Ο θυμός θεωρείται σε σχέση με άλλα συναισθήματα -όπως η χαρά και λιγότερο η θλίψη που γίνονται εύκολα ανεκτά από τους γονείς και από την κουλτούρα μας - το πιο δύσκολο συναίσθημα που χρειάζεται να εκφράσει ένα παιδί. Αυτό συμβαίνει, διότι συχνά η εκδήλωση του παρερμηνεύεται ή παρεμποδίζεται από τους γονείς, από τους δασκάλους στο σχολείο, ιδιαίτερα μάλιστα, εάν φτάσει σε ακραίο βαθμό.
Αναπτυξιακά, το παιδί περνώντας από τη φάση συγχώνευσης με το περιβάλλον του, όπου δεν μπορεί να κατανοήσει σωματικά και ψυχολογικά τον εαυτό του ως μια ξεχωριστή οντότητα, και εξαρτάται αποκλειστικά από τους ενηλίκους για την ικανοποίηση την αναγκών του, μεγαλώνει και αναγνωρίζει τον εαυτό του ως ξεχωριστή οντότητα από το περιβάλλον του, αποκτά δεξιότητες, ώστε να επικοινωνεί προς τους γονείς του τις συναισθηματικές και σωματικές του ανάγκες που επιζητούν την ικανοποίηση τους, όπως επίσης μέσω αυτών των ικανοτήτων που αναπτύσσει το παιδί ορισμένες φορές έχει τη δυνατότητα να καλύψει μερικές από αυτές και μόνο του.
Ο τρόπος που θα ανταποκριθούν στις ανάγκες του παιδιού τους είναι ιδιαίτερα σημαντικός ως προς την μετέπειτα εξέλιξη του. Συγκεκριμένα, εάν το παιδί εισπράττει αποδοχή και επιδοκιμασία μαθαίνει να εμπιστεύεται τον εαυτό του, τις αισθήσεις του, τα συναισθήματα του, αποκτά επιβεβαίωση όλης της ύπαρξης του. Αφουγκραζόμενοι, λοιπόν, οι γονείς τον θυμό του παιδιού, καλλιεργείται στο παιδί ότι ο θυμός είναι ένα υγιές συναίσθημα και όχι ένα ανεξέλεγκτο τέρας που θα σαρώσει τα πάντα στο διάβα του, εάν τον αφήσει ελεύθερο, εάν δηλαδή τον εξωτερικεύσει.
Στον αντίποδα αυτής της κατάστασης, όταν οι γονείς αντιδρούν, δηλαδή, με κριτική και αποδοκιμασία απέναντι στα ξεσπάσματα θυμού του παιδιού τους, τότε αυτό αντιλαμβάνεται πως η έκφραση του θυμού δεν είναι κάτι αποδεκτό και παίρνει το μήνυμα πως, εάν εκφράσω το θυμό μου δεν θα είμαι αγαπητός, θα απορριφθώ από το περιβάλλον μου, και ενδοβάλει καταπίνοντας αμάσητα μηνύματα, όπως « είσαι κακό παιδί όταν θυμώνεις», «δεν πρέπει να εναντιώνεσαι στους γονείς σου». Βιώνει, ως εκ τούτου, μια εσωτερική σύγκρουση, καθότι από τη μια εκδηλώνει ξεσπάσματα θυμού και εισπράττει αποδοκιμασία από τους γονείς του και από την άλλη πλευρά έχει έντονα την ανάγκη να νιώσει την ασφάλεια των γονιών του.
Ωστόσο, για να μπορέσει να επιβιώσει, μαθαίνει ότι πρέπει να βρει κάποιον άλλο τρόπο, για να διαχειρίζεται τα συναισθήματα του. Η διαδικασία, στη συνέχεια, γίνεται όλο και πιο περίπλοκη. Αρχικά, το παιδί μπορεί να νιώθει τρομερή ενοχή ακόμα και όταν βιώνει ένα ήπιο συναίσθημα θυμού. Καθώς μεγαλώνει, η ενοχή μπορεί να συσσωρευτεί δημιουργώντας έντονα την αίσθηση της δυσαρέσκειας, της ντροπής και της ακύρωσης, γεγονός που σημαίνει πως συρρικνώνεται η αίσθηση του εαυτού και της ατομικότητας του. Τα συναισθήματα ενός παιδιού αποτελούν τον ίδιο του τον πυρήνα, την ίδια του την ύπαρξη. Όταν, όμως, τα συναισθήματα του δεν επικυρώνονται, αλλά υποτιμούνται και χλευάζονται από του ενηλίκους, τότε το παιδί αισθάνεται βαθιά απόρριψη.
Ο οργανισμός, μολαταύτα, συνεχίζει να πιέζει να επιτευχθεί ομοιόσταση (στη θεραπεία Gestalt κάνουμε λόγο για την οργανισμική αυτορρύθμιση, θέλοντας να τονίσουμε πως ο κάθε οργανισμός τείνει να διατηρεί την ισορροπία. Κατά την λειτουργία του οργανισμού αναδύεται μια ανάγκη συναισθηματική ή οργανική που διαταράσσει αυτή την ισορροπία του οργανισμού, κι εκείνη την στιγμή μια αντίθετη τάση εμφανίζεται, για να την επανακτήσει- λειτουργιά της ομοιόστασης-. Αυτό είναι η οργανισμική αυτορρύθμιση).
Συγκεκριμένα, το παιδί «σπρώχνει» προς τα μέσα το συναίσθημα του θυμού και συχνά μπορεί να αυτοτραυματίζεται, να ξεριζώνει τούφες από τα μαλλιά, να προκαλεί αποπνιγμό με μια κρίση άσθματος, να συσφίξει του μυς προκαλώντας πονοκεφάλους, στομαχόπονους και ούτω καθεξής. Από την άλλη πλευρά, το παιδί, προκείμενου να εκτονώσει τον θυμό του, εκδηλώνει έντονη επιθετική συμπεριφορά προς το περιβάλλον του ,π.χ. χτυπώντας τα άλλα παιδιά, βάζοντας φωτιές, κ.α.
Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως οι βίαιες εκρήξεις θυμού, εκτός από ότι θεωρούνται ως ένας τρόπος εκτόνωσης του που έχει συσσωρεύσει το παιδί μέσα του, αποτελεί επίσης και έναν τρόπο να αισθανθεί κάποια δύναμη και αίσθηση εαυτού που δεν μπορεί να την νιώσει διαφορετικά, καθώς όπως αναφέρθηκε παραπάνω έχει ακυρωθεί από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον.
Επιπρόσθετα, μερικά παιδιά μπορούν να προβάλλουν το συναίσθημα της οργής τους σε άλλους, καθώς πιστεύουν ότι οι άλλοι είναι θυμωμένοι μαζί τους ή ότι οι άλλοι, και όχι τα ίδια , έχουν θυμώσει. Επίσης τα παιδιά μπορεί να ανακλούν τον θυμό τους. Δεν τον εκφράζουν και ανταποκρίνονται με άλλα συναισθήματα και συμπεριφορές που θεωρούνται ασύμβατα με την συνθήκη π.χ. κάποια παιδιά παρουσιάζουν υπερκινητική συμπεριφορά. Ενώ κάποια άλλα μπορεί να εκφράζουν το συναίσθημα του θυμού μέσω μη λεκτικών συμπεριφορών, είτε με επεισόδια νυχτερινής ενούρησης, είτε μέσω της συγκράτησης των κενώσεων.
1. Να μιλάμε μαζί του για τον θυμό ,δηλαδή τι είναι αυτό που του προκάλεσε να θυμώσει, δίνοντας έτσι με αυτό τον τρόπο χώρο, χρόνο, επιβεβαίωση σε αυτή του την εμπειρία.
2. Να το βοηθήσουμε μέσα από την συζήτηση, να αντιληφθεί πως ο θυμός είναι ένα υγιές συναίσθημα.
3. Να συμβάλλουμε ώστε να επιλέξει νέους τρόπους να τον εκφράζει ( αυτό ισχύει στις περιπτώσεις των ακραίων εκρήξεων οργής ή θυμού) τελευταίο συνάμα και πολύ σημαντικό
4. Να μην δημιουργούμε διπλά- αντιφατικά μηνύματα.
Είναι τεκμηριωμένο πως κάτι που αυξάνει την σύγχυση είναι, όταν το παιδί λαμβάνει αντικρουόμενα, ως προς το περιεχόμενο, μηνύματα. Συγκεκριμένα, σε σχέση με το θυμό, το παιδί μαθαίνει ότι δεν είναι αποδεκτό να θυμώνει και ταυτόχρονα βιώνει την οργή από τους ενήλικες, είτε άμεσα είτε έμμεσα παίρνοντας την μορφή της παγερής αποδοκιμασίας.
Ολοκληρώνοντας αυτό το άρθρο, είναι πολύ σημαντικό να φέρουμε στο μυαλό μας όταν εμείς αισθανόμαστε στρεσαρισμένοι, θυμωμένοι τι είναι αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε εκείνη την στιγμή: μια αγκαλιά ή μια φωνή;
Αναπτυξιακά, το παιδί περνώντας από τη φάση συγχώνευσης με το περιβάλλον του, όπου δεν μπορεί να κατανοήσει σωματικά και ψυχολογικά τον εαυτό του ως μια ξεχωριστή οντότητα, και εξαρτάται αποκλειστικά από τους ενηλίκους για την ικανοποίηση την αναγκών του, μεγαλώνει και αναγνωρίζει τον εαυτό του ως ξεχωριστή οντότητα από το περιβάλλον του, αποκτά δεξιότητες, ώστε να επικοινωνεί προς τους γονείς του τις συναισθηματικές και σωματικές του ανάγκες που επιζητούν την ικανοποίηση τους, όπως επίσης μέσω αυτών των ικανοτήτων που αναπτύσσει το παιδί ορισμένες φορές έχει τη δυνατότητα να καλύψει μερικές από αυτές και μόνο του.
Η ερμηνεία του θυμού στην παιδική ηλικία
Σύμφωνα με την Violet Oaklander, θεραπεύτρια Gestalt με εξειδίκευση στην ψυχοθεραπεία παιδιών και εφήβων, κατά τα πρώτα παιδικά χρόνια η εκδήλωση του θυμού είναι στην πραγματικότητα μια προσπάθεια του παιδιού να φροντίσει τον εαυτό του, να δηλώσει την παρουσία του, να εκφράσει τις ανάγκες του, να εδραιώσει την θέση του σε αυτό τον κόσμο. Παράλληλα, πολλές φορές πίσω από το πρωτεύον συναίσθημα ,τον θυμό, μπορεί να υποβόσκουν άλλα δύσκολα συναισθήματα όπως θλίψη, ανασφάλεια, φόβος για καταστάσεις που βιώνονται ως στρεσογόνες από το παιδί π.χ. ο ερχομός ενός δεύτερου παιδιού στην οικογένεια, η άσκηση βία –σωματικής ή και λεκτικής/ συναισθηματικής ανάμεσα στους γονείς ή ακόμη και στο ίδιο κ.α. Η ανταπόκριση του οικογενειακού περιβάλλοντος απέναντι στην εκδήλωση θύμου του παιδιού. Το παιδί αναπτύσσεται σωστά, όταν στην προσπάθεια του να αυτονομηθεί εκφράζει προς τους γονείς του τις προσωπικές του σκέψεις και συναισθήματα.Ο τρόπος που θα ανταποκριθούν στις ανάγκες του παιδιού τους είναι ιδιαίτερα σημαντικός ως προς την μετέπειτα εξέλιξη του. Συγκεκριμένα, εάν το παιδί εισπράττει αποδοχή και επιδοκιμασία μαθαίνει να εμπιστεύεται τον εαυτό του, τις αισθήσεις του, τα συναισθήματα του, αποκτά επιβεβαίωση όλης της ύπαρξης του. Αφουγκραζόμενοι, λοιπόν, οι γονείς τον θυμό του παιδιού, καλλιεργείται στο παιδί ότι ο θυμός είναι ένα υγιές συναίσθημα και όχι ένα ανεξέλεγκτο τέρας που θα σαρώσει τα πάντα στο διάβα του, εάν τον αφήσει ελεύθερο, εάν δηλαδή τον εξωτερικεύσει.
Στον αντίποδα αυτής της κατάστασης, όταν οι γονείς αντιδρούν, δηλαδή, με κριτική και αποδοκιμασία απέναντι στα ξεσπάσματα θυμού του παιδιού τους, τότε αυτό αντιλαμβάνεται πως η έκφραση του θυμού δεν είναι κάτι αποδεκτό και παίρνει το μήνυμα πως, εάν εκφράσω το θυμό μου δεν θα είμαι αγαπητός, θα απορριφθώ από το περιβάλλον μου, και ενδοβάλει καταπίνοντας αμάσητα μηνύματα, όπως « είσαι κακό παιδί όταν θυμώνεις», «δεν πρέπει να εναντιώνεσαι στους γονείς σου». Βιώνει, ως εκ τούτου, μια εσωτερική σύγκρουση, καθότι από τη μια εκδηλώνει ξεσπάσματα θυμού και εισπράττει αποδοκιμασία από τους γονείς του και από την άλλη πλευρά έχει έντονα την ανάγκη να νιώσει την ασφάλεια των γονιών του.
Ωστόσο, για να μπορέσει να επιβιώσει, μαθαίνει ότι πρέπει να βρει κάποιον άλλο τρόπο, για να διαχειρίζεται τα συναισθήματα του. Η διαδικασία, στη συνέχεια, γίνεται όλο και πιο περίπλοκη. Αρχικά, το παιδί μπορεί να νιώθει τρομερή ενοχή ακόμα και όταν βιώνει ένα ήπιο συναίσθημα θυμού. Καθώς μεγαλώνει, η ενοχή μπορεί να συσσωρευτεί δημιουργώντας έντονα την αίσθηση της δυσαρέσκειας, της ντροπής και της ακύρωσης, γεγονός που σημαίνει πως συρρικνώνεται η αίσθηση του εαυτού και της ατομικότητας του. Τα συναισθήματα ενός παιδιού αποτελούν τον ίδιο του τον πυρήνα, την ίδια του την ύπαρξη. Όταν, όμως, τα συναισθήματα του δεν επικυρώνονται, αλλά υποτιμούνται και χλευάζονται από του ενηλίκους, τότε το παιδί αισθάνεται βαθιά απόρριψη.
Ο οργανισμός, μολαταύτα, συνεχίζει να πιέζει να επιτευχθεί ομοιόσταση (στη θεραπεία Gestalt κάνουμε λόγο για την οργανισμική αυτορρύθμιση, θέλοντας να τονίσουμε πως ο κάθε οργανισμός τείνει να διατηρεί την ισορροπία. Κατά την λειτουργία του οργανισμού αναδύεται μια ανάγκη συναισθηματική ή οργανική που διαταράσσει αυτή την ισορροπία του οργανισμού, κι εκείνη την στιγμή μια αντίθετη τάση εμφανίζεται, για να την επανακτήσει- λειτουργιά της ομοιόστασης-. Αυτό είναι η οργανισμική αυτορρύθμιση).
Όταν η εκδήλωση του παιδικού θυμού "στραγγαλίζεται"
Στην περίπτωση όπου η ανάγκη έκφρασης του θυμού μένει ανικανοποίητη, τότε ο οργανισμός εναγωνίως προσπαθεί να έρθει σε ισορροπία και στην προσπάθεια του αυτή το παιδί αναζητά τρόπους, για να επιβιώσει από αυτό το δίλημμα, τρόποι που όμως έχουν δυσλειτουργικό και αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα. Έτσι, λοιπόν, θα χειριστεί την ενεργεία του θυμού είτε μέσω της αναστροφής.Συγκεκριμένα, το παιδί «σπρώχνει» προς τα μέσα το συναίσθημα του θυμού και συχνά μπορεί να αυτοτραυματίζεται, να ξεριζώνει τούφες από τα μαλλιά, να προκαλεί αποπνιγμό με μια κρίση άσθματος, να συσφίξει του μυς προκαλώντας πονοκεφάλους, στομαχόπονους και ούτω καθεξής. Από την άλλη πλευρά, το παιδί, προκείμενου να εκτονώσει τον θυμό του, εκδηλώνει έντονη επιθετική συμπεριφορά προς το περιβάλλον του ,π.χ. χτυπώντας τα άλλα παιδιά, βάζοντας φωτιές, κ.α.
Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως οι βίαιες εκρήξεις θυμού, εκτός από ότι θεωρούνται ως ένας τρόπος εκτόνωσης του που έχει συσσωρεύσει το παιδί μέσα του, αποτελεί επίσης και έναν τρόπο να αισθανθεί κάποια δύναμη και αίσθηση εαυτού που δεν μπορεί να την νιώσει διαφορετικά, καθώς όπως αναφέρθηκε παραπάνω έχει ακυρωθεί από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον.
Επιπρόσθετα, μερικά παιδιά μπορούν να προβάλλουν το συναίσθημα της οργής τους σε άλλους, καθώς πιστεύουν ότι οι άλλοι είναι θυμωμένοι μαζί τους ή ότι οι άλλοι, και όχι τα ίδια , έχουν θυμώσει. Επίσης τα παιδιά μπορεί να ανακλούν τον θυμό τους. Δεν τον εκφράζουν και ανταποκρίνονται με άλλα συναισθήματα και συμπεριφορές που θεωρούνται ασύμβατα με την συνθήκη π.χ. κάποια παιδιά παρουσιάζουν υπερκινητική συμπεριφορά. Ενώ κάποια άλλα μπορεί να εκφράζουν το συναίσθημα του θυμού μέσω μη λεκτικών συμπεριφορών, είτε με επεισόδια νυχτερινής ενούρησης, είτε μέσω της συγκράτησης των κενώσεων.
Προσεγγίζοντας το παιδί, κατανοώντας τον θυμό του
Όταν ένα παιδί εκδηλώνει τον θυμό ή έχει διάφορες εκρήξεις οργής είναι πολύ χρήσιμο :1. Να μιλάμε μαζί του για τον θυμό ,δηλαδή τι είναι αυτό που του προκάλεσε να θυμώσει, δίνοντας έτσι με αυτό τον τρόπο χώρο, χρόνο, επιβεβαίωση σε αυτή του την εμπειρία.
2. Να το βοηθήσουμε μέσα από την συζήτηση, να αντιληφθεί πως ο θυμός είναι ένα υγιές συναίσθημα.
3. Να συμβάλλουμε ώστε να επιλέξει νέους τρόπους να τον εκφράζει ( αυτό ισχύει στις περιπτώσεις των ακραίων εκρήξεων οργής ή θυμού) τελευταίο συνάμα και πολύ σημαντικό
4. Να μην δημιουργούμε διπλά- αντιφατικά μηνύματα.
Είναι τεκμηριωμένο πως κάτι που αυξάνει την σύγχυση είναι, όταν το παιδί λαμβάνει αντικρουόμενα, ως προς το περιεχόμενο, μηνύματα. Συγκεκριμένα, σε σχέση με το θυμό, το παιδί μαθαίνει ότι δεν είναι αποδεκτό να θυμώνει και ταυτόχρονα βιώνει την οργή από τους ενήλικες, είτε άμεσα είτε έμμεσα παίρνοντας την μορφή της παγερής αποδοκιμασίας.
Ολοκληρώνοντας αυτό το άρθρο, είναι πολύ σημαντικό να φέρουμε στο μυαλό μας όταν εμείς αισθανόμαστε στρεσαρισμένοι, θυμωμένοι τι είναι αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε εκείνη την στιγμή: μια αγκαλιά ή μια φωνή;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου