ΘΕΡΑΠΩΝ
Πενθεῦ, πάρεσμεν τήνδ᾽ ἄγραν ἠγρευκότες
435 ἐφ᾽ ἣν ἔπεμψας, οὐδ᾽ ἄκρανθ᾽ ὡρμήσαμεν.
ὁ θὴρ δ᾽ ὅδ᾽ ἡμῖν πρᾶος οὐδ᾽ ὑπέσπασεν
φυγῆι πόδ᾽, ἀλλ᾽ ἔδωκεν οὐκ ἄκων χέρας,
οὐκ ὠχρός, οὐδ᾽ ἤλλαξεν οἰνωπὸν γένυν,
γελῶν δὲ καὶ δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο
440 ἔμενέ τε, τοὐμὸν εὐτρεπὲς ποιούμενος.
κἀγὼ δι᾽ αἰδοῦς εἶπον· Ὦ ξέν᾽, οὐχ ἑκὼν
ἄγω σε, Πενθέως δ᾽ ὅς μ᾽ ἔπεμψ᾽ ἐπιστολαῖς.
ἃς δ᾽ αὖ σὺ βάκχας εἷρξας, ἃς συνήρπασας
κἄδησας ἐν δεσμοῖσι πανδήμου στέγης,
445 φροῦδαί γ᾽ ἐκεῖναι λελυμέναι πρὸς ὀργάδας
σκιρτῶσι Βρόμιον ἀνακαλούμεναι θεόν·
αὐτόματα δ᾽ αὐταῖς δεσμὰ διελύθη ποδῶν
κλῆιδές τ᾽ ἀνῆκαν θύρετρ᾽ ἄνευ θνητῆς χερός.
πολλῶν δ᾽ ὅδ᾽ ἁνὴρ θαυμάτων ἥκει πλέως
450 ἐς τάσδε Θήβας. σοὶ δὲ τἄλλα χρὴ μέλειν.
ΠΕ. μέθεσθε χειρῶν τοῦδ᾽· ἐν ἄρκυσιν γὰρ ὢν
οὐκ ἔστιν οὕτως ὠκὺς ὥστε μ᾽ ἐκφυγεῖν.
ἀτὰρ τὸ μὲν σῶμ᾽ οὐκ ἄμορφος εἶ, ξένε,
ὡς ἐς γυναῖκας, ἐφ᾽ ὅπερ ἐς Θήβας πάρει·
455 πλόκαμός τε γάρ σου ταναὸς οὐ πάλης ὕπο,
γένυν παρ᾽ αὐτὴν κεχυμένος, πόθου πλέως·
λευκὴν δὲ χροιὰν ἐκ παρασκευῆς ἔχεις,
οὐχ ἡλίου βολαῖσιν ἀλλ᾽ ὑπὸ σκιᾶς
τὴν Ἀφροδίτην καλλονῆι θηρώμενος.
460 πρῶτον μὲν οὖν μοι λέξον ὅστις εἶ γένος.
***
ΘΕΡΑΠΩΝ
Πενθέα, ήρθαμε.
435 Μας έστειλες να κυνηγήσουμε το θήραμα. Ιδού, το πιάσαμε.
Δεν πήγε χαμένος ο κόπος.
Σταθήκαμε τυχεροί. Ήτανε ήμερο το αγρίμι.
Δεν προσπάθησε να ξεφύγει. Άπλωσε πρόθυμο τα χέρια.
Δε χλόμιασε. Η λάμψη του προσώπου του δεν έσβησε.
Γελώντας άφησε και να τον δέσουμε και να τον πάρουμε.
440 Ασάλευτος έμενε, σαν να ᾽θελε να με απαλλάξει από τον κόπο.
Εγώ ντράπηκα και του είπα: «Ξένε,
σε συλλαμβάνω χωρίς να το θέλω. Ο Πενθέας με διέταξε.»
Και οι Βάκχες,
που τις φυλάκισες,
που τις άρπαξες,
που τις έριξες στο δεσμωτήριο αλυσοδεμένες,
445 ελευθερώθηκαν, δραπέτευσαν·
πλανιόνται σε βουνά και σε φαράγγια,
βοούν, καλούν θεό τον Διόνυσο.
Τα δεσμά στα πόδια τους λύθηκαν μόνα τους.
Οι κλειδωμένες πύλες άνοιξαν, χωρίς να τις αγγίξει χέρι ανθρώπου.
450 Αυτός ο ξένος ήρθε στη Θήβα γεμάτος θαύματα.
Τα άλλα χρέος δικό σου.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Αφήστε του τα χέρια.
Τώρα που πιάστηκε στα δίχτυα, δεν ξεφεύγει.
Τόσο γρήγορος δεν είναι.
Πάντως, ξένε, δε σου λείπει η ομορφιά
—τουλάχιστον η ομορφιά που γοητεύει τις γυναίκες.
Άλλωστε, γι᾽ αυτές δε βρίσκεσαι στη Θήβα;
455 Τα μαλλιά σου είναι μακριά· δεν ξέρουν τί θα πει πάλη·
οι βόστρυχοι χύνονται στους ώμους,
αγγίζουν το μάγουλό σου
γεμάτοι πόθο.
Το δέρμα σου το κρατάς λευκό, το φροντίζεις.
Φοβάσαι το βλέμμα του ήλιου· στη σκιά
κυνηγάς την Αφροδίτη με το κάλλος σου.
460 Πες μου, λοιπόν, πρώτα: ποιός είσαι; ποιά η γενιά σου;
Πενθεῦ, πάρεσμεν τήνδ᾽ ἄγραν ἠγρευκότες
435 ἐφ᾽ ἣν ἔπεμψας, οὐδ᾽ ἄκρανθ᾽ ὡρμήσαμεν.
ὁ θὴρ δ᾽ ὅδ᾽ ἡμῖν πρᾶος οὐδ᾽ ὑπέσπασεν
φυγῆι πόδ᾽, ἀλλ᾽ ἔδωκεν οὐκ ἄκων χέρας,
οὐκ ὠχρός, οὐδ᾽ ἤλλαξεν οἰνωπὸν γένυν,
γελῶν δὲ καὶ δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο
440 ἔμενέ τε, τοὐμὸν εὐτρεπὲς ποιούμενος.
κἀγὼ δι᾽ αἰδοῦς εἶπον· Ὦ ξέν᾽, οὐχ ἑκὼν
ἄγω σε, Πενθέως δ᾽ ὅς μ᾽ ἔπεμψ᾽ ἐπιστολαῖς.
ἃς δ᾽ αὖ σὺ βάκχας εἷρξας, ἃς συνήρπασας
κἄδησας ἐν δεσμοῖσι πανδήμου στέγης,
445 φροῦδαί γ᾽ ἐκεῖναι λελυμέναι πρὸς ὀργάδας
σκιρτῶσι Βρόμιον ἀνακαλούμεναι θεόν·
αὐτόματα δ᾽ αὐταῖς δεσμὰ διελύθη ποδῶν
κλῆιδές τ᾽ ἀνῆκαν θύρετρ᾽ ἄνευ θνητῆς χερός.
πολλῶν δ᾽ ὅδ᾽ ἁνὴρ θαυμάτων ἥκει πλέως
450 ἐς τάσδε Θήβας. σοὶ δὲ τἄλλα χρὴ μέλειν.
ΠΕ. μέθεσθε χειρῶν τοῦδ᾽· ἐν ἄρκυσιν γὰρ ὢν
οὐκ ἔστιν οὕτως ὠκὺς ὥστε μ᾽ ἐκφυγεῖν.
ἀτὰρ τὸ μὲν σῶμ᾽ οὐκ ἄμορφος εἶ, ξένε,
ὡς ἐς γυναῖκας, ἐφ᾽ ὅπερ ἐς Θήβας πάρει·
455 πλόκαμός τε γάρ σου ταναὸς οὐ πάλης ὕπο,
γένυν παρ᾽ αὐτὴν κεχυμένος, πόθου πλέως·
λευκὴν δὲ χροιὰν ἐκ παρασκευῆς ἔχεις,
οὐχ ἡλίου βολαῖσιν ἀλλ᾽ ὑπὸ σκιᾶς
τὴν Ἀφροδίτην καλλονῆι θηρώμενος.
460 πρῶτον μὲν οὖν μοι λέξον ὅστις εἶ γένος.
***
ΘΕΡΑΠΩΝ
Πενθέα, ήρθαμε.
435 Μας έστειλες να κυνηγήσουμε το θήραμα. Ιδού, το πιάσαμε.
Δεν πήγε χαμένος ο κόπος.
Σταθήκαμε τυχεροί. Ήτανε ήμερο το αγρίμι.
Δεν προσπάθησε να ξεφύγει. Άπλωσε πρόθυμο τα χέρια.
Δε χλόμιασε. Η λάμψη του προσώπου του δεν έσβησε.
Γελώντας άφησε και να τον δέσουμε και να τον πάρουμε.
440 Ασάλευτος έμενε, σαν να ᾽θελε να με απαλλάξει από τον κόπο.
Εγώ ντράπηκα και του είπα: «Ξένε,
σε συλλαμβάνω χωρίς να το θέλω. Ο Πενθέας με διέταξε.»
Και οι Βάκχες,
που τις φυλάκισες,
που τις άρπαξες,
που τις έριξες στο δεσμωτήριο αλυσοδεμένες,
445 ελευθερώθηκαν, δραπέτευσαν·
πλανιόνται σε βουνά και σε φαράγγια,
βοούν, καλούν θεό τον Διόνυσο.
Τα δεσμά στα πόδια τους λύθηκαν μόνα τους.
Οι κλειδωμένες πύλες άνοιξαν, χωρίς να τις αγγίξει χέρι ανθρώπου.
450 Αυτός ο ξένος ήρθε στη Θήβα γεμάτος θαύματα.
Τα άλλα χρέος δικό σου.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Αφήστε του τα χέρια.
Τώρα που πιάστηκε στα δίχτυα, δεν ξεφεύγει.
Τόσο γρήγορος δεν είναι.
Πάντως, ξένε, δε σου λείπει η ομορφιά
—τουλάχιστον η ομορφιά που γοητεύει τις γυναίκες.
Άλλωστε, γι᾽ αυτές δε βρίσκεσαι στη Θήβα;
455 Τα μαλλιά σου είναι μακριά· δεν ξέρουν τί θα πει πάλη·
οι βόστρυχοι χύνονται στους ώμους,
αγγίζουν το μάγουλό σου
γεμάτοι πόθο.
Το δέρμα σου το κρατάς λευκό, το φροντίζεις.
Φοβάσαι το βλέμμα του ήλιου· στη σκιά
κυνηγάς την Αφροδίτη με το κάλλος σου.
460 Πες μου, λοιπόν, πρώτα: ποιός είσαι; ποιά η γενιά σου;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου