Τα υπερκινητικά παιδιά συχνά αποτελούν το βάσανο των γονιών των εκπαιδευτικών και των συμμαθητών τους. Αν και μπορεί να είναι αξιαγάπητα φαίνεται σα να μη μπορούν να σταθούν ήσυχα ούτε λεπτό και διαρκώς αναστατώνουν τους γύρω τους.
Τις τελευταίες δεκαετίες, αυτή η συμπεριφορά προσέλκυσε το ενδιαφέρον των ειδικών της ψυχικής υγείας οι οποίοι στοιχειοθέτησαν τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής (ΔΕΠ) ή Υπερκινητικό Σύνδρομο κατά τον παλιότερο ορισμό. Η υπερκινητικότητα είναι μια μπερδεμένη έννοια γιατί αναφέρεται τόσο σε μια διαγνωστική κατηγορία όσο και σε χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς. Παιδιά που «υπεραντιδρούν» έχουν «μικρό εύρος προσοχής» συχνά χαρακτηρίζονται «υπερκινητικά» αν και μπορεί να μην έχουν τα υπόλοιπα συμπτώματα για να θεωρηθούν πως έχουν Υπερκινητικό Σύνδρομο ή Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής. Το αν ένα παιδί είναι απλός πολύ δραστήριο ή έχει υπερκινητικό σύνδρομο είναι δύσκολο να καθοριστεί.
Οι μητέρες που έχουν άγχος, κατά την εγκυμοσύνη και τα πρώτα χρόνια μετά τη γέννηση του παιδιού τους, αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης συμπτωμάτων υπερκινητικότητας του παιδιού στην ηλικία των 16 ετών, σύμφωνα με νέα έρευνα ψυχικής υγείας.
Το εγχείρημα αυτό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο συνέδριο ECNP 2019 στην Κοπεγχάγη και έδειξε, για ακόμη μια φορά, ότι τα ερεθίσματα στα οποία εκτίθεται ένα παιδί στην περίοδο της εγκυμοσύνης και τα πρώτα χρόνια μετά μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία του.
Συγκεκριμένα, στην έρευνα αυτή, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από 3.000 παιδιά από τη διαχρονική μελέτη «Avon Longitudinal Study of Parents and Children» (ALSPAC), φάνηκε ότι το μητρικό άγχος συνδέεται με υπερκινητικότητα του παιδιού, όχι όμως και με τα υπόλοιπα συμπτώματα της ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας).
Η Μπλάνκα Μπολέα, επικεφαλής της μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, η οποία πλέον είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, στον Καναδά, δηλώνει: «Είναι η πρώτη φορά που το άγχος συνδέεται με την υπερκινητικότητα στη μετέπειτα ζωή αν και δε συμβαίνει το ίδιο με τη διάσπαση προσοχής. Φαίνεται, λοιπόν, ότι κάποια από τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ σχετίζονται με το άγχος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αλλά όχι όλα. Γενικά, τα άγχη τα οποία βιώνει μια μητέρα μπορεί να εμφανιστούν ακόμη και στην επόμενη γενιά».
Η ίδια μάλιστα παρατηρεί ότι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης παρατηρήθηκε σχεδόν σε όλες τις γυναίκες αύξηση των επιπέδων άγχους.
Διαπιστώθηκε ότι το 28% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα είχαν μέτριο ή υψηλό άγχος. Από τα 3.199 παιδιά που παρακολουθήθηκαν τα 224 έδειξαν συμπτώματα υπερκινητικότητας με το ποσοστό αυτής να είναι διπλάσιο για τα παιδιά μητέρων μέτριου ή υψηλού άγχους.
Οι μελετητές κατέγραψαν τα επίπεδα σωματικών συμπτωμάτων άγχους (εφίδρωση, αϋπνία, ζαλάδα, τρόμος) σε 8.727 μητέρες από την πρώιμη εγκυμοσύνη μέχρι και τη στιγμή που το παιδί τους έκλεινε τα 5 έτη. Στη συνέχεια, χώρισαν τις μητέρες σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το επίπεδο του άγχους τους: χαμηλό άγχος, μέτριο άγχος, υψηλό άγχος. Τα παιδιά συμπλήρωσαν τεστ προσοχής στα οκτώ έτη. Δε φάνηκε καμία διαφορά στα συμπτώματα διάσπασης προσοχής των παιδιών ανάλογα με τα επίπεδα άγχους των μητέρων τους αλλά βρέθηκε ότι στα 16 έτη τα παιδιά των οποίων οι μητέρες είχαν υποφέρει από μέτριο ή υψηλό άγχος είχαν πολύ περισσότερα συμπτώματα υπερκινητικότητας από εκείνα που δεν είχαν εκτεθεί σε άγχος.
Συγκεκριμένα το 11% των παιδιών με μητέρες «μετρίου άγχους» και το 11% των παιδιών με μητέρες «υψηλού άγχους» έδειξαν συμπτώματα υπερκινητικότητας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα παιδιά με μητέρες «χαμηλού άγχους» ήταν μόλις 5%. Τα αποτελέσματα διατηρήθηκαν ακόμη και όταν οι συμμετέχοντες έλαβαν υπόψη τους κοινωνιοδημογραφικούς παράγοντες.
Ήδη προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η ψυχική υγεία της μητέρας επηρεάζει την ανάπτυξη του παιδιού. Για παράδειγμα η κατάθλιψη στις μητέρες έχει συνδεθεί τόσο με δυσκολίες δημιουργίας δεσμών με αυτές όσο και με συμπεριφορικά προβλήματα. Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι το άγχος μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα υπερκινητικότητας αλλά όχι προσοχής. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς στον προγραμματισμό των εμβρυικών νευρώνων κατά την εγκυμοσύνη αλλά και σε περιγεννητικούς παράγονες.
Μπορεί βέβαια να διαδραματίζουν και άλλοι παράγοντες ρόλο, όπως περιβαλλοντικοί, γενετικοί ή βιολογικοί. Η ΔΕΠΥ είναι μια πολυπαραγοντική διαταραχή και δεν μπορεί να εξηγηθεί από έναν μόνο παράγοντα αν και είναι ήδη γνωστό ότι μπορεί να είναι κληρονομική. Το πόνημα αυτό δείχνει τη σημασία του άγχους αλλά οι ερευνητές φιλοδοξούν να επιβεβαιώσουν και άλλους παράγοντες που συνδέονται με τη διαταραχή.
Επιστημονική δημοσίευση: European College of Neuropsychopharmacology
Τις τελευταίες δεκαετίες, αυτή η συμπεριφορά προσέλκυσε το ενδιαφέρον των ειδικών της ψυχικής υγείας οι οποίοι στοιχειοθέτησαν τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής (ΔΕΠ) ή Υπερκινητικό Σύνδρομο κατά τον παλιότερο ορισμό. Η υπερκινητικότητα είναι μια μπερδεμένη έννοια γιατί αναφέρεται τόσο σε μια διαγνωστική κατηγορία όσο και σε χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς. Παιδιά που «υπεραντιδρούν» έχουν «μικρό εύρος προσοχής» συχνά χαρακτηρίζονται «υπερκινητικά» αν και μπορεί να μην έχουν τα υπόλοιπα συμπτώματα για να θεωρηθούν πως έχουν Υπερκινητικό Σύνδρομο ή Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής. Το αν ένα παιδί είναι απλός πολύ δραστήριο ή έχει υπερκινητικό σύνδρομο είναι δύσκολο να καθοριστεί.
Το μητρικό άγχος και η υπερκινητικότητα του παιδιού
Οι μητέρες που έχουν άγχος, κατά την εγκυμοσύνη και τα πρώτα χρόνια μετά τη γέννηση του παιδιού τους, αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης συμπτωμάτων υπερκινητικότητας του παιδιού στην ηλικία των 16 ετών, σύμφωνα με νέα έρευνα ψυχικής υγείας.
Το εγχείρημα αυτό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο συνέδριο ECNP 2019 στην Κοπεγχάγη και έδειξε, για ακόμη μια φορά, ότι τα ερεθίσματα στα οποία εκτίθεται ένα παιδί στην περίοδο της εγκυμοσύνης και τα πρώτα χρόνια μετά μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία του.
Συγκεκριμένα, στην έρευνα αυτή, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από 3.000 παιδιά από τη διαχρονική μελέτη «Avon Longitudinal Study of Parents and Children» (ALSPAC), φάνηκε ότι το μητρικό άγχος συνδέεται με υπερκινητικότητα του παιδιού, όχι όμως και με τα υπόλοιπα συμπτώματα της ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας).
Η Μπλάνκα Μπολέα, επικεφαλής της μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, η οποία πλέον είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, στον Καναδά, δηλώνει: «Είναι η πρώτη φορά που το άγχος συνδέεται με την υπερκινητικότητα στη μετέπειτα ζωή αν και δε συμβαίνει το ίδιο με τη διάσπαση προσοχής. Φαίνεται, λοιπόν, ότι κάποια από τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ σχετίζονται με το άγχος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αλλά όχι όλα. Γενικά, τα άγχη τα οποία βιώνει μια μητέρα μπορεί να εμφανιστούν ακόμη και στην επόμενη γενιά».
Η ίδια μάλιστα παρατηρεί ότι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης παρατηρήθηκε σχεδόν σε όλες τις γυναίκες αύξηση των επιπέδων άγχους.
Διαπιστώθηκε ότι το 28% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα είχαν μέτριο ή υψηλό άγχος. Από τα 3.199 παιδιά που παρακολουθήθηκαν τα 224 έδειξαν συμπτώματα υπερκινητικότητας με το ποσοστό αυτής να είναι διπλάσιο για τα παιδιά μητέρων μέτριου ή υψηλού άγχους.
Τα δεδομένα και τα ευρήματα της έρευνας
Οι μελετητές κατέγραψαν τα επίπεδα σωματικών συμπτωμάτων άγχους (εφίδρωση, αϋπνία, ζαλάδα, τρόμος) σε 8.727 μητέρες από την πρώιμη εγκυμοσύνη μέχρι και τη στιγμή που το παιδί τους έκλεινε τα 5 έτη. Στη συνέχεια, χώρισαν τις μητέρες σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το επίπεδο του άγχους τους: χαμηλό άγχος, μέτριο άγχος, υψηλό άγχος. Τα παιδιά συμπλήρωσαν τεστ προσοχής στα οκτώ έτη. Δε φάνηκε καμία διαφορά στα συμπτώματα διάσπασης προσοχής των παιδιών ανάλογα με τα επίπεδα άγχους των μητέρων τους αλλά βρέθηκε ότι στα 16 έτη τα παιδιά των οποίων οι μητέρες είχαν υποφέρει από μέτριο ή υψηλό άγχος είχαν πολύ περισσότερα συμπτώματα υπερκινητικότητας από εκείνα που δεν είχαν εκτεθεί σε άγχος.
Συγκεκριμένα το 11% των παιδιών με μητέρες «μετρίου άγχους» και το 11% των παιδιών με μητέρες «υψηλού άγχους» έδειξαν συμπτώματα υπερκινητικότητας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα παιδιά με μητέρες «χαμηλού άγχους» ήταν μόλις 5%. Τα αποτελέσματα διατηρήθηκαν ακόμη και όταν οι συμμετέχοντες έλαβαν υπόψη τους κοινωνιοδημογραφικούς παράγοντες.
Ήδη προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η ψυχική υγεία της μητέρας επηρεάζει την ανάπτυξη του παιδιού. Για παράδειγμα η κατάθλιψη στις μητέρες έχει συνδεθεί τόσο με δυσκολίες δημιουργίας δεσμών με αυτές όσο και με συμπεριφορικά προβλήματα. Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι το άγχος μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα υπερκινητικότητας αλλά όχι προσοχής. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς στον προγραμματισμό των εμβρυικών νευρώνων κατά την εγκυμοσύνη αλλά και σε περιγεννητικούς παράγονες.
Μπορεί βέβαια να διαδραματίζουν και άλλοι παράγοντες ρόλο, όπως περιβαλλοντικοί, γενετικοί ή βιολογικοί. Η ΔΕΠΥ είναι μια πολυπαραγοντική διαταραχή και δεν μπορεί να εξηγηθεί από έναν μόνο παράγοντα αν και είναι ήδη γνωστό ότι μπορεί να είναι κληρονομική. Το πόνημα αυτό δείχνει τη σημασία του άγχους αλλά οι ερευνητές φιλοδοξούν να επιβεβαιώσουν και άλλους παράγοντες που συνδέονται με τη διαταραχή.
Επιστημονική δημοσίευση: European College of Neuropsychopharmacology
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου