Αντίθετα, σε μια χαμένη ανθρωπότητα που έχει χάσει την ουσία της ζωής, ο Ευγένιος Ιονέσκο απευθύνει κάποιες εξαιρετικές σκέψεις, σήμερα πιο επίκαιρες από ποτέ.
Σε μια διάλεξη που έδωσε τον Φεβρουάριο του 1961 παρουσία άλλων συγγραφέων, ο μεγάλος δραματουργός επαναβεβαιώνει πόσο πολύ έχουμε ανάγκη από την αναντικατάστατη αχρηστία.
«Παρατηρήστε τον κόσμο να τρέχει πολυάσχολος στους δρόμους.
Δεν κοιτάζουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ανήσυχοι, με τα μάτια καρφωμένα στο έδαφος, σαν σκυλιά.
Προχωράνε ευθεία, αλλά πάντα χωρίς να κοιτάζουν μπροστά τους, διότι καλύπτουν μια διαδρομή ήδη γνωστή τους, μηχανικά.
Σε όλες τις μεγάλες πόλεις τού κόσμου αυτό συμβαίνει.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, ο οικουμενικός, είναι ο πολυάσχολος άνθρωπος που δεν έχει χρόνο, που είναι φυλακισμένος από την ανάγκη, που δεν κατανοεί πως ένα πράγμα μπορεί να μην είναι χρήσιμο, που δεν κατανοεί ούτε πως, στην πραγματικότητα, το χρήσιμο μπορεί να είναι ένα άχρηστο, καταπιεστικό βάρος.
Αν δεν καταλάβουμε τη χρησιμότητα του άχρηστου, δεν θα καταλάβουμε την τέχνη- και μια χώρα που δεν καταλαβαίνει την τέχνη είναι μια χώρα σκλάβων ή ρομπότ, μια χώρα δυστυχισμένων ανθρώπων, ανθρώπων που δεν γελάνε και δεν χαμογελάνε, μια χώρα χωρίς πνεύμα όπου δεν υπάρχει χιούμορ . όπου δεν υπάρχει γέλιο, υπάρχει οργή και μίσος».
Ο σύγχρονος άνθρωπος, που δεν έχει πλέον χρόνο να σταθεί στα μη χρήσιμα πράγματα, είναι καταδικασμένος να μετατραπεί σε άψυχη μηχανή. Αιχμάλωτος της ανάγκης, δεν είναι πλέον σε θέση να καταλάβει ότι το χρήσιμο μπορεί να μεταμορφωθεί σε «ένα άχρηστο, καταπιεστικό βάρος», και ότι αν «δεν καταλαβαίνουμε τη χρησιμότητα τού άχρηστου, δεν καταλαβαίνουμε την τέχνη».
Έτσι ο άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει την τέχνη γίνεται σκλάβος ή ρομπότ, μεταμορφώνεται σε ένα ον που υποφέρει, ανίκανο να γελάσει ή να χαρεί. Και, ταυτόχρονα, μπορεί να γίνει εύκολο θήραμα ενός «παραληματικού φανατισμού» (αρκεί να αναλογιστούμε, τις τελευταίες δεκαετίες, τους θρησκευτικούς φανατισμούς) ή ενός «οποιουδήποτε βίαιου ομαδικού πάθους»:
«Διότι αυτά τα αγχωμένα, πολυάσχολα άτομα, που τείνουν σε έναν σκοπό που δεν είναι ανθρώπινος σκοπός ή που είναι μόνο μια αυταπάτη, ξαφνικά μπορούν, στον ήχο ποιος ξέρει ποιας σάλπιγγας, στο κάλεσμα οποιουδήποτε τρελού ή δαίμονα, να αφεθούν να παρασυρθούν από έναν παραληρηματικό φανατισμό, από ένα οποιοδήποτε βίαιο ομαδικό πάθος, από μια λαϊκή νεύρωση.
Οι πιο διαφορετικοί ρινοκερισμοί, της δεξιάς και της αριστεράς, οι πιο διαφορετικοί μεταξύ τους, αποτελούν απειλές που βαραίνουν σε μια ανθρωπότητα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί, να έρθει στα συγκαλά της».
Σε μια διάλεξη που έδωσε τον Φεβρουάριο του 1961 παρουσία άλλων συγγραφέων, ο μεγάλος δραματουργός επαναβεβαιώνει πόσο πολύ έχουμε ανάγκη από την αναντικατάστατη αχρηστία.
«Παρατηρήστε τον κόσμο να τρέχει πολυάσχολος στους δρόμους.
Δεν κοιτάζουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ανήσυχοι, με τα μάτια καρφωμένα στο έδαφος, σαν σκυλιά.
Προχωράνε ευθεία, αλλά πάντα χωρίς να κοιτάζουν μπροστά τους, διότι καλύπτουν μια διαδρομή ήδη γνωστή τους, μηχανικά.
Σε όλες τις μεγάλες πόλεις τού κόσμου αυτό συμβαίνει.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, ο οικουμενικός, είναι ο πολυάσχολος άνθρωπος που δεν έχει χρόνο, που είναι φυλακισμένος από την ανάγκη, που δεν κατανοεί πως ένα πράγμα μπορεί να μην είναι χρήσιμο, που δεν κατανοεί ούτε πως, στην πραγματικότητα, το χρήσιμο μπορεί να είναι ένα άχρηστο, καταπιεστικό βάρος.
Αν δεν καταλάβουμε τη χρησιμότητα του άχρηστου, δεν θα καταλάβουμε την τέχνη- και μια χώρα που δεν καταλαβαίνει την τέχνη είναι μια χώρα σκλάβων ή ρομπότ, μια χώρα δυστυχισμένων ανθρώπων, ανθρώπων που δεν γελάνε και δεν χαμογελάνε, μια χώρα χωρίς πνεύμα όπου δεν υπάρχει χιούμορ . όπου δεν υπάρχει γέλιο, υπάρχει οργή και μίσος».
Ο σύγχρονος άνθρωπος, που δεν έχει πλέον χρόνο να σταθεί στα μη χρήσιμα πράγματα, είναι καταδικασμένος να μετατραπεί σε άψυχη μηχανή. Αιχμάλωτος της ανάγκης, δεν είναι πλέον σε θέση να καταλάβει ότι το χρήσιμο μπορεί να μεταμορφωθεί σε «ένα άχρηστο, καταπιεστικό βάρος», και ότι αν «δεν καταλαβαίνουμε τη χρησιμότητα τού άχρηστου, δεν καταλαβαίνουμε την τέχνη».
Έτσι ο άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει την τέχνη γίνεται σκλάβος ή ρομπότ, μεταμορφώνεται σε ένα ον που υποφέρει, ανίκανο να γελάσει ή να χαρεί. Και, ταυτόχρονα, μπορεί να γίνει εύκολο θήραμα ενός «παραληματικού φανατισμού» (αρκεί να αναλογιστούμε, τις τελευταίες δεκαετίες, τους θρησκευτικούς φανατισμούς) ή ενός «οποιουδήποτε βίαιου ομαδικού πάθους»:
«Διότι αυτά τα αγχωμένα, πολυάσχολα άτομα, που τείνουν σε έναν σκοπό που δεν είναι ανθρώπινος σκοπός ή που είναι μόνο μια αυταπάτη, ξαφνικά μπορούν, στον ήχο ποιος ξέρει ποιας σάλπιγγας, στο κάλεσμα οποιουδήποτε τρελού ή δαίμονα, να αφεθούν να παρασυρθούν από έναν παραληρηματικό φανατισμό, από ένα οποιοδήποτε βίαιο ομαδικό πάθος, από μια λαϊκή νεύρωση.
Οι πιο διαφορετικοί ρινοκερισμοί, της δεξιάς και της αριστεράς, οι πιο διαφορετικοί μεταξύ τους, αποτελούν απειλές που βαραίνουν σε μια ανθρωπότητα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί, να έρθει στα συγκαλά της».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου