Μια σημαντική συνέπεια από την μετάβαση της ανθρωπότητας στην κοινωνία της πληροφορίας και την ψηφιακή τεχνολογία του 21ο αιώνα, είναι η μετατόπιση του κέντρου του ενδιαφέροντος από την Αριστοτέλεια δίτιμη λογική στην Επικούρεια πλειότιμη ή πλεόναχο λογική.
Ο επονομαζόμενος και «Κανόνας» στην ουσία αντικαθιστά την κλασική-παραδοσιακή δίτιμη Αριστοτέλεια λογική η οποία θεμελιώθηκε αρχικά από τον Πυθαγόρα, και αργότερα εισήχθηκε και τελειοποιήθηκε από τον Αριστοτέλη, ενώ υιοθετήθηκε και από τον Στωικό Χρύσιππο αποτελώντας τη βάση της λεγόμενης δυτικής σκέψης και του δυτικού πολιτισμού.
Η δίτιμη Αριστοτέλεια λογική περιγράφει τα οριστικά χαρακτηριστικά της φυσικής γλώσσας που δεν περιέχουν ασάφεια, αμφισημία και αοριστία. Επικράτησε πλήρως από τον 10ο αιώνα στον δυτικό πολιτισμό, για δύο κυρίως λόγους: πρώτον γιατί απλουστεύει κατά πολύ τη συλλογιστική των προβλημάτων, και δεύτερον γιατί αποδίδει απόλυτη «βεβαιότητα» στην απόδειξη και αποδοχή της «αλήθειας».
Αλλά ας επιχειρήσουμε να αναλύσουμε την απόλυτη λογική του Αριστοτέλη, το «Όργανον» όπως ο ίδιος την ονόμασε και αποτελούσε μέχρι πρότινος την δεξαμενή δεδομένων της πληροφορικής και της τεχνολογίας. Ο Αριστοτέλης στηρίχθηκε σε δύο βασικούς νόμους, στον νόμο της μη αντίφασης και στον νόμο του αποκλειόμενου μέσου.
Σύμφωνα με αυτούς μια λογική πρόταση μπορεί να πάρει μόνο δύο τιμές, δηλαδή μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής (1 ή 0), αποκλείοντας τρίτη λύση (Αρχή της Απόκλεισης του Τρίτου). Κάποιος για παράδειγμα δεν μπορεί να είναι ξανθός και ταυτόχρονα μη ξανθός. Είτε είναι ξανθός είτε μη ξανθός. Ούτε να είναι Έλληνας και ταυτόχρονα μη Έλληνας. Είτε είναι Έλληνας είτε μη Έλληνας. Αυτό σημαίνει ότι εάν μια πρόταση δεν είναι αληθής (1) τότε θα είναι αναγκαία ψευδής (0), ενώ αν δεν είναι ψευδής (0) τότε θα είναι αναγκαία αληθής (1). Αν επιχειρήσουμε να παραλληλίσουμε τον συλλογισμό με χρώματα θα λέγαμε ότι το συμπέρασμα μπορεί να είναι μόνον ή άσπρο (αληθής-1) ή μαύρο (ψευδής-0).
Αυτή η απόλυτη «βεβαιότητα» της δίτιμης λογικής καθώς και οι φυσικές ατέλειες του άσπρου και του μαύρου στην συλλογιστική της, αποδείχθηκαν «ανθρωπολογικά» ανεπαρκείς για την ερμηνεία τόσο της φυσικής γλώσσας όσο και της συνήθως «έγχρωμης» και αβέβαιης πραγματικότητας που μας περιβάλλει.
Ο επονομαζόμενος και «Κανόνας» στην ουσία αντικαθιστά την κλασική-παραδοσιακή δίτιμη Αριστοτέλεια λογική η οποία θεμελιώθηκε αρχικά από τον Πυθαγόρα, και αργότερα εισήχθηκε και τελειοποιήθηκε από τον Αριστοτέλη, ενώ υιοθετήθηκε και από τον Στωικό Χρύσιππο αποτελώντας τη βάση της λεγόμενης δυτικής σκέψης και του δυτικού πολιτισμού.
Η δίτιμη Αριστοτέλεια λογική περιγράφει τα οριστικά χαρακτηριστικά της φυσικής γλώσσας που δεν περιέχουν ασάφεια, αμφισημία και αοριστία. Επικράτησε πλήρως από τον 10ο αιώνα στον δυτικό πολιτισμό, για δύο κυρίως λόγους: πρώτον γιατί απλουστεύει κατά πολύ τη συλλογιστική των προβλημάτων, και δεύτερον γιατί αποδίδει απόλυτη «βεβαιότητα» στην απόδειξη και αποδοχή της «αλήθειας».
Αλλά ας επιχειρήσουμε να αναλύσουμε την απόλυτη λογική του Αριστοτέλη, το «Όργανον» όπως ο ίδιος την ονόμασε και αποτελούσε μέχρι πρότινος την δεξαμενή δεδομένων της πληροφορικής και της τεχνολογίας. Ο Αριστοτέλης στηρίχθηκε σε δύο βασικούς νόμους, στον νόμο της μη αντίφασης και στον νόμο του αποκλειόμενου μέσου.
Σύμφωνα με αυτούς μια λογική πρόταση μπορεί να πάρει μόνο δύο τιμές, δηλαδή μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής (1 ή 0), αποκλείοντας τρίτη λύση (Αρχή της Απόκλεισης του Τρίτου). Κάποιος για παράδειγμα δεν μπορεί να είναι ξανθός και ταυτόχρονα μη ξανθός. Είτε είναι ξανθός είτε μη ξανθός. Ούτε να είναι Έλληνας και ταυτόχρονα μη Έλληνας. Είτε είναι Έλληνας είτε μη Έλληνας. Αυτό σημαίνει ότι εάν μια πρόταση δεν είναι αληθής (1) τότε θα είναι αναγκαία ψευδής (0), ενώ αν δεν είναι ψευδής (0) τότε θα είναι αναγκαία αληθής (1). Αν επιχειρήσουμε να παραλληλίσουμε τον συλλογισμό με χρώματα θα λέγαμε ότι το συμπέρασμα μπορεί να είναι μόνον ή άσπρο (αληθής-1) ή μαύρο (ψευδής-0).
Αυτή η απόλυτη «βεβαιότητα» της δίτιμης λογικής καθώς και οι φυσικές ατέλειες του άσπρου και του μαύρου στην συλλογιστική της, αποδείχθηκαν «ανθρωπολογικά» ανεπαρκείς για την ερμηνεία τόσο της φυσικής γλώσσας όσο και της συνήθως «έγχρωμης» και αβέβαιης πραγματικότητας που μας περιβάλλει.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το παράδοξο του Κουρέα του Bertrand Russel: Ένας κουρέας λέει: “Ξυρίζω όλους εκείνους που δεν ξυρίζονται μόνοι τους”. Τότε ποιος ξυρίζει τον κουρέα; Εάν ξυρίζεται μόνος του τότε σύμφωνα με τα λεγόμενά του δεν έπρεπε να το κάνει. Εάν δεν ξυρίζεται μόνος του, τότε σύμφωνα με αυτά που λέει έπρεπε να το κάνει.
Με μια πρώτη ματιά το παραπάνω παράδοξο έχει να κάνει με τις κλασικές λογικές προτάσεις των Μαθηματικών, που σήμερα τις χειριζόμαστε στην τεχνολογία με την άλγεβρα Boole, η οποία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μαθηματικοποίηση των κανόνων της δίτιμης λογικής, όπως αυτοί πρωτοδιατυπώθηκαν από τον Αριστοτέλη.
Με την άλγεβρα Boole μπορούμε να περιγράφουμε τα λογικά κυκλώματα και κατ’ επέκταση τα ψηφιακά κυκλώματα που χρησιμοποιούνται στους υπολογιστές και στη σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία (επεξεργαστές, μικροελεγκτές κ.λ.π.). Όμως το παραπάνω ιστορικό λογικό παράδοξο (όπως βέβαια και άπειρα άλλα), δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από τα κλασικά-παραδοσιακά μαθηματικά και την άλγεβρα Boole, και αυτό οφείλεται στην αδυναμία της δίτιμης λογικής να δεχτεί ότι μια πρόταση μπορεί να είναι και κάτι άλλο πέρα από το απόλυτο και στατικό δίλημμα «αληθής ή ψευδής».
Μια πρώτη προσέγγιση στο λογικό αυτό πρόβλημα είναι να επιχειρήσουμε να υπερβούμε την απολυτότητα και στατικότητα των παραδοσιακών μαθηματικών της δίτιμης λογικής και να δούμε την πραγματικότητα και τις έννοιες όχι στατικά, αλλά δυναμικά όπως πράγματι είναι στη ζωή μας από τη φύση τους.
Στην πραγματικότητα τα περισσότερα αντικείμενα του κόσμου μας υπόκεινται συνεχώς σε διαρκή αλλαγή σε κάθε στιγμή. Και ενώ έχουν κάποια στιγμή μια Α μορφή, εμπεριέχουν ταυτόχρονα στο εσωτερικό τους το σπέρμα της μεταβολής τους, της μελλοντικής τους αλλαγής όπως πολύ σωστά το έθεσε ο Ηράκλειτος.
Ένα αυτοκίνητο Κόκκινου χρώματος που αγοράσαμε σήμερα και είναι συνεχώς εκτεθειμένο στον ήλιο, σε πέντε χρόνια μπορεί να έχει χάσει την αρχική του λάμψη σε δέκα χρόνια να έχει έντονα άσπρα σημάδια και σε δεκαπέντε χρόνια να έχει ασπρίσει εντελώς. Ένα άλλο παράδειγμα προερχόμενο από τον χώρο της Κβαντικής Φυσικής είναι τα στοιχειώδη υποατομικά «σωματίδια» τα οποία συμπεριφέρονται άλλοτε σαν κλασικά σωματίδια και άλλοτε σαν συρμοί κυμάτων, ανάλογα με τις συνθήκες παρατήρησης. Με απλά λόγια «τα στοιχειώδη υποατομικά σωματίδια συμπεριφέρονται ταυτόχρονα και σαν υλικά σωμάτια αλλά και σαν ενεργειακά κύματα» δηλαδή τα στοιχειώδη σωματίδια είναι και δεν είναι ύλη και ενέργεια ταυτόχρονα.
Τα δεδομένα των αισθήσεών μας, μας υπαγορεύουν ένα «νόμο του περιλαμβανομένου ή μεταβαλλόμενου μέσου» για να εξηγήσουμε τα φαινόμενα που συμβαίνουν γύρω μας.
Από τα λίγα σωζόμενα έργα του Επίκουρου διαπιστώνουμε ότι πρώτος αυτός εισάγει στην φιλοσοφική σκέψη την πλειότιμη λογική για την αναζήτηση της αλήθειας αφού στην επιστολή προς Πυθοκλή αναφέρει τα εξής:
«Δεν πρέπει να προσπαθούμε να επιβάλλουμε με τη βία τα δεδομένα για να τα ταιριάξουμε σε μία απίθανη ερμηνεία μήτε να υιοθετούμε μία εκδοχή για τα πάντα… τα γενεσιουργά αίτια των ουράνιων φαινομένων μπορεί να είναι περισσότερα από ένα, και να υπάρχουν αρκετές διαφορετικές ερμηνείες γι’ αυτά, που να συμφωνούν εξίσου με τις εντυπώσεις των αισθήσεων. Βλέπεις δεν πρέπει να μελετούμε τη φύση βασιζόμενοι σε κενές υποθέσεις και αυθαίρετους νόμους, οι μόνοι οδηγοί που πρέπει να ακολουθούμε είναι τα ίδια τα φαινόμενα».
Και πράγματι, αν παρατηρήσουμε τα φαινόμενα θα δούμε ότι τα αδειάσματα της σελήνης και τα ακολουθούμενα γεμίσματα της, μπορεί να οφείλονται είτε στην περιστροφή του σώματος αυτού, είτε σε σχηματισμούς του αέρα, ή ακόμη και στις παρεμβολές άλλων σωμάτων. Οι μετεωρίτες μπορεί να είναι κομμάτια που αποσπάστηκαν από τα άστρα ή μπορεί να είναι ουσίες που καίγονται με την επίδραση του αέρα. Το σύμπαν μπορεί να συνεχίσει να διαστέλλεται επ’ άπειρον, είτε να επιβραδυνθεί έως ότου φθάσει σε μία διαρκή στάση, είτε μπορεί μετά την επιβράδυνση να ξανασυσταλεί πάλι σε μία μεγάλη σύνθλιψη.
Για τον Επίκουρο τα πολλαπλά αίτια και οι διαφορετικές ερμηνείες των ουράνιων και γήινων φαινομένων έκαναν αναπόφευκτη την επέκταση -και την αντικατάσταση στις περισσότερες των περιπτώσεων- της δίτιμης λογικής και των διαχωριστικών γραμμών στις κατηγοριοποιήσεις του Αριστοτέλη, και τον οδήγησαν στην υιοθέτηση πλειότιμων λογικών μιας και υπήρξε η ανάγκη διασύνδεσης της φιλοσοφίας της φυσικής-καθομιλουμένης γλώσσας και της φυσικής ασάφειας που διέπει την ανθρώπινη νοημοσύνη-συμπεριφορά, με την αναγκαιότητα για μια πιο ρεαλιστική θεώρηση της έννοιας της αβεβαιότητας.
Η πρόταση ότι οι Έλληνες δεν μπορεί να είναι χριστιανοί και ταυτόχρονα μη χριστιανοί, είτε είναι χριστιανοί είτε δεν είναι, που στην δίτιμη λογική ορίζεται ως ακριβής κατάσταση, στην πλειότιμη επικούρεια λογική θεωρείται ως οριακή περίπτωση μιας προσεγγιστικής κατάστασης διασυνδεδεμένη με πολλαπλές υποκειμενικές ερμηνείες και έννοιες. Κι αυτό διότι οι Έλληνες μπορεί να είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, καθολικοί χριστιανοί, ευαγγελιστές χριστιανοί, ή ακόμη να είναι Έλληνες δωδεκαθεϊστές, Έλληνες εβραίοι, Έλληνες μουσουλμάνοι, είτε Έλληνες άθεοι. Αποδεικνύεται έτσι ότι το κάθε υποτιθέμενο λογικό σύστημα μπορεί εύκολα να ασαφοποιηθεί (fuzzification).
Συνδιαλεγόμενος με την φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη στο θέμα των γνωμών, ο Επίκουρος προτάσσει απέναντι στο απόλυτο και στατικό δίλημμα «αληθής ή ψευδής» το επιχείρημα μήπως αυτές (οι γνώμες) μπορούν να είναι λίγο ή πολύ αληθείς. Για παράδειγμα, στον ισχυρισμό ότι αύριο θα γίνει πόλεμος με την Τουρκία τι μπορούμε να απαντήσουμε, αληθεύει ή δεν αληθεύει. Ακόμη και αν ξεσπάσει πόλεμος ο ισχυρισμός ίσως να είναι μερικώς αληθής, αφού μπορεί να πρόκειται για επεισόδια μικρής έκτασης ή μεμονωμένα περιστατικά ή να είναι αρκούντως αληθής στην περίπτωση που θα πρόκειται για πιο γενικευμένα και μεγαλύτερης διάρκειας επεισόδια. Εξάλλου, την ώρα που διατυπώνεται αυτός ο ισχυρισμός το πιο πιθανό είναι να μην γνωρίζουμε την απάντηση. Έτσι ο ισχυρισμός προς το παρόν δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής αλλά απροσδιόριστος, έχει δηλαδή ενδιάμεση τιμή αληθείας αναιρώντας στην ουσία τον νόμο του αποκλειομένου μέσου.
Ο Επίκουρος εισάγει στην μεθοδολογία του για την διερεύνηση της αλήθειας την προσθήκη του “απροσδιόριστου” ανάμεσα στο αληθινό και στο ψευδές, την προσθήκη του “ίσως” μεταξύ του ναι και του όχι, την προσθήκη του “μάλλον” μεταξύ του είναι και του δεν είναι, την προσθήκη των “κλασμάτων” μεταξύ του ένα και του μηδέν.
Στην επικούρεια φιλοσοφία όλες οι υποθέσεις είναι αποδεκτές στο βαθμό που πληρούν το κριτήριο της επιβεβαίωσης ή της μη διάψευσης ενός φαινομένου ή ενός γεγονότος. Αν επαληθεύεται και δεν διαψεύδεται, είναι αληθής. Αν όμως δεν επαληθεύεται ή διαψεύδεται, είναι ψευδής. Στην περίπτωση που ούτε επαληθεύεται αλλά ούτε και διαψεύδεται η υπόθεση παραπέμπεται στα «αναμενόμενα».
Μολονότι κάθε υπόθεση δεν θεωρείται απόλυτα αληθής ή ψευδής όταν εξετάζεται μεμονωμένα, εντούτοις είναι δυνατό μέσω των αισθήσεων, την παρατήρηση, την επαγωγική σκέψη και τον εμπειρισμό, όταν λαμβάνονται υπόψη σε συλλογικά πλαίσια, να οδηγούν στην αλήθεια. Αυτή η συλλογιστική του Επίκουρου περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την λεγόμενη «Θεωρία των Ασαφών Συνόλων» στην οποία δεν κυριαρχεί μόνο το «άσπρο ή μαύρο» όπως απαιτεί η δίτιμη λογική των κλασικών-παραδοσιακών μαθηματικών, αλλά έχουμε διάφορες «αποχρώσεις του γκρι» καθώς και έγχρωμα φαινόμενα, όπως ακριβώς κάνει η φυσική γλώσσα, η κοινή λογική και η νοημοσύνη του ανθρώπου.
Στις δεκαετίες του 1920-1930 επιστημονικές θεωρήσεις όπως η Αρχή της Απροσδιοριστίας του Werner Heisenberg είτε η Θεωρία της Σχετικότητας του Albert Einstein, βοήθησαν στην αναβίωση και στην περαιτέρω ανάπτυξη της πλειότιμης λογικής του Επίκουρου.
Η σύγχρονη εισαγωγή της πλειότιμης λογικής με τον όρο «Ασαφής Λογική» γνωστή και ως «Φάζι Λότζικ» (Fuzzy Logic), έγινε από τον Περσικής καταγωγής Αμερικανό Καθηγητή και πτυχιούχο μηχανικό Lotfi Zadeh, ο οποίος δημοσίευσε την σχετική εργασία του το 1965 ανατρέποντας την μέχρι τότε καθεστηκυία θεωρία της λογικής και των μαθηματικών, και κατ’ επέκταση των σύγχρονων επιστημών και της τεχνολογίας.
Μετά την αρχική δυσπιστία και τις πρώτες φυσιολογικές αμφισβητήσεις της νέας θεωρίας, σύντομα ακολούθησαν και οι τεχνολογικές εφαρμογές της Ασαφούς Λογικής, οι οποίες είναι πολυάριθμες σε όλο τον κόσμο ενώ πολλές από αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν πραγματικά ως τεχνολογικά και επιστημονικά «επαναστατικές». Αναφέρω ενδεικτικά την αυτόματη λειτουργία μέσω Ασαφούς Συστήματος Ελέγχου: του μετρό της γιαπωνέζικης πόλης Sendai (από το 1987), μη-επανδρωμένων οχημάτων και αεροσκαφών, τσιμεντοβιομηχανιών, κλιματιστικών, ρομπότ, πλυντηρίων, ιατρικής διάγνωσης και αναισθησίας, αυτόματων καμερών, ενώ δεν υπάρχει ίσως επιστημονικός κλάδος σήμερα που να μην επεκτείνεται ραγδαία σε έννοιες και εφαρμογές της Ασαφούς Λογικής, όπως: Μαθηματικά, Οικονομία, Στατιστική, Φιλοσοφία, Σεισμολογία, Ιατρική, Ρομποτική, Βιολογία, Ψυχολογία, Διαστημική, Κοινωνιολογία, Πυρηνική, Οικολογία, Μετεωρολογία, Γεωλογία, Γενετική.
Η ψηφιακή τεχνολογία ήδη μετασχηματίζει τον κόσμο μας δημιουργώντας όμως ταυτόχρονα ενστάσεις και σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την πρόσβαση στα δεδομένα και τη γνώση που παράγεται από την ανάλυση και μοντελοποίησή τους.
Από μία άλλη οπτική, υπάρχουν έντονοι προβληματισμοί ως προς τον σκοπό, τη χρήση, τη διαχείριση και τις συνέπειες στον φυσικό ανθρώπινο κόσμο που επιφέρει με πολιτικές, κοινωνικές και ηθικές προεκτάσεις. Αυτό που πρέπει πρωτίστως να εξασφαλιστεί, είναι η τεχνολογία να καταστεί αρωγός της προσπάθειας του ανθρώπου για μία καλύτερη, ασφαλέστερη και ευδαιμονική ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου