ΑΙ. τοιαυτὶ μέντοι σὺ ποιῶν
τολμᾷς τἀμὰ μέλη ψέγειν,
ἀνὰ τὸ δωδεκαμήχανον
Κυρήνης μελοποιῶν;
τὰ μὲν μέλη σου ταῦτα· βούλομαι δ᾽ ἔτι
1330 τὸν τῶν μονῳδιῶν διεξελθεῖν τρόπον.
ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς
ὄρφνα, τίνα μοι δύστανον ὄνει-
ρον πέμπεις ἐξ ἀφανοῦς Ἀίδα
προμολῶν, ψυχὰν
ἄψυχον ἔχοντα, μελαίνας
1335 Νυκτὸς παῖδα, φρικώδη δεινὰν ὄ-
ψιν, μελανονεκυείμονα, φόνια φόνια
δερκόμενον, μεγάλους ὄνυχας ἔχοντα;
ἀλλά μοι, ἀμφίπολοι, λύχνον ἅψατε
κάλπισί τ᾽ ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε, θέρμετε δ᾽ ὕδωρ,
1340 ὡς ἂν θεῖον ὄνειρον ἀποκλύσω.
ἰὼ πόντιε δαῖμον,
τοῦτ᾽ ἐκεῖν᾽· ἰὼ ξύνοικοι,
τάδε τέρα θεάσασθε.
τὸν ἀλεκτρυόνα μου ξυναρπάσασα
φρούδη Γλύκη.
Νύμφαι ὀρεσσίγονοι,
1345 ὦ Μανία, ξύλλαβε.
ἐγὼ δ᾽ ἁ τάλαινα
προσέχουσ᾽ ἔτυχον ἐμαυτῆς
ἔργοισι, λίνου μεστὸν ἄτρακτον
εἰειειλίσσουσα χεροῖν
κλωστῆρα ποιοῦσ᾽, ὅπως
1350 κνεφαῖος εἰς ἀγορὰν
φέρουσ᾽ ἀποδοίμαν.
ὁ δ᾽ ἀνέπτατ᾽ ἀνέπτατ᾽ ἐς αἰθέρα
κουφοτάταις πτερύγων ἀκμαῖς,
ἐμοὶ δ᾽ ἄχε᾽ ἄχεα κατέλιπε,
δάκρυα δάκρυά τ᾽ ἀπ᾽ ὀμμάτων
1355 ἔβαλον ἔβαλον ἁ τλάμων.
ἀλλ᾽, ὦ Κρῆτες, Ἴδας τέκνα, τὰ
τόξα ‹τε› λαβόντες ἐπαμύνατε, τὰ
κῶλά τ᾽ ἀμπάλλετε κυκλούμενοι τὴν οἰκίαν.
ἅμα δὲ Δίκτυννα παῖς, Ἄρτεμις καλά,
1360 τὰς κυνίσκας ἔχουσ᾽ ἐλθέτω διὰ δόμων πανταχῇ.
σὺ δ᾽, ὦ Διός, διπύρους ἀνέχου-
σα λαμπάδας ὀξυτάτας χεροῖν,
Ἑκάτα, παράφηνον εἰς Γλύκης,
ὅπως ἂν εἰσελθοῦσα φωράσω.
ΔΙ. παύσασθον ἤδη τῶν μελῶν. ΑΙ & ΕΥ. κἄμοιγ᾽ ἅλις.
1365 ἐπὶ τὸν σταθμὸν γὰρ αὐτὸν ἀγαγεῖν βούλομαι,
ὅπερ ἐξελέγξει τὴν πόησιν νῷν μόνον·
τὸ γὰρ βάρος νὼ βασανιεῖ τῶν ῥημάτων.
ΔΙ. ἴτε δεῦρό νυν, εἴπερ γε δεῖ καὶ τοῦτό με,
ἀνδρῶν ποητῶν τυροπωλῆσαι τέχνην.
***
ΑΙΣ. Τέτοια λυρικά συνθέτεις
και τολμάς να κατακρίνεις τα δικά μου,
όταν πλάθεις και συνθέτεις με την τέχνη
της Κυρήνης με τα δώδεκά της νάζια;
Αυτά λοιπόν τα λυρικά σου· τώρα
1330 και των μονωδιών σου δείγμα ας δώσω.
«Ω της Νύχτας μελανόφεγγο σκοτάδι,
τί όνειρο άραχλο μου στέλνεις
μέσ᾽ απ᾽ τις αυλές του αθώρητου Άδη!
Όνειρο που είν᾽ άψυχη η ψυχή του,
Νύχτας ζοφερής παιδί,
άγριο σκιάχτρο που σκορπάει ανατριχίλες,
σκοτεινοσαβανωμένο,
με τα βλέμματα να στάζουν αίμα, ω αίμα,
φάντασμα, αχ, μακρονυχάτο.
Κοπελιές μου, ανάψτε λύχνο,
δροσιά φέρτε ποταμίσια με τις στάμνες
και ζεστάνετε νερό,
1340 για να πλύνω το θεόσταλτο όνειρό μου.
Ω του πόντου θεέ, τα βλέπεις·
τρέξτε, σύνοικοι, να δείτε
ένα πράμα φοβερό.
Το κοκόρι μου, αχ, η Γλύκη
μου άρπαξε και πάει και πάει.
Νύμφες των βουνών εσείς,
κοπελιά, Μανιώ μου, τρέξε πιάσ᾽ τη.
Η δόλια εγώ
είχα το νου μου στη δουλειά μου,
τυτυτύλιγα λινάρι
στ᾽ αδράχτι με τα δυο μου χέρια,
να φτιάξω νήμα και να πάω
1350 να το πουλήσω αυγήν αυγή στην αγορά.
Κι άξαφνα ο κόκοράς μου στον αιθέρα
πέταξε πέταξε μ᾽ ανάλαφρα φτερά·
πίκρες και πίκρες άφησε σ᾽ εμένα,
κι από τα μάτια δάκρυα δάκρυα
η δύστυχη έχυσα έχυσα αχ.
Ω παιδιά της Ίδης, Κρητικοί,
πάρτε τόξα και βοηθήστε,
γοργοκίνητοι το σπίτι ολούθε ζώστε.
Κι η Άρτεμη η πανέμορφη μαζί,
Δίχτυννα παρθενική,
1360 τα σκυλάκια της κρατώντας
να γυρίσει όλο το σπίτι εδώ κι εκεί.
Κόρη εσύ του Δία, Εκάτη,
στα δυο χέρια σου κρατώντας
δίφλογες ψηλά λαμπάδες
φέξε μου να μπω στης Γλύκης
και μιαν έρευνα να κάμω ταχτική.»
ΔΙΟ. Αρκούν τα λυρικά. ΑΙΣ. Κι εγώ αυτό λέω.
Στη ζυγαριά να πάμε· αυτή και μόνο
θα πει τί αξίζει η ποίηση και των δυο μας
ορίζοντας των λόγων μας το βάρος.
ΔΙΟ. Εμπρός, αφού κι αυτό να κάμω πρέπει,
την ποίηση σαν τυρί να τη ζυγίζω.
Φέρνουν μια ζυγαριά· ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης παίρνουν θέση, ο ένας δεξιά, ο άλλος αριστερά.
τολμᾷς τἀμὰ μέλη ψέγειν,
ἀνὰ τὸ δωδεκαμήχανον
Κυρήνης μελοποιῶν;
τὰ μὲν μέλη σου ταῦτα· βούλομαι δ᾽ ἔτι
1330 τὸν τῶν μονῳδιῶν διεξελθεῖν τρόπον.
ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς
ὄρφνα, τίνα μοι δύστανον ὄνει-
ρον πέμπεις ἐξ ἀφανοῦς Ἀίδα
προμολῶν, ψυχὰν
ἄψυχον ἔχοντα, μελαίνας
1335 Νυκτὸς παῖδα, φρικώδη δεινὰν ὄ-
ψιν, μελανονεκυείμονα, φόνια φόνια
δερκόμενον, μεγάλους ὄνυχας ἔχοντα;
ἀλλά μοι, ἀμφίπολοι, λύχνον ἅψατε
κάλπισί τ᾽ ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε, θέρμετε δ᾽ ὕδωρ,
1340 ὡς ἂν θεῖον ὄνειρον ἀποκλύσω.
ἰὼ πόντιε δαῖμον,
τοῦτ᾽ ἐκεῖν᾽· ἰὼ ξύνοικοι,
τάδε τέρα θεάσασθε.
τὸν ἀλεκτρυόνα μου ξυναρπάσασα
φρούδη Γλύκη.
Νύμφαι ὀρεσσίγονοι,
1345 ὦ Μανία, ξύλλαβε.
ἐγὼ δ᾽ ἁ τάλαινα
προσέχουσ᾽ ἔτυχον ἐμαυτῆς
ἔργοισι, λίνου μεστὸν ἄτρακτον
εἰειειλίσσουσα χεροῖν
κλωστῆρα ποιοῦσ᾽, ὅπως
1350 κνεφαῖος εἰς ἀγορὰν
φέρουσ᾽ ἀποδοίμαν.
ὁ δ᾽ ἀνέπτατ᾽ ἀνέπτατ᾽ ἐς αἰθέρα
κουφοτάταις πτερύγων ἀκμαῖς,
ἐμοὶ δ᾽ ἄχε᾽ ἄχεα κατέλιπε,
δάκρυα δάκρυά τ᾽ ἀπ᾽ ὀμμάτων
1355 ἔβαλον ἔβαλον ἁ τλάμων.
ἀλλ᾽, ὦ Κρῆτες, Ἴδας τέκνα, τὰ
τόξα ‹τε› λαβόντες ἐπαμύνατε, τὰ
κῶλά τ᾽ ἀμπάλλετε κυκλούμενοι τὴν οἰκίαν.
ἅμα δὲ Δίκτυννα παῖς, Ἄρτεμις καλά,
1360 τὰς κυνίσκας ἔχουσ᾽ ἐλθέτω διὰ δόμων πανταχῇ.
σὺ δ᾽, ὦ Διός, διπύρους ἀνέχου-
σα λαμπάδας ὀξυτάτας χεροῖν,
Ἑκάτα, παράφηνον εἰς Γλύκης,
ὅπως ἂν εἰσελθοῦσα φωράσω.
ΔΙ. παύσασθον ἤδη τῶν μελῶν. ΑΙ & ΕΥ. κἄμοιγ᾽ ἅλις.
1365 ἐπὶ τὸν σταθμὸν γὰρ αὐτὸν ἀγαγεῖν βούλομαι,
ὅπερ ἐξελέγξει τὴν πόησιν νῷν μόνον·
τὸ γὰρ βάρος νὼ βασανιεῖ τῶν ῥημάτων.
ΔΙ. ἴτε δεῦρό νυν, εἴπερ γε δεῖ καὶ τοῦτό με,
ἀνδρῶν ποητῶν τυροπωλῆσαι τέχνην.
***
ΑΙΣ. Τέτοια λυρικά συνθέτεις
και τολμάς να κατακρίνεις τα δικά μου,
όταν πλάθεις και συνθέτεις με την τέχνη
της Κυρήνης με τα δώδεκά της νάζια;
Αυτά λοιπόν τα λυρικά σου· τώρα
1330 και των μονωδιών σου δείγμα ας δώσω.
«Ω της Νύχτας μελανόφεγγο σκοτάδι,
τί όνειρο άραχλο μου στέλνεις
μέσ᾽ απ᾽ τις αυλές του αθώρητου Άδη!
Όνειρο που είν᾽ άψυχη η ψυχή του,
Νύχτας ζοφερής παιδί,
άγριο σκιάχτρο που σκορπάει ανατριχίλες,
σκοτεινοσαβανωμένο,
με τα βλέμματα να στάζουν αίμα, ω αίμα,
φάντασμα, αχ, μακρονυχάτο.
Κοπελιές μου, ανάψτε λύχνο,
δροσιά φέρτε ποταμίσια με τις στάμνες
και ζεστάνετε νερό,
1340 για να πλύνω το θεόσταλτο όνειρό μου.
Ω του πόντου θεέ, τα βλέπεις·
τρέξτε, σύνοικοι, να δείτε
ένα πράμα φοβερό.
Το κοκόρι μου, αχ, η Γλύκη
μου άρπαξε και πάει και πάει.
Νύμφες των βουνών εσείς,
κοπελιά, Μανιώ μου, τρέξε πιάσ᾽ τη.
Η δόλια εγώ
είχα το νου μου στη δουλειά μου,
τυτυτύλιγα λινάρι
στ᾽ αδράχτι με τα δυο μου χέρια,
να φτιάξω νήμα και να πάω
1350 να το πουλήσω αυγήν αυγή στην αγορά.
Κι άξαφνα ο κόκοράς μου στον αιθέρα
πέταξε πέταξε μ᾽ ανάλαφρα φτερά·
πίκρες και πίκρες άφησε σ᾽ εμένα,
κι από τα μάτια δάκρυα δάκρυα
η δύστυχη έχυσα έχυσα αχ.
Ω παιδιά της Ίδης, Κρητικοί,
πάρτε τόξα και βοηθήστε,
γοργοκίνητοι το σπίτι ολούθε ζώστε.
Κι η Άρτεμη η πανέμορφη μαζί,
Δίχτυννα παρθενική,
1360 τα σκυλάκια της κρατώντας
να γυρίσει όλο το σπίτι εδώ κι εκεί.
Κόρη εσύ του Δία, Εκάτη,
στα δυο χέρια σου κρατώντας
δίφλογες ψηλά λαμπάδες
φέξε μου να μπω στης Γλύκης
και μιαν έρευνα να κάμω ταχτική.»
ΔΙΟ. Αρκούν τα λυρικά. ΑΙΣ. Κι εγώ αυτό λέω.
Στη ζυγαριά να πάμε· αυτή και μόνο
θα πει τί αξίζει η ποίηση και των δυο μας
ορίζοντας των λόγων μας το βάρος.
ΔΙΟ. Εμπρός, αφού κι αυτό να κάμω πρέπει,
την ποίηση σαν τυρί να τη ζυγίζω.
Φέρνουν μια ζυγαριά· ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης παίρνουν θέση, ο ένας δεξιά, ο άλλος αριστερά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου