φυσούσε με βουητό δυνατός υγρός αέρας, που έκανε τα δέντρα να γέρνουν ακατάπαυστα μια από δω και μια από κει. Ο τραπεζίτης προσπαθούσε να εντείνει την όραση του, αλλά δεν έβλεπε ούτε γη ούτε άσπρα αγάλματα ούτε δέντρα ούτε την πτέρυγα. Πλησιάζοντας προς το μέρος της, φώναξε δυο φορές το φύλακα. Απάντηση καμία. Ήταν φανερό ότι είχε πάει να καλυφθεί απ’ την κακοκαιρία και τώρα θα κοιμόταν κάπου στην κουζίνα ή στο θερμοκήπιο.
«Αν έχω το κουράγιο να κάνω αυτό που σκοπεύω να κάνω» σκέφτηκε ο γέρος «η υποψία θα πέσει πρώτα απ’ όλα στο φύλακα». Ψηλαφώντας στο σκοτάδι τα σκαλοπάτια και την πόρτα, μπήκε στον προθάλαμο της πτέρυγας. Προχώρησε λίγο χωρίς να βλέπει και βρέθηκε σ’ ένα μικρό διάδρομο. Άναψε ένα σπίρτο. Δεν υπήρχε ψυχή.
Είδε μόνο το κρεβάτι χωρίς στρώμα, ενώ στη γωνιά μαύριζε μια μαντεμένια σόμπα. Οι σφραγίδες στην πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο του φυλακισμένου ήταν άθικτες…
Όταν έσβησε το σπίρτο, ο γέρος, τρέμοντας από την ταραχή, κοίταξε στο παραθυράκι. Μέσα στο δωμάτιο φώτιζε αμυδρά ένα κερί. Ο ίδιος ο φυλακισμένος καθόταν κοντά στο τραπέζι. Φαινόταν μόνο η ράχη του, τα μαλλιά του κεφαλιού και τα πόδια. Πάνω στο τραπέζι, στα δυο καθίσματα και στο χαλί, κοντά στο τραπέζι, βρίσκονταν ανοιχτά βιβλία.
Πέρασαν πέντε λεπτά κι ο φυλακισμένος δεν κουνήθηκε ούτε μια φορά. Τα δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή τον δίδαξαν να κάθεται ακίνητος. Ο τραπεζίτης χτύπησε με το δάχτυλο στο παράθυρο, αλλά ο φυλακισμένος δεν απάντησε στο χτύπο ούτε με μια κίνηση. Ο τραπεζίτης τότε έβγαλε προσεχτικά απ’ την πόρτα τη σφραγίδα κι έβαλε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα. Από τη σκουριασμένη κλειδαριά ακούστηκε ένας βραχνός ήχος και η πόρτα έτριξε. Ο τραπεζίτης περίμενε ότι θ’ ακουστεί αμέσως κραυγή έκπληξης και βήματα, αλλά πέρασαν δυο τρία λεπτά και μέσα ήταν ησυχία όπως πρώτα. Αποφάσισε να μπει στο δωμάτιο.
Στο τραπέζι καθόταν ακίνητος ένας άνθρωπος που δεν έμοιαζε με τους συνηθισμένους ανθρώπους. Ήταν σκελετός τυλιγμένος εφαρμοστά με δέρμα, είχε μακριά, όπως οι γυναίκες, σγουρά μαλλιά και τραχύμαλλη γενειάδα. Το χρώμα στο πρόσωπο του ήταν κίτρινο με χωματένια απόχρωση, τα μάγουλα βαθουλωτά, η ράχη μακρουλή και στενή, και το χέρι με το οποίο κρατούσε το μαλλιαρό του κεφάλι ήταν τόσο λεπτό κι αδύνατο, που, όταν το κοίταζες, ένιωθες φρίκη. Τα μαλλιά του έλαμπαν σαν ασήμι και, κοιτάζοντας το γεροντικό κι εξαντλημένο πρόσωπο, κανένας δε θα πίστευε ότι ήταν μόνο σαράντα χρονών. Κοιμόταν… Μπροστά στο γερμένο κεφάλι του, πάνω στο τραπέζι, ήταν ένα φύλλο χαρτιού, που είχε κάτι γραμμένο με ψιλά γράμματα.
«Απαίσιος άνθρωπος!» σκέφτηκε ο τραπεζίτης.
«Κοιμάται και στα όνειρα του ίσως βλέπει εκατομμύρια! Αρκεί να πάρω αυτόν το μισοπεθαμένο, να τον πετάξω στο κρεβάτι και να τον πνίξω απλά με το μαξιλάρι. Ακόμα και η πιο ευσυνείδητη πραγματογνωμοσύνη δεν πρόκειται να βρει σημάδια βίαιου θανάτου. Αλλά ας κοιτάξουμε πρώτα να δούμε τι γράφει εδώ».
Ο τραπεζίτης πήρε απ’ το τραπέζι το χαρτί και διάβασε τα εξής:
«Αύριο στις 12 το μεσημέρι παίρνω την ελευθερία μου και το δικαίωμα να επικοινωνώ με τους ανθρώπους. Προτού όμως αφήσω αυτό το δωμάτιο και προτού ιδώ τον ήλιο, θεωρώ αναγκαίο να σας πω λίγα λόγια. Με καθαρή τη συνείδηση μπροστά στο Θεό, ο οποίος με βλέπει, σας δηλώνω ότι περιφρονώ και την ελευθερία και τη ζωή και την υγεία και όλα όσα ονομάζονται στα βιβλία σας αγαθά του κόσμου.»
Επί δεκαπέντε χρόνια σπούδασα προσεχτικά τη ζωή. Είναι αλήθεια ότι δεν είδα γη και ανθρώπους, αλλά, διαβάζοντας τα βιβλία σας, γεύτηκα το αρωματικό κρασί, τραγούδησα τραγούδια, κυνήγησα ελάφια κι αγριογούρουνα, αγάπησα γυναίκες… Αιθέριες καλλονές, πλασμένες με τη μαγεία που τους εμφύσησε η μεγαλοφυία των ποιητών σας, μ’ επισκέπτονταν τα βράδια σαν ένα πανάλαφρο σύννεφο και μου έλεγαν ψιθυριστά υπέροχα παραμύθια, με τα οποία μεθούσε το μυαλό μου. Μέσα από τα βιβλία σας σκαρφάλωνα στις κορφές του Έλμπορους και του Μονμπλάν, απ’ όπου τα πρωινά έβλεπα τον ήλιο να ανατέλλει και τα δειλινά να πλημμυρίζει τον ουρανό, τον ωκεανό και τις κορφές των βουνών με το πορφυρό του χρυσάφι. Από κει ψηλά έβλεπα πώς έλαμπαν οι αστραπές, όταν πάνω απ’ το κεφάλι μου χαράκωναν εκτυφλωτικά τα σύννεφα. Έβλεπα πράσινα δάση, λιβάδια, ποτάμια, λίμνες, πόλεις, άκουγα τις Σειρήνες να τραγουδούν και τους βοσκούς να παίζουν τις φλογέρες τους, ψηλάφιζα τα φτερά υπέροχων διαβόλων που έρχονταν πετώντας να μιλήσουμε για το Θεό… Ριχνόμουν μέσα στην απύθμενη άβυσσο των βιβλίων σας, έκανα θαύματα, σκότωνα, έκαιγα πόλεις, έκανα κηρύγματα νέων θρησκειών, κατακτούσα ολόκληρα βασίλεια…»
Τα βιβλία σας μου ‘δωσαν σοφία. Όλα αυτά που για αιώνες δημιουργούσε η ακούραστη ανθρώπινη σκέψη στριμώχτηκαν στο κρανίο μου σ’ ένα μικρό σβόλο. Ξέρω ότι είμαι πιο γνωστικός απ’ όλους σας.
«Περιφρονώ τα βιβλία σας κι όλα τα καλά του κόσμου, περιφρονώ τη σύνεση και τη σοφία. Είναι όλα ασήμαντα, εφήμερα, πλασματικά κι απατηλά, είναι αρρωστημένη φαντασία. Είστε σοφοί και περήφανοι, αλλά ο θάνατος θα σας εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης, ακριβώς όπως θα κάνει και με τα ποντίκια που είναι κάτω από το πάτωμα. Όσο για τους απογόνους σας, την ιστορία, την αθανασία των μεγαλοφυών ανθρώπων σας, θα παγώσουν όλα ή θα καούν κι αυτά μαζί με τη γήινη σφαίρα. »Έχετε χάσει το λογικό σας και δε βαδίζετε στο σωστό δρόμο. Το ψέμα το δέχεστε σαν αλήθεια και την ασχήμια σαν ομορφιά. Θα σας έκανε έκπληξη αν, σαν αποτέλεσμα κάποιων συνθηκών, στις μηλιές και στις πορτοκαλιές μεγάλωναν ξαφνικά, αντί καρπών, βάτραχοι και σαύρες ή αν τα τριαντάφυλλα άρχιζαν να αναδίνουν μυρουδιά ιδρωμένων αλόγων. Εκπλήσσομαι, λοιπόν, με σας, που ανταλλάξατε τον ουρανό με τη γη. Δε θέλω να σας καταλάβω. »Για να σας αποδείξω στην πράξη την περιφρόνηση μου σε κάτι με το οποίο εσείς ζείτε, αρνούμαι να πάρω τα δύο εκατομμύρια, τα οποία κάποτε ονειρευόμουν σαν να ήταν ο παράδεισος και τα οποία τώρα καταφρονώ. Για να αφαιρέσω από τον εαυτό μου το δικαίωμα αυτό, θα βγω από δω πέντε ώρες πριν από το συμφωνημένο χρόνο και, με τον τρόπο αυτό, θα καταπατήσω τη συμφωνία».
Αφού τα διάβασε αυτά, ο τραπεζίτης άφησε το χαρτί στο τραπέζι, φίλησε τον παράξενο άνθρωπο στο κεφάλι, άρχισε να κλαίει και βγήκε από την πτέρυγα.
Ποτέ άλλη φορά, ακόμα κι ύστερα από μεγάλες χασούρες στο χρηματιστήριο, δεν αισθανόταν τέτοια καταφρόνηση για τον εαυτό του όπως τώρα. Όταν έφτασε στο σπίτι ξάπλωσε στο κρεβάτι, αλλά η συγκίνηση και τα κλάματα δεν τον άφηναν να κοιμηθεί για πολλή ώρα…
Την άλλη μέρα το πρωί έτρεξαν χλωμοί οι φύλακες και του ανακοίνωσαν ότι ο άνθρωπος που έμενε στην πτέρυγα βγήκε απ’ το παράθυρο στον κήπο, πήγε στην εξώπορτα κι ύστερα κάπου εξαφανίστηκε.
Ο τραπεζίτης μαζί με τους υπηρέτες πήγε αμέσως στην πτέρυγα και διαπίστωσε την απόδραση του φυλακισμένου του. Για να μην προκληθούν περιττές διαδόσεις, πήρε απ’ το τραπέζι το χαρτί με την απάρνηση και, επιστρέφοντας στο σπίτι του, το κλείδωσε μέσα στο χρηματοκιβώτιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου