Η Οικονομική Επανάσταση ήταν η πιο σημαντική επανάσταση που έγινε ποτέ, από την άποψη της διαμόρφωσης της σύγχρονης κοινωνίας – μια επανάσταση κατ’ ουσίαν πολύ πιο ανατρεπτική από τη Γαλλική, την Αμερικανική ή ακόμα και τη Ρωσική. Για να εκτιμήσουμε τις διαστάσεις της, για να αντιληφθούμε το ταρακούνημα που προκάλεσε στην κοινωνία, πρέπει να μεταφερθούμε σ’ εκείνο τον αρχικό, εν πολλοίς λησμονημένο, κόσμο από τον οποίο αναδύθηκε η κοινωνία μας. Μόνο τότε θα καταλάβουμε γιατί οι οικονομολόγοι άργησαν τόσο πολύ να εμφανιστούν.
Πρώτη στάση: η Γαλλία. Το έτος: 1305.
Βρισκόμαστε σε μια εμποροπανήγυρη. Οι περιοδεύοντες έμποροι έχουν φτάσει απ’ το πρωί με την ένοπλη φρουρά τους, έχουν στήσει τις φανταχτερές τέντες τους κι έχουν αρχίσει τις συναλλαγές, είτε μεταξύ τους είτε με τους ντόπιους. Μια ποικιλία από εξωτικά προϊόντα διατίθενται προς πώληση: μεταξωτά και ταφτάδες, μπαχαρικά κι αρώματα, προβιές και γούνες. Κάποια απ’ αυτά έχουν έρθει από την Ανατολική Μεσόγειο, άλλα από τη Σκανδιναβία, κι άλλα από μέρη γειτονικά. Μαζί με τον απλό κοσμάκη, οι άρχοντες και οι αρχόντισσες της περιοχής επισκέπτονται τους πάγκους, ανυπόμονοι να διασκεδάσουν την ανία της άνετης αρχοντικής ζωής τους. Μαζί με τα αξιοπερίεργα είδη απ’ την Αραβία εμπλουτίζουν το λεξιλόγιό τους και με λέξεις απ’ αυτή την πολύ μακρινή χώρα: ντιβάνι, σιρόπι, ταρίφα, ταλκ, σπανάκι, ζαφορά.
Αλλά μέσα στις τέντες, αντικρίζουμε ένα παράξενο θέαμα. Τα λογιστικά βιβλία που είναι ανοιχτά πάνω στο τραπέζι, μερικές φορές δεν είναι παρά απλά τεφτέρια όπου γράφονται οι συναλλαγές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα απ’ το τεφτέρι ενός εμπόρου λέει: «Άνδρας χρωστάει δέκα χρυσά φλορίνια από την Πεντηκοστή. Το όνομά του μου διαφεύγει». Οι υπολογισμοί γίνονται κυρίως με ρωμαϊκούς αριθμούς, και συχνά τα αθροίσματα είναι λάθος. Οι διαιρέσεις με διψήφιο διαιρέτη αποτελούν σκοτεινό μυστήριο, και η χρήση του μηδενικού δεν είναι απόλυτα κατανοητή. Όμως, παρ’ όλα τα φανταχτερά εκθέματα και τον ενθουσιασμό του κόσμου, το μέγεθος της εμποροπανήγυρης είναι κάτι το ασήμαντο. Ολόκληρη η ποσότητα των εμπορευμάτων που φθάνουν στη Γαλλία. στη διάρκεια ενός έτους, μέσα από το πέρασμα του Saint Gothard, δεν είναι αρκετά για να γεμίσουν ένα σύγχρονο φορτηγό τρένο. Το σύνολο των εμπορευμάτων που μεταφέρονται απ’ το μεγάλο ενετικό στόλο δεν θα έφταναν να γεμίσουν ένα σύγχρονο εμπορικό πλοίο.
Επόμενη στάση: η Γερμανία. Το έτος: 1550 περίπου.
Ο Αντρέας Ριφ, ένας γενειοφόρος έμπορος, ντυμένος τη γούνα του, γυρίζει στο σπίτι του στο Μπάντεν. Σ’ ένα γράμμα στη γυναίκα του, γράφει ότι επισκέφτηκε τριάντα αγορές και ότι έχει κάνει πληγή απ’ τη σέλα. Επίσης δείχνει να ενοχλείται από τα μικροπροβλήματα των καιρών. Καθώς ταξιδεύει τον σταματάνε κάθε δέκα μίλια για να πληρώσει διόδια. Στη διαδρομή μεταξύ Βασιλείας και Κολονίας πληρώνει τριάντα μία φορές.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Κάθε κοινότητα που επισκέπτεται έχει το δικό της νόμισμα, τους δικούς της κανονισμούς και τη δική της έννομη τάξη. Μόνο στην περιοχή γύρω απ’ το Μπάντεν, υπάρχουν περίπου 112 διαφορετικά μέτρα μήκους, 92 διαφορετικά μέτρα μετρήσεως επιφάνειας, 65 διαφορετικά μέτρα όγκου στερεών, 163 μέτρα δημητριακών και 123 μέτρα υγρών, 63 ειδικά μέτρα για οινοπνευματώδη και 80 διαφορετικά ζύγια της μιας λίβρας.
Προχωράμε: βρισκόμαστε στη Βοστόνη το έτος 1639.
Μια δίκη βρίσκεται σε εξέλιξη. Κάποιος Ρόμπερτ Κιν, «ένας υπερήλικας διδάσκαλος του Ευαγγελίου, άνθρωπος επιφανής, πλούσιος και πατέρας ενός παιδιού, παραβαίνοντας τη συνείδησή του και το λόγο του Ευαγγελίου», κατηγορείται για ένα αποτρόπαιο έγκλημα: έβγαλε κέρδος πάνω από έξι πένες ανά σελίνι, κέρδος εξωφρενικό. Το δικαστήριο συνεδριάζει για ν’ αποφασίσει αν θα τον τιμωρήσει για το έγκλημά του με αφορισμό αλλά, λόγω του προτέρου εντίμου βίου του, οι δικαστές έδειξαν επιείκεια και τον απήλλαξαν βάζοντάς του πρόστιμο διακοσίων λιρών. Όμως ο κακομοίρης ο κύριος Κιν είναι τόσο αναστατωμένος ώστε ενώπιον των γερόντων της Εκκλησίας «με δάκρυα στα μάτια ομολογεί ότι έχει μια άπληστη και διεφθαρμένη ψυχή». Ο πάστορας της Βοστόνης δεν μπορεί να αντισταθεί σ’ αυτή τη μοναδική ευκαιρία να εκμεταλλευτεί το ζωντανό παράδειγμα ενός αμετανόητου αμαρτωλού, και χρησιμοποιεί την πλεονεξία του Κέιν ως παράδειγμα για να αστράψει και να βροντήξει από τον άμβωνα στο κήρυγμα που βγάζει την επόμενη Κυριακή σχετικά με κάποιες δόλιες αρχές που διέπουν το εμπόριο. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και οι ακόλουθες.
i. Ότι ένας έμπορος μπορεί να πουλάει όσο πιο ακριβά μπορεί, και να αγοράζει όσο πιο φτηνά μπορεί.
ii. Ότι αν κάποιος έμπορος υποστεί ζημιά σε κάποια εμπορεύματα λόγω θαλασσίων μεταφορών κλπ., μπορεί να αυξήσει την τιμή των υπόλοιπων εμπορευμάτων του.
iii. Ότι μπορεί να πουλάει όσο αγόρασε, παρ’ όλο που πλήρωσε πολύ ακριβά…
Όλα αυτά είναι δόλια, δόλια, κραυγάζει ο πάστορας. Το να επιδιώκεις τα πλούτη για τα πλούτη και μόνο, σε κάνει δούλο της πλεονεξίας.
Επιστρέφουμε τώρα στην Αγγλία και τη Γαλλία.
Στην Αγγλία ένας μεγάλος εμπορικός οργανισμός, η «Εταιρία Ριψοκίνδυνων Εμπόρων», συνέταξε το καταστατικό της. Ανάμεσα στα άρθρα του περιλαμβάνονται και τα εξής που αφορούν εμπόρους μέλη της εταιρίας: Απαγορεύονται η μη κόσμια γλώσσα, οι καβγάδες μεταξύ των μελών, η χαρτοπαιξία, και οι κυνηγετικοί σκύλοι. Κανένας δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί μεταφέροντας ασουλούπωτους μπόγους. Πραγματικά, πρόκειται για μια περίεργη εταιρία, που μάλλον θυμίζει τεκτονική στοά.
Στη Γαλλία επιδεικνύεται έντονη νεοτεριστική δραστηριότητα στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, κι ο Κολμπέρ αναγκάζεται το 1666 να εκδώσει μια διάταξη για να εμποδίσει αυτή την επικίνδυνη και διαλυτική τάση. Στο εξής λοιπόν τα υφάσματα της Ντιζόν και της Σελανζί θα διαθέτουν ακριβώς 1.408 κλωστές συμπεριλαμβανομένης και της ούγιας, ούτε περισσότερες ούτε λιγότερες. Στην Ωξέρρη (Auxerre) της Βουργουνδίας και σε άλλες δύο βιομηχανικές πόλεις, οι κλωστές πρέπει να είναι 1.376. Στη Σατιγιόν (Chatillon), 1.216. Οποιοδήποτε ύφασμα βρεθεί ακατάλληλο, θα δυσφημείται. Αν αυτό επαναληφθεί τρεις φορές, τότε θα διαπομπεύεται ο έμπορος.
Υπάρχει κάτι το κοινό σ’ όλα αυτά τα σκόρπια στιγμιότυπα αλλοτινών κόσμων. Και είναι το εξής:
Πρώτον, η ιδέα της ευπρέπειας (για να μην πούμε της αναγκαιότητας) ενός συστήματος οργανωμένου στη βάση του προσωπικού κέρδους δεν έχει ακόμα παγιωθεί.
Δεύτερον, ένας ξεχωριστός, ανεξάρτητος οικονομικός κόσμος δεν έχει ακόμα απαγκιστρωθεί απ’ το κοινωνικό του πλαίσιο. Ο κόσμος των πρακτικών υποθέσεων είναι αναπόσπαστα δεμένος με τον κόσμο της πολιτικής, κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής. Μέχρι να χωριστούν αυτοί οι δύο κόσμοι, τίποτα δεν θα θυμίζει το ρυθμό και την ατμόσφαιρα της σύγχρονης ζωής. Και για να χωριστούν αυτοί οι κόσμοι, πρέπει να μεσολαβήσει ένας μακροχρόνιος και σκληρός αγώνας.
Μπορεί να μας φαίνεται περίεργο ότι η ιδέα του κέρδους είναι σχετικά πρόσφατη. Διδασκόμαστε στο σχολείο ότι ο άνθρωπος είναι, κατά βάση, ον κτητικό κι ότι αν τον αφήναμε ελεύθερο, θα φερόταν όπως κάθε επιχειρηματίας που σέβεται τον εαυτό του. Μας λένε ότι το κίνητρο του κέρδους είναι τόσο παλιό όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος.
Αλλά δεν είναι έτσι. Το κίνητρο του κέρδους, όπως το γνωρίζουμε, είναι μόνο τόσο παλιό όσο και ο «σύγχρονος άνθρωπος». Ακόμα και σήμερα, το κέρδος για το κέρδος είναι μια έννοια ξένη σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της γης και η απουσία της είναι εμφανέστατη στο μεγαλύτερο κομμάτι της καταγεγραμμένης ιστορίας. Ο σερ Ουίλιαμ Πέττυ, ένας εκπληκτικός τύπος που έζησε το δέκατο έβδομο αιώνα (ο οποίος υπήρξε βοηθός καμαρότου, γυρολόγος, υφασματέμπορος, γιατρός, καθηγητής μουσικής και ιδρυτής μιας σχολής με την επωνυμία «Πολιτική Αριθμητική»), υποστήριζε ότι, όταν οι μισθοί ήταν ικανοποιητικοί, «ήταν δύσκολο να βρεις εργάτες, γιατί είναι τόσο ακόλαστοι, που δουλεύουν μόνο για να τρώνε ή μάλλον για να πίνουν».
Και ο σερ Ουίλιαμ δεν εξέφραζε απλώς τις προκαταλήψεις των αστών των ημερών του. Επισήμαινε ένα γεγονός που μπορεί ακόμα να παρατηρηθεί ανάμεσα στους μη εκβιομηχανισμένους λαούς του κόσμου: μια αμάθητη εργατική δύναμη, ασυνήθιστη στη μισθωτή εργασία, άβολη στα πλαίσια της βιομηχανικής ζωής, ανεξοικείωτη με την ιδέα της συνεχούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, δεν πρόκειται να δουλέψει σκληρότερα αν αυξηθούν οι αμοιβές: απλούστατα θα αυξήσει τη σχόλη της.
Η έννοια του κέρδους, η ιδέα ότι κάθε εργαζόμενος όχι μόνο μπορεί αλλά και πρέπει να*παλεύει διαρκώς για να βελτιώνει την υλική του κατάσταση, ήταν μια ιδέα άγνωστη στα πλατιά κατώτερα και μεσαία στρώματα της αιγυπτιακής, ελληνικής, ρωμαϊκής και μεσαιωνικής κουλτούρας και άρχισε να εμφανίζεται σποραδικά κατά την εποχή της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης, ενώ ήταν λίγο πολύ άγνωστη στους περισσότερους πολιτισμούς της Ανατολής. Ως μόνιμο και πανταχού παρόν χαρακτηριστικό της κοινωνίας, είναι τόσο πρόσφατο όσο και η ανακάλυψη της τυπογραφίας.
Όχι μόνο δεν είναι η έννοια του κέρδους τόσο διαδεδομένη όσο πιστεύουμε, αλλά και η κοινωνική αποδοχή του κέρδους είναι μια εξέλιξη ακόμα πιο περιορισμένη και πρόσφατη. Στο Μεσαίωνα η Εκκλησία δίδασκε ότι ο Χριστιανός δεν μπορεί να είναι έμπορος, και πίσω απ’ αυτή τη διδασκαλία κρυβόταν η σκέψη ότι οι έμποροι είναι τα ζιζάνια στο φυτώριο της κοινωνίας. Την εποχή του Σαίξπηρ ο σκοπός στη ζωή του μέσου πολίτη -για την ακρίβεια, όλων εκτός από τους ευγενείς δεν ήταν η βελτίωση της θέσης του στη ζωή αλλά η διατήρησή της. Ακόμα και για τους πρώτους άποικους της Αμερικής, η σκέψη και μόνο ότι το κέρδος θα μπορούσε να είναι ένας αποδεκτός -ακόμα και χρήσιμος- σκοπός στη ζωή, ελάχιστα απείχε απ’ το να θεωρείται ως δίδαγμα του Σατανά.
Ο πλούτος, φυσικά, υπήρχε πάντα, και η απληστία υπάρχει καταγεγραμμένη από τους βιβλικούς χρόνους. Αλλά είναι τεράστια η διαφορά ανάμεσα στο φθόνο για τον πλούτο ολίγων ισχυρών και το γενικευμένο αγώνα για πλουτισμό που διακρίνει ολόκληρη την κοινωνία. Ριψοκίνδυνοι έμποροι υπήρχαν από την εποχή των Φοινίκων ναυτικών, και θα τους βρούμε σε ολόκληρο το φάσμα της ιστορίας: στους κερδοσκόπους της Ρώμης, στους εμπορευόμενους Ενετούς, στη Χανσεατική Ένωση και στους μεγάλους Πορτογάλους και Ισπανούς θαλασσοπόρους που αναζητούσαν νέους δρόμους προς την Ινδία και προς την προσωπική τους ευμάρεια. Όμως οι περιπέτειες των λίγων είναι πράγμα πολύ διαφορετικό απ’ το να εμφορείται ολόκληρη η κοινωνία από το πνεύμα του επιχειρηματικού κινδύνου.
Πάρτε, για παράδειγμα, την εκπληκτική οικογένεια των Φούγγερ (Fugger). των Γερμανών τραπεζιτών του δέκατου έκτου αιώνα. Στην εποχή της ακμής τους οι Φούγγερ είχαν στην κατοχή τους ορυχεία χρυσού και αργύρου, δικαιώματα εμπορικής εκμετάλλευσης, ακόμα και το δικαίωμα να εκδίδουν δικό τους νόμισμα. Το ενεργητικό τους ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο απ’ τα πλούτη βασιλέων και αυτοκρατόρων των οποίων τους πολέμους (καθώς και τα έξοδα διαβίωσης) χρηματοδοτούσαν. Όταν, όμως, πέθανε ο Αντόν Φούγγερ, ο μεγαλύτερος ανιψιός του Χανς-Τζακόμπ αρνήθηκε να αναλάβει την τραπεζική αυτοκρατορία, με τη δικαιολογία ότι οι εργασίες της πόλης και οι προσωπικές του υποθέσεις τον επιβάρυναν ήδη πολύ. Ο αδελφός του Χανς-Τζακόμπ, Τζορτζ, δήλωσε ότι προτιμά να έχει την ησυχία του. Ένας τρίτος ανιψιός, ο Κρίστοφερ. στάθηκε εξίσου αρνητικός.
Κανένας απ’ τους πιθανούς κληρονόμους μιας αυτοκρατορίας του πλούτου δεν θεώρησε, προφανώς, ότι άξιζε τον κόπο. Εκτός απ’ τους βασιλείς (τους οικονομικά φερέγγυους) και μερικές διάσπαρτες οικογένειες, όπως οι Φούγγερ, οι πρώτοι καπιταλιστές δεν αποτελούσαν τους στυλοβάτες της κοινωνίας, αντίθετος ήταν συνήθως απόβλητοι και ανεπιθύμητοι. Πού και πού κάποιος δραστήριος νέος όπως ο Άγιος Γοδερίγος (Goderic) του Φίνκελ (Finchale) ξεκινούσε μαζεύοντας κομμάτια από ναυάγια που ξεβράζονταν στις ακτές, συγκέντρωνε αρκετά αντικείμενα για να κάνει τον έμπορο και, όταν πια είχε πλουτίσει, εγκατέλειπε τα εγκόσμια για να γίνει ερημίτης.
Αλλά τέτοιοι άνθρωποι υπήρξαν ελάχιστοι. Εφόσον η επικρατούσα αντίληψη ήταν’ ότι η ζωή στη γη είναι το εξαγνιστικό προοίμιο της Αιώνιας Ζωής, το εμπορικό πνεύμα ούτε ενθαρρυνόταν ούτε κι έβρισκε αυθόρμητη υποστήριξη. Οι βασιλιάδες αποζητούσαν’ θησαυρούς κι έκαναν πολέμους γι’ αυτό το λόγο. Οι ευγενείς ήθελαν γη, κι επειδή κανένας ευγενής που σεβόταν τον εαυτό του δεν πουλούσε οικειοθελώς τα πατρογονικά του κτήματα, αυτό και πάλι σήμαινε πόλεμο. Ο περισσότερος κόσμος, όμως -δουλοπάροικοι, τεχνίτες, ακόμα και οι αρχιμάστορες των κατασκευαστικών συντεχνιών- ήθελαν να ζήσουν με τον τρόπο που έζησαν οι πατεράδες τους κι όπως θα ζούσαν οι γιοι τους μετά απ’ αυτούς.
Η απουσία της έννοιας του κέρδους ως κατευθυντήριας δύναμης της καθημερινής ζωής -στην πραγματικότητα η απόλυτη ανυποληψία που της απέδιδε η Εκκλησία- συνιστούσε την τεράστια διαφορά μεταξύ της κοινωνίας του δέκατου έως δέκατου έκτου αιώνα και της κοινωνίας που άρχιζε να μοιάζει με τη δική μας, ένα με δύο αιώνες πριν απ’ τον Άνταμ Σμιθ. Αλλά, υπήρχε και μια ουσιωδέστερη διαφορά. Η έννοια του «κερδίζω τα προς το ζην» δεν’ είχε ακόμα γεννηθεί. Οικονομική και κοινωνική ζωή ήταν ένα και το αυτό. Η εργασία δεν αποτελούσε ακόμα το μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού- του σκοπού της απόκτησης χρημάτων και των πραγμάτων που αγοράζουν. Η εργασία ήταν αυτοσκοπός, ο οποίος φυσικά περιλάμβανε χρήματα και εμπορεύματα, αλλά ήταν κάτι που έκανε κανείς ως μέρος της παράδοσης, του φυσιολογικού τρόπου ζωής. Κοντολογίς, η μεγάλη κοινωνική ανακάλυψη της “αγοράς” δεν είχε γίνει ακόμα.
Πρώτη στάση: η Γαλλία. Το έτος: 1305.
Βρισκόμαστε σε μια εμποροπανήγυρη. Οι περιοδεύοντες έμποροι έχουν φτάσει απ’ το πρωί με την ένοπλη φρουρά τους, έχουν στήσει τις φανταχτερές τέντες τους κι έχουν αρχίσει τις συναλλαγές, είτε μεταξύ τους είτε με τους ντόπιους. Μια ποικιλία από εξωτικά προϊόντα διατίθενται προς πώληση: μεταξωτά και ταφτάδες, μπαχαρικά κι αρώματα, προβιές και γούνες. Κάποια απ’ αυτά έχουν έρθει από την Ανατολική Μεσόγειο, άλλα από τη Σκανδιναβία, κι άλλα από μέρη γειτονικά. Μαζί με τον απλό κοσμάκη, οι άρχοντες και οι αρχόντισσες της περιοχής επισκέπτονται τους πάγκους, ανυπόμονοι να διασκεδάσουν την ανία της άνετης αρχοντικής ζωής τους. Μαζί με τα αξιοπερίεργα είδη απ’ την Αραβία εμπλουτίζουν το λεξιλόγιό τους και με λέξεις απ’ αυτή την πολύ μακρινή χώρα: ντιβάνι, σιρόπι, ταρίφα, ταλκ, σπανάκι, ζαφορά.
Αλλά μέσα στις τέντες, αντικρίζουμε ένα παράξενο θέαμα. Τα λογιστικά βιβλία που είναι ανοιχτά πάνω στο τραπέζι, μερικές φορές δεν είναι παρά απλά τεφτέρια όπου γράφονται οι συναλλαγές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα απ’ το τεφτέρι ενός εμπόρου λέει: «Άνδρας χρωστάει δέκα χρυσά φλορίνια από την Πεντηκοστή. Το όνομά του μου διαφεύγει». Οι υπολογισμοί γίνονται κυρίως με ρωμαϊκούς αριθμούς, και συχνά τα αθροίσματα είναι λάθος. Οι διαιρέσεις με διψήφιο διαιρέτη αποτελούν σκοτεινό μυστήριο, και η χρήση του μηδενικού δεν είναι απόλυτα κατανοητή. Όμως, παρ’ όλα τα φανταχτερά εκθέματα και τον ενθουσιασμό του κόσμου, το μέγεθος της εμποροπανήγυρης είναι κάτι το ασήμαντο. Ολόκληρη η ποσότητα των εμπορευμάτων που φθάνουν στη Γαλλία. στη διάρκεια ενός έτους, μέσα από το πέρασμα του Saint Gothard, δεν είναι αρκετά για να γεμίσουν ένα σύγχρονο φορτηγό τρένο. Το σύνολο των εμπορευμάτων που μεταφέρονται απ’ το μεγάλο ενετικό στόλο δεν θα έφταναν να γεμίσουν ένα σύγχρονο εμπορικό πλοίο.
Επόμενη στάση: η Γερμανία. Το έτος: 1550 περίπου.
Ο Αντρέας Ριφ, ένας γενειοφόρος έμπορος, ντυμένος τη γούνα του, γυρίζει στο σπίτι του στο Μπάντεν. Σ’ ένα γράμμα στη γυναίκα του, γράφει ότι επισκέφτηκε τριάντα αγορές και ότι έχει κάνει πληγή απ’ τη σέλα. Επίσης δείχνει να ενοχλείται από τα μικροπροβλήματα των καιρών. Καθώς ταξιδεύει τον σταματάνε κάθε δέκα μίλια για να πληρώσει διόδια. Στη διαδρομή μεταξύ Βασιλείας και Κολονίας πληρώνει τριάντα μία φορές.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Κάθε κοινότητα που επισκέπτεται έχει το δικό της νόμισμα, τους δικούς της κανονισμούς και τη δική της έννομη τάξη. Μόνο στην περιοχή γύρω απ’ το Μπάντεν, υπάρχουν περίπου 112 διαφορετικά μέτρα μήκους, 92 διαφορετικά μέτρα μετρήσεως επιφάνειας, 65 διαφορετικά μέτρα όγκου στερεών, 163 μέτρα δημητριακών και 123 μέτρα υγρών, 63 ειδικά μέτρα για οινοπνευματώδη και 80 διαφορετικά ζύγια της μιας λίβρας.
Προχωράμε: βρισκόμαστε στη Βοστόνη το έτος 1639.
Μια δίκη βρίσκεται σε εξέλιξη. Κάποιος Ρόμπερτ Κιν, «ένας υπερήλικας διδάσκαλος του Ευαγγελίου, άνθρωπος επιφανής, πλούσιος και πατέρας ενός παιδιού, παραβαίνοντας τη συνείδησή του και το λόγο του Ευαγγελίου», κατηγορείται για ένα αποτρόπαιο έγκλημα: έβγαλε κέρδος πάνω από έξι πένες ανά σελίνι, κέρδος εξωφρενικό. Το δικαστήριο συνεδριάζει για ν’ αποφασίσει αν θα τον τιμωρήσει για το έγκλημά του με αφορισμό αλλά, λόγω του προτέρου εντίμου βίου του, οι δικαστές έδειξαν επιείκεια και τον απήλλαξαν βάζοντάς του πρόστιμο διακοσίων λιρών. Όμως ο κακομοίρης ο κύριος Κιν είναι τόσο αναστατωμένος ώστε ενώπιον των γερόντων της Εκκλησίας «με δάκρυα στα μάτια ομολογεί ότι έχει μια άπληστη και διεφθαρμένη ψυχή». Ο πάστορας της Βοστόνης δεν μπορεί να αντισταθεί σ’ αυτή τη μοναδική ευκαιρία να εκμεταλλευτεί το ζωντανό παράδειγμα ενός αμετανόητου αμαρτωλού, και χρησιμοποιεί την πλεονεξία του Κέιν ως παράδειγμα για να αστράψει και να βροντήξει από τον άμβωνα στο κήρυγμα που βγάζει την επόμενη Κυριακή σχετικά με κάποιες δόλιες αρχές που διέπουν το εμπόριο. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και οι ακόλουθες.
i. Ότι ένας έμπορος μπορεί να πουλάει όσο πιο ακριβά μπορεί, και να αγοράζει όσο πιο φτηνά μπορεί.
ii. Ότι αν κάποιος έμπορος υποστεί ζημιά σε κάποια εμπορεύματα λόγω θαλασσίων μεταφορών κλπ., μπορεί να αυξήσει την τιμή των υπόλοιπων εμπορευμάτων του.
iii. Ότι μπορεί να πουλάει όσο αγόρασε, παρ’ όλο που πλήρωσε πολύ ακριβά…
Όλα αυτά είναι δόλια, δόλια, κραυγάζει ο πάστορας. Το να επιδιώκεις τα πλούτη για τα πλούτη και μόνο, σε κάνει δούλο της πλεονεξίας.
Επιστρέφουμε τώρα στην Αγγλία και τη Γαλλία.
Στην Αγγλία ένας μεγάλος εμπορικός οργανισμός, η «Εταιρία Ριψοκίνδυνων Εμπόρων», συνέταξε το καταστατικό της. Ανάμεσα στα άρθρα του περιλαμβάνονται και τα εξής που αφορούν εμπόρους μέλη της εταιρίας: Απαγορεύονται η μη κόσμια γλώσσα, οι καβγάδες μεταξύ των μελών, η χαρτοπαιξία, και οι κυνηγετικοί σκύλοι. Κανένας δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί μεταφέροντας ασουλούπωτους μπόγους. Πραγματικά, πρόκειται για μια περίεργη εταιρία, που μάλλον θυμίζει τεκτονική στοά.
Στη Γαλλία επιδεικνύεται έντονη νεοτεριστική δραστηριότητα στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, κι ο Κολμπέρ αναγκάζεται το 1666 να εκδώσει μια διάταξη για να εμποδίσει αυτή την επικίνδυνη και διαλυτική τάση. Στο εξής λοιπόν τα υφάσματα της Ντιζόν και της Σελανζί θα διαθέτουν ακριβώς 1.408 κλωστές συμπεριλαμβανομένης και της ούγιας, ούτε περισσότερες ούτε λιγότερες. Στην Ωξέρρη (Auxerre) της Βουργουνδίας και σε άλλες δύο βιομηχανικές πόλεις, οι κλωστές πρέπει να είναι 1.376. Στη Σατιγιόν (Chatillon), 1.216. Οποιοδήποτε ύφασμα βρεθεί ακατάλληλο, θα δυσφημείται. Αν αυτό επαναληφθεί τρεις φορές, τότε θα διαπομπεύεται ο έμπορος.
Υπάρχει κάτι το κοινό σ’ όλα αυτά τα σκόρπια στιγμιότυπα αλλοτινών κόσμων. Και είναι το εξής:
Πρώτον, η ιδέα της ευπρέπειας (για να μην πούμε της αναγκαιότητας) ενός συστήματος οργανωμένου στη βάση του προσωπικού κέρδους δεν έχει ακόμα παγιωθεί.
Δεύτερον, ένας ξεχωριστός, ανεξάρτητος οικονομικός κόσμος δεν έχει ακόμα απαγκιστρωθεί απ’ το κοινωνικό του πλαίσιο. Ο κόσμος των πρακτικών υποθέσεων είναι αναπόσπαστα δεμένος με τον κόσμο της πολιτικής, κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής. Μέχρι να χωριστούν αυτοί οι δύο κόσμοι, τίποτα δεν θα θυμίζει το ρυθμό και την ατμόσφαιρα της σύγχρονης ζωής. Και για να χωριστούν αυτοί οι κόσμοι, πρέπει να μεσολαβήσει ένας μακροχρόνιος και σκληρός αγώνας.
Μπορεί να μας φαίνεται περίεργο ότι η ιδέα του κέρδους είναι σχετικά πρόσφατη. Διδασκόμαστε στο σχολείο ότι ο άνθρωπος είναι, κατά βάση, ον κτητικό κι ότι αν τον αφήναμε ελεύθερο, θα φερόταν όπως κάθε επιχειρηματίας που σέβεται τον εαυτό του. Μας λένε ότι το κίνητρο του κέρδους είναι τόσο παλιό όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος.
Αλλά δεν είναι έτσι. Το κίνητρο του κέρδους, όπως το γνωρίζουμε, είναι μόνο τόσο παλιό όσο και ο «σύγχρονος άνθρωπος». Ακόμα και σήμερα, το κέρδος για το κέρδος είναι μια έννοια ξένη σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της γης και η απουσία της είναι εμφανέστατη στο μεγαλύτερο κομμάτι της καταγεγραμμένης ιστορίας. Ο σερ Ουίλιαμ Πέττυ, ένας εκπληκτικός τύπος που έζησε το δέκατο έβδομο αιώνα (ο οποίος υπήρξε βοηθός καμαρότου, γυρολόγος, υφασματέμπορος, γιατρός, καθηγητής μουσικής και ιδρυτής μιας σχολής με την επωνυμία «Πολιτική Αριθμητική»), υποστήριζε ότι, όταν οι μισθοί ήταν ικανοποιητικοί, «ήταν δύσκολο να βρεις εργάτες, γιατί είναι τόσο ακόλαστοι, που δουλεύουν μόνο για να τρώνε ή μάλλον για να πίνουν».
Και ο σερ Ουίλιαμ δεν εξέφραζε απλώς τις προκαταλήψεις των αστών των ημερών του. Επισήμαινε ένα γεγονός που μπορεί ακόμα να παρατηρηθεί ανάμεσα στους μη εκβιομηχανισμένους λαούς του κόσμου: μια αμάθητη εργατική δύναμη, ασυνήθιστη στη μισθωτή εργασία, άβολη στα πλαίσια της βιομηχανικής ζωής, ανεξοικείωτη με την ιδέα της συνεχούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, δεν πρόκειται να δουλέψει σκληρότερα αν αυξηθούν οι αμοιβές: απλούστατα θα αυξήσει τη σχόλη της.
Η έννοια του κέρδους, η ιδέα ότι κάθε εργαζόμενος όχι μόνο μπορεί αλλά και πρέπει να*παλεύει διαρκώς για να βελτιώνει την υλική του κατάσταση, ήταν μια ιδέα άγνωστη στα πλατιά κατώτερα και μεσαία στρώματα της αιγυπτιακής, ελληνικής, ρωμαϊκής και μεσαιωνικής κουλτούρας και άρχισε να εμφανίζεται σποραδικά κατά την εποχή της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης, ενώ ήταν λίγο πολύ άγνωστη στους περισσότερους πολιτισμούς της Ανατολής. Ως μόνιμο και πανταχού παρόν χαρακτηριστικό της κοινωνίας, είναι τόσο πρόσφατο όσο και η ανακάλυψη της τυπογραφίας.
Όχι μόνο δεν είναι η έννοια του κέρδους τόσο διαδεδομένη όσο πιστεύουμε, αλλά και η κοινωνική αποδοχή του κέρδους είναι μια εξέλιξη ακόμα πιο περιορισμένη και πρόσφατη. Στο Μεσαίωνα η Εκκλησία δίδασκε ότι ο Χριστιανός δεν μπορεί να είναι έμπορος, και πίσω απ’ αυτή τη διδασκαλία κρυβόταν η σκέψη ότι οι έμποροι είναι τα ζιζάνια στο φυτώριο της κοινωνίας. Την εποχή του Σαίξπηρ ο σκοπός στη ζωή του μέσου πολίτη -για την ακρίβεια, όλων εκτός από τους ευγενείς δεν ήταν η βελτίωση της θέσης του στη ζωή αλλά η διατήρησή της. Ακόμα και για τους πρώτους άποικους της Αμερικής, η σκέψη και μόνο ότι το κέρδος θα μπορούσε να είναι ένας αποδεκτός -ακόμα και χρήσιμος- σκοπός στη ζωή, ελάχιστα απείχε απ’ το να θεωρείται ως δίδαγμα του Σατανά.
Ο πλούτος, φυσικά, υπήρχε πάντα, και η απληστία υπάρχει καταγεγραμμένη από τους βιβλικούς χρόνους. Αλλά είναι τεράστια η διαφορά ανάμεσα στο φθόνο για τον πλούτο ολίγων ισχυρών και το γενικευμένο αγώνα για πλουτισμό που διακρίνει ολόκληρη την κοινωνία. Ριψοκίνδυνοι έμποροι υπήρχαν από την εποχή των Φοινίκων ναυτικών, και θα τους βρούμε σε ολόκληρο το φάσμα της ιστορίας: στους κερδοσκόπους της Ρώμης, στους εμπορευόμενους Ενετούς, στη Χανσεατική Ένωση και στους μεγάλους Πορτογάλους και Ισπανούς θαλασσοπόρους που αναζητούσαν νέους δρόμους προς την Ινδία και προς την προσωπική τους ευμάρεια. Όμως οι περιπέτειες των λίγων είναι πράγμα πολύ διαφορετικό απ’ το να εμφορείται ολόκληρη η κοινωνία από το πνεύμα του επιχειρηματικού κινδύνου.
Πάρτε, για παράδειγμα, την εκπληκτική οικογένεια των Φούγγερ (Fugger). των Γερμανών τραπεζιτών του δέκατου έκτου αιώνα. Στην εποχή της ακμής τους οι Φούγγερ είχαν στην κατοχή τους ορυχεία χρυσού και αργύρου, δικαιώματα εμπορικής εκμετάλλευσης, ακόμα και το δικαίωμα να εκδίδουν δικό τους νόμισμα. Το ενεργητικό τους ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο απ’ τα πλούτη βασιλέων και αυτοκρατόρων των οποίων τους πολέμους (καθώς και τα έξοδα διαβίωσης) χρηματοδοτούσαν. Όταν, όμως, πέθανε ο Αντόν Φούγγερ, ο μεγαλύτερος ανιψιός του Χανς-Τζακόμπ αρνήθηκε να αναλάβει την τραπεζική αυτοκρατορία, με τη δικαιολογία ότι οι εργασίες της πόλης και οι προσωπικές του υποθέσεις τον επιβάρυναν ήδη πολύ. Ο αδελφός του Χανς-Τζακόμπ, Τζορτζ, δήλωσε ότι προτιμά να έχει την ησυχία του. Ένας τρίτος ανιψιός, ο Κρίστοφερ. στάθηκε εξίσου αρνητικός.
Κανένας απ’ τους πιθανούς κληρονόμους μιας αυτοκρατορίας του πλούτου δεν θεώρησε, προφανώς, ότι άξιζε τον κόπο. Εκτός απ’ τους βασιλείς (τους οικονομικά φερέγγυους) και μερικές διάσπαρτες οικογένειες, όπως οι Φούγγερ, οι πρώτοι καπιταλιστές δεν αποτελούσαν τους στυλοβάτες της κοινωνίας, αντίθετος ήταν συνήθως απόβλητοι και ανεπιθύμητοι. Πού και πού κάποιος δραστήριος νέος όπως ο Άγιος Γοδερίγος (Goderic) του Φίνκελ (Finchale) ξεκινούσε μαζεύοντας κομμάτια από ναυάγια που ξεβράζονταν στις ακτές, συγκέντρωνε αρκετά αντικείμενα για να κάνει τον έμπορο και, όταν πια είχε πλουτίσει, εγκατέλειπε τα εγκόσμια για να γίνει ερημίτης.
Αλλά τέτοιοι άνθρωποι υπήρξαν ελάχιστοι. Εφόσον η επικρατούσα αντίληψη ήταν’ ότι η ζωή στη γη είναι το εξαγνιστικό προοίμιο της Αιώνιας Ζωής, το εμπορικό πνεύμα ούτε ενθαρρυνόταν ούτε κι έβρισκε αυθόρμητη υποστήριξη. Οι βασιλιάδες αποζητούσαν’ θησαυρούς κι έκαναν πολέμους γι’ αυτό το λόγο. Οι ευγενείς ήθελαν γη, κι επειδή κανένας ευγενής που σεβόταν τον εαυτό του δεν πουλούσε οικειοθελώς τα πατρογονικά του κτήματα, αυτό και πάλι σήμαινε πόλεμο. Ο περισσότερος κόσμος, όμως -δουλοπάροικοι, τεχνίτες, ακόμα και οι αρχιμάστορες των κατασκευαστικών συντεχνιών- ήθελαν να ζήσουν με τον τρόπο που έζησαν οι πατεράδες τους κι όπως θα ζούσαν οι γιοι τους μετά απ’ αυτούς.
Η απουσία της έννοιας του κέρδους ως κατευθυντήριας δύναμης της καθημερινής ζωής -στην πραγματικότητα η απόλυτη ανυποληψία που της απέδιδε η Εκκλησία- συνιστούσε την τεράστια διαφορά μεταξύ της κοινωνίας του δέκατου έως δέκατου έκτου αιώνα και της κοινωνίας που άρχιζε να μοιάζει με τη δική μας, ένα με δύο αιώνες πριν απ’ τον Άνταμ Σμιθ. Αλλά, υπήρχε και μια ουσιωδέστερη διαφορά. Η έννοια του «κερδίζω τα προς το ζην» δεν’ είχε ακόμα γεννηθεί. Οικονομική και κοινωνική ζωή ήταν ένα και το αυτό. Η εργασία δεν αποτελούσε ακόμα το μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού- του σκοπού της απόκτησης χρημάτων και των πραγμάτων που αγοράζουν. Η εργασία ήταν αυτοσκοπός, ο οποίος φυσικά περιλάμβανε χρήματα και εμπορεύματα, αλλά ήταν κάτι που έκανε κανείς ως μέρος της παράδοσης, του φυσιολογικού τρόπου ζωής. Κοντολογίς, η μεγάλη κοινωνική ανακάλυψη της “αγοράς” δεν είχε γίνει ακόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου