Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

ΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΤΑ ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 


Κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ εποχή (1600-1400 π.Χ.), στο μυκηναϊκό κόσμο εμφανίζονται δύο νέοι τύποι τάφων, οι θαλαμωτοί (θαλαμοειδείς ή λαξευτοί) και οι θολωτοί και για ένα διάστημα χρησιμοποιούνται συγχρόνως με τους λακκοειδείς. Οι νέες μεγαλοπρεπείς και επιβλητικές ταφικές κατασκευές αντικατοπτρίζουν την επιθυμία των ανθρώπων να τοποθετούν το νεκρό σε μια μνημειώδη κατασκευή όμοια με την επίγεια κατοικία του. Ό,τι εκπροσωπούν για την Αίγυπτο οι πυραμίδες (μνημειώδεις διαστάσεις, αντοχή στο χρόνο, προηγμένη τεχνολογία, την αγωνία του ανθρώπου να χτίσει μια άφθαρτη αιώνια κατοικία και να προβάλει ένα σύμβολο επίγειας ισχύος και γοήτρου) αντιπροσωπεύουν για την Ελλάδα οι θολωτοί τάφοι της μυκηναϊκής εποχής, που συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού...

Είναι τα μεγαλύτερα θολωτά μνημεία του αρχαίου κόσμου, που το ύψος τους ξεπεράστηκε μόνο με την κατασκευή του Πάνθεον στη Ρώμη. Θολωτοί τάφοι συναντώνται όχι μόνο στις Μυκήνες, αλλά και στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Αττική, μερικά νησιά των Κυκλάδων, τα Επτάνησα, τη Ρόδο. Πρόκειται για τάφους βασιλέων, ευγενών και αρχόντων, που είναι χτισμένοι σε ειδυλλιακές, περίοπτες θέσεις, κοντά σε μεγάλους προϊστορικούς οικισμούς που συχνά δεν έχουν ακόμα ανασκαφεί. Πολλοί από αυτούς έχουν κηρυχθεί ως προστατευόμενοι αρχαιολογικοί χώροι, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν όμως απαλλοτριωθεί και κινδυνεύουν από την εγκατάλειψη, τη βλάστηση και την υγρασία. 

Όλοι οι θολωτοί τάφοι της ηπειρωτικής Ελλάδας βρέθηκαν συλημένοι ολοκληρωτικά ή μερικώς, γι’ αυτό ίσως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τα έθιμα ταφής, αλλά αρκετά για να βγουν σημαντικά συμπεράσματα .Από το Έπος αντλούμε πολλές πληροφορίες όπως ότι οι Βασιλικοί σωροί έμεναν πολλές ημέρες και εβδομάδες θρηνούμενες σε λαϊκό προσκύνημα πριν ταφούν, αυτό σημαίνει ότι οι νεκροί υφίσταντο κάποιου είδους ταρίχευση αλλά και η ερευνήτρια Emily Vermeule, oακαδημαϊκός Ιακωβίδης και ο καθ. Χρ.Τσούντας υπήρξαν ερευνητές των εθίμων και μάλιστα αναπαρέστησαν την τελετή της ταφής. Έχουμε λοιπόν πολλές πληροφορίες από αυτούς ,αλλά και από τον καθ Μυλωνά και τον Μαρινάτο .Στο τέλος της δημοσίευσης αυτής ακολουθεί πόνημα με τα ταφικά μυκηναϊκά έθιμα .

ΚΑΤΑΓΩΓΗ 

Η καταγωγή των θολωτών τάφων αποτελεί ως σήμερα ένα κεφάλαιο ανοιχτό στην αρχαιολογική έρευνα. Κατά την Vermeule αλλά και άλλων ,πρόκειται για την αυτόχθονα τάση των μυκηναίων προς τα ταφικά κυκλικά οικοδομήματα και τον μεγαλιθισμό με αναφορές στην Κρήτη ,αλλά και σε συνδυασμό με μια νέα αίσθηση πολιτικού ανταγωνισμού των μυκηναίων βασιλέων όλα αυτά σε συνδυασμό παραγόντων.

 
Κάποιοι ελάχιστοι μελετητές θεωρούν ότι οι τάφοι προέρχονται από το Βορρά, ενώ άλλοι τους βλέπουν σαν απλή εξέλιξη των θαλαμωτών. Το πιθανότερο όμως ίσως είναι ότι κατάγονται από τους κυκλικούς τάφους της Μεσσαράς στην Κρήτη. Οι τάφοι της Μεσσαράς, που χρονολογούνται στην Πρωτομινωική περίοδο και χρησιμοποιήθηκαν για πολλές γενιές, ήταν μάλλον θολωτοί, όπως δείχνουν το μεγάλο πάχος των τοίχων και η κλίση τους προς τα μέσα. Ήταν υπέργειοι χωρίς δρόμο και τύμβο και ήταν τάφοι γενών. 

Η ταφική αρχιτεκτονική των μυκηναϊκών θολωτών τάφων ακολουθεί τη μινωικό. Ο τάφος στο Καμιλάρι της Μεσσαράς θεωρείται πρόδρομος των μεγαλόπρεπων μυκηναϊκών τάφων. Αντίθετα όμως με τους μινωικούς, που είναι υπέργειοι και δεν καλύπτονται με τύμβο, οι μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι της Αργολίδας είναι υπόγειοι, διαθέτουν δρόμο και καλύπτονται με τεχνητή επίχωση, τον τύμβο. Ανήκουν σε μια μόνο οικογένεια και μπορούν να θεωρηθούν τάφοι ατομικοί, προορισμένοι για τον ηγεμόνα και τα μέλη της οικογένειας του.
 
Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για τάφους βασιλικούς ή για τάφους υψηλών αξιωματούχων και αποτελούν ένδειξη εξέχουσας θέσης στην κοινωνική ιεραρχία. Η απόδοσή τους από τον Σλήμαν σε συγκεκριμένα μέλη των μυθολογικών δυναστειών είναι εντελώς φανταστική. Οι θολωτοί τάφοι συνδυάζουν τη μεγαλοπρέπεια του μνημειώδους ταφικού οικοδομήματος το στοιχείο του τύμβου, που απαντά ήδη από τη Μεσοελλαδική περίοδο σε λακκοειδείς τάφους.

 
Οι παλαιότεροι όμως θολωτοί τάφοι της ηπειρωτικής Ελλάδας, που βρίσκονται στη Μεσσηνία και χρονολογούνται γύρω στο 1600 π.Χ. όταν δηλαδή ήταν ακόμη σε χρήση οι τάφοι της Μεσσαράς, παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τους κρητικούς: είναι υπέργειοι, οικογενειακοί, χτισμένοι απλά χωρίς βασιλικό χαρακτήρα. Εξάλλου η επαφές με τη μινωική Κρήτη, όπως και οι επιρροές από τη μινωική τέχνη φαίνονται στην Περιστεριά, τόσο σε επίπεδο κινητών ευρημάτων όσο και αρχιτεκτονικής των τάφων, ειδικά του θολωτού τάφου 1. 

Τα ταφικά μνημεία του λόφου της Περιστεριάς, έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς η μορφή τους αποδεικνύει ότι οι Μεσσήνιοι, προηγούνταν έναντι των υπόλοιπων επαρχιών του μυκηναϊκού κόσμου στην κατασκευή του θολωτού ταφικού μνημείου της Εποχής του Χαλκού, διότι ενώ ο τύπος αυτός χρησιμοποιείτο ευρύτατα στη Μεσσηνία, στις Μυκήνες ήταν ακόμη σε χρήση οι λακκοειδείς τάφοι.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ

Οι περισσότεροι τάφοι ιδρύθηκαν σε Πρωτοελλαδικό ΙΙ περιβάλλον. Χρονολογικά ανήκουν στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α-Β περίοδο, και στους πιο πολλούς παρατηρήθηκε μεταγενέστερη χρήση ή και λατρεία (ευρήματα πρωτογεωμετρικών, κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων). Θολωτοί τάφοι απαντούν ήδη στην κεντρική Κρήτη κατά την Πρωτομινωική Περίοδο και στη Μεσσηνία κατά τη Μεσοελλαδική ΙΙΙ. Στην Αργολίδα εμφανίζονται κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ περίοδο.

 
Στην Υστεροελλαδική ΙΙ χρονολογούνται και οι θολωτοί τάφοι στο Βαφειό, στο Μυρσινοχώρι (θέση Ρούτσι) και στα Δενδρά. Πλήρη σειρά θολωτών τάφων από διάφορες περιόδους γνωρίζουμε στις Μυκήνες. Εκεί οι πιο πρώιμοι χρονολογούνται επίσης στην Υστεροελλαδική ΙΙ (Τάφος του Αιγίσθου, Τάφος Επάνω Φούρνου, Τάφος των Κυκλώπων). Μια δεύτερη ομάδα χρονολογείται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Α (Τάφος Παναγιάς, Τάφος Κάτω Φούρνων, Τάφος των Λεόντων). 

Στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β ανήκουν ο Τάφος των Δαιμόνων, ο Θησαυρός του Ατρέα (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β1) και ο Τάφος της Κλυταιμνήστρας (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β2). Η χρήση των θολωτών τάφων σταματάει κατά την Υστεροελλαδική (1300-1200 π.Χ.) περίοδο. Από το διάστημα αυτό και μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου επικρατούν οι θαλαμοειδείς τάφοι μαζί με επιβιώσεις παλαιότερων ταφικών τύπων, μάλλον επειδή οι νέες οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την κατασκευή τόσο περίπλοκων ταφικών μνημείων.
 
Οι τάφοι των Μυκηναίων παρουσιάζονται όπως αναφέραμε με τρεις διαφορετικούς τύπους: τους λακκοειδείς, τους θαλαμωτούς και τους θολωτούς. Οι πρώτοι, οι απλούστεροι, αποτελούνται από ένα μακρόστενο κάθετο άνοιγμα που σκεπαζόταν με ακατέργαστες λίθινες πλάκες. Οι θαλαμωτοί λαξεύονται στο μαλακό πέτρωμα στις πλαγιές υψωμάτων και αποτελούνται από δύο τμήματα, τον δρόμο και τον κυρίως θάλαμο και καμιά φορά και από πλευρικό ταφικό δωμάτιο. Στους θαλάμους έφθανε κανείς μέσα από έναν κατηφορικό δρόμο που κατέληγε στη θύρα με το υπέρθυρο που οδηγούσε μέσα στο θάλαμο. Μετά την ταφή έφραζαν το στόμιο με ξερολιθιά. Τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα αποτελούν οι θολωτοί τάφοι.


Πρόκειται για υπόγεια κυκλικά κτίσματα με ισόδομους λίθους και σχήμα κωνικό. Διαθέτουν και αυτοί δρόμο, θύρα και στόμιο. Ο μακρύς δρόμος είναι σκαμμένος οριζόντια στη πλαγιά λόφου (όχι επικλινής), που μέσω του στομίου οδηγεί σ’ ένα θάλαμο κυκλικής κάτοψης, στεγασμένο με θόλο. Ο δρόμος ήταν διαμορφωμένος ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα της κατασκευής των τάφων, ως μια μικρή δίοδος λαξεμένη στο βράχο ή μια επιμελημένη λιθόκτιστη κατασκευή. Τα τοιχώματά του είναι κάθετα, ενώ η είσοδος και ο θάλαμος είναι οικοδομημένος με ογκόλιθους, άλλοτε πάνω από την επιφάνεια του εδάφους (σκεπαζόταν με χώμα δίνοντας την όψη τύμβου) και άλλοτε σε βαθύ κυκλικό σκάμμα ανοιγμένο στην πλαγιά ενός λόφου. Η διάμετρος ποικίλλει από τα 3,50 μ. έως τα 14,50 μ. του θησαυρού του Ατρέως.

Η θόλος είναι κατασκευασμένη από πάνω σαν πηγάδι και οι πλευρές της χτίζονταν με ογκόλιθους τοποθετημένους κατά στρώσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε στρώση να εξέχει λίγο περισσότερο προς το εσωτερικό της θόλου από την αμέσως κατώτερή της (εκφορικό σύστημα), έτσι ώστε το άνοιγμα να στενεύει προς τα πάνω, έως ότου έμενε μόνο μια οπή. Ο μεγάλος λίθος της κορυφής του θόλου, που έκλεινε την οπή, λέγεται «κλειδί», επειδή εξασφαλίζει τη συνοχή σ’ ολόκληρο το οικοδόμημα. Οι θόλοι είναι κυκλικοί στην κάτοψη κι επειδή θυμίζουν εσωτερικά κυψέλη, συχνά αναφέρονται και ως κυψελόσχημοι.
 
Εξαίρεση αποτελεί ο θολωτός τάφος του Θορικού με σχήμα ελλειψοειδές. Γύρω από τη θόλο συσσωρεύονταν χώματα και πέτρες για να είναι ανθεκτική στις πιέσεις και ενδιαμέσως έμπαινε μια επίστρωση πηλού για στεγανοποίηση. Οι λάκκοι που βρέθηκαν στο δάπεδό τους χρησίμευαν ως τάφοι ή ως τελετουργικές εγκαταστάσεις για την υποδοχή νεκρικών σπονδών και προσφορών. Στην περίμετρο των θόλων προστίθενται μερικές φορές ορθογώνιοι θάλαμοι. Οι χώροι αυτοί χρησιμοποιούνταν ως νεκρικοί θάλαμοι.

 
Μετά από κάθε ταφή έφραζαν την εξωτερική άκρη (στόμιο) του δρόμου με πέτρες και γέμιζαν το εσωτερικό του με χώμα. Η είσοδος των θόλων σφραγιζόταν συνήθως με τοίχο και πολύ σπάνια με θύρα. Ιδιαίτερη επιμέλεια έδιναν στην κατασκευή της πρόσοψης, παρόλο που η είσοδος ήταν μόνο για ένα μικρό διάστημα ορατή, από τη στιγμή της αποπεράτωσης του τάφου μέχρι τον πρώτο ενταφιασμό. 

Ο πολυτελής διάκοσμος της πρόσοψης του θησαυρού του Ατρέα αποτελεί ένα μοναδικό παράδειγμα. Η θύρα είναι μνημειακή, με χτιστές παραστάδες, μονολιθικά ανώφλια και υπέρθυρα με ανακουφιστικό τρίγωνο που χρησίμευε για την εξουδετέρωση των πιέσεων. Το υπέρθυρο έφτανε σχεδόν πάντα στο ύψος της πλαγιάς, πράγμα που σημαίνει ότι η θόλος προεξείχε κάπως από το έδαφος. Οι τάφοι καλύπτονταν από ένα τεχνητό λοφίσκο από χώμα και πέτρες, σαν τύμβο, που προστάτευε την κατασκευή από τη φυσική φθορά. Το επιβλητικό αυτό χωμάτινο έξαρμα, μαζί με τη στήλη που τοποθετούσαν στη συνέχεια, λειτουργούσε και ως ταφικό σήμα.

ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ 

Συνολικά, οι θολωτοί τάφοι που έχουν βρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι 120. Από αυτούς, οι 14 μεγαλύτεροι θεωρούνται σημαντικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα, καθώς οι θολωτές κατασκευές αντιμετώπιζαν σοβαρά στατικά προβλήματα, όταν η διάμετρός τους ξεπερνούσε τα 6 μ. Συγκεκριμένα το στόμιό τους κινδύνευε να καταρρεύσει από το υπερβολικό βάρος του υπέρθυρου, όπως το συμπαγές υπέρθυρο του Ατρέα που ζυγίζει 120 τόνους. Μια προστατευτική τεχνική που εφαρμόστηκε για να αποφευχθεί αυτό το πρόβλημα ήταν η επινόηση του ανακουφιστικού τριγώνου που μετέφερε το βάρος του υπέρθυρου στις παραστάδες και τις πλευρές της θόλου.

 
Στην ηπειρωτική Ελλάδα έχουν βρεθεί δύο κορυφαία παραδείγματα τέτοιων τάφων της μυκηναϊκής εποχής, ο λεγόμενος «θησαυρός του Ατρέα» στις Μυκήνες και ο «θησαυρός του Μινύα» στον Ορχομενό. Στο δεύτερο από αυτούς τους τάφους, η οροφή του πλευρικού θαλάμου είναι επενδυμένη με μια ασβεστολιθική πλάκα με ανάγλυφη διακόσμηση. Ορισμένοι θολωτοί τάφοι αποκαλούνται θησαυροί πιθανώς να χρησιμεύονταν προς αποταμίευση χρυσού, σιτηρών και άλλων αναγκαίων του βίου, όπως ο θησαυρός του Μινύα στον Ορχομενό. Οι θολωτοί τάφοι είναι συνήθως υπόγειοι, με εξαίρεση το θησαυρό του Μινύα που είναι υπέργειος. 

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΜΕΡΙΚΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ

ΜΥΚΗΝΩΝ 


Ο τάφος της «Κλυταιμνήστρας» βρίσκεται έξω από την Ακρόπολη των Μυκηνών και χτίστηκε γύρω στα 1220 π. Χ. . Ο δρόμος του τάφου έχει μήκος 37 μέτρα και πλάτος 6. Ελάχιστα στοιχεία σώζονται από τον γλυπτό διάκοσμο της πρόσοψης. Η διάμετρος του θαλάμου του τάφου είναι 13,5 μέτρα.

 
Ο θολωτός τάφος του Ατρέως δέσποζε στη δυτική πλαγιά της ράχης της Παναγίτσας, στα ΝΔ της ακρόπολης των Μυκηνών και επάνω στον οδικό άξονα, που συνέδεε τις Μυκήνες με το Ηραίο του Άργους. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους και τελειότερους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους και τον πιο εντυπωσιακό από τους 9, που συνολικά έχουν βρεθεί στις Μυκήνες. 
 
Χρονολογείται μεταξύ 1350-1250 π.Χ. και θεωρείται σαν ένα από τα ωριμότερα δείγματα του τύπου. Είναι βέβαιο ότι χρησιμοποιήθηκε για την ταφή κάποιου σημαντικού μέλους της βασιλικής οικογένειας των Μυκηνών. Ήδη από την εποχή του περιηγητή Παυσανία (2ος αιώνας μ.Χ.), οι κάτοικοι της περιοχής γνώριζαν το μνημείο ως «θησαυρό», δηλαδή ως θησαυροφυλάκιο του ιδρυτή της μυθικής μυκηναϊκής ακρόπολης, του Ατρέα. Μέχρι σήμερα ο τάφος είναι γνωστός και ως «Θησαυρός του Ατρέως» ή «τάφος του Αγαμέμνονα».
 
Η πρόσβαση στον τάφο γινόταν μέσω του δρόμου, μήκους 36 μ. και πλάτους 6 μ, που είναι λαξευμένος στο βράχο και επενδυμένος με λείους επιμήκεις λίθους από αμυγδαλόπετρα, τοποθετημένους σε οριζόντιες στρώσεις, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Στο ανατολικό του άκρο εδράζεται σε άνδηρο και ορίζεται από τοίχο κτισμένο με πώρινους λίθους. Ο δρόμος οδηγεί στο στόμιο του τάφου, που έχει μήκος 5,40 μ. Ήταν φραγμένο με συσσωρευμένες μικρές πέτρες έως την ξύλινη, δίφυλλη και πιθανόν επενδυμένη με χαλκό θύρα, ύψους 5,40 μ. και πλάτους 2,40 μ.

 
Το υπέρθυρο της εισόδου αποτελούν δύο εξαιρετικά μεγάλοι λίθοι, από τους οποίους ο εσωτερικός έχει μήκος 8 μ., πλάτος 5 μ. και βάρος περίπου 120 τόνων. Η πρόσοψη του τάφου, ύψους 10,50 μ. και πλάτους 6 μ., ήταν διακοσμημένη με ημικίονες σε δύο επίπεδα, κατασκευασμένους από πράσινο λίθο με ανάγλυφα στοιχεία. Από αυτούς σήμερα σώζονται στην αρχική τους θέση μόνο οι τετράγωνες βάσεις δεξιά και αριστερά από την είσοδο. 

Αλλεπάλληλες ταινίες από πράσινο και ερυθρό λίθο, επίσης με ανάγλυφη διακόσμηση από σπείρες και ρόδακες, κάλυπταν το ανακουφιστικό τρίγωνο. Τμήματα αυτής της διακόσμησης βρίσκονται σήμερα διάσπαρτα σε διάφορα μουσεία, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στο Μόναχο και στην Καρλσρούη.

Ο κυκλικός θάλαμος του τάφου, διαμέτρου 14,60 μ. και ύψους 13,40 μ., καλύπτεται με κυψελοειδή θόλο και είναι κτισμένος με 33 αλλεπάλληλες σειρές από λείους επιμήκεις αμυγδαλόλιθους, τέλεια συναρμολογημένους, ώστε ο καθένας να εξέχει ελάχιστα από τον κατώτερο. Ο τελευταίος λίθος, το «κλειδί», φράζει την οπή στην κορυφή της θόλου εξασφαλίζοντας την ισορροπία και τη συνοχή της και είναι το μόνο στοιχείο όλης της κατασκευής που έχει αντικατασταθεί στη σύγχρονη εποχή. Το εσωτερικό της θόλου διακοσμούσαν χάλκινοι ρόδακες στους αρμούς των λίθων, από τους οποίους έχουν παραμείνει στη θέση τους μόνο τα καρφιά από την τρίτη σειρά και επάνω.

 
Στη βόρεια πλευρά της θόλου ανοίγεται μικρός, ορθογώνιος, πλευρικός θάλαμος, λαξευμένος στο βράχο (6,50Χ6 μ. και 5 μ. ύψος), όπου έμπαινε κανείς από στενή είσοδο με ανακουφιστικό τρίγωνο στο υπέρθυρο. Στο δάπεδό του ήταν λαξευμένοι δύο λάκκοι, ενώ δύο λίθινες βάσεις δείχνουν ότι και εδώ υπήρχαν κίονες. Πιθανόν από εδώ να προέρχονται οι «ελγίνειες πλάκες» του Βρετανικού Μουσείου, κατασκευασμένες από γύψο και διακοσμημένες με ανάγλυφους ταύρους. 

Παρόμοιο πλευρικό δωμάτιο υπάρχει μόνο σε δύο ακόμη βασιλικούς θολωτούς τάφους, σ’ αυτόν του Μινύα στον Ορχομενό και στο θολωτό τάφο Α στις Αρχάνες. Η όλη κατασκευή πάνω από τη θόλο καλυπτόταν με τύμβο, που δημιουργήθηκε με τη συσσώρευση χωμάτων και στηριζόταν στη βάση του περιμετρικά με τοίχο κτισμένο στην πρόσοψη με ορθογώνιους πωρόλιθους. 

Μετά τη μυκηναϊκή εποχή, το μνημείο δεν χρησιμοποιήθηκε πια ως τάφος. Αγγεία αρχαϊκής εποχής, που βρέθηκαν απέναντι από τον τοίχο που στήριζε τον τύμβο, αποτελούν πιθανόν ίχνη προγονολατρείας. Ο τάφος είχε ήδη λεηλατηθεί το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν τον επισκέφθηκε ο Παυσανίας και ήταν εν μέρει καταχωμένος, όταν στους περασμένους αιώνες βοσκοί τον χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο, αφαιρώντας το «κλειδί», προκειμένου να έχει διέξοδο ο καπνός από τις φωτιές τους, που άφησε τα ίχνη του στις παρειές της θόλου.

 
ΑΧΑΡΝΩΝ - ΑΤΤΙΚΗ 

Στις Αχαρνές βρίσκεται ο επιβλητικότερος και ο καλύτερα διατηρημένος μυκηναϊκός θολωτός τάφος της Αττικής. Ο τάφος των Αχαρνών ανασκάφηκε στα 1879 από Γερμανούς αρχαιολόγους, στην πλαγιά τεχνητού λόφου. Ο τάφος χρονολογείται στην Υστεροελλαδική III εποχή (14ος-13ος αιώνας π.Χ.). Αποτελείται από το δρόμο, δηλαδή το διάδρομο που οδηγούσε στον τάφο, το στόμιο και το θάλαμο. Είναι υπόγειος, κτισμένος µε σχετικά μικρές πέτρες ακανόνιστου σχήματος. Ο δρόμος έχει μήκος 27 μ. και πλάτος 3 μ. Το σχήμα του θαλάμου είναι κωνικό και θυμίζει τεράστια κυψέλη. Η διάμετρος της θόλου είναι 8,35 µ. και το ύψος της 8,74 µ. 

Εξωτερικά η θόλος καλύπτεται µε χώμα σχηματίζοντας ένα είδος τύμβου. Το βάθος του στοµίου είναι 3,35 µ. και το πλάτος του 1,55 µ. Το υπέρθυρο είναι από ογκώδη επιµήκη λίθο. Πάνω από το υπέρθυρο σε αντίθεση µε άλλους θολωτούς, όπου υπάρχει το ανακουφιστικό τρίγωνο (ένα κενό δηλ. τριγωνικό τµήµα ), χρησιμοποιήθηκαν τέσσερις μικρότεροι, αδούλευτοι ογκόλιθοι, παράλληλοι μεταξύ τους και µε μικρά κενά ενδιάμεσα. Ο δρόμος έχει μήκος 27 μ. και πλάτος 3 μ. και τα τοιχώματά του είναι κτισμένα µε αργές (ακατέργαστες) πέτρες.

 
Πρόκειται για τον τάφο σημαντικού προσώπου της περιοχής, όπως πιστοποιούν το είδος του τάφου και τα πολυάριθμα κοσμήματα άριστης καλλιτεχνικής ποιότητας. Ιδιαίτερα πλούσιος, ο τάφος περιείχε πήλινα και λίθινα αγγεία, χάλκινα όπλα, ελεφάντινα αντικείμενα, σφραγιδόλιθους, κοσμήματα από χρυσό, άργυρο, χαλκό, υαλόμαζα και φαγεντιανή. Τα μοτίβα των κοσμημάτων και των αγγείων είναι γνωστά μυκηναϊκά-μινωικά σχέδια. 

Από τα πιο σημαντικά ευρήματα είναι μία ελεφάντινη λύρα µε ανάγλυφες σφίγγες στη βάση της, που βρέθηκε σπασμένη στον ταφικό θάλαμο. Η λύρα αυτή, από τις πρωιμότερες του είδους, είχε πιθανότατα 7 ή 8 χορδές και αποτελεί σπάνιο εύρημα για τη γνώση της μουσικής στην αρχαιότητα.

Άλλο αξιόλογο εύρημα είναι μια ελεφάντινη κυλινδρική πυξίδα µε πώμα. Η πυξίδα είναι διακοσμημένη µε ανάγλυφα κριάρια σε δύο ζώνες, ενώ το πώμα µε τέσσερα κριάρια σε ακτινωτή διάταξη. Τα ευρήματα δείχνουν την οικονομική ευρωστία των κατόχων του τάφου, το επίπεδο πολιτισμού και την υψηλή κοινωνική τους θέση.

 
Στην επίχωση του δρόμου του τάφου, μπροστά από την είσοδο, βρέθηκαν ευρήματα που μαρτυρούν λατρεία αφηρωισµένων νεκρών έως την Κλασική Εποχή (5ος αιώνας π.Χ.), εποχή κατά την οποία σταματά απότομα η χρήση του χώρου, πιθανότατα εξαιτίας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Τα ευρήματα του θολωτού τάφου βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. 

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΗΛΕΙΑ

Πολιτιστική και Πολιτική Εξέλιξη, Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα


Για την επίτευξη των παραπάνω βασιστήκαμε στην περιγραφή, καταγραφή και μελέτη αδημοσίευτου υλικού, κυρίως ακέραιων αγγείων, από πέντε ταφικά σύνολα ή νεκροταφεία (Διάσελλα, Μακρίσια, Στραβοκέφαλο, Νέο Μουσείο, Στρέφι), την αναδημοσίευση παλαιοτέρων ανασκαφών, όπως για παράδειγμα στον Κακόβατο, καθώς και την αξιοποίηση του συνόλου των βιβλιογραφικών πηγών.
 
 
Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν παλαιοβοτανολογικές αναλύσεις, συντάχθηκε προκαταρκτική οστεολογική έκθεση για το οστεολογικό υλικό από το Στρέφι, ενώ απανθρακωμένοι καρποί από τον μερικώς ανασκαμμένο οικισμό του Κακοβάτου αναλύθηκαν με C14 Βασικό χαρακτηριστικό της παρούσας εργασίας αποτέλεσε και η ακριβής γνώση της τοπογραφίας, η οποία επιτεύχθηκε μέσω της αυτοψίας και της περιήγησης στο σύνολο των αρχαιολογικών χώρων ή θέσεων. Στη συνέχεια παρουσιάζονται συνοπτικά τα κυριότερα συμπεράσματα αυτής της μελέτης. Κώστας Νικολέντζος 

Γεωγραφικές και Πολιτιστικές Ενότητες

Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, στην Ηλεία διαμορφώνονται τρεις γεωγραφικές και πολιτιστικές ενότητες: η βόρεια Τριφυλία, η περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας, του Πύργου και της Κεντρικής Ηλείας και τέλος η βορειοανατολική Ηλεία μαζί με την Αχαΐα. Τα οικιστικά κατάλοιπα υπήρξαν ελάχιστα. Ωστόσο, ο εντοπισμός και η έρευνα δεκάδων ταφικών μνημείων –τύμβων, θολωτών, θαλαμωτών, λακκοειδών και των λεγόμενων «υβριδικών», δηλαδή ημιτελών θαλαμωτών– παρέχει τη δυνατότητα εκτίμησης της πληθυσμιακής πυκνότητας και της χωρικής εξάπλωσης των οικισμών κατά τη μυκηναϊκή περίοδο.

 
Στη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, το οικιστικό πλέγμα διαμορφώνεται κατά μήκος σημαντικών συγκοινωνιακών αξόνων, που σχετίζονται με:

α) χερσαία «περάσματα», από τη βόρεια προς τη νότια Πελοπόννησο (Επιτάλιο, Σαμικό, Κακόβατος, Λέπρεο).

β) ποταμούς, οι οποίοι, κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, πιθανώς υπήρξαν στο σύνολό τους ή εν μέρει πλωτοί. Πληθυσμιακή συγκέντρωση παρατηρείται κατά μήκος του Αλφειού (Διάσελλα, Νέο Μουσείο, Στρέφι, Μακρίσια, Μιράκα) ή των παραποτάμων του (Κλαδέος, Στραβοκέφαλο, Καυκανιά). Σημαντικός ποταμός, κατά μήκος του οποίου συγκροτήθηκαν οικιστικά σύνολα, υπήρξε και ο Πηνειός (Κλινδιάς, Αγραπιδοχώρι, Αγ. Τριάδα). Και στις δύο περιπτώσεις διευκολυνόταν η πρόσβαση προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου αλλά και προς τις ακτές του Ιονίου.

Πρώιμοι Μυκηναϊκοί Χρόνοι

Υστεροελλαδική (ΥΕ) Ι–ΙΙ περίοδος: Οι πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι περιορίζονται γεωγραφικά στην περιοχή της βόρειας Τριφυλίας, δηλαδή την Ηλεία στα νότια του Αλφειού. Τα χαρακτηριστικά της περιόδου συνοψίζονται στα εξής : 


α) Συναντάται γενικευμένη χρήση ταφικών τύμβων (Σαμικό, Προφήτης Ηλίας Μακρισίων. Στην περίπτωση της Ηλείας, όπως και της Μεσσηνίας, οι τύμβοι δέχονται περισσότερες από μία ταφές, λειτουργώντας ως οικογενειακοί τάφοι.

β) Χτίζονται εντυπωσιακοί, ως προς το μέγεθος (Κακόβατος) ή και μικρότεροι (Σαμικό) θολωτοί τάφοι (εικ. 4). Ο αρχιτεκτονικός τύπος απαντά με αυξημένη συχνότητα στη Μεσσηνία, όπου σπανίζουν οι θαλαμωτοί, ενώ το ίδιο επισημαίνεται και στην Τριφυλία.

γ) Τα ανασκαμμένα ταφικά μνημεία, οι θολωτοί Α, Β και C του Κακοβάτου (εικ. 6-10), και ιδίως ο C (εικ. 7, 10), παρουσιάζουν πληθώρα αρχιτεκτονικών «αρχαϊσμών», όπως η χρήση μικρών διαστάσεων λίθων, η απουσία δρόμου και διαμορφωμένου στομίου και ένα ελάχιστα σκαμμένο όρυγμα αντιστήριξης στο φυσικό έδαφος, χαρακτηριστικά που δηλώνουν ότι η περιοχή εντάσσεται σε μία διοικητική ή πολιτειακή οντότητα, στο πλαίσιο της οποίας ο θολωτός τάφος έχει υιοθετηθεί ως πρακτική ταφής, και ότι έχουν πραγματοποιηθεί πειραματισμοί και έχουν εξαχθεί συμπεράσματα για την εξασφάλιση της στατικότητάς του. Είναι φανερό πως η κατασκευή των τάφων αυτών απαιτεί εξειδικευμένα συνεργεία, απασχόληση δεκάδων ανθρώπων και επένδυση χρόνου και χρήματος. Στην ουσία λοιπόν η ανέγερση ενός μνημείου με διάμετρο και ύψος περίπου 12 μ., αντικατοπτρίζει τη δύναμη, τον πλούτο αλλά και την ανάγκη προπαγάνδας και εμπέδωσης της κρατικής εξουσίας και της κοινωνικοοικονομικής ιεραρχίας.

 
δ) Η ένταξη της βόρειας Τριφυλίας στη μεσσηνιακή πολιτισμική και πολιτική ενότητα μαρτυρείται όχι μόνο από την κατασκευή τύμβων και θολωτών τάφων, αλλά και από την εκτέλεση παρόμοιων ταφικών πρακτικών, όπως για παράδειγμα η παρουσία κεκαμμένου ξίφους στον τάφο Β του Κακοβάτου, την προσφορά παραπλήσιων κτερισμάτων μικροτεχνίας και μεταλλοτεχνίας (χρυσό περίαπτο γλαυκός, ήλεκτρο, ψήφοι αμέθυστου, ξίφος τύπου Α – εικ. 12-13), την απόθεση αγγείων, όμοιων είτε ως προς το σχήμα είτε ως προς το διάκοσμο. Αναφέρονται ενδεικτικά η αμφίπροχος κύλικα, αμφορείς με ελλειπτικό στόμιο, πιθοειδή, κάνθαρος, ανακτορικοί πιθαμφορείς.

ε) Ο Κακόβατος, θέση στρατηγικής σημασίας, αναπτύσσεται γοργά και εξελίσσεται σε οικονομικό και διοικητικό κέντρο ή ηγεμονία της ευρύτερης περιοχής. Οι κάτοικοί του κτίζουν θολωτούς τάφους, μνημειοποιώντας την είσοδο του οικισμού και διατρανώνοντας τη δύναμη του τοπικού ηγεμόνα ή της οικογένειάς του. Ασχολούνται με τη γεωργία και ιδιαίτερα με την εντατική καλλιέργεια σύκων, η οποία υπήρξε εξαιρετικά διαδεδομένη σε ολόκληρη τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, και σχηματίζεται ένα κοινωνικό μόρφωμα με «εξειδίκευση εργασίας». Ακόμη, από τα ταφικά κτερίσματα διαπιστώνεται ότι κάποιοι από τους κατοίκους ασχολήθηκαν ενεργά και με το εμπόριο. 

Έτσι λοιπόν εξηγείται η πληθώρα αντικειμένων, ορισμένα εκ των οποίων αποτελούν μοναδικά παραδείγματα για τη μυκηναϊκή αρχαιολογία, όπως ένα αγγείο από υαλόμαζα, τα περίαπτα από ήλεκτρο και χρυσό, το ειδώλιο υαλόμαζας. Ο Κακόβατος, κοντά στις ακτές του Ιονίου και σε ελάχιστη απόσταση από τα Ιόνια νησιά, όπως τη Ζάκυνθο ή την Κεφαλονιά, υπήρξε πιθανότατα η απόληξη ενός πολύπλοκου συστήματος εμπορείων, τα οποία μετέφεραν στη μυκηναϊκή επικράτεια ήλεκτρο, κατεργασμένο ή ακατέργαστο. Η ανταλλαγή προϊόντων για την εξασφάλιση ικανοποιητικών ποσοτήτων ήλεκτρου εξηγεί την παρουσία στους θολωτούς τάφους του Κακοβάτου ευρημάτων, τα οποία επισημαίνονται σε σημαντικά ανακτορικά κέντρα όπως η Αργολίδα και η Μεσσηνία, επιβεβαιώνοντας τις εμπορικές σχέσεις των κατοίκων του με το σύνολο της μυκηναϊκής επικράτειας.

 
στ) Η χρήση λάκκων εντός των θολωτών ή των τύμβων ανατρέχει στη Μέση Εποχή του Χαλκού και συνδυάζει την υλοποίηση πολλαπλών ενταφιασμών αλλά και την εξασφάλιση της ατομικότητας των νεκρών.

ζ) Η Τριφυλία είναι ενταγμένη στον μυκηναϊκό κόσμο. Δεν βρίσκεται στην περιφέρειά του αλλά αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της όμορης Μεσσηνίας, η οποία κατέστη το δεύτερο, μετά την Αργολίδα, κέντρο διαμόρφωσης του αποκαλούμενου μυκηναϊκού πολιτισμού.

Ύστεροι Μυκηναϊκοί Χρόνοι

ΥΕ ΙΙΙΑ/Β: Κατά την περίοδο αυτή η κατάσταση αλλάζει και το πληθυσμιακό, οικονομικό και πολιτικό κέντρο βάρους μετατοπίζεται βορειότερα. Οι οικισμοί του Κακοβάτου και του Σαμικού σταδιακά εγκαταλείπονται. Ο τύμβος στο Σαμικό εξακολουθεί να δέχεται ταφές μέχρι και την ΥΕ ΙΙΙΒ, οι οποίες είναι ελάχιστες και με κτερίσματα μεσσηνιακής προέλευσης, όπως ραμφόστομη πρόχου και κωνικό ρυτό. Κατά μήκος του Αλφειού και των παραπόταμων του αναδύονται νέα οικιστικά σύνολα, το κράτος της Πύλου ακμάζει επεκτείνοντας ίσως γεωγραφικά τον έλεγχό του προς τον Αλφειό, ενώ παράλληλα, αποκτώντας συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό σύστημα, οδηγεί σε οικονομικό μαρασμό τα περιφερειακά «βασίλεια–ηγεμονίες», όπως για παράδειγμα τον Κακόβατο.

 
Μία μεταβολή των εθίμων ταφής ή, πιθανότερα, η αντικατάσταση του ήλεκτρου από κάποιο άλλο, περισσότερο προσιτό, υλικό, όπως η υαλόμαζα η οποία παράγεται μαζικά με τη χρήση μήτρας, προκαλούν την κατάρρευση του εμπορίου κεχριμπαριού, τη σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνισή του από τους ενταφιασμούς, αιτίες που συντείνουν στον οικονομικό μαρασμό του Κακοβάτου. Η πολιτική κυριαρχία της επικράτειας του Νέστορος και η αγροτοκτηνοτροφικού χαρακτήρα οικονομία επιβεβαιώνονται από τις γραπτές πηγές της εποχής, δηλαδή τις πινακίδες της Γραμμικής Β και τα Ομηρικά Έπη, τα οποία απηχούν την εποχή και κατατάσσονται στις έμμεσες πηγές πληροφόρησης. 

Οι νεκροί ενταφιάζονται σε θαλαμωτούς, λακκοειδείς και «υβριδικούς» τάφους (δηλαδή ταφικά μνημεία που διαθέτουν στοιχεία των θαλαμωτών, όπως ο δρόμος και ο θάλαμος, ο οποίος όμως εδώ είναι εξαιρετικά μικρός, αλλά που έμειναν ημιτελή και δεν χρησιμοποιήθηκαν όπως οι θαλαμωτοί και των οποίων οι αιτίες κατασκευής παραμένουν ασαφείς – αδυναμία ολοκλήρωσης, αιφνίδιος θάνατος πολλών μελών της κοινότητας, κατασκευαστικές αδυναμίες;) και όχι σε θολωτούς τάφους. Στην περίπτωση των θαλαμωτών τάφων εξακολουθούν όμως να χρησιμοποιούνται ταφικοί λάκκοι ή πλευρικές κόγχες, προκειμένου να ταφεί το σύνολο της οικογένειας σε ένα μνημείο. 

Οι λακκοειδείς είτε συγκροτούνται σε αυτόνομο νεκροταφείο, όπως στην Καυκανιά, κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ, είτε ανοίγονται μεταξύ νεκροταφείων θαλαμωτών, όπως στο Στρέφι και τον Αρβανίτη. Στη δεύτερη περίπτωση «διαμερισματοποιούνται», δηλαδή χωρίζονται σε μικρότερα τμήματα ή θήκες ενταφιασμών ή διαιρούνται με απλό, πρόχειρα κατασκευασμένο τοιχάριο, όπως στο Στρέφι, ή με επιμελημένη ξερολιθιά, όπως στον Αρβανίτη. Τα κτερίσματα δηλώνουν ότι δεν παρατηρείται υπέρμετρη συσσώρευση πλούτου ή κοινωνικής και πολιτικής δύναμης σε συγκεκριμένα άτομα ή πληθυσμιακές ομάδες.

 
Οι «ακρίτες» της περιοχής της Ολυμπίας εξακολουθούν να διατηρούν στενές σχέσεις με τη Μεσσηνία, κάποια ταφικά κτερίσματα είναι μάλλον μεσσηνιακής προέλευσης, ενώ εμφανίζονται και σχήματα όπως για παράδειγμα οι τρίωτοι αμφορείς, τα οποία επιχωριάζουν στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο και δεν απαντούν συχνά εκτός αυτής. Στο σχηματολόγιο της περιόδου κυριαρχούν τα αλάβαστρα, οι ψευδόστομοι και οι απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι.

Ο διάκοσμος περιορίζεται σε γραμμικά και αφηρημένα σχέδια, όπως αγκώνες σε ψευδοστόμους και τρίωτους αμφορείς, δικτυωτό σε αλάβαστρα και απιόσχημους πιθαμφορίσκους και σπάνια σε ψευδόστομους, ενάλληλες γωνίες, φυλλοφόρος σε πιθαμφορίσκους, ψευδόστομους και αλάβαστρα, σχηματοποιημένο μυκηναϊκό άνθος, αχιβάδα κ.λπ..

Στιλιστικά, η Ηλειακή κεραμική κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ/Β διαχωρίζεται σε δύο κατηγορίες αγγείων. Η πρώτη περιλαμβάνει σχήματα κλειστών, τα οποία δεν φέρουν εξεζητημένη διακόσμηση και συνήθως αποδίδονται ολόβαφα, όπως οι δίωτοι αμφορείς και τα άωτα αλαβαστροειδή. Στην ίδια ομάδα πρέπει να ενσωματωθούν και τα αγγεία πόσεως, όπως τα κυάθια.

 
Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν οι ψευδόστομοι, οι αμφορείς, οι απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι. Τα συγκεκριμένα αγγεία διακοσμούνται με τα συνήθη για την υπόλοιπη μυκηναϊκή επικράτεια μοτίβα, ο πηλός και το επίχρισμά τους είναι καλύτερης ποιότητας, ενώ το σχήμα αποδίδεται προσεκτικά. 

Συγκεκριμένα διακρίνονται:

- Ταυτόσημη ταφική πρακτική. Οι νεκροί ενταφιάζονται σε θαλαμωτούς τάφους, αποτίθενται επί του φυσικού εδάφους (σποραδικά σε λάκκους και σπάνια σε κόγχες του δρόμου), οι δευτερογενείς ταφές (ανακομιδές) παραμερίζονται και εάν απαιτηθεί η διενέργεια πρόσθετων ταφών, λαξεύονται παραθάλαμοι (Αγία Τριάδα). Όστρακα, προερχόμενα από τα νεκροταφεία της Αγίας Τριάδας και του Κλαδέου, απεικονίζουν την πρόθεση και την εκφορά των νεκρών, αποκαλύπτοντας με λεπτομέρειες την ταφική πρακτική. Στο κέντρο της σκηνής πρόθεσης στο όστρακο από την Αγία Τριάδα, εικονίζεται ανδρική μορφή, ξαπλωμένη σε νεκρική κλίνη. Κάτω από την κλίνη κείται, με όρθιο το κεφάλι, κάποιο κατοικίδιο, πιθανώς σκύλος ή γάτα. Στα δεξιά της κλίνης έχει αποδοθεί ανδρική μορφή, με σαφή υποδήλωση του φύλου και σε μετωπική στάση, ενώ στα αριστερά έχουν τοποθετηθεί δύο γυναίκες–θρηνωδοί, σε μετωπική στάση και με το κεφάλι τους στραμμένο προς το νεκρό. 

Το όστρακο του Κλαδέου συμπληρώνει θεματικά την προαναφερθείσα παράσταση, καθώς εικονίζει εκφορά νεκρού. Δύο ανδρικές μορφές μεταφέρουν στα χέρια τη νεκρική κλίνη με το νεκρό. Πίσω από αυτούς ακολουθεί γυναικεία μορφή με τη χαρακτηριστική χειρονομία της θρηνωδού και πιθανώς δεύτερη, από την οποία σώζονται μόνο τα πόδια. Η απόδοση των μορφών είναι πανομοιότυπη με αυτή της Αγίας Τριάδας. Τόσο το θέμα όσο και η τεχνοτροπική απόδοση των μορφών βρίσκει παράλληλα σε παραστάσεις πρόθεσης της γεωμετρικής περιόδου, δηλώνοντας την αδιάσπαστη συνέχεια και τον γνήσια συντηρητικό χαρακτήρα των εθίμων ταφής.

 
- Στις ορεινές κοινότητες παραμένει η έννοια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Οι πλουσιότεροι σε κτερίσματα και πλέον επιμελώς λαξευμένοι τάφοι καταλαμβάνουν το κέντρο του νεκροταφείου, ενώ οι φτωχότεροι και πρόχειρα κατασκευασμένοι την περιφέρειά του. Κάποιοι θαλαμωτοί τάφοι περιέχουν αποκλειστικά κεραμική, σε άλλες περιπτώσεις τα αγγεία συνυπάρχουν με ευρήματα από υαλόμαζα, ημιπολύτιμους λίθους, φαγεντιανή, οστό και σπανιότερα από μέταλλο. Τα ευρήματα από το Στραβοκέφαλο και πρόσφατα από τη θέση «Καραβά» Καυκανιάς δηλώνουν τη χρήση των πλακιδίων υαλόμαζας για την κατασκευή νεκρικών διαδημάτων.

- Οι ταφές «πολεμιστών» είναι σπάνιες. Ουσιαστικά, μόνο ένας τάφος της Αγίας Τριάδας μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τέτοιος. Αντίθετα, αρκετοί τάφοι που περιέχουν ως κτερίσματα πληθώρα και ποικιλία αμυντικών και επιθετικών όπλων, έχουν εντοπισθεί και ερευνηθεί στην Αχαΐα, όπως στην Κρήνη και την Καλλιθέα. Ίσως λοιπόν η ένταξη της κοινότητας της Αγίας Τριάδας στο πολιτικό και διοικητικό σύστημα της Αχαΐας εξασφάλιζε την ασφάλεια των κατοίκων της πρώτης.

- Διαμορφώνονται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κεραμικής, που απαντούν αρκετά συχνά στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, την Κεφαλονιά και την Κεντρική–Ανατολική Στερεά Ελλάδα (εικ. 25-27), όπως :

 
α) Ο εντοπισμός δίωτων και τετράωτων αμφορέων μεγάλων διαστάσεων. Αντίθετα, δεν κατασκευάζονται τρίωτοι ούτε δίωτοι αμφορείς με τις λαβές στον ώμο, σχήματα που απαντούν συχνά κυρίως στην κεντρική Ηλεία. Επισημαίνονται επίσης πτηνόσχημοι ασκοί (μόνο ένας στην κεντρική Ηλεία) καθώς και κυλινδρικά ή τριποδικά αλάβαστρα. Επιπλέον, παρατηρούνται μικρά ποσοστά αγγείων πόσεως. Η προσφορά μεγάλων αμφορέων στους νεκρούς ίσως δηλώνει μεταβολή στην οικονομία αλλά και στις ταφικές πρακτικές. Όσοι βίωσαν την καταστροφή των ανακτορικών κέντρων επιθυμούν την αποθησαύριση υλικών αγαθών, και οι αμφορείς συμβάλλουν στην εξασφάλιση εφοδίων για το «ταξίδι» των νεκρών προς την αιωνιότητα.

β) Η παρουσία προχοϊκών κυάθων στην Κεφαλονιά, την Ιθάκη και την Ηλεία (ορισμένα ηλειακά εντάσσονται στην ΥΕ ΙΙΙΒ).

γ) Ο διάκοσμος του σώματος διαφοροποιείται έντονα συγκριτικά με τα αντίστοιχα δείγματα της ΥΕ ΙΙΙΑ/Β. Ο κεραμέας τείνει είτε να αποδώσει ολόβαφο το μέγιστο τμήμα του αγγείου πλην του ώμου είτε να το καλύψει με ισομεγέθεις και σε ίσες αποστάσεις τοποθετημένες ταινίες, όπως παρατηρείται σε ψευδόστομους, δίωτους και τετράωτους αμφορείς και σε ληκύθους.

 
δ) Ο ώμος διακοσμείται με γραμμικά ή αφηρημένα μοτίβα, ενώ γίνονται δημοφιλή τα πολλαπλά επάλληλα ημικύκλια, που αποδίδονται σε διάφορες παραλλαγές (περίστικτα, κροσσωτά).

ε) Η χρήση αποκομμένων βάσεων κυλίκων ή κρατήρων ως πώματα αγγείων. Το φαινόμενο παρατηρείται στη διάρκεια της ΥΕ ΙΙΙ και επιχωριάζει στην Ηλεία.

στ) Δεν εντοπίζονται σκύφοι ή κύλικες, που είχαν γίνει εξαιρετικά δημοφιλείς στη βορειοανατολική Πελοπόννησο.

Επίλογος

Το τέλος κάθε επιστημονικής μελέτης αφήνει ανοιχτά ερωτήματα, τα οποία θα κληθούν επόμενοι ερευνητές να απαντήσουν, έχοντας πιθανώς στη διάθεσή τους νεότερα αρχαιολογικά δεδομένα, πληρέστερη στρωματογραφική τεκμηρίωση και ικανοποιητική διεπιστημονική υποστήριξη. Η Ηλεία τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει αποδώσει σημαντικά ταφικά σύνολα, τα οποία έχουν αλλάξει την άποψή μας για το ρόλο της περιοχής κατά τη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.

 
Ο Dickinson, το 1982, θεωρούσε το ρόλο της ασήμαντο, τα δεδομένα όμως δείχνουν ότι η περιοχή αυτή αποτέλεσε ζωντανό, δημιουργικό και παραγωγικό τμήμα ενός πολιτισμού, που δεν υπήρξε στάσιμος. Οι κάτοικοι της Ηλείας, εκμεταλλευόμενοι τις άριστες κλιματολογικές συνθήκες, την εύφορη γη και τη στρατηγική της θέση ανέπτυξαν έναν πολιτισμό, του οποίου τις ιδιαιτερότητες τώρα αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε. 

Η έρευνα όμως, όπως και η ζωή, συνεχίζεται προσφέροντας πάντα νέα, επιστημονικά τεκμηριωμένα αποτελέσματα.

ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 

Οι θολωτοί τάφοι, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην επικράτεια του βασιλείου του Νέστορα στη Μεσσηνία, που θεωρείται «η πατρίδα του θολωτού τάφου», πριν εξαπλωθούν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στη Μεσσηνία υπάρχουν οι περισσότεροι θολωτοί τάφοι όλης της Ελλάδας, που χρονολογούνται από τα τέλη του 17ου αιώνα π.Χ. και εδώ συναντάται όλη η αλυσίδα της αρχιτεκτονικής τους εξέλιξης ως το 1200 π.Χ., οπότε έπαψε η κατασκευή των πολυτελών μνημείων. Πρόσφατες αρχιτεκτονικές μελέτες και φωτογραφικές αποτυπώσεις της κατάστασης και της παθολογίας των 33 θολωτών τάφων της Μεσσηνίας δεν υπάρχουν. Σε αρκετούς, η εικόνα που υπάρχει είναι αποσπασματική και χρειάζονται πρόσθετες ανασκαφές.

 
Είναι κτισμένοι κατά τον εκφορικό τρόπο, από τέλεια αρμοσμένες στρώσεις πελεκητών λίθων χωρίς συνδετικό υλικό και κλείνουν με μια πλάκα, το «κλειδί». Οι μικροί δεν ξεπερνούν σε διάμετρο και ύψος τα 4-6 μ. και άλλοι φθάνουν τα 14 μ. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς θεωρούνται: ο θολωτός τάφος στην Πύλο, στο όρος Μάλθη (Βασιλικό)που είναι ο πιο καλοδιατηρημένος της Ελλάδας, οι 4 Θολωτοί Τάφοι στην Περιστεριά που χαρακτηρίζονται ως οι «Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου» (στο εσωτερικό τους υπήρχαν πολλά αντικείμενα, όπως κοσμήματα, είδη καθημερινής χρήσης κ.ά.), αυτός της Άνθειας, ο θολωτός τάφος του διαδόχου του Νέστορα Θρασυμήδη στη Βοϊδοκοιλιά, οι 2 θολωτοί τάφοι στον Εγκλιανό κι ο παλαιότερος της ηπειρωτικής χώρας στην τοποθεσία «Οσμάναγα», του Κορυφασίου.  

ΕΓΚΛΙΑΝΟΥ - ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΝΕΣΤΩΡΑ

Κατά την Πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή (1550-1400 π.Χ.) ο Εγκλιανός εξελίσσεται σε μείζον οικιστικό κέντρο της περιοχής. Ο οικισμός της εποχής αυτής επάνω στο λόφο έχει οχυρωματικό περίβολο, με κυρία πόλη στη βόρεια πλευρά, ενώ διαθέτει και κεραμικό κλίβανο για τη μαζική παραγωγή αγγείων. Την πρώιμη ακμή του Εγκλιανού μαρτυρούν και τα πλούσια περιεχόμενα των άμεσα γειτονικών τάφων, κυρίως του Θολωτού Τάφου Βαγενά, του Θολωτού Τάφου IV (Επάνω Εγκλιανού) και του Θαλαμοειδους Τάφου Ε-8.


Ο ένας (Θολωτός τάφος ΙΙΙ), στον Κάτω Εγκλιανό, είναι ορατός δίπλα σε παλαιό αγροτικό οικίσκο, 35 μ. περίπου ΒΔ του δρόμου Χώρας-Πύλου και βρίσκεται 1 χλμ. περίπου ΝΔ του λόφου του Εγκλιανού. Αποκαλύφθηκε το 1939, από την Elizabeth Pierce-Blegen και δημοσιεύθηκε το 1973, από τον Carl Blegen. Ο τάφος φαίνεται ότι κτίσθηκε το α’ ήμισυ του 15ου αιώνα π.Χ. και παρέμεινε σε χρήση, πιθανότατα από τη βασιλική οικογένεια του Εγκλιανού μέχρι και τον 13ο αιώνα π.Χ. Έχει δρόμο μήκους 8,10 μ., είσοδο ύψους 3,10 μ. και ταφικό θάλαμο διαμέτρου 7,66 μ. Σώζεται σε ύψος μόλις 30 εκ. 

O θόλος του βρέθηκε πεσμένη και το περιεχόμενο του θαλάμου διαταραγμένο. Υπολογίζεται ότι θα περιείχε τουλάχιστον 16 νεκρούς. Μέσα σε 6 άθικτες λακκοειδείς ταφές στο δάπεδό του βρέθηκαν μεταξύ άλλων πολύτιμων αντικειμένων, 4 μεγάλοι πίθοι μ’ ένα σκελετό ο καθένας, 22 χάλκινα ξίφη και εγχειρίδια, χάλκινα σκεύη και πολλά αγγεία. Σήμερα κανένα μέρος του τάφου δεν είναι ορατό καθώς το δάπεδο και οι λακκοειδείς ταφές έχουν καταχωθεί για λόγους προστασίας. Αν και συστηματικά συλημένος, ο τάφος απέδωσε πολλά αξιόλογα ευρήματα που σήμερα φυλάσσονται στο Εθνικό Μουσείο στην Αθήνα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται χρυσά κοσμήματα, ένας σφραγιδόλιθος, ψήφοι (χάνδρες) κι άλλα μικροαντικείμενα από φαγεντιανή και υαλόμαζα και κομμάτια σκευών ή άλλων αντικειμένων από ελεφαντόδοντο με σκαλιστή διακόσμηση. 

Ανάμεσα στα αγγεία του τάφου, υπάρχει και ένας Συρο-παλαιστινιακός αμφορέας του είδους που γνωρίζουμε και από άλλους μυκηναϊκούς τάφους και θέσεις στην Αργολίδα και στην Αττική.


Ο άλλος βασιλικός τάφος (Θολωτός τάφος IV), στον Άνω Εγκλιανό, βρίσκεται σε απόσταση 145 μ. περίπου ΒΑ του Ανακτόρου, 70 μ. περίπου από το λόφο, στην άκρη ενός ελαιώνα. Ερευνήθηκε το 1953 και δημοσιεύθηκε 20 χρόνια αργότερα από τον Λόρδο William Taylor. Η πεσμένη θόλος του αναστηλώθηκε το 1957, από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Ο δρόμος του έχει μήκος 10,50 μ., το στόμιο του έχει ύψος 4,55 μ. και βάθος 4,62 μ. και η διάμετρος του θαλάμου του είναι 9,35 μ. Στο δάπεδο του θαλάμου βρέθηκαν ένας μεγάλος ημικυκλικός λάκκος προορισμένος για ταφές (ανακομιδές) και ένας κτιστός τάφος («σαρκοφάγος»). Υπολογίζεται ότι στο θάλαμο θα είχαν ενταφιασθεί τουλάχιστον 17 άτομα της άρχουσας τάξης, άνδρες και γυναίκες. Ο ταφικός θάλαμος είχε βάναυσα συληθεί ήδη κατά την Αρχαιότητα και τα πάντα στο εσωτερικό του βρέθηκαν διασκορπισμένα. 

Ο τάφος κατασκευάσθηκε κατά την πρώτη Μυκηναϊκή φάση (1550-1500 π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε, αναμφίβολα για διαδοχικές βασιλικές ταφές, σε όλη τη διάρκεια του 15ου αιώνα π.Χ., ίσως και μέχρι τον 13ο αιώνα π.Χ. Από τα πολυάριθμα πολύτιμα αντικείμενα που διασώθηκαν από τον τάφο και βρίσκονται, τα περισσότερα, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, μπορούμε να φαντασθούμε τον αρχικό πλούτο του.


Περιλαμβάνουν ένα σημαντικό αριθμό κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων από χρυσό, ανάμεσα τους 4 χρυσές γλαύκες, 4 σφραγιδόλιθους, μια χρυσή βασιλική σφραγίδα με παράσταση πτερωτού γρύπα εμβληματικού χαρακτήρα, πλήθος ψήφων, κυρίως από αμέθυστο και ένα χρυσό δακτυλίδι με απεικόνιση ιερού κορυφής Μινωικού τύπου. 

ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑΣ

Στον επιβλητικό λόφο της Περιστεριάς, που απέχει 1-1,5 χλμ. βόρεια από το χωριό Μύρο, ΒΑ της Κυπαρισσίας, βρίσκεται ο μεγαλύτερος θολωτός τάφος της Μεσσηνίας του 16ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για ένα σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο τον οποίο οι αρχαιολόγοι αποκαλούν «Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου» για τον πλούτο των ευρημάτων και το μέγεθος των κτισμάτων του, που ανάγονται στην 2η χιλιετία π.Χ. Ανήκει σε μεγάλη μυκηναϊκή πόλη που δεν έχει ανασκαφεί ακόμη και βρίσκεται σε θέση που κατοπτεύει τη θάλασσα.


Ο οχυρός λόφος της Περιστεριάς υψώνεται απότομος από τις 3 πλευρές του, με ομαλή πρόσβαση μόνον από τη νότια, όπου δεν αποκλείεται να είχε δημιουργηθεί οχύρωση στους Μυκηναϊκούς χρόνους. Μέχρι σήμερα, στο λόφο έχουν ανασκαφεί 3 θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι, τμήμα ανακτόρου και έχουν αποκαλυφθεί κατάλοιπα οικιών και περιβόλου, ενώ ένας 4ος θολωτός τάφος, ο λεγόμενος Νότιος Θολωτός τάφος 1, βρέθηκε σε οικόπεδο νότια του λόφου, έξω από τον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο. 

Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο λόφος με τα κτίσματά του χρησιμοποιήθηκε από τη Μεσοελλαδική εποχή μέχρι και το τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ-Β φάσης, ενώ σ’ ένα σημείο του βρέθηκαν και κατάλοιπα οικίας πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων. Οι τάφοι, οι οικίες και οι λοιπές κατασκευές δεν είναι όλα σύγχρονα, αλλά αλληλοδιάδοχα χρονικά, δηλαδή χτίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν σε διαφορετικές φάσεις της Μεσοελλαδικής και Υστεροελλαδικής εποχής, ωστόσο οι φάσεις χρήσης κάποιων συμπίπτουν.

Οι αρχαιότερες κατασκευές πάνω στο λόφο, που χρονολογούνται στο τέλος της Μεσοελλαδικής εποχής, εντοπίζονται στην περιοχή γύρω από το μεγάλο θολωτό τάφο 1 (αναστηλωμένο σήμερα).

Πρόκειται για:Το μικρό χρυσοφόρο τάφο, που αποκαλύφθηκε στα δυτικά, δίπλα και πιο χαμηλά από την εξωτερική πλευρά του δυτικού τμήματος του περιβόλου του τύμβου του θολωτού τάφου 1, αμέσως κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Ο τάφος είναι μικρού ύψους, ακανόνιστου σχήματος, σχεδόν τετράγωνος, με στρογγυλεμένες γωνίες, κτισμένος με πλακωτούς ασβεστολιθικούς λίθους και πολύ λεπτές ασβεστολιθικές καλυπτήριες πλάκες, που υποστηρίζονταν από ξύλινες δοκούς. Στο Α, Β, Δ-ΝΔ τμήμα του είχαν συγκεντρωθεί με ανακομιδή τα οστά των παλαιότερων ταφών, ενώ το Β τμήμα του καταλάμβανε διπλή ταφή.


Ο τάφος αυτός ήταν ιδιαίτερα πλούσιος σε χρυσά ευρήματα γι’ αυτό και αναφέρεται στην βιβλιογραφία ως «χρυσοφόρος». Ανάμεσα στα πιο σημαντικά ευρήματά του ξεχωρίζουν, από την διπλή ταφή: ένα πυρολιθικό εργαλείο υπόλευκου χρώματος και γλωσσωτού σχήματος, οκτώ χρυσοί ρόδακες με εξάρτημα και σωληνίσκο εξαρτήσεως μέσα σε μονωτή κύλικα, και ένα χάλκινο ξίφος τύπου Α, που αποτελεί το παλαιότερο παράδειγμα αυτού του μυκηναϊκού εθίμου ταφής, που είναι γνωστό και από άλλους μεσσηνιακούς τάφους (Κακοβάτου, Ρούτσι, Εγκλιανού, Νιχωρίων) και από τις ανακομιδές: χρυσός κάνθαρος μινυακού τύπου με διακοσμημένες λαβές, χρυσές ατρακτοειδείς ταινίες με έκκρουστη διακόσμηση, ένα περιδέραιο με χρυσές κρινοειδείς ψήφους, εικοσιπέντε όμοιοι χρυσοί ρόδακες, ακόσμητες χρυσές ταινίες, πήλινα μινυακά αγγεία του τέλους ακριβώς της Μεσοελλαδικής εποχής. 

Ο τάφος αυτός, που είναι και ο παλαιότερος της Περιστεριάς έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποδεικνύει, ότι ο χρυσός χρησιμοποιούνταν σε σημαντική ποσότητα ήδη πριν από τα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής και σε άλλα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας εκτός από την Αργολίδα και ότι δεν ήταν πλούσιοι σε χρυσό μόνο οι κάτοικοι των Μυκηνών της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής, αλλά και οι σύγχρονοί τους της υπόλοιπης Πελοποννήσου. Αποτελεί πράγματι την αρχαιότερη ομάδα χρυσών ευρημάτων στην περιοχή, που είναι πιθανόν να αποκτήθηκαν μέσω εμπορικών συναλλαγών με την Κρήτη.

Σύγχρονη με τον χρυσοφόρο τάφο (στα ανατολικά), είναι η λεγόμενη Ανατολική Οικία, όπως δείχνουν τα ευρήματα αμαυρόχρωμης κεραμικής της τελευταίας φάσης της Μεσοελλαδικής εποχής. Το κτίσμα αποτελείται από πολλούς χώρους, που οι τοίχοι τους σώθηκαν σε ύψος ως και 1 μ., επειδή χρησιμοποιήθηκαν ως αναλημματικοί τοίχοι για τον τύμβο του μεταγενέστερου διπλανού θολωτού τάφου 1. Βασικά, βρέθηκαν αντικείμενα οικιακής χρήσης ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ένα πήλινο κύπελλο, τύπου Κεφτί, με γραπτή διακόσμηση. Κάτω από τα δάπεδα των δωματίων και των αυλών της, εντοπίστηκαν 7 μικροί κιβωτιόσχημοι τάφοι με πολλαπλές παιδικές ταφές, χωρίς κτερίσματα.


Η οικία καταστράφηκε στα τέλη της Πρώιμης Μυκηναϊκής περιόδου (Υστεροελλαδική Ι) για να κατασκευαστεί ο μεγάλος θολωτός τάφος 1. Στις αρχές της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής χρονολογούνται δύο ακόμη οικίες στο βόρειο τμήμα του λόφου: α) η Βόρεια Οικία, που αποτελεί το βορειότερο κτίσμα του αρχαιολογικού χώρου, στο δάπεδο της οποίας βρέθηκαν δύο κιβωτιόσχημοι παιδικοί τάφοι και β) κατάλοιπα οικίας στο ΒΔ τμήμα, με χονδροειδή και Αδριατική κεραμική και πήλινα ομοιώματα μεταλλικών αγγείων.

Στην ίδια φάση οικοδομείται και ο αρχαιότερος από τους θολωτούς τάφους του λόφου, ο θολωτός τάφος 3, στη δυτική παρυφή του λόφου. Είναι ο μικρότερος σε μέγεθος, αλλά διατήρησε πολλά από τα χρυσά κτερίσματα, που είχαν εναποτεθεί στις λιγοστές ταφές του ταφικού του θαλάμου. Τα ευρήματα και τα στοιχεία πρωιμότητας στην κατασκευή του (μικροί πλακωτοί ασβεστόλιθοι στην πρόσοψη, στο στόμιο και στο θάλαμο, δύο μεγάλες πλάκες για θεμέλιο στις γωνίες της πρόσοψης, που εξείχαν ελαφρά), χρονολογούν το μνημείο στην πρώιμη Υστεροελλαδική Ι φάση. 

Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου είναι 6,90 μ., ενώ από τη θόλο του σώζεται, σήμερα, μόνο το ανατολικό της τμήμα σε ύψος 2 μ. Ο τάφος είχε δύο φάσεις χρήσης, κατά την Υστεροελλαδική Ι, όπως φαίνεται από το πεταλόσχημο σκάμμα, σε βαθύτερο επίπεδο, που ανοίχτηκε εμπρός από τη είσοδό του και έφτανε ως το κέντρο του θαλάμου. Στο σκάμμα, που περιείχε 2 ανακομιδές, βρέθηκαν δύο μεγαλόσχημοι αμφορείς, που χρονολογούν το σύνολο στη μεταβατική φάση, από τη Μεσοελλαδική στην Υστεροελλαδική Ι εποχή.


 Από το τμήμα του ταφικού θαλάμου προήλθε πλήθος χρυσών ευρημάτων ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν: διάδημα με έκκρουστη διακόσμηση, κύπελλο όμοιο προς ένα των Μυκηνών, κύπελλο τύπου Κεφτί, αβαθής μονωτός κύαθος που ονομάστηκε από τον Schachermyer «κύπελλο τύπου Περιστεριάς», πλήθος χρυσά φυλλάρια, κόσμημα από λεπτό χρυσό έλασμα με παράσταση χρυσαλίδων, ροδάκων, τριτόνων, καρδιόσχημων φύλλων, γλαυκών, χρυσοί σωληνίσκοι για την εισαγωγή νημάτων πολύπλοκων περιδεραίων, αλλά και ψήφοι αμέθυστου και σάρδιου καθώς κι ένα αργυρό κύπελλο διαλυμένο. Η ταυτότητα ενός από τους νεκρούς του τάφου μαρτυρείται από τον πολεμικό εξοπλισμό: αιχμές βελών, χαυλιόδοντες κάπρου από επένδυση οδοντόφρακτων κρανών, χάλκινοι ήλοι από ξίφος. 

Ο τάφος σταμάτησε να χρησιμοποιείται σύντομα, κατά την Υστεροελλαδική Ι/ΙΙ, οπότε και καταστράφηκε, όταν χτίστηκε το δυτικό-ΒΔ τμήμα του «Κύκλου», δηλαδή του περιβόλου που τον διαχωρίζει από την παρακείμενη Δυτική Οικία. Οι νεότερες αυτές κατασκευές εξαφάνισαν το δρόμο του τάφου. Οι λίθοι της κατεστραμμένης θόλου απομακρύνθηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε άλλα κτίσματα του λόφου.

Κατά την ίδια Υστεροελλαδική Ι φάση οικοδομήθηκε και ο νότιος θολωτός τάφος 1, σε απόσταση 100 μ. νοτιότερα του «Κύκλου». Ήταν ελεύθερος, δηλαδή χωρίς τύμβο, ωστόσο η θόλος έφερε πιθανότατα επικάλυψη από υδατοστεγή πηλό.


Ο οικογενειακός αυτός τάφος είχε χρησιμοποιηθεί για παραπάνω από 15 ταφές, με την αρχαιότερη να ανάγεται στην αρχή της Μυκηναϊκής εποχής (Υστεροελλαδική Ι) και την τελική φάση χρήσης να εκτείνεται ως την Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Α1 φάση, δηλαδή χρησιμοποιήθηκε κατά το 16ο και το 15ο αιώνα π.Χ. Εκτός από αγγεία δεν βρέθηκαν μεταλλικά αντικείμενα στον τάφο. Φαίνεται πως αποτέλεσε το νεκροταφείο του πληθυσμού της Περιστεριάς. 

Η διαπίστωση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί αποδεικνύει πως συγχρόνως με τους δυνάστες της περιοχής είχαν και οι απλοί άνθρωποι τη δυνατότητα να χτίζουν παρόμοιους τάφους και μάλιστα σε διαστάσεις ελάχιστα μικρότερες. Υπήρχε δηλαδή άρχουσα τάξη, αλλά ο βαθμός υποτέλειας ήταν πολύ μικρός. Οι μεγαλογαιοκτήμονες της περιοχής με την κατοχή μεγαλύτερης ποσότητας χρυσού είχαν τη δυνατότητα να κτερίζουν τους νεκρούς τους με μεταλλικά κτερίσματα και να κτίζουν μεγαλύτερους τάφους.

Στο τέλος της Υστεροελλαδικής Ι και στην αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙ, δημιουργούνται δύο νέα ταφικά κτίσματα κατασκευάζονται, οι θολωτοί τάφοι 1 και 2. Ο θολωτός τάφος 2 είναι λίγο προγενέστερος του 1 και ανάγεται στα τέλη της Υστεροελλαδικής Ι φάσης. Ήταν σε χρήση κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ περίοδο, αλλά κατέρρευσε η θόλος του, γεγονός που τερμάτισε τη λειτουργία του.


Η διάμετρος της θόλου, που έχει σωθεί σε ύψος 3,50 μ. ανέρχεται σε 10,60 μ. Στον ταφικό θάλαμο εντοπίστηκαν θραύσματα από 3 τουλάχιστον εισηγμένους πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού και συλλέχθηκε πλήθος χρυσών, αργυρών και χαλκών αντικειμένων: απειράριθμα λεπτά χρυσά φυλλάρια, κοίλα θραύσματα χάλκινων αγγείων, χάλκινα ξίφη, σκεύος με ένθετη διακόσμηση χρυσών κρίνων, αργυρών δελφινιών και νίελο, χρυσοί θύσανοι κ.α. Ιδιαίτερης σημασίας εύρημα είναι οι χάνδρες από ήλεκτρο, που υποδηλώνει ότι το εμπόριο του ήλεκτρου με τη Βόρεια Θάλασσα επεκτεινόταν σε όλες τις σημαντικές μυκηναϊκές θέσεις της Νοτιοδυτικής-Δυτικής Πελοποννήσου (Κακόβατος, Εγκλιανός, Ρούτσι, Τραγάνα, Κουκουνάρα, Βοϊδοκοιλιά). 

Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα, ενδεικτικό των επαφών με τη Μινωική Κρήτη, είναι ένα ολόσωμο πήλινο ειδώλιο τύπου Πετσοφά. Στο εσωτερικό του τάφου ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή ανέβλυζε νερό, και γι’ αυτό σχηματίστηκε αγωγός με καλυπτήριες πλάκες κατά μήκος του στομίου και του δρόμου ως το νότιο-ΝΑ τμήμα του «Κύκλου», που κατασκευάστηκε σε φάση μεταγενέστερη της κατασκευής του τάφου, άγνωστο πότε ακριβώς.

Ο νεότερος από τους δυναστικούς θολωτούς τάφους είναι ο θολωτός τάφος 1 (Υστεροελλαδική ΙΙ), στο κέντρο σχεδόν του λόφου. Είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους θολωτούς τάφους. Έχει επιμελημένη πρόσοψη με λίθινη επένδυση από πωρόλιθο σε όλο της το ύψος. Το στόμιο ιδιαίτερα επιβλητικό, ύψους 5,10 μ., πλάτους 2,33 μ., μήκους 6 μ., ήταν κλειστό με αργολιθοδομή. Στην αριστερή πλευρά της πώρινης πρόσοψης είναι χαραγμένα 2 Κνωσιακά λατομικά σημεία: κλαδί και διπλός πέλεκυς. Το ανώφλι του στομίου αποτελείται από τρία μεγάλα μέρη βάρους μέχρι 22 τόνων το καθένα (από πωρόλιθο ή αμυγδαλίτη), ενώ πιστεύεται ότι υπήρχε και ανακουφιστικό τρίγωνο ώστε το υπερκείμενο βάρος να κατανέμεται στις δύο πλευρικές παραστάδες.


Ο τάφος κτίστηκε αφού σχηματίστηκε τεράστιος κύλινδρος για την κατασκευή του οποίου καταστράφηκε τμήμα της παρακείμενης Ανατολικής Οικίας. Ως θεμέλια της θόλου, που έμοιαζε με κυψέλη, χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι πλακωτοί λίθοι. Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου ανέρχεται σε 12,04 μ. και το ύψος του υπολογίζεται σε περισσότερο από 10 μ. Αν και η θόλος είχε σωθεί, σε ορισμένα σημεία, σε ύψος ως και 1,20 μ. εντούτοις αναστηλώθηκε το 1970, (αλλά με τρόπο ατυχή, καθώς το προεξέχον τμήμα της δεν έχει την επίστρωση πηλού που έδινε στεγανότητα στον τάφο κατά τη μυκηναϊκή εποχή). Ο τάφος δηλαδή είχε ελεύθερη στεγανή θόλο και τύμβο ως το ύψος του ανωφλίου μέχρι και τα Ελληνιστικά χρόνια. 

Ο τύμβος γύρω από τον τάφο περιβαλλόταν από αναλημματικό περίβολο. Στις διαδοχικές ταφές του τάφου από τις οποίες καμία δεν διατηρήθηκε, είχαν εναποτεθεί τουλάχιστον δέκα εισηγμένα ευμεγέθη αγγεία και πιθαμφορείς του ανακτορικού ρυθμού. Η χρήση του συγκεκριμένου τάφου συνεχίστηκε κατά τους ύστατους Κλασσικούς χρόνους και κατά την Ελληνιστική εποχή.

Αν και οι τάφοι της Περιστεριάς είχαν συληθεί ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή, όμως από τα διασωθέντα αντικείμενα μπορούμε να συμπεράνουμε τον πλούτο των πολύτιμων κτερισμάτων. Στο θολωτό τάφο 1 βρέθηκαν χρυσά φυλλάρια, χρυσά κοσμήματα, χρυσά λεπτά δισκάρια με οπή που συνδέονταν με άλλα καρδιόσχημα ελάσματα με έκτυπη διακόσμηση, περιδέραια από χάνδρες αμέθυστου και σκαραβαίος από αμέθυστο.


Μερικά από τα χρυσά αντικείμενα αποτελούν πραγματικά κομψοτεχνήματα όπως: η χρυσή ψήφος σε μέγεθος μικρού κερασιού με θαυμάσια κοκκιδωτή διακόσμηση, που αποτελείται από 1000 μικρότατα σφαιρίδια χρυσού προσκολλημένα στην επιφάνεια της ψήφου για να απαρτίσει κούμαρο ή το χρυσό έλασμα σε σχήμα ψαριού με έκτυπη παράσταση μινωικής τελετουργικής πομπής. Βρέθηκαν επίσης κατάλοιπα από την επένδυση οδοντόφρακτου κράνους, που μαρτυρούν την ιδιότητα ενός από τους νεκρούς που ετάφησαν εκεί. Κατά τη Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β εποχή η Περιστεριά είχε μείνει ένα απλό πόλισμα. Το μεγαλόπρεπο παρελθόν της μαρτυρούσε ο θολωτός τάφος 1 στην κορυφή του λόφου, ενώ πιθανότατα ο 2 είχε καταρρεύσει και ο 3 είχε από πολύ πριν καλυφθεί μετά την καταστροφή του.

ΜΑΛΘΗ - ΒΑΣΙΛΙΚΟ – ΟΡΟΣ ΡΑΜΟΒΟΥΝΙ Ή ΛΟΦΟΣ ΜΑΛΘΗ

Η ιστορία των ανασκαφών στο θεωρούμενο αρχαίο Δώριο άρχισε το Πάσχα του 1926 όταν ο τότε δημοδιδάσκαλος στο χωριό Βυδίσοβα (Κόκλα) Σωτήρης Παπαδόπουλος, ευαίσθητος στα θέματα της τοπικής Ιστορίας, υπόδειξε στο Σουηδό Αρχαιολόγο Ν. Valmin, που ερευνούσε στη Μεσσηνία, την ύπαρξη αρχαιοτήτων στην κορυφή του λόφου Μάλθη, που βρίσκεται μεταξύ Βασιλικού και Κόκλας, νοτίως του δρόμου για την Κυπαρισσία.


Ο Ν. Valmin, με οδηγό τις περιηγήσεις του Παυσανία ,ταύτισε το ποτάμι Ηλέκτρα με το ρέμα που περνάει δυτικά του Βασιλικού και το ποτάμι Κοίο με το ρέμα που κατεβαίνει από το τωρινό χωριό Μάλθη, για να ενωθεί με το προηγούμενο, πλησίον του οικισμού Ακρόπολις.

Αυτό το ρέμα δέχεται τα νερά μιας πηγής προς τη δυτική πλευρά του λόφου με τις αρχαιότητες που ο Ν. Valmin, θεώρησε ότι είναι η πηγή Αχαΐα του Παυσανία.

Σύμφωνα με τα παραπάνω σε συνδυασμό και με άλλες ενδείξεις από αρχαία κείμενα και χωρίς να βρεθεί καμιά γραπτή απόδειξη οΝ. Valmin, υποστήριξε ότι οι αρχαιότητες στην κορυφή του λόφου Μάλθη, σχετίζονται με το αρχαίο Δώριο.

Η άποψη αυτή έχει γίνει μέχρι σήμερα γενικά αποδεκτή. Τα ευρήματα και συμπεράσματα των ανασκαφών καταγράφονται λεπτομερειακά στο βιβλίο-έκθεση του Ν. Valmin,, προς το Πανεπιστήμιο της LUND, που χρηματοδότησε τις έρευνες. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα Αγγλικά το 1938 με τίτλο the Swedish Messenian expedition και δυστυχώς δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα Ελληνικά. Υπάρχει όμως στη Βιβλιοθήκη της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Αθήνα.


Περιληπτικές αναφορές στο έργο του Ν. Valmin, σε συνδυασμό με λεπτομερή σχόλια στα αρχαία κείμενα, περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Νικ. Παπαχατζή βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών με τίτλο «Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης-Μεσσηνιακά - Ηλειακά» 3ος Τόμος (Εκδοτικής Αθηνών).

Σύμφωνα με τα παραπάνω η κατοίκηση του Λόφου έγινε όχι αργότερα από τη ύστερη Νεολιθική εποχή, που για τη περιοχή αυτή τερματίζεται στα 2500 π.X.

Ακολουθεί η Πρωτοελλαδική εποχή έως το 2200 π.Χ και η Μεσοελλαδική, έως το 1800 π.Χ . Στη Μεσοελλαδική περίοδο είναι γνωστό ότι η Πελοπόννησος οικίστηκε από τους Αχαιούς που βαθμιαία την κατέκλυσαν τον χώρο , άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε βίαια, υποτάσσοντας τους πρώτους κατοίκους, τους Πελασγούς.

Οι ανασκαφές του Σουηδού αρχαιολόγου Mattias Natan Valmin, που ξεκίνησαν στο λόφο της Μάλθης (δυτικά του χωριού Βασιλικό) το 1927 και ολοκληρώθηκαν το 1934, έφεραν στο φως έναν οχυρωμένο οικισμό (ακρόπολη), μήκους 138 μ. και πλάτους 82 μ. Το όνομα Μάλθη, όπως και το κοντινό ομώνυμο χωριό, σημαίνει όρος και πιθανά να προέρχεται από την αλβανική λέξη Malith. Η ακρόπολη της Μάλθης αποτελεί τον μεγαλύτερο και καλύτερα γνωστό έως σήμερα αγροτικό οικισμό της Μεσοελλαδικής εποχής στη Μεσσηνία που άκμασε από το 2050 έως το 1680 π.Χ.


Στην πρώτη αυτή φάση του ήταν ατείχιστη και τα οικοδομήματα είχαν αψιδωτό σχήμα. Ξεχωρίζει στη φάση αυτή ένα μεγάλο (11,35 Χ 5,70 μ.) καμπυλόγραμμο, σχεδόν ωοειδές κτίσμα με δύο εισόδους στο νότιο τμήμα. Αργότερα, στην ώριμη Μεσοελλαδική ΙΙ εποχή απέκτησε οχυρωματικό περίβολο. Τότε εγκαταλείπονται τα αψιδωτά ή καμπυλόγραμμα κτίσματα και κτίζονται τετράπλευρα-ορθογώνια. O μεγάλος οχυρωματικός περίβολος με ολικό ανάπτυγμα 420 μ., χτίστηκε από ακατέργαστους ογκόλιθους, που είχαν τοποθετηθεί στην ανώμαλη βραχώδη περίμετρο του λόφου χωρίς προηγούμενη επίστρωση.

Έχει 4 ή 5 στενές διόδους. Οι κύριες πύλες βρίσκονται στα βόρεια και νότια. Ένα μεγάλο τμήμα του τείχους δεν σώζεται: χρησιμοποιήθηκε σαν εκ νέου υλικό ή κατρακύλησε κάτω από το λόφο. Ό,τι έχει απομείνει ποικίλλει σε πάχος από 3,50 μ. ως και 1,60 μ. Σε μερικές σημεία δηλαδή το τείχος αποκτά μεγαλύτερο πάχος ή προεξέχει σχηματίζοντας αιχμηρές προβολές που μάλλον χρησιμοποιούνταν ως αμυντικοί εξώστες.

Το τείχος περιέκλειε δύο οικιστικά σύνολα: Ένα κεντρικό προς την κορυφή της ακρόπολης, που αποτελούσε το διοικητικό κέντρο, με οικίες και βιοτεχνικά εργαστήρια και ένα περιφερειακό με κατοικίες, αποθήκες και στάβλους σε επαφή με τον περίβολο. Τα τείχη της ακρόπολης δεν προστατεύουν τόσο θησαυρούς, όσο κοπάδια και μια γη, που είναι έτοιμη να δεχτεί νέους κατοίκους από Βορρά και Ανατολή. Μέσα στην ακρόπολη, ανάμεσα στις κατοικίες ή κάτω από αυτές, αποκαλύφθηκαν 47 τάφοι λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι κι ένας ταφικό πίθο με σκελετό παιδιού. Οι πιο πολλοί από τους τάφους αυτούς είχαν μία ταφή, υπήρχαν όμως και κάποιοι με περισσότερες.


Σ’ έναν τάφο μάλιστα βρέθηκαν και τα ίχνη από το σάβανο του νεκρού. Εδώ βρέθηκε ο καλύτερα σωζόμενος θολωτός τάφος, από τον Σουηδό N. Valmin, που προστατεύεται από ξύλινο στέγαστρο. Η κατοίκηση της ακρόπολης συνεχίστηκε και κατά τη Μυκηναϊκή εποχή (περίπου 1680-1060 π.Χ.), οπότε στο κέντρο του οικισμού κατασκευάστηκε μέγαρο, προφανώς έδρα του Μυκηναίου άρχοντα της περιοχής. Τα σημαντικότερα ευρήματα από την ακρόπολη της «Μάλθης » εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.

Εκτός από τους τάφους μέσα στα τείχη, με τα πολύ φτωχά κτερίσματα, ιδιαίτερα ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τρεις θολωτοί τάφοι στους δυτικούς πρόποδες του λόφου. Είναι πιθανότατα οι τάφοι των τοπικών ηγεμόνων του βασιλείου του Νέστορα. Οι τάφοι ήταν ουσιαστικά υπέργειοι κι είχαν σκεπαστεί για να σχηματιστούν τεχνητοί τύμβοι. Έχουν συληθεί από τα αρχαία χρόνια και οι δύο απ’ αυτούς, είναι σχεδόν κατεστραμμένοι. Ο καλύτερα διατηρημένος είναι ο θολωτός τάφος I, που είναι και επισκέψιμος κατασκευαστικά και θυμίζει τους γνωστούς τάφους των Μυκηνών, χωρίς όμως τη γνωστή μεγαλοπρέπεια με τους τεράστιους ογκόλιθους στην είσοδο και τον εντυπωσιακό θόλο. 

Είναι ο καλύτερα διατηρημένος θολωτός τάφος της Μεσσηνίας, που διατηρεί ακέραιη τη θόλο του. Ένας «δρόμος» μήκους 13,5 μ. επενδυμένος οδηγεί στην είσοδο. Ο ταφικός θάλαμος έχει διάμετρο 6,85 μ. και ύψος 5,8 μ.. Σήμερα όμως χρειάζεται υποστύλωση, γι’ αυτό και είναι περιφραγμένος και κλειστός για το κοινό. Ο δεύτερος τάφος βορειότερα δεν διασώζεται σε τόσο καλή κατάσταση. Έχει κι αυτός επενδυμένο δρόμο μήκους 12,5 μ., όμως λείπουν το υπέρθυρο και το ανώτερο μέρος του θόλου.


ΤΡΑΓΑΝΑ ΒΙΓΛΙΤΣΑ

Δύο σημαντικοί θολωτοί τάφοι της Μυκηναϊκής εποχής έχουν έλθει στο φως στην τοποθεσία Βιγλίτσα, στο νότιο άκρο μιας πλαγιάς πάνω στην οποία βρίσκεται και το χωριό Τραγάνα, λίγο βορειότερα. Στη Βιγλίτσα φθάνει κανείς ακολουθώντας την παράκαμψη προς Τραγάνα, από διασταύρωση πάνω στον κύριο δρόμο για την Πύλο. Οι πρώτες έρευνες στο χώρο πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1909-1912 από τους αρχαιολόγους Α. Σκιά και Κ. Κουρουνιώτη, ενώ συστηματική ανασκαφή έγινε αργότερα από τον Σπ. Μαρινάτο (δεκαετία 1950).


Συμπληρωματικές έρευνες έγιναν από τον Γ. Κορρέ κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980. Οι δύο θολωτοί τάφοι «βασιλικών διαστάσεων», που αποκαλύφθηκαν χρονολογούνται στην Πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή (γύρω στο 1680π.Χ.). Θα πρέπει να συνδεθούν άμεσα με πιθανό οικισμό πάνω στο ύψωμα της Βιγλίτσας ή σύμφωνα με άλλους στο σημερινό χωριό της Τραγάνας και στα Βορούλια, 800 μ. περίπου βορειότερα, όπου ήλθε στο φως μια αποθήκη με 120 και πλέον αγγεία της πρώτης Μυκηναϊκής φάσης.

Ο Τάφος 2, με διάμετρο θαλάμου 7,20 μ., κτίσθηκε πιθανότατα κατά την πρώτη Μυκηναϊκή φάση (1550-1500 π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε σχεδόν μέχρι τα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής. Το εσωτερικό του τάφου είχε διαταραχθεί από τη μετατροπή του σε κατοικία ή αγροικία κατά την Ελληνιστική εποχή (323-31π.Χ.), όπως μαρτυρούν η κτιστή εστία και τα οικιακά και αποθηκευτικά αγγεία, που βρέθηκαν στο εσωτερικό του. Ένας όμως από τους λάκκους του δαπέδου του περιείχε δύο άθικτες καύσεις νεκρών του προχωρημένου 14ου αιώνα π.Χ. Ο Τάφος 1, με διάμετρο θαλάμου 7,30 μ., είναι περισσότερο επιμελημένης κατασκευής. Φαίνεται να είναι ελαφρώς μεταγενέστερος από τον Τάφο 2, ιδρυμένος λίγο μετά το 1500 π.Χ. Χρησιμοποιήθηκε, με κάποια διακοπή, μέχρι και την Πρωτογεωμετρική εποχή.

Τα ευρήματα των τάφων ήταν πλουσιότατα: δύο θησαυροί χάλκινων σκευών, οπλισμός, σφραγιδόλιθοι, μυκηναϊκή κεραμική, χρυσό περιδέραιο και άλλα μικροαντικείμενα. Εντυπωσιακά είναι τα ίχνη από αρματοτροχιές, πιθανότατα της ταφικής άμαξας, που βρέθηκαν στο δρόμο του Τάφου 1. Από τα ευρήματα του Τάφου 1 που βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Χώρας, ξεχωρίζουν ένα μεγάλο χάλκινο δίωτο αγγείο και τρεις πιθαμφορείς με φυτικά θέματα (φυλλωσιές κισσού, αλυσίδες φύλλων κισσού και κρίνα) από την εποχή της αρχικής χρήσης του τάφου. Από τον Τάφο 1 προέρχεται και μια πήλινη πυξίδα του 12ου αιώνα π.Χ, εκτεθειμένη σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με σπάνια απεικόνιση ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου. Τέλος, στα ευρήματα από την πρόσφατη έρευνα του ίδιου τάφου συγκαταλέγεται και σφραγίδα από σάρδιο, με σχηματοποιημένο πτερωτό γρύπα.


Σε διάφορα σημεία του σύγχρονου χωριού Τραγάνα βρέθηκαν αποσπασματικά λείψανα του Μυκηναϊκού οικισμού στον οποίο ανήκαν οι τάφοι, ενώ στη θέση «Βορούλια» αποκαλύφθηκε κτίριο, σύγχρονο των θολωτών τάφων με αποθηκευτική προφανώς χρήση, αφού μέσα σε αυτό βρέθηκαν περισσότερα από 100 ακέραια αγγεία Μυκηναϊκών χρόνων για την αποθήκευση τροφών.

ΒΑΦΕΙΟ ΣΠΑΡΤΗ

Ο θολωτός τάφος του Βαφειού ανεσκάφη από τον αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα, το έτος 1889. Χρονολογείται στην πρώιμη μυκηναϊκή εποχή (1500 π.Χ. περίπου).

Ο τάφος ήταν συλημένος αλλά περιείχε ένα στενόμακρο λάκκο, μέσα στον οποίο βρέθηκαν σπουδαία ταφικά ευρήματα (κτερίσματα): όπλα, σφραγιδόλιθοι, τα δύο περίφημα χρυσά κύπελλα με σκηνές κυνηγιού ταύρου κλπ. Η ταφή αποδόθηκε στο λεγόμενο Πρίγκηπα του Βαφειού, ο οποίος είχε θησαυρίσει αντικείμενα πολυτελείας, εισηγμένα, με ανταλλαγή το περίφημο μάρμαρο της περιοχής, γνωστό ως Lapis Lacedaemonius.


"Ο Χρήστος Τσούντας στο Βαφειό, κοντά στο Αμυκλαίο της Σπάρτης στη Λακωνία, ολοκλήρωσε τις έρευνες ενός θολωτού τάφου που είχε ανακαλυφτεί δεκαετίες ολόκληρες πριν, και ανακάλυψε μέσα σ' αυτόν ολόκληρο θησαυρό: χάλκινα ξίφη, μαχαίρια, σφραγιδόλιθους από κάθε λογής πολύτιμους λίθους, λυχνάρια, σκεύη και πολλά άλλα. Όμως τα πιο θαυμαστά ήταν δυο χρυσά κύπελλα, τα "ποτήρια του Βαφειού" που χρονολογούνται στο 15ο αι. π.Χ.

Είναι και τα δυο φτιαγμένα με μοναδική τέχνη, από τον ίδιο τεχνίτη και αποτελούν ζευγάρι. Αν και τα δυο στολίζονται με ανάγλυφες παραστάσεις βοδιών, οι σκηνές είναι πολύ αντίθετες. Η μια είναι ήρεμη και ειδυλλιακή ενώ η άλλη έντονη και άγρια.

Στο ένα κύπελο, με την ήρεμη σκηνή, ένας άντρας έχει δέσει το πόδι ενός ταύρου με σκοινί και τον απομακρύνει, ενώ στη μέση ένας ταύρος και μια αγελάδα, συναντιούνται. Στη δεξιά άκρη ένας άλλος ταύρος φαίνεται σα να 'ρχεται εκείνη τη στιγμή.


Στο άλλο κύπελο παριστάνεται το κυνήγι τριών άγριων ταύρων. Ο ένας έχει πιαστεί κιόλας στο δίχτυ της παγίδας, ενώ οι άλλοι τρέχουν να ξεφύγουν.

Και στα δυο ποτήρια έχουν παρασταθεί με εξαιρετική τέχνη οι θάμνοι, τα δέντρα, τα φυλλώματα, οι βράχοι. Τα λυγερά και νευρώδη σώματα των αντρών και η απεικόνιση της φύσης και του βίου των ζώων, όπως λέει ο Χρ. Τσούντας, φανερώνουν γνωρίσματα κρητικής τέχνης. Ο επιδέξιος τεχνίτης αυτών των περίφημων ποτηριών πρέπει να ήταν Μινωίτης."

 
ΜΙΝΥΑ- ΟΡΧΟΜΕΝΟΣ 

Ο Μυκηναϊκός θολωτός τάφος, γνωστός ως τάφος του Μινύα, του μυθικού βασιλιά του Ορχομενού, είναι ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σημαντικά μνημεία του είδους του. Βρίσκεται κοντά στα ερείπια του προϊστορικού οικισμού που αναπτύχθηκε στον Ορχομενό και κοντά στο μεταγενέστερο θέατρο της πόλης. Υπολογίζεται ότι κατασκευάσθηκε κατά τη 2η χιλιετηρίδα π.Χ. και σε αυτόν πρέπει να είχαν ταφεί μέλη της βασιλικής οικογένειας του μυκηναϊκού οικισμού. Το μνημείο ήταν ορατό και φημισμένο για πολλούς αιώνες μετά την αρχική του χρήση και φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους.


 Ο τάφος ήταν άθικτος και πρέπει να αποτελούσε αξιοθέατο της περιοχής τουλάχιστον μέχρι και το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν επισκέφθηκε τον Ορχομενό ο περιηγητής Παυσανίας και με θαυμασμό περιέγραψε την κατασκευή της θόλου (9.38.2-3). Στους αιώνες που ακολούθησαν, το μνημείο σταδιακά καλύφθηκε με επιχώσεις, αλλά εξακολουθούσε να είναι ορατό. Στις αρχές του 19ου αιώνα οι περιηγητές που επισκέπτονταν τον Ορχομενό αναφέρουν τη θόλο του κατεστραμμένη.

Το μνημείο έφεραν στο φως οι ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν στα 1881-1885, αν και πρώτος επιχείρησε το 1803, χωρίς επιτυχία, ο γνωστός Άγγλος Έλγιν. Όταν ανασκάφηκε από τον Σλήμαν δεν είχε γλυτώσει από τους τυμβωρύχους και γι’ αυτό δεν βρέθηκαν αντικείμενα χάλκινα ή ασημένια ή χρυσά, όπως σε άλλους θολωτούς μινυακούς τάφους. Μετά τον Σλήμαν ανασκαφές έκαναν το 1893 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και στη συνέχεια η Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών με επικεφαλείς τους Γερμανούς αρχαιολόγους H. Bulle και A. Furtwängler, στα 1903 και 1905, ενώ το 1914 έγινε η αναστήλωση του μνημείου από τον Αναστάσιο Ορλάνδο.Κατασκευαστές του τάφου φέρονται οι Τροφώνιος και Αγαμήδης, γιοι του βασιλιά του Ορχομενού Εργίνου.


 Ο Παυσανίας χαρακτηρίζει το μνημείο «θησαυρό», αλλά κατά τον αρχαιολόγο Χ. Τσούντα, είναι τάφος. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο όμως δεν αποκλείεται να χτίστηκε αρχικά για τάφος, και ύστερα, λόγω ιερότητας και κύρους του χώρου, να χρησιμοποιήθηκε και για τη φύλαξη θησαυρών. Ανεξάρτητα από το σκοπό για τον οποίο είχε κατασκευαστεί το μνημείο, πρόκειται για έργο εύγλωττο μάρτυρα της δόξας και του μεγαλείου των Μινυών και όπως γράφει ο Παυσανίας «ο θησαυρός του Μινύα, σωστό θαύμα, δεν υστερεί από κανένα άλλο πράγμα απ’ όσα είναι μέσα ή έξω από την Ελλάδα». Για τους αρχαιολόγους ο τάφος του Μινύα, τόσο για την τεχνική του τελειότητα, όσο και για την εσωτερική του διακόσμηση, θεωρείται ανώτερος από τον τάφο του Ατρέα των Μυκηνών κι ένα από τα πιο έξοχα μνημεία της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής.

Ο τάφος είναι υπέργειος, μαρμάρινος και αποτελείται από 4 μέρη, το δρόμο (μία τάφρο), το στόμιο (είσοδος), τη θόλο (πελώριο κυκλικό οικοδόμημα με κωνική στέγη), και το θάλαμο (ορθογώνιο πλευρικό μικρό δωμάτιο). Ο δρόμος του αρχικά είχε μήκος 30 μ. Η είσοδος, μεγαλοπρεπής και επιβλητική, είναι κατασκευασμένη από ασβεστόλιθο. Η πόρτα της μεγάλης αίθουσας έχει ύψος 5,46 μ., πλάτος 2,70 μ. στο κατώτερο και 2,43 μ. στο ανώτερο μέρος και έκλεινε με ξύλινη θύρα.


 Το υπέρθυρό της, που διατηρείται στη θέση του, είναι κατασκευασμένο από μόνο ένα ογκόλιθο μήκους περίπου 6 μ. και βάρους πάνω από 120 τόνους. Η θόλος, το πιο σημαντικότερο από τα 4 μέρη, είναι μια τεράστια κυκλική αίθουσα με διάμετρο δαπέδου 14 μ. και περίπου το ίδιο ύψος. Έχει τοιχώματα από πελεκημένα μάρμαρα ισοδομικά τοποθετημένα έτσι ώστε να σχηματίζουν δακτυλίδια. Τα δακτυλίδια αυτά όσο ανεβαίνουν γίνονται διαρκώς μικρότερα, ώσπου κλείνουν την κορυφή και σχηματίζουν έτσι μια θολωτή κυψέλη.

Η είσοδος του τάφου και το εσωτερικό του τάφου πρέπει να είχαν διακοσμηθεί με χάλκινα και χρυσά κοσμήματα και χαλκοστρωμένο δάπεδο, όπως βεβαιώνεται από τις οπές στους τοίχους για την προσάρτησή τους κι από ένα απομεινάρι πλάκας χαλκού σφηνωμένο ανάμεσα στο δάπεδο και τον τοίχο αριστερά της εισόδου. Στη θόλο γίνονταν οι θυσίες και οι νεκρικές τελετές. Στη ΒΑ πλευρά της θόλου υπάρχει μικρή πόρτα ύψους 2,12 μ. και πλάτους 1,44 μ. που συγκοινωνεί με το θάλαμο (μικρό ορθογώνιο τετράπλευρο δωμάτιο) όπου γινόταν η ταφή των νεκρών.


 Παρόμοιο πλευρικό δωμάτιο υπάρχει σε δύο ακόμη περιπτώσεις βασιλικών τάφων: στο θολωτό τάφο του Ατρέα στις Μυκήνες, που ήταν σύγχρονος με τον τάφο του Μινύα, και στο θολωτό τάφο Α στις Αρχάνες της Κρήτης. Η οροφή του θαλάμου είναι καλυμμένη με 4 πρασινωπές λεπτές ασβεστολιθικές τετράγωνες πλάκες, με ανάγλυφη διακόσμηση από άνθη παπύρου, χάλκινους ρόδακες και σπειροειδή κοσμήματα. 

Από απομεινάρια που βρέθηκαν, φαίνεται ότι και οι 4 κατακόρυφοι τοίχοι του θαλάμου, ήταν καλυμμένοι με παρόμοιες πλάκες που έφεραν περίτεχνη και πλούσια διακόσμηση. Στο κέντρο του θαλάμου σώζεται μαρμάρινο βάθρο μήκους 5,73 μ., που προστέθηκε κατά την ελληνιστική εποχή και επάνω του ήταν στημένα αγάλματα των θεών.

 
ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ

Σε απόσταση 400 μ. από το μεσοελλαδικό νεκροταφείο του Βρανά σώζεται πλήρης θολωτός μυκηναϊκός τάφος εσωτερικού ύψους 7,20 μ., αναστηλωμένος και στεγασμένος. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν χρυσό αγγείο και κύπελλο, καθώς επίσης και τάφος με δύο σκελετούς αλόγων σε πλάγια στάση. Ο θολωτός τάφος του Μαραθώνα είναι μια σπάνια ταφική κατασκευή στην Αττική και χρονολογείται στο 1450-1380 π.Χ. Είχε ερευνηθεί το 1933-1935 από τον καθηγητή Γ. Σωτηριάδη και αναστηλώθηκε το 1958.

Στην ίδια περιοχή βρέθηκε κλασικός τύμβος ύψους άνω των 3 μ. και διαμέτρου 30 μ., που ερευνήθηκε μερικώς από τον Σπ. Μαρινάτο. Βρέθηκαν 11 ταφές, από τις οποίες οι δύο ήταν καύσεις. Ο Μαρινάτος υπέθεσε ότι ο τύμβος ανήκει στους πεσόντες Πλαταιείς της μάχης του Μαραθώνα.


Ο θολωτός τάφος του Αρνού, στην πεδιάδα του Βρανά στο Μαραθώνα είναι ένας από τους εντυπωσιακότερους μυκηναϊκός θολωτούς τάφους στην Ελλάδα, αποδεικνύοντας έτσι την παρουσία ενός τοπικού ισχυρού Μυκηναίου Ηγεμόνα.

Οι θολωτοί τάφοι χτιζόντουσαν συνήθως κοντά στο ανάκτορο του ηγεμόνα ως σύμβολο της δύναμης και του πλούτου του. Ατυχώς δεν έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα ο σχετικός οικισμός ή ανάκτορο. Έχει εντοπιστεί όμως στους πρόποδες του λόφου Κοράκι, τοίχος ύψους 1,5μ, μυκηναϊκό αντιπλημμυρικό έργο που διοχέτευε κατάλληλα τα νερά του κάμπου.

Ο θολωτός τάφος βρίσκεται 400μ μακριά από το Αρχαιολογικό Μουσείο του Μαραθώνα. Εκτός από αυτόν, στην Αττική έχουν εντοπιστεί μόνο άλλοι 2 θολωτοί τάφοι στο Μενίδι και στο Θορικό.

Ανακαλύφθηκε και ανασκάφηκε από τον Γέωργιο Σωτηριάδη κατά τα έτη 1933-35 και ανασκάφηκε εκ νέου, αναστηλώθηκε και στεγάστηκε το 1958 από τον Ιωάννη Παπαδημητρίου. Η χρήση του χρονολογείται μεταξύ 1450-1380 κατά την ύστερη εποχή του Χαλκού (Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ).


Είναι κτιστός και όχι λαξευμένος και έχει μνημειακές διαστάσεις: 7μ διάμετρο και 7,20μ ύψος.

Την μεγαλειώδη είσοδο του τάφου κοσμούν ιδιαίτερα το μονόλιθο υπέρθυρο και το ανακουφιστικό της τρίγωνο. Στην είσοδο οδηγούσε μακρύς 25μ επικληνής διάδρομος ( με μικρή κλίση) ο οποίος μετά την ταφή επιχωνώταν.

Ο θολωτός τάφος του Αρνού κοσμείται από ένα μοναδικό στον Ελλαδικό χώρο εύρημα (1958): στην είσοδο του διαδρόμου 2 άλογα έχουν ταφεί αντικρυστά, πιθανώς από το άρμα του ηγεμόνα που τον συνόδευσε στο θάνατο.

Το έθιμο απαντάται στους βασιλικούς τάφους της Μεσσοποταμίας και στην Κύπρο και δεν μπορεί παρά να συσχετιστεί με τον Όμηρο, όπου στη νεκρική πυρά του Πατρόκλου ο Αχιλλέας θυσιάζει 12 Τρωαδίτες νέους, πρόβατα, βόδια, σκυλιά και φυσικά άλογα.

Η ταφή του Πατρόκλου ίσως να είναι ένας καλός οδηγός της τελετής που προηγήθηκε του εντιαφιασμού των Μυκηναίων ηγεμόνων στον Αρνό: την ετοιμασία του νεκρού ακολουθεί η εκφορά του με μεγαλοπρεπή πομπή. Οι Μυριμιδόνες σκεπάζουν τον νεκρό με βοστρύχους από τα μαλλιά τους και ο Αχιλλέας αφήνει τα ξανθά μαλλία του στα χέρια του αγαπημένου του συντρόφου.

Ακολουθεί η νεκρική πυρά, η ξαγρύπνια και ο θρήνος του Αχιλλέα δίπλα στη φωτιά. Τελευταία πράξη, την επόμενη ημέρα, η περισυλλογή των οστών, η κατασκευή του τάφου και η διοργάνωση των επικήδειων αθλητικών αγώνων.


Στο εσωτερικό της θόλου βρέθηκαν 2 λακκοειδής τάφοι που σκεπάζονταν από μεγάλες λίθινες πλάκες. Κόκκαλα και κάρβουνα βρέθηκαν πάνω στις λίθινες πλάκες δείγμα τέλεσης θυσιών και συνεπώς πιθανής απόδοσης θεικών τιμών στους ήρωες της Μυκηναικής εποχής.

Σε έναν από τους τάφους βρέθηκε ένα ολόχρυσο ακόσμητο κύπελλο (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο), αδιάψευστο δείγμα του πλούτου και της δύναμης του τοπικού ηγεμόνα. Εκτός αυτού ευρέθησαν τυπικά μυκηναϊκά αγγεία και ψευδόστομοι αμφορείς που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μαραθώνα .

ΔΙΜΗΝΙ - ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ «ΤΟΥΜΠΑ»

Ο επιβλητικός θολωτός τάφος, που είναι γνωστός και ως «Τούμπα», βρίσκεται στο Διμήνι, στις δυτικές παρυφές του λόφου με τα νεολιθικά ερείπια. Μαζί με το δεύτερο, μικρότερο θολωτό τάφο, που φέρει την ονομασία «Λαμιόσπιτο», αποτελούν σπουδαία μνημεία στην περιοχή και αποδίδονται χωρίς καμία αμφιβολία στους βασιλείς του μυκηναϊκού οικισμού του Διμηνίου. Σύμφωνα με την αρχιτεκτονική του μορφή, αλλά και με βάση τα ελάχιστα δείγματα κεραμικής που βρέθηκαν κατά τον καθαρισμό του δρόμου του, ο τάφος «Τούμπα» χρονολογείται λίγο αργότερα από τον τάφο «Λαμιόσπιτο», στο 13ο αιώνα π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β περίοδος).


Το μνημείο είναι μεγάλο σε διαστάσεις και αποτελείται από το μακρύ δρόμο, το στόμιο και τη θόλο. Ο δρόμος έχει μήκος 16,5 μ. και πλάτος 2,30 μ. και οι άκρες του συγκρατούνται από λιθόκτιστους αναλημματικούς τοίχους, που συγκλίνουν ελαφρά προς το στόμιο. Στη συμβολή τους με τη θόλο έχουν ύψος 4 μ. και σώζονται σε άριστη κατάσταση. Στο τέλος του δρόμου σώζεται ο τοίχος φραγής του τάφου. Η είσοδος στη θόλο του τάφου γινόταν μέσω ενός στομίου με μήκος 3,25 μ., ύψος 3,15 μ. και πλάτος 1,60 μ., που καλύπτεται από 3 μεγάλες λαξευμένες πέτρες πάχους 0,45 μ., που αποτελούν το υπέρθυρό του. 

Η τελευταία προς τη θόλο πέτρα είναι λαξευμένη στην εσωτερική όψη για να ακολουθεί την καμπύλη της θόλου. Πάνω από το υπέρθυρο διαμορφώνεται το ανακουφιστικό τρίγωνο. Η είσοδος του στομίου είναι κτισμένη από μεγάλους λαξευμένους λίθους, που δημιουργούν υποδοχές για θύρα, πιθανότατα ξύλινη. Η θόλος έχει καταρρεύσει στο ανώτερο τμήμα. Το σωζόμενο ύψος της είναι 3,80 μ. και η διάμετρός της 8,30 μ. Έχει κατασκευασθεί με το εκφορικό σύστημα, από μικρές ασβεστολιθικές πέτρες χωρίς συνδετικό υλικό, ενώ στη βάση της έχουν χρησιμοποιηθεί μεγάλες πέτρες, λαξευμένοι κυβόλιθοι, θεμελιωμένοι πάνω στον ασβεστολιθικό βράχο, που έχει ισοπεδωθεί για να αποτελέσει το δάπεδο του ταφικού θαλάμου. Στη βόρεια πλευρά της θόλου υπάρχει ορθογώνιο κτίσμα (μήκος 3,62 μ., πλάτος 1,40 μ. και σωζόμενο ύψος 1,08 μ.).


Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του ανασκαφέα, Β. Στάη, το κτίσμα σκεπαζόταν με λίθινες πλάκες που στηρίζονταν στους πλαϊνούς τοίχους και σε μία ξύλινη δοκό, που πατούσε στο μέσο των στενών πλευρών του. Πρόκειται για κτιστή λάρνακα, που χρησιμοποιήθηκε για την τοποθέτηση της νεκρικής κλίνης. Ο τάφος βρέθηκε συλημένος, αλλά μερικά σπουδαία ευρήματα, κυρίως μικρά χρυσά και γυάλινα κοσμήματα, διέφυγαν της προσοχής των αρχαιοκαπήλων και σήμερα εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.

Ο θολωτός τάφος «Τούμπα» ανασκάφηκε το 1892 από το Β. Στάη. Οι εργασίες για την ανάδειξη του μνημείου (δενδροφύτευση, διάδρομοι πρόσβασης, ενημερωτικές πινακίδες) εντάσσονται στις εργασίες ανάδειξης, που αφορούν ολόκληρο τον αρχαιολογικό χώρο του Διμηνίου.

 
ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ ''ΛΑΜΙΟΣΠΙΤΟ''

Ο μικρότερος και αρχαιότερος από τους δύο σημαντικούς μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους που έχουν βρεθεί στο Διμήνι είναι ο λεγόμενος «Λαμιόσπιτο». Βρίσκεται 300 μ. δυτικά του λόφου με τα ερείπια του νεολιθικού οικισμού, κτισμένος σε επικλινή βουνοπλαγιά. Με βάση την αρχιτεκτονική του μορφή χρονολογείται στο 14ο αιώνα π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Α2 περίοδος).


Η πρόσβαση στον τάφο γινόταν μέσω ενός ελαφρώς κατηφορικού δρόμου, με μήκος 14,50 μ. και πλάτος 3,30 μ. Οι παρειές του δρόμου συγκρατούνται από λιθόκτιστους αναλημματικούς τοίχους πλάτους 1 μ., που συγκλίνουν ελαφρώς προς το στόμιο του τάφου και στη συμβολή τους με τη θόλο φθάνουν τα 5,70 μ. σε ύψος. Το τέλος του δρόμου, μετά την ταφή φρασσόταν με λιθόκτιστο τοίχο, πλάτους 2,00 μ. Η είσοδος στη θόλο γινόταν μέσω του στομίου (ύψους 3 μ., μήκους 2,20 μ. και πλάτους 1,90 μ.), που στενεύει εσωτερικά και καλύπτεται με τέσσερις μεγάλες πλάκες, που αποτελούν το υπέρθυρό του, επάνω από το οποίο υπήρχε το ανακουφιστικό τρίγωνο. 

Ο θόλος, με διάμετρο 8,20 μ. και ύψος 8,10 μ., έχει κατασκευασθεί με το εκφορικό σύστημα, πιθανώς με τη χρήση ξυλοτύπων, τα ίχνη των οποίων δεν είναι ορατά. Είναι κτισμένη με μικρές ακανόνιστες ασβεστολιθικές πέτρες χωρίς συνδετικό υλικό, οι οποίες στη βάση της είναι ιδιαίτερα ενισχυμένες. Το δάπεδο έχει διαμορφωθεί με ισοπέδωση του ασβεστολιθικού βράχου. Το άνω τμήμα της θόλου έφρασσε μεγάλη στρογγυλή πλάκα, «το κλειδί», που είχε καταρρεύσει παλαιότερα στο δάπεδο και το οποίο πρόσφατα τοποθετήθηκε ξανά στη θέση του. Αν και ο τάφος βρέθηκε συλημένος, απέδωσε λίγα αλλά σπουδαία ευρήματα, κυρίως γυάλινα κοσμήματα, ελεφάντινα αντικείμενα και χάλκινα όπλα, τα οποία μεταφέρθηκαν και εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

 
Σύμφωνα με τους πρώτους ανασκαφείς του μνημείου, P. Wolter και H. Lolling, αμέσως δεξιά της εισόδου, στο εσωτερικό της θόλου, υπήρχε χαμηλό θρανίο, ύψους 0,55 μ. και πλάτους 0,50 μ. που περιέτρεχε τον τοίχο της θόλου και ήταν κτισμένο από πέντε σειρές ωμών πλίνθων. Το θρανίο αυτό δε σώζεται σήμερα ούτε υπάρχει σχέδιό του. Ο Χρ. Τσούντας θεωρούσε ότι η κατασκευή αυτή αποτελούσε χώρο εναπόθεσης του νεκρού και των κτερισμάτων. Κάτω από το θρανίο, κατά τον πρόσφατο καθαρισμό του δαπέδου, βρέθηκε ένα διπλό λάξευμα βάθους 0,60 μ. με διαμορφωμένο αναβαθμό, όπου είχαν ταφεί τέσσερα σκυλιά.

Θολωτός μυκηναϊκός τάφος Βρίσκεται στα ΒΔ του λόφου με το νεολιθικό οικισμό. Πρέπει ασφαλώς να αποδοθεί στους βασιλείς του μυκηναϊκού οικισμού. Αρκετά μεγάλος, καλοκτισμένος, με ανακουφιστικό τρίγωνο και κτιστή λάρνακα στο εσωτερικό του. Λείπει το άνω μέρος του τάφου που έχει καταρρεύσει. Χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΒ2 περίοδο (δεύτερο μισό του 13ου αιώνα π.Χ.).


Στη ρωμαϊκή εποχή, στην κορυφή του τύμβου και σε επαφή με τη λιθοδομή της θόλου κατασκευάσθηκε μία ασβεστοκάμινος για τις ανάγκες του ρωμαϊκού αγωγού ύδρευσης, που μετέφερε νερό στην αρχαία Δημητριάδα. Η ασβεστοκάμινος αποκαλύφθηκε κατά τις πρόσφατες εργασίες στερέωσης της θόλου και επικαλύφθηκε με χώμα, αφού πρώτα έγιναν εργασίες στεγανοποίησης. Είναι πιθανόν να ευθύνεται αυτή για τις φθορές του τάφου με τη διέλευση όμβριων υδάτων στο χώρο της θόλου.

Το μνημείο ερευνήθηκε αρχικά το 1886 με πρωτοβουλία του τότε νομάρχη Μαγνησίας Ι. Κονδάκη και του γυμνασιάρχη Ε. Κούση, και με τη συνεργασία των αρχαιολόγων Π. Καββαδία, P. Wolter και H. Lolling. Για την ανάδειξή του έχουν γίνει κατά καιρούς διάφορες εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης.


Θολωτός μυκηναϊκός τάφος ("Λαμιόσπιτο") Βρίσκεται 300μ. δυτικά του λόφου με το νεολιθικό οικισμό. Σώζεται σε καλύτερη κατάσταση από τον προηγούμενο. Αν και συλημένος είχε αρκετά πλούσια ευρήματα, όπως χρυσά κοσμήματα, χάντρες και περιδέραια από υαλόμαζα, ελεφαντοστών εξαρτήματα και χάλκινα όπλα. Χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΑ2 περίοδο (δεύτερο μισό του 14ου αιώνα π.Χ. 

ΤΡΟΙΖΗΝΑ

Πάνω στο λόφο της Μεγάλης Μαγούλας έχει βρεθεί Μεσοελλαδική Ακρόπολη μικρής έκτασης. Οι τάφοι βρίσκονται στο δυτικό άκρο της. Ο παλιότερος (16ου αι. π.Χ.) σχηματίζει εσωτερικά έναν κύκλο με διάμετρο 5 μ. και έχει μεγαλιθική είσοδο χωρίς τον χαρακτηριστικό δρόμο των θολωτών μυκηναϊκών τάφων. Ο δεύτερος είναι μικρότερος (3,80 μ.) και ο τρίτος είναι πολύ μεγάλος (11 μ.).


 Ο τύμβος που τον σκέπαζε είχε διάμετρο 60 μ. «Για να κτιστεί ένα τέτοιο οικοδόμημα θολωτό, που αναλογεί σε μια τριώροφη πολυκατοικία, χρειαζόταν εξειδικευμένους τεχνίτες, ακόμη και αρχιτέκτονες», λέει η αρχαιολόγος της ΚΣΤ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ελένη Κονσολάκη-Γιαννοπούλου. «Είναι σαφές ότι ανήκει σε κάποιον τοπικό ηγεμόνα». Αν και συλημένος, η έρευνα αποκάλυψε εντός αυτού χρυσά κοσμήματα εξαιρετικής τέχνης και έναν αμφορέα από τη Χαναάν, που φανερώνει τη διακίνηση αγαθών από την Ανατολή και την Κρήτη.

Μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι και Μεσοελλαδική ακρόπολη στη Μαγούλα Γαλατά. Οι Βασιλικοί τάφοι της Μαγουλάς στο νησί Πόρος είναι ένα από τα πιο αξιόλογα ιστορικά αξιοθέατα και αρχαιολογικά ευρήματα που αφορούν την αρχαία Ελλάδα. Ξεκινώντας από το Γαλατά και παίρνοντας το δρόμο για την Τροιζήνα σε τρία χιλιόμετρα περίπου βρίσκονται οι Βασιλικοί τάφοι της Μαγουλάς. Πρόκειται για τάφους των Μυκηναϊκών χρόνων, οι οποίοι είναι θολωτοί. Συνεχίζοντας, έξω από το χωριό της Τροιζήνας, βρίσκονται τα ερείπια της Αρχαίας Τροιζήνας, πατρίδας του μυθολογικού ήρωα Θησέα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα βρίσκονται στο Μουσείο του Πόρου.


Στη Μαγούλα Γαλατά βρέθηκαν τρεις μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι. Ο παλαιότερος είναι του 16ου αιώνα π.Χ., ο δεύτερος ανήκει στην Πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο του 15ου π.Χ.. και ο τρίτος είναι του 13ου π.Χ. Μέσα υπήρχαν πολλά αντικείμενα των περιόδων εκείνων.

Στους Αδέρες ερείπια του αρχαίου Φορβαντίου (1400 -1300 π.Χ.) -Στο Μόδι εντοπίστηκαν ερείπια κτισμάτων μυκηναϊκής εποχής (1300 - 1200 π.Χ). και τάφοι μικρών παιδιών

ΤΙΡΥΝΘΑ

Πλησιάζοντας στο Δημοτικό Διαμέρισμα Νέας Τίρυνθας (Κοφίνι), έδρα του ομώνυμου Δήμου, συναντάμε μια πινακίδα, που μας κατευθύνει προς το σημείο που βρίσκεται θολωτός Μυκηναϊκός τάφος. Το 1913 ανασκάφηκε ένας θολωτός τάφος στη δυτική κλιτύ του λόφου του Προφήτη Ηλία, σε απόσταση 1 περίπου χιλιομέτρου από την ακρόπολη της Τίρυνθας.


 Ο δρόμος του τάφου, που κατασκευάστηκε μετά την ανέγερση της θόλου έχει 13 μ. μήκος και σχεδόν 3 μ. πλάτος. Τα τοιχώματα του δρόμου έχουν επενδυθεί από αδρά λαξευμένες ασβεστολιθικές πλάκες. Η είσοδος - θύρα του τάφου έφερε διακόσμηση από τοιχογραφίες με σπείρες. Το υπέρθυρο αποτελείται από μονολιθική πλάκα διαστάσεων 3x2x0,40 μ., ενώ το κατώφλι δεν σώζεται. Το στόμιο σφράγιζε δίφυλλη πόρτα. Η θόλος είναι κυκλική, διαμέτρου 8,45-8,50 μ. Οι δύο κατώτερες στρώσεις έχουν χτιστεί από μεγάλες πέτρες, οι υπόλοιπες από ασβεστολιθικές πλάκες, όπως του δρόμου. Στη βόρεια πλευρά βρέθηκε λάκκος τάφου χωρίς διακόσμηση.

Στον τάφο δεν βρέθηκε καθόλου μυκηναϊκή κεραμική. Είναι πιθανό πως το περιεχόμενό του απομακρύνθηκε κατά τη ρωμαϊκή εποχή χωρίς να αποκλείεται και το ενδεχόμενο να μην χρησιμοποιήθηκε ποτέ.


Όπως βεβαιώνουν πρωτοκορινθιακά και μελανόμορφα όστρακα που βρέθηκαν στο λάκκο του τάφου και στο δρόμο, ο τάφος πρέπει να ήταν ήδη ανοιχτός σ' αυτή την εποχή. Το είδος των ευρημάτων συνηγορεί για μια λατρεία ήρωα. Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο το εσωτερικό του μετατράπηκε σε ελαιοτριβείο. Το μαρτυρά το αρχαίο πέτρινο τριβείο – συλλεκτήρας, που βρίσκεται εντός του.

Ένας δεύτερος θολωτός τάφος, που ο δρόμος του προφανώς είχε ήδη εντοπισθεί το 1913(!) έχει… εν μέρει ανασκαφεί από την Δ' Εφορεία Αρχαιοτήτων στη δεκαετία του 1980, στα ΝΔ του πρώτου.

 
ΛΑΥΡΙΟ ΑΤΤΙΚΗ

Η περιοχή του Λαυρίου συνδέεται με αρκετούς μύθους. Ο Θορικός υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς οικισμούς της Λαυρεωτικής και ένα από τα μυκηναϊκά βασίλεια της Αττικής. Γνωστός βασιλιάς του Θορικού ήταν ο Κέφαλος που σκότωσε κατά λάθος τη γυναίκα του Προκρίδα με ένα δόρυ που δεν έχανε ποτέ τον στόχο, δώρο του Δία. Σήμερα, από τον αρχαίο αυτό δήμο σώζονται αρκετά κατάλοιπα. Από τα πιο εντυπωσιακά, είναι η στοά, η αρχαιότερη μεταλλευτική στοά της περιοχής (3000 π.Χ.), ο οικισμός, γνωστός και ως «βιομηχανική πόλη», καθώς και το θέατρο που θεωρείται μοναδικό για το ιδιόμορφο ελλειψοειδές σχήμα του (τέλη 6ου-5ου αι. π.Χ.).


Ο δήμος της Κερατέας απλώνεται σε μεγάλο μέρος της Ν. Αττικής και διαθέτει πλήθος μνημείων όλων σχεδόν των περιόδων του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στον Ελλαδικό χώρο. Η αρχαιότερη κατοίκηση στην περιοχή έχει εντοπιστεί στο Σπήλαιο του Κίτσου, στην ανατολική πλευρά του υψώματος Μικρό Ριμπάρι, του οποίου η πρώτη χρήση και κατοίκηση χρονολογείται στη νεολιθική περίοδο (5300 - 4300 π.Χ.).Στο Βελατούρι, στο μικρό λόφο δυτικά του δημοτικού σταδίου και απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας ήδη από το 1962, 

Βρετανοί αρχαιολόγοι εντόπισαν κεραμική της ΠΕ ( Πρωτοελλαδικής 3500 - 2000 π.Χ.) και ΜΕ (Μεσοελλαδικής 2000 - 1600 π.Χ.) περιόδου. Κατά την επόμενη περίοδο, την μυκηναϊκή (1600 - 1100) τα ευρήματα μας είναι περασμένου αιώνα αναφέρεται η ανεύρεση μυκηναϊκού θαλαμοειδούς τάφου, στους πρόποδες του βουνού, ενώ ένας ακόμα τάφος ερευνήθηκε στη βόρεια πλευρά της κοιλάδας. Μυκηναϊκά όστρακα έχουν βρεθεί στο σπήλαιο της Κακής Θάλασσας και στο σπήλαιο στο Κερατοβούνι. Στο Ρουτζέρι έχουν βρεθεί αγγεία της γεωμετρικής εποχής (900 - 700 π.Χ.),τα οποία βρίσκονται σε ιδιωτική συλλογή στο εξωτερικό, ενώ στην ίδια εποχή χρονολογείται βωμός αφιερωμένος στον Δία Όμβριο.
 

Κατά τα αρχαϊκά χρόνια (700-500) τεκμηριώνεται η ύπαρξη στην περιοχή ισχυρών και πλούσιων οικογενειών, που έστησαν στους τάφους των νεκρών τους μεγάλα γλυπτά. Τα σημαντικότερα είναι ο Κούρος της Κερατέας που αποκαλύφθηκε στη θέση Ντάρδεζα, ένα γυναικείο άγαλμα θεότητας, εξαιρετικής τεχνικής και διατήρησης, το οποίο έχει επικρατήσει στη βιβλιογραφία ως «θεά του Βερολίνου» και ο περίφημος Αριστόδικος Κούρος που βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Αλλά και ο Θορικός υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και αρχαιότερους οικισμούς της Αττικής. Το κέντρο του Θορικού είναι ο διπλός λόφος Βελατούρι όπου η κατοίκηση υπήρξε μακραίωνη και πυκνή. Στην κορυφή του σώζονται τα ερείπια της ακρόπολης με ίχνη εγκατάστασης από τα τέλη της νεολιθικής, σπίτια της ΠΕ και ΜΕ περιόδου και 5 θολωτοί και θαλαμωτοί τάφοι της μυκηναϊκής περιόδου. Η κατοίκηση συνεχίστηκε ως την ύστερη κλασική περίοδο. Η ζωή στον αρχαίο δήμο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την μεταλλουργία. Ανάμεσα στα σπίτια συναντά κανείς εργαστήρια με πλυντήρια μεταλλεύματος, στοές εξόρυξης και μεταλλευτικά φρέατα. Το θέατρο του Θορικού ανήκει στον 6° αιώνα, αποτελεί το αρχαιότερο θέατρο και είναι μοναδικό για το ιδιόμορφο ελλειψοειδές σχήμα του.
 

Την περίοδο ακμής του αρχαίου Δήμου Κεφαλής, αποτελούν οι κλασικοί χρόνοι. Στη Μεγάλη Αυλή, υπάρχει άφθονο οικοδομικό υλικό και τμήματα αγγείων κλασικών χρόνων, ενώ από νεκροταφείο στο Ρουτζέρι προέρχονται μαρμάρινες λήκυθοι, μια λουτροφόρος και επιτύμβια στήλη.

Στις ίδιες περιοχές, όπου άνθισε η ζωή κατά τους κλασικούς χρόνους, συνεχίσθηκε η κατοίκηση και στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς που ακολούθησαν. Είναι φανερό ότι η περιοχή της Κερατέας, όπως και η ευρύτερη Λαυρεωτική είναι ένας τόπος πλούσιος σε ιστορία και μνημεία. Δυστυχώς όμως κανένα μνημείο δεν έχει αναδειχθεί. Ελάχιστες έρευνες έχουν γίνει και λίγα έχουν γραφτεί και το κυριότερο, έχουν γίνει πολλές καταστροφές στο διάβα των αιώνων..

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΛΛΩΝ ΘΟΛΩΤΩΝ ΤΑΦΩΝ 
 
 
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου