Το άγγιγμα ενός ανθρώπινου χεριού, ο ήχος μιας ανθρώπινης φωνής και οι σπιτικές μυρωδιές είναι οι εμπειρίες με τις οποίες ένα μωρό αρχίζει να μαθαίνει τι είναι αυτός ο νέος κόσμος γύρω του. Ο τρόπος με τον οποίο ο γονιός αγγίζει το παιδί κι ο ήχος της φωνής του αποτελούν τη βάση γι’ αυτό που θα μάθει το παιδί. Το μωρό πρέπει να ξεδιαλύνει όλα τ’ αγγίγματα, τα πρόσωπα, τις φωνές και τις μυρωδιές των μεγάλων γύρω του και να βγάζει νόημα απ’ όλα αυτά. Μεγάλη σύγχυση κυριαρχεί στον κόσμο του νεογέννητου.
Στον πρώτο χρόνο της ζωής, ένα παιδί πρέπει να μάθει περισσότερα βασικά και διαφορετικά πράγματα απ’ ό,τι σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Ποτέ άλλοτε το παιδί δεν πρόκειται να βρεθεί αντιμέτωπο με τόση μάθηση και γνώση, σε τόσα επίπεδα και σε τόσο λίγο διάστημα.
Η επίδραση απ' όλη αυτή τη μάθηση είναι πολύ πιο βαθιά απ’ όσο φαντάζονται οι περισσότεροι γονείς. Αν οι γονείς το καταλάβαιναν, θα μπορούσαν να εκτιμήσουν καλύτερα, τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα σ’ ό,τι κάνουν και στην τρομακτική δουλειά που έχει να κάνει το παιδί τους.
Δώσαμε όλη μας την προσοχή σε μεθόδους πειθαρχίας και πολλή λίγη στην κατανόηση, στην αγάπη, στο χιούμορ και στην ανάπτυξη της πανέμορφης εκδήλωσης της ζωής που υπάρχει μέσα σε κάθε παιδί.
Υπάρχουν ακόμα τρία θέματα που δυσκολεύουν την εκτέλεση του οικογενειακού προσχέδιου. Βρίσκονται στο παγόβουνο, κάτω από την επιφάνεια του νερού, κάτω από την αντιληπτή λειτουργία της οικογένειας. Το πρώτο είναι η άγνοια. Απλά δεν ξέρεις κάτι.
Κι ακόμη, ίσως να μην ξέρεις ότι δεν ξέρεις, έτσι ώστε να μη συνειδητοποιήσεις την ανάγκη να μάθεις. Τα παιδιά μπορούν να βοηθήσουν πολύ σ’ αυτό, αν ο γονιός τούς επιτρέπει τα σχόλια. Να επαγρυπνάς συνέχεια για να αντλείς πληροφορίες από τις νύξεις που κάνουν τα παιδιά.
Το δεύτερο είναι πως ο τρόπος επικοινωνίας σου μπορεί να μην είναι αποτελεσματικός. Οπότε στέλνεις μηνύματα που δεν ξέρεις ότι τα στέλνεις ή νομίζεις ότι στέλνεις μηνύματα, ενώ δεν στέλνεις τίποτε. Έτσι τα αγαθά που έχεις να προσφέρεις στα παιδιά σου δε φτάνουν στον αποδέκτη. Για να το αντιληφθείς αυτό, πρόσεχε τις τυχόν απρόσμενες αντιδράσεις των άλλων.
Πολλοί γονείς ακούνε με κατάπληξη τι νόημα βγάζουν τα παιδιά τους από φαινομενικά αθώες παρατηρήσεις τους. Για παράδειγμα, ξέρω ένα ζευγάρι λευκών που ήθελε να διδάξει στο παιδί του φυλετική ανοχή. Μια μέρα, μαζί με κάποια άλλα παιδιά κάλεσαν στο σπίτι τους κι ένα μικρό μαύρο. Αργότερα ο πατέρας ρώτησε το παιδί του: «Πώς σου φάνηκαν τα πολύ κατσαρά του μαλλιά;» Αλλά το είπε μ’ ένα ύφος που υπογράμμιζε τη διαφορά, σχηματίζοντας έτσι τον πρώτο διαχωριστικό κύκλο ανάμεσα στα δυο παιδιά. Όσοι γονείς ανησυχούν μήπως συμβαίνει κάτι παρόμοιο, ας ελέγχουν πότε πότε τι κατάλαβαν απ’ τα λόγια τους τα παιδιά τους.
Θυμάμαι μιαν άλλη ιστορία. Μια νεαρή μητέρα εξήγησε με αρκετές λεπτομέρειες τα αληθινά περιστατικά της ζωής στον εξάχρονο γιο της, τον Άλεξ. Αρκετές μέρες μετά παρατήρησε πως ο Άλεξ την κοίταζε περίεργα. Τον ρώτησε γιατί, κι εκείνος απάντησε. “Μαμά, δεν κουράζεσαι φοβερά, όταν στέκεσαι με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω;” Ολότελα σαστισμένη η μάνα του ζήτησε να της εξηγήσει τι εννοούσε. “Ε, να” είπε ο μικρός, “ξέρεις… όταν ο μπαμπάς βάζει το σπόρο του μέσα”. Η μητέρα του παρέλειψε να εξωραΐσει τη διαδικασία της συνουσίας κι έτσι ο Άλεξ έφτιαξε τη δική του εικόνα.
Το τρίτο κομμάτι στο παγόβουνο αναφέρεται στις αξίες σου. Δεν είναι καθόλου απλό, όταν επικρατεί μέσα σου αβεβαιότητα για τις δικές σου αξίες, να διδάξεις σχετικά κάτι σίγουρο στο παιδί σου. Τι θα πρέπει να το διδάξεις, αφού κι εσύ δεν ξέρεις τίποτα; Και αν νιώθεις ότι δεν μπορείς να είσαι ειλικρινής για το πρόβλημά σου, τότε η κατάσταση μπορεί πολύ εύκολα να καταλήξει σε διατυπώσεις όπως «κάνε ό,τι σου λέω, όχι ό,τι κάνω» ή «δεν έχει καθόλου σημασία» ή «γιατί με ρωτάς;» ή «κρίνε μόνος σου κι απόφασε». Οποιαδήποτε απ’ αυτές τις απαντήσεις θα μπορούσε ν’ αφήσει στο παιδί μια αίσθηση αδικίας ή ψευτιάς.
Ένα άλλο αθέλητο μήνυμα που έδωσε ένας γονιός φαίνεται στην παρακάτω ιστορία. Είχα επισκεφθεί μια νεαρή γυναίκα που είχε ένα τετράχρονο κοριτσάκι. Χτύπησε το τηλέφωνο. Η νεαρή φίλη μου είπε: «Όχι, δεν μπορώ να έρθω σήμερα. Δεν αισθάνομαι καλά».
Η τετράχρονη κόρη της τη ρώτησε, με φανερό ενδιαφέρον στο προσωπάκι της: «Μαμά, είσαι άρρωστη;»
Η φίλη μου απάντησε: «Όχι, είμαι πολύ καλά».
Το κοριτσάκι προσπάθησε να τα βγάλει πέρα με τη φανερή αντίφαση: «Αλλά, μαμά, είπες στην κυρία στο τηλέφωνο ότι δεν αισθάνεσαι καλά».
Η απάντηση της μητέρας της ήταν: «Μη στεναχωριέσαι γι’ αυτό».
Μετά απ’ αυτήν την απάντηση το κοριτσάκι πήγε έξω να παίξει με τα χώματα. Την ώρα του φαγητού, η μάνα της τη φώναξε να έρθει μέσα. Το κοριτσάκι απάντησε: «Δεν μπορώ να έρθω, είμαι άρρωστη».
Η αντίδραση της μάνας ήταν να πάει έξω, προφανώς θυμωμένη, «θα σε μάθω εγώ να μη με υπακούς».
Μπήκα στη μέση, πριν η μητέρα προλάβει να τιμωρήσει το παιδί της και την πήρα απόμερα για να κουβεντιάσουμε. Της θύμησα ένα ένα με τη σειρά τα περιστατικά όπως έγιναν, δείχνοντάς της ότι το παιδί απλώς την είχε μιμηθεί. Είδε κι αυτή την αλληλουχία, που δεν είχε καθόλου αντιληφθεί.
Ανατρίχιασε στη σκέψη και μόνο πως παραλίγο να αδικήσει το παιδί της τιμωρώντας το χωρίς λόγο.
Υπέδειξα στη μητέρα πως ο πιο χρήσιμος τρόπος για να τα βγάλει πέρα με την αρχική ερώτηση θα ήταν να είχε πει: «Δεν είμαι άρρωστη. Είπα αυτό το πράγμα σ’ αυτήν τη γυναίκα γιατί δεν ήθελα να είμαι μαζί της και δεν ήθελα να την πληγώσω. Μου είναι πολύ δύσκολο να λέω “όχι” στους ανθρώπους. Έτσι είπα ψέματα. Χρειάζομαι να μάθω καλύτερους τρόπους για να αντιμετωπίζω αυτές τις καταστάσεις. Ίσως μπορούμε να μάθουμε μαζί».
Η μάνα δεν ήταν κανένα τέρας και το παιδί κανένα ανυπάκουο παλιόπαιδο. Κι όμως σ’ αυτό το σενάριο το παιδί θα μπορούσε να τιμωρηθεί, γιατί έμαθε και χρησιμοποίησε το μοντέλο της μάνας. Το παιδί θ’ αποκτούσε την αναγκαία εμπειρία για να αρχίσει να μην εμπιστεύεται τη μάνα του και καμιά απ’ τις δυο δε θα ήξερε γιατί.
Όπως είπα και πριν, οι βασικές πληροφορίες, που μπαίνουν μέσα στο οικογενειακό προσχέδιο, προέρχονται από τις εμπειρίες που είχαμε στη δική μας οικογένεια, μα και στις άλλες, με τις οποίες είμαστε σε στενή επαφή. Όλα τα άτομα που φωνάζουμε με κάποιο γονικό όνομα ή που είμαστε υποχρεωμένοι να τους φερόμαστε σαν να ήταν γονείς μας, μας προμηθεύουν την πείρα την οποία χρησιμοποιούμε έτσι ή αλλιώς, όταν γινόμαστε εμείς γονείς. Ένα μέρος απ’ αυτήν μπορεί να μας βοηθήσει, άλλα ίσως ν’ υποδειχθούν ανώφελα. Όλα όμως άσκησαν την επίδρασή τους.
Όσοι από μας είμαστε αρκετά ελεύθεροι, ώστε να ερχόμαστε σ’ επαφή με την Εσωτερική Σοφία μας, κατέχουμε μιαν άλλη θαυμάσια πηγή. Χρειάζεται κουράγιο για να εμπιστευτείς αυτή τη Σοφία. Σημαίνει ότι έχουμε απελευθερωθεί από κριτική, μομφή και συμβιβασμό. Είμαστε πρόθυμοι όχι μόνο να φερθούμε με ευθύτητα αλλά και να διακινδυνεύσουμε.
Βιρτζίνια Σατίρ, Πλάθοντας ανθρώπους
Στον πρώτο χρόνο της ζωής, ένα παιδί πρέπει να μάθει περισσότερα βασικά και διαφορετικά πράγματα απ’ ό,τι σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Ποτέ άλλοτε το παιδί δεν πρόκειται να βρεθεί αντιμέτωπο με τόση μάθηση και γνώση, σε τόσα επίπεδα και σε τόσο λίγο διάστημα.
Η επίδραση απ' όλη αυτή τη μάθηση είναι πολύ πιο βαθιά απ’ όσο φαντάζονται οι περισσότεροι γονείς. Αν οι γονείς το καταλάβαιναν, θα μπορούσαν να εκτιμήσουν καλύτερα, τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα σ’ ό,τι κάνουν και στην τρομακτική δουλειά που έχει να κάνει το παιδί τους.
Δώσαμε όλη μας την προσοχή σε μεθόδους πειθαρχίας και πολλή λίγη στην κατανόηση, στην αγάπη, στο χιούμορ και στην ανάπτυξη της πανέμορφης εκδήλωσης της ζωής που υπάρχει μέσα σε κάθε παιδί.
Υπάρχουν ακόμα τρία θέματα που δυσκολεύουν την εκτέλεση του οικογενειακού προσχέδιου. Βρίσκονται στο παγόβουνο, κάτω από την επιφάνεια του νερού, κάτω από την αντιληπτή λειτουργία της οικογένειας. Το πρώτο είναι η άγνοια. Απλά δεν ξέρεις κάτι.
Κι ακόμη, ίσως να μην ξέρεις ότι δεν ξέρεις, έτσι ώστε να μη συνειδητοποιήσεις την ανάγκη να μάθεις. Τα παιδιά μπορούν να βοηθήσουν πολύ σ’ αυτό, αν ο γονιός τούς επιτρέπει τα σχόλια. Να επαγρυπνάς συνέχεια για να αντλείς πληροφορίες από τις νύξεις που κάνουν τα παιδιά.
Το δεύτερο είναι πως ο τρόπος επικοινωνίας σου μπορεί να μην είναι αποτελεσματικός. Οπότε στέλνεις μηνύματα που δεν ξέρεις ότι τα στέλνεις ή νομίζεις ότι στέλνεις μηνύματα, ενώ δεν στέλνεις τίποτε. Έτσι τα αγαθά που έχεις να προσφέρεις στα παιδιά σου δε φτάνουν στον αποδέκτη. Για να το αντιληφθείς αυτό, πρόσεχε τις τυχόν απρόσμενες αντιδράσεις των άλλων.
Πολλοί γονείς ακούνε με κατάπληξη τι νόημα βγάζουν τα παιδιά τους από φαινομενικά αθώες παρατηρήσεις τους. Για παράδειγμα, ξέρω ένα ζευγάρι λευκών που ήθελε να διδάξει στο παιδί του φυλετική ανοχή. Μια μέρα, μαζί με κάποια άλλα παιδιά κάλεσαν στο σπίτι τους κι ένα μικρό μαύρο. Αργότερα ο πατέρας ρώτησε το παιδί του: «Πώς σου φάνηκαν τα πολύ κατσαρά του μαλλιά;» Αλλά το είπε μ’ ένα ύφος που υπογράμμιζε τη διαφορά, σχηματίζοντας έτσι τον πρώτο διαχωριστικό κύκλο ανάμεσα στα δυο παιδιά. Όσοι γονείς ανησυχούν μήπως συμβαίνει κάτι παρόμοιο, ας ελέγχουν πότε πότε τι κατάλαβαν απ’ τα λόγια τους τα παιδιά τους.
Θυμάμαι μιαν άλλη ιστορία. Μια νεαρή μητέρα εξήγησε με αρκετές λεπτομέρειες τα αληθινά περιστατικά της ζωής στον εξάχρονο γιο της, τον Άλεξ. Αρκετές μέρες μετά παρατήρησε πως ο Άλεξ την κοίταζε περίεργα. Τον ρώτησε γιατί, κι εκείνος απάντησε. “Μαμά, δεν κουράζεσαι φοβερά, όταν στέκεσαι με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω;” Ολότελα σαστισμένη η μάνα του ζήτησε να της εξηγήσει τι εννοούσε. “Ε, να” είπε ο μικρός, “ξέρεις… όταν ο μπαμπάς βάζει το σπόρο του μέσα”. Η μητέρα του παρέλειψε να εξωραΐσει τη διαδικασία της συνουσίας κι έτσι ο Άλεξ έφτιαξε τη δική του εικόνα.
Το τρίτο κομμάτι στο παγόβουνο αναφέρεται στις αξίες σου. Δεν είναι καθόλου απλό, όταν επικρατεί μέσα σου αβεβαιότητα για τις δικές σου αξίες, να διδάξεις σχετικά κάτι σίγουρο στο παιδί σου. Τι θα πρέπει να το διδάξεις, αφού κι εσύ δεν ξέρεις τίποτα; Και αν νιώθεις ότι δεν μπορείς να είσαι ειλικρινής για το πρόβλημά σου, τότε η κατάσταση μπορεί πολύ εύκολα να καταλήξει σε διατυπώσεις όπως «κάνε ό,τι σου λέω, όχι ό,τι κάνω» ή «δεν έχει καθόλου σημασία» ή «γιατί με ρωτάς;» ή «κρίνε μόνος σου κι απόφασε». Οποιαδήποτε απ’ αυτές τις απαντήσεις θα μπορούσε ν’ αφήσει στο παιδί μια αίσθηση αδικίας ή ψευτιάς.
Ένα άλλο αθέλητο μήνυμα που έδωσε ένας γονιός φαίνεται στην παρακάτω ιστορία. Είχα επισκεφθεί μια νεαρή γυναίκα που είχε ένα τετράχρονο κοριτσάκι. Χτύπησε το τηλέφωνο. Η νεαρή φίλη μου είπε: «Όχι, δεν μπορώ να έρθω σήμερα. Δεν αισθάνομαι καλά».
Η τετράχρονη κόρη της τη ρώτησε, με φανερό ενδιαφέρον στο προσωπάκι της: «Μαμά, είσαι άρρωστη;»
Η φίλη μου απάντησε: «Όχι, είμαι πολύ καλά».
Το κοριτσάκι προσπάθησε να τα βγάλει πέρα με τη φανερή αντίφαση: «Αλλά, μαμά, είπες στην κυρία στο τηλέφωνο ότι δεν αισθάνεσαι καλά».
Η απάντηση της μητέρας της ήταν: «Μη στεναχωριέσαι γι’ αυτό».
Μετά απ’ αυτήν την απάντηση το κοριτσάκι πήγε έξω να παίξει με τα χώματα. Την ώρα του φαγητού, η μάνα της τη φώναξε να έρθει μέσα. Το κοριτσάκι απάντησε: «Δεν μπορώ να έρθω, είμαι άρρωστη».
Η αντίδραση της μάνας ήταν να πάει έξω, προφανώς θυμωμένη, «θα σε μάθω εγώ να μη με υπακούς».
Μπήκα στη μέση, πριν η μητέρα προλάβει να τιμωρήσει το παιδί της και την πήρα απόμερα για να κουβεντιάσουμε. Της θύμησα ένα ένα με τη σειρά τα περιστατικά όπως έγιναν, δείχνοντάς της ότι το παιδί απλώς την είχε μιμηθεί. Είδε κι αυτή την αλληλουχία, που δεν είχε καθόλου αντιληφθεί.
Ανατρίχιασε στη σκέψη και μόνο πως παραλίγο να αδικήσει το παιδί της τιμωρώντας το χωρίς λόγο.
Υπέδειξα στη μητέρα πως ο πιο χρήσιμος τρόπος για να τα βγάλει πέρα με την αρχική ερώτηση θα ήταν να είχε πει: «Δεν είμαι άρρωστη. Είπα αυτό το πράγμα σ’ αυτήν τη γυναίκα γιατί δεν ήθελα να είμαι μαζί της και δεν ήθελα να την πληγώσω. Μου είναι πολύ δύσκολο να λέω “όχι” στους ανθρώπους. Έτσι είπα ψέματα. Χρειάζομαι να μάθω καλύτερους τρόπους για να αντιμετωπίζω αυτές τις καταστάσεις. Ίσως μπορούμε να μάθουμε μαζί».
Η μάνα δεν ήταν κανένα τέρας και το παιδί κανένα ανυπάκουο παλιόπαιδο. Κι όμως σ’ αυτό το σενάριο το παιδί θα μπορούσε να τιμωρηθεί, γιατί έμαθε και χρησιμοποίησε το μοντέλο της μάνας. Το παιδί θ’ αποκτούσε την αναγκαία εμπειρία για να αρχίσει να μην εμπιστεύεται τη μάνα του και καμιά απ’ τις δυο δε θα ήξερε γιατί.
Όπως είπα και πριν, οι βασικές πληροφορίες, που μπαίνουν μέσα στο οικογενειακό προσχέδιο, προέρχονται από τις εμπειρίες που είχαμε στη δική μας οικογένεια, μα και στις άλλες, με τις οποίες είμαστε σε στενή επαφή. Όλα τα άτομα που φωνάζουμε με κάποιο γονικό όνομα ή που είμαστε υποχρεωμένοι να τους φερόμαστε σαν να ήταν γονείς μας, μας προμηθεύουν την πείρα την οποία χρησιμοποιούμε έτσι ή αλλιώς, όταν γινόμαστε εμείς γονείς. Ένα μέρος απ’ αυτήν μπορεί να μας βοηθήσει, άλλα ίσως ν’ υποδειχθούν ανώφελα. Όλα όμως άσκησαν την επίδρασή τους.
Όσοι από μας είμαστε αρκετά ελεύθεροι, ώστε να ερχόμαστε σ’ επαφή με την Εσωτερική Σοφία μας, κατέχουμε μιαν άλλη θαυμάσια πηγή. Χρειάζεται κουράγιο για να εμπιστευτείς αυτή τη Σοφία. Σημαίνει ότι έχουμε απελευθερωθεί από κριτική, μομφή και συμβιβασμό. Είμαστε πρόθυμοι όχι μόνο να φερθούμε με ευθύτητα αλλά και να διακινδυνεύσουμε.
Βιρτζίνια Σατίρ, Πλάθοντας ανθρώπους
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου