370 ΧΟ. Ὁσία πότνα θεῶν, [στρ. α]
Ὁσία δ᾽ ἃ κατὰ γᾶν
χρυσέαι πτέρυγι φέρηι,
τάδε Πενθέως ἀίεις;
ἀίεις οὐχ ὁσίαν
375 ὕβριν ἐς τὸν Βρόμιον, τὸν
Σεμέλας, τὸν παρὰ καλλι-
στεφάνοις εὐφροσύναις δαί-
μονα πρῶτον μακάρων; ὃς τάδ᾽ ἔχει,
θιασεύειν τε χοροῖς
380 μετά τ᾽ αὐλοῦ γελάσαι
ἀποπαῦσαί τε μερίμνας,
ὁπόταν βότρυος ἔλθηι
γάνος ἐν δαιτὶ θεῶν, κισ-
σοφόροις δ᾽ ἐν θαλίαις ἀν-
δράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβάλληι.
385
ἀχαλίνων στομάτων [ἀντ. α]
ἀνόμου τ᾽ ἀφροσύνας
τὸ τέλος δυστυχία·
ὁ δὲ τᾶς ἡσυχίας
390 βίοτος καὶ τὸ φρονεῖν
ἀσάλευτόν τε μένει καὶ
ξυνέχει δώματα· πόρσω
γὰρ ὅμως αἰθέρα ναίον-
τες ὁρῶσιν τὰ βροτῶν οὐρανίδαι.
395 τὸ σοφὸν δ᾽ οὐ σοφία,
τό τε μὴ θνατὰ φρονεῖν
βραχὺς αἰών· ἐπὶ τούτωι
δὲ τίς ἂν μεγάλα διώκων
τὰ παρόντ᾽ οὐχὶ φέροι; μαι-
400 νομένων οἵδε τρόποι καὶ
κακοβούλων παρ᾽ ἔμοιγε φωτῶν.
ἱκοίμαν ποτὶ Κύπρον, [στρ. β]
νᾶσον τᾶς Ἀφροδίτας,
ἵν᾽ οἱ θελξίφρονες νέμον-
405 ται θνατοῖσιν Ἔρωτες
Πάφον, τὰν ἑκατόστομοι
βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ
καρπίζουσιν ἄνομβροι,
οὗ θ᾽ ἁ καλλιστευομένα
410 Πιερία, μούσειος ἕδρα,
σεμνὰ κλειτὺς Ὀλύμπου·
ἐκεῖσ᾽ ἄγε με, Βρόμιε Βρόμιε,
πρόβακχ᾽ εὔιε δαῖμον.
415 ἐκεῖ Χάριτες, ἐκεῖ δὲ Πόθος, ἐκεῖ δὲ βάκ-
χαις θέμις ὀργιάζειν.
ὁ δαίμων ὁ Διὸς παῖς [ἀντ. β]
χαίρει μὲν θαλίαισιν,
φιλεῖ δ᾽ ὀλβοδότειραν Εἰ-
420 ρήναν, κουροτρόφον θεάν.
ἴσαν δ᾽ ἔς τε τὸν ὄλβιον
τόν τε χείρονα δῶκ᾽ ἔχειν
οἴνου τέρψιν ἄλυπον·
μισεῖ δ᾽ ὧι μὴ ταῦτα μέλει,
425 κατὰ φάος νύκτας τε φίλας
εὐαίωνα διαζῆν,
†σοφὰν δ᾽ ἀπέχειν πραπίδα φρένα τε
περισσῶν παρὰ φωτῶν†.
430 τὸ πλῆθος ὅτι τὸ φαυλότερον ἐνόμισε χρῆ-
ταί τε, τόδ᾽ ἂν δεχοίμαν.
***
ΧΟΡΟΣ
370 Οσιότητα, δέσποινα των ουρανών,
Οσιότητα, που φέρνεις τα χρυσά φτερά σου πάνω στη γη,
άκουσες τί είπε ο Πενθέας;
375 Άκουσες την ανόσια ύβρη για τον Διόνυσο, τον γιο της Σεμέλης,
τον θεό τον πρώτο στις καλλιστέφανες γιορτές;
Εκείνος είναι που ορίζει
380 να δένεσαι στο χορό με το θίασο,
να γελάς όταν παίζει ο αυλός
και οι πίκρες να σβήνουν,
όταν έρχεται λαμπερό κρασί στα δείπνα των θεών
385 και ο κρατήρας,
σε γιορτές που τις στέφει ο κισσός,
βυθίζει στον ύπνο τους άντρες.
Αχαλίνωτα στόματα,
άνομη αφροσύνη,
το τέλος δυστυχία.
390 Ο ήσυχος βίος και η φρόνηση
ασάλευτα μένουν και στηρίζουν τα σπίτια.
Μακριά ζουν στον αιθέρα,
όμως βλέπουν οι ουράνιοι
όσα πράττει ο θνητός.
395 Το σοφόν δεν είναι σοφία.
Αν στοχάζεσαι υπέρ άνθρωπον,
βραχύς ο βίος.
Όποιος κυνηγά τα μεγάλα
χάνει τα καθημερνά.
400 Αυτοί, θαρρώ, είναι τρόποι ανθρώπων
μαινομένων και αστόχαστων.
Ας γινόταν να έφτανα στην Κύπρο,
τη γη της Αφροδίτης,
όπου πλανώνται οι έρωτες,
405 που μαγεύουν τις καρδιές των θνητών.
Στην Πάφο,
που την καρπίζουν, χωρίς βροχή,
του ξένου ποταμού οι εκατόστομες ροές.
Και κει που απλώνεται η θεσπέσια Πιερία,
410 ο τόπος των Μουσών, η σεπτή πλαγιά του Ολύμπου.
Εκεί οδήγησέ με, Διόνυσε Διόνυσε,
κορυφαίε των χορών μου και θεέ των ευάν.
Εκεί ζουν οι Χάριτες,
415 εκεί ο Πόθος.
Εκεί και οι βάκχες ελεύθερες
να τελούν τα όργια.
Ο θεός, ο υιός του Διός,
χαίρεται τις γιορτές.
Αγαπάει την Ειρήνη,
420 τη θεά που χαρίζει τον πλούτο και τρέφει τους άντρες.
Ίση σε πλούσιο και φτωχό
έδωσε την τέρψη του οίνου
που διώχνει τη λύπη.
Και μισεί αυτόν που δε νοιάζεται
425 μέσα στο φως και τις γλυκιές τις νύχτες
ευλογημένη ζωή να περνά ως τα τέλη
και με φρόνηση
νου και καρδιά μακριά να κρατάει
από ανθρώπους υπέρσοφους.
430 Ό,τι ο λαός ο απλός σεβάστηκε
και το πιστεύει
να το δεχθώ.
Ὁσία δ᾽ ἃ κατὰ γᾶν
χρυσέαι πτέρυγι φέρηι,
τάδε Πενθέως ἀίεις;
ἀίεις οὐχ ὁσίαν
375 ὕβριν ἐς τὸν Βρόμιον, τὸν
Σεμέλας, τὸν παρὰ καλλι-
στεφάνοις εὐφροσύναις δαί-
μονα πρῶτον μακάρων; ὃς τάδ᾽ ἔχει,
θιασεύειν τε χοροῖς
380 μετά τ᾽ αὐλοῦ γελάσαι
ἀποπαῦσαί τε μερίμνας,
ὁπόταν βότρυος ἔλθηι
γάνος ἐν δαιτὶ θεῶν, κισ-
σοφόροις δ᾽ ἐν θαλίαις ἀν-
δράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβάλληι.
385
ἀχαλίνων στομάτων [ἀντ. α]
ἀνόμου τ᾽ ἀφροσύνας
τὸ τέλος δυστυχία·
ὁ δὲ τᾶς ἡσυχίας
390 βίοτος καὶ τὸ φρονεῖν
ἀσάλευτόν τε μένει καὶ
ξυνέχει δώματα· πόρσω
γὰρ ὅμως αἰθέρα ναίον-
τες ὁρῶσιν τὰ βροτῶν οὐρανίδαι.
395 τὸ σοφὸν δ᾽ οὐ σοφία,
τό τε μὴ θνατὰ φρονεῖν
βραχὺς αἰών· ἐπὶ τούτωι
δὲ τίς ἂν μεγάλα διώκων
τὰ παρόντ᾽ οὐχὶ φέροι; μαι-
400 νομένων οἵδε τρόποι καὶ
κακοβούλων παρ᾽ ἔμοιγε φωτῶν.
ἱκοίμαν ποτὶ Κύπρον, [στρ. β]
νᾶσον τᾶς Ἀφροδίτας,
ἵν᾽ οἱ θελξίφρονες νέμον-
405 ται θνατοῖσιν Ἔρωτες
Πάφον, τὰν ἑκατόστομοι
βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ
καρπίζουσιν ἄνομβροι,
οὗ θ᾽ ἁ καλλιστευομένα
410 Πιερία, μούσειος ἕδρα,
σεμνὰ κλειτὺς Ὀλύμπου·
ἐκεῖσ᾽ ἄγε με, Βρόμιε Βρόμιε,
πρόβακχ᾽ εὔιε δαῖμον.
415 ἐκεῖ Χάριτες, ἐκεῖ δὲ Πόθος, ἐκεῖ δὲ βάκ-
χαις θέμις ὀργιάζειν.
ὁ δαίμων ὁ Διὸς παῖς [ἀντ. β]
χαίρει μὲν θαλίαισιν,
φιλεῖ δ᾽ ὀλβοδότειραν Εἰ-
420 ρήναν, κουροτρόφον θεάν.
ἴσαν δ᾽ ἔς τε τὸν ὄλβιον
τόν τε χείρονα δῶκ᾽ ἔχειν
οἴνου τέρψιν ἄλυπον·
μισεῖ δ᾽ ὧι μὴ ταῦτα μέλει,
425 κατὰ φάος νύκτας τε φίλας
εὐαίωνα διαζῆν,
†σοφὰν δ᾽ ἀπέχειν πραπίδα φρένα τε
περισσῶν παρὰ φωτῶν†.
430 τὸ πλῆθος ὅτι τὸ φαυλότερον ἐνόμισε χρῆ-
ταί τε, τόδ᾽ ἂν δεχοίμαν.
***
ΧΟΡΟΣ
370 Οσιότητα, δέσποινα των ουρανών,
Οσιότητα, που φέρνεις τα χρυσά φτερά σου πάνω στη γη,
άκουσες τί είπε ο Πενθέας;
375 Άκουσες την ανόσια ύβρη για τον Διόνυσο, τον γιο της Σεμέλης,
τον θεό τον πρώτο στις καλλιστέφανες γιορτές;
Εκείνος είναι που ορίζει
380 να δένεσαι στο χορό με το θίασο,
να γελάς όταν παίζει ο αυλός
και οι πίκρες να σβήνουν,
όταν έρχεται λαμπερό κρασί στα δείπνα των θεών
385 και ο κρατήρας,
σε γιορτές που τις στέφει ο κισσός,
βυθίζει στον ύπνο τους άντρες.
Αχαλίνωτα στόματα,
άνομη αφροσύνη,
το τέλος δυστυχία.
390 Ο ήσυχος βίος και η φρόνηση
ασάλευτα μένουν και στηρίζουν τα σπίτια.
Μακριά ζουν στον αιθέρα,
όμως βλέπουν οι ουράνιοι
όσα πράττει ο θνητός.
395 Το σοφόν δεν είναι σοφία.
Αν στοχάζεσαι υπέρ άνθρωπον,
βραχύς ο βίος.
Όποιος κυνηγά τα μεγάλα
χάνει τα καθημερνά.
400 Αυτοί, θαρρώ, είναι τρόποι ανθρώπων
μαινομένων και αστόχαστων.
Ας γινόταν να έφτανα στην Κύπρο,
τη γη της Αφροδίτης,
όπου πλανώνται οι έρωτες,
405 που μαγεύουν τις καρδιές των θνητών.
Στην Πάφο,
που την καρπίζουν, χωρίς βροχή,
του ξένου ποταμού οι εκατόστομες ροές.
Και κει που απλώνεται η θεσπέσια Πιερία,
410 ο τόπος των Μουσών, η σεπτή πλαγιά του Ολύμπου.
Εκεί οδήγησέ με, Διόνυσε Διόνυσε,
κορυφαίε των χορών μου και θεέ των ευάν.
Εκεί ζουν οι Χάριτες,
415 εκεί ο Πόθος.
Εκεί και οι βάκχες ελεύθερες
να τελούν τα όργια.
Ο θεός, ο υιός του Διός,
χαίρεται τις γιορτές.
Αγαπάει την Ειρήνη,
420 τη θεά που χαρίζει τον πλούτο και τρέφει τους άντρες.
Ίση σε πλούσιο και φτωχό
έδωσε την τέρψη του οίνου
που διώχνει τη λύπη.
Και μισεί αυτόν που δε νοιάζεται
425 μέσα στο φως και τις γλυκιές τις νύχτες
ευλογημένη ζωή να περνά ως τα τέλη
και με φρόνηση
νου και καρδιά μακριά να κρατάει
από ανθρώπους υπέρσοφους.
430 Ό,τι ο λαός ο απλός σεβάστηκε
και το πιστεύει
να το δεχθώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου