Η Καρδιά το αποφάσισε. Θα εγκατέλειπε οριστικά τους ανθρώπους και θα τραβούσε για άλλες, μακρινές πολιτείες. Στην πραγματικότητα βέβαια δεν είχε ιδέα πού θα πήγαινε, μα ήταν πλέον κάτι παραπάνω από σίγουρη πως η περιφρόνηση των ανθρώπων βραχυκύκλωνε τις αρτηρίες της και πως το αλαζονικό βλέμμα του νου ανέβαζε κυριολεκτικά το αίμα της στο κεφάλι.
Επέλεξε λοιπόν μια τεράστια βαλίτσα μα προτού προλάβει να στοιβάξει σε αυτήν φλέβες, βαλβίδες κι αρτηρίες, η Ζωή της έφραξε το δρόμο, προκαλώντας την σ’ ένα τελευταίο ταξίδι. «Αν ύστερα από αυτό δε θυμηθείς πόσο σπουδαία είσαι, τότε εγώ η ίδια θα σου ευχηθώ τα καλύτερα για τη συνέχεια και θα σε αποχαιρετήσω», της είπε, χαμογελώντας της πλατιά.
Η Καρδιά δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί και πολύ. Λάτρευε τα χαμόγελα, την ενθουσίαζαν οι νέες προκλήσεις και συνήθιζε ν’ ακολουθεί το ένστικτό της, δίχως να εμπλέκεται σε δαιδαλώδεις αναλύσεις. Η τελευταία της συνήθεια υπήρξε, μάλιστα, μια από τις ουσιαστικότερες διαμάχες της με τον εγκέφαλο, που ενίοτε την χαρακτήριζε επιπόλαιη, ακόμη και απερίσκεπτη.
Το ταξίδι λοιπόν ξεκίνησε και πρώτη στάση τους υπήρξε το χρονικό μιας κύησης. Ένα έμβρυο μόλις 16 ημερών σχημάτισε δειλά την καρδιά του. Την 22η μέρα της κύησης ακούστηκε από εκεί ένας μαγικός ήχος που έκτοτε δεν σίγασε. Το έμβρυο αντίκρισε κάποτε το φως του κόσμου, η μητέρα το κράτησε στην αγκαλιά της και τα δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια και των δύο γονιών.
«Το θαύμα της ύπαρξης. Είναι τελικά οι ενήλικες εκείνοι που σταδιακά λησμονούν την αξία μου», αναστέναξε η Καρδιά. «Μην προτρέχεις. Η περιπέτεια μας, άλλωστε, μόλις ξεκίνησε», της απάντησε η Ζωή. Οι δύο φίλοι άνοιγαν τα φτερά τους και πετούσαν τώρα ψηλά, πιάνοντας ζωηρή κουβέντα για όσες ανατολές χάρισαν στην ανθρωπότητα τη νέα της μέρα.
Σύντομα προσγειώθηκαν στον επόμενο σταθμό τους. Ένα παιδί, ήταν δεν ήταν 7 χρονών, περπατούσε σκυφτό, με την τσάντα στον ώμο. Τα θλιμμένα του μάτια ζωγράφιζαν με σκούρο χρώμα την έκφρασή του. Ένα τσούρμο από ενήλικες, άξαφνα του έφραξαν το δρόμο. Τον κοίταξαν με το παγωμένο τους βλέμμα και του διαμήνυσαν με την ξύλινη φωνή τους:
«Δίνε του. Στο σχολείο μας δε δεχόμαστε πρόσφυγες. Πίσω στην πατρίδα σου, λοιπόν. Δρόμο!» Η Καρδιά τότε πόνεσε πολύ κι άρχισε να σπάει σε πολλά κομμάτια. «Αυτό ακριβώς εννοώ. Οι άνθρωποι με πληγώνουν διαρκώς με τη σκληρότητά τους. Άλλο δεν αντέχω τη συναναστροφή μαζί τους. Κάθε ελπίδα μου κι ένα αστέρι που δεν εκπλήρωσε την ευχή του», ψιθύρισε ταραγμένη.
Η Ζωή την χάιδεψε τρυφερά και την ενθάρρυνε να στρέψει το βλέμμα της στο μέλλον. Κι η Καρδιά είδε εκείνο το παιδί, σαράντα χρόνια μετά. Ήταν πλέον διακεκριμένος ψυχοθεραπευτής και επούλωνε όσες τραυματισμένες καρδιές αισθάνθηκαν κάποτε ξένες, σ’ έναν αφιλόξενο κόσμο.
«Ίσως και ν’ αξίζει τον κόπο», μουρμούρισαν συγκινημένοι οι δύο φίλοι. Και πλέον η μια στάση διαδεχόταν την άλλη, οι εικόνες έτρεχαν ιλιγγιωδώς, οι αποστάσεις εκμηδενίζονταν. Μια κοπέλα ασφυκτιούσε στην ασφαλή δουλειά της κι ένας φωτισμένος άντρας την έπειθε να μην εγκαταλείψει την ιστορία της. Κι εκείνη, χρόνια μετά, έγραφε βιβλία και θυμόταν την καλοσύνη του, το πείσμα του να σώσει το όνειρο και τη φλόγα του, που μεταμόρφωσε την κολοκύθα της σε άμαξα. Ένας νέος είχε απαρνηθεί την αγάπη αλλά μια κοπέλα τον αγκάλιασε με στοργή, τον αποδέχτηκε για τα σκοτάδια του και τελικά τον έλουσε με το φως της.
Ένας αλκοολικός εγκατέλειψε το δεκανίκι του οινοπνεύματος, ένα δειλό παιδί στέφτηκε χρυσός ολυμπιονίκης, ένας μικρόσωμος αθλητής θριάμβευσε απέναντι σε γίγαντες κι ένας επαναστάτης αγωνίστηκε με αυταπάρνηση για την ισότητα. Ένας ομοφυλόφιλος άντρας περιφρόνησε τις αλυσίδες της κλειστής κοινωνία που μεγάλωσε κι έγινε εμπνευσμένος σχεδιαστής μόδας. Ένας φτωχός έγχρωμος τύπος χρίστηκε πρόεδρος του πλανήτη, ένας επιστήμονας ανακάλυψε το σωτήριο εμβόλιο και το κορίτσι από το συνοικιακό καφέ σέρβιρε στη νέα μέρα την ελπίδα.
Ένας παππούς έκλεισε οριστικά τα μάτια του μα πρόλαβε ν’ αφήσει πίσω του ένα φωτογραφικό άλμπουμ γεμάτο αναμνήσεις και μια αστείρευτη πηγή ηλίου, που φώτισε τα βήματα όσων γενναιόδωρα αγάπησε. Κι ενώ το ταξίδι όδευε στο τέλος του, κάτι απρόσμενο και μαγικό συνέβη. Ο νους παρουσιάστηκε μπροστά στην καρδιά και φώναξε με όλη του τη δύναμη:
«Μη μας εγκαταλείπεις! Κατά βάθος σε θαυμάζω. Ίσως, μάλιστα, και λίγο να σε φθονώ. Για το θάρρος σου να ορμάς στην αρένα, κόντρα σε κάθε πιθανότητα. Για την τρέλα σου, που εκμηδενίζει τη ρουτίνα. Για το κόκκινο χρώμα σου, που εκστασιάζει τους θνητούς. Για την ικανότητά σου ν’ αφουγκράζεσαι τις σιωπές και για το μοναδικό σου ταλέντο να ντύνεις με μαγεία τις στιγμές.
Εγώ, βλέπεις, συνεχώς κινούμαι. Φλυαρώ αδιάκοπα και στήνω αδιέξοδα εκεί όπου υπάρχουν μόνο δρόμοι. Δεν το αντιλαμβάνεσαι λοιπόν; Είμαι η ερώτηση κι είσαι η απάντηση, είμαι το πρόβλημα κι είσαι η λύση».
Η Καρδιά επιτέλους κατάλαβε. Δεν μπορούσε να φύγει. Η Ζωή τη χρειαζόταν. Για να σηκώνεται περήφανα, έπειτα από τις οδυνηρές της πτώσεις. Για να ελπίζει, ύστερα από την ολοσχερή καταστροφή της. Για να προχωρά με το κεφάλι ψηλά και τις κεραίες ανοιχτές. Για ν’ αλλάζει τον ρου της ιστορίας, με την ατσαλένια της θέληση και το σπουδαίο της όραμα.
Kι αυτή ήταν απλώς η ιστορία της Καρδιάς, που κάποτε πίστεψε πως θα μεταμορφώσει το κόσμο. Και τελικά το έκανε. Γιατί το μεγαλύτερό μας όνειρο, βρίσκεται πάντα ένα τσιγάρο πίστης μακριά μας. Και εκλιπαρεί μονάχα για τη φωτιά μας.
Επέλεξε λοιπόν μια τεράστια βαλίτσα μα προτού προλάβει να στοιβάξει σε αυτήν φλέβες, βαλβίδες κι αρτηρίες, η Ζωή της έφραξε το δρόμο, προκαλώντας την σ’ ένα τελευταίο ταξίδι. «Αν ύστερα από αυτό δε θυμηθείς πόσο σπουδαία είσαι, τότε εγώ η ίδια θα σου ευχηθώ τα καλύτερα για τη συνέχεια και θα σε αποχαιρετήσω», της είπε, χαμογελώντας της πλατιά.
Η Καρδιά δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί και πολύ. Λάτρευε τα χαμόγελα, την ενθουσίαζαν οι νέες προκλήσεις και συνήθιζε ν’ ακολουθεί το ένστικτό της, δίχως να εμπλέκεται σε δαιδαλώδεις αναλύσεις. Η τελευταία της συνήθεια υπήρξε, μάλιστα, μια από τις ουσιαστικότερες διαμάχες της με τον εγκέφαλο, που ενίοτε την χαρακτήριζε επιπόλαιη, ακόμη και απερίσκεπτη.
Το ταξίδι λοιπόν ξεκίνησε και πρώτη στάση τους υπήρξε το χρονικό μιας κύησης. Ένα έμβρυο μόλις 16 ημερών σχημάτισε δειλά την καρδιά του. Την 22η μέρα της κύησης ακούστηκε από εκεί ένας μαγικός ήχος που έκτοτε δεν σίγασε. Το έμβρυο αντίκρισε κάποτε το φως του κόσμου, η μητέρα το κράτησε στην αγκαλιά της και τα δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια και των δύο γονιών.
«Το θαύμα της ύπαρξης. Είναι τελικά οι ενήλικες εκείνοι που σταδιακά λησμονούν την αξία μου», αναστέναξε η Καρδιά. «Μην προτρέχεις. Η περιπέτεια μας, άλλωστε, μόλις ξεκίνησε», της απάντησε η Ζωή. Οι δύο φίλοι άνοιγαν τα φτερά τους και πετούσαν τώρα ψηλά, πιάνοντας ζωηρή κουβέντα για όσες ανατολές χάρισαν στην ανθρωπότητα τη νέα της μέρα.
Σύντομα προσγειώθηκαν στον επόμενο σταθμό τους. Ένα παιδί, ήταν δεν ήταν 7 χρονών, περπατούσε σκυφτό, με την τσάντα στον ώμο. Τα θλιμμένα του μάτια ζωγράφιζαν με σκούρο χρώμα την έκφρασή του. Ένα τσούρμο από ενήλικες, άξαφνα του έφραξαν το δρόμο. Τον κοίταξαν με το παγωμένο τους βλέμμα και του διαμήνυσαν με την ξύλινη φωνή τους:
«Δίνε του. Στο σχολείο μας δε δεχόμαστε πρόσφυγες. Πίσω στην πατρίδα σου, λοιπόν. Δρόμο!» Η Καρδιά τότε πόνεσε πολύ κι άρχισε να σπάει σε πολλά κομμάτια. «Αυτό ακριβώς εννοώ. Οι άνθρωποι με πληγώνουν διαρκώς με τη σκληρότητά τους. Άλλο δεν αντέχω τη συναναστροφή μαζί τους. Κάθε ελπίδα μου κι ένα αστέρι που δεν εκπλήρωσε την ευχή του», ψιθύρισε ταραγμένη.
Η Ζωή την χάιδεψε τρυφερά και την ενθάρρυνε να στρέψει το βλέμμα της στο μέλλον. Κι η Καρδιά είδε εκείνο το παιδί, σαράντα χρόνια μετά. Ήταν πλέον διακεκριμένος ψυχοθεραπευτής και επούλωνε όσες τραυματισμένες καρδιές αισθάνθηκαν κάποτε ξένες, σ’ έναν αφιλόξενο κόσμο.
«Ίσως και ν’ αξίζει τον κόπο», μουρμούρισαν συγκινημένοι οι δύο φίλοι. Και πλέον η μια στάση διαδεχόταν την άλλη, οι εικόνες έτρεχαν ιλιγγιωδώς, οι αποστάσεις εκμηδενίζονταν. Μια κοπέλα ασφυκτιούσε στην ασφαλή δουλειά της κι ένας φωτισμένος άντρας την έπειθε να μην εγκαταλείψει την ιστορία της. Κι εκείνη, χρόνια μετά, έγραφε βιβλία και θυμόταν την καλοσύνη του, το πείσμα του να σώσει το όνειρο και τη φλόγα του, που μεταμόρφωσε την κολοκύθα της σε άμαξα. Ένας νέος είχε απαρνηθεί την αγάπη αλλά μια κοπέλα τον αγκάλιασε με στοργή, τον αποδέχτηκε για τα σκοτάδια του και τελικά τον έλουσε με το φως της.
Ένας αλκοολικός εγκατέλειψε το δεκανίκι του οινοπνεύματος, ένα δειλό παιδί στέφτηκε χρυσός ολυμπιονίκης, ένας μικρόσωμος αθλητής θριάμβευσε απέναντι σε γίγαντες κι ένας επαναστάτης αγωνίστηκε με αυταπάρνηση για την ισότητα. Ένας ομοφυλόφιλος άντρας περιφρόνησε τις αλυσίδες της κλειστής κοινωνία που μεγάλωσε κι έγινε εμπνευσμένος σχεδιαστής μόδας. Ένας φτωχός έγχρωμος τύπος χρίστηκε πρόεδρος του πλανήτη, ένας επιστήμονας ανακάλυψε το σωτήριο εμβόλιο και το κορίτσι από το συνοικιακό καφέ σέρβιρε στη νέα μέρα την ελπίδα.
Ένας παππούς έκλεισε οριστικά τα μάτια του μα πρόλαβε ν’ αφήσει πίσω του ένα φωτογραφικό άλμπουμ γεμάτο αναμνήσεις και μια αστείρευτη πηγή ηλίου, που φώτισε τα βήματα όσων γενναιόδωρα αγάπησε. Κι ενώ το ταξίδι όδευε στο τέλος του, κάτι απρόσμενο και μαγικό συνέβη. Ο νους παρουσιάστηκε μπροστά στην καρδιά και φώναξε με όλη του τη δύναμη:
«Μη μας εγκαταλείπεις! Κατά βάθος σε θαυμάζω. Ίσως, μάλιστα, και λίγο να σε φθονώ. Για το θάρρος σου να ορμάς στην αρένα, κόντρα σε κάθε πιθανότητα. Για την τρέλα σου, που εκμηδενίζει τη ρουτίνα. Για το κόκκινο χρώμα σου, που εκστασιάζει τους θνητούς. Για την ικανότητά σου ν’ αφουγκράζεσαι τις σιωπές και για το μοναδικό σου ταλέντο να ντύνεις με μαγεία τις στιγμές.
Εγώ, βλέπεις, συνεχώς κινούμαι. Φλυαρώ αδιάκοπα και στήνω αδιέξοδα εκεί όπου υπάρχουν μόνο δρόμοι. Δεν το αντιλαμβάνεσαι λοιπόν; Είμαι η ερώτηση κι είσαι η απάντηση, είμαι το πρόβλημα κι είσαι η λύση».
Η Καρδιά επιτέλους κατάλαβε. Δεν μπορούσε να φύγει. Η Ζωή τη χρειαζόταν. Για να σηκώνεται περήφανα, έπειτα από τις οδυνηρές της πτώσεις. Για να ελπίζει, ύστερα από την ολοσχερή καταστροφή της. Για να προχωρά με το κεφάλι ψηλά και τις κεραίες ανοιχτές. Για ν’ αλλάζει τον ρου της ιστορίας, με την ατσαλένια της θέληση και το σπουδαίο της όραμα.
Kι αυτή ήταν απλώς η ιστορία της Καρδιάς, που κάποτε πίστεψε πως θα μεταμορφώσει το κόσμο. Και τελικά το έκανε. Γιατί το μεγαλύτερό μας όνειρο, βρίσκεται πάντα ένα τσιγάρο πίστης μακριά μας. Και εκλιπαρεί μονάχα για τη φωτιά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου