Ένας ξυλοκόπος ήταν πολύ γέρος, χωρίς οικογένεια- η γυναίκα του είχε πεθάνει και δεν είχε παιδιά. Για να εξασφαλίζει φαγητό στα γηρατειά του- και πρέπει να ήταν ογδόντα χρονών- ήταν αναγκασμένος να δουλεύει σκληρά και να πηγαίνει στο δάσος για να κόψει ξύλα και να τα πουλάει. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτά που έπαιρνε ίσα που του έφταναν για να επιβιώσει.
Κάθε μέρα στο δάσος περνούσε από έναν Σούφι μυστικιστή που καθόταν κάτω από ένα δένδρο. Και όπως συμβαίνει στην ανατολική παράδοση, άγγιζε τα πόδια του μυστικιστή, έπαιρνε την ευλογία του. και πήγαινε στη δουλειά του.
Ο μυστικιστής άρχισε να λυπάται τον άνδρα. Μια μέρα είπε: «Είσαι παράξενος άνθρωπος, δεν νιώθεις καμμία περιέργεια, επειδή αν πας λίγο πιο βαθιά μέσα στο δάσος, μπορείς να βρεις ένα ορυχείο χαλκού. Και μόνο η δουλειά μιας ημέρας θα είναι αρκετή για να εξασφαλίσεις φαγητό για επτά ημέρες. Τώρα, πρέπει να δουλεύεις κάθε ‘μέρα. Ακόμη κι εγώ άρχισα να σε λυπάμαι. Προχώρησε λίγο πιο μέσα».
Ο άνδρας δίσταζε επειδή ήξερε το δάσος… αλλά ποιος ξέρει. Ίσως ο μυστικιστής να είχε δίκιο, επειδή ήταν κι εκείνος στο δάσος. Από όσο μπορούσε να θυμηθεί, ο μυστικιστής ήταν πάντα κάτω από το δένδρο. Θα μπορούσε απλά να προσπαθήσει, ακόμη κι αν δεν ήταν σίγουρος αν θα συνέβαινε… Αλλά βρήκε ένα ορυχείο χαλκού. Μάζεψε αρκετό χαλκό, και αυτό του έφτασε για μια βδομάδα.
Ξεκουράστηκε, και μετά από μια βδομάδα όταν επέστρεψε, έδειχνε λίγο καλύτερα, πιο υγιής, λίγο πιο νέος. Άγγιξε τα πόδια του μυστικιστή και είπε: «Αυτή τη φορά αγγίζω τα πόδια σου όχι μόνο λόγω παράδοσης, είμαι πραγματικά ευγνώμων».
Ο μυστικιστής είπε: «Τόσο σύντομα; Είσαι ανόητος! Αν πας λίγο πιο βαθιά θα βρεις ένα ορυχείο ασημιού. Η δουλειά μιας ημέρας θα είναι αρκετή για έναν μήνα».
Ο άνδρας δεν μπορούσε να το πιστέψει – είχε ζήσει όλη του τη ζωή στη δυστυχία και τα βάσανα. Αλλά ο μυστικιστής είχε αποδειχτεί σωστός την πρώτη φορά- ίσως, ποιος ξέρει, να είχε ξανά δίκιο. Ή ίσως ο μυστικιστής απλά να αστειευόταν ή να τον κορόιδευε, αλλά δεν ήταν κακό να πάει.
Πήγε λίγο πιο βαθιά, και βρήκε ένα ορυχείο ασημιού. Είπε: «Θεέ μου! Σπατάλησα όλη μου τη ζωή κόβοντας ξύλα. Ήταν σκληρή δουλειά, και το να τα πουλήσω ήταν επίσης δύσκολο. Υπάρχουν τόσοι πολλοί ξυλοκόποι, τόσος έντονος ανταγωνισμός».
Μάζεψε λίγο ασήμι, και ήταν στ’ αλήθεια αρκετό για έναν μήνα. Έζησε στην πολυτέλεια και την άνεση. Μετά από έναν μήνα ήρθε και έπεσε στα πόδια του μυστικιστή και είπε: «Είμαι πραγματικά ευγνώμων, και λυπάμαι που υπήρξαν στιγμές που σε αμφισβήτησα».
Ο μυστικιστής είπε: «Ακόμη δεν με έχεις καταλάβει. Πήγαινε λίγο πιο βαθιά».
Ο άνδρας είπε: «Για ποιο λόγο; Ζω μέσα στην πολυτέλεια!»
Εκείνος είπε: «Δεν ξέρεις τι είναι η πολυτέλεια. Προχώρησε λίγο πιο πέρα και θα βρεις ένα χρυσωρυχείο».
Ο ξυλοκόπος δεν μπορούσε να συλλάβει την ιδέα να έχει χρυσωρυχείο, αλλά πήγε. Τώρα δεν υπήρχε αμφιβολία: ο άνδρας σίγουρα ήξερε.
Βρήκε τον χρυσό, και ο μυστικιστής είπε: «Αυτό θα είναι αρκετό για ένα χρόνο. Ίσως να μη μπορέσω να σε δω για ένα χρόνο τώρα».
Ο ξυλοκόπος είπε: «Όχι, θα έρχομαι μια στο τόσο για να αγγίζω τα πόδια σου. Είσαι άνθρωπος των θαυμάτων! Γιατί κάθεσαι εδώ, τη στιγμή που ξέρεις τόσα πολλά για το χρυσάφι και το ασήμι;»
Την επόμενη φορά που ήρθε στον μυστικιστή, έμοιαζε με έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο -όμορφα ρούχα, όμορφα παπούτσια και σίγουρα είχε γίνει πιο νέος, πιο υγιής. Είχε πάρει βάρος· πριν ήταν σαν σκελετός.
Ο μυστικιστής χρειάστηκε λίγη ώρα για να τον αναγνωρίσει, ότι αυτός ήταν ο γέρο-ξυλοκόπος. Είπε: «Λοιπόν, τα πράγματα πηγαίνουν καλά;»
Ο άνδρας είπε: «Πηγαίνουν τρομερά καλά, αλλά χθες το βράδυ θυμήθηκα… ίσως να υπάρχει κάτι περισσότερο πέρα από αυτό».
Ο μυστικιστής είπε: «Τώρα, επιτέλους, κατάφερα να φτάσω στην καρδιά σου. Τώρα έχεις ελπίδα, τώρα έχεις ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον. Ναι, υπάρχει κάτι πέρα από αυτό: ένα αδαμαντωρυχείο».
Ο ξυλοκόπος είπε: «Θεέ μου, γιατί δεν το είπες από την αρχή: Γιατί να χάσω το χρόνο μου με τον χαλκό και το ασήμι και τον χρυσό;»
Ο μυστικιστής είπε: «Δεν θα με είχες πιστέψει, δεν θα με είχες εμπιστευτεί. Δεν θα είχες πάει αν σου έλεγα για διαμάντια. Έπρεπε να σε οδηγήσω σιγά-σιγά. Τώρα ήρθες από μόνος σου να με ρωτήσεις, και αυτό είναι καλό σημάδι. Δεν είσαι πλέον ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, παρ’ όλο που ζεις πιο πολυτελώς από οποιονδήποτε άλλον».
Ο ξυλοκόπος είπε: «Αυτό είναι αλήθεια. Θα κάνω μια δοκιμή». Πήγε και βρήκε τα διαμάντια. Καθώς επέστρεφε αυτή ήταν η πρώτη φορά που σταμάτησε στον μυστικιστή και καθώς επέστρεφε, για να αγγίξει τα πόδια του είπε: «Τώρα ίσως να μην έρθω καθόλου. Αυτά τα διαμάντια μου φτάνουν για όλη μου τη ζωή. Γι’ αυτό επέστρεψα για να αγγίξω τα πόδια σου».
Ο μυστικιστής είπε: «Μα υπάρχει και κάτι άλλο πέρα από αυτό».
Ο ξυλοκόπος είπε: «Όχι, δεν υπάρχει τίποτε πέρα από τα διαμάντια. Τί μπορεί να υπάρχει πέρα από τα διαμάντια; Τώρα απλά κάνεις πλάκα!»
Ο μυστικιστής είπε: «Πίστεψέ με. Έλα τουλάχιστον μία φορά. Υπάρχει κάτι πέρα από τα διαμάντια».
Και τη δεύτερη ημέρα ο άνδρας εμφανίστηκε δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλη νύχτα. Είχε αρκετά διαμάντια για να ζήσει όλη του τη ζωή σαν βασιλιάς, αλλά την επόμενη ημέρα ήρθε. Ο μυστικιστής καθόταν με τα μάτια του κλειστά – αυτό γινόταν για πρώτη φορά. Ο ξυλοκόπος άγγιξε τα πόδια του, αλλά ο μυστικιστής έμοιαζε με άγαλμα. Δεν κουνήθηκε, δεν έλαβε την ευγνωμοσύνη του.
Ταρακούνησε τον μυστικιστή. Είπε: «Τί συνέβη; Θα μου έδειχνες κάτι που βρίσκεται πιο πέρα».
Ο μυστικιστής είπε: «Αυτό σου δείχνω. Πέρα από τα διαμάντια βρίσκεται το ίδιο σου το είναι… λίγο πιο πέρα. Αν δεν ανακαλύψεις το ορυχείο του είναι σου, δεν έχεις βρει τίποτε».
Ο ξυλοκόπος είπε: «Τώρα καταλαβαίνω γιατί κάθεσαι πάντα εδώ, κάτω από αυτό το δένδρο, χωρίς να ασχολείσαι ποτέ με διαμάντια. Τώρα θα καθίσω δίπλα σου κάτω από αυτό το δένδρο μέχρι να βρω αυτό το ορυχείο για το οποίο μιλάς. Είναι πολύ δύσκολο. Το άλλο ήταν πολύ εύκολο να προχωράω λίγο πιο βαθιά, λίγο πιο βαθιά. Τώρα αλλάζεις όλη την κατεύθυνση».
Ενώ ο ξυλοκόπος καθόταν σιωπηλά στο δάσος μαζί με τον μυστικιστή και διαποτιζόταν με την παρουσία του, τη σιωπή του, τη στοργικότητά του πέρασε όλη η ημέρα, και όταν ο ήλιος έδυε ο άνδρας σάστισε. Άνοιξε τα μάτια του. Είπε: «Έπρεπε να μου το είχες πει νωρίτερα όταν περνούσα από εδώ. Δεν είσαι άνθρωπος με συμπόνια. Για χρόνια έκοβα ξύλα, κουβαλούσα το φορτίο στους ώμους μου, και εσύ απλά καθόσουν εδώ και απολάμβανες αυτήν την εσωτερική αίσθηση, αυτήν την εσωτερική χαρά, και δεν μου το έλεγες».
Ο μυστικιστής είπε: «Δεν θα με είχες ακούσει. Πρώτα χρειάζονται τα διαμάντια. Τώρα μπορείς να πας σπίτι, επειδή το ορυχείο των θησαυρών σου βρίσκεται μέσα σου. Απλά να θυμάσαι ένα πράγμα: να προχωράς συνεχώς, μη σταματήσεις ποτέ. Δεν υπάρχει τέρμα, επειδή κάθε τέρμα είναι θάνατος».
Ίσως να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο από εκείνο που έχουν ονειρευτεί όλες οι ουτοπίες του κόσμου, αλλά η ουτοπία θα υπάρχει πάντα στον ορίζοντα, ο οποίος μοιάζει να βρίσκεται τόσο κοντά ώστε θα μπορούσατε να φτάσετε -αυτή τη στιγμή, μέσα στην επόμενη ώρα- το σημείο που η γη αγγίζει τον ουρανό. Αλλά καθώς πλησιάζετε τον ορίζοντα, ο ορίζοντας συνεχώς υποχωρεί, η απόσταση ανάμεσα σε εσάς και τον ορίζοντα παραμένει πάντα η ίδια. Και αυτό είναι όλο το μυστικό της ανάπτυξης και της εξέλιξης.
Κάθε μέρα στο δάσος περνούσε από έναν Σούφι μυστικιστή που καθόταν κάτω από ένα δένδρο. Και όπως συμβαίνει στην ανατολική παράδοση, άγγιζε τα πόδια του μυστικιστή, έπαιρνε την ευλογία του. και πήγαινε στη δουλειά του.
Ο μυστικιστής άρχισε να λυπάται τον άνδρα. Μια μέρα είπε: «Είσαι παράξενος άνθρωπος, δεν νιώθεις καμμία περιέργεια, επειδή αν πας λίγο πιο βαθιά μέσα στο δάσος, μπορείς να βρεις ένα ορυχείο χαλκού. Και μόνο η δουλειά μιας ημέρας θα είναι αρκετή για να εξασφαλίσεις φαγητό για επτά ημέρες. Τώρα, πρέπει να δουλεύεις κάθε ‘μέρα. Ακόμη κι εγώ άρχισα να σε λυπάμαι. Προχώρησε λίγο πιο μέσα».
Ο άνδρας δίσταζε επειδή ήξερε το δάσος… αλλά ποιος ξέρει. Ίσως ο μυστικιστής να είχε δίκιο, επειδή ήταν κι εκείνος στο δάσος. Από όσο μπορούσε να θυμηθεί, ο μυστικιστής ήταν πάντα κάτω από το δένδρο. Θα μπορούσε απλά να προσπαθήσει, ακόμη κι αν δεν ήταν σίγουρος αν θα συνέβαινε… Αλλά βρήκε ένα ορυχείο χαλκού. Μάζεψε αρκετό χαλκό, και αυτό του έφτασε για μια βδομάδα.
Ξεκουράστηκε, και μετά από μια βδομάδα όταν επέστρεψε, έδειχνε λίγο καλύτερα, πιο υγιής, λίγο πιο νέος. Άγγιξε τα πόδια του μυστικιστή και είπε: «Αυτή τη φορά αγγίζω τα πόδια σου όχι μόνο λόγω παράδοσης, είμαι πραγματικά ευγνώμων».
Ο μυστικιστής είπε: «Τόσο σύντομα; Είσαι ανόητος! Αν πας λίγο πιο βαθιά θα βρεις ένα ορυχείο ασημιού. Η δουλειά μιας ημέρας θα είναι αρκετή για έναν μήνα».
Ο άνδρας δεν μπορούσε να το πιστέψει – είχε ζήσει όλη του τη ζωή στη δυστυχία και τα βάσανα. Αλλά ο μυστικιστής είχε αποδειχτεί σωστός την πρώτη φορά- ίσως, ποιος ξέρει, να είχε ξανά δίκιο. Ή ίσως ο μυστικιστής απλά να αστειευόταν ή να τον κορόιδευε, αλλά δεν ήταν κακό να πάει.
Πήγε λίγο πιο βαθιά, και βρήκε ένα ορυχείο ασημιού. Είπε: «Θεέ μου! Σπατάλησα όλη μου τη ζωή κόβοντας ξύλα. Ήταν σκληρή δουλειά, και το να τα πουλήσω ήταν επίσης δύσκολο. Υπάρχουν τόσοι πολλοί ξυλοκόποι, τόσος έντονος ανταγωνισμός».
Μάζεψε λίγο ασήμι, και ήταν στ’ αλήθεια αρκετό για έναν μήνα. Έζησε στην πολυτέλεια και την άνεση. Μετά από έναν μήνα ήρθε και έπεσε στα πόδια του μυστικιστή και είπε: «Είμαι πραγματικά ευγνώμων, και λυπάμαι που υπήρξαν στιγμές που σε αμφισβήτησα».
Ο μυστικιστής είπε: «Ακόμη δεν με έχεις καταλάβει. Πήγαινε λίγο πιο βαθιά».
Ο άνδρας είπε: «Για ποιο λόγο; Ζω μέσα στην πολυτέλεια!»
Εκείνος είπε: «Δεν ξέρεις τι είναι η πολυτέλεια. Προχώρησε λίγο πιο πέρα και θα βρεις ένα χρυσωρυχείο».
Ο ξυλοκόπος δεν μπορούσε να συλλάβει την ιδέα να έχει χρυσωρυχείο, αλλά πήγε. Τώρα δεν υπήρχε αμφιβολία: ο άνδρας σίγουρα ήξερε.
Βρήκε τον χρυσό, και ο μυστικιστής είπε: «Αυτό θα είναι αρκετό για ένα χρόνο. Ίσως να μη μπορέσω να σε δω για ένα χρόνο τώρα».
Ο ξυλοκόπος είπε: «Όχι, θα έρχομαι μια στο τόσο για να αγγίζω τα πόδια σου. Είσαι άνθρωπος των θαυμάτων! Γιατί κάθεσαι εδώ, τη στιγμή που ξέρεις τόσα πολλά για το χρυσάφι και το ασήμι;»
Την επόμενη φορά που ήρθε στον μυστικιστή, έμοιαζε με έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο -όμορφα ρούχα, όμορφα παπούτσια και σίγουρα είχε γίνει πιο νέος, πιο υγιής. Είχε πάρει βάρος· πριν ήταν σαν σκελετός.
Ο μυστικιστής χρειάστηκε λίγη ώρα για να τον αναγνωρίσει, ότι αυτός ήταν ο γέρο-ξυλοκόπος. Είπε: «Λοιπόν, τα πράγματα πηγαίνουν καλά;»
Ο άνδρας είπε: «Πηγαίνουν τρομερά καλά, αλλά χθες το βράδυ θυμήθηκα… ίσως να υπάρχει κάτι περισσότερο πέρα από αυτό».
Ο μυστικιστής είπε: «Τώρα, επιτέλους, κατάφερα να φτάσω στην καρδιά σου. Τώρα έχεις ελπίδα, τώρα έχεις ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον. Ναι, υπάρχει κάτι πέρα από αυτό: ένα αδαμαντωρυχείο».
Ο ξυλοκόπος είπε: «Θεέ μου, γιατί δεν το είπες από την αρχή: Γιατί να χάσω το χρόνο μου με τον χαλκό και το ασήμι και τον χρυσό;»
Ο μυστικιστής είπε: «Δεν θα με είχες πιστέψει, δεν θα με είχες εμπιστευτεί. Δεν θα είχες πάει αν σου έλεγα για διαμάντια. Έπρεπε να σε οδηγήσω σιγά-σιγά. Τώρα ήρθες από μόνος σου να με ρωτήσεις, και αυτό είναι καλό σημάδι. Δεν είσαι πλέον ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, παρ’ όλο που ζεις πιο πολυτελώς από οποιονδήποτε άλλον».
Ο ξυλοκόπος είπε: «Αυτό είναι αλήθεια. Θα κάνω μια δοκιμή». Πήγε και βρήκε τα διαμάντια. Καθώς επέστρεφε αυτή ήταν η πρώτη φορά που σταμάτησε στον μυστικιστή και καθώς επέστρεφε, για να αγγίξει τα πόδια του είπε: «Τώρα ίσως να μην έρθω καθόλου. Αυτά τα διαμάντια μου φτάνουν για όλη μου τη ζωή. Γι’ αυτό επέστρεψα για να αγγίξω τα πόδια σου».
Ο μυστικιστής είπε: «Μα υπάρχει και κάτι άλλο πέρα από αυτό».
Ο ξυλοκόπος είπε: «Όχι, δεν υπάρχει τίποτε πέρα από τα διαμάντια. Τί μπορεί να υπάρχει πέρα από τα διαμάντια; Τώρα απλά κάνεις πλάκα!»
Ο μυστικιστής είπε: «Πίστεψέ με. Έλα τουλάχιστον μία φορά. Υπάρχει κάτι πέρα από τα διαμάντια».
Και τη δεύτερη ημέρα ο άνδρας εμφανίστηκε δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλη νύχτα. Είχε αρκετά διαμάντια για να ζήσει όλη του τη ζωή σαν βασιλιάς, αλλά την επόμενη ημέρα ήρθε. Ο μυστικιστής καθόταν με τα μάτια του κλειστά – αυτό γινόταν για πρώτη φορά. Ο ξυλοκόπος άγγιξε τα πόδια του, αλλά ο μυστικιστής έμοιαζε με άγαλμα. Δεν κουνήθηκε, δεν έλαβε την ευγνωμοσύνη του.
Ταρακούνησε τον μυστικιστή. Είπε: «Τί συνέβη; Θα μου έδειχνες κάτι που βρίσκεται πιο πέρα».
Ο μυστικιστής είπε: «Αυτό σου δείχνω. Πέρα από τα διαμάντια βρίσκεται το ίδιο σου το είναι… λίγο πιο πέρα. Αν δεν ανακαλύψεις το ορυχείο του είναι σου, δεν έχεις βρει τίποτε».
Ο ξυλοκόπος είπε: «Τώρα καταλαβαίνω γιατί κάθεσαι πάντα εδώ, κάτω από αυτό το δένδρο, χωρίς να ασχολείσαι ποτέ με διαμάντια. Τώρα θα καθίσω δίπλα σου κάτω από αυτό το δένδρο μέχρι να βρω αυτό το ορυχείο για το οποίο μιλάς. Είναι πολύ δύσκολο. Το άλλο ήταν πολύ εύκολο να προχωράω λίγο πιο βαθιά, λίγο πιο βαθιά. Τώρα αλλάζεις όλη την κατεύθυνση».
Ενώ ο ξυλοκόπος καθόταν σιωπηλά στο δάσος μαζί με τον μυστικιστή και διαποτιζόταν με την παρουσία του, τη σιωπή του, τη στοργικότητά του πέρασε όλη η ημέρα, και όταν ο ήλιος έδυε ο άνδρας σάστισε. Άνοιξε τα μάτια του. Είπε: «Έπρεπε να μου το είχες πει νωρίτερα όταν περνούσα από εδώ. Δεν είσαι άνθρωπος με συμπόνια. Για χρόνια έκοβα ξύλα, κουβαλούσα το φορτίο στους ώμους μου, και εσύ απλά καθόσουν εδώ και απολάμβανες αυτήν την εσωτερική αίσθηση, αυτήν την εσωτερική χαρά, και δεν μου το έλεγες».
Ο μυστικιστής είπε: «Δεν θα με είχες ακούσει. Πρώτα χρειάζονται τα διαμάντια. Τώρα μπορείς να πας σπίτι, επειδή το ορυχείο των θησαυρών σου βρίσκεται μέσα σου. Απλά να θυμάσαι ένα πράγμα: να προχωράς συνεχώς, μη σταματήσεις ποτέ. Δεν υπάρχει τέρμα, επειδή κάθε τέρμα είναι θάνατος».
Ίσως να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο από εκείνο που έχουν ονειρευτεί όλες οι ουτοπίες του κόσμου, αλλά η ουτοπία θα υπάρχει πάντα στον ορίζοντα, ο οποίος μοιάζει να βρίσκεται τόσο κοντά ώστε θα μπορούσατε να φτάσετε -αυτή τη στιγμή, μέσα στην επόμενη ώρα- το σημείο που η γη αγγίζει τον ουρανό. Αλλά καθώς πλησιάζετε τον ορίζοντα, ο ορίζοντας συνεχώς υποχωρεί, η απόσταση ανάμεσα σε εσάς και τον ορίζοντα παραμένει πάντα η ίδια. Και αυτό είναι όλο το μυστικό της ανάπτυξης και της εξέλιξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου